RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Athens Media

Θοδωρής Βελισσάρης

22/8/2015

 

Ένα φάντασμα πλανάται τελευταία πάνω από την Αριστερά: το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας. Κι αν τα φαντάσματα των κυρίαρχων – όπως το «φάντασμα του κομμουνισμού» πάνω από την Ευρώπη – εξέφραζαν παλιότερα υπαρκτές κοινωνικές τάσεις, τα φαντάσματα της Αριστεράς μοιάζουν αντιθέτως να αγνοούν τις τάσεις αυτές. Το φάντασμα του κομμουνισμού αποτελούσε πραγματικό ιστορικό παράγοντα, ενώ το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας φαίνεται παρωχημένο και άνευ σημασίας.

Οι θιασώτες της εθνικής κυριαρχίας διαμαρτύρονται επειδή στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας οι λαοί παραμερίζονται και επικρατούν ως μονόδρομοι οι πολιτικές των υπερεθνικών τεχνοκρατών της εξουσίας. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε και την ελευθεριακή και αντεξουσιαστική Αριστερά μαζί με τα ιδεώδη τοπικής κυριαρχίας, αυτονομίας και αυτάρκειας που προωθεί. Από τη μία έχουμε το πρόταγμα ενός κρατισμού, από την άλλη το πρόταγμα ενός τοπικισμού. Όταν μιλάμε για εθνική αυτοκυριαρχία, η έμφαση είναι στην έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας, γι’ αυτό και μπορούμε να την αναγνωρίσου ακόμα και σε εχθρούς του έθνους-κράτους (πολλοί από τους οποίους, από την άλλη, θεωρούν ρητά την εθνική αυτοκυριαρχία ως βήμα προόδου προς την αντεθνική ή τοπική αυτοκυριαρχία που οραματίζονται). Με τον τρόπο αυτό η έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας συνενώνει κρατιστές και αντικρατιστές .

Η προοπτική της χειραφέτησης μοιάζει να προκύπτει ως όραμα μόνο εφόσον οι λαοί κατορθώσουν πρώτα να ανακτήσουν την αυτοκυριαρχία τους από τις πανίσχυρες αγορές. Και αφού ανακτήσουν την εθνική ή τοπική κυριαρχία τους, και μόνο τότε, θα επιδοθούν στο έργο του αριστερού διεθνισμού. Κάθε διεθνισμός στην αντίληψη αυτή προϋποθέτει ισχυρά έθνη-κράτη και ισχυρές λαϊκές κοινότητες, ειδάλλως είναι ψευδεπίγραφος. Ιδού οι μαντικοί χρησμοί της κυρίαρχης Αριστεράς: δεν μπορούμε να περάσουμε από τον ψευδεπίγραφο διεθνισμό του συστήματος στον πραγματικό διεθνισμό. Ο τελευταίος προϋποθέτει μία μεγάλη παράκαμψη εθνικής και τοπικής αναδίπλωσης. Κάποια βήματα πίσω, και μετά ένα μπρος.

Εδώ προκύπτουν δύο προβλήματα: πρώτον, κατά πόσο είναι εφικτή μία παρόμοια αναδίπλωση, δεύτερον, κατά πόσο είναι πολιτικά επιθυμητή. Σχετικά με το πρώτο, ίσως αρκεί σε πρώτη φάση να σημειώσουμε ότι ακόμα και η ισχυρότερη δύναμη διεθνώς, οι ΗΠΑ, είναι οικονομικά εξαρτημένες από τη διεθνή αγορά, και σε καμία περίπτωση αυτάρκεις. Παρά το σχετικά μεγαλύτερο εύρος των επιμέρους πολιτικών που μπορούν να εφαρμόζουν, οι γενικές γραμμές της πολιτικής τους περιορίζονται από το διεθνές περιβάλλον. Οι ανάγκες σήμερα (ψευτο-)καλύπτονται μέσω ενός, άνευ προηγουμένου, διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας. Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, αναρωτιέται κανείς ποιο ιδιαίτερα αριστερό στοιχείο υπάρχει στα αιτήματα αυτά, ειδικά στο μέτρο που υποστηρίζονται και από τη Δεξιά. Για παράδειγμα, ο αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ για τερματισμό της λιτότητας στην Ελλάδα εντός της ευρωζώνης, κάλλιστα ήταν υπερασπίσιμος από τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Πως μπορεί κανείς να βρει τη διαφορά όταν τόσο ο Τσίπρας όσο και, ας πούμε, ο Φάρατζ του UKIP, ζητούν δημοκρατία στην Ευρώπη εννοώντας αναβάθμιση και σεβασμό του ρόλου και της εξουσίας κάθε έθνους-κράτους (ασχέτως του γεγονότος ότι ο πρώτος θέλει αυτή την αναβάθμιση εντός της ΕΕ) ; Πόσο πιο συντηρητικά μοιάζουν τα αιτήματα αυτά συγκρινόμενα ακόμα και με τις αστικές επαναστάσεις τις οποίες η Αριστερά φαντάζεται πως έχει ξεπεράσει πολιτικά, όπως την αμερικανική ή τη γαλλική, και τη διεθνή συναδέλφωση των λαών που επιδίωκαν;

Ένα πρόβλημα της Αριστεράς εν προκειμένω έγκειται στην πεποίθηση ότι ο εικοστός αιώνας ήταν ένας αιώνας προόδου για τις επαναστατικές ιδέες (και πράξεις). Αντιμετωπίζουμε μία πλήρη φυσικοποίηση του εθνικού ως θεμελιώδους, ή και μοναδικού, πλαισίου πολιτικής, εν είδει κληρονομιάς που συνεχίζουμε ασύνειδα. Ο σταλινισμός της ιδέας περί «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» κυριαρχεί σχεδόν αδιαμφισβήτητος μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών, με τόσο τους μεν όσο και τους δε να φαίνεται να ισχυρίζονται πως ένα έθνος μπορεί να ευδοκιμεί, ή έστω να βελτιώσει ριζικά την κατάστασή του, απλά με την εφαρμογή κατάλληλων εθνικών πολιτικών. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η ανάδυση της λεγόμενης «νέας Αριστεράς», η σημασία της οποίας υπερεκτιμάται παρά το στενά εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε, αποκομμένη από την ιδέα της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβαρής, στην πράξη, οργάνωσης προς την ιδέα αυτή.

Συγχρόνως, το αφήγημα περί τεχνοκρατών εναντίον δημοκρατίας, συσκοτίζει τη δυνατότητα να πολιτικοποιηθεί επαναστατικά αυτό που φαίνεται τεχνοκρατικό: το ξεμπέρδεμα με την αποστροφή «τεχνοκράτες!» υποκρύπτει το γεγονός ότι αυτοί εκφράζουν και χρησιμοποιούνται από κατεστημένες μορφές πολιτικής. Στην πραγματικότητα έχουμε τη σύγκρουση διαφορετικών πεδίων και μορφών πολιτικής, όχι τη σύγκρουση τεχνοκρατών και πολιτικής. Η εναντίωση στους τεχνοκράτες μπορεί να εκφράζει έναν φόβο απέναντι στις τρέχουσες μαζικές μορφές πολιτικής, και μάλιστα σε όσες είναι διεθνείς, άρα πιο ουσιαστικές. Ποιες συνθήκες όμως καθιστούν τους τεχνοκράτες σήμερα αναγκαίους, γιατί η μαζική πολιτική λαμβάνει σαν από αναγκαιότητα παρόμοια χαρακτηριστικά; Μια επαναστατική πολιτική δεν θα εργαλειοποιούσε τεχνοκράτες υπέρ της;

Μπορεί, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή να γίνει πεδίο επαναστατικής πολιτικής; Μπορεί μάλιστα η Αριστερά να ζητά τη διεύρυνση του πεδίου αυτού, πέρα από τον επαρχιώτικο αντιαμερικανισμό του ευρωπαϊκού κατεστημένου και τον ρατσισμό και τη φοβικότητά του απέναντι στις μεταναστευτικές ροές; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να είναι αυτομάτως αρνητική, χωρίς σοβαρή εξέτασή τους.

Δεν μπορούμε εδώ παρά να υπενθυμίσουμε, σε όσους στην Αριστερά υιοθετούν αβασάνιστα τα παραπάνω προτάγματα περί εθνικής και τοπικής κυριαρχίας, την πικρόχολη κριτική του Μαρξ απέναντι στο πρόγραμμα της Γκότα που υιοθέτησαν οι σύντροφοί του το 1875.

«Στην πραγματικότητα, ο διεθνισμός του προγράμματος στέκεται ακόμα απείρως χαμηλότερα από τον διεθνισμό του κόμματος του Ελεύθερου Εμπορίου. Το τελευταίο επίσης επιβεβαιώνει ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του θα είναι ‘η διεθνής συναδέλφωση των λαών’. Αλλά επίσης κάνει και κάτι ώστε να καταστήσει το εμπόριο διεθνές, και σε καμία περίπτωση δεν μένει ικανοποιημένο με τη συνείδηση ότι όλοι οι λαοί ασχολούνται με το εμπόριο στον τόπο τους».

Αναρωτήθηκε άραγε η Αριστερά εάν ο διεθνισμός της στέκεται απείρως χαμηλότερα από αυτόν της Δεξιάς όσο εκτυλίσσονταν τα πρόσφατα γεγονότα; Πόσο φτωχές σε σχέση με την αποτίμηση αυτή του Μαρξ ακούγονται διατυπώσεις όπως αυτές του νομπελίστα Στίγκλιτς ο οποίος, μέσω της προτίμησης του για το «όχι» κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα, ήλπιζε να μπορέσει ίσως η Ελλάδα «να πάρει το πεπρωμένο της στα χέρια της…», φράση σε διάφορες παραλλαγές της οποίας επιδίδεται συχνά η Αριστερά.

Όχι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διεθνιστική. Παραμένει μία τυπική συνένωση εθνών-κρατών, χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική δημοσιονομικής ενοποίησης, πόσο μάλλον πολιτικής (τουλάχιστον βραχυ- ή μεσο-πρόθεσμα). Και ακόμα κι αν η προοπτική αυτή μπει κάποια στιγμή στην ημερήσια διάταξη εντός του κατεστημένου πλαισίου, φαίνεται ότι θα έμπαινε και πάλι υπό την κρατικιστική οπτική μία κυρίαρχης Ευρώπης σε σχέση με τους μονίμως υφέρποντες «διεθνείς κινδύνους» (ΗΠΑ, Κίνα, και, το χειρότερο, μετανάστες).

Απέναντι στις, ψευδεπίγραφα διεθνιστικές, κατεστημένες δυνάμεις, η Αριστερά πρέπει να είναι πραγματικά διεθνιστική και όχι, λόγω αντανακλαστικών αντιδράσεων, εθνική ή τοπική στον προσανατολισμό. Και μάλιστα κατά φαντασία τοπική ή εθνική, στο μέτρο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί στην πράξη η τρέχουσα αλληλεξάρτηση που έχει επιτευχθεί διεθνώς (με όλες τις φρικτές ανισομέρειές της). Χωρίς την προοπτική επέκτασης μίας επανάστασης στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, καμία «οικονομική συμφωνία» δεν θα είναι αυτονόητα ουδέτερη, αθώα, ή προς το συμφέρον των καταπιεσμένων.

Ένα από τα πολλά ανεξέταστα «συμφωνημένα υπονοούμενα» της Αριστεράς είναι η αντίδραση, ως αυτοσκοπός, σε ό,τι θεωρείται κυρίαρχη καπιταλιστική πολιτική (με την παραγκωνισμένη ή πιο περιθωριακή καπιταλιστική πολιτική, ας πούμε του έθνους-κράτους, να θεωρείται αυτόματα προτιμότερη). Εντούτοις, η αφηρημένη απόλυτη αντίδραση στον καπιταλισμό δεν είναι αυτομάτως προοδευτική, μπορεί μάλιστα πολλές φορές να πολλαπλασιάζει τα δεινά που θέλει να ξεπεράσει. Για παράδειγμα, το κίνημα που καθαίρεσε τον εκπρόσωπο των κυρίαρχων καπιταλιστών, Σάχη, το 1979 στο Ιράν, δεν συνοδεύτηκε από την εδραίωση μίας αριστερής θεωρίας και πράξης, αλλά από τους αγιατολάδες και τη φυσική και ιδεολογική εξόντωση της Αριστεράς. Το παράδειγμα δεν αναφέρεται εδώ επειδή η Αριστερά έπρεπε να είναι υπέρ του Σάχη, αλλά ως κατάδειξη του γεγονότος ότι ο αντικαπιταλισμός από μόνος του δεν είναι αναγκαστικά προοδευτικός καθαυτός. Γι’ αυτό ο Λένιν στην κλασική πολεμική του εναντίον του «αριστερισμού» τόνιζε ότι οι μαρξιστές στοχεύουν στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού «επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού».

Οι Μαρξ και Λένιν δεν αναφέρονται εδώ φυσικά ως πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι επαναστάτες στο παρελθόν προσπαθούσαν, όχι απλά να αντισταθούν στον καπιταλισμό, αλλά να τον ξεπεράσουν, με τρόπο που μοιάζει να μας ξενίζει σήμερα. Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα από τη σκέψη του Λένιν:

«Η αστική τάξη κάνει τη δουλειά της προωθώντας τα τραστ, και οδηγώντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα εργοστάσια, μέσω φθοράς και βασάνων, καταδικάζοντας τες στην απόλυτη φτώχια. Δεν ‘απαιτούμε’ αυτή την εξέλιξη, δεν την ‘υποστηρίζουμε’. Την πολεμάμε. Αλλά πώς την πολεμάμε; Εξηγούμε ότι τα τραστ και η εργασία των γυναικών είναι προοδευτικά. Δεν θέλουμε την επιστροφή στο χειροτεχνικό σύστημα, στον καπιταλισμό όπως ήταν πριν από τα μονοπώλια, στην οικιακή αγγαρεία των γυναικών. Μπροστά μέσω των τραστ κλπ, και πέρα από αυτά στον σοσιαλισμό!» (Λένιν, The Military Programme of the Proletarian Revolution: II, δική μας μετάφραση).

Σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα συνδέονται με την ιδέα της Αριστεράς ως εργαλείου των καταπιεσμένων κατά την αντίδρασή τους απέναντι στους καταπιεστές τους. Η Αριστερά βλέπει τον εαυτό της υπό ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, θεωρώντας πως πρέπει να προωθεί τα αιτήματα των αδύναμων και εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είναι προβληματική αυτή η στάση ως τέτοια αλλά μονάχα στη μονομέρειά της, η οποία δεν αναγνωρίζει την Αριστερά ως δυνάμει επαναστατική πολιτική έκφραση των δυσχερειών των εκμεταλλευόμενων, χωρίς την οποία οι καταπιεσμένοι θα εκφραστούν μέσω αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων. Γίνεται αντιθέτως η υπόθεση περί μιας ήδη υπάρχουσας χειραφετητικής πολιτικής των καταπιεσμένων, στην ουρά της οποίας πρέπει να σταθεί και να «σπρώξει» η Αριστερά. Ο Μαρξ όμως προειδοποιούσε, όχι μόνο πως τα καταπιεσμένα πολιτικά στρώματα μπορεί να υποστηρίξουν αυθόρμητα αντιδραστικές πολιτικές (στην ανάλυσή του για το φαινόμενο του βοναπαρτισμού), αλλά ακόμα και πως θα μπορούσε να υπάρχει μία καπιταλιστική κοινωνία χωρίς καπιταλιστές η οποία θα καταπίεζε τον εαυτό της! Η ανάγκη μίας σοβαρής διεθνούς σοσιαλιστικής πολιτικής έχει παραμεριστεί για χάρη της ανάγκης κοινωνικής άμυνας απέναντι στην καπιταλιστική προέλαση, ενώ θα έπρεπε να τη συμπληρώνει και να την καθοδηγεί.

Στη δική μας περίπτωση, κατά την κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα, δεν φαινόταν η Αριστερά να εκφράζει ιδεολογικά την κινητοποίηση των καταπιεσμένων, αλλά περισσότερο ο αυτοματισμός της κινητοποίησης να καθοδηγεί την Αριστερά, καθώς το βασικό ιδεολογικό στίγμα της κινητοποίησης αυτής παρέμεινε το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» και «αξιοπρέπειας», το κύμα της οποίας παρέσυρε σε μεγάλο βαθμό κάποιους από τους βασικούς εκπροσώπους της Αριστεράς. Χονδρικά, το «όχι» υπερασπίστηκαν κυρίως, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντεξουσιαστικό χώρο (βασικά όσοι στον τελευταίο κινούνται γύρω από τα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας ή είναι περισσότερο «εργατιστές»). Την αποχή από το δημοψήφισμα στήριξε κατά βάση το ΚΚΕ, αλλά και άλλες μικρότερες σταλινικές ή μαοϊκές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, όπως και κάποιοι αναρχικοί (που ρέπουν προς τον κομμουνισμό ή την «κομμουνιστικοποίηση). Είναι συμπτωματικό της κατάστασης ότι ακόμα και η πιθανότητα ενός αριστερού «ναι» (το οποίοι προέταξε μία ελάχιστη μειοψηφία όσων θα αποκαλούσαμε μάλλον «φιλελεύθερους» αριστερούς) αποκλειόταν εκ των προτέρων ως προδοσία χωρίς την παραμικρή διάθεση διερεύνησης ή συζήτησης. Δεν υποστηρίζουμε εδώ βεβαίως, μέσω του κειμένου αυτού, την επιλογή ενός αριστερού «ναι», αλλά ακριβώς τη δυσκολία, ή ακόμα και αδυνατότητα, οποιασδήποτε σοβαρής αριστερής απάντησης στο πρόβλημα που έθεσε το δημοψήφισμα.

Για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, αυτή η κοινωνιολογική ημιτελής αυτοσυνείδηση της Αριστεράς είναι που έχει οδηγήσει και σε μία σειρά παρεξηγήσεων ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προωθούσε (κατά τις διακηρύξεις του) ένα πρόγραμμα λιγότερο επώδυνο για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αυτό τον κατέτασσε αυτόματα στην Αριστερά σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική (δεν θα αναλύσουμε εδώ τις εξόφθαλμες ανεπάρκειες μίας παρόμοιας κυβέρνησης σε σχέση με θέματα που αφορούν την εκκλησία, τον στρατό, τους εφοπλιστές κ.α.). Ένα παρόμοιο πρόγραμμα όμως, σε αντίθεση με αυτό της περισσότερο αυστηρής λιτότητας, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι επιδιώκει για παράδειγμα και ο Ομπάμα: αυτό τον καθιστά περισσότερο αριστερό από τη Μέρκελ; Η Αριστερά ως ιδέα έχει να κάνει με το αίτημα ριζικού μετασχηματισμού του κυρίαρχου πλαισίου προς την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, όχι στην πλήρη αποδοχή του πλαισίου αυτού και στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών εντός του. Όχι ότι δεν πρέπει να συνοδεύεται μία αριστερή πολιτική από μεταρρυθμίσεις και αιτήματα άμεσης ανακούφισης: το θέμα είναι η σύνδεσή τους με τον προαναφερθέντα μετασχηματισμό.

