RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Athens Media

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το κόμμα
Κρις Κατρόουν

Ομιλίες στο συνέδριο της Στουτγκάρδης (Οκτώβριος 1898)
Ρόζα Λούξεμπουργκ

Η κοινωνικοποίηση της κοινωνίας (Γερμανικός μπολσεβικισμός)
Ρόζα Λούξεμπουργκ

Η Ρωσική τραγωδία
Ρόζα Λούξεμπουργκ


Σημείωμα επιμελητών

Γιώργος Στεφανίδης – Θοδωρής Βελισσάρης

Στο μικρό αφιέρωμα που φιλοξένησε το περιοδικό «Ουτοπία» στο τεύχος 123, παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, εξ όσων γνωρίζουμε, δύο πολύ σημαντικά άρθρα της Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μία διάσημη ομιλία της, συνοδευόμενα από ένα άρθρο που γράφτηκε πρόσφατα για την ίδια. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι το διάσημο έργο της για τη «Ρωσική επανάσταση» η Ρόζα Λούξεμπουργκ το έγραψε στη φυλακή, με περιορισμένες πηγές πληροφόρησης, και δεν το δημοσίευσε η ίδια εν ζωή. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, με επιμέλεια του Paul Levi. Εκτός φυλακής, έγραψε και δημοσίευσε η ίδια το, άγνωστο στους περισσότερους, άρθρο «Η Ρωσική τραγωδία». Νομίζουμε ότι το άρθρο αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη όταν διερευνάται η αποτίμησή της για τη Ρωσική επανάσταση εν γένει. Εδώ επικεντρώνει την κριτική της στην εξωτερική πολιτική των μπολσεβίκων, φυσικά στα πλαίσια μίας αμέριστης εκτίμησης και αλληλεγγύης. Στο άρθρο της για τον «Γερμανικό μπολσεβικισμό», καθίσταται ξεκάθαρη η άποψη της Λούξεμπουργκ για τη σοσιαλιστική πειθαρχία που απαιτείται σε μία επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, εάν η τελευταία θέλει να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους της. Παράλληλα, δίνεται το περίγραμμα των βασικών βημάτων ενός μετασχηματισμού των οικονομικών σχέσεων προς τον σοσιαλισμό, μέσω της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Οι ομιλίες της στο συνέδριο της Στουτγκάρδης συνοψίζουν την ισχυρή της πεποίθηση ότι κανένας συνδικαλιστικός αγώνας δεν είναι από μόνος του σοσιαλιστικός, και κανένα κίνημα δεν είναι από μόνο του επαναστατικό. Χωρίς την πλαισίωση και τους στόχους μίας σοσιαλιστικής πολιτικής, τόσο ο συνδικαλισμός όσο και το «κίνημα», μπορούν για τη Λούξεμπουργκ να μετατραπούν στα μεγαλύτερα εμπόδια για την κατάκτηση του σοσιαλισμού. Το κόκκινο νήμα που διατρέχει όλα αυτά τα κείμενα είναι αυτό του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας, το οποίο παρέμενε κεντρικό για τη Λούξεμπουργκ μέχρι το τραγικό της τέλος. Το άρθρο του Κρις Κατρόουν παρουσιάζει την προσπάθεια, εκ μέρους της Λούξεμπουργκ, μίας διαλεκτικής σύλληψης του προβλήματος αυτού, πέρα από την απόρριψη της μαζικής πολιτικής και της δημοκρατίας, αλλά συγχρόνως και πέρα από την απλή απολογητική και ωραιοποίηση του ίδιου του κράτους. Το κράτος, αλλά και το επαναστατικό κόμμα (και ο ίδιος ο μαρξισμός ακόμα!), συμμετείχαν στη βαθιά κοινωνική κρίση, αποτελούσαν συμπτώματα της παθολογίας των κοινωνικών σχέσεων, και έπρεπε να γίνουν αντικείμενο έκφρασης, πραγμάτευσης, χειρισμού, των κοινωνικών αυτών σχέσεων ως μέσα δυνητικής (αυθ)υπέρβασής τους. Στην καρδιά του μαρξισμού της Λούξεμπουργκ βρίσκεται η ζωντανή σύλληψη του προβλήματος της ελευθερίας, τόσο στον αντικειμενικό όσο και στον υποκειμενικό του ορίζοντα. Ελπίζουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα να υπενθυμίσει, έστω και ελάχιστα, τη βαρύτητα της προσφοράς της Λούξεμπουργκ στον αγώνα για την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, και να παρακινήσει την περαιτέρω ενασχόληση με το έργο της.

μετάφραση: ομάδα Πλατύπους

Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από το αρχικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στο διεθνές περιοδικό Platypus Review το Σεπτέμβριο του 2017- https://platypus1917.org/2017/08/29/slavoj-zizek-donald-trump-left

Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου 2016, μόλις λίγες ημέρες πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μια συνέντευξη του Σλοβένου φιλοσόφου Σλάβοϊ Ζίζεκ στο Channel 4. Στο επίμαχο βίντεο, ο αριστεριστής φιλόσοφος εμφανίζεται κατά τον συνήθη τρόπο του –νευρικός, να τρίβει επανειλημμένα την μύτη του– καθώς απαντά στο ακόλουθο ερώτημα: ποιος θα κέρδιζε την ψήφο του αν ήταν Αμερικανός. Ο Ζίζεκ αναφωνεί χωρίς δισταγμό: «ο Τραμπ!». Στη συνέχεια εξηγεί την απάντησή του: ο Τραμπ δεν είναι ο καλύτερος υποψήφιος, δεν είναι καν συμπαθής, ωστόσο η Κλίντον εκφράζει την απειλή της απόλυτης αδράνειας. Αντιθέτως, η παρέμβαση του Τραμπ θα μπορούσε να αποδιοργανώσει με παραγωγικό τρόπο το αμερικανικό δικομματικό σύστημα: «Αν ο Τραμπ κερδίσει, αμφότερα τα μεγάλα κόμματα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί, θα όφειλαν να επιστρέψουν στα βασικά, να ξανασκεφτούν τους εαυτούς τους και ίσως έτσι να προέκυπταν ορισμένα πράγματα». Και συνεχίζει: «Αυτή είναι η απέλπιδα, πολύ απέλπιδα ελπίδα μου – ότι αν κερδίσει ο Τραμπ, αυτό θα αποτελέσει ένα είδος μεγάλης αφύπνισης, ότι νέες πολιτικές διαδικασίες θα τεθούν σε κίνηση». Έχοντας επίγνωση ότι μια πιθανή προεδρία του Τραμπ φοβίζει του φιλελεύθερους, αναγνωρίζει τους κινδύνους από τους διορισμούς στο υπουργικό του συμβούλιο και προσπαθεί να δώσει στους ακροατές του κάποια προοπτική: «Η Αμερική δεν είναι ακόμη ένα δικτατορικό κράτος, ο Τραμπ δεν θα εισαγάγει τον φασισμό».[1] Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, ο Τραμπ δεν είναι απλώς το μικρότερο κακό. Μάλλον, εν αγνοία του υποψηφίου προέδρου, η αταξία που θα προξενούσε στο κομματικό σύστημα θα μπορούσε να παρακινήσει την Αριστερά να αναστοχαστεί και να οργανωθεί γύρω από μια πολιτική που δείχνει πέρα από την αποτυχία της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το βίντεο προκάλεσε αναταραχή μεταξύ των, κατά μείζονα λόγο, αριστεριστών ακόλουθων του Ζίζεκ. Πώς είναι δυνατόν ένας αυτοαποκαλούμενος μαρξιστής να επιδοκιμάζει δημοσίως έναν Ρεπουμπλικάνο, ο οποίος μάλιστα είχε ευρέως περιγραφεί ως φασίστας,[2] φανατικός,[3] μισογύνης,[4] ως κάποιος που μισεί τους μετανάστες;[5] Ο Νόαμ Τσόμσκι συνέκρινε τον Ζίζεκ με εκείνους τους διανοούμενους που κατά τραγικό τρόπο καλωσόρισαν την άνοδο του Χίτλερ ως δυνητικό όχημα κοινωνικής αλλαγής, με μοναδικό αποτέλεσμα να διωχθούν αμέσως μετά για τη θρησκεία τους, την κουλτούρα τους ή την πολιτική τους θέση.[6] Αλλού, ο Ζίζεκ αποκλήθηκε ανεύθυνος,[7] ένας «διανοούμενος τσαρλατάνος»,[8] ενώ συγχρόνως κατηγορήθηκε ότι απλώς συμπαθεί τη Σλοβένα σύζυγο του Τραμπ, Μελάνια.[9] Γρήγορα συγκεντρώθηκαν πύρινες καταγγελίες και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος: η Left Voice απαίτησε από την Αριστερά να αποκηρύξει τον Ζίζεκ,[10] ενώ το Breitbart, ένα δεξιό διαδικτυακό πρακτορείο ειδήσεων, πανηγύρισε τη στήριξη προς τον Τραμπ.[11]

Μεταφερόμαστε μια εβδομάδα αργότερα. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ και είναι καθ’ οδόν προς τη συγκρότηση του δεξιού υπουργικού συμβουλίου που είχε υποσχεθεί. Με την ιδιότητα του επισκέπτη ακαδημαϊκού, ο Ζίζεκ έχει προσκληθεί να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης μία μέρα μετά την εκλογή. Μια μακριά ουρά εκτείνεται έξω από το Cantor Center, όπου ο Ζίζεκ θα δώσει τη διάλεξή του: «Φυλετικές απολαύσεις: Ό,τι η φιλελεύθερη Αριστερά δεν θέλει να ακούσει».[12] Φοιτητές, νέοι που ψηφίζουν για πρώτη φορά, και διαφόρων ειδών αριστεριστές –μπερδεμένοι, σοκαρισμένοι, άφωνοι– περιμένουν απαντήσεις από τον καθηγητή Ζίζεκ. Και τώρα τι; Όταν ο Ζίζεκ ανεβαίνει στο βήμα μοιάζει ήρεμος και περισσότερο συγκρατημένος από το συνηθισμένο. Ενώ είναι γνωστός για τις προκλητικές παρουσιάσεις του, η οργισμένη αντίδραση της Αριστεράς στο «χρίσμα» του φαίνεται να τον περιορίζει. Ή, ενδεχομένως, είχε ήδη λάβει αρκετή αρνητική δημοσιότητα για μία εβδομάδα. Παρόλα αυτά εμμένει στο κεντρικό του επιχείρημα. Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπέρνι Σάντερς ήταν πολιτικά αουτσάιντερ που συνέλαβαν τη διάθεση εναντίωσης στο κατεστημένο, γεγονός που ο κεντρισμός της Χίλαρι Κλίντον απέτυχε να αναγνωρίσει. Η νίκη της θα αντιπροσώπευε την απόπειρα διαιώνισης του κατεστημένου, υπό τον μανδύα μιας δικαιολογημένης λιτότητας σερβιρισμένης με μια δόση πολιτικής ορθότητας. Αντίστροφα, ο Τραμπ, με τον πολιτικά μη ορθό τρόπο του, απευθύνθηκε στην υποαντιπροσωπευόμενη «λευκή εργατική τάξη» και υπενθύμισε στους ψηφοφόρους του τη μισοξεχασμένη έννοια της ταξικής πάλης –μολονότι υπό μια λαϊκίστικη και στρεβλή εκδοχή– που είχε αδρανοποιηθεί στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Η αισιόδοξη πρόταση του Ζίζεκ είναι αινιγματική, λακωνική και ενάντια στο κοινό αίσθημα. Προκειμένου να την κατανοήσουμε καλύτερα, είναι απαραίτητο να τη συγκρίνουμε με άλλες αναλύσεις της αμερικανικής πολιτικής σήμερα. Με ενδιαφέρουν κυρίως τρία ερωτήματα: Ποια είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία της αμφιλεγόμενης θέσης του Ζίζεκ ότι μια φαινομενικά αντιδραστική φιγούρα μπορεί εν τέλει, ασχέτως των ενδιάμεσων σταθμών, να προκαλέσει πολιτικές εξελίξεις; Πώς και γιατί είναι ελκυστικός ο Τραμπ στους υποστηρικτές του; Ποιες είναι εκείνες οι προϋποθέσεις που οδηγούν πολλούς ανθρώπους στην απόρριψη του επιχειρήματος του Ζίζεκ;

Το επιχείρημα του Ζίζεκ αποτελείται από δύο σημεία που συνδέονται διαλεκτικά: Πρώτον, ο αριστερίστικος και φιλελεύθερος πανικός σε σχέση με τις υποτιθέμενες φασιστικές τάσεις του Τραμπ στηρίζεται σε μια εξόχως ανιστορική ανάγνωση του φασισμού. Δεύτερον, η εκλογή του Τραμπ και η ήττα των νεοφιλελεύθερων Ρεπουμπλικάνων αποτελούν μια ευθεία απάντηση στην αποτυχία των Δημοκρατικών να προσαρμοστούν στην κρίση που σηματοδοτήθηκε από τον Σάντερς. Η ρητορική του εν ενεργεία προέδρου κινητοποίησε τα αισθήματα ενάντια στο κατεστημένο, δημιουργώντας ένα προηγούμενο για την επανενεργοποίηση της αδρανούς Αριστεράς.

