RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for author thessaloniki

 

Τo 1966, o Gomulka απέβαλε τον Κολακόφσκι από το ΚΚ Πολωνίας, διότι υπερασπίστηκε την εξέγερση του 1956, η οποία επανέφερε τον Gomulka στην εξουσία. Έκτοτε, ο Κολακόφσκι απομακρύνθηκε από το τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας.

Η ιστορία είναι πλέον πολύ γνωστή για να σχολιαστεί. Χρειάζεται μόνο να παρατηρήσουμε πως ό,τι κάνουν οι ΗΠΑ στο Ιράν, στη Γουατεμάλα και στο Βιετνάμ, η ΕΣΣΔ το προσεγγίζει στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία• και πως αυτό που το ανατολικό μπλοκ κάνει στους εξέχοντες διανοούμενούς του, το προσεγγίζουν οι ΗΠΑ με δεκάδες νέους καθηγητές τους. Το σήμα κατατεθέν της εποχής μας βρίσκεται εν μέρει στην τιμή που περιβάλλει ένα συγκεκριμένο είδος ήττας.

Σε όλη την έκταση της συλλογής από την οποία έχει ληφθεί το ακόλουθο κείμενο, «Προς έναν μαρξιστικό ανθρωπισμό», ο σταθερός στοχασμός του Κολακόφσκι - νηφάλιος, ισορροπημένος, χωρίς ποτέ να εκπίπτει σε μεμψιμοιρία - θεματοποιεί ακριβώς το ως άνω αδιέξοδο. Στην ευγένειά του που δεν είναι ποτέ συναισθηματική, στην αποστασιοποίησή του που ουδέποτε εγκαταλείπεται, στη μοναξιά του που δεν είναι ποτέ απόμακρη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν αληθινό Καμύ].

Κάθε ανθρώπινο έργο είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ του υλικού και του εργαλείου. Τα εργαλεία δεν ανταποκρίνονται ποτέ ικανοποιητικά στα καθήκοντά τους και κανένα δεν είναι υπεράνω βελτίωσης. Εκτός από τις διαφορές στην ανθρώπινη επιδεξιότητα, η ατέλεια του εργαλείου και η αντίσταση του υλικού θέτουν από κοινού τα όρια που καθορίζουν το τελικό προϊόν. Ωστόσο, το εργαλείο οφείλει να αρμόζει στο υλικό, αδιάφορο πόσο αμυδρά, αν δεν πρόκειται να παραγάγει ένα τερατούργημα. Δεν μπορείς να καθαρίσεις σωστά τα δόντια σου με ένα γεωτρύπανο, ούτε να εκτελέσεις χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο με ένα μολύβι. Οποτεδήποτε έγιναν τέτοιες προσπάθειες, τα αποτελέσματα υπήρξαν πάντοτε λιγότερο από ικανοποιητικά.

Η Αριστερά ως άρνηση

Οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της ουτοπίας και της ιστορικής πραγματικότητας. Το εργαλείο της επανάστασης είναι η ουτοπία και το υλικό είναι η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία θέλει κάποιος να προσδώσει μια νέα μορφή. Και το εργαλείο οφείλει σε κάποιον βαθμό να αρμόζει προς την υπόσταση, εάν τα αποτελέσματα δεν πρόκειται να γίνουν καταγέλαστα.

Υφίσταται, εντούτοις, μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της εργασίας επί φυσικών αντικειμένων και της εργασίας επί της ιστορίας• διότι η τελευταία, η οποία αποτελεί την υπόσταση, παρέχει επιπλέον τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται ώστε να προσδώσουν μορφή στην εν λόγω υπόσταση. Οι ουτοπίες που επιχειρούν να προσδώσουν στην ιστορία μια νέα μορφή είναι και οι ίδιες ένα προϊόν της ιστορίας, ενώ η ιστορία καθ’ εαυτή παραμένει ανώνυμη. Γι’ αυτόν τον λόγο, ακόμη και αν τα εργαλεία αποδειχθούν χονδροειδώς ακατάλληλα για το υλικό, κανείς δεν πρέπει να κατηγορηθεί, και θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί οποιοσδήποτε υπεύθυνος.

Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αποτελεί ένα ανθρώπινο προϊόν. Μολονότι κανένα άτομο δεν είναι υπεύθυνο για τα αποτελέσματα μιας ιστορικής διαδικασίας, ωστόσο καθένας είναι υπεύθυνος για την προσωπική του εμπλοκή σε αυτήν. Ως εκ τούτου, καθένας είναι επίσης υπεύθυνος για τον ρόλο του στη διαμόρφωση των διανοητικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται επί της πραγματικότητας προκειμένου να τη μεταβάλλουν – για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας δεδομένης ουτοπίας και των χρησιμοποιούμενων μέσων για την πραγμάτωσή της.

Η κατασκευή μιας ουτοπίας είναι πάντοτε μια πράξη άρνησης προς μια υφιστάμενη πραγματικότητα, μια επιθυμία για τη μεταμόρφωσή της. Όμως, η άρνηση δεν αποτελεί το αντίθετο της κατασκευής – είναι μόνο το αντίθετο της κατάφασης των υφιστάμενων συνθηκών. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι πολύ λογικό να μεμφόμαστε κάποιον για την τέλεση μιας μάλλον καταστροφικής παρά μίας δημιουργικής πράξης• κάθε πράξη δημιουργίας συνιστά κατ’ ανάγκην μια άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Το πολύ, μπορεί κανείς να κατηγορήσει κάποιον πως δεν υποστηρίζει μια υφιστάμενη πραγματικότητα και πως επιθυμεί να την αλλάξει• ή, από την άλλη, για την άνευ όρων αποδοχή της, χωρίς την αναζήτηση αλλαγής• ή, τέλος, για την επιδίωξη επιζήμιων αλλαγών. Όμως, μια αρνητική στάση συνιστά μόνο το αντίθετο μίας συντηρητικής στάσης απέναντι στον κόσμο, με την άρνηση καθ’ εαυτή να αποτελεί απλώς μια επιθυμία για αλλαγή. Η διαφορά μεταξύ της καταστροφικής και της δημιουργικής εργασίας βρίσκεται σε μια λεκτική μυστικοποίηση που απορρέει από τα επίθετα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγράψουν τις αλλαγές, οι οποίες θεωρούνται είτε καλές είτε κακές. Κάθε αλλαγή συνιστά, πράγματι, μια πράξη εν ταυτώ θετική και αρνητική και αντίθετη μόνο προς την κατάφαση των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Η ανατίναξη ενός σπιτιού είναι εξίσου δημιουργική με την οικοδόμησή του – και την ίδια στιγμή είναι εξίσου αρνητική. Ασφαλώς, αυτό δεν σημαίνει πως είναι το ίδιο αν κάποιος καταστρέφει ή χτίζει ένα σπίτι. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πράξεις είναι πως η πρώτη, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποβαίνει επιζήμια για τους εμπλεκόμενους και η δεύτερη είναι σχεδόν πάντα επωφελής. Το αντίθετο της ανατίναξης ενός σπιτιού δεν είναι το χτίσιμο ενός νέου, αλλά η διατήρηση του ήδη υπάρχοντος.

Η ως άνω παρατήρηση θα χρησιμεύσει για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ο σκοπός των οποίων είναι να ορίσουν εγγύτερα το νόημα που αποδίδουμε στην έννοια της κοινωνικής Αριστεράς.

Η Αριστερά – και αυτή είναι μια αμετάβλητη και απαράγραπτη ποιότητά της, αν και επ’ ουδενί η μοναδική της – είναι ένα κίνημα άρνησης του υφιστάμενου κόσμου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο συνιστά, όπως έχουμε δει, μια δημιουργική δύναμη. Είναι, απλώς, μια επιδίωξη αλλαγής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά απορρίπτει την ένσταση πως το πρόγραμμά της είναι μόνο αρνητικό και όχι δημιουργικό.

Η Αριστερά μπορεί να ανταπεξέλθει στις μομφές που απευθύνονται στη δυνητική ζημία ή χρησιμότητα που μπορεί να επιφέρουν οι αρνήσεις της. Μπορεί, επιπλέον, να αντιμετωπίσει τη συντηρητική θέση που επιθυμεί να διαιωνίσει τα πράγματα όπως αυτά είναι. Δεν θα υπερασπιστεί τον εαυτό της, ωστόσο, απέναντι στην κατηγορία πως είναι αμιγώς αρνητική, διότι κάθε δημιουργικό πρόγραμμα είναι αρνητικό, και το αντίστροφο. Μια Αριστερά χωρίς ένα δημιουργικό πρόγραμμα δεν δύναται, συνεπώς, να έχει ένα αρνητικό πρόγραμμα, εφόσον αυτοί οι δύο όροι είναι συνώνυμοι. Αν δεν υπάρχει πρόγραμμα, δεν υπάρχει συγχρόνως ούτε άρνηση, ήτοι, δεν υπάρχει το αντίθετο της Αριστεράς – με άλλα λόγια, συντηρητισμός.

Η ουτοπία και η Αριστερά

Ωστόσο, το ενέργημα της άρνησης δεν προσδιορίζει αφ’ εαυτού την Αριστερά, καθώς υπάρχουν κινήματα με οπισθοδρομικούς σκοπούς. Ο χιτλερισμός ήταν η άρνηση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αριστερό. Σε χώρες που δεν ελέγχονται από τη Δεξιά, ένα ακραίο αντεπαναστατικό κίνημα αποτελεί πάντοτε την άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Συνεπώς, η Αριστερά ορίζεται από την άρνησή της, αλλά όχι μόνον από αυτήν· ορίζεται περαιτέρω από την κατεύθυνση της εν λόγω άρνησης, στην πραγματικότητα, από τη φύση της ουτοπίας της.

Χρησιμοποιώ τη λέξη «ουτοπία» σκοπίμως και όχι με το υποτιμητικό της νόημα, το οποίο εκφράζει την παράλογη έννοια πως όλες οι κοινωνικές αλλαγές αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός. Λέγοντας ουτοπία, εννοώ μια κατάσταση κοινωνικής συνείδησης, ένα νοητικό σύστοιχο του κοινωνικού κινήματος το οποίο αγωνίζεται για μια ριζοσπαστική αλλαγή στον κόσμο – ένα σύστοιχο καθ’ εαυτό αναντίστοιχο προς τις εν λόγω αλλαγές τις οποίες απλά αντανακλά με μια εξιδανικευμένη και ασαφή μορφή. Εμπλουτίζει το πραγματικό κίνημα με την αίσθηση της πραγμάτωσης ενός ιδανικού γεννημένου στο βασίλειο του καθαρού πνεύματος και όχι στην τρέχουσα ιστορική εμπειρία. Η ουτοπία, ως εκ τούτου, είναι μια μυστηριώδης συνείδηση μιας ενεργού ιστορικής τάσης. Για όσο χρόνο η τάση αυτή διαθέτει μόνο μια λαθραία ύπαρξη, χωρίς να βρίσκει έκφραση σε μαζικά κοινωνικά κινήματα, γεννά ουτοπίες με τη στενότερη έννοια, ήτοι, ατομικά κατασκευασμένα πρότυπα του κόσμου, όπως αυτός θα όφειλε να είναι. Όμως, μόλις η ουτοπία καθίσταται ενεργός κοινωνική συνείδηση, εισβάλλει στη συνείδηση ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος και καθίσταται μια από τις ουσιώδεις κινητήριες δυνάμεις του. Η ουτοπία, τότε, μεταβαίνει από την επικράτεια της θεωρητικής και ηθικής σκέψης στο πεδίο της πρακτικής σκέψης, και η ίδια αρχίζει να κυβερνά την ανθρώπινη δράση.

Ωστόσο, αυτό δεν την καθιστά πραγματοποιήσιμη. Η ουτοπία παραμένει πάντοτε ένα φαινόμενο του κόσμου της σκέψης· ακόμη και όταν υποβαστάζεται από την ισχύ ενός κοινωνικού κινήματος και, πιο σημαντικό, ακόμη και όταν εισδύει στη συνείδησή του, είναι αναντίστοιχη προς αυτό, καθόσον υπερβαίνει τις δυνατότητες του κινήματος. Είναι, τρόπον τινά, «παθολογική» (σύμφωνα με μια χαλαρή έννοια της λέξης, διότι η ουτοπική συνείδηση είναι πράγματι ένα φυσικό κοινωνικό φαινόμενο). Πρόκειται για μια στρεβλή προσπάθεια να επιβληθούν στόχοι σε ένα ιστορικό ρεαλιστικό κίνημα, οι οποίοι βρίσκονται πέραν της ιστορίας.
Παρ’ όλα αυτά – και αυτό είναι θεμελιώδες για μια κατανόηση των εσωτερικών αντιφάσεων των αριστερών κινημάτων – η Αριστερά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μια ουτοπία. Η Αριστερά παράγει ουτοπίες ακριβώς όπως το πάγκρεας απελευθερώνει ινσουλίνη – δυνάμει ενός εσωτερικού νόμου. Η ουτοπία είναι ο αγώνας για αλλαγές οι οποίες «ρεαλιστικά» δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν διαμέσου της άμεσης δράσης, οι οποίες κείτονται πέραν του προβλέψιμου μέλλοντος και ανθίστανται στον σχεδιασμό. Μολαταύτα, η ουτοπία είναι ένα εργαλείο της δράσης πάνω στην πραγματικότητα και τον σχεδιασμό της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αν μια ουτοπία αποδεικνύονταν τόσο μακρινή εν σχέσει προς την πραγματικότητα, ώστε η επιθυμία της επιβολής της να γίνεται γελοία, θα οδηγούσε σε μια τερατώδη παραμόρφωση, σε κοινωνικά επιζήμιες αλλαγές που θα απειλούσαν την ελευθερία του ανθρώπου. Η Αριστερά, αν επιτύγχανε, θα μετέπιπτε τότε στο αντίθετό της – στη Δεξιά. Αλλά τότε, επίσης, η ουτοπία θα έπαυε να είναι μια ουτοπία και θα καθίστατο ένα σύνθημα απολογητικό κάθε τρέχουσας πρακτικής.
Από την άλλη, η Αριστερά δεν δύναται να αποκηρύξει την ουτοπία· δεν μπορεί να παραιτηθεί από στόχους οι οποίοι είναι, επί του παρόντος, ανέφικτοι, αλλά προσδίδουν νόημα στις κοινωνικές αλλαγές. Μιλώ για την κοινωνική Αριστερά συνολικά, διότι, μολονότι η έννοια της Αριστεράς είναι σχετική – κάποιος είναι αριστερός μόνο σε σύγκριση με κάτι, όχι σε απόλυτους όρους – εντούτοις, το ακρότατο στοιχείο κάθε Αριστεράς είναι ένα επαναστατικό κίνημα. Το επαναστατικό κίνημα αποτελεί τη συμπερίληψη όλων των απώτατων αξιώσεων που εγείρονται επί της υφιστάμενης κοινωνίας. Αποτελεί μια καθολική άρνηση του υπάρχοντος συστήματος και, συνεπώς, αποτελεί επίσης ένα καθολικό πρόγραμμα. Ένα καθολικό πρόγραμμα είναι, πράγματι, μια ουτοπία. Μια ουτοπία είναι ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της επαναστατικής Αριστεράς· η τελευταία είναι το αναγκαίο προϊόν της κοινωνικής Αριστεράς συνολικά.