Περαιτέρω, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως εκπρόσωπο της Αριστεράς, που έχει να κάνει με τον κρατισμό που επισημάναμε πρωτύτερα. Μία αριστερή δύναμη που έχει επίγνωση των καθηκόντων που πρέπει να διεκπεραιώσει, δεν μπορεί να εξαντλείται σε διαπραγματευτικά παιχνίδια πέντε ανθρώπων πίσω από κλειστές θύρες, ούτε σε διατάγματα υπουργικών γραφείων. Η Αριστερά ως μετασχηματιστική δύναμη δεν μπορεί να βασίζεται απλά στις ψήφους του λαού, αλλά στην οργανωμένη πλειοψηφία του, κάτι το οποίο στερείται σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο ο Σύριζα, αλλά ολόκληρη η Αριστερά, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η εφαρμογή ενός αριστερού προγράμματος δεν αρκεί να διακηρυχθεί αλλά πρέπει να εφαρμοστεί, κάτι που απαιτεί συγκρούσεις που διατρέχουν ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Αριστερά μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των επιδιώξεών της και των αποτελεσμάτων των κινήσεών της, άρα να διασαλεύσει ουσιαστικά της καθεστηκυία τάξη, και να μην εμφανίζεται ως ο καιροσκόπος ή τζογαδόρος της εκάστοτε συγκυρίας.

Η αδυναμία υπεύθυνης επαναστατικής πολιτικής από την πλευρά της Αριστεράς, γίνεται εξόφθαλμη από τα «παντός καιρού» καλέσματά της να μετατρέψει οποιαδήποτε κρίση σε ρήξη, εξέγερση, ή ακόμα και επανάσταση. Δεν είναι όμως «κάθε μέρα πασχαλιά» για την κοινωνική επανάσταση. Κάθε επαναστατική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της ξέρει πότε πρέπει να προχωρήσει σε καλέσματα επαναστατικής ρήξης, και πότε να επιδιώξει άσκηση επαναστατικής υπομονής. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να καταλήξουμε είτε υπερεπεναστάτες (χωρίς επανάσταση) των λόγων και των πληκτρολογίων, είτε αντεπαναστάτες της αιώνιας αναβλητικότητας.

Όλων αυτών δεδομένων, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβήθηκε, τουλάχιστον, να εμπλακεί σε μαζικές μορφές πολιτικής, σε αντίθεση με τους υπερεπαναστάτες κριτικούς του. Παρά τη στενότητα αυτής της εμπλοκής και τον μετριοπαθή αστικό χαρακτήρα της, και παρά την τελική αποτυχία της, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ διάνοιξε ελαφρώς τον πολιτικό ορίζοντα και την πολιτική συζήτηση γύρω από το κρίσιμο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας (ή έδειξε ότι ο ορίζονται αυτός δεν έχει ίσως ολοκληρωτικά συντριβεί).

Tην ευθύνη για την αποτυχία αυτή έχει βεβαίως περισσότερο η κυρίαρχη δύναμη εντός ευρωζώνης, δηλαδή η Γερμανία, ασχέτως αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σαν ερασιτέχνης στην παγίδα που του στήθηκε, χειροτερεύοντας δραματικά την κατάσταση. Η Γερμανία και οι υπόλοιπες δυνάμεις των «θεσμών», μπορούσαν να τελειώσουν το πρόγραμμα με την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση. Φοβόντουσαν όμως ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μία Ελλάδα εκτός προγράμματος θα αναιρούσε πολλές από τις βασικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί τα χρόνια των μνημονίων. Προτίμησαν λοιπόν να ρισκάρουν μία καταστροφή για να εξημερώσουν μία παρόμοια κυβέρνηση όταν θα ήταν ευκολότερο, προτού κλείσει το πρόγραμμα, όσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ευάλωτη και εξαρτημένη από τους «θεσμούς». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγόταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι «θεσμοί» θα είχαν πολύ πιο περιορισμένα μέσα για τον έλεγχο και τη χειραγώγησή του. Προτεραιότητα λοιπόν δόθηκε στην προσπάθεια απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων πιθανών κυβερνήσεων που θα αμφισβητούσαν τη λιτότητα. Οι θεσμοί λειτούργησαν άλλη μια φορά σαν τραπεζίτες και δανειστές ή, για να το θέσουμε χωρίς περιστροφές, σαν γκάνγκστερ, όχι ως υποτιθέμενοι «υπεύθυνοι» ηγέτες (με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησαν όταν, κατά το πρώτο μνημόνιο, επέβαλαν λιτότητα χωρίς ελάφρυνση χρέους, για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους). Η «σοδειά» αυτής της άθλιας πολιτικής των ισχυρών της Ευρώπης είναι μία περισσότερο ασταθής ευρωζώνη, βυθισμένη ακόμα στην κρίση, με τη Γερμανία πλέον να εξετάζει στα σοβαρά σενάρια που ήθελε να αποφύγει, όπως αυτό ενός «Grexit». Ένας αιώνας και βάλε, και η κατάσταση παραμένει ίδια όπως την περιέγραφε η μαρξιστική σύλληψη: η αστική τάξη δεν είναι ικανή πλέον να ηγείται, και η εργατική τάξη δεν είναι ικανή, προς το παρόν, να ηγηθεί.

Το μεγαλύτερο λάθος της νέας κυβέρνησης συνίσταται ίσως στο γεγονός ότι η ευρωζώνη ήδη άλλαζε σταδιακά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ: όχι προς ένα κράτος-πρόνοιας αλλά, ας πούμε, προς το «μοντέλο Ομπάμα», λιγότερο αυστηρής λιτότητας με έμφαση στη θεσμική συνεισφορά προς τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (δεν υπονοείται εδώ ότι το μοντέλο αυτό είναι όντως καλύτερο για την εργατική τάξη και τους λαούς γενικότερα). Ο Ντράγκι ήδη δικαιωνόταν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον των γερμανών, κερδίζοντας το δικαίωμα εφαρμογής του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», και το αδιέξοδο του «γερμανικού μοντέλου» γινόταν εμφανές με την καθυστέρηση ανάκαμψης της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ευθυγραμμιστεί και να ενισχύσει μια πολιτική που ήδη λάμβανε χώρα, θέλησε να «μηδενίσει το κοντέρ» και να επιχειρήσει να αναδομήσει ολόκληρη την ευρωζώνη, ωσάν κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό απλώς με θεωρίες παιγνίων και διαπραγματευτικές τακτικές. Αντί να εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες αυτές τάσεις καθώς και τις αντιθέσεις εντός των «θεσμών», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συνενώσει τις δυνάμεις αυτές εναντίον του! Κι όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής με το «αντιμνημονιακό» προφίλ που είχε ήδη οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη συμμαχία με τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Μία καλύτερη εκτίμηση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης θα οδηγούσε πιθανώς τον ΣΥΡΙΖΑ να κλείσει το προηγούμενο πρόγραμμα όταν αυτό ήταν εφικτό και η οικονομία σε φάση ελαφριάς ανάκαμψης, και μόνο στη συνέχεια, σταδιακά, να ενισχύσει τις τάσεις αλλαγής προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Φοβόταν ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν ως προδοσία, οπότε επιδόθηκε σ’ αυτό το απείκασμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» μέχρι, υποτιθέμενα, να καταλάβει εντελώς ότι δεν μπορεί παρά να συνθηκολογήσει. Συνθηκολόγηση τέτοιας καθυστέρησης που οδήγησε στην οπισθοδρόμηση της χώρας, ωσάν με χρονομηχανή, πίσω στο 2012 (όσον αφορά την ύφεση, τα ελλείμματα, το επισφαλές τραπεζικό περιβάλλον κ.α.). Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε σε τακτικές μάρκετινγκ και πειθούς ώστε να φανεί ότι «παλεύει τουλάχιστον για το καλύτερο», τακτικές κακού λαϊκισμού που έθρεψαν τον εθνικισμό και αδυνάτισαν δραματικά την οικονομία.

Αλλά υπάρχουν όρια στην ανάλυση των θεμάτων αυτών. Μία ανασυγκροτημένη διεθνής Αριστερά ως σοβαρή και οργανωμένη πολιτική δύναμη είναι προϋπόθεση τόσο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μας σήμερα όσο και για να τον αλλάξουμε. Στο μέτρο που λείπει η προϋπόθεση αυτή, η υφιστάμενη Αριστερά θα εμπλέκεται σε μία σειρά από ατυχή γεγονότα, στον άχαρο ρόλο του κομφορμιστή που μονίμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία.

 

Chris Cutrone

(μετάφραση: Θοδωρής Βελισσάρης)

Εισαγωγή

Η μαρξιστική πολιτική του Λένιν έχει παρερμηνευτεί και διαστρεβλωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, τόσο θετικά όσο και αρνητικά: υποτίθεται ότι επιδίωξή της ήταν η απογύμνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας από το απατηλό της πέπλο και η κατάφαση του απλού προλεταριάτου ως αρχής και τέλους της “σοσιαλιστικής” κοινωνίας. Σίγουρα, όχι μόνο η σταλινική ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης αργότερα, αλλά επίσης και οι πρακτικές του σοβιετικού κράτους υπό την ηγεσία του Λένιν κατά τον εμφύλιο πόλεμο και τον λεγόμενο “πολεμικό κομμουνισμό”, καθώς και η “κόκκινη τρομοκρατία”, τροφοδοτούν την εικόνα του Λένιν ως αμείλικτου καταστροφέα των “αστικών” συνθηκών ζωής. Αν είναι όμως έτσι, πως εξηγούνται μπροσούρες του Λένιν όπως για παράδειγμα το “Κράτος και επανάσταση” και ο “Αριστερισμός: παιδική ασθένεια του κομμουνισμού”; Γιατί και οι δύο τονίζουν τόσο την αναγκαία επιβίωση του “αστικού δικαίου” μεταξύ των εργατών κατά τη μακρά μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, η οποία απαιτεί την κρατική μεσολάβηση, όσο και το γεγονός ότι οι μαρξιστές αντιλαμβάνονταν την προσπάθειά τους ως υπέρβαση του κεφαλαίου “επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού”. Πρωταρχικής σημασίας παράδειγμα για την επιμονή του Λένιν σχετικά με τη μεσολάβηση της πολιτικής στην κοινωνία, ήταν η αντίθεσή του στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών σωματείων και την υπαγωγή τους στο κράτος. Ο Λένιν ήθελα αντίθετα να διατηρήσει τη σημαντική μη-ταυτότητα μεταξύ τάξης, κόμματος και κράτους στο σοβιετικό “εργατικό κράτος”, το οποίο αναγνώριζε ότι θα συνέχιζε αναγκαστικά, για το κοντινό μέλλον, τον “κρατικό καπιταλισμό” (ο οποίος χαρακτηριζόταν από “γραφειοκρατικές στρεβλώσεις” λόγω των ρωσικών συνθηκών). Ο Λένιν μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα πολιτικής εντός της εργατικής τάξης, θέμα που είχε πραγματευτεί ήδη στην πρώτη σημαντική μπροσούρα του με τίτλο “Τι να κάνουμε;”. Η “τελευταία μάχη του Λένιν” [1] ήταν αφιερωμένη στην αποφυγή του στραγγαλισμού της πολιτικής στο σοβιετικό κράτος, κίνδυνο που διέβλεπε όχι μόνο σε σχέση με τη σταλινική ηγεσία αλλά γενικότερα με τις συνθήκες εντός των μπολσεβίκων. Για παράδειγμα ο Λένιν παρατηρούσε επικριτικά την προτίμηση του Τρότσκυ για “διοικητικές” λύσεις των προβλημάτων.

Οι Γκέοργκ Λούκατς, Καρλ Κορς και Τέοντορ Αντόρνο, αναδεικνύοντας μία “εγελιανή” διάσταση στον μαρξισμό του Λένιν, άντλησαν από τα θεωρητικά γραπτά και την πολιτική πρακτική του μία εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνικής μεσολάβησης στο κεφάλαιο, μέσω της πολιτικής του προλεταριακού σοσιαλισμού, η οποία επιδίωκε να ανακτήσει τον Λένιν από μία ουτοπική, με την αρνητική έννοια, προοπτική ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της πολιτικής. Αντιθέτως, αυτή η μαρξιστική κριτική θεωρία, ακολουθώντας τον Λένιν, κατανόησε την υπέρβαση της “αλλοτρίωσης” και “πραγμοποίησης” του κεφαλαίου ως έμφορτη δυνατοτήτων για την αληθινή άσκηση πολιτικής, θεωρώντας της ως τη λησμονημένη αλλά ζωτικής σημασίας συνεισφορά του Λένιν στην ανάπτυξη του μαρξισμού. Ο Λένιν δεν επιχείρησε να καταστρέψει τις νεώτερες μορφές πολιτικής μεσολάβησης αλλά μάλλον να πετύχει την αληθινή μεσολάβηση μεταξύ θεωρίας και πράξης σε μία πολιτική χειραφετημένη από μία κοινωνία κυριαρχούμενη από το κεφάλαιο. Αυτό ήταν το περιεχόμενο του φιλελευθερισμού του Λένιν, η “διαλεκτική” μαρξιστική του απόπειρα: όχι να αρνηθεί, αλλά μάλλον να εκπληρώσει τα desiderata της αστικής κοινωνίας, η εκπλήρωση των οποίων παρεμποδιζόταν μεν από το κεφάλαιο αλλά η πραγμάτωσή τους μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα “ενδογενώς”.

Η διαμάχη γύρω από τον Λένιν

Ο Λένιν αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού, και ίσως μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές σε όλη την ιστορία. Ως τέτοια είναι αδύνατη η ψύχραιμη αποτίμησή της, χωρίς την εμπλοκή πολεμικής. Ωστόσο έχει επίσης γίνει αδύνατη, μετά τον Λένιν, η αποτίμηση του μαρξισμού χωρίς αναφορά σ’ αυτόν. Σε γενικές γραμμές ο μαρξισμός διχάζεται σε δεδηλωμένες “λενινιστικές” και αντιλενινιστικές” τάσεις: με ποια έννοια ο Λένιν αποτελούσε προχώρημα ή καταστροφή για τον μαρξισμό; Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του Λένιν: ως έκφρασης της ιστορικής κρίσης του μαρξισμού. Με άλλα λόγια, ο Λένιν ως ιστορική μορφή είναι αναπόφευκτα σημαντικός ως εκδήλωση της κρίσης του μαρξισμού. Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Λένιν παρείχε μία βάση για την προαγωγή αυτής της κρίσης, ο τρόπος με τον οποίο η πόλωση γύρω από τον Λένιν θα μπορούσε να παρέχει τη βάση για την προαγωγή του δυνητικού μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού, σε σχέση με την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Αυτό που προκύπτει σαφώς από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους συνήθως προσεγγίζεται ο Λένιν, είναι πως η αναγκαιόρητα αυτού του μετασχηματισμού και προαγωγής του μαρξισμού έχει εκφραστεί μονάχα με στρεβλό τρόπο. Για παράδειγμα, το ζήτημα της μαρξιστικής “ορθοδοξίας” παρεμποδίζει την ορθή αποτίμηση του Λένιν. Υπήρχε μια θεμελιώδης αμφισημία στον τρόπο με τον οποίο ο μαρξισμός αντιμετώπισε τη δικιά του ιστορική κρίση, ως προς την πιστότητα ή αναθεώρηση του Μαρξ, π.χ. στην αποκαλούμενη “ρεβιζιονιστική διαμάχη” κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Λένιν ήταν ένας από τους ηγετικούς αντιρεβιζιονιστές ή “ορθόδοξους¨μαρξιστές. Κάτι που ισχύει και για άλλους ριζοσπάστες στοχαστές της Δεύτερης Διεθνούς, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Λέον Τρότσκυ. Το ερώτημα είναι: με ποιο τρόπο αυτοί οι ριζοσπάστες, και κυρίως ο Λένιν, νόμιζαν πως η αφοσίωση στον Μαρξ ήταν απαραίτητη για την προαγωγή και τον μετασχηματισμό του μαρξισμού;

Ο θεωρητικός της σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Αντόρνο, στο βιβλίο του Αρνητική Διαλεκτική (1966), έγραφε για την παρακμή του μαρξισμού λόγω “ταμπού στο τρόπο σκέψης και δογματισμού”. Καμία άλλη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού δεν ταλαιπωρήθηκε από τέτοιο δογματισμό και ταμπού όσο ο Λένιν. Για τον Αντόρνο, μορφές όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Κάουτσκυ δεν θα ‘πρεπε να προσεγγίζονται μονάχα σε σχέση με τη θεωρητική σκοπιά που πρότειναν ή τις έμπρακτες δράσεις που αναλάμβαναν, αλλά μάλλον κατά τον τρόπο που συσχέτιζαν θεωρία και πράξη, δηλαδή γιατί σκεπτόντουσαν πως έκαναν ό,τι έκαναν, όταν το έκαναν. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Αντόρνο, η θεωρία και πράξη έχουν μία μεταβαλλόμενη σχέση η οποία “κυμαίνεται” ιστορικά. [2]

Λένιν: ιστορία όχι γραμμική αλλά σπειροειδής

Ο Λένιν, και άλλοι μαρξιστές, θεωρούσαν πως το πολιτικό κόμμα εκτελούσε σημαντική λειτουργία σε σχέση με τη συνείδηση, και έγραψε στο “Τι να κάνουμε;” για την κεντρική “σημασία της θεωρητικής πάλης” για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου κόμματος. Η θεωρία για τον Λένιν δεν αποτελούσε απλώς ζήτημα γενίκευσης από την εμπειρία με όρους δοκιμής και λάθους, όπως στην παραδοσιακή (προκαντιανή) επιστημολογία, αλλά ζήτημα εγελιανής, “διαλεκτικής” έννοιας της ιστορίας: μ’ αυτόν τον τρόπο ο Λένιν κατανοούσε τη “θεωρία”. Γι’ αυτόν η ιστορία δεν προχωρούσε γραμμικά αλλά “σπειροειδώς”, μέσω επαναλήψεων και οπισθοδρομήσεων, όχι μέσω απλής γραμμικής “προόδου”. Μ’ αυτή την έννοια, το παρελθόν θα μπορούσε να αποτελεί προαγωγή του παρόντος ή το παρόν θα μπορούσα να εκπληρώσει στιγμές του παρελθόντος, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Και παρόμοιες διαφορετικές συνθήκες δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν απλώς ως “προοδευτικές”. Υπήρχε μάλλον για τον Λένιν μία σημαντική αμφισημία στην ιστορία, καθώς αυτή επιδεικνύει τόσο πρόοδο όσο και οπισθοδρόμηση. Στο λήμμα για τον Καρλ Μαρξ της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας (Γκρανάτ), περιγράφοντας τη διαλεκτική από μία μαρξική σκοπιά, ο Λένιν έγραφε:

“Στην εποχή μας η ιδέα της ανάπτυξης, της εξέλιξης, διαπέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά την κοινωνική συνείδηση, όμως από άλλους δρόμους, όχι μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδέα αυτή, όπως τη διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στηριγμένοι στον Χέγκελ, είναι πολύ πιο ολόπλευρη, πολύ πιο πλούσια σε περιεχόμενο, απ’ ό,τι η συνηθισμένη ιδέα της εξέλιξης. Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαμβάνει τις βαθμίδες που ήδη διέτρεξε, μα τις επαναλαμβάνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση («άρνηση της άρνησης»), μια ανάπτυξη, μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και όχι σε ευθεία γραμμή· –μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική· –«τομές εντός του συνεχούς»· μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα· –εσωτερικές ωθήσεις προς ανάπτυξη, που προέρχονται από την αντίφαση, από τη σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία· –αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία αποκαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει την ενιαία, την καθολική διαδικασία της κίνησης, η οποία ακολουθεί ορισμένους νόμους –αυτά είναι μερικά γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας (από τη συνηθισμένη) σε περιεχόμενο θεωρίας της ανάπτυξης.” [3]

Με τον μαρξισμό αναγνωρίστηκε η “κρίση” της αστικής κοινωνίας. Η κρίση της αστικής κοινωνίας περί το 1848 χαρακτηρίστηκε από τον Μαρξ, προκλητικά, “κεφάλαιο”. Ο Λένιν (μεταξύ άλλων ριζοσπαστών της Δεύτερης Διεθνούς όπως η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκυ) θεωρούσε πως η ιστορία της νεώτερης εποχής είχε οπισθοδρομήσει μέσω της “προόδου” από το 1848, τον καιρό των Μαρξ και Ένγκελς, από τη στιγμή του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”, ακριβώς μέσω της σπειροειδούς ανάπτυξης που καταδείκνυε πως και γιατί η επακόλουθη ανάπτυξη του μαρξισμού επιζητούσε την επανάκτηση του 1848. Αποτελούσε η ιστορία μετά το 1848 πρόοδο ή οπισθοδρόμηση; Με μία έννοια, και τα δύο. Σ’ αυτή την ιστορία, η αστική κοινωνία εμφανιζόταν συγχρόνως να ολοκληρώνει και να αρνείται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η αστική κοινωνία είχε γίνει ο εαυτός της περισσότερο από ποτέ. Από μια άλλη σκοπιά, ωστόσο, είχε απομακρυνθεί από τα προηγούμενα επιτεύγματά της, και μάλιστα τα υπονόμευε (για παράδειγμα με την επανεμφάνιση της δουλείας κατά τις δεκαετίες που οδήγησαν στον αμερικανικό εμφύλιο). Συνεπώς, οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς επιδίωξαν την επιστροφή στις πρωταρχικές δυνατότητες της αστικής κοινωνίας κατά την πρώτη στιγμή της κρίσης της, περί το 1848. Όπως το έθεσε ο Καρλ Κράους, με τρόπο που επηρέασε βαθιά τους Μπένγιαμιν και Αντόρνο, “η καταγωγή είναι ο στόχος”.[4] Παρότι η κρίση του κεφαλαίου ή της αστικής κοινωνίας μεγάλωνε, το ζήτημα ήταν εάν η κρίση προαγόταν, αναπτυσσόταν. Οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς αναγνώριζαν πως ενώ η κρίση του κεφαλαίου, με την έννοια του Μαρξ, μεγάλωνε, η κρίση έπρεπε να οδηγηθεί σε ανάπτυξη/προαγωγή, καθώς η ιστορία δεν προοδεύει αυτόματα. Μ’ αυτήν την έννοια υπήρχε δυνητικά μία επιστροφή της στιγμής του 1848 κατά την ανάπτυξη του ίδιου του μαρξισμού, η οποία δεν ήταν παρά η δυνατότητα να γίνει η αυξανόμενη κρίση – ό,τι η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν αποκαλούσαν “ιμπεριαλισμό” και ό,τι ο Λένιν όριζε ως “ανώτερο στάδιο” του καπιταλισμού – ιστορική ανάπτυξη.