Η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων είναι εύκολο να υποστηριχθεί. Ενώ στην κοινή χρήση του ο όρος «φασισμός» έχει καταστεί συνώνυμος του ρατσιστικού, εθνικιστικού, αυταρχικού ή απλά αυτού που απειλεί την παρούσα τάξη, η κατηγορία του Τραμπ ως φασίστα, όπως εμφανίζεται σε μια πλειάδα από αφίσες διαμαρτυρίας και άρθρα εφημερίδων, είναι ιστορικά ανακριβής. Σε ένα άρθρο του Jacobin από τον Δεκέμβριο του 2015, ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Λαζάρ σημείωνε ότι ο Τραμπ δεν είναι φασίστας με την κλασική έννοια. «Παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα άτομο –Τραμπ Α.Ε.– που χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια θα πάρει κεφάλια και θα κάνει το σύστημα να λειτουργήσει. Κατά συνέπεια, ο καταλληλότερος όρος είναι Βοναπαρτιστής – ένας σκληρός ηγέτης που τοποθετεί τον εαυτό του υπεράνω του ανταγωνισμού και ταυτοχρόνως επιτίθεται στους εχθρούς του από την Αριστερά και από τη Δεξιά».[13]

Ενώ αποδοκιμάζει τη φιλελεύθερη πολιτική των Δημοκρατικών, συγχρόνως ο Τραμπ συνταράσσει τους μηχανισμούς του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, φθάνοντας σε ρήξη με τον παραδοσιακό συντηρητισμό του. Ιδεολογικά αδέσμευτος από αμφότερα κόμματα, μπορεί να παρουσιαστεί ως ένα λαϊκιστής σωτήρας, φερόμενος ως εκπρόσωπος των ιδεών του νόμου, της τάξης και του κοινού καλού. Την ίδια στιγμή, επιδεικνύει το χάρισμα ενός αυταρχικού ηγέτη, απευθύνεται στους οικονομικά μη προνομιούχους και στηρίζεται στον νεποτισμό εξαιτίας της πολιτικής του απειρίας – ένας τρόπος που μοιάζει με την ηγεσία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη τον δέκατο ένατο αιώνα.[14]

Σε ένα άρθρο του στο Brooklyn Rail από τον Μάιο του 2017, ο κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ και των πραγματικών φασιστικών κινημάτων του εικοστού αιώνα στη Γερμανία και την Ιταλία. Οι παραλληλισμοί, όπως ο μιλιταρισμός του Τραμπ, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές, η δημαγωγική ρητορική, ξεθωριάζουν υπό το φως της ιστορικής σύγκρισης. Ακόμη και αν υπάρχει μεγάλης κλίμακας δυσφορία μεταξύ του αμερικανικού λαού σήμερα, ένας ευθύς παραλληλισμός με τη Γερμανία της Βαϊμάρης ή με την Ιταλία της δεκαετίας του 1920 δεν μπορεί να σταθεί. Δεν ζούμε εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, η Αμερική δεν έχει υποστεί μαζικές απώλειες από έναν παγκόσμιο πόλεμο στο έδαφός της· συγχρόνως, η χώρα, η οποία λειτουργεί ως φιλελεύθερη δημοκρατία, διαθέτει ένα νομικό σύστημα και μια υποδομή που δεν μπορούν εύκολα να διαρρηχθούν από έναν μεγαλομανή πολιτικό, ούτε και από την κλίκα που τον ακολουθεί.[15] Αντίθετα προς τη φιλελεύθερη αντίληψη που παρουσιάζει τον Τραμπ ως αυτοκράτορα, κατά τον Ζίζεκ, η περιγραφή που του ταιριάζει καλύτερα είναι αυτή του μετριοπαθούς: « Ο Τραμπ είναι ένα παράδοξο: στην πραγματικότητα είναι ένα κεντρώος φιλελεύθερος, και ίσως σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική του να πλησιάζει περισσότερο τους Δημοκρατικούς, πράγμα που επιχειρεί απεγνωσμένα να συγκαλύψει. Έτσι, η λειτουργία όλων αυτών των βρώμικων αστείων και των ανοησιών δεν είναι παρά η συγκάλυψη του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα είναι ένας μάλλον συνηθισμένος κεντρώος πολιτικός».[16] Ενώ για την Κλίντον η μετριοπάθεια μετατράπηκε σε εμπόδιο, με αποτέλεσμα να μην καταλάβει τη δυσαρέσκεια του κόσμου, για τον Τραμπ, ο οποίος, ως Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, ήταν αναμενόμενο να κινηθεί πάνω σε μια περισσότερο συντηρητική πλατφόρμα, μετατράπηκε σε προσόν. Χάρη στο γεγονός ότι αναφέρθηκε στις ανάγκες των απλών ανθρώπων, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αύξηση του βασικού μισθού και η μείωση του κόστους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σε συνδυασμό με μια συμπεριφορά εξόχως μη τυπική για έναν συντηρητικό πολιτικό, ο Τραμπ εμφανίστηκε ως μια περισσότερο μοναδική επιλογή για τους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης εν συγκρίσει με τους καταφανώς αντεργατικούς Ρεπουμπλικάνους συνυποψηφίους του.[17] Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο κέρδισε τους εκλέκτορες στην επονομαζόμενη περιοχή Rustbelt [σ.τ.μ. πρόκειται για αστικά συγκροτήματα στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Νέας Αγγλίας και των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ], η οποία είναι παραδοσιακά δημοκρατική και είχε υπερψηφίσει τον Μπαράκ Ομπάμα στις τελευταίες δύο εκλογές. Η Κλίντον ήταν τόσο σίγουρη ότι θα κέρδιζε σε αυτήν την περιοχή της χώρας ώστε μετά βίας πραγματοποίησε προεκλογική εκστρατεία εκεί.[18]

Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων του Ζίζεκ απαιτεί μια περισσότερο ενδελεχή ανάλυση της βάσης που υποστήριξε τον Τραμπ. Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, το μεγαλύτερο προσόν του Τραμπ είναι ακριβώς ο κακόγουστος λαϊκισμός του: Όχι μόνο θύμωσε πολλούς, αλλά επίσης απηύθυνε μια ριζική πρόκληση σε αποφασιστικά εκλεκτορικά σώματα εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η Κλίντον, από την άλλη πλευρά, κινήθηκε πάνω στο έδαφος μιας ευρείας συναίνεσης, η οποία περιλάμβανε ένα απίθανο κουβάρι διάφορων πολιτικών νημάτων, καθώς προσπάθησε να καταπνίξει τις διαφωνίες που εκφράστηκαν και οξύνθηκαν από τον Σάντερς:

Όλοι είναι εκεί, από τους τραπεζίτες της Wall Street μέχρι τους υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς και τους βετεράνους του κινήματος Occupy, από τις μεγάλες εταιρείες μέχρι τα εργατικά συνδικάτα, από τους βετεράνους του στρατού ως τους ακτιβιστές του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, από τους οικολόγους που τρομοκρατήθηκαν από την άρνηση του Τραμπ να αναγνωρίσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις φεμινίστριες που είναι ενθουσιασμένες με την προοπτική της πρώτης γυναίκας προέδρου, μέχρι τις «αξιοπρεπείς» φιγούρες του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, έντρομες από τις ασυνέπειες και τις ανεύθυνες δημαγωγικές προτάσεις του Τραμπ.[19]

Οι Τραμπ και Σάντερς προέκυψαν από την ίδια διάχυτη δυσφορία απέναντι στην κατεστημένη πολιτική, η οποία είχε καταφέρει να συγκρατήσει αυτό το ετερόκλητο σύνολο ψηφοφόρων κάτω από τη φτερούγα του κόμματος των Δημοκρατικών. Ενώ o Τραμπ χειρίστηκε αυτή τη δυσφορία μέσω ενός «δεξιού λαϊκισμού», ο Σάντερς χρησιμοποίησε ένα «αριστερό κάλεσμα για δικαιοσύνη», και θα αποτελούσε έτσι τη μοναδική διαθέσιμη επιλογή για να αποδυναμωθεί ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι συνιστά ένα αουτσάιντερ. Το αποτέλεσμα ήταν μια κρίση στην καρδιά του πολιτικού κέντρου, το οποίο φάνηκε να περιλαμβάνει τόσο το κατεστημένο όσο και την αντιπολίτευσή του. Ο Τραμπ πόζαρε σαν δεξιός για να καταπραΰνει τη βάση του, αλλά ήταν εμφανές ότι θα κυβερνούσε σαν μετριοπαθής οπορτουνιστής. Ο Σάντερς προωθούσε μεν τον «σοσιαλισμό», αλλά οι μεταρρυθμίσεις του σχετικά με το κράτος-πρόνοιας έμοιαζαν, στην καλύτερη περίπτωση, σοσιαλδημοκρατικές. Και η Κλίντον, προσπαθώντας να είναι αρεστή σε όλους, υποσχέθηκε μια αδύναμη συνέχιση της δέσμευσης του Ομπάμα απέναντι στο στάτους κβο, παρά τις μετατοπίσεις των τεκτονικών πλακών κάτω από τα πόδια των ψηφοφόρων. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες ενός θεάτρου πολιτικών οπτικών που μεταμφιέζει τον τρόπο που όλοι περιστρέφονται γύρω από το κέντρο.

Νοθεύοντας τις προκριματικές εκλογές για να ξεφορτωθεί τον Σάντερς,[20] το Δημοκρατικό κόμμα εξασφάλισε ότι θα συνέχιζαν την πρακτική του να οικειοποιείται αγώνες γύρω από την κουλτούρα –εναντίον του σεξισμού, του ρατσισμού κλπ– για να απορροφά τους διαφωνούντες. Έτσι θα μπορούσαν να διατηρηθούν οι θεμελιώδεις στρατηγικές του νεοφιλελευθερισμού, ακόμα και ενόψει της κρίσης του. Αυτή η στροφή σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης επισκιάζει το γεγονός ότι το Δημοκρατικό κόμμα έχει από καιρό εγκαταλείψει τα προσχήματα ως προς το γεγονός ότι αποτελεί «το κόμμα του λαού». Όπως διατυπώνεται εκτεταμένα από τον Τζορτζ Πάκερ σε ένα άρθρο του στον New Yorker τον Οκτώβριο του 2016, κατά τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας της Χίλαρι Κλίντον, το Δημοκρατικό κόμμα έστρεψε την προσοχή του σε μια ποικιλόμορφη, μορφωμένη επαγγελματική τάξη, χάνοντας την εργατική του βάση.[21] Η προεδρία του συζύγου της Κλίντον, Μπιλ, σηματοδότησε μια σημαντική φάση αυτής της ιστορικής στροφής κατά την οποία οι φαινομενικές ταυτότητες των δύο κομμάτων –Ρεπουμπλικάνοι για τις επιχειρήσεις, Δημοκρατικοί για την κοινωνική πρόνοια– άρχισαν να αποσυντίθενται.

Καθώς προερχόταν από μια επαρχιακή πόλη με έντονο το εργατικό στοιχείο, ο Μπιλ Κλίντον ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του κατά τη διάρκεια της υποψηφιότητας του Δημοκρατικού Τζορτζ ΜακΓκόβερν για την προεδρία το 1972. Στο μέτρο που η εκστρατεία του ξεκίνησε κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου του Βιετνάμ, ο ΜακΓκόβερν πολιτεύτηκε με μια ισχυρή αντιπολεμική πλατφόρμα και κέρδισε την υποστήριξη νέων ψηφοφόρων, μειονοτήτων και ακτιβιστών. Όσο η αριστερίζουσα προσέγγισή του άγγιζε τους κοινωνικά φιλελεύθερους, τόσο αποξένωνε τους εργάτες και τροφοδοτούσε την τρέχουσα αλλαγή στην πολιτική της εργατικής τάξης. Ο μετασχηματισμός αυτός ξεκίνησε με την κρίση του Νιου Ντηλ και κορυφώθηκε το 1980, όταν ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος Ρόναλντ Ρήγκαν κέρδισε έναν σημαντικό αριθμό πρώην Δημοκρατικών ψηφοφόρων που ανήκαν στους χειρώνακτες της εργατικής τάξης.[22] Η δεκαετία του 1990 σφραγίστηκε από την επιτυχία των αποφοίτων Νομικής του Γέιλ, Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον, που είχαν ανατραφεί σε οικογένειες εργατικής και μεσαίας τάξης αντιστοίχως. Ήταν αυτοδημιούργητοι, ιδεαλιστές τεχνοκράτες που προασπίζονταν «ιδέες για οικονομική μεγέθυνση φιλικές προς τις επιχειρήσεις», εναντιώνονταν στους παραδοσιακούς θεσμούς της εργατικής τάξης και υπέθεταν ότι κάθε Αμερικανός μπορεί να εμπνευστεί από τις ιδέες τους και να τους ακολουθήσει. Μέχρι τη στιγμή που η Χίλαρι Κλίντον έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία το 2016, οι προβλέψεις αυτές έμεναν απλώς ανεκπλήρωτες. Αντιθέτως, στις επαρχιακές και φτωχές περιοχές, οι οποίες περιλάμβαναν πολλούς ανήμπορους να εισέλθουν στην επαγγελματική τάξη, διαμορφωνόταν μια νέα ταυτότητα: η λευκή εργατική τάξη. Αγνοημένη και εξοστρακισμένη από τον επαγγελματισμό, τον ελιτισμό, και την ηθικιστική έμφαση στην εθνοτική ποικιλομορφία εκ μέρους των Δημοκρατικών –μια κατάσταση που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα– η λευκή εργατική τάξη αναζητούσε εναλλακτικές πολιτικές οδούς, όπως στην εποχή του Ρήγκαν.[23]

Αυτή ήταν η βάση της εκστρατείας του Τραμπ. Ο σκεπτικισμός απέναντι στις πολιτικές ταυτοτήτων, σύμφωνα με τις οποίες το χρώμα του δέρματος ή το φύλο καθορίζει τα δικαιώματα των προσώπων καθώς και τις δυνατότητές τους για δράση και λόγο, άνοιξε τον δρόμο για μια χοντροκομμένη φιγούρα όπως ο Τραμπ. Με τον σκαιό του τρόπο και την έλλειψη σεβασμού απέναντι στην πολιτική ορθότητα, εμφανίστηκε ως αυτός που λέει αλήθειες στα αγνοημένα τμήματα του πληθυσμού των ΗΠΑ, τα οποία διψούσαν για αλλαγή. Ενώ τα φιλελεύθερα ΜΜΕ δαπανούσαν τον χρόνο τους γελοιοποιώντας τα μέλη της εργατικής τάξης για τη φυλετική μνησικακία τους, την προσκόλληση στα όπλα και τη θρησκευτικότητά τους, έκανε την εμφάνισή του ένα αναμορφωμένο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο Τραμπ, ένας πρώην Δημοκρατικός, κατέβηκε υποψήφιος ως Ρεπουμπλικάνος. Στο μέτρο που οι Δημοκρατικοί μεταμορφώθηκαν σε ένα κόμμα των επαγγελματιών του κατεστημένου, έγινε σαφές ότι ποτέ δεν αποτελούσαν συμμάχους της εργατικής τάξης, παρά τη ρητορική περί του αντιθέτου. Συνεπώς, οι ψηφοφόροι της λευκής εργατικής τάξης στράφηκαν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο υπό τη νέα του ηγεσία εμφανιζόταν σαν στασιάστρια φράξια που εξεγειρόταν «εναντίον των αλλαγών στο χρώμα και την κουλτούρα… εναντίον της παγκοσμιοποίησης.»[24] Η επί μακρόν αγνοημένη «σιωπηλή πλειοψηφία» ανταποκρίθηκε με μνημειώδη ενθουσιασμό και στήριξε έναν υποψήφιο που της υποσχόταν μια Αμερική στην οποία οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν μια σταθερή μεσοαστική ζωή για τις οικογένειές τους. Το σύνθημα του Τραμπ «Να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά» –παρότι απλοϊκό σε μια πρώτη ματιά– τροφοδότησε ακριβώς αυτές τις ελπίδες: το επίρρημα «ξανά» καταδεικνύει την επιθυμία επιστροφής σε καλύτερους καιρούς. Το ρήμα «να κάνουμε» αποτελεί ισχυρό κάλεσμα για δράση. Η προεκλογική του εκστρατεία διεπόταν από την επίκληση σε μια αμερικανική αναδιάταξη, την οποία δεν μπορούσαν να εκφράσουν ούτε ο Ομπάμα με το σύνθημα του 2008 «Ναι, μπορούμε», ούτε η Κλίντον με την έωλη απάντησή της στον Τραμπ «Είμαστε σπουδαίοι επειδή είμαστε καλοί». Οι υποσχέσεις του Τραμπ για επιστροφή στις ΗΠΑ των θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα και για αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, προσέδωσαν στο νέο αυτό λαϊκιστικό κίνημα μια εθνικιστική χροιά. Η λαϊκιστική Δεξιά γίνεται η φωνή που εκφράζει τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων στο μέτρο που ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε κατεστημένο, και μια Αριστερά σε διεθνιστική βάση είναι είτε ανύπαρκτη είτε αποτυγχάνει να δημιουργήσει μια βιώσιμη πολιτική εναλλακτική. Εντωμεταξύ, εφησυχασμένοι, οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν να κατηγορούν τους εργάτες ως υπαίτιους των δεινών τους, αντί να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα αυτά ως προϊόντα αποτυχημένων πολιτικών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αρνήθηκαν να δουν την επερχόμενη καταστροφή στο πρόσωπο του Τραμπ.[25]