Ωστόσο, γιατί αποτελεί η ουτοπία μια συνθήκη όλων των επαναστατικών κινημάτων; Διότι πολλή ιστορική εμπειρία, λιγότερο ή περισσότερο θαμμένη στην κοινωνική συνείδηση, μας λέει πως οι στόχοι που είναι επί του παρόντος ανέφικτοι δεν θα επιτευχθούν ποτέ, αν δεν αρθρωθούν όσο είναι ακόμη απραγματοποίητοι. Κάλλιστα, το αδύνατο σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να καταστεί δυνατό μόνο αν διατυπωθεί σε έναν χρόνο κατά τον οποίο είναι αδύνατο. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, μια σειρά μεταρρυθμίσεων δεν θα επιτύχουν ποτέ τους στόχους μιας επανάστασης. Ένα συνεπές μεταρρυθμιστικό κόμμα δεν θα γίνει ποτέ αδιόρατα η εκπλήρωση μιας επανάστασης. Η ύπαρξη μιας ουτοπίας ως ουτοπίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση ώστε τελικά αυτή να πάψει να είναι μια ουτοπία.

Ένα επαναστατικό κίνημα δεν δύναται να γεννηθεί ταυτόχρονα με την πράξη της επανάστασης, διότι, χωρίς ένα επαναστατικό κίνημα να προηγείται αυτής, η επανάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να λάβει χώρα. Στον βαθμό που η επαναστατική πράξη δεν έχει ολοκληρωθεί ή δεν είναι αδιαμφισβήτητα και ξεκάθαρα έκδηλη, είναι μια ουτοπία. Για το σημερινό προλεταριάτο της Ισπανίας μια σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί μια ουτοπία• ωστόσο, το ισπανικό προλεταριάτο δεν θα επιτύχει ποτέ μια επανάσταση, αν δεν την εξαγγέλλει ενόσω είναι αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο η παράδοση κατέχει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στο επαναστατικό κίνημα: το κίνημα δεν θα γνώριζε ποτέ νίκες, αν δεν είχε σε προηγούμενες φάσεις υποφέρει αναπόφευκτες ήττες – εάν δεν είχε ξεκινήσει την επαναστατική δραστηριότητα, όταν η ιστορική κατάσταση απέκλειε την επιτυχία.

Η επιθυμία για επανάσταση δεν είναι δυνατό να γεννηθεί μόνο όταν η κατάσταση είναι ώριμη, διότι μεταξύ των όρων αυτής της ωριμότητας περιλαμβάνονται οι επαναστατικές αξιώσεις που προβάλλονται σε μια ανώριμη πραγματικότητα. Η διαρκής επιρροή της κοινωνικής συνείδησης συνιστά έναν από τους αναγκαίους όρους για την ωρίμανση της ιστορίας μέχρι το σημείο της ριζοσπαστικής μεταβολής• η ουτοπία συνιστά προϋπόθεση των κοινωνικών εξεγέρσεων ακριβώς όπως οι μη ρεαλιστικές προσπάθειες αποτελούν την προϋπόθεση των ρεαλιστικών. Γι’ αυτόν τον λόγο η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή συμμετοχή σε αλλαγές που ήδη συντελούνται• δεν μπορεί απλώς να ακολουθεί τα γεγονότα, αλλά οφείλει να προπορεύεται αυτών σε μια στιγμή κατά την οποία αυτά δεν είναι ούτε σχεδιασμένα ούτε αναμενόμενα.

Συνεπώς – και αυτό αποτελεί ένα στοιχειώδες πρακτικό συμπέρασμα – η Αριστερά δεν ενοχλείται αν κατηγορηθεί πως πασχίζει για μια ουτοπία. Ίσως οφείλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην κατηγορία πως το περιεχόμενο της ουτοπίας της είναι επιζήμιο για την κοινωνία, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει απέναντι στην κατηγορία πως είναι ουτοπική.

Η Δεξιά, ως μια συντηρητική δύναμη, δεν χρειάζεται την ουτοπία• η ουσία της είναι η κατάφαση των υφιστάμενων συνθηκών – ένα γεγονός και όχι μια ουτοπία – ή αλλιώς η επιθυμία επιστροφής σε μια κατάσταση η οποία αποτελούσε κάποτε συντελεσμένο γεγονός. Η Δεξιά πασχίζει να εξιδανικεύσει τις παρούσες συνθήκες, όχι να τις αλλάξει. Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι η εξαπάτηση, όχι η ουτοπία.

Η Αριστερά δεν δύναται να παραιτηθεί από την ουτοπία, διότι αυτή αποτελεί μια πραγματική δύναμη ακόμη και όταν είναι απλώς ουτοπία. Η εξέγερση των Γερμανών χωρικών του 16ου αιώνα, το κίνημα των μπαμπεφικών και η παρισινή Κομμούνα υπήρξαν όλα ουτοπικά. Όπως αποδείχθηκε, χωρίς τέτοιες ουτοπικές δραστηριότητες, καμία μη ουτοπική, προοδευτική κοινωνική αλλαγή δεν θα είχε συντελεστεί. Προφανώς, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το έργο της Αριστεράς είναι να αναλαμβάνει ακραίες δράσεις σε κάθε ιστορική συγκυρία. Αυτό που λέμε συνίσταται μόνο στο ότι η καταδίκη της ουτοπίας για το απλό γεγονός πως είναι ουτοπία αποτελεί δεξιά θέση, είναι συντηρητική και παρεμποδίζει οριστικά την προοπτική της δημιουργίας μιας ουτοπίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν διατυπώνουμε επί του παρόντος κοινωνικά καθήκοντα. Εξετάζουμε την έννοια της Αριστεράς εντελώς αφηρημένα, επιχειρώντας να κάνουμε διαπιστώσεις και όχι αξιωματικές παραδοχές. Στον βαθμό που η Αριστερά συνιστά ένα «φυσιολογικό» κοινωνικό φαινόμενο όπως η Δεξιά και τα προοδευτικά κινήματα είναι όσο φυσιολογικά είναι και τα αντιδραστικά, είναι εξίσου φυσιολογικό για την Αριστερά, η οποία συνιστά μειοψηφία, να διώκεται από τη Δεξιά.

Η Αριστερά και οι κοινωνικές τάξεις

Η έννοια της Αριστεράς παραμένει ασαφής ως τις μέρες μας. Αν και μόνον 150 ετών περίπου, έχει αποκτήσει καθολικές ιστορικές διαστάσεις και εφαρμόζεται στην αρχαία ιστορία δυνάμει μιας διάχυσης του νοήματος, κοινής σε όλες τις γλώσσες. Στη γενική του χρήση, ο όρος έχει μια πρακτική λειτουργία, αλλά το νόημα του καθίσταται πολύ σκοτεινό, στηριζόμαστε περισσότερο στη διαίσθηση παρά στην κατανόηση. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: είναι περισσότερο εύκολο να πει κανείς ποια κινήματα, προγράμματα και στάσεις είναι αριστερά εν σχέσει προς άλλα, παρά να καθορίσει πού τελειώνει η Αριστερά και πού αρχίζει η Δεξιά στις σχέσεις πολιτικής ισχύος μέσα στο όλον της κοινωνικής δομής. Μιλάμε για μια Αριστερά εντός του χιτλερικού κόμματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, πως η γερμανική Δεξιά περιορίζονταν στη Δεξιά του εν λόγω κόμματος και πως οτιδήποτε άλλο, περιλαμβανομένης της αριστερής πτέρυγάς του, ήταν η Αριστερά με μια απόλυτη έννοια. Η κοινωνία δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μια Δεξιά και σε μια Αριστερά. Μια αριστερή στάση απέναντι σε ένα κίνημα δύναται να συνδέεται με μια δεξιά στάση απέναντι σε ένα άλλο. Μόνο στη σχετικότητα της σημασίας τους έχουν νόημα αυτές οι λέξεις.

Όμως τι εννοούμε όταν λέμε πως ένα κίνημα ή μια στάση είναι αριστερό σε σχέση προς ένα άλλο; Πιο συγκεκριμένα, ποια πτυχή της έννοιας της Αριστεράς ισχύει σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις; Για παράδειγμα, τι εννοούμε όταν μιλάμε για την Αριστερά στο Ριζοσπαστικό Κόμμα της Γαλλίας, ή για τη σοσιαλδημοκρατική, την καθολική ή την κομμουνιστική Αριστερά; Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο στη λέξη που χρησιμοποιείται σε τόσο διαφορετικά συγκείμενα; Ή δηλώνουμε απλώς πως κάθε πολιτική κατάσταση αποκαλύπτει κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα την οποία είτε εγκρίνουμε είτε θεωρούμε ως τη λιγότερο απεχθή, και την οποία επομένως αποκαλούμε «Αριστερά»; (Λέω «αποκαλούμε», διότι η Αριστερά χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ενώ η Δεξιά αντιμάχεται αυτήν τη διαίρεση συστηματικά – και επί ματαίω, διότι ο αυτοπροσδιορισμός της Αριστεράς είναι αρκετά ισχυρός ώστε να ορίσει τη Δεξιά, και, εν πάσει περιπτώσει, να καθιερώσει την ύπαρξη της διαχωριστικής γραμμής.)

Χωρίς αμφιβολία, επειδή έχει αποκτήσει μια θετική αύρα, ο όρος «Αριστερά» συχνά υιοθετείται από αντιδραστικές ομάδες. Για παράδειγμα, υπάρχει η «Ευρωπαϊκή Αριστερά», ένα πολιτικό παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Συνεπώς, η απλή χρήση του όρου δεν προσδιορίζει την Αριστερά. Οφείλουμε να αναζητήσουμε άλλους οδοδείκτες που θα μας βοηθήσουν να σταθεροποιήσουμε τη θέση μας σε αυτήν την ομιχλώδη περιοχή. Συνθήματα όπως «ελευθερία» και «ισότητα» ανήκουν, βεβαίως, στην παράδοση της Αριστεράς• όμως έχουν χάσει το νόημά τους από τη στιγμή που κατέστησαν καθολικά συνθήματα στα οποία καθένας αποδίδει τη δική του αυθαίρετη ερμηνεία. Με το πέρασμα του χρόνου, η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια. Διότι, όσο περισσότερο επηρεάζει την κοινωνική συνείδηση, τόσο περισσότερο τα συνθήματά της αποκτούν μια θετική αύρα, τόσο περισσότερο τα οικειοποιείται η Δεξιά και αυτά χάνουν την ορισμένη τους σημασία. Κανείς σήμερα δεν αντιτίθεται σε έννοιες όπως «ελευθερία» και «ισότητα»• αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να καταστούν εργαλεία εξαπάτησης, ύποπτες, εκτός εάν εξηγηθούν. Και, ακόμη χειρότερα, η λέξη «σοσιαλισμός» έχει, επίσης, αποκτήσει πολλές σημασίες.

Φυσικά, είναι αρκετά εύκολο να ορίσουμε την Αριστερά με γενικούς όρους, όπως μπορούμε να ορίσουμε την «πρόοδο». Ωστόσο, οι γενικοί ορισμοί είναι κατ’ ανάγκην παραπλανητικοί και είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένες συζητήσεις. Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως η «αριστεροσύνη» είναι ο βαθμός συμμετοχής στη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης που πασχίζει να εξαλείψει όλες τις συνθήκες στις οποίες η δυνατότητα της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών παρεμποδίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Από έναν τέτοιο ορισμό συνάγουμε έναν ορισμένο αριθμό εξίσου γενικών συνθημάτων τα οποία είναι τόσο καθολικώς αποδεκτά ώστε δεν είναι χρήσιμα για την εδραίωση πολιτικών διαχωρισμών. Οι έννοιες της Αριστεράς, της προόδου και της ελευθερίας βρίθουν εσωτερικών αντιφάσεων• οι πολιτικές διενέξεις δεν προκύπτουν από την απλή αποδοχή ή απόρριψη των εννοιών.