Το παράδοξο αυτής της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού μέσω της επιστροφής σε μία παρελθούσα στιγμή δυνατότητας και συνακόλουθης “κρίσης”, εκφράστηκε οξυδερκώς από τον Καρλ Κορς, ο οποίος έγραψε το 1923 στο δοκίμιό του “Μαρξισμός και φιλοσοφία” τα εξής:

“Η μεταμόρφωση και ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας έγινε υπό το ιδεολογικό κάλυμμα της επιστροφής στην αποκαθαρμένη διδασκαλία ενός αυθεντικού ή αληθινού μαρξισμού. Εύκολα καταλαβαίνουμε όμως τόσο τις αιτίες γι’ αυτήν την κάλυψη, όσο και τον πραγματικό χαρακτήρα που αποκρύβεται εξαιτίας της. Αυτό που έκαναν και κάνουν στο πεδίο της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρητικοί όπως η Λούξεμπυοργκ στη Γερμανία και ο Λένιν στη Ρωσία, είναι η απελευθέρωσή της από τις παραλυτικές παραδόσεις [της σοσιαλδημοκρατίας]. Ανταποκρίνονταν συνεπώς στις πρακτικές ανάγκες ενός νέου επαναστατικού σταδίου προλεταριακής ταξικής πάλης, εφόσον αυτές οι παραδόσεις βάραιναν “σαν εφιάλτης” στον νου των εργαζόμενων μαζών, των οποίων η αντικειμενικά επαναστατική κοινωνικο-οικονομική θέση δεν συμβάδιζε πλέον μ’ αυτές τις πρώιμες εξελικτικές θεωρίες. Η εμφανής αναβίωση της αυθεντικής μαρξιστικής θεωρίας στην Τρίτη Διεθνή είναι απλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σε μία νέα επαναστατική περίοδο πρέπει να λάβουν σαφή επαναστατική μορφή, όχι μόνο το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και οι θεωρητικές έννοιες των κομμουνιστών που το εκφράζουν. Γι’ αυτόν τον λόγο αναβιώνεται τώρα μεγάλο μέρος του μαρξιστικού συστήματος το οποίο φαινόταν να έχει ουσιαστικά ξεχαστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.” [5]

Ποιες ήταν συνεπώς αυτές οι “επαναστατικές” πτυχές του μαρξισμού που ανακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της “κρίσης του μαρξισμού” (όπως το έθεσε ο Κορς), και με ποιον τρόπο συνέβαλε ο Λένιν στην ανάτκησή τους;

Ο Λένιν και το πολιτικό κόμμα

Σε μία σκοτεινή αλλά ενδεικτική παρατήρηση στην πρώτη υποσημείωση του βιβλίου “Τι να κάνουμε;”, ο Λένιν τόνιζε:

“Με την ευκαιρία, σημειώνουμε ότι στην ιστορία του νεώτερου σοσιαλισμού […] υπάρχει το εξαιρετικά παρήγορο φαινόμενο […] της σύγκρουσης διαφόρων κατευθύνσεων εντός του σοσιαλιστικού κινμήματος […]. Σ’ αυτές τις διαμάχες μεταξύ λασσαλικών και αϊζεναχικών, γκεντιστών και ποσσιμπιλιστών, φαβιανών και σοσιαλδημοκρατών, οπαδών της Ναρόντναγια Βόλια και των σοσιαλδημοκρατών […], σ’ αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό οπορτουνισμό, η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία ίσως δυναμώσει αρκετά ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση που από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη” [6]

Με άλλα λόγια, θα μπορούσε η επεξεργασία του προβλήματος του οπορτουνιστικού και ρεφορμιστικού “ρεβιζιονισμού” εντός του μαρξισμού να αποτελέσει μέσο υπέρβασης του κεφαλαίου; Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε σαν ο εγωκεντρισμός του μαρξισμού να έφτανε στο απόγειό του. Υπήρχε όμως επαρκής αιτιολόγηση γι’ αυτό. Δεν ήταν μόνο ο Λένιν (μετά το “Τι να κάνουμε;”) που ήθελε τους μενσεβίκους έξω από τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία (ο Λένιν συμφωνούσε με τους μενσεβίκους ως προς την ανάγκη αποκλεισμού των αποκαλούμενων “οικονομιστικών” τάσεων του μαρξισμού και των εργατικών οργανώσεων της εβραϊκής Μπουντ), αλλά και όπως σπάνια τονίζεται η Λούξεμπουργκ επίσης ήθελε του ρεφορμιστές ρεβιζιονιστές έξω από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (ο Κάουτσκυ φλυαρούσε ατελείωτα επί του θέματος αυτού). Οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήθελαν να διασπάσουν τη Δεύτερη Διεθνή ενάντια στους ρεφορμιστές (ή “οπορτουνιστές”).

Ο Λένιν δεν πίστευε μονάχα ότι οι διασπάσεις, δηλαδή οι πολιτικές διαιρέσεις, στην αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος ήταν εφικτές και επιθυμητές, αλλά και ότι ήταν απαραίτητες. Οι μόνες διαφορές του Λένιν με μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Κάουτσκυ αφορούσαν μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες παρόμοιες ρήξεις λάμβαναν ή μπορούσαν ή έπρεπε να λάβουν χώρα. Η Λούξεμπουργκ για παράδειγμα πίστευε ότι η ρήξη εντός της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903 ήταν πρώιμη κι έτσι διαφωνούσε με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους για τα οφέλη της. Και, κυρίως, το πρόβλημα δεν ήταν απλώς εάν μία πολιτική διάσπαση μπορούσε ή έπρεπε να λάβει χώρα, αλλά πως, και ακόμα, πότε. Η πολιτική θεωρούνταν ένα ιστορικό φαινόμενο.

Υπάρχει το συγκεκριμένο ζήτημα του “κόμματος” ως μορφή πολιτικής. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι “οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο στα υπόλοιπα κόμματα της εργατικής τάξης”. Αυτό φαινομενικά αποτελεί πρόβλημα για την περίπτωση του Λένιν, ο οποίος είναι διαβόητος σχετικά με το “κομματικό πρόβλημα”. Θέτει όμως ένα πρόβλημα για το ζήτημα του μαρξισμού γενικότερα, στο μέτρο που ο μαρξισμός εναντιώθηκε σε άλλες, αντιτιθέμενες, πολιτικές τράσεις εντός της εργατικής τάξης, όπως για παράδειγμα στον αναρχισμό κατά την Α’ Διεθνή. Τι είχε αλλάξει από την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς σε σχέση με αυτή του Λένιν;

Ως μαρξιστές, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ θεωρούσαν πως αγωνίζονταν για την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και του πολιτικού του κόμματος. Αλλά δεν ταυτίζονταν απλώς είτε με το κόμμα είτε με το κίνημα, η καταγωγή των οποίων ήταν ανεξάρτητη απ’ αυτούς. Τόσο το εργατικό κίνημα όσο και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα υπήρχαν ακόμα και χωρίς τον μαρξισμό. Συνεπώς το κόμμα ήταν ένα εργαλείο, όπως και το ίδιο το εργατικό κίνημα. Απαντώντας στην παρατήρηση του Μπερνστάιν ότι “το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα”, η Λούξεμπουργκ προχώρησε μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι χωρίς τον σκοπό του σοσιαλισμού το εργατικό κίνημα δεν ήταν τίποτα ή, ίσως ακόμα χειρότερα από το τίποτα, επιδείνωνε τα προβλήματα του καπιταλισμού, για παράδειγμα συμβάλλοντας στην ανάδυση της “ιμπεριαλιστικής” μορφής του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Πως κατανόησαν οι μαρξιστές το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα και τα πολιτικά του κόμματα; Για να αντιληφθούμε κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την κριτική του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα, επί του οποίου ιδρύθηκε το γερμανικό SPD, καθώς και τη συνακόλουθη κριτική του Ένγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης που κατέστησε τον μαρξισμό επίσημη γραμμή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εάν άσκησαν κριτική στα προγράμματα αυτά, η αιτία ήταν πως αυτή είναι η δουλειά των μαρξιστών: η κριτική. Ό,τι και να γραφόταν σ’ αυτά τα προγράμματα είναι σίγουρο ότι θα προκαλούσαν τις κριτικές παρατηρήσεις των Μαρξ και Ένγκελς.

Οι μαρξιστές, δηλαδή οι Μαρξ και Ένγκελς, φαίνεται πως διστακτικά συμφώνησαν με τη διαμόρφωση ενός μόνιμου κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όχι χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις και προειδοποιήσεις. Η υποστήριξη της κομματικής πολιτικής ήταν προσωρινή και υπό όρους. Για παράδειγμα, το 1917, ο ίδιος ο Λένιν απείλησε να παραιτηθεί από το κόμμα των μπολσεβίκων. Ο Λένιν θεωρούσε ότι θα μπορούσε να παραιτηθεί από το κόμμα και να συνεχίσει να ηγείται της επανάστασης, ότι θα παραιτούνταν από το κόμμα ώστε να ηγηθεί της επανάστασης.

Ο βιογράφος της Λούξεμπουργκ, ο βρετανός πολιτικός επιστήμονας J.P.Nettl, επικέντρωσε το ζήτημα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα σύνολο προβληματικών εννοιών, οι οποίες συνολικά είχαν αμφισβητηθεί από τη ριζοσπαστική Αριστερά της Β’ Διεθνούς, από μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν. Το κόμμα μπορούσε να συλληφθεί σα συσσωρευτής συμφερόντων και ομάδα πίεσης επί του κράτους ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ή θα μπορούσε να συλληφθεί, όπως και το είχε συλλάβει απροκάλυπτα η ηγεσία του υπό την οργανωτική πρωτοβουλία του Μπέμπελ και τη θεωρητική πρωτοβουλία του Κάουτσκυ, σαν “κράτος εντός του κράτους” ή, σύμφωνα με την ορολογία του Νετλ, σαν “κόμμα-κληρονόμος”, το οποίο στόχευε στην κατάκτηση της εξουσίας. [7] Εδώ εμπλεκόταν μια προβληματική θεωρία όχι μόνο της επανάστασης αλλά και του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η ιδέα της οικοδόμησης της οργάνωσης της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού ώστε όταν η τελική του κρίση κατέφθανε, η πολιτική εξουσία θα έπεφτε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι οργάνωναν την εργατική τάξη προβλέποντας μία παρόμοια εξέλιξη των γεγονότων. Όμως οι θεωρητικές αυτές συλλήψεις αμφισβητήθηκαν και δέχθηκαν κριτική, όχι μόνο από μετέπειτα ριζοσπάστες όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, αλλά επίσης από τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς. Μαρξιστές όπως οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν, ορθά, βαθιά καχύποπτοι απέναντι στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως ένα διαρκή και μόνιμο πολιτικό θεσμό της εργατικής τάξης.

Το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής

Για την κατάλληλη εστίαση αυτής της συζήτησης σημαντική προϋπόθεση είναι η επιστροφή στην κλασική φιλελεύθερη περιφρόνηση για τα πολιτικά κόμματα. Δεν υπήρχε όρος που να προκαλεί μεγαλύτερη πολιτική καταφρόνηση από τον “άνθρωπο του κόμματος”, ή την “κομματική” πολιτική, όροι που παραβίαζαν όχι μόνο την αξία των σκεπτόμενων ατόμων αλλά, επίσης, και ίσως πιο σημαντικά, την ίδια την έννοια της πολιτικής στη φιλελεύθερη και δημοκρατική της σύλληψη, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Ενώ το κράτος ήταν καταναγκαστικό, οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών ήταν εθελοντικοί. Στο μέτρο που τα πολιτικά κόμματα, ως μορφές συνένωσης, μπορούσαν να θεωρηθούν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η συνάρθρωσή τους, ως σχηματισμών, με την πολιτική εξουσία του κράτους φάνηκε στους κλασικούς φιλελεύθερους στοχαστές ως ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ο Χέγκελ ας πούμε, προτιμούσε ρητά την κληρονομική μοναρχία επί της δημοκρατίας ως μορφή εκτελεστικής εξουσίας, ακριβώς επειδή η πρώτη δεν ανέγειρε παρόμοια προβλήματα. Για τον Χέγκελ, η κοινωνία των πολιτών θα παρέμενε περισσότερο ελεύθερη υπό μοναρχικό παρά υπό δημοκρατικό πολίτευμα, καθώς στο τελευταίο θεωρούσε πως η πολιτική εξουσία θα στρεβλωνόταν από ιδιωτικά συμφέροντα. Ο κίνδυνος εντοπιζόταν στη δυνατότητα μίας ομάδας της κοινωνίας των πολιτών να καταλάβει την κρατική εξουσία για τα στενά, ιδιωτικά της συμφέροντα. Επιπλέον, στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, η ιδέα του “επαγγελματία πολιτικού” ήταν αυστηρά ελεγχόμενη. Όσοι εμπλέκονταν στην κρατική πολιτική το έκαναν μάλλον μέσω άλλων θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, ως επιχειρηματίες, καθηγητές, ιερείς κλπ, και μόνο διστακτικά αναλάμβαναν το καθήκον ενός δημόσιου αξιώματος: “είναι μια βρώμικη δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει”.

Αυτό το πρόβλημα της νεώτερης πολιτικής και οι μορφές του επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με στοχαστές όπως ο Ρόμπερτ Μίχελς, μαθητής και συνεργάτης του Μαξ Βέμπερ, που ασχολήθηκε επίσης με το πρόβλημα της νεώτερης “γραφειοκρατίας” και, σε μία έρευνα που αποτέλεσε ορόσημο, συνέκρινε το γερμανικό SPD με το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, ειδικά σε σχέση με το ζήτημα της “κομματικής μηχανής”, με τα “εκλογικά της αφεντικά”, ή αλλώς της μηχανικής κομματικής πολιτικής, και με τη συνακόλουθη τάση προς ό,τι ο Μίχελς αποκάλεσε “ολιγαρχία”. Ο Μίχελς υπήρξε μέλος του SPD, στη ριζοσπαστική του τάση, μέχρι το 1907. (Ο Μίχελς, που μελέτησε επίσης το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας, στρατεύτηκε αργότερα στον ιταλισμό φασισμό υπό τον πρώην σοσιαλιστή Μπενίτο Μουσολίνι, επειδή νόμιζε πως ο φασισμός αποτελούσε λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Συνεπώς, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής ήταν οικείο θέμα την εποχή του Λένιν. Για τους ριζοσπάστες μαρξιστές της Β’ Διεθνούς, όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, το εργατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν προοριζόταν να αποτελέσει συσσωρευτή συμφερόντων και διαρκή πολιτικό θεσμό κοινωνικής εξουσίας, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ (το οποίο έγινε εν τέλει το κόμμα των εργατικών συνδικάτων). Ποια ήταν, τότε, η λειτουργία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σύμφωνα με τους Λένιν και Λούξεμπουργκ;

Προφανώς, οι πολιτικοί προβληματισμοί του Λένιν δεν ήταν ίδιοι μ’ αυτούς των φιλελεύθερων οι οποίοι επιδίωκαν να αποτρέψουν την παρεμπόδιση του δυναμισμού της κοινωνίας των πολιτών στον καπιταλισμό από την αποστέωση της πολιτικής εξουσίας. Γιατί ο προβληματισμός του Λένιν αφορούσε πάνω απ’ όλα την επανάσταση, δηλαδή τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ήταν όμως το πρόβλημα της πολιτικής κατά συνέπεια τόσο διαφορετικό στην περίπτωση του Λένιν; Αυτό εγείρει το σημαντικό πρόβλημα της συσχέτισης της κοινωνικής επανάστασης και μετασχηματισμού με την “πολιτική” στη νεώτερη σημασία της. Δηλαδή, εάν ο Λένιν ενδιαφερόταν για το “τέλος” της πολιτικής όπως την είχε συλλάβει ο φιλελευθερισμός και όπως ασκούνταν στον καπιταλισμό, ή αντίθετα εάν ενδιαφερόταν για την αφαίρεση του εμποδίου που είχε καταλήξει να είναι ο καπιταλισμός ως προς την άσκηση της πολιτικής. Με ποιον τρόπο η υπέρβαση του κοινωνικού προβλήματος του καπιταλισμού είχε γίνει μία νέα αρχή για την αληθινή άσκηση της πολιτικής; Μ’ αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική μεσολάβηση γεννήθηκε αλλά εν τέλει διαμορφώθηκε και διαστρεβλώθηκε από τη νεώτερη κοινωνία του κεφαλαίου, ειδικά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Η “πολιτική” είναι νεώτερο φαινόμενο. Η νεώτερη πολιτική καθορίζεται από την κρίση του κεφαλαίου στη νεώτερη ιστορία. Ο παραδοσιακός πολιτισμός, πριν από την αστική καπιταλιστική εποχή, βίωνε κρίσεις οι οποίες μπορούσαν να θεωρούνται μόνο φυσικές ή θεϊκές ως προς τις αιτίες τους. Η νεώτερη κοινωνία, για τους μαρξιστές (αλλά και τους φιλελεύθερους) βιώνει μάλλον ανθρωπογενείς κρίσεις, οι οποίες συνεπώς μπορούν να υπαχθούν στη σφαίρα της πολιτικής. Πράγματι η αστική πολιτική απαντά στη διαρκή κρίση του καπιταλισμού – με μία έννοια, μόνο αυτό κάνει – όμως απαντά ανεπαρκώς, φυσικοποιώντας πτυχές του καπιταλισμού οι οποίες θα έπρεπε να θεωρούνται μεταβλητές, αλλά οι οποίες, σύμφωνα με τους μαρξιστές, μπορούν να θεωρούνται ως τέτοιες, ριζικά και με συνέπεια μεταβλητές, από μία προλεταριακή ή εργατική σοσιαλιστική σκοπιά. Συνεπώς, η νεώτερη πολιτική κατατρύχεται από το “φάντασμα του κομμουνισμού” ή σοσιαλισμού. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, “κάθε αίτημα για την απλούστερη αστική οικονομική μεταρρύθμιση, τον πιο κοινό φιλελευθερισμό, τον πιο τυπικό ρεπουμπλικανισμό, την πιο ανούσια δημοκρατία, […] στιγματίζεται ως ‘σοσιαλισμός’.”[8] Περαιτέρω, το συγκεκριμένο νόημα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού υπόκειται σε αλλαγή. Για τους μαρξιστές, το αίτημα για σοσιαλισμό τον 19ο αιώνα αποτέλεσε μηχανή καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την ιστορική έννοια. Η ιστορία (story) του σοσιαλισμού είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του κεφαλαίου, και το πρόβλημα του εάν και πως η κρίση του μεγαλώνει και προάγεται.