Επιπρόσθετα, οι Δημοκρατικοί και οι υποστηρικτές τους χλεύαζαν τον ίδιο τον Τραμπ, τον οποίο τα δικά τους ΜΜΕ αντιμετώπιζαν με δριμύτητα, ευθύς εξαρχής ως παρία. Όμως, η αποστροφή του κατεστημένου προς την αντιελιτίστικη προπαγάνδα του Τραμπ –η κατακεραύνωση του «λαϊκισμού», της πολιτικής απειρίας και της συμπεριφοράς του – αποδείχθηκε αντιπαραγωγική ως στρατηγική. Η αντίδραση των ΜΜΕ των ελίτ απλά επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης του Τραμπ και ισχυροποίησε το μήνυμά του. Όσο περισσότερο τον γελοιοποιούσαν τα κατεστημένα ΜΜΕ, τόσο περισσότερο αρεστός γινόταν στους απλούς πολίτες, οι οποίοι είχαν ήδη νιώσει την απόρριψη από τη φιλελεύθερη Αμερική. Εξέλαβαν τις προσβολές ωσάν να αφορούσαν τους ίδιους και περήφανα τις υιοθέτησαν ως δικά τους χαρακτηριστικά.[26]

Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν το εκλογικό χάσμα μεταξύ των κατά βάση φιλελεύθερων, ανώτατης εκπαίδευσης Αμερικάνων και των πολιτών χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία. Η έρευνα του Pew Research Center αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου και των απλών πτυχιούχων ήδη από το 1980: οι πρώτοι στήριξαν ως επί το πλείστον Κλίντον, ενώ οι δεύτεροι κυρίως Τραμπ. Αντιθέτως, η φυλή και το φύλο δεν έπαιξαν τον ρόλο που περίμεναν οι αναλυτές των ΜΜΕ.[27] Όπως καταδεικνύει το εκλογικό αποτέλεσμα, οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του Τραμπ είναι απλώς Ρεπουμπλικάνοι που υποστήριξαν των υποψήφιο του κόμματός τους. Αλλά υπάρχουν και οι ψηφοφόροι που μετακινήθηκαν μεταξύ Σάντερς και Τραμπ. Το 20% των συνήθως πιστών οπαδών των Δημοκρατικών διαβεβαίωνε τον Ιανουάριο του 2016 ότι ο Τραμπ ήταν η επόμενη επιλογή τους μετά τον Σάντερς, για τον απλό λόγο ότι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αναδείκνυαν τα προβλήματά τους σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι πολιτικοί του κατεστημένου.[28] Ένα γκάλοπ από τον Σεπτέμβριο του 2016 αποκαλύπτει ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ δεν είναι αναγκαστικά οι φτωχότεροι αλλά ότι «τείνουν να είναι λιγότερο μορφωμένοι, με χειρότερη υγεία, και με λιγότερη αυτοπεποίθηση για το μέλλον των παιδιών τους… Τους λείπει περισσότερο το κοινωνικό κεφάλαιο παρά το οικονομικό».[29] Με μαρξιστικούς όρους, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως πιθανοί συμμετέχοντες σε μια εργατική πρωτοπορία, το προλεταριακό στρώμα της κοινωνίας που κρύβει επαναστατικές δυνατότητες και θα μπορούσε να οργανωθεί σε ένα αμερικανικό σοσιαλιστικό κόμμα. Ξεκάθαρα, δεν αποτελούν τους πλέον εξαθλιωμένους, εκείνους που ο Καρλ Μαρξ αποκαλούσε «λούμπεν προλεταριάτο» και ο Λέον Τρότσκι θεωρούσε ως επιρρεπείς σε φασιστικές ιδεολογίες.[30] Ή, όπως σημειώνει ο Ζίζεκ, «αυτός ο πυρήνας απορρίπτεται από τους φιλελεύθερους ως “λευκά σκουπίδια” – αλλά δεν είναι ακριβώς αυτοί που πρέπει να ενστερνιστούν τη ριζοσπαστική αριστερή υπόθεση»;[31] Ωστόσο, η πικρή αλήθεια είναι πως σε ένα πολιτικό και ιστορικό κλίμα που αποτρέπει την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, η δυσαρέσκεια των ανθρώπων αυτών έφερε στο προσκήνιο απλώς μια νέα ταυτότητα, αυτήν της λευκής εργατικής τάξης. Διαχώρισαν τη θέση τους από τα έγχρωμα μέλη της ίδιας οικονομικής τάξης, με τα οποία θα μπορούσαν να είναι σύντροφοι και συντρόφισσες, και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον κατάλληλο πολιτικό υποψήφιο που επιτέλους θα ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις τους, αντί να οργανωθούν ανεξάρτητα. Όταν οποιαδήποτε αλλαγή, ακόμα και αν είναι επισφαλής, απροσδιόριστη και τρομακτική, θεωρείται προτιμότερη από τη μη αλλαγή, ενώ μια αριστερή εναλλακτική δεν είναι διαθέσιμη, ένας σόουμαν σαν τον Τραμπ εκλέγεται πρόεδρος. Δεν αποτελεί την αιτία, αλλά το σύμπτωμα της αδυναμίας της αμερικανικής πολιτικής, την έκφραση μιας κρίσης.

Επιπλέον, ενώ ένα μέρος των εργατών ψηφοφόρων μπορεί να έχει γοητευτεί από τη ρητορική του Τραμπ, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει βαθιά απογοητευμένη με όλες τις διαθέσιμες πολιτικές επιλογές. O Τζορτζ Πάκερ περιγράφει πώς ήρθε αντιμέτωπος με την απελπισία και την αποξένωση των εργαζόμενων κατά τη διάρκεια της επίσκεψης σε μια αγροτική πόλη νότια της Τάμπα, στo αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης του 2008. Έχοντας χάσει τα λίγα που είχαν και με συσσωρευμένα χρέη που δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν όσο ζουν, αισθάνονταν ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη και απρόσιτη. Όταν οχτώ χρόνια αργότερα ο Πάκερ ρώτησε τους ίδιους ανθρώπους ποιον υποστήριζαν στις εκλογές του 2016, ένας από αυτούς με το όνομα Μαρκ Φρίσμπι απάντησε: «Υπάρχει η επιλογή της απάντησης “τίποτε από τα παραπάνω”;» Ούτε η δημοκρατική Κλίντον ούτε ο Ρεπουμπλικάνος Τραμπ ήταν αξιόπιστοι υποψήφιοι για αυτόν.[32] Και τα δύο κόμματα φαίνονταν να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ισχυρών και των πλουσίων, πολεμώντας για την υποστήριξη των εταιριών και αποτυγχάνοντας να σταθούν στο πλευρό του απλού ανθρώπου.

Για τον Ζίζεκ, μια απάντηση όπως αυτή του Φρίσμπι είναι η καταλληλότερη στο δεδομένο πολιτικό κλίμα. Στην υποστήριξη του Τραμπ ο Ζίζεκ αντιτάσσει την αποχή από τις εκλογές. Όσο συνεχίζεται η εμπλοκή με το κατεστημένο μέσω της συμμετοχής στις εκλογές, οι γνώμες μας μπορεί να επηρεάζονται από αυτό, και το σύστημα στο οποίο προσπαθούμε να αντιτεθούμε μπορεί τελικά να βγαίνει κερδισμένο. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποχή από την επιλογή μεταξύ δύο εναλλακτικών δεξιάς πολιτικής αποτελεί μια έγκυρη πολιτική παρέμβαση. Ωστόσο, η αποχή αυτή πρέπει να είναι μια συνειδητή πράξη διαμαρτυρίας και όχι μια ένδειξη αδυναμίας και παραίτησης. Με άλλα λόγια, πρέπει να ενσωματώνεται σε μια πολιτική και κινηματική οργάνωση της Αριστεράς.[33] Παράλληλα, ο Ζίζεκ τάσσεται υπέρ της προεδρίας Τραμπ, τον οποίο μάλιστα αποκαλεί «απόβρασμα», για τον απλό λόγο ότι αντιπροσωπεύει μια μικρή πιθανότητα αλλαγής και ενδεχομένως προσφέρει έναν δρόμο, αν και έμμεσο, για τη διαμόρφωση ενός «χειραφετητικού σχεδίου». O Τραμπ ενσαρκώνει την άθλια κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής, συγκεκριμενοποιεί την προβληματικότητά της και εμφανίζεται ως ο μοναδικός αυτουργός της. Η αποκάλυψη όλων όσα δεν σταθήκαμε ικανοί να αναγνωρίσουμε υπό αυτό το πρίσμα είναι η πραγματική πηγή του τρόμου καθώς και η αληθινή ευκαιρία του καθεστώτος Τραμπ.

Αυτές οι δυνατότητες για πραγματικό κοινωνικο-πολιτικό μετασχηματισμό, και όχι οι δεξιόστροφες πολιτικές του τάσεις, πυροδοτούν την οργή των φιλελεύθερων έναντι του Τραμπ. Διότι υπό την κυριαρχία του καπιταλισμού έχουμε χάσει την ικανότητα να σκεφτόμαστε σε μια κλίμακα που θα επέτρεπε τον ριζικό μετασχηματισμό. Συνεπώς, οι πραγματικές αλλαγές μοιάζουν ασύλληπτες, εξαιρετικά τρομακτικές για να τις αναλογιστούμε. Σε αυτό το ανισόρροπο σύστημα οποιαδήποτε δραστηριότητα, οποιαδήποτε διαμαρτυρία, οποιοδήποτε μποϊκοτάρισμα καταλήγει σε αυτό που ο Ζίζεκ, απηχώντας τον Τέοντορ Αντόρνο, αποκαλεί «ψευδο-δραστηριότητα», ψευδεπίγραφη εναντίωση που αποτυγχάνει να οδηγήσει σε πραγματική πολιτική αλλαγή. Πρέπει με κάθε κόστος να αποφύγουμε αυτήν την αδράνεια που συγκαλύπτεται στη φράση “κάτι κάνουμε” και να εφαρμόσουμε την αποχή ως ένα διαλεκτικό αντίμετρο στην ψευδή πράξη. Η μεγαλύτερη παγίδα, ωστόσο, θα ήταν να θεωρήσουμε την Κλίντον ως το «μικρότερο κακό» και να την ψηφίσουμε από φόβο. Ο Ζίζεκ μας προειδοποιεί ότι η υστερία μας για τον Τραμπ οδηγεί στην εξιδανίκευση των Δημοκρατικών, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι εξίσου διεφθαρμένοι και μικρή σχέση έχουν με την Αριστερά, ενδυναμώνοντας ακολούθως το στάτους κβο και συνεχίζοντας την αποδυνάμωση των εργαζόμενων. Συνεπώς, εάν πρέπει να ψηφίσουμε, θα ήταν καλύτερα να ψηφίσουμε υπέρ του Τραμπ.[34]

Ο Ζίζεκ παρέμεινε σχετικά σιωπηλός στην ταραχώδη μετεκλογική περίοδο. Ένα άρθρο πάνω σε αυτό το θέμα δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017 στο περιοδικό The Philosophical Salon, γεγονός που μοιάζει ήδη πολύ πίσω στον χρόνο. Σε ένα δεύτερο άρθρο ο Ζίζεκ οικτίρει την αντίδραση των Δημοκρατικών στο εκλογικό αποτέλεσμα, στον βαθμό που είναι είτε πανικόβλητη είτε αυτάρεσκη. Παραλληλίζει την εν λόγω αντίδραση με αυτήν του πολωνικού PiS (το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα εξουσίας), το οποίο επιδίδεται σε μέτρα κατά της λιτότητας και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των φτωχών με εθνικιστικό τρόπο, ενώ η επονομαζόμενη Αριστερά θα είχε εφαρμόσει πολιτική λιτότητας υπό τον μανδύα του κοσμοπολιτισμού. Τι θα γινόταν, αναρωτιέται ο Ζίζεκ, εάν ο Τραμπ υιοθετούσε αντίστοιχη τακτική;[35] Άλλωστε, το τελικό σποτ της προεκλογικής εκστρατείας του, όπως και ο επινίκιος λόγος του, εμπεριέχουν στοιχεία λαϊκισμού τύπου Μπέρνι Σάντερς, αν βέβαια παραβλεφθούν τα στοιχεία που αφορούν τον εθνικισμό, την παράνομη μετανάστευση, όπως σημειώνει ο Ταντ Τίτζε σε άρθρο του στο μπλογκ Left Flank τον Νοέμβριο του 2016.[36] Επιπλέον, ενώ υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των προεκλογικών πολιτικών του και των αντίστοιχων του Σάντερς, μπορούν να ανευρεθούν κοινά σημεία σε ό,τι αφορά τον επανασχεδιασμό των υποδομών, την εφαρμογή του δίκαιου εμπορίου και τη διατήρηση της κοινωνικής ασφάλειας.[37] Αν ο Τραμπ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει αυτά τα σχέδια –υποθέτοντας ότι είναι αληθή– είναι κάτι που μένει να φανεί. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η σκληρή ταξιδιωτική απαγόρευση που εφάρμοσε, την εμφανή υποστήριξη μιας αντιδραστικής Ρεπουμπλικανικής μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας και την αιφνίδια απόλυση του επικεφαλής του FBI, Τζέιμς Kόουμι, αυτό μοιάζει εξαιρετικά απίθανο. Αλλά είναι επίσης πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις που θα έχει η εκλογή μιας φιγούρας όπως ο Τραμπ –μια έντονα προσωποποιημένη εκδήλωση της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού– στην Αμερική και στην παγκόσμια πολιτική.