Ως εκ τούτου, αντί να κατασκευάσουμε μια εύκολη, αν και αναποτελεσματική, έννοια Αριστεράς εφαρμόσιμη σε όλες τις εποχές, ας αποδεχθούμε την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα ως δεδομένη και ας αναζητήσουμε τις βασικές συγκρούσεις που προσδιορίζουν την τρέχουσα ιστορία. Αυτές είναι, πρωτίστως, ταξικές συγκρούσεις, και, δευτερευόντως, πολιτικές. Ωστόσο, η πολιτική μάχη δεν ταυτίζεται πλήρως με το πρότυπο των ταξικών σχέσεων• δεν είναι ένα αντίγραφό τους που βρίσκει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων. Αυτό συμβαίνει διότι οι ταξικές διαιρέσεις δεν είναι οι μοναδικές και διότι οι τάξεις καθ’ εαυτές καθίστανται περισσότερο, και όχι λιγότερο, πολύπλοκες, καθώς διασπώνται εκ των έσω από την εθνικότητα και την ιδεολογία. Τέλος, υπάρχουν πολιτικές διαιρέσεις, στον βαθμό που αυτές αποκτούν ποικίλες μορφές αυτονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική ζωή δεν μπορεί να αντανακλά τις ταξικές συγκρούσεις καθαρά και άμεσα, αλλά, τουναντίον, ακόμη περισσότερο έμμεσα και συγκεχυμένα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήταν διαφορετικά – αν ήταν, όλες οι ιστορικές συγκρούσεις θα είχαν επιλυθεί αιώνες πριν. Γι’ αυτόν τον λόγο η δήλωση πως κάποιος πρέπει να ανήκει στην Αριστερά χάριν της εργατικής τάξης δεν ισχύει πάντοτε. Από τη μια πλευρά, χαρακτηριστικό της Αριστεράς είναι ότι δεν επιχειρεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες των ανθρώπων ενάντια στη βούλησή τους και ότι δεν τους αναγκάζει να αποδέχονται οφέλη που δεν επιθυμούν. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη μιας δεδομένης χώρας μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον εθνικισμό, ωστόσο η Αριστερά δεν θα υποστηρίξει εθνικιστικές διεκδικήσεις• αλλού, η εργατική τάξη είναι δυνατόν να έχει βαθιές ρίζες στη θρησκευτική παράδοση, ωστόσο η Αριστερά είναι ένα κοσμικό κίνημα. Ακόμη και πραγματικά άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορεί να αντιτίθενται προς τα αιτήματα της Αριστεράς. Για παράδειγμα, για πολύ καιρό οι Άγγλοι εργάτες είχαν οφέλη από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση – ωστόσο η Αριστερά είναι εχθρός της αποικιοκρατίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά δεν μπορεί να οριστεί λέγοντας πως αυτή θα πρέπει πάντοτε, σε κάθε περίπτωση, να υποστηρίζει κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης, ή πως είναι πάντα στο πλευρό της πλειοψηφίας. Η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί στο επίπεδο των ιδεών, ομολογώντας πως σε πολλές περιστάσεις θα βρεθεί στη μειοψηφία. Μολονότι στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχει αριστερή στάση ανεξάρτητη από τον αγώνα για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, μολονότι καμία αριστερή θέση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί έξω από την ταξική δομή, και, μολονότι μόνο ο αγώνας των καταπιεσμένων μπορεί να καταστήσει την Αριστερά μια υλική δύναμη, εντούτοις, η Αριστερά πρέπει να οριστεί με διανοητικούς, και όχι με ταξικούς, όρους. Αυτό προϋποθέτει πως η συγκεκριμένη διανοητική ζωή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα πιστό αντίγραφο των ταξικών συμφερόντων.

Πάνω σε αυτήν τη βάση μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της θέσης της Αριστεράς σε διάφορες κοινωνικές συνθήκες:
Στις καπιταλιστικές χώρες η μάχη της Αριστεράς είναι να καταργήσει όλα τα κοινωνικά προνόμια. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, είναι να αφαιρέσει τα προνόμια που έχουν αναπτυχθεί μέσα σε μη καπιταλιστικές συνθήκες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις μορφές αποικιακής καταπίεσης. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, αξιώνει την κατάργηση των ανισοτήτων, των διακρίσεων και τις εκμετάλλευσης ορισμένων χωρών από άλλες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται ενάντια στους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Το ίδιο κάνει και στις μη καπιταλιστικές χώρες. Στις μεν και στις δε η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις αντιφάσεις της ελευθερίας που αναδύονται σε αμφότερες μορφές των κοινωνικών συνθηκών: μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να προωθήσει το αίτημα για ανεκτικότητα χωρίς να στραφεί έναντι της ίδιας της ιδέας της ανεκτικότητας; Πώς μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι η ανεκτικότητα δεν θα οδηγήσει στη νίκη εκείνων των δυνάμεων που θα καταπνίξουν την αρχή της ανεκτικότητας; Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα όλων των αριστερών κινημάτων. Προφανώς, είναι επίσης αληθές πως η Αριστερά μπορεί να κάνει λάθη και να δρα αναποτελεσματικά, και έτσι να δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία είναι εχθρική προς την ίδια. Ωστόσο, η λανθασμένη τακτική δεν αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της Αριστεράς, διότι, όπως έχουμε πει, τα κριτήριά της τίθενται στο ιδεολογικό επίπεδο.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται για την εκκοσμίκευση της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι αληθές και για τις μη καπιταλιστικές χώρες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η καταστροφή κάθε ρατσισμού είναι ένα ουσιώδες τμήμα της θέσης της Αριστεράς. Ομοίως στις μη καπιταλιστικές χώρες.

Η Αριστερά αγωνίζεται παντού ενάντια στην εισβολή κάθε είδους σκοταδισμού στην κοινωνική ζωή· μάχεται για τη νίκη της έλλογης σκέψης, η οποία δεν αποτελεί επ’ ουδενί πολυτέλεια που φυλάσσεται για τους διανοούμενους, αλλά ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής προόδου αυτού του αιώνα. Χωρίς αυτήν [την έλλογη σκέψη] κάθε μορφή προόδου καθίσταται παρωδία των δικών της προϋποθέσεων.

Τέλος, σε αμφότερα συστήματα, η Αριστερά δεν αποκλείει τη χρήση βίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο, αν και η χρήση βίας δεν αποτελεί ανακάλυψη της Αριστεράς, αλλά μάλλον μια αναπόφευκτη μορφή κοινωνικής ύπαρξης. Η Αριστερά αποδέχεται την αντινομία της βίας, αλλά μόνον ως αντινομία και όχι ως δώρο της μοίρας. Η Αριστερά είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με τα ιστορικά δεδομένα οπουδήποτε, όμως απορρίπτει τους ιδεολογικούς συμβιβασμούς, δηλαδή δεν παραιτείται του δικαιώματος να διακηρύττει τις βασικές αρχές της ύπαρξής της ανεξάρτητα από την πολιτική της τακτική.

Η Αριστερά είναι ελεύθερη από το αίσθημα του ιερού· στερείται του αισθήματος της ιερότητας απέναντι σε οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση. Λαμβάνει τη θέση ενός μόνιμου αναθεωρητισμού απέναντι στην πραγματικότητα, κατά τον τρόπο που η Δεξιά λαμβάνει μια θέση οπορτουνισμού εν αναφορά προς τον κόσμο όπως αυτός είναι. Η Δεξιά είναι η ενσάρκωση της αδράνειας της ιστορικής πραγματικότητας – γι’ αυτό και είναι όσο αιώνια είναι και η Αριστερά.

Σε αμφότερα τα συστήματα η Αριστερά πασχίζει να στηρίξει τις προσδοκίες της στην εμπειρία και τις εξελικτικές τάσεις της ιστορίας, ενώ η Δεξιά αποτελεί την έκφραση της συνθηκολόγησης με την κατάσταση της στιγμής. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δύναται να έχει πολιτική ιδεολογία, ενώ η Δεξιά δεν έχει τίποτα παρά μόνο τακτική.

Εντός του πλαισίου των δύο συστημάτων, η Αριστερά γνωρίζει πως κάθε ανθρώπινη ελευθερία ικανοποιεί μια ειδική ανάγκη, αλλά πως υπάρχει επιπλέον και μια ανάγκη για την ελευθερία ως τέτοια.

Η Αριστερά δεν φοβάται την ιστορία. Πιστεύει στη μεταβλητότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης φύσης – στη δυνατότητα να τις αλλάξει. Εντός και των δύο στρατοπέδων απορρίπτει κάθε ταπεινοφροσύνη ενώπιον των υφιστάμενων καταστάσεων, αρχών, δογμάτων, της πλειοψηφίας, των προκαταλήψεων ή των υλικών πιέσεων.

Σε αμφότερα [τα συστήματα], η Αριστερά – χωρίς να αποκλείει τη χρήση της βίας, χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτήν και χωρίς να την αποκαλεί «αγωγή» ή «αγαθοεργία» ή «μέριμνα για τα παιδιά», κλπ. – παρ’ όλα αυτά απορρίπτει κάθε μέσο πολιτικής σύγκρουσης που οδηγεί σε ηθικές συνέπειες που αντιφάσκουν με τις δικές της προκείμενες.

Όλη αυτήν την ώρα περιέγραφα την Αριστερά ως μια ορισμένη ιδεολογική και ηθική στάση. Διότι η Αριστερά δεν συνιστά ένα μοναδικό, πολιτικά καθορισμένο κίνημα ή κόμμα ή ομάδα κομμάτων. Η Αριστερά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό το οποίο, κατά το μάλλον ή ήττον, μπορεί να υπηρετήσει συγκεκριμένα κινήματα ή κόμματα, όπως και δεδομένα άτομα και ανθρώπινες δραστηριότητες, στάσεις και ιδεολογίες. Κάποιος μπορεί να είναι αριστερός από μια άποψη και όχι από μια άλλη. Σπάνια απαντώνται πολιτικά κινήματα τα οποία είναι εξ ολοκλήρου αριστερά από κάθε άποψη και καθ’ όλη την πορεία της ύπαρξής τους. Ένας αριστερός μπορεί να συμμετέχει στον πολιτικό αγώνα και να είναι πολιτικός σε ένα αριστερό κόμμα, ενώ να αρνείται να εγκρίνει πράξεις και γνώμες [στο κόμμα ή του κόμματος] που είναι ξεκάθαρα εχθρικές έναντι μιας αριστερής στάσης. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει πως η αριστερή θέση δεν οδηγεί σε εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις.

Γι’ αυτούς του λόγους η Αριστερά, ως τέτοια και ως ολότητα, δεν μπορεί να είναι ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα. Η Αριστερά είναι πάντοτε στα αριστερά από ορισμένες απόψεις εν σχέσει προς μερικά πολιτικά κινήματα. Κάθε κόμμα έχει την αριστερή του πτέρυγα, ένα ρεύμα το οποίο είναι περισσότερο προς τα αριστερά από το υπόλοιπο κόμμα εν αναφορά προς κάποιο χαρακτηριστικό που μπορεί να αναφερθεί ως παράδειγμα. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει πως αν όλα τα αριστερά στοιχεία όλων των κομμάτων ληφθούν μαζί σχηματίζουν ένα ενιαίο κίνημα, ούτε πως συνδέονται στενότερα μεταξύ τους παρά με το κόμμα που τα γέννησε. Αυτό θα ίσχυε αν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να είναι αριστερά από κάθε άποψη· όμως σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα αποτελούσαν, καταρχάς, τμήματα τόσο πολλών διαφορετικών κομμάτων με τόσο ποικίλα προγράμματα. Η αριστερή πτέρυγα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων έχει, κατά κανόνα, απείρως περισσότερα κοινά με αυτά, παρά με τη σοσιαλιστική Αριστερά, εντούτοις αποτελεί τη χριστιανοδημοκρατική αριστερά ακριβώς σε αυτήν τη βάση. Η «αριστεροσύνη» της δύναται να καταδειχθεί από μια στάση επί του ενός ή του άλλου πραγματικού πολιτικού προβλήματος, η οποία, τη συγκεκριμένη στιγμή, τη φέρνει πιο κοντά στην Αριστερά άλλων κομμάτων – για παράδειγμα, μια καταδίκη της αποικιοκρατίας ή του ρατσισμού. Από την άλλη πλευρά, οι διεκδικήσεις της Αριστεράς ικανοποιούνται σε ποικίλους βαθμούς από διαφορετικά κόμματα, τα οποία γι’ αυτόν τον λόγο καλούνται, περισσότερο ή λιγότερο, αριστερά.

Η Αριστερά και ο κομμουνισμός στην Πολωνία

Μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα αμιγές κόμμα της Αριστεράς, και αν ναι, πότε; Είναι τέτοιο το κομμουνιστικό κόμμα; Εφόσον δεν μπορούμε επί του παρόντος να καθορίσουμε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, ας εξετάσουμε αυτό το ερώτημα σε σχέση με το ΚΚ Πολωνίας.

Για πολύ καιρό η διαίρεση σε Αριστερά και Δεξιά στο κόμμα δεν υπήρχε, παρόλο που κάποια μέλη ήταν κατά το μάλλον ή το ήττον στα αριστερά. Δεν υπήρχε διότι το κόμμα στερούνταν οποιαδήποτε πραγματική πολιτική ζωή, διότι η ιδεολογία του δεν αναπτύχθηκε από τη δική του ιστορική εμπειρία, αλλά σε μεγάλο βαθμό του επιβλήθηκε ανεξάρτητα από την εμπειρία. Η διαίρεση σε μια Αριστερά και σε μια Δεξιά δημιουργήθηκε μόνον όταν εμφανίστηκε η πολιτική ζωή του κόμματος.

Η διάσπαση συνέβη σύμφωνα με θέσεις πάνω σε ζητήματα που πάντοτε διχάζουν ένα κίνημα σε μια Αριστερά και μια Δεξιά. Η Αριστερά του κόμματος σχηματίστηκε από αυτούς που αγωνίζονταν να καταργήσουν τα προνόμια κάθε μορφής στην κοινωνική ζωή, να αναγνωρίσουν την αρχή της ισότητας στις συμφωνίες μεταξύ των εθνών και να αντιταχθούν στον ντόπιο και ξένο εθνικισμό, διαφυλάσσοντας το δικαίωμα να τον αποκαλούν με το αληθινό όνομα του εθνικισμού. Η Αριστερά υποστηρίζει την κατάργηση, χωρίς εξαπατήσεις, όλων των ειδών του αντισημιτισμού στην Πολωνία, υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου και της συζήτησης, τη νίκη ενάντια στο δόγμα και στην ανιαρή, δογματική ή κατ’ άλλον τρόπο μαγική σκέψη στην πολιτική, τη νομιμότητα στις δημόσιες σχέσεις, τη μέγιστη αύξηση του ρόλου της εργατικής τάξης εντός του συστήματος της διακυβέρνησης, την κατάργηση της ανομίας της αστυνομίας. Μάχεται ενάντια στο να αποκαλούνται τα εγκλήματα «κομμουνισμός» και οι γκάνγκστερ «κομμουνιστές» – και ενάντια σε χιλιάδες άλλα πράγματα.