Επιπλέον, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής per se είναι ένα φαινόμενο της μετά-το-1848 εποχής, αξεδιάλυτο από τον νεώτερο σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η κρίση της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και η αποτυχία της “κοινωνικής δημοκρατίας” (“social republic”) το 1848, ήταν η κρίση της αστικής κοινωνίας ως φιλελεύθερης. Η άνοδος της κομματικής πολιτικής συνεπώς ήταν στοιχείο του αυξανόμενου αυταρχισμού της αστικής κοινωνίας, της αποτυχίας του φιλελευθερισμού. Ως τέτοιος, ο σοσιαλισμός χρειαζόταν να αναλάβει τα προβλήματα της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου τα οποία η αστική πολιτική είχε εγκαταλείψει στον μετά-το-1848 κόσμο. Για τον Μαρξ, το πρόβλημα εντοπιζόταν κατεξοχήν στον δημοφιλή αυταρχισμό του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ενάντια στους φιλελεύθερους της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, με κορύφωση το coup d’état και την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, οι καπιταλιστές δεν ήταν πλέον ικανοί, και οι εργάτες δεν ήταν ακόμα ικανοί να διαφεντεύουν την αστική κοινωνία του κεφαλαίου. Η κομματική πολιτική συνεπώς ήταν συνδεδεμένη με το ιστορικό φαινόμενο του Βοναπαρτισμού.

Ο Λένιν και η κρίση του μαρξισμού

Κατά την περίοδο στενής συνεργασίας μεταξύ της Λούξεμπουργκ και του Λένιν κατά τη Ρωσική Επανάσταση του 1905, η Λούξεμπουργκ εξαπέλυσε μία κριτική της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των εργατικών συνδικάτων στην μπροσούρα της “Μαζική απεργία, πολιτικό κόμμα και συνδικάτα”. (Επίσης, την ίδια περίοδο η Λούξεμπουργκ υπερασπίστηκε τον Λένιν γράφοντας ενάντια στην κατηγορία περί “μπλανκισμού” που του είχαν προσάψει οι μενσεβίκοι, την οποία αποκαλούσε “σχολαστική”, θεωρώντας πως λέει πολλά περισσότερα για τον ρεφορμιστικό οπορτουνισμό αυτών που εξαπέλυαν τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν, παρά για τον ίδιο τον στόχο τους [9]). Στην μπροσούρα της για τη μαζική απεργία, η Λούξεμπουργκ σκιαγράφησε εξειδικευμένους και μη-ταυτόσημους ρόλους για τα διάφορα στοιχεία που επισήμαινε στον τίτλο της, δηλαδή για τις απεργιακές επιτροπές, τα πολιτικά κόμματα, και τα εργατικά συνδικάτα (δεν έκανε αναφορά συγκεκριμένα στα “σοβιέτ”, ή αλλιώς εργατικά συμβούλια). Μ’ αυτή την έννοια, η “μαζική απεργία” ήταν για τη Λούξεμπουργκ ένα σύμπτωμα της ιστορικής ανάπτυξης και κρίσης της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτό δημιουργούσε ένα πρόβλημα πολιτικής, και όχι απλά τακτικής. Δηλαδή, για τη Λούξεμπυργκ, η μαζική απεργία αποτελούσε φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία είχε αναπτύξει τα πολιτικά της κόμματα και εργατικά συνδικάτα, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες ιστορικές αναγκαιότητες. Η μποροσούρα της Λούξεμπουργκ ήταν, πάνω απ’ όλα, μία κριτική του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο αντιμετώπιζε ως ιστορικό σύμπτωμα. Αυτό προεικόνιζε η πρότερη μπροσούρα της Λούξεμπουργκ (“Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;”) όπου διευθετούσε το ζήτημα της raison d’être του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος (τον συνδυασμό πολιτικού κόμματος και εργατικών συνδικάτων).

Μέσω αυτής της σκοπιάς σύλληψης της ιστορίας του εργατικού κινήματος και του ίδιου του μαρξισμού ως ενδογενών στοιχείων της ιστορίας του καπιταλισμού, γίνεται εφικτή η κατανόηση της περαιτέρω έκφρασης της πολιτικής στα μετέπειτα έργα του Λένιν, όπως το “Κράτος και επανάσταση” και τον “Αριστερισμό”, όπως και η κατανόηση των πολιτικών συγκρούσεων που συνόδευαν το νεαρό σοβιετικό κράτος από τη Ρωσική Επανάσταση μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο και τη σταθεροποίηση του διεθνούς καπιταισμού μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λένιν διατήρησε μια αυστηρά μινιμαλιστική σύλληψη του κράτους, περιορίζοντάς το στο μονοπώλιο της εξουσίας για την άσκηση εξαναγκασμού, με σκοπό ακριβώς την αποφυγή της πανπεριεκτικής σύλληψης του κράτους ως το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής. Παρομοίως, ο Λένιν έκρινε ως “παδική” την ανυπομονησία των υποτιθέμενων ριζοσπαστών απέναντι στις υπάρχουσες μορφές πολιτικής μεσολάβησης, όπως τα κοινοβούλια, τονίζοντας αταλάντευτα πως ενώ ο μαρξισμός μπορεί να έχει ξεπεράσει “θεωρητικά” μια φιλελεύθερη σύλληψη του κράτους, αυτό δεν είχε ακόμα επιτευχθεί “πολιτικά”, δηλαδή στην πράξη. Απαντώντας στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών συνδικάτων στο σοβιετικό κράτος, ο Λένιν επέμενε ότι τα συνδικάτα ήταν απαραίτητο να παραμείνουν ανεξάρτητα, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Οι εργάτες χρειάζονταν την ικανότητα, σύμφωνα με τον Λένιν, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους απέναντι στο κόμμα και το κράτος. Αναγνώριζε την αναγκαιότητα μίας ρητώς εκφρασμένης μη-ταυτότητας μεταξύ του κράτους, των πολιτικών κομμάτων, και άλλων εθελοντικών θεσμών της κοινωνίας των πολιτών όπως τα συνδικάτα. Θεμελίωση αυτής της πεποίθησης αποτελούσε η οπτική του Λένιν επί των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες θεωρούσε πως δεν μπορούσαν να καταργηθούν με ένα χτύπημα μέσω της πολιτικής επανάστασης. Παρά τη “συντριβή” του, το κράτος θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, όχι επί τη βάσει μίας νέας κοινωνικής αρχής, αλλά της συνέχισης αυτού που ο Λένιν αποκαλούσε “αστικό δίκαιο”, για μεγάλο διάστημα μετά την πολιτική ανατροπή, και την κοινωνική εξάλειψη ακόμα, της διακριτής καπιταλιστικής τάξης. Το “αστικό δίκαιο” επιβίωνε ακριβώς μεταξύ των εργατών (και άλλων πρότερα εκμεταλλευόμενων μελών της κοινωνίας) κι έτσι αναπόφευκτα καθοδηγούσε τις κοινωνικές τους σχέσεις, καθιστώντας αναγκαίο ένα κράτος το οποίο θα μπορούσε μονάχα να “απονεκρωθεί”. Η πολιτική θα μπορούσε μονάχα με αργούς ρυθμούς να μετασχηματιστεί.

Τέλος, προκύπτει το ζήτημα της επίμονης προσκόλλησης του Αντόρνο στον Λένιν, παρά τις φαινομενικές, με την πρώτη ματιά, παράταιρες αντιφάσεις σε σχέση με την οπτική και πολιτική πρακτική του ίδιου του Λένιν. Για παράδειγμα, σε ένα όψιμο δοκίμιο του 1969, ο Αντόρνο επαινούσε το συνταγματικό σύστημα των ΗΠΑ για τον “διαχωρισμό των εξουσιών” και το σύστημα “ελέγχου και ισορροπιών” ως κρίσιμα για τη διατήρηση της κριτικής λειτουργίας του Λόγου (reason) στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.[10] Αλλά αυτό για τον Αντόρνο ήταν ένα παράδειγμα, το οποίο δεν θα έπρεπε να υποστασιοποιείται ως τέτοιο. Η ταύτιση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στο “σοβιετικό” σύστημα των “εργατικών συμβουλίων” συλλαμβανόταν από τον Λένιν, όπως πολύ καλά ήξερε ο Αντόρνο, ως συνυπάρχουσα με διακριτές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών όπως τα πολιτικά κόμματα, τα εργατικά συνδικάτα και άλλες εθελοντικές ομάδες, κι έτσι δεν παραβίαζε αναγκαστικά, και σίγουρα όχι από πρόθεση, τον κριτικό ρόλο της πολιτικής μεσολάβησης στα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας.

Η σύγχυση και συνταύτιση του μοντέλου κομματικής πολιτικής του Λένιν σα μορφή κρατικής πολιτικής κατά την επιδίωξη του σοσιαλισμού, αποτελεί μεγάλο λάθος. Ο Λένιν προϋπέθετε τη σημαντική μη-ταυτότητά τους. Αντιλαμβανόταν το κόμμα ως ένα μόνο μεταξύ πολλών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλαπλών κομμάτων της εργατικής τάξης τα οποία θα συανγωνίζονταν να κερδίσουν την υποστήριξή της, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και πολλαπλών “μαρξιστικών” κομμάτων, τα οποία θα διαφοροποιούνταν ως προς τον τρόπο συσχέτισης θεωρίας και πράξης, μέσων και σκοπών.

Αντιθέτως, δεν υπήρχε τίποτα τόσο καταπιεστικό και αυταρχικό όσο το σοσιαλδημοκρατικό “κόμμα ολόκληρης της τάξης” όπως το εννοούσε ο Κάουτσκυ (ή ο Μπέμπελ) – όσο το σοσιαλδημοκρατικό σύνθημα “μία τάξη, ένα κόμμα”, σύμφωνα με το οποίο στο μέτρο που οι καπιταλιστές έχουν ενιαίο συμφέρον ενάντια στους εργάτες, οι εργάτες πρέπει να ενοποιηθούν ενάντια στους καπιταλιστές. Εξάλλου ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που εξαπέλυσε την αντεπανάσταση ενάντια στους Λένιν και Λούξεμπουργκ.

Ο Λένιν διατήρησε την πολιτική διχάζοντας τον μαρξισμό. Αυτό δεν συγχωρέθηκε ποτέ στον Λένιν. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό είναι που πρέπει να τον θυμόμαστε.

Υποσημειώσεις:

[1]. Moshe Lewin, Lenin’s Last Struggle (Ann Arbor: University of Michigan Press, 2005).

[2]. Adorno, Negative Dialectics, trans. E. B. Ashton (New York: Continuum, 1973), 143.

[3]. Lenin, Karl Marx: A Brief Biographical Sketch with an Exposition of Marxism, II. “The Marxist Doctrine,” in Lenin, Collected Works vol. 21 (Moscow: Progress Publishers, 1974). Originally published in 1915. Available on-line at: <http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1914/granat/ch02.htm>.
Τροποιήσαμε τη μετάφραση του TVXS
http://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%BF-%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CF%81-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BB-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BE

[4]. Cited by Benjamin in “On the Concept of History,” Selected Writings vol. 4 1938–40 (Cambridge, MA: Harvard, 2003), 395.

[5]. Korsch, “Marxism and Philosophy,” in Marxism and Philosophy, ed. and trans. Fred Halliday (New York: Monthly Review Press, 2008), 67–68.

[6]. Lenin, What Is to Be Done? Burning Questions of Our Movement (1902), available on-line at: <http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1901/witbd/i.htm>.

[7]. Peter Nettl, “The German Social Democratic Party 1890-1914 as Political Model,” Past and Present 30 (April 1965).

[8]. Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, in Robert Tucker, ed., Marx-Engels Reader 2nd edition (New York: Norton, 1978), 602.

[9]. Rosa Luxemburg, “Blanquism and Social Democracy” (1906). Available on-line at: http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1906/06/blanquism.html.

[10]. Adorno, “Critique,” Critical Models: Interventions and Catchwords, trans. Henry W. Pickford (New York: Columbia University Press, 1998).

 

Πέτρος Πέτκας- 24/5/2015

Α) Περί ιστορίας

Στην δημοσιευόμενη, πιο πάνω, κριτική του Θοδωρή Βελισσάρη (στο εξής Θ.Β), όπως και στο βιβλίο μας, γίνονται συχνές αναφορές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους όπως στην Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Όσον αφορά, τουλάχιστον το βιβλίο μας, δεν πρόκειται για ιστορική μελέτη αλλά για μερικές σκέψεις που εδράζονται πάνω σε ιστορικά γεγονότα. Τούτο σημαίνει πως αναγκαστικά προβαίνουμε σε περιγραφή γεγονότων και, στην συνέχεια, στην ερμηνεία τους. Είχε επισημανθεί έγκαιρα απ’ τον Ευτύχη Μπιτσάκη πως «άλλο η περιγραφή ενός γεγονότος και άλλο η ερμηνεία του γεγονότος». Μόνο που η ερμηνεία του γεγονότος, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να στηρίζεται σε μια προγενέστερη μεν, ακριβή δε, περιγραφή του. Αν η περιγραφή είναι ανακριβής τότε και η ερμηνεία αναποδράστως θα είναι αναξιόπιστη, εσφαλμένη. Στον Όμηρο, όταν αναφύονταν μια νομική διαφορά, την έφεραν μπροστά στον Ίστορα, άνθρωπο επιδέξιο να ερευνά τα αμφισβητούμενα γεγονότα και να αποφασίζει ποιό ήταν το αληθινό. Ιστορίη (ο ιωνικός τύπος της λέξης ιστορία) σήμαινε μιαν έρευνα αυτού του είδους. Η ιστορία, λοιπόν, προσπαθεί να ανεύρει την αλήθεια, να κατανοήσει το παρελθόν, δεν επιδιώκει να προσφέρει ψυχαγωγία, να κερδίσει δημοτικότητα, να θυσιάσει την αλήθεια χάριν του εντυπωσιασμού – Μ’ άλλα λόγια, η ιστορία δεν «ποζάρει» (βλ. JOHN B. BURY, Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, εκδόσεις Παπαδήμα, σελ. 20,141,176,186 (σημείωση 29), 9). Τούτο σημαίνει πως σκοπός της ιστορίας δεν μπορεί να είναι η σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος, ούτε η υπόθαλψη αλυτρωτικών προσδοκιών, όπως δεν μπορεί να είναι η εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων ή ιδεολογικών προτιμήσεων του σήμερα με την ασυνείδητη ή συνειδητή προβολή πάνω στην οθόνη του παρελθόντος ορισμένων ανικανοποίητων πολιτικών πόθων του παρόντος. (Βλ. το άρθρο μας στην εφημερίδα «Νέα προοπτική» της 26 – 10 -2013 με τίτλο «Απ’ τα σπάργανα μέχρι τα σάβανα» – «Μαθήματα Ελληνικής Ιστορίας»).

Για να καταστήσουμε σαφέστερη την περί ιστορίας αντίληψή μας, ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που σχετίζεται άμεσα και με το θέμα μας: Ο Δημήτρης ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, με άρθρο του στην ΟΥΤΟΠΙΑ (τεύχος 100, Σεπτ-Οκτ. 2012 σελ. 135 επ. και ιδία σελ. 140), υποστηρίζει, μεταξύ των άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Χαρακτηριστικό, εξάλλου, στοιχείο της εσωκομματικής δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν ότι οι θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης τυπώθηκαν και μοιράσθηκαν στους συνέδρους» του 10ου  Συνεδρίου. Απ’ το προπαρατεθέν απόσπασμα προκύπτει α) ότι η Εργατική Αντιπολίτευση είχε κάθε δυνατότητα πολιτικής δράσης χωρίς προσκόματα στο πλαίσιο του κόμματος των Μπολσεβίκων και της Σοβιετικής Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή συνιστά το «γεγονός». Β) Το προπαρατεθέν «γεγονός» ερμηνεύεται ως αποκαλυπτικό της ύπαρξης δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων και στην σοβιετική κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας μπορούσαν να εκφρασθούν δημόσια ακωλύτως όλες οι αντίθετες προς την κρατούσα άποψη απόψεις. Η πραγματικότητα, όμως, διέφερε ουσιωδώς απ’ τα προαναφερθέντα: Η ατύπως μεν, ουσιαστικώς δε, αρχηγός της Εργατικής Αντιπολίτευσης Αλεξάνδρα Κόλονταϊ, η συγγραφέας του αποκαλυπτικού βιβλίου με τίτλο «Η Εργατική Αντιπολίτευση», (κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Βέργος και Άρδην), αυτής της πολύτιμης πρωτογενούς ιστορικής πηγής, κατήγγειλε από του βήματος του χειραγωγηθέντος 10ου  Συνεδρίου ότι η κυκλοφορία αυτού του βιβλίου της είχε παρεμποδιστεί εσκεμμένα. (Βλ. αναλυτικά – λεπτομερώς, MAURICE BRINTON, Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος. Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917 – 1921, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 181 με περαιτέρω παραπομπή σε πρωτογενή πηγή – υλικά του 10ου  Συνεδρίου). Μόνο που η καταγγελία της Κόλονταϊ ήταν – εν αγνοία της – λειψή: το βιβλίο της απαγορεύτηκε και κατασχέθηκε ευθύς μετά την έκδοσή του (βλ. Ντανιέλ Γκερέν, Ο Αναρχισμός, από την θεωρία στην πράξη, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», Δ΄ Έκδοση, σελ 105). Την αυτού περιεχομένου διαβεβαίωση μας παρέχουν η Έμμα Γκόλντμαν (Η απογοήτευσή μου στην Ρωσία. Δύο χρόνια στη Ρωσία 1920-1921, εκδόσεις Απόπειρα) και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν ( Η Ρωσική Τραγωδία, εκδόσεις «ΑΡΔΗΝ» σελ. 95 και ιδία σελ. 97), με την επισήμανση ότι οι δύο τελευταίοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες. Και όλα αυτά συνέβαιναν τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1921. Με αριστουργηματική συμπύκνωση το διατύπωσε ο ιστορικός του πολιτισμού, την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Walter Goetz: «Το καθήκον του ιστορικού είναι όχι η καλλιέργεια της ευσέβειας προς ένα παρανοημένο παρελθόν, αλλά η ανελέητη εξερεύνηση της αλήθειας» (Βλ. ΠΗΤΕΡ ΓΚΑΙΥ, Η πνευματική ζωή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης – Γερμανία 1919-1933, εκδόσεις Νησίδες, σελ.81).