Προς το παρόν, θα ήταν ίσως συνετό να ακολουθήσει κανείς την προτροπή του Ζίζεκ στο άρθρο του στο The Philosophical Salon: αναστοχασμός. Τονίζει τη διαφορά μεταξύ φόβου, ο οποίος εστιάζει στην απειλή της προσωπικής ταυτότητας από ένα εξωτερικό αντικείμενο, και άγχους, το οποίο λειτουργεί μέσω της ενδοσκόπησης και μπορεί έτσι να οδηγήσει σε αυτοπαρατήρηση. Υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, τόσο η ξενοφοβία εκ μέρους της Δεξιάς όσο και ο τρόμος της αλλαγής εκ μέρους της Αριστεράς είναι προϊόντα του φόβου. Αντ’ αυτού, ο Ζίζεκ μας ζητά να μελετήσουμε προσεκτικά τις ταυτότητες που πασχίζουμε να διαφυλάξουμε. Εφόσον οι Δημοκρατικοί δεν είναι μία φιλελεύθερη φιλοεργατική συμμαχία, και η διάσπαση των Ρεπουμπλικάνων φαίνεται βέβαιη υπό την πίεση της προεδρίας Τραμπ, το κοινοβουλευτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού, αριστερού πολιτικού κόμματος. Αν η Αμερική είναι ένα μονοκομματικό κράτος με δύο δεξιές συνιστώσες, όπως συνήθιζε να λέει ο Γκορ Βιντάλ, γιατί να μην ενοποιήσουμε τις δύο αυτές συνιστώσες και να δημιουργήσουμε ένα γνήσιο δικομματικό σύστημα; Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Μπιλ Κλίντον υπέγραψε το Ποινικό Νομοσχέδιο του 1994 (που οδήγησε σε μαζικές φυλακίσεις Αφροαμερικανών[38]), ότι με το σύστημα υγείας που εισήγαγε ο Obama [Obamacare] 33 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν ανασφάλιστοι και 21% των ασφαλισμένων κατηγοριοποιήθηκαν ως υποασφαλισμένοι,[39] και ότι τα επτά μουσουλμανικά κράτη για τα οποία ο Τραμπ επέβαλε προσωρινή απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ είχαν ήδη επιλεγεί κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα.[40] Αξίζει επίσης να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα σημεία στα οποία ο Τραμπ έδινε έμφαση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του: ότι το κομματικό πολιτικό σύστημα είναι «στημένο»,[41] ότι τα ποσοστά συμμετοχής των εργαζόμενων είναι τραγικά χαμηλά και ότι η πολιτική τάξη συνολικά είναι απελπιστικά ανίκανη και εκτός πραγματικότητας. Η πολιτική της πολυπολιτισμικότητας αποδεικνύεται ως το σχέδιο μιας κοσμοπολίτικης ελίτ και ως ζήτημα που απασχολεί τα τμήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Καθώς οι συνθήκες διαβίωσης των πολλών δεν βελτιώνονται ή πολύ περισσότερο επιδεινώνονται, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πάνω στις υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις και να αναζωογονήσουμε δυνητικά μια πολιτική βασισμένη στην τάξη, η οποία βρίσκει απήχηση στη μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικάνων. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών της προεδρίας Ομπάμα, η κατάσταση των Αφροαμερικανών δεν κατάφερα να βελτιωθεί, ενώ σημειώθηκε το υψηλότερο ποσοστό απελάσεων.[42]

Αν η αρχή της πολιτικής ορθότητας δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την αστυνόμευση της γλώσσας, και τα επιτεύγματα της Αριστεράς πανηγυρίζονται ως «αλλαγή της συζήτησης», όπως συνέβη με το 99% του κινήματος Occupy Wall Street ή με τον εκ μέρους του Σάντερς αποστιγματισμό της λέξης «σοσιαλισμός» στον δημόσιο λόγο, τότε βάζουμε τον πήχη πολύ χαμηλά. Ας ρίξουμε μια ματιά, για παράδειγμα, στο κίνημα Women' s March που έτυχε ευρείας επιδοκιμασίας και έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον στις 21 Ιανουαρίου, μία μέρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ. Τα κύρια αντικείμενα συζήτησης ήταν ζητήματα φυλής και φύλου σε σχέση με τα προνόμια των λευκών ανδρών, τα οποία φαίνεται να προσωποποιεί ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ απουσίαζαν αιτήματα που θα αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως υποβάθρου, όπως το σύστημα υγείας, φροντίδας των παιδιών και οι γονικές άδειες – αιτήματα που θα είχαν προσδώσει πολιτική σημασία στην πορεία.[43] Τι κάνει αυτός ο συνασπισμός πολιτικά ασύνδετων ομάδων, καθώς σέρνεται πίσω από τους Δημοκρατικούς, αν όχι ψευδο-δραστηριότητα;

Η κοινωνική αλλαγή μπορεί να καταστεί πιθανή μόνο αν αναστοχαστούμε, αντί να κρυβόμαστε πίσω από τον φόβο της αλλαγής ή τον φόβο ενός εγωπαθούς προέδρου, αντί να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον σωστό υποψήφιο των Δημοκρατικών. Αυτόν τον προσανατολισμό –αν και κάπως ιδεαλιστικά– προτείνει ο Ζίζεκ. Αν θέλουμε να είμαστε κριτικοί απέναντι στον Τραμπ, πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία και να μελετήσουμε τις δυνάμεις που τον υποστήριξαν, ώστε να αντιπαρατεθούμε τόσο σε αυτόν όσο και στις κοινωνικές δομές που του επέτρεψαν να λάβει την εξουσία. Πρέπει να αναγνωρίσουμε και να χρησιμοποιήσουμε τα αισθήματα του κόσμου που στρέφονται ενάντια στο κατεστημένο, αντί να τα απορρίπτουμε ως ρατσιστικά παραληρήματα κάποιων «λευκών σκουπιδιών», ενώ παράλληλα οφείλουμε να καταπολεμούμε την ψευδαίσθηση ότι οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν τις γυναίκες και τις μειονότητες. Κυρίως, όμως, πρέπει να κάνουμε βήματα πέρα από την ενδοσκόπηση και να κάνουμε ριζική αυτοκριτική της ιστορίας μας, της ιστορίας της Αριστεράς, έτσι ώστε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να μάθουμε πώς θα τα υπερβούμε με οργανωμένο τρόπο. Ο ελπιδοφόρος πεσιμισμός του Ζίζεκ προϋποθέτει ότι η Αριστερά –όπως είναι αδρανής, απολιθωμένη και αποσβολωμένη από τις πολιτικές ταυτοτήτων– μπορεί να αφυπνιστεί για να αναμετρηθεί με τα βαθύτερα πάθη, συνεπώς και τις σημαντικότερες προοπτικές, των εργαζόμενων. Ωστόσο, αν αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε μια κοινωνία στην οποία τα όρια του πολιτικού φάσματος συσκοτίζονται διαρκώς και η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης έχει γίνει σχεδόν αδύνατη, αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που μένει να γραφεί.

 

[1] Ippolit Belinski, “Slavoj Žižek would vote for Trump,” YouTube, 1:52 mins, November 3, 2016: https://www.youtube.com/watch?v=b4vHSiotAFA

[2] Conor Lynch, “ Donald Trump is an actual fascist: What his surging popularity says about the GOP base,” Salon, July 25, 2015: http://www.salon.com/2015/07/25/donald_trump_is_an_actual_fascist_what_his_surging_popularity_says_about_the_gop_base

[3] M. Dov Kent, “Donald Trump's bigotry against Muslims has safety implications we can't ignore,” The Guardian, November 20, 2015: https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/nov/20/donald-trump-bigotry-has-real-safety-implications

[4] Nadia Khomami, “Donald's misogyny problem: How Trump has repeatedly targeted women,” The Guardian, October 8, 2016: https://www.theguardian.com/us-news/2016/oct/08/trumps-misogyny-problem-how-donald-has-repeatedly-targeted-women

[5] Socialist Worker-Year of the Renegades, Socialist Worker, January 21, 2016: http://socialistworker.org/2016/01/21/year-of-the-renegades

[6] Alexandra Rosenmann, “Noam Chomsky Drops Truth Bomb on Trump’s Election,” Alternet, November 25, 2016: http://www.alternet.org/election-2016/post-election-noam-chomsky-drops-trump-bomb-trump-voters-wanting-shake-systempost

[7] Hamid Dabashi, “Why Chomsky and Žižek are Wrong on the US Elections,” Al Jazeera, November 30, 2016: http://www.aljazeera.com/indepth/opinion/2016/11/chomsky-zizek-wrong-elections-161129090634539.html

[8] Andre Damon, “The idiot speaks: Slavoj Žižek endorses Donald Trump,” World Socialist Web Site, November 9, 2016: https://www.wsws.org/en/articles/2016/11/09/zize-n09.html

[9] Alex Shephard, (2016) Minutes, New Republic: https://newrepublic.com/minutes/134505/slavoj-zizeks-take-donald-trump-zizek-y

[10] Ian Steinman, “From Farce to Tragedy: Žižek endorses Trump,” Left Voice, November 4, 2016: http://www.Leftvoice.org/From-Farce-to-Tragedy-Žižek-Endorses-Trump

[11] Lucas Nolan, “Left-Wing Philosopher Slavoj Žižek: ‘I would vote for Trump,’” Breitbart, November 4, 2016: http://www.breitbart.com/2016-presidential-race/2016/11/04/left-wing-philosopher-slavoj-zizek-i-would-vote-for-trump/

[12] Deutsches Haus, “Slavoj Žižek—Racial Enjoyments: What the Liberal Left Doesn’t Want to Hear,” YouTube, 1:50:10 mins, January 5, 2017: https://www.youtube.com/watch?v=7lrU_ZX15C8

[13] Daniel Lazare, “Is Trump a Fascist,” Jacobin, December 15, 2015: https://www.jacobinmag.com/2015/12/donald-trump-fascism-islamophobia-nativism

[14] Karl Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, trans. Daniel de Leon (Digireads 2012).

[15] Michael Mann, “Is Donald Trump a Fascist?” Brooklyn Rail, (May 2016): 105.

[16] Marcus Browne, “Slavoj Žižek: 'Trump is really a centrist liberal,'” The Guardian, April 28, 2016: https://www.theguardian.com/books/2016/apr/28/slavoj-zizek-donald-trump-is-really-a-centrist-liberal

[17] Nikos Malliaris, “Freedom from progress: Donald Trump, Christopher Lasch, and a Left in fear of America,” The Platypus Review, March, 2017: https://platypus1917.org/2017/03/06/freedom-progress-donald-trump-christopher-lasch-left-fear-america/

[18] Tad Tietze, “A few thoughts on the Trump victory and the Left,” Left Flank, November 10, 2016: https://left-flank.org/2016/11/10/a-few-thoughts-on-the-trump-victory-and-the-left

[19] Slavoj Žižek, “Clinton, Trump and the Triumph of Global Capitalism,” In These Times, August 24, 2016: http://inthesetimes.com/article/19410/clinton-trump-and-the-triumph-of-ideology

[20] Glenn Greenwald, “Tom Perez Apologizes for Telling the Truth, Showing Why Democrats’ Flaws Urgently Need Attention,” The Intercept, February 9, 2017: https://theintercept.com/2017/02/09/tom-perez-apologizes-for-telling-the-truth-showing-why-democrats-flaws-urgently-need-attention/

[21] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[22] See Jefferson Cowie, Stayin’ Alive (New York: The New Press, 2010), 6-18.

[23] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[24] Στο ίδιο.

[25] Thomas Frank, “The Democrats' Davos ideology won't win back the midwest,” The Guardian, April 27, 2017:

https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/apr/27/democratic-party-2018-races-midwest-populism-trump

[26] Slavoj Žižek, “Donald Trump’s Topsy-Turvy World,” The Philosophical Salon, January 16, 2017: http://thephilosophicalsalon.com/donald-trumps-topsy-turvy-world

[27] Alec Tyson and Shiva Maniam, “Behind Trump’s victory: Divisions by race, gender, education,” Pew Research Center, November 9, 2016: http://www.pewresearch.org/fact-tank/2016/11/09/behind-trumps-victory-divisions-by-race-gender-education

[28] Elizabeth Bruening, “What Explains the Trump-Sanders Crossover Vote?” The New Republic, January 12, 2016: https://newrepublic.com/article/127442/explains-trump-sanders-crossover-vote

[29] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[30] Leon Trotsky, “How Mussolini Triumphed,” What Next? Vital Question for the German Proletariat, 1932: https://www.marxists.org/archive/trotsky/works/1944/1944-fas.htm - p2

[31] Slavoj Žižek, “Up for Debate: The Lesser Evil,” In These Times, November 6, 2016: http://inthesetimes.com/features/zizek_clinton_trump_lesser_evil.html

[32] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[33] Slavoj Žižek, “Why bother to vote?” The Guardian, September 29, 2007: https://www.theguardian.com/theobserver/2007/sep/30/featuresreview.review11

[34] Slavoj Žižek, “Up for Debate: The Lesser Evil,” In These Times, November 6, 2016: http://inthesetimes.com/features/zizek_clinton_trump_lesser_evil.html

[35] Slavoj Žižek, “Donald Trump’s Topsy-Turvy World,” The Philosophical Salon, January 16, 2017: http://thephilosophicalsalon.com/donald-trumps-topsy-turvy-world/

[36] Tad Tietze, “A few thoughts on the Trump victory and the Left,” Left Flank, November 10, 2016: https://left-flank.org/2016/11/10/a-few-thoughts-on-the-trump-victory-and-the-left

[37] Tamara Keith, “5 Ways Bernie Sanders and Donald Trump Are More Alike Than You Think,” NPR Politics, February 8, 2016: http://www.npr.org/2016/02/08/465974199/what-do-sanders-and-trump-have-in-common-more-than-you-think

[38] Robert Farley, “Bill Clinton and the 1994 Crime Bill,” Fact Check, April 12, 2016: http://www.factcheck.org/2016/04/bill-clinton-and-the-1994-crime-bill

[39] “Background Fact Sheet Beyond the Affordable Care Act: A Physicians’ Proposal for Single-Payer Health Care Reform,” American Journal of Public Health, June 2016.