Παραθέτω αυτά τα θέματα συνοπτικά, χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες, μόνο για να καταδείξω πως την κατεύθυνση των αλλαγών που σκόπευαν να οδηγήσουν στον θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ενέπνευσε στο κόμμα η Αριστερά του, της οποίας οι διεκδικήσεις σε όλα τα ζωτικά ζητήματα συμπεριλαμβάνονται σε αυτό που αποκαλούμε αριστερή θέση. Η Δεξιά του Κόμματος αποτελείται από τις δυνάμεις της σταλινικής αδράνειας, υπερασπιζόμενη ένα σύστημα βασισμένο σε αρχές που αποκηρύσσουν την πολωνική κυριαρχία χάριν ενός ξένου εθνικισμού. Υποστηρίζει τη δικτατορία δογματικών σχημάτων στην πνευματική ζωή, τη δικτατορία της αστυνομίας στη δημόσια ζωή και τη στρατιωτική δικτατορία στην οικονομική ζωή. Καταστέλλει την ελευθερία του λόγου και χρησιμοποιεί την ορολογία της διακυβέρνησης του λαού ώστε να συγκαλύψει τη διακυβέρνηση από έναν πολιτικό μηχανισμό ο οποίος παραβλέπει τη γνώμη του λαού και τις ανάγκες του. Οι δυνάμεις του σταλινισμού μέσα στο Κόμμα ήταν και είναι μια συγκέντρωση όλων των θεμελιωδών χαρακτηριστικών που ορίζουν τη Δεξιά, τον συντηρητισμό και την αντίδραση.

Ωστόσο, η Αριστερά του ΚΚΠ βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη θέση, στην οποία οι πολιτικές τάσεις δεν καλύπτουν μια ενιαία αδιάσπαστη κλίμακα «από τα αριστερά στα δεξιά», αλλά βρίθουν περιπλοκών. Οι δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται μεταξύ δύο δεξιών τάσεων: την αντίδραση εντός του Κόμματος και την παραδοσιακή αντίδραση. Αυτή είναι μια καινούρια ιστορική εξέλιξη, η επίγνωση της οποίας εμφανίστηκε μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια. Μέχρι σήμερα αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο φαινόμενο, όμως οι επιπλοκές του είναι διεθνείς. Θα απέχουμε από την περιγραφή των ιστορικών αιτίων αυτής της κατάστασης, η οποία σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής της δημιούργησε μια κρίση στο κομμουνιστικό κίνημα, και απλώς θα υποστηρίξουμε πως η Νέα Αριστερά έκανε την εμφάνισή της στο κίνημα μόλις έγινε προφανές πως υπήρχε μια Νέα Δεξιά. Δεν θα πραγματευθούμε επί του παρόντος το ερώτημα για το πώς ακριβώς η Παλαιά Αριστερά εκφυλίστηκε και επιβίωσε με τη μορφή μιας Δεξιάς – μια διαδικασία για την οποία η ιστορία του σταλινισμού προσπορίζει ένα διδακτικό παράδειγμα – όμως, δεν φαίνεται πως η ως άνω διαδικασία προκλήθηκε από το απλό γεγονός της ανάληψης της εξουσίας από την Αριστερά. Τουτέστιν, δεν φαίνεται πως η Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο σε μια αντιπολιτευτική θέση, ή πως η κατοχή της εξουσίας είναι ασύμβατη με τη φύση της Αριστεράς και οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή της.

Μολονότι η άρνηση της πραγματικότητας είναι μέρος της φύσης της Αριστεράς, δεν συνεπάγεται αναγκαία πως η πραγματικότητα οφείλει πάντα να είναι αντίθετη προς τις αξιώσεις της Αριστεράς. Αληθεύει ότι η ιστορία παρέχει αναρίθμητες εμπειρίες που μοιάζουν να συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας άποψης και μας δελεάζουν να αντικρύσουμε την Αριστερά ως καταδικασμένη να αποτελεί μια «αιώνια αντιπολίτευση». Εντούτοις, με την πάροδο των ετών, η ιστορία έγινε μάρτυρας πολλών υποχωρήσεων σε σχέση με αιτήματα (για παράδειγμα, την ισότητα απέναντι στον νόμο) τα οποία ακολούθως, έπειτα από αιώνες δυστυχίας και ήττας, έγιναν πραγματικότητα. Η αγάπη του μαρτυρίου και οι ηρωισμοί είναι τόσο ξένα για την Αριστερά, όσο ο οπορτουνισμός σε μια τρέχουσα κατάσταση ή η αποκήρυξη ουτοπικών στόχων. Η Αριστερά διαμαρτύρεται ενάντια στον υφιστάμενο κόσμο, αλλά δεν λαχταρά το κενό. Συνιστά ένα εκρηκτικό φορτίο που διαρρηγνύει τη σταθερότητα της κοινωνικής ζωής, αλλά δεν είναι ένα κίνημα προς το τίποτα.

Οι αδυναμίες της Αριστεράς

Η κύρια αδυναμία της Αριστεράς δεν υπήρξε το ότι αναδύθηκε από την άρνηση, αλλά ότι η άρνησή της έφτασε μόνο ως το επίπεδο της ηθικής διαμαρτυρίας και όχι της πρακτικής σκέψης. Μια αριστερή στάση η οποία σταματά στο στάδιο της ηθικής εμπειρίας έχει μικρό πρακτικό αποτέλεσμα. Η πονοψυχία [“Bleeding-heartism”] δεν αποτελεί πολιτική θέση.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό, το οποίο ήταν αναπόφευκτο στις δικές μας περιστάσεις, ήταν πως η Αριστερά δεν μπορούσε να αποτελεί ένα οργανωμένο κίνημα, παρά μόνο μια ασαφή, κατακερματισμένη, αρνητική συνείδηση αντιτιθέμενη στη Δεξιά, η οποία [Δεξιά] δεν δεσμευόταν από ενδοιασμούς πίστης αναφορικά προς τον σχηματισμό φραξιών εντός του Κόμματος. Τοιουτοτρόπως, η Αριστερά δεν κατέστη ένα πολιτικό κίνημα με την αληθινή έννοια, αλλά απλώς το άθροισμα αυθόρμητων ηθικών στάσεων.

Μια αδυναμία της Αριστεράς προκλήθηκε από τις οπισθοδρομικές συνθήκες στη διεθνή κατάσταση. Δεν θα υπεισέλθω στις λεπομέρειές της, όμως αυτή ευνοούσε ιδιαίτερα τις δεξιές δραστηριότητες.

Άλλες αδυναμίες της Αριστεράς αποτέλεσαν εκείνα τα συστατικά στοιχεία της άμεσης κατάστασης από τα οποία οι προσπάθειες της Δεξιάς μπορούσαν να αντλήσουν δύναμη. Η Δεξιά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό για τη χρήση κάθε είδους δημαγωγίας, κάθε πολιτικού και ιδεολογικού συνθήματος που θα την καθιστούσε ικανή να κυριαρχήσει στη δεδομένη κατάσταση. Όταν είναι αναγκαίο, χρησιμοποιεί τον αντισημιτισμό ώστε να κερδίσει έναν ορισμένο αριθμό συμμάχων μεταξύ των φανατικών εντός ή εκτός του κόμματος. Πρωταρχικά, η Δεξιά κυνηγά την εξουσία. Στη μάχη για την εξουσία (την οποία, για παράδειγμα, δεν κατέχει σήμερα στην Πολωνία) είναι προετοιμασμένη να προωθήσει οποιαδήποτε αριστερά συνθήματα θεωρεί πως θα προκαλέσουν το λαϊκό ενδιαφέρον. Ας μιλήσουμε ανοιχτά: η περιφρόνηση για την ιδεολογία είναι η δύναμη της Δεξιάς, διότι της επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στην πράξη και την αυθαίρετη χρήση οποιουδήποτε λεκτικού προσωπείου διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Η Δεξιά στηρίζεται όχι μόνο από την αδράνεια των παλαιών ηθών και θεσμών, αλλά και από τη δύναμη του ψεύδους· σε μικρό βαθμό, είναι αλήθεια, ωστόσο αρκετά ώστε να της επιτρέψει να ελέγξει την κατάσταση. Κάποια δεδομένη στιγμή αυτά τα ιδεολογικά συνθήματα αποκαλύπτονται ως τακτική εξαπάτηση• ωστόσο, το τέχνασμα είναι να διασφαλίσει κανείς πως αυτή η στιγμή έρχεται μόνον αφότου η κατάσταση είναι υπό τον έλεγχό του και η αστυνομία στη διάθεσή του. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για την Αριστερά να έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα κριτήρια αναγνώρισης, με τη μορφή των στάσεων απέναντι σε εκείνα τα πραγματικά πολιτικά θέματα που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αναγκάζουν τη Δεξιά να αποκαλύψει τον εαυτό της ως αυτό που [πραγματικά] είναι. Σήμερα τέτοια κριτήρια υπάρχουν κυρίως στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.

Η Αριστερά αποδυναμώθηκε επιπλέον από το γεγονός πως η γενική κοινωνική διαμαρτυρία εναντίον των συμβιβασμένων μεθόδων της κυβέρνησης υπήρξε πολύ συχνά συνδεδεμένη με αντιδραστικά αιτήματα, απαράδεκτα για την Αριστερά. Αλλά σε εκείνο το στάδιο της ανάπτυξής της, η Αριστερά δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να ηγηθεί εκείνης της διαμαρτυρίας.

Ως αποτέλεσμα αυτών των περιστάσεων, η Αριστερά (σε διεθνή κλίμακα) δεν μπορούσε παρά να ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η Αριστερά, αν πρόκειται να υπάρχει, οφείλει να έχει επίγνωση του κινδύνου της ιδεολογικής της θέσης.

Ο κίνδυνος έγκειται στη διπλή της έκθεση σε δύο μορφές δεξιάς πίεσης. Η Αριστερά οφείλει να βρίσκεται σε ιδιαίτερη εγρήγορση σε σχέση με την ανάγκη της να ορίζει την ειδική θέση της ως σταθερά και συγχρόνως αντιτιθέμενη και στις δύο εκείνες δυνάμεις. Οφείλει ξεκάθαρα και διαρκώς να διακηρύττει την αρνητική της στάση απέναντι σε αμφότερα τα δεξιά ρεύματα, από τα οποία το ένα αποτελεί την έκφραση της σταλινικής αδράνειας και το άλλο [την έκφραση] της αδράνειας του καπιταλισμού στην πιο οπισθοδρομική και σκοταδιστική του μορφή. Η Αριστερά διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο, αν κατευθύνει την κριτική της μονάχα έναντι της μίας πίεσης, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά δυσδιάκριτους τους πολιτικούς της διαχωρισμούς. Η θέση της οφείλει να εκφράζεται σε μια ταυτόχρονη άρνηση. Η Αριστερά οφείλει να αντιτίθεται στον πολωνικό εθνικισμό τόσο ανυποχώρητα όπως και στους ξένους εθνικισμούς που απειλούν την Πολωνία. Οφείλει να λαμβάνει την ίδια σαφή και έλλογη στάση τόσο προς την αρτηριοσκληρωτική θρησκοληψία της σταλινικής εκδοχής του μαρξισμού όσο και προς τον σκοταδισμό του κλήρου. Οφείλει ταυτόχρονα να απορρίπτει τη σοσιαλιστική φρασεολογία ως ένα προσωπείο αστυνομικών κρατών και τη δημοκρατική φρασεολογία ως μεταμφίεση της αστικής εξουσίας. Μόνον έτσι δύναται η Αριστερά να διατηρήσει την ξεχωριστή, διακριτή θέση της, τη θέση μιας μειοψηφίας. Εξάλλου, η Αριστερά δεν επιθυμεί να γίνει πλειοψηφία με οποιοδήποτε τίμημα.

Στην τρέχουσα συγκυρία, η σπουδαιότερη αξίωση της Αριστεράς είναι ιδεολογική. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, είναι να διαφοροποιήσει με ακρίβεια την ιδεολογία από την τρέχουσα πολιτική τακτική. Η Αριστερά δεν αρνείται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα στον βαθμό που οι συμβιβασμοί χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι. Θα αντιδρά πάντοτε σε κάθε απόπειρα ευθυγράμμισης της ιδεολογίας στις απαιτήσεις της στιγμής, στις προσωρινά αναγκαίες παραχωρήσεις, τους τακτικισμούς. Ενώ η Αριστερά αναγνωρίζει πως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ανίσχυρη ενώπιον του εγκλήματος, αρνείται να αποκαλέσει το έγκλημα «ευλογία».

Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επουσιώδες ή δευτερεύον ζήτημα. Ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο δεν βασίζεται σε μια αυθεντική ιδεολογική βάση, μπορεί να φυτοζωεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως θα καταρρεύσει σαν σπίτι από τραπουλόχαρτα μόλις αντιμετωπίσει δυσκολίες. Ένα παράδειγμα αποτελεί το ουγγρικό Κόμμα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα το οποίο καθυποτάσσει την ιδεολογία στην άμεση τακτική είναι καταδικασμένο να παρακμάσει και να ηττηθεί. Μπορεί να υπάρχει μόνο με την υποστήριξη της εξουσίας και της κρατικής ικανότητας για καταστολή. Οι πνευματικές και ηθικές αξίες του κομμουνισμού δεν αποτελούν πολυτελή στολίδια της δραστηριότητάς του αλλά τους όρους της ύπαρξής του. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι δύσκολο να δημιουργηθεί αριστερός σοσιαλισμός σε μια αντιδραστική χώρα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα, του οποίου η μοναδική μορφή ύπαρξης είναι η αμιγής τακτική και το οποίο επιτρέπει την απώλεια των αυθεντικών του πνευματικών και ηθικών προκείμενων, παύει να αποτελεί αριστερό κίνημα. Ως εκ τούτου, η λέξη «σοσιαλισμός» έφτασε να έχει περισσότερες της μίας σημασίες και δεν αποτελεί πλέον συνώνυμο της Αριστεράς. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αναγκαία μια αναγέννηση της έννοιας της Αριστεράς – έτσι ώστε, επιπλέον, να καθοριστεί το νόημα των αριστερών συνθημάτων. Συνεπώς, προτείνουμε τον όρο «αριστερός σοσιαλισμός».

Χωρίς να εγκαταλείπει οποιαδήποτε από τις προκείμενες της ύπαρξής της, η Αριστερά είναι προφανώς έτοιμη να συγκροτήσει συμμαχίες με οποιαδήποτε ομάδα, αδιάφορο πόσο μικρή, και με όλες τις «αριστερές εστίες», οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Πρέπει, ωστόσο, να αρνείται να υποστηρίξει δεξιές καταστάσεις και δραστηριότητες· ή, αν υποχρεώνεται να κάνει κάτι τέτοιο υπό καταναγκασμό, οφείλει να το αποκαλεί «καταναγκασμό» και να απέχει από την αναζήτηση ιδεολογικής δικαιολόγησης των πράξεών της.