Πρέπει, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να τονίσουμε και τούτο: Μια πολιτική οργάνωση της Αριστεράς δεν μπορεί να λειτουργεί και να δρα με όρους και προϋποθέσεις επιστημονικού ιστορικού ινστιτούτου, Ακαδημίας Επιστημών. Έχει άλλην αποστολή και άλλα προτάγματα. Αν, όμως, «γυρίσει τις πλάτες της» στα επιστημονικά δεδομένα, τότε θα ναρκοθετήσει την δράση της και θα ακυρώσει τα προτάγματά της.

Β) Η περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Ο Θ.Β στην κριτική του επισημαίνει την «συνεχή επίκληση της Λούξεμπουργκ», χαρακτηρίζει την κριτική της Λούξεμπουργκ ως «παρωχημένη», την εμφανίζει να μην επικρίνει «τον αυταρχισμό και τις ιδέες περί δικτατορίας του προλεταριάτου» του Λένιν, να μην υιοθετεί την κατηγορία «περί μπλανκισμού» κατά του Λένιν (την οποία αποδίδει σε μας) και επισημαίνει αμφίσημα ότι το έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» τόγραψε στην φυλακή χωρίς νάχει  πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες και ότι «δεν το κυκλοφόρησε όσο ζούσε». Στο σημείο τούτο ο Θ.Β υιοθετεί απόλυτα, ίσως και ακουσίως, την κοινώς παραδεδεγμένη αριστερή άποψη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ με κοινή συνισταμένη την υποτιθέμενη απουσία θεμελιώδους διάστασης μεταξύ των θέσεών της και του Λένιν. (βλ. λ.χ το άρθρο του Πάνου Πέτρου στην «Εργατική Αριστερά» της 15-1-2014 με τίτλο «Η κόκκινη Ρόζα, «Φλόγα και ξίφος της επανάστασης», ως και το άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΡΟΡΟΠΟΥΛΟΥ στο «ΠΡΙΝ» της 26-1-2014 όπου αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι «Η διαφορά αυτή» (μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ, που την οριοθετεί μόνο ως προς την Συντακτική Συνέλευση) «διογκώνεται απ’ τον παλαιό και σύγχρονο ρεφορμισμό στην προσπάθειά του να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία και να προβάλει την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας»). Η Λούξεμπουργκ σε μια σειρά ζητήματα-εθνικισμός, ιμπεριαλισμός και οργάνωση – κράτησε μιαν ιδιάζουσα θέση, διαφορετική από των μειζόνων συγχρόνων της μαρξιστών – Μπερνστάιν, Κάουτσκι και Λένιν. Για να ταυτιστεί με την «κρατούσα ορθοδοξία» κρίθηκε απαραίτητο ν’ απορριφθούν ορισμένα κείμενά της, ιδίως η ανάλυση της Ρώσικης Επανάστασης, ως δήθεν, καρποί κακής ή ελλιπούς πληροφόρησης και να επανερμηνευτούν ορισμένα άλλα. Έτσι, ο Arnold Reisberg καταγγέλει το 1970 ως αντικομμουνιστική την ερμηνεία του ανταγωνισμού Λούξεμπουργκ – Λένιν. Τονίζει την προσέγγισή τους μετά το 1905 και παραθέτει αποσπάσματα από ένα γράμμα της Λούξεμπουργκ που καλωσορίζει την Ρώσικη Επανάσταση (του 1905). Ο Norman Geras, το 1976, μειώνει την σημασία της κριτικής της στον Λένιν, ενώ ο J.P Nettl το 1966, θεωρεί πως έχει μικρή σημασία. (Βλ. Ράσελ Τζάκομπι, Διαλεκτική της ήττας, Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 76 και 159 σημείωση μ’ αριθμό 39 όπου περαιτέρω παραπομπές στα έργα προπαρατεθέντων συγγραφέων).  Η αμφισβήτηση της επανάστασης με άνωθεν εντολές ή με την μίμηση ενός υποδείγματος παλλόταν σ’ όλο το έργο της Λούξεμπουργκ. Κεντρική της πίστη ήταν το προλεταριάτο ως υποκείμενο της επανάστασης. Δυσπιστούσε απέναντι στο κόμμα που υποκαθιστούσε την τάξη, απέναντι στην ηγεσία ή στην γραφειοκρατία προς όφελος του προλεταριάτου. Παραθέτοντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο του ίδιου του προλεταριάτου, σχολίασε: «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια κάποια επιτροπή διανοουμένων, που παραπειστικά αυτοαποκαλείται ηγέτης της εργατικής τάξης, ΄΄διατάσσει΄΄ ή ΄΄αποφασίζει΄΄ πότε και πώς η εργατική τάξη θ’ αρχίσει να ενεργεί με στόχο την χειραφέτησή της· σημαίνει ότι οι πλατιές μάζες του ίδιου του προλεταριάτου πρέπει να αναγνωρίσουν την ανάγκη, την προϋπόθεση και τα μέσα για χειραφέτηση και με την θέληση τους…να ξεκινήσουν ανοιχτά τον αγώνα» (στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 75 με περαιτέρω παραπομπές (Για τους διανοούμενους και την σχέση τους με το επαναστατικό κίνημα βλ. τα άρθρα μας στην «Νέα Προοπτική» με τίτλους «Ο Σιδηρούς Νόμος της Ολιγαρχίας…σε επανεμφάνιση!» στο φύλλο της 31-12-2014 και «΄΄Πνευματικοί΄΄ άνθρωποι άνευ..πνεύματος» στο φύλλο της 10-1-2015). Ούτε η αξιολόγηση εκ μέρους της Λούξεμπουργκ της Ρωσικής Επανάστασης μπορεί να απορριφθεί εύκολα, ούτε μπορεί να διαχωριστεί από την κριτική που άσκησε στον Λένιν το 1904. Τουναντίον, η πρώτη αποτελεί επικαιροποίηση της δεύτερης! Αμφότερες καταδεικνύουν την εξαιρετική ιστορική οξυδέρκειά της. Οι επικριτές μας αναφέρονται, με ιδιαίτερη προτιμησιακή διάθεση, στην επιστολή της του 1906 με την οποία φέρεται να απέσυρε ορισμένα μέρη της κριτικής της του 1904. Αποφεύγουν,όμως, να υπομνήσουν ότι εξακολουθούσε να διατηρεί τις επιφυλάξεις τηςαπέναντι στους Μπολσεβίκους όπως φανερώνουν τα σχόλιά της για την Συνδιάσκεψη του RSPD το 1907 και, το σπουδαιότερο, επιλέγουν να λησμονούν ότι το 1918 κατηγόρησε τον Λένιν και τον Τρότσκυ για γιακωβινισμό (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 76 και 160 σημείωση μ’ αριθμό 44 όπου παράθεση πρωτογενών πηγών). Λόγω στενότητας χώρου, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε εξοικονόμηση σκέψεων (τις οποίες αναπτύξαμε αναλυτικά αλλού. βλ. το άρθρο μας με τίτλο «Επαναστατικές αδολεσχίες 2» στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (Κοζάνης), τεύχος 156, Άνοιξη 2011, σελ. 99 επ. και ιδία σελ. 103-105 και 116-117, όπου αναλυτική αναφορά στο κεφαλαιώδες έργο της « Συγκεντρωτισμός και Δημοκρατία, ή οργανωτικά ζητήματα της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας» που αποτελεί εξοντωτική, ανηλεή κριτική του Λένιν και των θέσεών του. Εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κοροντζή με τίτλο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», και στο έργο της «Ρωσική Επανάσταση»). Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ψήγματα μόνον της σκέψης της: Επικεντρώνοντας στον σκληρό πυρήνα της λενινιστικής πρότασης, υποστηρίζει πως αντί της κυριαρχίας της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών στο κόμμα, έχουμε την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής που ενεργεί, κατά κάποιον τρόπο, δυνάμει μιας άρρητης ΄΄πληρεξουσιότητας΄΄, αντί του ελέγχου που ασκούν οι εργατικές μάζες στα όργανα του κόμματος, έχουμε τον αντεστραμμένο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής επί της δραστηριότητας του προλεταριάτου (σελ. 45 στην έκδοση Κοροντζή). Ο προτεινόμενος υπερσυγκεντρωτισμός του Λένιν δεν είναι διαποτισμένος από θετικό και δημιουργικό πνεύμα, αλλά από το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα. Η όλη προσπάθειά του τείνει να ελέγξει την δραστηριότητα του κόμματος και όχι να την γονιμοποιεί, να περιορίζει, παρά να διευρύνει το κίνημα, να το ανακόπτει και όχι να το ενοποιεί (σελ 49, πιο πάνω). Ο αυστηρός συγκεντρωτισμός του Λένιν θα παρέδιδε το κίνημα των ακαλλιέργητων ακόμη προλεταρίων στα χέρια των διανοούμενων αρχηγών της κεντρικής επιτροπής (σελ. 58). Προειδοποιεί τον Λένιν ότι σταματώντας τους παλμούς μιας υγιούς οργανικής ζωής, εξασθενεί το σώμα και ελαττώνεται η αντίστασή του καθώς και το μαχητικό του πνεύμα…Το προτεινόμενο μέτρο στρέφεται εναντίον του σκοπού (σελ. 63). Στο έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» (έχουμε υπόψη μας την έκδοση των εκδόσεων Ύψιλον), γράφει, μεταξύ των άλλων σημαντικών, και τ’ ακόλουθα: «Ο Λένιν και ο Τρότσκυ εγκατέστησαν στην θέση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, που βγαίνουν από γενικές λαϊκές εκλογές, τα σοβιέτ σαν μοναδική πραγματική αντιπροσώπευση των εργαζομένων μαζών. Αλλά πνίγοντας την πολιτική ζωή σε όλη την χώρα είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα και περισσότερο η ζωή μέσα σε αυτά τα ίδια τα σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία Τύπου και συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο. Από τον νόμο αυτό κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. Η δημόσια ζωή σιγά-σιγά βυθίζεται στον ύπνο..» (σελ. 73) Καθώς επίσης και «…Η σοσιαλιστική δημοκρατία όμως δεν αρχίζει από την γη της επαγγελίας αφού δημιουργηθεί πρώτα το υπόβαθρο της σοσιαλιστικής οικονομίας, σαν ένα έτοιμο χριστουγεννιάτικο δώρο προς τον καλό λαό, που στο μεταξύ υποστήριζε την χούφτα των σοσιαλιστών δικτατόρων. Η σοσιαλιστική δημοκρατία αρχίζει ταυτοχρόνως με το έργο της κατάλυσης της ταξικής κυριαρχίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, από την στιγμή της κατάληψης της εξουσίας από το σοσιαλιστικό κόμμα…» (σελ. 78-79)

Το να προσπαθεί, μετά ταύτα, ο οιοσδήποτε να ταυτίσει την Λούξεμπουργκ με την κρατούσα «ορθοδοξία» των Λένιν-Τρότσκυ, συνιστά απροκάλυπτη κακοπιστία! Κλείνουμε αυτήν την ενότητα με δύο (2) παρατηρήσεις: 1) Η δυτικοευρωπαϊκή οπτική της Λούξεμπουργκ ελαχιστοποιήθηκε ως μη όφειλε. Καταδίκασε τις μπολσεβίκικες πρακτικές όχι μόνο αυτές καθαυτές αλλά σε σχέση με την επίδρασή τους στην Δ.Ευρώπη. Η επιτυχία τους ενθάρρυνε την δουλική μίμηση: αυτός ήταν ο κίνδυνος! Φοβήθηκε ότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη θα υπέκυπτε στην μίμηση των μπολσεβίκων. Γι’ αυτό θέλησε να αναβάλει την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς έως ότου ορισμένα δυναμικά δυτικοευρωπαϊκά κόμματα να μπορέσουν ν’ αναχαιτίσουν την επιρροή των μπολσεβίκων. Εναντιώθηκε και στην υιοθέτηση της ονομασίας «κομμουνιστικό κόμμα» που την θεώρησε ξένη προς τις γερμανικές επαναστατικές παραδόσεις (παράβ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας, σελ. 78 και 160, σημείωση μ’ αριθμό 52 όπου περαιτέρω παραπομπές). Γι’ αυτόν τον λόγο και έδωσε εντολή στον αντιπρόσωπο του Κ.Κ.Γ Ούγκο Έμπερλαϊν στο πρώτο συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς, να αντιταχθεί στην ίδρυση μιας νέας διεθνούς, ενώ ο Λέο Γιόγκισες τούδωσε εντολή ν’ αποχωρήσει απ’ το Συνέδριο αν αυτό δεν υιοθετούσε την περί αναβολής του άποψη. Ο φόβος της Λούξεμπουργκ και του Γιόγκισες συνίστατο εις τούτο: η νέα διεθνής θα είχε αποκλειστικώς ρωσικό χαρακτἠρα! (Βλ. Ε.Χ ΚΑΡΡ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμος 3, σελ. 158)

2) Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε απ’ το βιβλίο μας τ’ ακόλουθο απόσπασμα: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ «δεν πίστευε σε μια «νίκη» στην οποία ο πολύς κόσμος δεν θα είχε κανένα ρόλο, ούτε φωνή, φοβόταν πολύ περισσότερο μια διαστρεβλωμένη επανάσταση από μια αποτυχημένη επανάσταση, πίστευε, με μια θαυμαστή ιστορική οξυδέρκεια πως η ηθική κατάρρευση της επανάστασης, θα προξενούσε μεγαλύτερη ζημιά απ’ όσο θα μπορούσαν να κάνουν «όλες οι πολιτικές ήττες…σε τίμιους αγώνες εναντίον υπέρτερων δυνάμεων και σε αντίξοες ιστορικές συνθήκες» (Βλ. Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, εκδόσεις Νησίδες, 1998, σελ. 38-39) – Η νεοτοποθετηθείσα απ’ την Εκτελεστική Επιτροπή της Τρίτης (Κομουνιστικής) Διεθνούς γενική γραμματέας του Κ.Κ Γερμανίας εικοσάχρονη Ρουθ Φίσερ (Ελφρίντε Άισνερ) έλεγε, κατ’ επιταγήν των εντολέων της, στους Γερμανούς συντρόφους της ότι « Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η επιρροή της, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από σύφιλη!» (βλ. σελ 82 του βιβλίου μας όπου και ακριβείς παραπομπές).

Γ) Η ελευθεριακή Αριστερά και ο Μπορντίγκα

Ο Θ.Β,  σε μιαν αποστροφή του λόγου του, λέει «όχι μόνον μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί ή περιλαμβάνει η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Μπορντίγκα και Άβριτς τόνιζαν..». Ο Μπορντίγκα έγινε διαφωνών και αντίπαλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γι’ αυτό άλλωστε και ο Λένιν τον χαρακτήρισε «αριστερό» κομμουνιστή. Τούτο ήταν, εν μέρει, σωστό καθόσον ο Μπορντίγκα διακρινότανε από μια άρνηση της κοινοβουλευτικής τακτικής. Για τον Μπορντίγκα, ο κοινοβουλευτισμός μύριζε ρεφορμισμό και οπορτουνισμό. Αμφισβήτησε ανοιχτά τον σοβιετικό μαρξισμό. Λίγο αργότερα, στην Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν το 1926, μίλησε χωρίς περιστροφές και υποστήριξε ότι το ρωσικό μοντέλο επανάστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί παντού, με το αιτιολογικό ότι ο ευσταθής αστικός κρατικός μηχανισμός της Δύσης ήταν «κάτι άγνωστο στην ρωσική ιστορία». Μίλησε για «κρίση» στην Κομ. Διεθνή, για μια «θεμελιώδη ατέλεια στην εσωτερική μέθοδο δουλειάς», απέρριψε το σύνθημα και την πραγματικότητα της μπολσεβικοποίησης επισημαίνοντας ότι «Σημαίνει μια τεχνητή και μηχανιστική μεταφύτευση στα Δυτικά κόμματα μεθόδων που προσιδιάζουν στο ρωσικό κόμμα. Με την μπολσεβικοποίηση, γίνεται μια απόπειρα να λύσουμε πολιτικά ζητήματα με ενέργειες οργανωτικού χαρακτήρα». Τέλος, κατήγγειλε την «τρομοκρατία» που ασκούνταν κατά των αντιπάλων της Κομ. Διεθνούς λέγοντας, χαρακτηριστικά, αυτή «η αυτοκαταστροφική μανία πρέπει να σταματήσει» ( Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, πιο πάνω, σελ. 112-114 και περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).

Στο σημείο τούτο, όμως, χωρίζουν ξεκάθαρα οι δρόμοι του Μπορντίγκα και των λοιπών «αριστερών κομμουνιστών»: Οι δεσμοί του Μπορντίγκα με τους υπόλοιπους «αριστερούς κομμουνιστές», ΔΕΝ εκτείνονται σε μια θεωρία της οργάνωσης. Η απόρριψη, κατά τον Μπορντίγκα, του κοινοβουλευτισμού, βασιζόταν σ’ ένα σφριγηλό και πειθαρχημένο κόμμα, και ΟΧΙ, όπως σ’ άλλους «αριστερούς» κομμουνιστές, σε αντιεξουσιαστικές προλεταριακές οργανώσεις. Ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του λενινιστικού κόμματος, συνεπής δε προς τον άκαμπτο λενινισμό του, εναντιώθηκε σθεναρά στα εργοστασιακά συμβούλια! (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 122 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). Οι «αριστεροί κομμουνιστές» όπως ο Πάνεκουκ (ο τόσο απαξιωμένος και παραγκωνισμένος) και ο Γκόρτερ προέβαιναν σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη κριτική της Ρωσικής επανάστασης και του Λένιν: Κατά την σαφή διατύπωση του Πάνεκουκ «Τον Νοέμβριο του 1918, η κρατική εξουσία ξεγλίστρησε από τα άνευρα χέρια της αστικής τάξης στην Γερμανία και στην Αυστρία.. οι μάζες είχαν τον έλεγχο· και, εν τούτοις, η αστική τάξη στάθηκε ικανή να οικοδομήσει πάλι αυτήν την κρατική εξουσία και να υποτάξει για μιαν ακόμη φορά τους εργάτες. Αυτό αποδεικνύει ότι η αστική τάξη κατείχε μιαν άλλη κρυφή πηγή εξουσίας (ισχύος), που παρέμεινε άθικτη και της επέτρεψε να εγκαθιδρύσει εκ νέου την ηγεμονία της όταν όλα φαίνονταν γκρεμισμένα. Αυτή η κρυφή εξουσία (ισχύς) είναι η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ (τα κεφαλαία δικά μας..). Οι ίδιες οι προλεταριακές μάζες αποκατέστησαν την ηγεμονία της αστικής τάξης αφού είχε καταρρεύσει». Αυτή η αστική ηγεμονία, ριζωμένη στην μακρά ιστορία μιας αποφασιστικής και ευέλικτης αστικής τάξης ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΣΕ την Δ.Ευρώπη από την Σοβιετική Ένωση! Ο Γκόρτερ τόνιζε ότι η ιδεολογία της αστικής τάξης «έχει ποτίσει βαθιά τα μυαλά και τις καρδιές των εργατών» της Δύσης. Η συμβατική, λοιπόν, εξάρτηση από ηγέτες, κοινοβούλια και συνδικάτα όχι μόνο δεν θα βοηθούσε αλλά θα ήταν κάτι χειρότερο: θα επικύρωνε τις μορφές της αστικής κυριαρχίας. (στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 87,88 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).