[40] Tom Kertscher, “Were the 7 nations identified in Donald Trump's travel ban named by Barack Obama as terror hotbeds?” Politifact Wisconsin, February 7, 2017: http://www.politifact.com/wisconsin/statements/2017/feb/07/reince-priebus/were-7-nations-identified-donald-trumps-travel-ban

[41] “Trump: 'Our system is rigged,'” Chicago Tribune, October 13, 2016: http://www.chicagotribune.com/news/91719444-132.html

[42] Serena Marshall, “Obama Has Deported More People Than Any Other President,” ABC News, August 29, 2016: http://abcnews.go.com/Politics/obamas-deportation-policy-numbers/story?id=41715661

[43] Farah Stockman, “Women’s March on Washington Opens Contentious Dialogues About Race,” The New York Times, January 9, 2017: https://www.nytimes.com/2017/01/09/us/womens-march-on-washington-opens-contentious-dialogues-about-race.html

Στο τεύχος 113 του περιοδικού Ουτοπία δημοσιεύτηκε ο παρακάτω διάλογος μεταξύ του Θοδωρή Βελισσάρη και του Πέτρου Πέτκα με αφορμή το βιβλίο του τελευταίου “Δικτατορία του προλεταριάτου και Εργατικά συμβούλια: Ασύμβατες έννοιες!”. Αναδημοσιεύουμε τον διάλογο κι ένα επιπλέον σχόλιο.

Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου, Θοδωρής Βελισσάρης

Θοδωρής Βελισσάρης- 8/12/2014

Το βιβλίο «“Δικτατορία του Προλεταριάτου” και “Εργατικά Συμβούλια”: Ασύμβατες έννοιες!» αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά στο πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης και της σχέσης, ιστορικά, της εργατικής τάξης με τις πολιτικές οργανώσεις και τη δημοκρατία εν γένει. Χρήσιμη γιατί, αφενός, αποτελεί ευσύνοπτη περίληψη των επιχειρημάτων μίας πλευράς, αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “αντιλενινιστική”. Αφετέρου, επειδή συζητά τα ζητήματα αυτά, όχι με ακαδημαϊκή πρόθεση, αλλά με στόχευση στην ανασυγκρότηση μίας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.

Η παραπάνω επισήμανση δεν σημαίνει ότι [ . . . ]

«ΝΙΚΗΦΟΡΑ» ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ…ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ!

Πέτρος Πέτκας- 24/5/2015

Στην δημοσιευόμενη, πιο πάνω, κριτική του Θοδωρή Βελισσάρη (στο εξής Θ.Β), όπως και στο βιβλίο μας, γίνονται συχνές αναφορές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους όπως στην Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Όσον αφορά, τουλάχιστον το βιβλίο μας, δεν πρόκειται για ιστορική μελέτη αλλά για μερικές σκέψεις που εδράζονται πάνω σε ιστορικά [ . . . ]

Δημοκρατία και ελευθερία: συνεχίζοντας τη συζήτηση

Θοδωρής Βελισσάρης

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πέτρο Πέτκα (Π.Π.) για την απάντησή του στη βιβλιοκριτική μου. Μερικές επισημάνσεις εκ μέρους μου:

α) Δυστυχώς δεν σχολιάστηκαν καθόλου τα βασικά σημεία της κριτικής μου, κι ας τους είχα δώσει ιδιαίτερη έμφαση, χρησιμοποιώντας με την πρόθεση αυτή ακόμα και [ . . . ]

Θοδωρής Βελισσάρης

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πέτρο Πέτκα (Π.Π.) για την απάντησή του στη βιβλιοκριτική μου.[1] Μερικές επισημάνσεις εκ μέρους μου:

α) Δυστυχώς δεν σχολιάστηκαν καθόλου τα βασικά σημεία της κριτικής μου, κι ας τους είχα δώσει ιδιαίτερη έμφαση, χρησιμοποιώντας με την πρόθεση αυτή ακόμα και πλάγιους χαρακτήρες (ό.π., σσ. 152-153).

β) Σχολιάστηκαν εντελώς δυσανάλογα, δευτερεύουσες θέσεις και “αποστροφές του λόγου” μου, μάλλον περιθωριακές ως προς το κύριο επιχείρημα. Για παράδειγμα, παρατίθεται από τον Π.Π. μικρή πραγματεία για τον Μπορντίγκα, το όνομα του οποίου εμφανίστηκε μόνο μία φορά σε παρένθεση. Η ουσία όμως του επιχειρήματός μου για την Κροστάνδη (ό.π., σ. 157), μένει αναπάντητη, παρότι εκφράστηκε, πέρα από τον Μπορντίγκα, ακόμα και από αναρχικούς ιστορικούς όπως ο Άβριτς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η νίκη της εξέγερσης των ναυτών τη συγκεκριμένη στιγμή θα οδηγούσε σε ενίσχυση της αντίδρασης στο εσωτερικό της Ρωσίας.[2]

γ) Ο Π.Π. ξεκινά την κριτική του με μία σύντομη παρέκβαση περί ιστορίας, θέλοντας να καταδείξει τη σημασία που έχουν τα “επιστημονικά δεδομένα” για την επίλυση διαφωνιών όπως αυτή μεταξύ μας. Νομίζω ότι η ιστορία ανακινεί προβλήματα ιδεολογίας, που δεν μπορούν να παραμεριστούν από “επιστημονικά δεδομένα”, αλλά σαφώς δεν μπορώ να επεκταθώ χωρίς να ξεφύγουμε και πάλι από το κύριο πλαίσιο της κριτική μου.

δ) Χαρακτηρίζεται απλοϊκός ο συλλογισμός μου για τη Γερμανική Επανάσταση και η εκ μέρους μου συσχέτιση της αποτυχίας της με την απουσία κομμουνιστικού κόμματος (με την παράλληλη υπόμνηση ύπαρξης κομμουνιστικού κόμματος κατά το νικηφόρο ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης). Ο αυστηρός χαρακτηρισμός του συλλογισμού μου εντούτοις παραμένει ατεκμηρίωτος. Εάν το κόμμα αποτελεί αντεπαναστατική δύναμη και τα σοβιέτ επαναστατική, μπορεί να θεωρηθεί απλοϊκό και εντελώς άνευ σημασίας το γεγονός ότι στη Γερμανία, όταν η επανάσταση απέτυχε, δεν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα, ενώ υπήρχαν σοβιέτ; Ο χαρακτηρισμός ενός συλλογισμού ως απλοϊκού, δεν θα απαιτούσε περαιτέρω την προσφορά ενός άλλου συλλογισμού, ο οποίος δεν θα ήταν τέτοιος; Μένει ακατανόητη η απόπειρα ερμηνείας της αποτυχίας της Γερμανικής Επανάστασης από τον Π.Π. με αναφορά στη δημιουργία του γραφείου του Άμστερνταμ, τον Οκτώβρη του 1919, ένα χρόνο σχεδόν μετά το ξέσπασμά της.

ε) Ο Π.Π. υμνεί την Κομμούνα του Παρισιού, και οικτίρει εμένα που επικροτώ ή ανέχομαι την πρακτική της σύλληψης ομήρων από τους μπολσεβίκους. Όμως, και η  Κομμούνα κρατούσε ομήρους, και μάλιστα εκτέλεσε 64 απ’ αυτούς. Ποιος υπερασπίστηκε πρώτος την Κομμούνα γι’ αυτή της την πράξη; Ο Λένιν; Όχι. Πρώτος-πρώτος, ο ίδιος ο Μαρξ.[3] Επίσης, ο Π.Π. επιδεικτικά αγνοεί την επισήμανση εκ μέρους μου της κριτικής που άσκησε ο Μαρξ στην Κομμούνα, και επιμένει ότι ο Μαρξ απλά την ύμνησε, και πως αυτή η εξύμνηση είναι απλά παράταιρη σε σχέση με άλλα έργα του για το κράτος. Όμως ο Μαρξ άσκησε κριτική στην Κομμούνα, στο ίδιο έργο στο οποίο την εξύμνησε.[4]  Αναπάντητη έμεινε επίσης η υπόμνησή μου ότι ο ίδιος ο Μαρξ ανέφερε ότι η Κομμούνα θα είχε πετύχει τους στόχους της μόνο ως δικτατορία του προλεταριάτου.[5]

στ) Περί «ηθικής πανωλεθρίας», προσπάθησα να δείξω ότι ο αυταρχισμός είναι αναπόφευκτος σε μία αυταρχική κοινωνία, άρα και στον άμεσο αγώνα για την υπέρβασή της. Ο ηθικός εκφυλισμός προκύπτει όταν ωραιοποιείται ο αυταρχισμός, και όταν δεν χρησιμοποιείται ως ύστατο μέσο άμυνας της  πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας (ωραιοποίηση που συνέβη επί Στάλιν, και όχι επί Λένιν, ο οποίος μιλούσε ανοιχτά για τεράστια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τους αρχικούς στόχους της επανάστασης).[6] Επίσης, αν όντως ο Λένιν, κατά βάθος, ποθούσε ολοκληρωτική χειραγώγηση των σοβιέτ και υφαρπαγή της εξουσίας τους, δεν θα αφιέρωνε πολλά από τα βασικά του κείμενα μετά την επανάσταση στην αμείλικτη κριτική της γραφειοκρατίας και στην αμείλικτη κριτική της ταύτισης κόμματος και κράτους.[7]

ζ) Δέχομαι τον σαρκασμό του Π.Π., και θεωρούμαι ανάξιος σοβαρής απάντησης εκ μέρους του, επειδή έγραψα, σε μη δημοσιευμένη εκδοχή της κριτικής μου, ότι δεν υπήρχε το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση επί Γαλλικής Επανάστασης. Ο ίδιος όμως ο Π.Π. λέει ότι δεν υπήρχε ο σύγχρονος βιομηχανικός καπιταλισμός επί Γαλλικής Επανάστασης, ενώ υπήρχαν διάφορα επιμέρους κεφάλαια, όπως το εμπορικό (το οποίο θα πρόσθετα ότι μπορούμε να το εντοπίσουμε σπερματικά σε εμπορικούς λαούς εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν). Ακριβώς όμως, σύμφωνα με τον Μαρξ, για να υπάρχει το κεφάλαιο ως κυρίαρχη κοινωνική σχέση, απαιτείται η ανάδυση της βιομηχανίας και η συνακόλουθη άντληση σχετικής υπεραξίας. Είναι κι ο Μαρξ ανάξιος σοβαρής απάντησης;

η) Σχετικά με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, χαίρομαι που ο Π.Π. συμφωνεί ότι απέσυρε «ορισμένα μέρη της κριτικής της του 1904» ενάντια στον Λένιν και τους μπολσεβίκους (κατά τη δική μου γνώμη, τα βασικότερα). Στη συνέχεια όμως αναφέρεται ξανά στην ίδια κριτική του 1904 για την οποία μας είπε ότι αποσύρθηκαν ορισμένα μέρη, αναφέρεται δηλαδή στα «Οργανωτικά ζητήματα της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας». Σε σχέση με τη μεταγενέστερη κριτική της, σημειώνω μόνο τα εξής: το γνωστό σε όλους έργο «Ρωσική επανάσταση» η Ρόζα Λούξεμπουργκ το έγραψε στη φυλακή, με περιορισμένες πηγές πληροφόρησης, και δεν το δημοσίευσε η ίδια εν ζωή. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, με επιμέλεια του Paul Levi. Εκτός φυλακής, έγραψε και δημοσίευσε η ίδια το, άγνωστο στους περισσοτέρους, άρθρο «Η Ρωσική τραγωδία»,[8] όπου γίνεται και πάλι αυστηρή αλλά συντροφική κριτική στους μπολσεβίκους, χωρίς την αναφορά στον συγκεντρωτισμό, την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης και άλλα σημεία κριτικής επί των μπολσεβίκων που περιείχε η «Ρωσική επανάσταση». Νομίζω το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του.
Η Λούξεμπουργκ άσκησε αυστηρή κριτική στους μπολσεβίκους αλλά βρισκόμενη εντός του ίδιου, μαρξιστικού στρατοπέδου, που προσέβλεπε στη δικτατορία του προλεταριάτου και που θεωρούσε κεφαλαιώδους σημασίας την ύπαρξη μαζικού και πειθαρχημένου κόμματος (όπως ήταν ή ήθελε να ήταν τα κόμματα στα οποία συμμετείχε η ίδια ή στα οποία ηγούνταν). Δεν τους άσκησε κριτική από αναρχική ή στενά συμβουλιακή κομμουνιστική σκοπιά.

θ) Τέλος, με θεωρεί ο Π.Π. ένοχο «προφανούς παρανόησης» επειδή ισχυρίστηκα ότι πολλοί στην ελευθεριακή Αριστερά ξεχνούν ότι κάθε κράτος είναι αυταρχικό. Κι αυτό αφορά σε μία αποστροφή του λόγου μου, αλλά θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ, μιας και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον συνομιλητή μου.

Η δικτατορία του προλεταριάτου, σύμφωνα με την αρχική μαρξιστική θεώρηση, αφορούσε την επανάσταση, και όχι τη μετέπειτα οργάνωση της κοινωνίας. Kαθιστούσε έκδηλη πολιτικά την ταξική πάλη που ήδη λάμβανε χώρα στον καπιταλισμό εις βάρος της πλειοψηφίας (αυτό ονομαζόταν δικτατορία της αστικής τάξης). Και, μέσω της επανάστασης, η δικτατορία του προλεταριάτου συνέτριβε τους καπιταλιστές και έστρεφε αυτή την πάλη υπέρ της πλειοψηφίας. Αυτή θεωρούνταν μια αναπόδραστα αυταρχική διαδικασία (εξ ου και η επιλογή της έννοιας «δικτατορία»), όχι βέβαια αναγκαστικά βίαιη, όπως προσπάθησα να δείξω στην κριτική μου.

Η επανάσταση για τον μαρξισμό μπορεί να λάβει χώρα μόνο ως έκφραση της πλειοψηφίας. Οι μαρξιστές καταδίκαζαν ως πραξικόπημα και μπλανκισμό κάθε επανάσταση διεξαγόμενη από μία μειοψηφία. Ακόμα όμως κι ως έκφραση της πλειοψηφίας, η επανάσταση είναι μια αυταρχική διαδικασία, καθώς αποτελεί όξυνση της ταξικής πάλης και η ταξική πάλη δεν είναι ευχάριστη υπόθεση! Για παράδειγμα, η επανάσταση το 1917 δεν σηματοδοτούσε τον τερματισμό του πολέμου αλλά τη μετατροπή του παγκοσμίου πολέμου μεταξύ εθνών σε εμφύλιο πόλεμο εργατών και καπιταλιστών.