Η Αριστερά γνωρίζει πως αυτές οι απαιτήσεις μοιάζουν απλώς μετριοπαθείς και συνειδητοποιεί πως μπορεί να οδηγήσουν σε νέες ήττες – όμως, αυτές οι ήττες είναι περισσότερο γόνιμες από τη συνθηκολόγηση. Για αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δεν φοβάται να είναι μειοψηφία, όπως είναι σε διεθνή κλίμακα. Γνωρίζει πως η ιστορία καθ’ εαυτήν παράγει σε κάθε περίσταση μια αριστερή πλευρά η οποία αποτελεί εξίσου αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής με τη συντηρητική και αδρανή πλευρά της.

Οι αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής δεν είναι δυνατόν να καταργηθούν· αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη ιστορία θα υπάρχει όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Και η Αριστερά αποτελεί παράγοντα ζύμωσης ακόμη και στις πλέον απαθείς μάζες του ιστορικού παρόντος. Ακόμη και αν είναι κατά καιρούς αδύναμη και αφανής, αποτελεί ωστόσο τον δυναμίτη της ελπίδας που ανατινάσσει το νεκρό φορτίο των απολιθωμένων συστημάτων, θεσμών, ηθών, διανοητικών συνηθειών και κλειστών δογμάτων. Η Αριστερά ενώνει τα διασκορπισμένα και συχνά κρυμμένα άτομα των οποίων η κίνηση αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που αποκαλούμε πρόοδο.

Μετάφραση: Ορέστης Γούλας (από την αγγλική έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Κολακόφσκι)

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης, Γιώργος Στεφανίδης

Το παραπάνω δοκίμιο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Leszek Kolakowski: Toward a Marxist Humanism: Essays on the Left Today, Grove/Atlantic, Inc., 1968.

Εμείς οι παλιότεροι εκπρόσωποι αυτού που καθιερώθηκε υπό την ονομασία «Σχολή της Φραγκφούρτης» κατηγορηθήκαμε πρόσφατα με προθυμία για παραίτηση. Είχαμε όντως αναπτύξει στοιχεία μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας, αναφέρει η κατηγορία, αλλά δεν ήμασταν έτοιμοι να εξαγάγουμε τις πρακτικές της συνέπειες. Και έτσι, ούτε παρείχαμε προγράμματα δράσης, ούτε καν υποστηρίξαμε τη δράση αυτών που ένιωθαν πως εμπνέονται από την κριτική θεωρία. Δεν θα καταπιαστώ με το ερώτημα, αν αυτό μπορεί να απαιτείται από θεωρητικούς διανοητές, οι οποίοι είναι σχετικά ευαίσθητοι δέκτες, κατά κανένα τρόπο απρόσβλητοι από κραδασμούς. Η αποστολή που τους έχει ανατεθεί μέσα στην κοινωνία της καταμερισμένης εργασίας μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού οι ίδιοι μπορεί να παραμορφώνονται από αυτή. Όμως εξίσου διαμορφώνονται από αυτή• βέβαια, δεν μπορούν να καταργήσουν με την απλή βούλησή τους αυτό το οποίο έγιναν. Δεν θα ήθελα να αρνηθώ το στοιχείο της υποκειμενικής αδυναμίας που ακολουθεί την περιοριστική επικέντρωση στη θεωρία. Πιστεύω πως η αντικειμενική πλευρά είναι περισσότερο σημαντική. Η αντίρρηση, εύκολα διατυπωμένη, είναι πάνω-κάτω η εξής: όποιος αυτή την ώρα αμφισβητεί τη δυνατότητα ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, επομένως, ούτε συμμετέχει σε θεαματικές και βίαιες ενέργειες ούτε τις προτείνει, αυτός έχει παραιτηθεί. Θεωρεί πως αυτό που έχει στο μυαλό του δεν μπορεί να πραγματωθεί• στην πραγματικότητα, ούτε καν θέλει να το πραγματώσει. Αφήνοντας τις συνθήκες ανέγγιχτες, τις αποδέχεται ανομολόγητα.

Η απόσταση από την πράξη θεωρείται κακόφημη από όλους. Όποιος δεν θα ήθελε πραγματικά να στρωθεί στη δουλειά και να λερώσει τα χέρια του, είναι ύποπτος, λες και η αποστροφή δεν είναι θεμιτή, αλλά έχει παραμορφωθεί από το προνόμιο. Η δυσπιστία προς αυτόν που δυσπιστεί απέναντι στην πράξη εκτείνεται από αυτούς που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά και επαναλαμβάνουν το παλιό σύνθημα «τα πολλά λόγια είναι φτώχια», μέχρι το αντικειμενικό πνεύμα της διαφήμισης που διαδίδει το παράδειγμα – το οποίο αποκαλούν παράδειγμα προς μίμηση – του δραστήριου, ενεργητικού ατόμου, είτε είναι βιομήχανος, είτε αθλητής. Ο καθένας πρέπει να συμμετάσχει. Όποιος μοναχά σκέφτεται, αποσύρεται, θεωρείται αδύναμος, δειλός, κατ’ ουσίαν προδότης. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό, το εχθρικό κλισέ του διανοούμενου διεισδύει βαθιά μέσα στην ομάδα εκείνων των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι με τη σειρά τους λοιδορούνται ως διανοούμενοι.

Οι σκεπτόμενοι πρακτικιστές απαντούν ως εξής: ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν περιλαμβάνεται ακριβώς η κατάσταση του διαχωρισμού θεωρίας και πράξης. Η πράξη είναι αναγκαία, ακριβώς, προκειμένου να απαλλαγούμε από την κυριαρχία των πρακτικών ανθρώπων και του πρακτικού ιδεώδους. Όμως αυτή η πράξη μετασχηματίζεται ταχύτατα σε μια απαγόρευση της σκέψης. Το παραμικρό αρκεί ώστε η αντίσταση απέναντι στην καταπίεση να στραφεί καταπιεστικά απέναντι σε αυτούς, οι οποίοι, όσο λίγο κι αν θέλουν να εκθειάσουν την ύπαρξή τους, δεν εγκαταλείπουν αυτό που έγιναν. Η συχνά επικαλούμενη ενότητα θεωρίας και πράξης έχει την τάση να μετατρέπεται σε κυριαρχία της πράξης. Πολλές τάσεις δυσφημίζουν την ίδια τη θεωρία ως μια μορφή καταπίεσης• λες και η πράξη δεν συνδέεται πολύ πιο άμεσα με την καταπίεση. Στον Μαρξ, η διδασκαλία αυτής της ενότητας εμπνεόταν από την πραγματική δυνατότητα δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν πραγματώθηκε.[1] Αυτό που αναδύεται σήμερα είναι το ακριβώς αντίθετο. Κάποιοι γαντζώνονται στη δράση χάριν της αδυνατότητας για δράση. Ήδη στον Μαρξ, ωστόσο, υπάρχει κρυμμένη μια πληγή. Ίσως παρουσίασε την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ τόσο απόλυτα, διότι δεν ήταν εντελώς βέβαιος για αυτή. Κατά τη νεότητά του είχε απαιτήσει την “αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος”.[2] Στη συνέχεια χλευάζει την κριτική. Αλλά η περίφημη σαρκαστική του διάθεση απέναντι στους νέους Εγελιανούς, η φράση “κριτική κριτική” [“critical critique”] ήταν κάτι άχρηστο και εξανεμίστηκε σαν απλή ταυτολογία.[3]Η κριτική που εφάρμοζε ο ίδιος ο Μαρξ ανακόπηκε με ανορθολογικό τρόπο από την επιβληθείσα πρωτοκαθεδρία της πράξης [praxis]. Στη Ρωσία και στην ορθοδοξία άλλων χωρών, η χαιρέκακη χλεύη της κριτικής κριτικής έγινε ένα εργαλείο έτσι ώστε οι υπάρχουσες συνθήκες να επιβληθούν με τρομακτικό τρόπο. Η μοναδική σημασία της πράξης ήταν η αυξημένη παραγωγή των μέσων παραγωγής. Η μόνη κριτική που ήταν ανεκτή ήταν αυτή που στρεφόταν κατά των ανθρώπων κατηγορώντας τους ότι δεν εργάζονται αρκετά σκληρά. Η υπαγωγή της θεωρίας στην πράξη μεταστρέφεται τόσο εύκολα σε εξυπηρέτηση μιας επαναλαμβανόμενης καταπίεσης.

Η καταπιεστική αδιαλλαξία απέναντι στη σκέψη, η οποία δεν συνοδεύεται άμεσα από οδηγίες για δράση, εδράζεται στο άγχος. Ο καθένας πρέπει να φοβάται την απερίσπαστη σκέψη και τη στάση που δεν αφήνει την τελευταία να ξεπουληθεί, διότι γνωρίζει βαθιά ό,τι δεν μπορεί να παραδεχτεί ανοικτά: πως η σκέψη έχει δίκιο. Ένας πανάρχαιος αστικός μηχανισμός, με τον οποίο ήταν πολύ εξοικειωμένοι οι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, λειτουργεί ξανά, αλλά απαράλλακτα: ο πόνος που προκαλείται από μια αρνητική κατάσταση, αυτή τη φορά από την αποκλεισμένη πραγματικότητα, γίνεται οργή προς αυτόν που την θεματοποιεί. Η σκέψη, ο αυτοσυνείδητος διαφωτισμός, απειλεί να απομαγεύσει την ψευδο-πραγματικότητα στην οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Habermas[4], κινείται ο πρακτικισμός. Ο πρακτικισμός είναι ανεκτός μόνο για τον εξής λόγο, επειδή θεωρείται ψευδο-πραγματικότητα. Η ψευδο-πραγματικότητα συνδυάζεται με την ψευδο-δραστηριότητα ως την υποκειμενική της διάσταση: τη δράση που υπερβάλλει εαυτόν και φθάνει σε παροξυσμό για χάρη της δικής της publicity [δημοσιότητας] δίχως να παραδέχεται στον ίδιο του τον εαυτό τον βαθμό στον οποίο λειτουργεί ως υποκατάστατη ευχαρίστηση, ανυψώνοντας τον εαυτό του σε αυτοσκοπό. Οι εγκλωβισμένοι θέλουν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν σκέφτεται πια κανείς, ή σκέφτεται υπό πλασματικές προκείμενες. Καθώς απολυτοποιείται η πράξη, μόνο η αντίδραση είναι δυνατή, άρα και λανθασμένη. Μόνον η σκέψη θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο, μια σκέψη που δεν προδιαγράφει τα αποτελέσματά της, όπως συμβαίνει συχνά σε συζητήσεις στις οποίες είναι προκαθορισμένο ποιος πρέπει να έχει δίκιο, συζητήσεις οι οποίες δεν προωθούν τον σκοπό τους, αλλά μάλλον αναπόφευκτα εκφυλίζονται σε τακτικισμούς. Αν οι πόρτες είναι αμπαρωμένες, τότε, περισσότερο από ποτέ, η σκέψη δεν πρέπει να παραλύσει. Θα έπρεπε να αναλύσει τις αιτίες και συνακόλουθα να εξαγάγει τα συμπεράσματα. Εναπόκειται στη σκέψη να μην αποδεχτεί την κατάσταση ως τελική. Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, εφόσον είναι δυνατόν, μέσω μιας αδιάκοπης εξέτασης. Το άλμα προς την πράξη [praxis] δεν θεραπεύει τη σκέψη από την παραίτηση, καθόσον το άλμα έχει ως αντίτιμο την κρυφή γνώση πως το ίδιο οδηγεί σε αδιέξοδο.

Η ψευδο-δραστηριότητα είναι γενικά η απόπειρα να διασωθούν νησίδες αμεσότητας εν μέσω μιας πέρα για πέρα διαμεσολαβημένης και άκαμπτης κοινωνίας. Αυτή η απόπειρα εκλογικεύεται με τον ισχυρισμό ότι μια μικρή αλλαγή εκλαμβάνεται ως ένα μικρό βήμα στο μακρύ δρόμο προς τον μετασχηματισμό του όλου. Το καταστροφικό μοντέλο της ψευδο-δραστηριότητας είναι το «Do it yourself», κάν’ το μόνος σου: δραστηριότητες που επιτυγχάνουν ό,τι εδώ και καιρό μπορεί να επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, μόνο για να εμπνεύσουν στα ανελεύθερα άτομα, τα οποία έχουν παραλύσει μέσα στον αυθορμητισμό τους, την αυτοπεποίθηση πως όλα εξαρτώνται από τους ίδιους. Η ανοησία του «κάν’ το μόνος σου» στην παραγωγή υλικών αγαθών, ακόμη και σε πολλές επιδιορθώσεις, είναι εντελώς προφανής. Ομολογουμένως, η ανοησία δεν είναι καθολική. Με την ελάττωση των λεγόμενων services [υπηρεσιών], κάποιες φορές περιττά – σύμφωνα με την τεχνική ανάπτυξη – μέτρα, τα οποία διεκπεραιώνονται από ιδιώτες, εκπληρώνουν κάποιο σχεδόν έλλογο σκοπό. Η προσέγγιση του «κάν’ το μόνος σου» στην πολιτική δεν έχει εντελώς τον ίδιο χαρακτήρα. Η κοινωνία που απροσπέλαστα αντίκειται στους ανθρώπους είναι εντούτοις αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εμπιστοσύνη στην περιορισμένη δράση μικρών ομάδων ανακαλεί τον αυθορμητισμό, ο οποίος ατροφεί κάτω από την συγκαλυμμένη ολότητα και χωρίς τον οποίο αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Ο διοικούμενος κόσμος έχει την τάση να στραγγαλίζει κάθε αυθορμητισμό, ή τουλάχιστον να τον διοχετεύει σε ψευδο-δραστηριότητες. Τουλάχιστον αυτό δεν λειτουργεί τόσο ομαλά όσο θα προσδοκούσαν οι παράγοντες του διοικούμενου κόσμου. Ωστόσο, ο αυθορμητισμός δεν πρέπει να απολυτοποιείται• εξίσου δεν πρέπει να αποσπάται από την αντικειμενική κατάσταση ή να ειδωλοποιείται όπως ο ίδιος ο διοικούμενος κόσμος. Ειδάλλως, το τσεκούρι στο σπίτι, το οποίο ποτέ δεν υποκαθιστά την εργασία του ξυλουργού, θα σπάσει την κοντινότερη πόρτα, ενώ η ομάδα επιδρομών είναι σε επιφυλακή.[5] Ακόμη και πολιτικές ενέργειες μπορούν να βουλιάξουν μέσα στις ψευδο-δραστηριότητες και μέσα στη θεατρικότητα. Δεν είναι τυχαίο πως το ιδεώδες της άμεσης δράσης, ακόμη και οι προπαγανδιστικές ενέργειες, έχουν αναστηθεί, αφότου πρώην προοδευτικές οργανώσεις έχουν ενσωματωθεί με προθυμία και αναπτύσσουν σε όλες τις χώρες της γης τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα οποία κάποτε αντιτάσσονταν. Αλλά με αυτόν τον τρόπο δεν ακυρώνεται η κριτική στον αναρχισμό. Η επιστροφή του είναι αυτή ενός φαντάσματος. Η ανυπομονησία απέναντι στη θεωρία, η οποία αποκαλύπτεται εντός αυτής της επιστροφής, δεν ωθεί τη σκέψη πέρα από τον εαυτό της. Λησμονώντας τη σκέψη, η ανυπομονησία υπολείπεται αυτής.