Ο «αριστερός κομμουνισμός» στην Γερμανία, στην Ολλανδία και – εν μέρει – στην Ιταλία, ξέγραψε τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα από φορείς της επανάστασης. Διακρινότανε από ένα βαθύ μίσος για την εξουσιαστικότητα – αυταρχισμό και την γραφειοκρατία. Θεωρούσε πως τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα ενθάρρυναν αυταπάτες για την επαναστατική διαδικασία στην εργατική τάξη. Εκτιμούσαν την αυτονομία και την αυτορύθμιση του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και ΥΜΝΗΣΑΝ τα Συμβούλια (Σοβιέτ), τα οποία, σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική ή συνδικαλιστική γραφειοκρατία, βασίζονταν στην αυτονομία και στην ανεξαρτησία του προλεταριάτου. Αυτός ήταν και ο λόγος εξ αιτίας του οποίου, η Κομ. Διεθνής και ο ίδιος ο Λένιν διέλυσαν τα Περιφερειακά Γραφεία της Κομ. Διεθνούς στο Άμστερνταμ (που περιλάμβανε τον Γκόρτερ, την Ενριέττα Ρόλαντ-Χόλστ και τον Πάννεκουκ, τον πνευματικό του ηγέτη) και της Βιέννης (που βρέθηκε υπό την επιρροή των εξορίστων της ηττημένης Ουγγρικής επανάστασης και, πρωτίστως, του Λούκατς). Έτσι, έσβησαν και τα τόσο πολύτιμα θεωρητικά τους όργανα, τα περιοδικά «Δελτίο» (Bulletin) και «Kommunismus»,  αντίστοιχα. (βλ. στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 84, 85 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). {Το γραφείο του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε τον Οκτώβρη 1919 με εξουσιοδότηση του Λένιν. Το γραφείο της Βιέννης άνοιξε μετά τον Αύγουστο του 1919. Αμφότερα επισκίαζαν το ευάγωγο Γραφείο του Βερολίνου της Κομ. Διεθνούς. (Βλ. Ε.Χ Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμ. 3 σελ. 174,171, 214, 215 και 210)}.Συνακόλουθα, η ήττα της Επανάστασης στην Κεντρική Ευρώπη είχε βαθύτερα και συνθετότερα αίτια που, σε κάθε περίπτωση, δεν εξαντλούνται στην απλοϊκή συλλογιστική του Θ.Β σύμφωνα με την οποία η αποτυχία της οφειλότανε στην απουσία ενός μπολσεβικοποιημένου Κομμουνιστικού Κόμματος!

Δ) Ο Θ.Β μας κατηγορεί ότι επιχειρούμε αφενός μεν την «ελευθεριακή διεκδίκηση του Μάρξ» αφετέρου δε, ότι διεκδικούμε τον Μάρξ στο «αντιλενιστικό στρατόπεδο». Η ταπεινότητά μας εις ουδεμίαν διεκδίκηση του Μάρξ προβαίνει, μια και δεν διακατέχεται από τόσο θαλερή αυτοπεποίθηση, εν αντιθέσει με άλλους. Περιοριστήκαμε μόνο να επισημάνουμε ένα γεγονός: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 ήταν μια εξέγερση εναντίον του συγκεντρωτικού κράτους καθεαυτού, είχε επηρεαστεί πολύ από αντιαυταρχικές συνομοσπονδιακές αντιλήψεις. Η ελευθεριακή δομή της και πολιτική της συμπεριφορά ήσαν πρόδηλες. Ο Μάρξ αυτήν την Κομμούνα ύμνησε με το έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία». Τούτο αποτελεί ένα γεγονός. Το ότι η εκτίμηση αυτή του Μάρξ είναι ασυνήθιστη και παράταιρη, σε σχέση με το σύνολο των γραπτών του σχετικά με το κράτοςˑ το ότι η ελευθεριακή ατμόσφαιρα της περιγραφής του, στο πιο πάνω βιβλίο του, έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθως συγκεντρωτικές κρατικιστικές του απόψειςˑ το ότι ευνοούσε γενικά ένα ισχυρό συγκεντροποιημένο εργατικό κράτος, σε αντίθεση με τις συνομοσπονδίες, για να διευθύνει την οικονομική και κοινωνική ζωή κι’ έναν ισχυρό συγκεντροποιημένο κομματικό μηχανισμό για να καθοδηγήσει το σοσιαλιστικό κίνημα, είναι ένα άλλο γεγονός. Έτερον, εκάτερον! (ΜURRAY BOOKCHIN, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμος 2, εκδόσεις Αλεξάνδρεια σελ 234, 315, 316, 339, 341). Πέρα απ’ όσα σχετικά τονίζουμε στην οικεία θέση του βιβλίου μας (βλ. σελ. 39-44) συμπληρωματικά προσθέτουμε και τ’ ακόλουθα: Ο Μάρξ, λίγο πριν τον θάνατό του, με την από 22-2-1881 επιστολή του προς τον κορυφαίο Ολλανδό αναρχικό στοχαστή Φέρντιναντ Ντομέλα Νιούβενχουις, ομιλεί υποτιμητικά για την Κομμούνα χαρακτηρίζοντάς την μιαν αχρείαστη, με μεγάλο κόστος, κοινοτική εξέγερση, «μιας πόλης κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες» που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι Κομμουνάροι είχαν επιδείξει μεγαλύτερη ευθυκρισία στις δοσοληψίες τους με την Εθνοσυνέλευση (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 340 με περαιτέρω ακριβή παραπομπή στα άπαντα του Μάρξ). Όλα αυτά, όμως, δεν αναιρούν την ελευθεριακή εξύμνηση της Κομμούνας από τον Μάρξ-συγγραφέα του βιβλίου « Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία»!

Ε) Περί «ηθικισμού» και σκοπού που αγιάζει τα μέσα

Ο Θ.Β αναφέρεται στις «αντιφάσεις στις οποίες πέφτει κανείς όταν μπλέκει τον ηθικισμό με την πολιτική..» ενώ, παράλληλα, καίτοι αναφέρεται στο «ρητό» «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», καταλήγει να θεωρεί ότι «Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη οποιουδήποτε αγώνα». Μέτα ταύτα, δεν είναι περίεργο που επικροτεί ή, τουλάχιστον, ανέχεται την μπολσεβίκικη πρακτική της σύλληψης ομήρων (αυτήν την μελανή κηλίδα στον θυρεό της ρωσικής Επανάστασης) που είχε προσλάβει μαζικές διαστάσεις. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι οι μέθοδοι και τα μέσα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον τελικό στόχο τους. Με τον εθισμό των ατόμων και την παγίωση μιας κοινωνικής πρακτικής, τα μέσα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του τελικού σκοπού. Τον επηρεάζουν, τον τροποποιούν ολοένα, ώσπου πολύ γρήγορα ταυτίζονται εντελώς μαζί του. Αν αφαιρέσεις ως επαναστάτης, τους ηθικούς ενδοιασμούς από τις πράξεις σου, τότε βουλιάζεις στον πάτο του χειρότερου αμοραλισμού. Καμιά επανάσταση δεν μπορεί να φέρει την ελευθερία του ανθρώπου, αν τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν ταυτίζονται με το πνεύμα και τον προσανατολισμό του επιδιωκόμενου σκοπού. «Εν ονόματι ενός μεγαλοπρεπούς μέλλοντος, γεμίζετε το παρόν με αποτροπιασμούς» έλεγε ο Λέων Τολστόι (παρατίθεται στο Γκούσταβ Λαντάουερ, Το μήνυμα του Τιτανικού, εκδόσεις Τροπή, σελ. 118. Υπενθυμίζουμε ότι ο ελευθεριακός φιλόσοφος Γκούσταβ Λαντάουερ ήταν ο Επίτροπος (υπουργός) Παιδείας της Σοβιετικής (Συμβουλιακής) Δημοκρατίας της Βαυαρίας που δολοφονήθηκε στο κελί της φυλακής του στις 2-5-1919). Αν η παρουσία ηθικών αναστολών και πολιτισμικών ενδοιασμών αντιμετωπίζονται ως «ηθικισμός», (αποκρουστικός νεολογισμός!) που δρα ως «παραλυτικό ανάχωμα» στην ανάπτυξη «οποιουδήποτε αγώνα», τότε οδηγούμαστε αναποδράστως στην εκβαναύσωση των ηθών των ανθρώπων, στην εξουθένωση και αποκτήνωσή τους· τότε αναφύονται ένστικτα αρπακτικού ζώου που προκαλούν ποταπή έλλειψη εμπιστοσύνης μετατρέποντας ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία σε σκευωρία αλληλοεξαπάτησης. Μια τέτοια πολιτική πρακτική ισοδυναμεί με πρόσκληση σε «Θυέστεια δείπνα». (Για τα «Θυέστεια δείπνα» και τα ρωμαϊκά flagitia βλ. το άρθρο μας με τίτλο ΄΄ «Ταξική» μεροληψία;΄΄ στην «Νέα Προοπτική» της 14-2-2015 και αναλυτικότερα στο G.E.M DE STE CROIX, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, εκδόσεις ΜΙΕΤ, σελ.33,34,72,73 και 121). Εκεί καταλήγει η κοινωνική και πολιτική δομή που ταυτίζει την καλόπιστη κριτική με την ηθικήν εξαχρείωση και την εσχάτη προδοσία. Ας δώσουμε τον λόγο σε δύο (2) κατ’ εξοχήν γνώστες της «επαναστατικής» τρομοκρατίας, στον αρχιτέκτονά της και θεωρητικό της Σαιν Ζυστ και στον Γενικό Διοικητή της ΤΣΕΚΑ Φέλιξ Ντζερντζίσκυ. Ο πρώτος (Σαιντ Ζυστ) έγραφε στο ημερολόγιό του (θεσμούς του) τ’ ακόλουθα: «Η Επανάσταση πάγωσε! Όλες οι θεωρητικές αρχές έχουν ατονήσει. Δεν υπάρχουν παρά μόνο κόκκινοι σκούφοι που τους φοράνε ραδιούργοι. Η άσκηση της τρομοκρατίας έχει κάνει τους εγκληματίες αναίσθητους, όπως τα δυνατά ποτά κάνουν αναίσθητο τον ουρανίσκο» (βλ. σελ. 27 του βιβλίου μας με περαιτέρω παραπομπή). Η ΤΣΕΚΑ δημιουργήθηκε στις 7-12-1917 με διάταγμα του Λένιν. Μετά τις 16-6-1918 της δόθηκε η εξουσία να συλλαμβάνει, να κατηγορεί, να δικάζει σε θάνατο και να εκτελεί την ποινή. Δηλαδή, ήταν αστυνόμος, εισαγγελέας, δικαστής και δήμιος ταυτόχρονα. Ήδη από τις αρχές του 1919 δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και την διαφθορά. Ο ίδιος ο Τζερντζίσκυ θεωρούσε τους ανθρώπους της ΤΣΕΚΑ, δηλαδή τους υφισταμένους του, «σαπίλα» (βλ. Βίκτωρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 128).

Δεν ήταν θέμα κακής βούλησης συγκεκριμένων ατόμων· ήταν θέμα δομής. Ο Σαιν Ζυστ και Ο Φέλιξ Τζερντζίσκυ μας εκπλήσσουν δυσάρεστα με την ασύγγνωστη πολιτική τους αφέλεια και την ολοκληρωτική απουσία διαίσθησης που τους διέκρινε. Η Νέμεσις που έπληξε το διεθνές επαναστατικό κίνημα το 1989, ήταν δικό του δημιούργημα. Το να το παραβλέπουμε, εμμένοντας σε μεθοδολογίες του παρελθόντος που μας οδήγησαν σε «νικηφόρα» πολιτική και ηθική πανωλεθρία, συνιστά περιφρόνηση αμαθούς έναντι της ιστορίας.

ΣΤ) Οι ενστάσεις της βιβλιοκριτικής παρουσίασης είναι πάρα πολλές αλλά ασυστηματοποίητες, χωρίς συνεκτικό δεσμό και, ενίοτε, μεστές προφανούς παρανόησης (ως λ.χ ο καινοφανής ισχυρισμός ότι « πολλοί στην λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά» «ξεχνούν» ότι «κάθε κράτος είναι αυταρχικό»! Η ελευθεριακή Αριστερά ποτέ δεν το λησμόνησε, εν αντιθέσει με άλλους) ή, ακόμη, και ασύγγνωστης σύγχυσης (ως λ.χ ο ισχυρισμός του «επί Γιακωβίνων δεν υπήρχε ΄’κεφάλαιο’’ δηλαδή η αστική τάξη που με την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση κυριάρχησε πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά ήταν χωρίς κεφάλαιο; Το ότι δεν υπήρχε ο σύγχρονος βιομηχανικός καπιταλισμός δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε και κεφάλαιο π.χ εφοπλιστικό, τραπεζικό, εμπορικό κ.λ.π!). Μετά ταύτα, καθίσταται πρόδηλο ότι τέτοιες απόψεις είναι ανεπίδεκτες απάντησης. Γι’ αυτόν τον λόγο-και όχι μόνον λόγω στενότητας διατεθέντος χώρου- περιοριστήκαμε να αναφερθούμε στις προμνησθείσες ενδείξεις Α-Ε της παρούσας τοποθέτησής μας. {Πριν γράψουμε αυτό το κείμενο τέθηκε υπόψη μας η από 8-12-2014 πολυσέλιδη βιβλιοκριτική παρουσίαση του Θ.Β}

Θοδωρής Βελισσάρης- 8/12/2014

 

“Η επανάσταση είναι κακή, για όσο χρόνο δεν έχει νικήσει.” Μαξ Χορκχάιμερ, Λυκόφως

Το βιβλίο «“Δικτατορία του Προλεταριάτου” και “Εργατικά Συμβούλια”: Ασύμβατες έννοιες!» αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά στο πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης και της σχέσης, ιστορικά, της εργατικής τάξης με τις πολιτικές οργανώσεις και τη δημοκρατία εν γένει. Χρήσιμη γιατί, αφενός, αποτελεί ευσύνοπτη περίληψη των επιχειρημάτων μίας πλευράς, αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “αντιλενινιστική”. Αφετέρου, επειδή συζητά τα ζητήματα αυτά, όχι με ακαδημαϊκή πρόθεση, αλλά με στόχευση στην ανασυγκρότηση μίας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.

Η παραπάνω επισήμανση δεν σημαίνει ότι πρόσκειμαι αναγκαστικά σε μια άλλη πλευρά, αυτή των σημερινών “λενινιστών”. Αν οι αντιλενινιστές, για παράδειγμα. τείνουν στη δαιμονοποίηση του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι λενινιστές τείνουν στην άκριτη εξύμνησή τους. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε εντούτοις τόσο επιτυχείς όσο και ανεπιτυχείς στιγμές και διαστάσεις. Οι αντιλενινιστές γραπώνονται από τις ανεπιτυχείς και οι λενινιστές από τις επιτυχείς. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως πρόκειται για το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του εργατικού κινήματος, κάτι που δικαιολογεί και τον διαχρονικό διχασμό του επαναστατικού στρατοπέδου απέναντι στον αδιαμφισβήτητο πολιτικό εκφραστή της: τον Λένιν (ο Μαρξ δεν γεννά τόσα πάθη).

Μία παρατήρηση πριν περάσω στο κυρίως θέμα: καθώς γράφω το κείμενο αυτό, λόγω ειδικών συνθηκών, μακριά από τη βιβλιοθήκη και τις σημειώσεις μου, θα παραλείψω αρκετές βιβλιογραφικές παραπομπές και θα περιορίσω όσο μπορώ τα παραθέματα. Ο συγγραφέας, από την άλλη, προσπάθησε στο βιβλίο του να εμπλουτίσει όσο μπορεί τα επιχειρήματά του με βιβλιογραφικές αναφορές, ειδικά στα σημεία όπου πραγματεύεται τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν κάνει όμως το ίδιο όταν στρέφεται κατά του Λένιν. Όταν παραθέτει αποσπάσματα από γραπτά του Λένιν τα αντλεί πολλές φορές από βιβλία τρίτων, όχι από τα ίδια τα κείμενα του Λένιν, στα οποία βέβαια θα αναδεικνυόταν καλύτερα και το ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το εκάστοτε παράθεμα.[1]

Εξουσία και επανάσταση

Το επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι οι κατακτήσεις των μεγάλων επαναστάσεων υφαρπάζονται, για να στρεβλωθούν και να αναιρεθούν, από εξουσιαστές ηγέτες, όπως τους γιακωβίνους στη Γαλλική και τους μπολσεβίκους στη Ρωσική επανάσταση. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μόνο μέσω της άμεσης δημοκρατίας και της κατάργησης κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης που δεν περιλαμβάνει μία δεσμευτική εντολή, με ταυτόχρονη εγκαθίδρυση θεσμών όπως τα εργατικά συμβούλια. Τα εργατικά συμβούλια εξέφραζαν και ασκούσαν την πραγματική δημοκρατία, την οποία κατέστρεψαν υποστηρικτές της “δικτατορίας του προλεταριάτου” όπως ο Λένιν. Για τον συγγραφέα, οι παραπάνω έννοιες είναι ασύμβατες, και τις χρησιμοποιούν ως συμβατές μόνο φιλόδοξοι εξουσιαστές μέχρι να επικρατήσουν και να εγκαθιδρύσουν αυτό που υποτιθέμενα εξαρχής επιδίωκαν, μία κομματική δικτατορία. Υπάρχει απόλυτη ασυμβατότητα μεταξύ κόμματος και εργατικών συμβουλίων, δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και άμεσης δημοκρατίας.

Εγώ θα ξεκινήσω με μια παρατήρηση του Ένγκελς, η οποία σχολιάζεται και στο ίδιο το βιβλίο. Αυτός έγραψε κάποτε ότι, αν είχε δει ποτέ κανείς έστω και μία επανάσταση, θα γνώριζε ότι οι επαναστάσεις είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει. Δεν φαίνεται να έχει άδικο. Μία από τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα μίας επανάστασης είναι η εξάντληση όλων των αποθεμάτων “ειρηνικής” επίλυσης μίας κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εντός του καθορισμένου πλαισίου της καθεστηκυίας τάξης. Μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων η εξέλιξη της επανάστασης καθορίζει αυτό που θα επικρατήσει και αναδεικνύει νικήτρια την ομάδα που το εκπροσωπεί. Αυτή η διαδικασία δεν μοιάζει ούτε με απογευματινό περίπατο ούτε με διεξοδική συζήτηση: είναι μια διαδικασία επιβολής και ισχύος – όχι βέβαια αναγκαστικά βίαιη.[2] Ο ίδιος ο συγγραφέας για να αναιρέσει τον παραπάνω ισχυρισμό του Ένγκελς (σσ. 69-70) παραθέτει έναν σχετικό σχολιασμό του Μπούμπερ, ο οποίος αποδεχόταν αυτή τη φράση του Ένγκελς μόνο αν σήμαινε ότι “ο επαναστατικός αγώνας πρέπει να διεξάγεται με οξυδερκή ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία”. Την απέρριπτε εάν σήμαινε τον απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής από μία κεντρική, εξουσιαστική θέληση. Δεδομένου ότι δεν εννοούσε κάτι τέτοιο ο Ένγκελς, μένει ακατανόητη η παράθεση ως αντεπιχείρημα. Γιατί η ανάγκη κεντρικού συντονισμού δεν σημαίνει “απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής”!