Τα κόμματα σε συνθήκες μαζικής πολιτικής είναι αναγκαία για την έκφραση των κοινωνικών συγκρούσεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβασή τους. Στον μαζικό πολιτικό στίβο (ο οποίος δεν μπορεί να παραβλεφθεί με ευχολόγια ή στρέφοντας αλλού το βλέμμα) η κομματική πάλη στο επαναστατικό στρατόπεδο αντανακλά απτά τις κοινωνικές διαιρέσεις ώστε να γίνουν αντικείμενο δημοκρατικής διευθέτησης, όχι για να υποταχθούν στη βούληση μιας υποτιθέμενα υστερόβουλης μειοψηφίας. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να προκαθορίσει την εξέλιξη της εμπλοκής αυτής στα χωράφια της μαζικής πολιτικής. Αλλά η αγνόηση της μαζικής πολιτικής αποτελεί ανεύθυνη εγκατάλειψη της ταξικής πάλης στην αστική αντίδραση και τυφλότητα.

Μέσω της δικτατορίας της, η εργατική τάξη κατακτούσε την πολιτική εξουσία για να πραγματώσει τις κοινωνικές δυνατότητες του καπιταλισμού, τώρα πια στον σοσιαλισμό (δυνατότητες των οποίων την πραγμάτωση παρεμπόδιζε το ίδιο το κεφάλαιο). Σε σχέση λοιπόν με τη μετέπειτα οργάνωση της κοινωνίας, ο παραδοσιακός μαρξισμός αναφερόταν στον σοσιαλισμό, ο οποίος πραγματοποιούσε το αίτημα μίας πλήρους κοινωνικής δημοκρατίας, της οποίας το περιεχόμενο προσδιοριζόταν ιστορικά (Κομμούνα του Παρισιού, εργατικά συμβούλια). Πλήρης δημοκρατία, όχι μόνο με την έννοια της συμπλήρωσής της με την οικονομική ισότητα, αλλά και με την πολιτική εμβάθυνσή της μέσω της συμμετοχής όλων στη διαχείριση των κοινών.[9]

Η επανάσταση θα ήταν αποτυχημένη αν δεν οδηγούσε σε μία πλήρη δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία μπορεί φυσικά να συνδυάζει άμεσα και έμμεσα στοιχεία (οι ίδιοι οι αμεσοδημοκράτες αναφέρονται εξάλλου σε «ανακλητούς εντολοδόχους», όπως έκαναν οι Μαρξ και Λένιν).

Η πλήρης δημοκρατία εντούτοις δεν οδηγεί αυτόματα στον κομμουνισμό (την ελευθερία) ή, μάλλον, δεν είναι ακόμα κομμουνισμός, καθώς φέρει μαζί της αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «αστικό δίκαιο»: το «ίσο δίκαιο (που) είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία»[10]. Αυτό κληρονομείται δυστυχώς στην επανάσταση από τον καπιταλισμό (παρά το γεγονός ότι η επανάσταση συντρίβει τους ίδιους τους καπιταλιστές). Η κοινωνία προσβλέπει ακόμα σε ένα είδος κυβέρνησης που έχει το μονοπώλιο ως προς την επίλυση των διαφορών των μελών της, καθώς τα υποκείμενα έχουν εσωτερικεύσει το «αστικό δίκαιο», και δεν έχουν ακόμα συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής που θα εξοβέλιζε εντελώς τη σκιά του κράτους και των κυβερνήσεων. Καθώς η σκιά αυτή επιζεί εσωτερικά στα ίδια τα υποκείμενα της αλλαγής, δεν μπορεί να καταργηθεί με διατάγματα αλλά, σύμφωνα με τους Μαρξ και Λένιν, μπορεί μονάχα να «απονεκρωθεί» σταδιακά, μέσω της ενδυνάμωσης των υποκειμένων πολιτικά και κοινωνικά, και την καθ’ έξιν κατάκτηση ενός ανώτερου τρόπου ζωής εκ μέρους τους. Γι’ αυτό ελευθερία είναι το τέλος της πολιτικής όπως την ξέρουμε, ακόμα και της δημοκρατικότερης εκδοχής της.

Πολλοί ελευθεριακοί σήμερα λοιπόν, εκτός του ότι μπορεί να ξεχνούν ότι η επανάσταση έχει αναπόδραστα αυταρχικό χαρακτήρα, ξεχνούν ότι και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν ταυτίζεται με την ελευθερία και τον κομμουνισμό. Θεωρούν ότι η μετεπαναστατική εγκαθίδρυση μίας άμεσης δημοκρατίας οδηγεί αυτόματα στο ξεπέρασμα του κράτους: όμως, ακόμα και μία άμεση δημοκρατία μπορεί να παίρνει καταπιεστικές αποφάσεις εναντίον των ίδιων των μελών της. Μετατρέπουν το μέσο προς την ελευθερία (τη δημοκρατία) σε αυτοσκοπό. Στην πραγματικότητα, το μέλλον εντός της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να είναι απρόβλεπτο, και η δημοκρατία μπορεί να είναι ένα εργαλείο μεταξύ πολλών άλλων στο μέλλον αυτό, όχι μία ιεροποιημένη διαδικασία εις το διηνεκές η οποία επαναφέρει το κράτος ως διαχωρισμένο, υπερυψωμένο σωτήρα της κοινωνίας από την πίσω πόρτα.

Παλιότερα, κοινός στόχος μαρξισμού και αναρχισμού ήταν η εξάλειψη κάθε είδους καταπίεσης και η μετάθεση του τρόπου λήψης των αποφάσεων από το «επίσημο» επίπεδο του κράτους, στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Στόχος ήταν το ξεπέρασμα της ίδιας της ανάγκης για την πολιτική όπως την ξέρουμε, η μετάβαση από τη διαχείριση των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων. Οι στόχοι αυτοί υποβαθμίζονται κατά τη γνώμη μου υπέρ μίας φυσικοποίησης και ωραιοποίησης της κυριαρχίας της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας, μέσω της επίκλησης της άμεσης δημοκρατίας ως κορωνίδας της ανθρώπινης ελευθερίας.

Καταλαβαίνω ότι και η κλασική ελευθεριακή προσήλωση στην άμεση συντριβή κάθε μορφής εξουσίας με το αίτημα «ελευθερία τώρα!», έμοιαζε, σε αντίθεση με τον μαρξισμό, να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη το (ενδιάμεσο) πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας, όπως το θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Η «διόρθωση» όμως, μέσω της επίκλησης της άμεσης δημοκρατίας, έφερε ένα νέο πρόβλημα, αυτό δηλαδή που ανέφερα ως λήθη του αυταρχικού χαρακτήρα κάθε κράτους, ακόμα και αυτού που θεσμοποιεί την κυριαρχία των πολλών επί των λίγων. Η πολιτική εξουσία όπως την ξέρουμε δεν είναι μία φυσική, αιώνια πραγματικότητα, της οποίας την καλύτερη ή λιγότερο κακή μορφή πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική εξουσία αποτελεί προϊόν της ταξικής κοινωνίας, και δεν μπορεί παρά να πεθάνει μαζί της.

 

[1] “Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου”, Ουτοπία, τ. 113 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2015), σσ. 149-162.

[2] Paul Avrich, “Kronstadt, 1921” (Princeton Legacy Library), January 1, 1991. Καίρια αποσπάσματα του βιβλίου αυτού υπάρχουν διαθέσιμα εδώ:
http://www.platypus1917.org/wp-content/uploads/readings/avrichpaul_kronstadt1921ex.pdf
Παρόμοια άποψη έχει εκφράσει και ο Βικτόρ Σερζ στο έργο του για την Κροστάνδη, εδώ (στην ενότητα «Γιατί υποστήριξα τους μπολσεβίκους»):
http://www.marxists.org/archive/serge/1945/memoirs/ch04x.htm#h3

[3]«Όταν ο Θιέρσος […] επέβαλε την ανθρώπινη πρακτική τουφεκισμού Κομμουνάρων αιχμαλώτων, η Κομμούνα, για να τους προστατέψει, αναγκάστηκε να καταφύγει στην πρωσική πρακτική κράτησης ομήρων. Το δικαίωμα στη ζωή των ομήρων αυτών καταπατήθηκε επανειλημμένα από τις συνεχείς εκτελέσεις αιχμαλώτων εκ μέρους των Βερσαλλιών. Πως θα μπορούσαν να σωθούν πια μετά τη σφαγή με την οποία οι πραιτοριανοί του MacMahon γιόρτασαν την είσοδό τους στο Παρίσι; […] Πραγματικός δολοφόνος […] ήταν ο Θιέρσος.» (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/ch06.htm

[4] Για παράδειγμα: «Με τη διστακτικότητά της να συνεχίσει τον εμφύλιο πόλεμο που κηρύχθηκε από τη ληστρική απόπειρα του Θιέρσου στη Μονμάρτη, τούτη τη φορά η Κεντρική Επιτροπή αποδείχτηκε ένοχη ενός λάθους αποφασιστικής σημασίας, καθώς δεν εφόρμησε στις Βερσαλλίες». (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/ch04.htm
Στη βιβλιοκριτική μου αναφέρω εν τάχει και τα υπόλοιπα βασικά σημεία της κριτικής του Μαρξ στην Κομμούνα.

[5] «Όμως προτού να επιτευχθεί μια τέτοια αλλαγή, μία προλεταριακή δικτατορία θα ήταν απαραίτητη, με πρώτη προϋπόθεσή της έναν προλεταριακό στρατό.» (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/bio/media/marx/71_10_15.htm

[6] «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου»
http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/feb/x01.htm

[7] Moshe Lewin, Lenin’s Last Struggle (Ann Arbor Paperbacks for the Study of Russian and Soviet History and Politics), May 4, 2005

[8] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/09/11.htm

[9] Αυτά όλα έχουν ξεχαστεί και θεωρείται ότι ο μαρξισμός πάντα στήριζε τον κρατισμό ή και τον ολοκληρωτισμό ακόμα, επειδή ο Στάλιν μεταβάπτισε τις εθνικές συνθήκες εξαθλίωσης στη Ρωσία σε σοσιαλισμό. Με την ίδια έννοια, η συμμετοχή των ισπανών αναρχικών σε υπουργικούς θώκους στην Ισπανία, και μάλιστα εντός αστικής «αντιφασιστικής» κυβέρνησης η οποία κατέστειλε την εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1937, θα έπρεπε να σημαίνει συλλήβδην καταδίκη του αναρχισμού.  Όχι βέβαια ότι ο σταλινισμός είναι παντελώς άσχετος με τον Μαρξ και τον Λένιν. Η ιστορική όμως συσχέτιση του σταλινισμού με τον Μαρξ και τον Λένιν, δεν σημαίνει αναγκαστικά και κάποια λογική τους συσχέτιση (όπως το έθετε ο Τρότσκι και για τη σχέση σταλινισμού και μπολσεβικισμού).

[10] Καρλ Μαρξ, «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», (Σύγχρονη Εποχή), Αθήνα 2007, σσ. 22-23.

Θοδωρής Βελισσάρης

15/2/2016

[Σημειώσεις επί των οποίων βασίστηκε η σχετική παρουσίαση στο συνεργατικό βιβλιοπωλείο “Ακυβέρνητες Πολιτείες” στη Θεσσαλονίκη]

Η αλήθεια είναι ότι ο μαρξισμός μοιάζει ιδιαίτερα παρωχημένος σήμερα. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο αιώνα, δεν υπάρχουν ούτε τόσα ισχυρά κόμματα και οργανώσεις διεθνώς, ούτε τόσοι διανοούμενοι που να εντάσσονται στη μαρξιστική παράδοση.

Όπως το έθεσε ένας Αμερικάνος σύντροφός μας σε ένα άρθρο του, σήμερα ο μαρξισμός μοιάζει να «έχει επιβιώσει ως ‘ανάλυση’, αλλά χωρίς σαφή πρακτική σημασία∙ ενώ ο ‘κομμουνισμός’ έχει επιβιώσει ως ηθική στάση, χωρίς αποτελεσματική πολιτική.»

Από την άλλη, τι έγινε μόλις ξέσπασε η πρόσφατη κρίση; Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις του «Κεφαλαίου», του μεγάλου έργου του Μαρξ, διεθνώς! Ίσως κάτι σημαίνει αυτό.

Επίσης, παρατηρείται συχνά οι μη-μαρξιστές, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει υποτίθεται τον Μαρξ και τον μαρξισμό, να νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν αναλυτικά γιατί ο Μαρξ έχει άδικο, γιατί είναι ξεπερασμένος, γιατί ένα μόνο μέρος των ιδεών του μπορεί να είναι χρήσιμο αλλά το υπόλοιπο άχρηστο (ας πούμε οι «οικονομικές» του θεωρίες είναι έγκυρες, ενώ οι πολιτικές “silly”, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Χόλογουεϊ απαντώντας σε μία ερώτησή μου εδώ στη Θεσσαλονίκη). Αν ο Μαρξισμός είχε ξεπεραστεί εντελώς ιστορικά, και δεν είχε καμία σημασία, αμφιβάλω αν θα ένιωθε κανείς την ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται σε τέτοιο βαθμό αρνητικά, μέσω του Μαρξ. (Ας πούμε οι αναρχικοί δικαιολογούν συχνά τις πολιτικές επιλογές τους αναδεικνύοντας περισσότερο τις αποτυχίες της μαρξιστικής πολιτικής,  ή ο Καστοριάδης αφιερώνει 100 σελίδες αποδόμησης του Μαρξ, όχι τόσο πετυχημένες κατά τη γνώμη μου, προτού να πει τα δικά του στη Φαντασιακή κλπ).  Είναι σαν κάτι να μας φαγουρίζει κάπου στην πλάτη, και να μην περνάει οριστικά όσο κι αν το ξύνουμε, ή σα να μην το φτάνουμε ποτέ ακριβώς… ή κάτι τέτοιο, ας μη συνεχίσω μ’ αυτή την αρκετά εξεζητημένη μεταφορά!

Ας έρθουμε όμως στο ψητό, τι είναι ή, ίσως, τι ήταν ο μαρξισμός.
Και εδώ μπορούμε σιγά σιγά να περάσουμε και στο διάγραμμα που έχετε στα χέρια σας.