Αυτό καθίσταται ευκολότερο για το άτομο μέσω της συνθηκολόγησης απέναντι στη συλλογικότητα, με την οποία ταυτίζεται. Το άτομο απαλλάσσεται από την αναγνώριση της ανημπόριας του• οι λίγοι φαντάζονται πως είναι πολλοί. Αυτή η ενέργεια, και όχι η αταλάντευτη σκέψη, αντιστοιχεί σε παραίτηση. Δεν κυριαρχεί κάποια διαφανής σχέση ανάμεσα στο συμφέρον του εγώ και της συλλογικότητας στην οποία παραδίδει τον εαυτό του. Το εγώ πρέπει να εγκαταλείψει τον εαυτό του έτσι ώστε να ευλογηθεί από τη χάρη της επιλογής του εκ μέρους της συλλογικότητας. Άρρητα έχει τεθεί μια σχεδόν καντιανή κατηγορική προσταγή: πρέπει να συνυπογράψεις. Το αίσθημα μιας καινούργιας ασφάλειας εξαγοράζεται με τη θυσία της αυτόνομης σκέψης. Η παρηγοριά πως η σκέψη βελτιώνεται στο πλαίσιο της συλλογικής δράσης είναι παραπλανητική: η σκέψη, ως ένα απλό εργαλείο της δράσης, αμβλύνεται όπως κάθε εργαλειακός λόγος. Αυτή τη στιγμή καμία ανώτερη μορφή της κοινωνίας δεν είναι ορατή με συγκεκριμένο τρόπο: γι’ αυτό, οτιδήποτε δρα ωσάν [η ανώτερη μορφή κοινωνίας] να αποτελούσε εύκολο στόχο, ενέχει κάτι οπισθοδρομικό. Όμως, με βάση τον Φρόιντ, αυτός που οπισθοδρομεί δεν έχει ακόμη επιτύχει τον ενορμητικό σκοπό του. Αντικειμενικά, η οπισθοδρόμηση είναι ματαίωση, ακόμη και όταν θεωρεί τον εαυτό της το αντίθετο και ανυποψίαστα προπαγανδίζει την αρχή της ηδονής.

Αντιθέτως, αυτός που στην πραγματικότητα δεν υποκύπτει είναι ο ασυμβίβαστα κριτικός διανοητής, ο οποίος ούτε παραδίδει τη συνείδησή του ούτε επιτρέπει τον εαυτό του να δρα υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας. Η σκέψη δεν είναι η νοητική αναπαραγωγή αυτού που ούτως ή άλλως υπάρχει. Στο βαθμό που δεν διακόπτεται, η σκέψη συντηρεί τη δυνατότητα. Η ακόρεστη πλευρά της, η αποστροφή της απέναντι στη βιαστική ικανοποίηση, αρνείται την ανόητη σοφία της παραίτησης. Η ουτοπική στιγμή στη σκέψη είναι τόσο ισχυρότερη όσο λιγότερο αυτή – επίσης μια μορφή υποτροπής – εξαντικειμενικεύεται σε ουτοπία, υπονομεύοντας συνακόλουθα την πραγμάτωσή της. Η ανοικτή σκέψη παραπέμπει πέρα από τον εαυτό της. Από την πλευρά της, αποτελεί μια συμπεριφορά, μια μορφή πράξης, που συγγενεύει περισσότερο με τη μετασχηματιστική πράξη παρά με μια συμπεριφορά που είναι συγκαταβατική για χάρη της πράξης. Προτού αποκτήσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο, η σκέψη είναι πραγματικά η δύναμη της αντίστασης και μόνο με μεγάλη δυσκολία έχει αποξενωθεί από αυτήν. Μια τέτοια εμφατική έννοια της σκέψης δεν προστατεύεται πράγματι ούτε από τις υπάρχουσες συνθήκες ούτε από τον προς επίτευξη σκοπό, ούτε από οποιαδήποτε τάγματα. Οτιδήποτε είχε υπάρξει αντικείμενο της σκέψης, μπορεί να απωθηθεί, να ξεχαστεί, να αφανισθεί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως κάτι από αυτό επιζεί. Διότι η σκέψη έχει το στοιχείο του καθολικού. Αυτό που η σκέψη συνέλαβε με πειστικό τρόπο, έστω για μια φορά, πρέπει να το σκεφτούν άλλοι, αλλού: αυτή η εμπιστοσύνη συνοδεύει ακόμη και την πιο μοναχική και αδύναμη σκέψη. Όποιος σκέπτεται, δεν είναι εξοργισμένος, παρά την κριτική του: η σκέψη έχει μετουσιώσει την οργή. Καθώς το σκεπτόμενο άτομο δεν χρειάζεται να στρέψει την οργή στον εαυτό του, δεν επιθυμεί να την στρέψει και στους άλλους. Η ευτυχία που χαράζει στη ματιά του σκεπτόμενου ατόμου είναι η ευτυχία της ανθρωπότητας. Η καθολική τάση της καταπίεσης αντιτίθεται στην σκέψη ως τέτοια. Η σκέψη είναι ευτυχία ακόμη κι όταν ορίζει τη δυστυχία: καθώς την εκφράζει. Μόνον έτσι εκτείνεται η ευτυχία μέχρι την καθολική δυστυχία. Όποιος δεν την αφήνει να ατροφήσει, αυτός δεν έχει παραιτηθεί ακόμη.

[Σ.τ.μ.: Οι αγγλικές λέξεις που αφήσαμε στο κείμενο (με τη μετάφρασή τους εντός αγκυλών) παρατίθενται από τον Αντόρνο στα αγγλικά στο πρωτότυπο. Οι σημειώσεις είναι του άγγλου μεταφραστή].


[1]. Ραδιοφωνική έκδοση: «Στον Μαρξ, η διδασκαλία της ενότητας θεωρίας και πράξης εμπνεόταν από τη δυνατότητα της δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν είχε πραγματοποιηθεί αλλά ούτε είχε γίνει ακόμη αισθητή».
[2]. Αναφορά στο γράμμα του Μαρξ στον Άρνολντ Ρούγκε, τμήμα της δημόσιας αλληλογραφίας μεταξύ αυτών και του Μπακούνιν και του Φόιερμπαχ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Deutsch-Französische Jahrbücher (1844): «Αν δεν έχουμε δουλειά με την οικοδόμηση του μέλλοντος ή με την παντοτινή του οργάνωση, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για το έργο με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι στο παρόν: Εννοώ την αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος, αμείλικτη με την έννοια πως δεν πρόκειται να περιοριστεί ούτε από τις ίδιες της τις ανακαλύψεις ούτε από την σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις». (Marx, Early Writings, μετάφραση R. Livingstone and G. Benton, Penguin Books, 1992, σελ. 207)
[3]. Βλ. την πρώτη κοινή έκδοση των Μαρξ και Ένγκελς, μια σατιρική πολεμική στον Μπρούνο Μπάουερ και τους Νέους Εγελιανούς: “Η αγία οικογένεια, ή κριτική της κριτικής κριτικής”.
[4]. Βλ. Γιούργκεν Χάμπερμας, «Η φαινομενική επανάσταση και τα τέκνα της: έξι θέσεις για την τακτική, τους στόχους και τις αναλύσεις της κατάστασης της αντιπολιτευόμενης νεολαίας», Frankfurter Rundshau, Ιούνιος 5, 1968, σελ. 8.
[5]. Αναφορά στην τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, του Γουλιέλμου Τέλλου (1804) του Σίλερ.

Μετάφραση: Γιάννης Ντούρος (από τα αγγλικά)
Αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο και επιμέλεια: Δώρα Βέττα, Γιώργος Στεφανίδης, Θοδωρής Βελισσάρης

Ο παραπάνω αφορισμός περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αντόρνο: Stichworte. Kritische Modelle 2. Frankfurt am Main 1969

Με αφορμή το φεστιβάλ άμεσης δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη διοργανώσαμε μία μκρή συζήτηση με θέμα “Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία”, που φιλοξενήθηκε στο Μικρόπολις (κοινωνικός χώρος για την ελευθερία). Δημοσιεύουμε την εισήγηση από το μέλος της διεθνούς ομάδας του Πλατύποδα, Θοδωρή Βελισσάρη, η οποία αποτέλεσε τη βάση της συζήτησης που ακολούθησε.

14/9/2013

Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία

Πρόλογος

Καλησπέρα. Θα ξεκινήσω με Χόλιγουντ… Πέρσι προβλήθηκε η ταινία «Λίνκολν», δεν ξέρω πόσοι την έχετε δει, η οποία πραγματεύεται τον ρόλο του Λίνκολν στην υπόθεση τερματισμού του θεσμού της δουλείας στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου. Από τη σκοπιά της άμεσης δημοκρατίας, μπορεί κανείς να πει ότι η ταινία υποτιμά τον ρόλο των ίδιων των εγχρώμων στον αγώνα για τη χειραφέτησή τους, υπερτονίζοντας τον ρόλο των λευκών πολιτικών αντιπροσώπων. Ίσως η παλιότερη ταινία «Γκλόρυ», που περιγράφει τις ηρωικές μάχες του συγκροτημένου από έγχρωμους εθελοντές 54ου Συντάγματος Πεζικού της Μασαχουσέτης, να είναι πιο συμβατή με μία αμεσοδημοκρατική, ή «από τα κάτω», σκοπιά της ιστορίας του αγώνα για το ξεπέρασμα του θεσμού της δουλείας. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι δύο ταινίες αυτές, με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου θέματος, μας φέρνουν στο πρόβλημα των επαναστάσεων, αλλά και των κοινωνικών κινημάτων, που μοιάζουν συχνά να έχουν έναν χαρακτήρα τόσο «από τα κάτω» όσο και «από τα πάνω».

Για παράδειγμα, πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις (ή ακόμα και επαναστατικές ανατροπές όπως στην περίπτωση της Αιγύπτου), διατηρούσαν αυτό τον διττό χαρακτήρα: Αραβική Άνοιξη μεν, Αδελφοί Μουσουλμάνοι ή Ένοπλες Δυνάμεις δε. Αγανακτισμένοι μεν, ΣΥΡΙΖΑ ή Ανεξάρτητοι Έλληνες δε.Occupy μεν, Ομπάμα δε. Όλα φαινόμενα συνδεδεμένα με μαζικούς αγώνες για δημοκρατία, μάλιστα αγώνες που διεκδικούσαν χαρακτηριστικά μία πραγματική δημοκρατία.

Τραγωδία και φάρσα

Όσο παράδοξο κι αν φανεί, για να φωτιστούν αυτά τα προβλήματα, θα καταφύγουμε στη διάσημη φράση του Μαρξ περί τραγωδίας και φάρσας όταν συγκρίνει το 1789 (τη λεγόμενη τελευταία αστική επανάσταση) με το 1848 (τη λεγόμενη πρώτη σοσιαλιστική). Γράφει ο Μαρξ: «Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση πως όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σα να πούμε, δύο φορές. Ξέχασε να προσθέσει, τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σα φάρσα», και δίνει κάποια παραδείγματα, όπως Ροβεσπιέρος (τραγωδία) και Λουί Μπλαν (φάρσα), μεταξύ άλλων.

Για ποιο λόγο περιγράφει ο Μαρξ ως φάρσα το 1848, έναντι του 1789 το οποίο περιγράφει ως τραγωδία; Δεν ήταν το 1848 που πρώτη φορά διεκδικήθηκαν επαναστατικά σοσιαλιστικά αιτήματα; Δεν ήταν το 1848 που γκρεμίστηκε μια για πάντα η μοναρχία στη Γαλλία, η οποία είχε γίνει συνταγματική μόλις το 1831; Δεν ήταν το 1789 επανάσταση αστική και όχι εργατική;

Λοιπόν, το 1789 δεν είναι φάρσα γιατί θεωρεί ο Μαρξ ότι πέτυχε τους σκοπούς του. Είναι τραγικό, γιατί δεν καταλάβαιναν οι πρωταγωνιστές του τι ακριβώς ήταν αυτό που πετύχαιναν. Η τραγωδία προϋποθέτει ηρωισμό. Δοσμένοι στον αγώνα τους, οι επαναστάτες του 1789 «ντοπάρονταν» φορώντας ένα αρχαίο μανδύα, φαντάζονταν ότι αναστυλώνουν τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ένα είδος άμεσης δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα κάνανε κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά η σύγχυσή τους ήταν συγχωρήσιμη γιατί προέλαυνε μαζί της η ίδια η επανάσταση – το τζίνι είχε βγει απ’ το μπουκάλι με τη βοήθειά τους!