Γιατί όμως η επανάσταση είναι εξουσιαστική; Επειδή μία κοινωνική ομάδα διέπεται από αυταρχισμό τον οποίο εξαπολύει εναντίον άλλων, μη αυταρχικών, ατόμων και ομάδων; Ή επειδή οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα είναι αυταρχικές, άρα και κάθε ομάδα επιδεικνύει αυταρχισμό, αναπόφευκτα, κατά τη διεκδίκηση των συμφερόντων της; Η πρώτη περίπτωση θα σήμαινε, καταρχάς, το παράδοξο να υπάρχουν μη αυταρχικά άτομα σε μία αυταρχική κοινωνία και, κατά δεύτερον, το δυσεπίτευκτο τα μη αυταρχικά άτομα να επικρατήσουν επί των αυταρχικών. Επίσης, θα σήμαινε ότι ο καπιταλισμός είναι μία κοινωνία χωρίς καμία ιστορική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ιστορικές κοινωνίες. Το σύγχρονο κράτος είναι ένα φαινόμενο που προκύπτει “από τα πάνω” ή “από τα κάτω”; Από μία αμετάβλητη κληρονομημένη ιεραρχία που διατηρείται επ’ αόριστον, ή από την απρόβλεπτη έκβαση των απαιτήσεων των ίσων, οι οποίοι επιλέγουν εκπροσώπους σε έναν μαζικό πολιτικό στίβο; Με άλλα λόγια: είναι το κράτος σήμερα ένας δεδομένος, παγιωμένος μηχανισμός που επιβάλλεται ελέω θεού στους υπηκόους του, ή αποτελεί σύμπτωμα των κοινωνικών σχέσεων στην παθολογική μεταβολή των οποίων προσαρμόζεται;

Αν οι αστικές επαναστάσεις δεν ήταν απλά αφελή παιδιαρίσματα αλλά ιστορικές τομές που άλλαξαν τη μοίρα του κόσμου, σαφώς το κράτος δεν μπορεί να έμεινε ανέπαφο από τις μεταβολές που έφεραν την ίδια την κοινωνία[3] και τις μαζικές μορφές πολιτικής στο προσκήνιο. Το κράτος είναι σύμπτωμα της κοινωνίας, και όχι η κοινωνία σύμπτωμα του κράτους. Κι αν το κράτος είναι αυταρχικό, αυτό οφείλεται στον διάχυτο κοινωνικό αυταρχισμό. Από αυταρχισμό διέπεται τόσο η συμπεριφορά των μηχανισμών που προσφέρουν προστασία στους πολλούς, όσο και η συμπεριφορά των πολλών που την απαιτούν. Αν όλη η κοινωνία διέπεται από αυταρχισμό, τότε και η επανάσταση θα διέπεται από αυταρχισμό, στο μέτρο που η επανάσταση αποτελεί οξύ σύμπτωμα της κοινωνίας της οποίας τον ριζικό μετασχηματισμό επιδιώκει.[4]

Γι’ αυτό η επανάσταση ποτέ δεν περιορίζεται στη σύγκρουση του λαού με τις άρχουσες τάξεις αλλά δίνει έκφραση, επίσης, στις αντιφάσεις εντός της εργατικής τάξης, εντός του “λαού” (οποιαδήποτε έννοια κι αν χρησιμοποιήσουμε) και στις συγκρούσεις που τις εκφράζουν. Γι’ αυτό και ο Μαρξ και οι μαθητές του, όπως ο Λένιν, έβλεπαν μια επιτυχημένη επανάσταση όχι σαν αφετηρία της προσπάθειας εδραίωσης της εξουσίας της αγαθής εργατικής τάξης, αλλά ως αφετηρία προσπάθειας αυτοκατάργησης της τάξης αυτής, και μαζί της όλων των τάξεων (σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις). Πως θα μπορούσε εξάλλου ο αυταρχισμός να περιορίζεται στη σχέση καπιταλιστή και εργάτη, όταν οι ίδιοι οι εργάτες διαγκωνίζονται μεταξύ τους για περιορισμένες θέσεις εργασίας. Αν κάτι χαρακτηρίζει περισσότερο απτά και διαχρονικά το κεφάλαιο, αυτό είναι το φαινόμενο της ανεργίας, το οποίο καθιστά μεγάλο μέρος της κοινωνίας πλεονάζον και περιττό.

Αντιφάσεις

Εδώ αναδύεται ένα πρόβλημα: πως μπορεί κανείς να μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνία της οποίας αποτελεί και ο ίδιος μέρος; Πως μπορεί κάποιος να γίνεται παράγοντας αλλαγής και συγχρόνως να αποτελεί μέρος αυτού που αλλάζει; Αυτού του είδους τα προβλήματα και οι αντιφάσεις ήταν που οδήγησαν τον Μαρξ και τους μαρξιστές να εκφράζονται μέσω φαινομενικά αντιφατικών διατυπώσεων, όπως αυτή για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως προϋπόθεση της δημοκρατίας (και το ανάποδο). Όσο κι αν ο συγγραφέας θέλει να εξαιρέσει τον Μαρξ από αυτή την κληρονομιά, ο ίδιος ο Μαρξ, όχι μόνο ο Ένγκελς και αργότερα οι Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκι, υποστήριζε πως η επανάσταση θα λάβει αυτόν τον χαρακτήρα. Η επανάσταση για τον Μαρξ και τους μαρξιστές, θα είναι αναπόφευκτα αυταρχική, “δικτατορική”. Το θέμα είναι ποια κατεύθυνση θα πάρει αυτός ο αυταρχισμός, και ποιους σκοπούς θα εξυπηρετήσει: εναντίον των λίγων ή εναντίων των πολλών; Θα είναι μια δικτατορία της εργατικής τάξης ή θα παραμείνει μία δικτατορία του κεφαλαίου;

Κι εδώ οδηγούμαστε στην αμφισβήτηση της κεντρικής προβληματικής του βιβλίου. Δεν ζούμε σε μία συνεκτική πραγματικότητα εντός της οποίας κάποιοι εκφράζουν αντιφατικές θέσεις και υιοθετούν ασύμβατες έννοιες, όπως αυτές στον τίτλο του βιβλίου. Οι έννοιες φαίνονται ασύμβατες γιατί εκφράζουν μια αντιφατική πραγματικότητα, με την αντίφαση να διέπει όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ ομάδων αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων υπό το κεφάλαιο. Η ιδιάζουσα μαρξιστική πολιτική συνίσταται στην πεποίθηση ότι η ρητή έκφραση και αναγνώριση των αντιφάσεων αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για τον χειρισμό και την υπέρβασή τους.

Κόμμα και εργατικά συμβούλια

Οι κοινωνικές αντιφάσεις δεν περιορίζονται εντός της εργατικής τάξης. Αν περιορίζονταν εκεί, θεσμοί όπως τα συνδικάτα και τα εργατικά συμβούλια, ή ευρύτερες πολιτικές οργανώσεις, θα ήταν ίσως αρκετές για την πολιτική τους έκφραση. Οι αντιφάσεις εξαπλώνονται και στο στρατόπεδο των πολιτικών εκπροσώπων της τάξης αυτής. Στο μέτρο ειδικά που, από το 1848 και δώθε, κάθε προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού αποτύγχανε, η κοινωνία ριχνόταν σε ένα βαθύτερο επίπεδο αντιφάσεων. Το 1914, για παράδειγμα, εκτός από τη διεθνή αλληλοσφαγή μεταξύ των ίδιων των εργατών, σήμανε και έναν αμείλικτο πόλεμο στους κόλπους, όχι απλά των επαναστατών σοσιαλιστών (όπως με την Α’ Διεθνή), αλλά των ίδιων των μαρξιστών.

Ο ίδιος ο μαρξισμός έχει μία σύνθετη ιστορία. Ο Μαρξ, ενώ το 1848 έγραφε ότι οι κομμουνιστές δεν οργανώνονται σε ένα ξεχωριστό κόμμα, προς το τέλος της ζωή του ενέκρινε (πάντα κριτικά!) τη δημιουργία ενός γερμανικού κόμματος, και έγραψε μαζί με τον Γκεντ το πρόγραμμα του μαρξιστικού γαλλικού εργατικού κόμματος (ενώ συγκρούστηκε ακόμη νωρίτερα με τους αναρχικούς στη Διεθνή, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την αποβολή τους). Από την άλλη πλευρά, ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ δεν ήταν κομματικοί καρεκλοκένταυροι. Σιχαίνονταν και οι δύο τη ζέουσα κομματική γραφειοκρατία. Αλλά έβλεπαν το κόμμα ως αναγκαία έκφραση των βαθύτερων κοινωνικών αντιφάσεων της ιστορικής εξέλιξης, όχι ως ντεπόν για το καταλάγιασμά τους.

Κι εδώ έρχομαι σε ένα άλλο σημαντικό σημείο της κριτικής μου στο βιβλίο. Οι σημερινοί λενινιστές, ακολουθώντας βασικά τη σταλινική κληρονομιά, φετιχοποιούν το κόμμα ως το απόλυτο κλειδί για την επαναστατική επιτυχία. Οι αντιλενινιστές, από τους αναρχικούς και τους συμβουλιακούς κομμουνιστές μέχρι τους καταστασιακούς, φετιχοποιούν τα εργατικά συμβούλια (ή άλλους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς) ως επαναστατικό κινητήρα. Και οι δύο πλευρές πραγμοποιούν την επανάσταση και αντί να την προάγουν τείνουν να την υποτάξουν στα προκάτ σχήματά τους.

Ο Λένιν αντίθετα, στην πολιτική του διαδρομή, ακολούθησε εντελώς διαφορετικό δρόμο. Δεν έλειψαν οι στιγμές όπου απείλησε να παρατήσει το κόμμα, στο μέτρο που αυτό υιοθετούσε αντιδραστική γραμμή. Και δεν έλειψαν οι στιγμές όπου σκέφτηκε να αντικαταστήσει τη στήριξη στα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, με τη στήριξη σε άλλους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, όπως τα συνδικάτα, στο μέτρο που τα σοβιέτ έτειναν να μετατραπούν σε όργανο των αστών και των συνοδοιπόρων τους.

Σημαντική για μαρξιστές όπως οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν η γόνιμη ένταση και μη-ταυτότητα μορφών όπως τα εργατικά συμβούλια, η μαζική απεργία, τα συνδικάτα και το κόμμα (και θεωρούσαν τον μαρξισμό ως ιστορική συνείδηση αυτής της μη-ταυτότητας). Τη θέση αυτή διατύπωσε η Λούξεμπουργκ σε μία διάσημη μπροσούρα της για το φαινόμενο της μαζικής απεργίας, την οποία έγραψε σε μία περίοδο όπου βρισκόταν και συζητούσε συντροφικά καθημερινά με τον Λένιν.[5] Κι εδώ ίσως είναι ευκαιρία να σχολιάσουμε το φαινόμενο της συνεχούς επίκλησης της Λούξεμπουργκ από τους αντιλενινιστές. Η επίκληση της αρχικής κριτικής της από το 1904, είναι παρωχημένη, στο μέτρο που η Λούξεμπουργκ την αναθεώρησε πολύ γρήγορα, όταν διαπίστωσε το 1905 ότι ο Λένιν είχε δίκιο για τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία, η οποία δεν ήταν “αστική” όπως περίμεναν, λανθασμένα, πολλοί μαρξιστές, μεταξύ των οποίων και η Λούξεμπουργκ. Από το 1905 κι έπειτα, στην πλειοψηφία των ετών, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ (παρά τις επιμέρους διαφωνίες) είναι σύντροφοι στον αγώνα εναντίον του ρεβιζιονισμού, εντός του μαρξιστικού στρατοπέδου, και η τελική αποτίμηση που κάνουν ο ένας για τον άλλο είναι θετική. Ακόμα και στην κριτική της για τη ρωσική επανάσταση, που κυκλοφορεί ευρέως (χωρίς να τονίζεται ότι δεν τη δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε, ούτε ότι είχε γραφτεί στη φυλακή χωρίς να έχει πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες), η Λούξεμπουργκ εξυμνεί τους μπολσεβίκους με τρόπο που οι αντιλενινιστές δεν θα έκαναν ποτέ. Τους μπολσεβίκους τους στήριζε με κάθε ευκαιρία, ακόμα και απέναντι σε κατηγορίες περί υποτιθέμενου μπλανκισμού, παρόμοιες με αυτές που εξαπολύει και ο συγγραφέας του βιβλίου. Στη μόνη κριτική για τους μπολσεβίκους που δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε και την οποία έγραψε εκτός φυλακής (“Η ρωσική τραγωδία”), επισημαίνει ως λάθος τους την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, όχι τον αυταρχισμό τους και τις ιδέες τους περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν η Λούξεμπουργκ, όχι απλά ήταν ηγετικό στέλεχος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά ηγούνταν, μαζί με τον Γιόγκισες, του συγκεντρωτικού πολωνικού κόμματος. Τέλος, η Λούξεμπουργκ, ιδρύτρια του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, δεν θα μπορούσε να φετιχοποιεί τα σοβιέτ καθώς τα είχε δει στην επανάσταση του 1918-19 να περνάνε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών προδοτών της εργατικής τάξης!

Μια τελευταία παρατήρηση σχετικά με το κόμμα. Τα κόμματα είναι εθελοντικές οργανώσεις. Δεν σε υποχρεώνει κανείς να συμμετέχεις και να πειθαρχείς σ΄ αυτά, όπως υποχρεωνόμαστε να συμμετέχουμε στην ευρύτερη πολιτική ζωή. Κι ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η αντίδραση και η αντεπανάσταση έχει στη διάθεσή της ισχυρούς συγκεντρωτικούς μηχανισμούς με τους οποίους το επαναστατικό στρατόπεδο πρέπει να συγκρουστεί. Όση ηθική ακεραιότητα κι αν επέδειξαν οι αναρχικοί και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές ιστορικά, η σύγκρουση των μαζών με τους μηχανισμούς αυτούς έληξε (έστω προσωρινά) υπέρ του επαναστατικού στρατοπέδου μόνο στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 (ο Λένιν χαιρόταν σαν παιδί όταν η επανάσταση ξεπέρασε σε διάρκεια την Κομμούνα του Παρισιού, η οποία αποτελούσε προσωρινό στιγμιότυπο χωρίς γενικευμένο διεθνή χαρακτήρα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας επιδοκιμάζει τις σύντομες επαναστάσεις που έχουν ηρωικό αλλά τραγικό τέλος (1871 και 1905) και αποδοκιμάζει όσες ήταν, για τα δικά του μέτρα, αντι-ηρωικές, παρότι (εν μέρει έστω) νικήτριες (1789 και 1917).

Στον καπιταλισμό η πολιτική έχει λάβει μαζικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει μη-καπιταλιστική πρακτική εντός του καπιταλισμού. Όσες πολιτικές οργανώσεις θέλουν να ασχοληθούν με την κυρίαρχη πολιτική, παίρνουν χαρακτηριστικά κόμματος, χαρακτηριστικά δημοκρατίας, αντιπροσώπευσης αλλά και συγκεντρωτισμού και πειθαρχίας. Οι μαρξιστές προσπαθούσαν να καταστήσουν αυτές τις ήδη υπάρχουσες μορφές πολιτικής περισσότερο αυτοκριτικά συνειδητές και να τις θέσουν έτσι στην υπηρεσία ενός επαναστατικού κινήματος, δεν προσπαθούσαν να αντιπαραθέσουν ιδεαλιστικά σ’ αυτές κάποιες εξωτερικές, μη-καπιταλιστικές, πρακτικές. Η εργατική τάξη, ο λαός, κατάφεραν στο παρελθόν με πολύ κόπο να εμπλακούν στα χωράφια της “υψηλής” πολιτικής. Οι απίστευτες δυσκολίες και προκλήσεις της εμπλοκής αυτής δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να την αποφύγουν εντελώς.

Η Κομμούνα του Παρισιού

Ο συγγραφέας προσπαθεί να αντιδιαστείλει σε όλη την έκταση του κειμένου τις θέσεις των Μαρξ και Λένιν ως προς την Κομμούνα. Όμως, ήταν ο ίδιος ο Ένγκελς ο οποίος είχε γράψει ότι αν θέλει κανείς να δει τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει την Παρισινή Κομμούνα. Αυτά δεν τα έγραψε διαστρεβλώνοντας τον αδερφικό του φίλο Μαρξ, αλλά ακριβώς στον απόηχο όσων είχε πει ο ίδιος ο Μαρξ για την Παρισινή Κομμούνα στην ομιλία του για την έβδομη επέτειο της Α’ Διεθνούς (15 Οκτωβρίου 1871): εκεί έλεγε ότι οποιαδήποτε επαναστατική αλλαγή για την Κομμούνα προϋπέθετε αναγκαία μία προλεταριακή δικτατορία, πρώτη συνθήκη της οποίας ήταν ένας προλεταριακός στρατός. Η Κομμούνα για τον Μαρξ, εάν πετύχαινε, θα πετύχαινε μόνο ως εργατικό κράτος, στο μέτρο που το σύγχρονο κράτος για τον Μαρξ ήταν ένα αναγκαίο σύμπτωμα της αλλοτρίωσης των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Μαρξ ύμνησε την Κομμούνα του Παρισιού, ενώ ο Λένιν την επέκρινε επειδή αυτή μπέρδευε τους στόχους του αγώνα για τη δημοκρατία, με τους στόχους του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Όμως ο Μαρξ δεν ύμνησε απλά την Κομμούνα, της άσκησε σημαντική κριτική. Η κριτική του αφορούσε ακριβώς στο ότι δεν λειτούργησε επαρκώς ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, ως δικτατορικό όργανο της εργατικής εναντίον της αστικής τάξης, της πλειοψηφίας εναντίον της μειοψηφίας.[6]

Ο Μαρξ άσκησε κριτική στην Κομμούνα επειδή δεν απαλλοτρίωσε τους εθνικούς θησαυρούς στις παρισινές τραπεζες και επειδή δεν συγκρότησε τακτικό στρατό, ώστε να επιτεθεί οργανωμένα στους εχθρούς της στις Βερσαλλίες, προτού της επιτεθούν αυτοί, με την απλόχερη βοήθεια των Πρώσων. Αυτά τα μέτρα μπορεί να φαίνονται αμφιβόλου δημοκρατικής νομιμοποίησης (μπορούσαν να πουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία του γαλλικού έθνους;), όπως όμως το έθετε και η Λούξεμπουργκ, δεν μπορείς να περάσεις από μια δημοκρατία στην επανάσταση, αλλά μάλλον από μία επανάσταση στη δημοκρατία. Δεν προκρίνεται εδώ βέβαια μία παραλλαγή του ρητού: “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη του αγώνα αυτού.

Οι προυντονιστές και μπλανκιστές ηγέτες της Κομμούνας στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, και το τέλος της Κομμούνας σήμανε και το δικό τους τέλος ως πολιτικών δυνάμεων (άρα υπονομεύεται ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι η εξουσία της Κομμούνας δεν όφειλε τίποτα σε «κομματικές επιρροές και τερτίπια, ή σε αρχηγικό κύρος»). Εντούτοις, ακόμα κι αυτοί οι ηγέτες προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της στιγμής, επιδιδόμενοι σε “δικτατορικά” μέτρα όπως η αιχμαλώτιση ομήρων. Οι αντιφάσεις στις οποίες  οδηγεί ο συμφυρμός ηθικισμού και πολιτικής γίνονται έκδηλες αν σκεφτούμε ότι ο Κροπότκιν γκρίνιαζε στον Λένιν επειδή αυτός και οι μπολσεβίκοι, μιμούμενοι την Κομμούνα, κρατούσαν για αντίμετρο ως όμηρους εκπρόσωπους της αντίδρασης, τον καιρό του αιμοσταγούς εμφυλίου πολέμου. Αυτό βέβαια δεν είχε εμποδίσει τον ευγενή πρίγκιπα, λίγο νωρίτερα, να στηρίζει τον εγκληματικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά των συμμάχων και της Ρωσίας.

Γενικότερα, ο συγγραφέας τείνει να υπερτονίζει το αυθόρμητο στοιχείο των εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Ωστόσο, δεν υπάρχει εμβόλιο με το οποίο μπορεί να εισέλθει κανείς στον στίβο της μαζικής πολιτικής. Ούτε το αυθόρμητο, ούτε τα εργατικά συμβούλια, ούτε οι αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, ούτε ένα πειθαρχημένο κόμμα, έχουν εγγενή ανοσία στις αντιδραστκές πολιτικές.