Σήμερα τείνουμε να πιστεύουμε ότι όλες οι μεταβολές στην ιστορία ήταν πάνω-κάτω εξίσου σημαντικές, αν όχι εξίσου αδιάφορες. Και ότι για παράδειγμα ένα πιθανό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό (ή κάπου αλλού), θα είναι παρόμοιας τάξεως και σημασίας με το πέρασμα π.χ. από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Και ότι ο Μαρξ ασχολήθηκε μ’ αυτή την, άνευ ιδιαιτερότητας, πιθανή μετάβαση, μία μεταξύ πολλών άλλων.
Όμως για τους κλασικούς μαρξιστές ήταν κοινός τόπος η υπόθεση ότι η μετάβαση στην αστική κοινωνία σηματοδοτούσε μία αλλαγή παρόμοιας σημασίας και βεληνεκούς με αυτή που σηματοδοτούσε η άνοδος της νεολιθική κοινωνίας.

Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή.

Παλαιολιθική:

Κάποια στιγμή στην ιστορία της φύσης αναδύεται η ανθρωπότητα. Αυτό αποτελεί τρόπον τινά μία κρίση της φύσης, μία τομή που σηματοδοτεί μία πολύ σημαντική αλλαγή. Μιλάμε τότε μόνο για εμφάνιση του ανθρώπου, σε σχέση με τους προγόνους του Ανθρωπίδες, ή μεγάλους πιθήκους. Γιατί; Ίσως ιδιαίτερη σημασία έχει μία διαφορά που έρχεται στο επίπεδο της συνείδησης. Η ικανότητα συμβολικής έκφρασης των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση, αλλά και μεταξύ τους, κυρίως μέσω της ανάπτυξης της γλώσσας. Εδώ οι άνθρωποι είναι νομάδες, κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Δεν θέλω να επιμείνω πολύ εδώ, απλά να γίνει κατανοητή η ριζική διαφορά του τρόπου ζωής τότε από τον δικό μας. Το κοσμοείδωλό τους εικάζεται ότι κυριαρχούνταν από μία μυθική αλληλοδιαπλοκή ανθρώπου/φύσης/χρόνου/και κόσμου εν γένει. Για παράδειγμα κάθε κυνηγός την ώρα που κυνηγούσε ταυτιζόταν με τον πρώτο κυνηγό, και απαγορευόταν μέχρι οστρακισμού το να κυνηγάς διαφορετικά από τον τρόπο που υποτίθεται κυνηγούσε αυτός! Επικρατούσε ο Τοτεμισμός. Τα ζώα και η ανθρώπινη φυλή θεωρούνται συχνά ενιαία. Δοξασίες για παράδειγμα ότι αν αρρωστήσει το ζώο που κυνηγά, αρρωσταίνει και ο κυνηγός του. Επίσης υπήρχαν σημαντικά στοιχεία ισότητας/εξισωτισμού στις κοινωνίες αυτές (μητριαρχία, γεροντοκρατίες – όλοι κάποτε γερνάμε).

Δεν θα μπω τώρα σε μια αξιολόγηση του τρόπου ζωής στην Παλαιολιθική (δεν θέλω να τα παρουσιάσω όλα ρόδινα, – υπήρχε βία, απίστευτη ανασφάλεια, δεσμοί αίματος κλπ).
Αν ζούσαμε πάντως  σήμερα ακόμα όπως αυτοί, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για το πρόβλημα της ελευθερίας στην ιστορία της ανθρωπότητας! Μπορούμε να μιλάμε γιατί, περίπου 10.000 χρόνια πριν, λαμβάνει χώρα μία κοσμοϊστορικής σημασίας τομή.

Νεολιθική – Γεωργική επανάσταση [δεν έγινε αυτόματα, πρώτα γεωργική και σταδιακά νεολιθική]:

Γιατί συμβαίνει; Επηρεάστηκε ίσως από την κλιματική αλλαγή; Την εξάλειψη των μεγάλων ζώων; Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει ότι όντως έλαβε χώρα και σηματοδότησε μία κρίση για την ίδια την ανθρωπότητα, εγκαθιδρύοντας αυτόν που γνωρίζουμε ως παραδοσιακό πολιτισμό! Κολοσσιαίες αλλαγές: Εδώ έχουμε πλέον μόνιμη εγκατάσταση, αγροτικό τρόπο ζωής, εξημέρωση ζώων και φυτών. Αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής. Για παράδειγμα παρατηρείται δραματική πτώση του ατομικού επιπέδου ζωής και υγείας σε σχέση με Παλαιολιθική. Μόνο στον 20ό αι. πιάσαμε το προσδόκιμο της Παλαιολιθικής! Ακόμα και σήμερα μας ταλαιπωρούν σημάδια αυτής της μετάβασης. Γρίπη πτηνών, γρίπη χοίρων, ως κατάλοιπα των προβλημάτων που έφερε η εξημέρωση των ζώων και η συνύπαρξη μαζί τους.  Ό,τι δύναμη πάντως χάνεται ατομικά, κερδίζεται συλλογικά. Αυτή η συλλογική δύναμη άφησε εκτυφλωτικά μνημεία πολιτισμού τα οποία θαυμάζουμε ακόμα και σήμερα, καθώς και έναν πρωτοφανή πλούτο (βασίστηκαν βέβαια στην καταναγκαστική εργασία χιλιάδων…).

Εμφανίζονται πανίσχυρα διοικητικά κέντρα, οι πόλεις, στις οποίες αναδύεται η έννοια του πολίτη, και σπάει ο δεσμός αίματος και συγγένειας που καθόριζε τις κοινωνικές σχέσεις πρωτύτερα. (αν και η πλειοψηφία δεν ζει ακόμα τότε σε πόλεις, αυτό έγινε στις αρχές του 21ου αι. – η πόλη ζει τότε από το πλεόνασμα της υπαίθρου. Αργότερα, στην νεωτερικότητα η πόλη γίνεται το κέντρο παραγωγής!).

Βασικό χαρακτηριστικό της ζωής μετά τη νεολιθική επανάσταση είναι η προσαρμογή σε ό,τι θεωρείται «μεγάλη αλυσίδα των όντων»: θεϊκή τάξη – κάστες – γη
Κάστες: Βασιλιάς – παπάδες/κλήρος – αριστοκρατία/πολεμιστές – εργάτες γης/χωρικοί].
Αλλάζει η έννοια του χρόνου και του χώρου. Όσον αφορά το χρόνο: ημερολόγια ανάλογα με γεωργικές ανάγκες. Χώρος: κατάτμηση γης για καλλιέργεια (για πώληση από το 1500 κι έπειτα!). Έχουμε γραφή, εγγράματο πολιτισμό. Την επικράτηση της πατριαρχίας.
Όσον αφορά την εργασία θεωρείται καθήκον, όχι επιλογή, όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Όπως γεννιόσουν έτσι πέθαινες, είτε βασιλιάς, είτε δούλος.

Τώρα, μια σημείωση, παρότι εμείς συζητάμε την παλαιολιθική και νεολιθική κοινωνία ως «οικονομίες», ως «τρόπους παραγωγής», τότε δεν θα έβλεπαν τον εαυτό τους έτσι αναγκαστικά. Στον παραδοσιακό πολιτισμό αν ρωτούσες κάποιον δεν θα σου έλεγε ότι ζει σε φεουδαρχία ή δουλοκτητική κοινωνία, ίσως θα έλεγαν ότι ζούσαν σε μία θρησκεία, στο βασίλειο του Θεού.

Στα «θετικά», μπορούμε να διακρίνουμε μία στοιχειώδη εξατομίκευση, κάποια ίχνη ελευθερίας, αλλά για απειροελάχιστα μέλη των ελίτ. Μην ξεχνάμε ότι γι’ αυτή την ελευθερία προϋπόθεση ήταν η καταναγκαστική εργασία και η ύπαρξη δούλων.

Όσον αφορά την πολιτική, ο Αριστοτέλης δίνει τον κλασικό ορισμό του ανθρώπου για όλη αυτή την περίοδο.
«Ζώον πολιτικόν». [Ακόμα κι εδώ, που είναι πολύ προχωρημένη η σύλληψη, πέφτει βαριά η σκιά μιας ιδέας περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης]. Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι δημιουργούμε την πόλη μας – αλλά προσοχή, με ποια έννοια; Δημιουργούμε την πολιτική μας ζωή με βάση τις αξίες μας, οριζόμενες από μία συγκεκριμένη ιδέα του Αγαθού! Η πολιτική περιοριζόταν από πανίσχυρα έθιμα. Για τίποτα δεν μπορούσες να πεις: εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Ακόμα και για οικογενειακή υποθέσεις. Η Αθήνα αποτελεί ως ένα βαθμό την εξαίρεση που αποδεικνύει τον κανόνα (κάπως – μην ξεχνάμε την καταδίκη του Σωκράτη) λόγω ανάπτυξης εμπορίου: τους έκανε ανοιχτόμυαλους / και βεβαίως πλούσιους.

Παρότι την έχουμε ξεπεράσει, και θα δούμε αν και πως σε λίγο, η νεολιθική επανάσταση και η ιστορία του πολιτισμού που την ακολούθησε μας έχει επηρεάσει έντονα.
Ας πούμε, πολλοί σύγχρονοι επαναστάτες επικαλούνταν κινήματα χειραφέτησης του παραδοσιακού πολιτισμού. Οι χωρικοί και ο ηγέτης τους Τόμας Μύντσερ, επικαλούνταν στον πόλεμό τους εναντίον της απολυταρχίας τη διδασκαλία του Χριστού, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Μωϋσή που οδήγησε τους εβραίους μακριά από την αιγυπτιακή κυριαρχία. Η Λούξεμπουργκ επικαλούνταν την εξέγερση του Σπάρτακου. Αλλά αυτές οι εξεγέρσεις στον παραδοσιακό πολιτισμό, δεν αμφισβητούσαν τον κατεστημένο τρόπο ζωής και τις ίδιες τις κάστες. Ζητούσαν καλύτερο βασιλιά, όχι το τέλος των βασιλιάδων. Καλύτερη ιεραρχία, όχι το τέλος των ιεραρχιών. Για κάτι τέτοιο χρειάστηκαν οι αστικές επαναστάσεις!

Αλλά ήδη, προτού περάσουμε σ’ αυτές, και μόνο με τη νεολιθική και γεωργική επανάσταση και τις τομές που σηματοδότησαν, πως μπορούμε να μην είμαστε καχύποπτοι όταν ακούμε όλα αυτά περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, αυτά τα «καληνύχτα Κεμάλ, ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» του Χατζιδάκι κλπ! Παρά τις κοινοτοπίες αυτές, η ανθρωπότητα μετασχημάτισε ριζικά τον εαυτό της αρκετές φορές στην ιστορία. Και τώρα περνάμε στην κρισιμότερη ίσως τομή.

Αστική επανάσταση:

Εδώ μιλάμε για την κρίση σύνολου του παραδοσιακού πολιτισμού που κυριαρχούσε επί 10.000 χρόνια περίπου! Οι κάστες και η θρησκεία που τις νομιμοποεί αμφισβητούνται για πρώτη φορά! Ο όρος αστική εδώ  δεν αναφέρεται στην αστική τάξη ή την καπιταλιστική, αλλά κυρίως στις κοινωνικές σχέσεις της νεώτερης πόλης. Αστικός – άστυ. Οι πόλεις γίνονται κέντρα, όχι συγκέντρωσης του πλεονάσματος, πλέον,  αλλά παραγωγής του πλεονάσματος.
Οι κάστες είπαμε ότι κατά βάση διαχώριζαν αυτούς που προσεύχονται, αυτούς που πολεμούν, και αυτούς που εργάζονται. Αυτή η τελευταία είναι η Τρίτη Τάξη, όλοι όσοι εργάζονται, που εξεγείρεται ενάντια στις κατεστημένες ιεραρχίες και σχέσεις, σε μία σειρά από αστικές επαναστάσεις, από την εξέγερση των ολλανδικών πόλεων μέχρι τη μεγάλη Γαλλική επανάσταση. Τι είναι η Τρίτη Τάξη; ρωτάει ο επαναστάτης Αββάς Σεγιέ: Δεν είναι τίποτα. Αλλά θέλει να γίνει τα πάντα. (τότε δεν θεωρούνταν ακόμα μεγάλης σημασίας η διάκριση μεταξύ «καπιταλιστή» και «εργάτη»).

Εδώ έχουμε πλέον τη μετάβαση από τον χωρικό στον εργάτη, με συντριβή όλων των παραδοσιακών καστών. Και αυτό το πέρασμα στην εργασία είναι πολύ ιδιαίτερο. Η εργασία δεν είναι πλέον προκαθορισμένη αλλά μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής. Συνήθως σκεφτόμαστε μόνο την αρνητική πλευρά της έννοιας εκμετάλλευση. Όμως με την άνοδό της ξεχνάμε αυτή την πλευρά της εργασίας, ότι πέρα από εκμετάλλευση, είναι αυτοεκμετάλλευση. Μπορώ να εκμεταλλευτώ τον εαυτό του κατά βούληση, να επιλέξω πως θα αξιοποιήσω τον εαυτό μου ως μέσο παραγωγής! Και όλοι μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Όπως το έθετε μία οξυδερκής, παρότι συντηρητική, στοχάστρια, η Χάννα Άρεντ, ακόμα και οι βασιλιάδες και οι πρωθυπουργοί σήμερα «κάνουν μία δουλειά» όπως όλοι  – πρέπει δηλαδή να δικαιολογούν την ύπαρξή τους μέσω της εργασίας τους! Η εργασία γίνεται το εισιτήριο εισόδου στην κοινωνική ζωή και στοιχίζεται με την υπόσχεση μίας άνευ προηγουμένου ελευθερίας για όλους. [Χέγκελ: αρχικά ένας, αργότερα μερικοί, σήμερα όλοι ελεύθεροι].

Μιλάμε για κοσμολογική αλλαγή (ο Μαρξ έλεγε ότι συντελείται η δημιουργία ενός ολόκληρου αστικού κόσμου): όλη η ανθρώπινη εμπειρία μεταμορφώνεται.

Δεν υπήρχε καν κοινωνία (π.χ. κοινωνιολογία), ή άτομο (π.χ. ψυχολογία) πριν την αστική κοινωνία. Αυτές οι αφηρημένες έννοιες απαιτούν την ισοπέδωση όλων κάτω από την εμπορευματική μορφή της εργασίας (γίναμε όλοι εμπορεύματα), σαν αυτά  τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, με τα καπέλα (που ίσως είναι πεπαλαιωμένα αισθητικά κατά τη γνώμη μου, αλλά περνάνε το μήνυμα).

Έχουμε πάλι αλλαγή στη σύλληψη χώρου και χρόνου. Χρόνος: απόλυτος, για μετρησιμότητα, ακρίβεια, σύγκριση, αποτελεσματικότητα. Χώρος: έθνη – κράτη. Σαφή σύνορα (Βεστφαλιανό σύστημα).