Τι ήταν όμως αυτό που πέτυχαν οι επαναστάτες αυτοί; Όχι βασικά μία επικράτηση της δημοκρατικής πολιτικής, αλλά ένα δυνητικό ξεπέρασμα κάθε είδους πολιτικής. Πώς; Μέσω της εδραίωσης νέων, πρωτοφανών, ελεύθερων κοινωνικών σχέσεων, και της υπαγωγής της πολιτικής στις σχέσεις αυτές. Κάθε είδους νομοθετικό σώμα, έπρεπε πλέον να υπάγεται, να γίνεται απλό εργαλείο, της ελεύθερης ανάπτυξης των ηθών και των παθών, του παιχνιδιού της ατομικής και της κοινωνικής ελευθερίας. Η συγκεκριμένη μορφή του νομοθετικού ή πολιτικού σώματος δεν ήταν το ύψιστο διακύβευμα πλέον. Κάθε πολίτευμα θα έπρεπε να υπηρετεί την ελευθερία, ειδάλλως νέες επαναστάσεις (ή γκιλοτίνες) θα βάζανε τα πράγματα στη θέση τους!

Βεβαίως, οι αστοί στοχαστές και επαναστάτες δεν ήταν τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι ήρθε η ελευθερία επί της γης. Είχαν επίγνωση ότι πρόκειται μάλλον για μία μεταβατική εποχή προς την ελευθερία, κατά την οποία εντούτοις κατέρρεαν πράγματι συμβάσεις και ιεραρχίες χιλιετιών και κορυφωνόταν μία ολοκληρωτική ρήξη με τον παραδοσιακό πολιτισμό.

Οι προσδοκίες αυτές είχαν αντιστραφεί, ή μπορούμε να πούμε πως οι υποσχέσεις αυτές φαινόταν πως είχαν διαψευστεί, μέχρι το 1848. Η Βιομηχανική Επανάσταση μεταμόρφωνε την αστική κοινωνία σε κοινωνία υποταγμένη στη δυναμική του κεφαλαίου. Εμφανίστηκε μαζικά στην ιστορία το σύγχρονο προλεταριάτο και ο εφεδρικός στρατός της εργασίας. Αυτό σηματοδοτούσε μία ιστορική οπισθοδρόμηση. Από την υπόσχεση υπέρ της ελευθερίας ενός «αόρατου χεριού» (Σμιθ), μίας «ακοινωνικής κοινωνικότητας» (Καντ), μίας «πανουργίας του λόγου» (Χέγκελ), η οποία φαινόταν ως υπόσχεση να εδράζεται στην απτή πραγματικότητα, περνάμε στο σχίσμα μεταξύ ιδιοκτητών (καπιταλιστών) και παραγωγών (εργατών), και ακόμα πιο κρίσιμα, στο σχίσμα εντός των ίδιων των εργατών, οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μία θέση εργασίας και για τη διατήρηση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Όπως το είχε θέσει ο Μαξ Χορκχάιμερ, οι μηχανές έκαναν περιττή, όχι την εργασία, αλλά τον ίδιο τον εργάτη. Η δεκαετία του 1840 νιώθει βαθιά στο πετσί της αυτές τις αλλαγές με την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση, τη μαζική προλεταριοποίηση και ανεργία.

Συνεπώς, γιατί είναι φάρσα ο αγώνας του 1848; Επανέρχεται το αίτημα για δημοκρατία, όπως το 1789, το αίτημα μάλιστα για «κοινωνική δημοκρατία»: για μια δημοκρατία δηλαδή επαρκή απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας συνολικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία θεμελιώνεται το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Όμως, το αίτημα για δημοκρατία δεν είναι τώρα ένα τραγικό κάλυμμα ενός ηρωισμού που συγκροτεί και ενδυναμώνει νέες επαναστατικές κοινωνικές σχέσεις. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτών των κοινωνικών σχέσεων την εποχή όξυνσης της Βιομηχανικής Επανάστασης! Το καθολικό δικαίωμα ψήφου θεμελιώνεται ενώ η πλειοψηφία γίνεται πιο αδύναμη και, ως γνωστόν, εάν κανείς δεν έχει δουλειά, έχει τουλάχιστον ψήφο! Το καθολικό δικαίωμα ψήφου δεν προέκυψε από την ενδυνάμωση αλλά από την αποδυνάμωση των ανθρώπων. Και τι έφερε μαζί του; Έναν ημίτρελο τυχοδιώκτη, ένα ρεμάλι στην εξουσία με το όνομα Λουδοβίκος Βοναπάρτης…

Το 1789, και γενικότερα στις αστικές επαναστάσεις, το παιχνίδι ήταν πολύ διαφορετικό. Ούτε η ανάγκη για ψήφο, ούτε η ανάγκη για κράτος-πρόνοιας, μεταξύ άλλων που πλημμύρισαν τον κόσμο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, ήταν κεντρικής σημασίας. Το αίτημα για δημοκρατία ήταν ήδη παρωχημένο το 1789, και αποτελεί ένδειξη οπισθοδρόμησης το γεγονός ότι επιστρέφει ως αίτημα το 1848. Η Βιομηχανική Επανάσταση υπέσκαψε τη συμμετοχή των εργατών στην αστική κοινωνία, κι έτσι επανέρχεται το αίτημα για δημοκρατία. Το 1848 δεν μετασχηματίζει την αστική κοινωνία. Το νέο περιεχόμενο (το ίδιο το προλεταριάτο) απωθείται, κι έτσι η επανάσταση αποτυγχάνει όχι μόνο ως κοινωνική αλλά και ως φιλελεύθερη και δημοκρατική. Πρέπει τώρα “να βρει την ποίησή της από το μέλλον”.

Το κράτος στην ιστορία

Αναφερθήκαμε γενικά στην πολιτική μέχρι τώρα, τι γίνεται όμως με το κράτος; Κάθε πολιτική περιλαμβάνει αναγκαστικά κρατική διαχείριση, ή αυτά τα δύο πεδία πρέπει να είναι διακριτά; Η δημοκρατία είναι μία μορφή κράτους, ή μπορεί να υπάρχει και ακρατική δημοκρατία;

Ας κάνουμε κάποιες προπαρασκευαστικές παρατηρήσεις: από τη μία, υπάρχει μία πολύ προβληματική διαδεδομένη δεισιδαίμονη πίστη στο κράτος, που θέλει τους ανθρώπους ανίκανους να ορίσουν αρμονικά τη ζωή τους χωρίς κάθε είδους κρατική κηδεμονία. Από την άλλη, στον αντίποδα, υπάρχει μία αντίληψη που θέλει το κράτος να είναι απλά ένας καρκίνος, ένα ξένο σώμα που κατατρώει την κοινωνία. Κι αυτή η αντίληψη γεννά ερωτήματα όμως με τη σειρά της: το κράτος επιβλήθηκε και επιβάλλεται στην κοινωνία ή πηγάζει από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις; Είναι το κράτος ένα προσωρινό αυθαίρετο ατύχημα, ή είναι σύμπτωμα μίας «άρρωστης» κοινωνίας, άρα προκύπτει τρόπον τινά ως ανάγκη για τους ανθρώπους, με έναν αυθόρμητο τρόπο; Τα ερωτήματα μπορεί ίσως να ξενίζουν αλλά αν θέλουμε να προσεγγίσουμε χωρίς ταμπού το πρόβλημα, δεν μπορούμε παρά να τα θέσουμε.

Το κράτος ωστόσο έπαιζε σ’ όλη την ιστορία τον ίδιο ρόλο; Υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα του κράτους στον καπιταλισμό σε σχέση με το παρελθόν, μετά από τις ρήξεις που αναφέραμε πριν; Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα μία σκοπιά του προβλήματος αυτού: το κράτος προ του καπιταλισμού, φαίνεται πως ήταν το όργανο εξουσίας μίας κυρίαρχης τάξης. Μία κυρίαρχη τάξη αναπαράγει την κυριαρχία της επί των υπολοίπων τάξεων μέσω ενός κρατικού μηχανισμού.

Στη νεώτερη εποχή τώρα, με την ανάδυση της αστικής κοινωνίας, το κράτος φαίνεται πως αποκτά μία αυτοτέλεια έναντι όλων των τάξεων, μοιάζει να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία, ή μοιάζει έστω ότι με την κατάλληλη μορφή θα μπορούσε να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία και όχι βασικά την κυρίαρχη τάξη. Υπάρχουν ασφαλώς αντιμαχόμενες τάξεις αλλά μοιάζουν να βρίσκονται σε ισορροπία, και το κράτος εμφανίζεται ως μεσάζοντας μεταξύ τους.

Βέβαια, θα πει κανείς, δεν κατέστησαν οι αστικές επαναστάσεις το κράτος όργανο της κυρίαρχης αστικής τάξης; Σίγουρα. Εάν όμως οι παλαιότερες κυρίαρχες τάξεις αναπαρήγαγαν μέσω της κυριαρχίας τους μία στατική ιεραρχία που βασιζόταν σε καθορισμένες κοινωνικές θέσεις, η αστική τάξη ηγήθηκε μιας επανάστασης που ισχυρίστηκε ότι εγκαθιδρύει νέες ελεύθερες κοινωνικές σχέσεις οι οποίες ήταν καθολικά εξισωτικές στο μέτρο που μοίραζαν σε όλους την ταυτότητα του «εργάτη». Μην ξεχνάμε ότι τις αστικές επαναστάσεις διεκπεραίωνε η Τρίτη Τάξη, οι εργαζόμενες τάξεις εν γένει: το σχίσμα καπιταλιστής-εργάτης δεν είχε γίνει ακόμα κοινωνικά έκδηλο. Υπάρχει μεν μία κυριαρχία της Τρίτης Τάξης, αλλά επειδή η κυριαρχία αυτή εικάζει (όχι χωρίς βάση!) ότι οδηγεί όλη την κοινωνία προς την ελευθερία, το κράτος μοιάζει να αποκτά μία αυτοτέλεια, ως απλό εργαλείο στον αγώνα ολόκληρης της κοινωνίας προς την πραγμάτωση της ελευθερίας.

Χρήσιμη είναι ίσως η παρατήρηση του Χέγκελ όταν περιοδολογεί την ιστορική κατανόηση της ελευθερίας, και συμπεραίνει ότι κατά το μακρινό παρελθόν οι άνθρωποι ήξεραν ότι μόνο ένας είναι ελεύθερος (π.χ. Φαραώ!), στη συνέχεια ότι μερικοί είναι ελεύθεροι (π.χ. άνδρες αθηναίοι πολίτες), ενώ στη σύγχρονη εποχή εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι όλοι είναι ελεύθεροι. Προφανώς εδώ εννοείται ότι στη νεώτερη εποχή ο κοινωνικός μετασχηματισμός εξαρτάται από όλους, αναδύονται μαζικές μορφές πολιτικής, όπως περιγράψαμε παραπάνω, ενώ παλαιότερα η αναπαραγωγή της κοινωνίας εξαρτιόταν από έναν ή μερικούς. Αυτό επηρεάζει αποφασιστικά τον αντίστοιχο χαρακτήρα του κράτους. Μην ξεχνάμε ότι το φαινόμενο του βοναπαρτισμού για τον Μαρξ δεν είναι η μετέπειτα δικτατορία του Βοναπάρτη, αλλά πολύ περισσότερο η δημοκρατική εκλογή του. Βοναπαρτισμός δηλαδή είναι ένα είδος καταπίεση του ίδιου του λαού με λαϊκή συγκατάθεση, μια δημοκρατική καταπίεση της δημοκρατίας.

Με τη σταδιακή επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι υποσχέσεις της Τρίτης Τάξης διαψεύδονται, όπως επίσης προείπαμε. Η αυτοτέλεια του κράτους όχι απλά διατηρείται, αλλά αλλάζει ριζικά χαρακτήρα και βαθαίνει. Αν με τις αστικές επαναστάσεις το κράτος έμοιαζε παρωχημένο, ένα απλό εργαλείο που θα προσαρμοζόταν σύμφωνα με την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπων, και ουσιαστικά θα εξαλειφόταν, με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας το κράτος επιστρέφει ως αναγκαίος ρυθμιστής μίας κοινωνίας που μοιάζει ανίκανη. Φυσικά η αστική τάξη, ως πλέον καπιταλιστική τάξη που αμύνεται έναντι των αιτημάτων της εργατικής τάξης, όχι ως Τρίτη Τάξη, ωφελείται από τη διαδικασία κοινωνικής αποσύνθεσης. Αλλά δεν είναι ο ενεργός φορέας πίσω της, δεν είναι ούτε αυτή ελεύθερη, κερδίζει απλά όσα λάφυρα προκύπτουν από αυτή τη τυφλή δυναμική του κεφαλαίου (εδώ δυστυχώς μόνο εν τάχει θίγουμε το πρόβλημα εάν το κεφάλαιο προκύπτει από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ή η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής προκύπτει ως πρόβλημα από τη δυναμική του κεφαλαίου, μας ενδιαφέρει εν προκειμένω η νύξη αντιστροφής της συμβατικής αντίληψης περί αιτίας και αποτελέσματος στο πρόβλημα αυτό).

Το κράτος πλέον διατηρεί μία αυτοτέλεια που προσομοιάζει στην αυτοτέλεια των κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες όμως αντί να οδηγούνται μέσω της δυναμικής τους προς την ελευθερία, οδηγούνται προς αποσύνθεση. Η τυφλή αυτή δυναμική αποσύνθεσης είναι το κεφάλαιο, το οποίο κυριαρχεί επί της κοινωνίας συνολικά. Την καταστροφική αυτοτέλεια αυτής της δυναμικής εκφράζει παράλληλα η αυτοτέλεια του κράτους.

Αυταρχισμός και δημοκρατία

Υπάρχει έτσι ένας διάχυτος αυταρχισμός: όχι με την έννοια ότι οι δυνατοί επιβάλλονται στους αδύνατους, αλλά με την έννοια ότι όλοι είναι αδύναμοι μπροστά στην αυτονομημένη και καταστροφική τροχιά του κεφαλαίου. Ένας αυταρχισμός που φαινομενικά παράδοξα πηγάζει από το γεγονός ότι καμία τάξη δεν άρχει! Όπως το έθετε ο Μαρξ περιγράφοντας τον βοναπαρτισμό, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να άρχει πια, και η εργατική δεν είναι ικανή να άρχει ακόμα.