Η Ρωσική Επανάσταση

Στις περισσότερες αποτιμήσεις της περιόδου περί το 1917 λησμονείται ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν ξεσπά μία εθνική επανάσταση, αλλά μία σειρά πολλών επαναστάσεων σε διεθνές επίπεδο (Ρωσική, Ουγγρική, Ιταλική, Γερμανική). Κι αυτές μέσα στο κλίμα διεθνούς κρίσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το ένα λάθος φέρνει το άλλο: η κάθε επανάσταση αποτιμάται με εθνικά κριτήρια, και όχι με διεθνή. Η ρωσική επανάσταση, κατά τους ισχυρισμούς αυτούς, απέτυχε από εσωτερικά αίτια, αεροστεγώς αποκλεισμένα από τα εξωτερικά.

Η παραπάνω σκοπιά έχει σχέση με ένα σταλινικό κατάλοιπο που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς, λίγο ή πολύ, σε όλη την Αριστερά, ακόμα και στους αναρχικούς, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να οικοδομεί κανείς “σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα”, αρκεί να υιοθετηθούν οι σωστές αρχές. Στο σενάριο αυτό, η παρακμή των εργατικών συμβουλίων οφείλεται στους μπολσεβίκους, οι οποίοι υποτιθέμενα τα χρησιμοποίησαν αδίστακτα για να ανέλθουν στην εξουσία, και στη συνέχεια τα εξάλειψαν.

Άνευ περιστροφών πρέπει εδώ να δηλώσουμε ότι η παρακμή των εργατικών συμβουλίων έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αποτυχία της επανάστασης στο εξωτερικό και τη συνεπαγόμενη περικύκλωση της επανάστασης από εχθρικούς στρατούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Όχι μόνο χάθηκε η ευκαιρία οι επαναστατικές δυνάμεις να ενισχυθούν από την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου σε Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, και πιθανώς αλλού, αλλά ενισχύθηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις από την επικράτηση των ιμπεριαλιστών σε όλα τα  μέτωπα. Οι δυνάμεις των σοβιέτ λοιπόν αποδεκατίστηκαν κυρίως λόγω του βίαιου εμφυλίου που ακολούθησε και τη συνακόλουθη ατυχή μετατροπή της επανάστασης σε καταναγκαστική διαχείριση της οικονομικής εξαθλίωσης.

Όχι μόνο ακραιφνείς μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί και επικαλείται η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Άβριτς και Μπορντίγκα, τόνιζαν ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες η εφαρμογή του προγράμματος των ναυτών της Κροστάνδης ή άλλων εξεγερμένων ενάντια στους μπολσεβίκους οδηγούσε, αντικειμενικά, στο πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της αντίδρασης. Προς τιμήν του, ο Λένιν, λέγοντας τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, χαρακτήριζε το 1922 όλη αυτή την κατάσταση, όχι ως επαναστατική, αλλά ως ένα είδος οπισθοδρόμησης σε μία μορφή κρατικού καπιταλισμού (“Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου”). Η νίκη έπρεπε να κρατηθεί, αλλά χωρίς να ωραιοποιήσει κανείς την κατάσταση, χωρίς να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, όπως έκανε ο σταλινισμός που ακολούθησε.

Η Ρωσία (τόσο του 1905 όσο και) του 1917 δεν ήταν μια κατά τ’ άλλα ειρηνική χώρα την οποία λεηλατούσαν συμμορίες μπολσεβίκων. Υπήρχε διάχυτος αυταρχισμός, τόσο στο αντιδραστικό στρατόπεδο, από τις μαύρες εκατονταρχίες και τα αντισημιτικά πογκρόμ μέχρι τους πράκτορες της αστυνομίας και την εξωτερική επίθεση, όσο και στο επαναστατικό στρατόπεδο, με τους αντιμαχόμενους στρατούς σε όλοι την επικράτεια (μην ξεχνάμε για παράδειγμα και τις δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Λένιν, όχι από τσαρικούς αναγκαστικά, αλλά από δημοκράτες ή επαναστάτες άλλων πολιτικών απόψεων). Όσον αφορά το «αυθόρμητο» που εκθειάζεται από τον συγγραφέα, ειδικά για το κύμα των απεργιών του 1905, δεν πρέπει να παραλείπουμε να τονίζουμε εξίσου εμφατικά ότι το κύμα αυτό ήταν γεμάτο τσαρικούς πράκτορες που εξέλεγαν «αυθόρμητα» οι εργάτες.

Για τον συγγραφέα, τα σοβιέτ ή συμβούλια δεν ανήκαν σε κανένα πολιτικό κόμμα και η κομματική ένταξη των μελών δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι στα σοβιέτ δραστηριοποιούνταν κομματικές οργανώσεις που επιδίωκαν και κέρδιζαν την πλειοψηφία (και πολλές απ’ αυτές είχαν βαθιά αντεργατικό και αντιδραστικό πρόγραμμα). Δεν γίνεται να αγνοούμε το γεγονός ότι υπήρχαν οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς ατομικά (όπως κάποιοι αναρχικοί υποψήφιοι που είχαν ελάχιστη επιρροή στα συμβούλια).

Αδιαμβισβήτητο γεγονός, τέλος, αποτελεί η κατάκτηση της πλειοψηφίας των σοβιέτ από τους μπολσεβίκους, με κινηματικούς και πολιτικούς όρους. Η παρακμή των σοβιέτ δεν είχε να κάνει με τη μεταστροφή των μπολσεβίκων, αλλά με την παρακμή της ίδιας της επανάστασης. Η επανάσταση δεν θα είχε νικήσει, στη Ρωσία και αλλού, αν οι μπολσεβίκοι είχαν ένα καλύτερο αξιακό σύστημα (όπως αυτό που επικαλείται ρητά και επιδοκιμάζει το βιβλίο) ή αν αντικαθιστούσαν τη μαρξιστική με μία στενά συμβουλιακή πολιτική. Εξάλλου, μας ενδιαφέρει μόνο η επανάσταση που στοχεύει στο ξεπέρασμα κάθε “Απόλυτου” στο οποίο πρέπει να προσαρμοζόμαστε, ηθικού, ή ακόμα και ενός δημοκρατικού.

Παράλληλα, την ίδια περίπου περίοδο στη Γερμανία, η επανάσταση φάνηκε να κλονίζεται και εν τέλει να αποτυγχάνει να επικρατήσει, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν περισσότερα κόμματα (ενώ υπήρχαν συμβούλια)! Το Κομμουνιστικό κόμμα δημιουργήθηκε δύο ολόκληρους μήνες μετά την επανάσταση!

 

Η Γαλλική Επανάσταση

Σήμερα έχει υποχωρήσει πολιτικά τόσο πολύ το αίτημα για ατομική και κοινωνική ελευθερία, ώστε οι ιστορικοί αγώνες που την έθεσαν στο προσκήνιο δυσφημούνται από πολλές πλευρές. Εκπρόσωποι όλου του πολιτικού φάσματος, δεν έχουν να επιδείξουν άλλο παρά περιφρόνηση για τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Γιακωβίνοι, που ηγήθηκαν των επαναστάσεων που γκρέμισαν τα προνόμια και την “ιερή τάξη” των χιλιετιών του παραδοσιακού πολιτισμού.

Στην αφήγηση του βιβλίου, οι Γιακωβίνοι δεν ήταν παρά αντεπαναστάτες υποκριτές, οι οποίοι στήριξαν τις εργαζόμενες τάξεις μόνο για να υφαρπάξουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν, εκ των υστέρων, ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς. Και ο Λένιν δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τους αντιγράψει. Ο συγγραφέας, όπως προτιμά τους συμβουλιακούς ή αναρχικούς στη Ρωσική επανάσταση, προτιμά στη Γαλλική επανάσταση όσους έθεταν εαυτώ αριστερότερα των Γιακωβίνων, δηλαδή τους εμπερτιστές, “λυσσασμένους” και άλλους, οι οποίοι ήθελαν να εγκαθιδρύσουν μία μορφή άμεσης δημοκρατίας. Η τελευταία είναι εξάλλου η απόλυτη λυδία λίθος που παρουσιάζεται στο βιβλίο για τα επαναστατικά ζητήματα.

Όμως, στις αντίστοιχες επαναστάσεις, οι εργαζόμενες τάξεις κατέκτησαν την εξουσία με πολιτικά εργαλεία και όπλα, όχι τους περιθωριακούς Κροπότκιν και Ζακ Ρου, αλλά τον Λένιν και τον Ροβεσπιέρο. Οι αντιλενινιστές διαμαρτύρονται συνεχώς επειδή οι πολιτικές οργανώσεις που βοήθησαν τους καταπιεσμένους να κατακτήσουν την εξουσία, δεν υιοθέτησαν τις ιδέες τους. Ίσως, αντί να εστιάζουμε μονίμως στη μπολσεβίκικη και γιακωβίνικη προδοσία, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε για τις αιτίες της αδυναμίας συγκρότησης αποτελεσματικού κόμματος και οργάνωσης από τους “λυσσασμένους” στη Γαλλική επανάσταση και τους συμβουλιακούς και αναρχικούς στη Ρωσική.

Φυσικά αυτά δεν αναιρούν όλα τα προβληματικά σημεία της γιακωβίνικης πολιτικής, τα οποία έχουν επισημάνει πολλές φορές μαρξιστές όπως ο Λένιν (τον οποίο ο συγγραφέας απλά ταυτίζει με τους γιακωβίνους). Ποτέ όμως δεν έφτασαν οι τελευταίοι στο σημείο των «φιλελεύθερων», να διασύρουν τους γιακωβίνους παρουσιάζοντάς τους μόνο σαν ένα στυγνό δικτατορικό πολιτικό εξάμβλωμα, δικαιώνοντας έτσι κάθε πολιτικό συντηρητισμό.

Η Γαλλική επανάσταση, παρ’ όλα τα φρικτά προβλήματά της, πέτυχε στο να θέσει το πρόβλημα της ελευθερίας στη διεθνή πρακτική πολιτική ατζέντα. Εντούτοις, στους άμεσους στόχους της, παρέμεινε δυστυχώς εθνική, περικυκλωμένη από επιθετικές και εκδικητικές ευρωπαϊκές μοναρχίες. Αυτό το κλίμα ήταν που οδήγησε στην όξυνση του πολιτικού αυταρχισμού, και όχι κάποια εγγενής κακία των επαναστατών. Στην τρομοκρατική εξολόθρευση των πολιτικών αντιπάλων δεν συμμετείχαν μόνο οι γιακωβίνοι, αλλά και όσοι βρίσκονταν υποτιθέμενα στα αριστερά τους: δεν ζητούσαν κεφάλια, ακόμα και επαναστατών, οι αμεσοδημοκράτες εμπερτιστές και κομμουνάροι;

Εν τω μεταξύ, η πίστη σε απόλυτες ηθικές αρχές ήταν που χαρακτήριζε ορισμένες από τις χειρότερες πλευρές των Γιακωβίνων, όπως για παράδειγμα η “αρετή” του Ροβεσπιέρου. Παρόμοια υποκειμενικά “απόλυτα” επέτειναν το πρόβλημα του αυταρχισμού σε χειρότερη κατεύθυνση. Ο Λένιν επέκρινε αυτή τη στάση των αστών επαναστατών, όχι από την πλευρά του αμοραλισμού, αλλά από την πλευρά της ένταξης των ηθικών προβλημάτων στα πλαίσια μίας κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης. Συνεπώς, αν κάτι μπορεί να γείρει επικίνδυνα υπέρ ενός τυφλού αυταρχισμού, είναι τα ίδια τα συμβούλια, η αμεσοδημοκρατία και άλλα στοιχεία, όταν μετατρέπονται σε απόλυτες ηθικές αρχές και αξίες. Όλη η βαρβαρότητα του παραδοσιακού πολιτισμού βασίστηκε σε απόλυτες ηθικές αξίες και “αξιακά συστήματα”. Ιδού τι έγραψε κι ένας κομμουνιστής της εποχής (τηρουμένων των αναλογιών), ο Μπαμπέφ, για τον Ροβεσπιέρο:

“Ας του επιστρέψουμε την αρχική του, δίκαιη δόξα, και όλοι οι μαθητές του θα αναδυθούν ξανά και θα θριαμβεύσουν σύντομα. Ο ροβεσπιερισμός ανατρέπει εκ νέου όλες τις φατρίες. Δεν μοιάζει με καμία εξ αυτών, δεν είναι ούτε τεχνητός ούτε περιορισμένος. Ο εμπερτισμός υπάρχει μόνο στο Παρίσι και μεταξύ μίας μικρής μερίδας ανθρώπων, και μπορεί μόνο με δυσκολία να διατηρηθεί. Ο ροβεσπιερισμός υπάρχει σε όλο το Δημοκρατικό καθεστώς (Republic), σε όλη την τάξη των δικαίων και οξυδερκών και, φυσικά, σε όλο το λαό. Ο λόγος είναι απλός: ο ροβεσπιερισμός είναι η Δημοκρατία, και οι δύο λέξεις ταυτίζονται: η αναβίωση του ροβεσπιερισμού σημαίνει σίγουρα την αναβίωση της δημοκρατίας”.[7]

Τα παραπάνω παρατίθενται όχι για να υποστηρίξουμε τον ροβεσπιερισμό, αλλά για να δείξουμε πόσο σύνθετη είναι η επαναστατική πραγματικότητα, όπως αυτό καταδεικνύεται και από τη ματιά ενός ριζοσπάστη της εποχής εκείνης, του οποίου την επαναστατική ακεραιότητα δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς.

Η βία και ο αυταρχισμός υπάρχουν διάχυτα στον περίγυρό μας, δεν θα τα γεννήσει η επανάσταση. Η επανάσταση θα τα οικειοποιηθεί από τη σκοπιά της οργανωμένης πλειοψηφίας και θα τα ρίξει στη μάχη για την ελευθερία. Χρειάζεται όμως προσοχή να μη μετατραπούμε σε απολογητές της δημοκρατίας, σε απλούς θιασώτες του αυταρχισμού που εκφράζει η ανάγκη για δημοκρατία. Η μαρξιστική πολιτική στόχευε ιστορικά πέραν της δημοκρατίας αλλά μονάχα μέσω της δημοκρατίας. Αυτό το «πέραν» είναι που λησμονείται ή υποβαθμίζεται στην προβληματική του συγγραφέα.

 

Μαρξ και Λένιν

Τα επαναστατικά προβλήματα ιστορικής ανάπτυξης φωτίζονται αν διατηρήσουμε τη σύνδεση μεταξύ Μαρξ και Λένιν, και δεν την αποκηρύξουμε μέσω μίας ελευθεριακής διεκδίκησης του Μαρξ. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ ήταν συμπτωματικός του κεφαλαίου, όχι το εξαγνισμένο εξωτερικό αντίδοτο σε κάθε τι καπιταλιστικό. Οι αποτυχίες του σοσιαλισμού οδήγησαν περαιτέρω στον συμπτωματικό χαρακτήρα του ίδιου του μαρξισμού. Την κρίση του μαρξισμού ως συμπτωματικού του κεφαλαίου συνειδητοποίησε και θεματοποίησε ο ίδιος ο Λένιν, και τη μετέτρεψε πρώτος σε απτή δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής. Η ευκολία παραμερισμού του Λένιν από τους αντιλενινιστές οδηγεί, πιθανώς, στον παραμερισμό των πραγματικών επαναστατικών προβλημάτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, κλείνω με ένα παράθεμα του Αντόρνο, όπου προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία του Λένιν, τόσο εμφατικά ώστε πιθανώς αδικεί τον Μαρξ, αλλά καθιστά έτσι πιο ξεκάθαρη την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της επανάστασης. Της επανάστασης, όχι ως νίκης των καλών επί των κακών, αλλά ως επίπονης και μακράς διαδικασίας υποκειμενικού αυτομετασχηματισμού:

“Ο Μαρξ ήταν πολύ ακίνδυνος. Πιθανότατα φανταζόταν αφελώς ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση ίδιοι σε όλα τα ουσιώδη και τέτοιοι θα παρέμεναν. Συνεπώς, θεώρησε καλή ιδέα να τους στερήσουμε τη δεύτερη φύση τους. Δεν ασχολήθηκε με την υποκειμενικότητά τους. Πιθανότατα δεν εστίασε σ΄αυτήν τόσο προσεκτικά. Την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα της κοινωνίας βαθιά, μέχρι τον εσώτατο πυρήνα τους, θα την απέρριπτε ως θεωρία επίδρασης του περιβάλλοντος (milieu theory). Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που υποστήριξε αυτή την ιδέα”.[8]

 

[1] Λίγα σχόλια για την έκδοση: παρότι καλαίσθητη και φροντισμένη θα μπορούσαν ίσως σε μια πιθανή μελλοντική επανέκδοση να προτιμηθούν οι υποσημειώσεις αντί για τις εκτενείς σημειώσεις εντός αγκυλών και παρενθέσεων που διακόπτουν τη ροή του κειμένου, να περιληφθεί στην αρχή πίνακας περιεχομένων, και να αποφευχθούν, όπου είναι εφικτό, οι πολύ μεγάλες παράγραφοι.

[2] Όσο περισσότερο επιτυχημένη είναι μια επανάσταση τόσο λιγότερη βία θα χρειαστεί να ασκήσει. Όσο ευρύτερη η πολιτική στήριξη της επανάστασης και περισσότερα τα μέσα ισχύος που θα έχουν περάσει στα χέρια της, τόσο μικρότερη θα είναι η αντίσταση απέναντί της, άρα και η ανάγκη προσφυγής στη βία. Οι νεκροί της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν λιγότεροι από τους νεκρούς των γυρισμάτων της αντίστοιχης ταινίας του Αϊζενστάιν! Εντούτοις, η συγκέντρωση και ο μετασχηματισμός των μέσων ισχύος και επιβολής, βίαιη ή μη, παραμένει μια εξουσιαστική διαδικασία, ακόμα και στην (καλοδεχούμενη) περίπτωση όπου μέσω μίας επανάστασης αυτή που εξουσιάζει είναι η πλειοψηφία, κι αυτή που εξουσιάζεται η μειοψηφία.

[3]   Η οποία κοινωνία, κατά Αντόρνο, είναι ένα δημιούργημα της Τρίτης Τάξης!

[4]    Έχω συζητήσει διεξοδικότερα το πρόβλημα της σχέσης αυταρχισμού και δημοκρατίας, καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του νεώτερου κράτους, στο κείμενο “Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία”, όπου παράλληλα ασκώ κριτική στην αμεσοδημοκρατική κριτική της αντιπροσώπευσης. http://thessaloniki.platypus1917.org/?p=475

[5]    J.P. Nettl, Rosa Luxemburg, vol.1

[6]    Η έμφαση στον όρο δικτατορία εδώ έρχεται να υπενθυμίσει ότι κάθε κράτος είναι αυταρχικό, ακόμα και το πιο δημοκρατικό, κάτι που ξεχνούν πολλοί στη λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά: η πλειοψηφία μπορεί να τυραννά, όχι μόνο τη μειοψηφία, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της ακόμα. Το θέμα δεν είναι η κατάφαση, οποιασδήποτε επανάστασης, αλλά η κριτική επαγρύπνηση εντός της.

[7]    http://www.marxists.org/archive/bax/1911/babeuf/ch10.htm (δική μου μετάφραση)

[8]    Αναφέρεται στο: Detlev Claussen, Theodor W. Adorno: One Last Genius (Cambridge: Harvard University Press, 2008), σ. 233 (δική μου μετάφραση)

Συζήτηση με θεματική την "Εξουσία στο Μαρξισμό" που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου στο χώρο της κατάληψης Libertatia (http://libertatiasquat.blogspot.gr/). Η συζήτηση ήταν το τρίτο μέρος της θεματικής για την εξουσία (οι δύο προηγούμενες ήταν για την προσέγγιση του Φουκώ και την προσέγγιση του αναρχισμού) και έγινε από την ομάδα Πλατύπους (https://platypus1917.org/thessaloniki).