Ιδιοκτησία προκύπτει και νομιμοποιείται από την εργασία (Λοκ). Και η κοινωνία από συμβόλαιο (όχι από Θεό).

Εδραιώνεται η ιδέα της ελευθερίας και η υπόθεση περί ανεξάντλητων ανθρώπινων δυνατοτήτων. [Ναπολέοντας – Ιένα – Χέγκελ]

Άνθρωπος. Από πολιτικό ζώο, μετατρέπεται σε ζώο που παράγει αποτελεσματικά: Homo faber, Homo economicus.

Όραμα αστικής κοινωνίας συνοψίζεται καλά από τον  Άνταμ Σμιθ. Επιλογή εργασίας σημαίνει αύξηση παραγωγικότητας εργασίας, άρα και αξίας της εργασίας. Συνεπώς σημαίνει ικανοποίηση περισσότερων αναγκών. Ανάπτυξη/προαγωγή ανθρώπινων δυνατοτήτων και ελευθερίας.

Δεν ξέρω πόσο καλά ανταποκρίνεται η περιγραφή μου γι’ αυτή, αλλά μιλάμε για μία κοσμολογική μεταβολή απίστευτου βεληνεκούς. Η ζωή από τρόπος του είναι μεταμορφώνεται σε τρόπος του γίγνεσθαι. Και μιλάμε όχι απλά για την ελευθερία να είσαι κάτι, αλλά να γίνεσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Μαρξ και Μαρξισμός

Μια πολύ ωραία περιγραφή αυτής της τομής κάνει ο Λουί Μενάντ, αναδεικνύοντας και τη σημασία του Μαρξ.

Ας δώσουμε λίγο και τον λόγο στον ίδιο τον Μαρξ, σε ένα απόσπασμα από τα Γκρούντρισε.

Άρα σιγά σιγά γίνεται κατανοητό γιατί έπρεπε να κάνουμε όλο αυτό το ιστορικό ταξίδι για να καταλήξουμε στον Μαρξ, γιατί δεν αρκούν οι αστοί στοχαστές για την επαρκή συνείδηση των καθηκόντων της εποχής μας, και γιατί χρειάζεται ο 2ος Διαφωτισμός που αναφέρθηκε πριν μέσω του Μενάντ.

Η πορεία αστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων προς την ελευθερία δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ομαλά: η παραγωγικότητα του Σμιθ δεν αύξησε την αξία της εργασίας, και το όραμα του Καντ για την παγκόσμια ειρήνη έμεινε στα χαρτιά. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση η αστική επανάσταση έμπλεξε σε μία σειρά εμποδίων, επιπλοκών και αντιφάσεων, τις οποίες προσπάθησε να συλλάβει ο Μαρξ.

Η Βιομηχανική επανάσταση (χονδρικά 1750-1850) επηρέασε επίσης ολόκληρη την κοινωνική ζωή, δεν είχε αντίκτυπο μόνο στην οικονομία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν η μαζική υποκατάσταση εργασίας από μηχανές, με την οποία επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγικότητα με ταυτόχρονη υποβάθμιση της αξίας της εργασίας (εδώ αρχίζει να έχει σημασία η διάκριση μεταξύ μισθών και κεφαλαίου, γιατί η υποβάθμιση της αξίας της εργασίας δεν θίγει εξίσου εργάτες και καπιταλιστές, το αντίθετο). Πριν την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης, την περίοδο που ο Μαρξ περιγράφει ως μανιφακτούρα, οι ίδιοι οι εργάτες διαμόρφωναν την εργασία, τον ρόλο των μηχανών στην παραγωγή. Με τη μεγάλη βιομηχανία, οι μηχανές διαμορφώνουν την εργασία και τον ρόλο των εργατών.

Συνέπειες πολύ σοβαρές: Για πρώτη φορά έχουμε καθαρά οικονομικές κρίσεις  (μέχρι τότε τις αντιμετώπιζαν σαν σπάνια φυσικά φαινόμενα ή προσωρινά ατυχήματα). Μαζική φτωχοποίηση. Αναδύεται ο εφεδρικός στρατός εργασίας, οι άνεργοι, ένα σταθερά πλεονάζον, περιττό μέρος του πληθυσμού. Πρώτη φορά αναδύεται και το προλεταριάτο (ο Μαρξ δεν αναφέρεται πλέον στις εργαζόμενες τάξεις γενικά όπως οι ριζοσπάστες αστοί).

Η αντίφαση για Μαρξ στο νέο αυτό πλαίσιο συνοψιζόταν στο γεγονός ότι η εργασία παρέμενε μέτρο της αξίας: πουλάμε χρονικά καταμετρημένη εργασία για να επιβιώσουμε (ό,τι αποκαλούμε γενικότερα σχέσεις παραγωγής) ενώ συγχρόνως η εργασία απαξιωνόταν και γινόταν περιττή από τη σκοπιά της ανάπτυξης των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων. Φτώχεια εν μέσω πλούτου, ανεργία εν μέσω γιγαντιαίας αύξησης του κεφαλαίου, ο Μαρξ λέει ότι εν μέσω αφάνταστου πλούτου η σπηλιά του πρωτόγονου αρχίζει να μοιάζει πιο ζεστή και βολική από το δωμάτιο του εργάτη.

Αν προ-νεωτερικά υπήρχε απόλυτη εξάρτηση κάθε υποκειμένου από το περιβάλλον του, με την αστική επανάσταση φάνηκε να επικρατεί μία υποκειμενική αίσθηση ελευθερίας, και οι αντικειμενικές δυνάμεις έμοιαζαν να την ευνοούν. Στο κεφάλαιο, διατηρείται αυτή η υποκειμενική αίσθηση, αλλά ταυτόχρονα πέφτει βαριά η σκιά μίας αντικειμενικής εξάρτησης των υποκειμένων από μία διαδικασία που βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό τους – την τυφλή δυναμική του κεφαλαίου (που, ό,τι και να κάνουμε, φέρνει κρίσεις, ανεργία κλπ).

Αυτό δεν οδηγεί τον Μαρξ σε ένα είδος ρομαντικού αντικαπιταλισμού και μίσους των μηχανών. Αναγνωρίζει την οπισθοδρόμηση αλλά συγχρόνως ανιχνεύει τις δυνατότητες, μέσω των μαζικών σοσιαλιστικών κινημάτων που αναδύονται εν μέσω αυτής της κρίσης, να γίνει η οπισθοδρόμηση ευκαιρία για την πλήρωση της αστικής υπόσχεσης για ελευθερία. Ελευθερία τώρα όχι απλά μέσω της εργασίας, αλλά τόσο μέσω όσο και πέρα από την εργασία ως κοινωνικό μέτρο της αξίας. [Κοινωνική διάνοια. «Άλμα» έξω από την παραγωγή.]

Το κρίσιμο σημείο για τον Μαρξ είναι η έμφαση στο γεγονός ότι η αστική επανάσταση, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, συνεχίζεται (βλέπουμε μέχρι σήμερα να ξεσπούν κινήματα που διεκδικούν δημοκρατία εναντίον του αυταρχισμού!). Ότι είμαστε, λοιπόν, στα μισά μίας ατελούς μετάβασης, της αστικής κοινωνίας (και της κρίσης της υπό το κεφάλαιο) ως τελευταίου σταδίου της προϊστορίας και δυνητικά πρώτου σταδίου της πραγματικής ιστορίας.

Δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη και σταθερή αστική κοινωνία, αλλά μόνο μία διαδικασία αστικής επανάστασης την οποία συσκότισε και έκανε περισσότερη σύνθετη και προβληματική ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ θα ήταν η ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης, το τέλος της ιστορίας του παραδοσιακού πολιτισμού και η αρχή της ελευθερίας (δηλαδή ο σοσιαλισμός δεν είναι το τελευταίο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, επιτρέπει απλά την ιστορία να ξεκινήσει ελεύθερα προς μορφές που δεν μπορούμε να προβλέψουμε).

Η Αριστερά σήμερα έχει ξεχάσει αυτή τη διαλεκτική. Ότι η αστική επανάσταση παραμένει αντιφατική επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί. Ότι συγχρόνως παλεύουμε για την πραγμάτωση και το ξεπέρασμα της αστικής κοινωνίας (υπό το κεφάλαιο, το οποίο δεν είναι “σύστημα” αλλά μάλλον μία συνεχής κρίση, μία διαδικασία αποσύνθεσης).

Ο Μαρξ παρουσιάζεται συνήθως σαν γκρούπι του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ως «τέλους της ιστορίας», και της εργατικής τάξης ως υποτιθέμενα κυρίαρχης σ’ αυτούς, ενώ αντιθέτως θεωρούσε σημαντικότερο καθήκον του την κριτική τους (και φυσικά στόχος της εργατικής εξουσίας γι’ αυτόν ήταν η κατάργηση όλων των τάξεων, της εργατικής συμπεριλαμβανομένης).

Όπως έγραψε ο ίδιος, σ’ ένα γράμμα [το 1843] στον Άρνολντ Ρούγκε,  «ο κομμουνισμός είναι μια δογματική αφαίρεση και…  αποτελεί μονάχα μερική εκδήλωση της ανθρωπιστικής αρχής και έχει μολυνθεί από το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία».

Και στα χειρόγραφα του ’44: «Ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η δυναμική αρχή του άμεσουμέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός ως τέτοιος δεν αποτελεί τον σκοπό της ανθρώπινης ανάπτυξης, τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας».

Υπό αυτό το πρίσμα προσέγγισε ο Μαρξ τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της εποχής του.

Το 1848 οι εργάτες εξεγέρθηκαν απαιτώντας την εκπλήρωση των αστικών υποσχέσεων, απαιτώντας δουλειά. Μπορεί το αίτημα να ακουγόταν  συντηρητικό, και για την ακρίβεια καθαρά αστικό, αλλά για τον Μαρξ άνοιγε το θέμα του ελέγχου της παραγωγής από τους εργάτες, και των δυνητικά επαναστατικών χειρισμών των αντιφάσεων στις οποίες είχε εισέλθει η αστική κοινωνία εν γένει. Το προλεταριάτο είναι σημαντικό γιατί είναι αυτό που συγκροτεί με τους αγώνες του αυτή την περίοδο το κεφάλαιο (οδηγώντας την αστική τάξη στη διαδικασία απόσπασης σχετικής υπεραξίας).

Η αποτυχία της επανάστασης των εργατών και όσα ακολούθησαν οδήγησε τον Μαρξ στην έννοια του Βοναπαρτισμού ως πολιτική έκφραση της δυναμικής του κεφαλαίου. Ο Βοναπαρτισμός είναι μία κατάσταση όπου η αστική τάξη δεν είναι ικανή να ηγείται πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη ακόμα να αναλάβει αυτή τα ηνία. Το πρόβλημα τώρα δεν ήταν απλά η εκμετάλλευση μίας τάξης από μια άλλη, όπως της Τρίτης Τάξης από την αριστοκρατία και τον κλήρο, αλλά η κυριαρχία του κεφαλαίου επί σύνολης της κοινωνίας (αν δεν δούμε έτσι την πάλη, και μιλάμε απλά για εκμετάλλευση, τότε θα αναπαράγουμε στο διηνεκές την πάλη της Τρίτης Τάξης και θα ανασυγκροτούμε αυτό που θέλουμε να ξεπεράσουμε!).

Σχετικά με την κοινωνική κυριαρχία ως ίδιον γνώρισμα του καπιταλισμού: Ούτε οι καπιταλιστές δεν είναι ελεύθεροι – δεν μπορούν να αποτρέψουν οικονομικές κρίσεις, δεν μπορούν να σχεδιάσουν συνειδητά την οικονομία. Ασχέτως του ότι μοιράζονται τη λεία, τα λάφυρα, αυτής της απρόσωπης διαδικασίας κοινωνικής αποσύνθεσης υπό το κεφάλαιο, και ασχέτως του ότι αν μπορούσαν να σχεδιάσουν τον κόσμο, πιθανότατα να τον έκαναν έτσι όπως είναι. Για τον Μαρξ, μπορείς να έχεις καπιταλισμό ακόμα και χωρίς καπιταλιστές! Να πόσο διαφέρουν οι απόψεις του Μαρξ από όσα ακούγονται συνήθως γι’ αυτόν! [καπιταλιστές: ανθρώπινες μάσκες του κεφαλαίου – αντιστροφή αιτίας και αιτιατού].

Τι σημαίνει λοιπόν ότι ζούμε στον καπιταλισμό; Ότι υπάρχουν πλούσιοι; Ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση; Αυτά υπήρχαν και παλιότερα. Το βασικό ερώτημα είναι αν η κοινωνία μεσολαβείται ακόμα από την εμπορευματική μορφή της εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βασική αντίφαση είναι απλά εργάτης εναντίον καπιταλιστή, και όλα τ’ άλλα δευτερεύοντα. Όχι! Σημαίνει ότι η κοινωνία σε όλα τα επίπεδα πρέπει να αναπαράγεται γύρω από την αξία της εργασίας ως κοινωνικής σχέσης. Η εργασία ως αξία χρειάζεται εξίσου μία οικονομία, μία σεξουαλικότητα, μία οικογενειακή ζωή, μία θρησκεία, μία τέχνη που να εκφράζουν τις παθογένειες αυτής της αναπαραγωγής σε όλη την πολυπλοκότητά της. Δεν αδιαφορεί ο μαρξισμός για όλα αυτά τα πεδία! Με τη βιομηχανική επανάσταση, όλη η κοινωνία που βασίζεται στην ανταλλαγή της εργασίας μπαίνει σε κρίση!

Μαρξισμός λοιπόν είναι η κριτική συνείδηση του δυνητικά μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής μας, με όλες τις παθογένειές της, προς την κατεύθυνση μίας πρωτοφανούς ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Μετέχουμε ακόμα στον μεταβατικό αυτό χαρακτήρα της εποχής μας, αλλά η επίγνωσή της ως τέτοια φαίνεται να μας διαφεύγει. Ακόμα κι αν απέτυχε ο μαρξισμός, απέτυχε με τον πιο σημαντικό και συγκλονιστικό τρόπο (1917).  Αν τον αντιμετωπίζουμε ως καρικατούρα, τότε πιθανώς καρικατουρίστικες θα είναι και οι προσπάθειές μας ξεπεράσματός του. Αν τον ανακτήσουμε ουσιαστικά, ίσως θα τον ξεπεράσουμε και ουσιαστικά. Ο μαρξισμός δεν έχει από μόνος του σημασία. Μπορεί μόνο να γίνει σημαντικός από μας, εμείς να τον κάνουμε σημαντικό πετυχαίνοντας εκεί όπου αυτός απέτυχε.