Το αίτημα για δημοκρατία, εκφράζει αυτή την κατάσταση αποδυνάμωσης και αποσύνθεσης, απαιτώντας μια μορφή κράτους που μοιάζει η καταλληλότερη για να προστατέψει την πλειοψηφία που υποφέρει και, παρ’ ελπίδα, να την ενδυναμώσει. Έχει ειπωθεί ότι αν τα εμπορεύματα επέλεγαν πολίτευμα, αυτό θα ήταν η μαζική δημοκρατία, ενώ αν οι ψήφοι επέλεγαν τρόπο παραγωγής, αυτός θα ήταν ο καπιταλιστικός! Μην ξεχνάμε ότι ως εργαζόμενοι είμαστε κι εμείς εμπορεύματα.

Αυτό που αποκρύπτεται βέβαια έτσι, είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά η καταπίεση της πλειοψηφίας από τη μειοψηφία, αλλά ολόκληρος ο τρόπος ύπαρξης της κοινωνίας μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η αρχή της εργασίας ως κοινωνική και ατομική ταυτότητα που προάγει (ενώ μάλλον καταδυναστεύει) τις κοινωνικές σχέσεις, και ο εμπορευματικός της χαρακτήρας, έχουν γίνει θεμελιωδώς προβληματικά. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το κράτος ως εκφραστής της δεν εξαντλεί την έκταση των προβλημάτων αυτών.

Στο μέτρο συνεπώς που το πολίτευμα ανταποκρίνεται στην τροχιά αποσύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων υπό το κεφάλαιο, τίθεται το ερώτημα αν μία μορφή του πολιτεύματος μπορεί να ξεπεράσει χειραφετητικά την τροχιά αυτή. Στην εποχή της μαζικής πολιτικής, το κράτος επιστρέφει ως επιλογή ή ως αναγκαιότητα; Η δημοκρατία, σε οποιαδήποτε μορφή της, εκφράζει αυτή την ανάγκη για κράτος, ή σε κάποιες της μορφές αντιπαλεύει και ξεπερνά την ανάγκη αυτή; Μπορεί ίσως να ασκείται στο επίπεδο της καθημερινότητας, απομακρυσμένη από το επίπεδο της κρατικής διαχείρισης και σε αντιπαράθεση μαζί του, ή κάθε μορφή πολιτικής υιοθετεί κρατικά χαρακτηριστικά εάν πρόκειται να αφορά την πλειοψηφία, λόγω της αποδυνάμωσης των ανθρώπων μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση;

Αμεσότητα και αντιπροσώπευση

Το κράτος συνεπώς, και οι παθολογίες του, μπορεί να προκύπτουν όχι λόγω ιεραρχίας ή αντιπροσώπευσης, αλλά εξαιτίας του κεφαλαίου, ως επικρατούσα μορφή κοινωνικών σχέσεων. Το κράτος δεν εξαντλείται στην υπεράσπιση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, των «από τα πάνω», αλλά υπάρχει επίσης επειδή υπάρχει το αστικό δίκαιο δηλαδή η εμπορευματική μορφή της εργασίας, στους «από τα κάτω», που θέλουν ίση αμοιβή για ίσο χρόνο εργασίας.

Η έμφαση στην άμεση δημοκρατία ως αντίβαρο στο αντιπροσωπευτικό κράτος, υποβαθμίζει πιθανώς τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της αναγκαιότητα του κράτους ως πολιτικής μεσολάβησης μετά τη Βιομηχανικής Επανάσταση. Ο Μαρξ, ήδη στα νεανικά του φιλοσοφικά και οικονομικά χειρόγραφα, τόνιζε ότι ακόμα και χωρίς καπιταλιστές, η ίδια η κοινωνία θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος καπιταλιστής που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του. Ανάλογα, θα μπορούσαμε ίσως να τολμήσουμε να ισχυριστούμε, ακόμα και χωρίς αντιπροσώπους, μία κοινωνία με άμεση δημοκρατία θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν μεγάλο αντιπρόσωπο που προδίδει τους εκλογείς του.

Επίσης, τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα τι είδους δημοκρατία θεσμοποιούσαν; Άμεση ή αντιπροσωπευτική; Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε, αλλά σε μεγάλο βαθμό όλα τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα αναπτύχθηκαν πολιτικά μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών, που είχαν όμως επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, διατηρώντας βέβαια τη δυνατότητα της ανακλητότητας. [παράδειγμα δημοτικών συμβούλων στην Κομμούνα του Παρισιού].

Η επιστροφή στην αμεσότητα εμπνέεται συχνά από την αρχαία σύλληψη και πρακτική της δημοκρατίας. Όμως, στην αρχαία πόλη, η νομοθεσία επικαθόριζε ατομικές επιλογές και τρόπους συμπεριφοράς με τρόπο που θα ξένιζε κάθε σύγχρονο άνθρωπο. Σίγουρα το αίτημα δεν είναι ποτέ αυτό της αναβίωσης της αρχαίας πόλης, αλλά κατά πόσο θα έπρεπε να μας προβληματίζει η συμβατότητα της άμεσης δημοκρατίας με ένα περιβάλλον πολύ ξένο στον τρόπο ύπαρξης εκείνης της πόλης, ακόμα και της πιο «κλασσικής»; Στην αρχαία πόλη οι πολίτες αποφάσιζαν δημοκρατικά μέσω των κοινών αξιών τους. Μετά τις αστικές επαναστάσεις όμως, “στόχος της παραγωγής δεν είναι πλέον ο άνθρωπος, αλλά στόχος του ανθρώπου η παραγωγή”.

Η άμεση δημοκρατία συνήθως ως πολιτικό πρόταγμα έχει έναν προεικονιστικό χαρακτήρα. Την επικαλούμαστε από τώρα ως συγκεκριμένη μορφή της ελευθερίας του μέλλοντος. Όμως, αναρωτιέται κανείς, πώς μπορούν ανελεύθεροι άνθρωποι, όπως εμείς, να φαντάζονται την ελευθερία; Από ποιο προνομιακό πεδίο μη αλλοτρίωσης δεσμεύουμε το πιθανώς χειραφετημένο μέλλον ως προς τις μορφές του; Κινδυνεύουμε έτσι να γίνουμε απολογητές μίας συγκεκριμένης μορφής πολιτικής, αντί να προάγουμε την ίδια την ελευθερία. Η δημοκρατία δεν θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός, αλλά μάλλον ένα εργαλείο.

Συγχρόνως, στην προεικονιστική διάσταση της άμεσης δημοκρατίας, προτάσσεται η άσκηση της δημοκρατίας ως εκπαιδευτική διαδικασία σταδιακής προετοιμασίας για ένα πραγματικά δημοκρατικό μέλλον. Χρειάζεται όμως να εξασκηθούμε στη δημοκρατία, ή κάθε νοικοκυρά είναι έτοιμη γι’ αυτή (κατά παράφραση μιας διάσημης φράσης του Λένιν); Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι και μόνο που πηγαίνουμε στην αγορά ως καταναλωτές και διεκδικούμε το συμφέρον μας, ή ως εργαζόμενοι που διεκδικούμε τα δεδουλευμένα και γενικότερα αποφεύγοντας την ανισότητα και αδικία στις σφαίρες αυτές, είμαστε ήδη έτοιμοι για τη δημοκρατία. Χρειάζονται άραγε οι μάζες τη διαφώτιση από μας που ασχολούμαστε με την πολιτική, ή ίσως εμείς τη χρειαζόμαστε από τις μάζες πολύ περισσότερο;
(εάν βέβαια υπάρχει όντως κάποιος λόγος που η δημοκρατία μοιάζει να είναι το πολίτευμα του καπιταλισμού και το ανάποδο: υπάρχει σίγουρα η σεβαστή ένσταση ότι ο καπιταλισμός δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική προτίμηση, μπορεί να προτιμήσει ας πούμε τον φασισμό, αλλά θα αντιτείναμε ότι δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι ο φασισμός στην ιστορία δεν υπήρξε ένα δημοκρατικό κίνημα, στο μέτρο που αναπτύχθηκε και λειτούργησε με μαζική υποστήριξη, παρότι βεβαίως την πρόδωσε).

Αυτή η κριτική προσέγγιση της δημοκρατίας ως προεικόνισης δεν αποσκοπεί μόνο στην επιθυμία να δώσουμε μία ευκαιρία στη μελλοντική ελευθερία να δώσει η ίδια το περιεχόμενό της στον εαυτό της. Αλλά θέλει να προβληματικοποιήσει και ένα είδος «τριτοκοσμισμού» της πολιτικής. Με την ίδια έννοια δηλαδή που στο παρελθόν κομμάτια της Αριστεράς θεώρησαν χαμένη υπόθεση τη μάχη στον αλλοτριωμένο «πρώτο κόσμο» και στράφηκαν στον τότε λεγόμενο «τρίτο» ο οποίος θα τόνωνε τις χαμένες επαναστατικές προσδοκίες, σήμερα εντός του «πρώτου» κόσμου, οι κυρίαρχες μορφές μαζικής πολιτικής (και αντιπροσώπευσης) καταδικάζονται ως εγγενώς αλλοτριωμένες, και προτάσσεται μία πολιτική που μένει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Υπάρχει εντούτοις περίπτωση ο φόβος απέναντι στο σύγχρονο κράτος να είναι φόβος απέναντι στην ίδια την ελευθερία; Σίγουρα το κράτος είναι ένα εμπόδιο για την ελευθερία. Πώς όμως θα το συντρίψουμε: παραμερίζοντας ή κατακτώντας το; (αυτή είναι ίσως και η βασική διαφορά μαρξισμού και αναρχισμού).

Μια σειρά προβλημάτων

Πριν τον επίλογο αυτής της παρουσίασης, θα ήθελα συνοπτικά να αναφέρω μερικούς ακόμα προβληματισμούς σχετικά με τη δημοκρατία εν γένει.

Μία εξελικτική θεώρηση θέλει να έχουμε στην ιστορία όλο και περισσότερη δημοκρατία, για παράδειγμα το 1848 θεωρείται απλή συνέχιση του 1789 στον αγώνα κατά του απολυταρχισμού. Και πρέπει με τη σειρά μας κι εμείς να βάλουμε το λιθαράκι μας και να πάμε παραπέρα, μέχρι την τελική κατάκτησή της. Η ιστορία όμως των αγώνων για δημοκρατία σηματοδοτείται από πρόοδο ή οπισθοδρόμηση; Κάθε ιστορική στιγμή πραγμάτωνε μία επιπλέον βαθμίδα δημοκρατίας και η κίνηση αυτή μένει να ολοκληρωθεί σήμερα οριστικά από νέα κοινωνικά κινήματα, ή ίσως κάθε στιγμή αποτελούσε μία αποτυχία πραγμάτωσης που βάθαινε το πρόβλημα της δημοκρατίας, που βάθαινε την παθολογία που γεννούσε εξαρχής την ίδια την ανάγκη για δημοκρατία; Είναι τυχαίο ή υπάρχει λόγος που η δημοκρατική επανάσταση έχει εκδηλωθεί στον κόσμο τόσο παθολογικά και τόσο άνισα;

Μια άλλη θεώρηση ισχυρίζεται ότι έχουμε κατακτήσει την πολιτική δημοκρατία (για παράδειγμα με την κατάργηση της μοναρχίας), και μένει να κατακτηθεί και η κοινωνική δημοκρατία με ένα ταξικό περιεχόμενο. Βέβαια, από το 1789 μέχρι σήμερα, όλες οι επαναστάσεις και εξεγέρσεις πλαισιώνονται παράλληλα με πολιτικά, αντιαυταρχικά αιτήματα. Συγχρόνως, η έννοια της τάξης μοιάζει σήμερα να έχει γίνει μία παθητική κατηγορία, αντικειμενική, ή ακόμα και θεωρητική, σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους. Σήμερα, πολιτιστικές, εθνικές, θρησκευτικές, μεταξύ άλλων, διαμάχες, φαίνεται να υποκαθιστούν τις ταξικές. Η θρησκεία στην Αίγυπτο κινητοποιεί σε σημαντικό βαθμό τις μάζες, ενώ στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, όσο κι αν έστρεφε ο Ρόμνεϊ τη συζήτηση στη δημιουργία θέσεων εργασίας, οι δημοκρατικοί του Ομπάμα επικέντρωναν σε άλλα ζητήματα, όπως αυτό των εκτρώσεων. Η κριτική στα πρόσφατα δημοκρατικά κινήματα από ταξική σκοπιά, μοιάζει ως προς αυτό ανεπαρκής: παραμένει επαναστατική στη φρασεολογία, ενώ μοιάζει να υποπίπτει στο αμάρτημα που ο Μαρξ ονόμασε «υπερβατική περιφρόνηση της πολιτικής», η οποία είναι “μη υλιστική θεωρητικά και επικίνδυνη πρακτικά”. Το πρόβλημα δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τόσο το κοινωνικό είναι όσο και η συνείδηση αλλάζουν!

Επίλογος

Το 1848 μοιάζει να είναι ο κανόνας, το πρότυπο της αποτυχίας της δημοκρατικής επανάστασης της εποχής μας. Το αίτημα για δημοκρατία παραμένει ανικανοποίητο παρ’ όλες τις δημοκρατικές επαναστάσεις. Ζούμε πολιτικά σ’ ένα διαρκές 1848, το οποίο όμως φέρει μία διπλή συνείδηση. Μαζί με τη δική του, αυτή του 1789. Το τελευταίο σφράγισε μια εποχή όπου η ανάγκη για δημοκρατία έμοιαζε να ξεπερνιέται ιστορικά. Το πρώτο σφραγίζει μια εποχή που η ανάγκη για δημοκρατία επιστρέφει δριμύτερη. Το ερώτημα είναι αν μας κινητοποιούν ακόμα αυτές οι δύο στιγμές, αν η εποχή μας διέπεται από αυτή τη χρονική αντίφαση, και πώς αυτή μπορεί να εκφραστεί πολιτικά.

Μοιάζει να διατηρείται τόσο η αναγκαιότητα όσο και η αδυνατότητα της δημοκρατίας. Μια επανάσταση, ικανοποιώντας την ανάγκη για πραγματική δημοκρατία, θα έθετε τη βάση για το ξεπέρασμα της ίδιας της δημοκρατίας. Αν θέλουμε κάτι να τονίσουμε περισσότερο ως προβληματισμό, είναι ότι η ανάγκη για δημοκρατία είναι μια έκφραση ατομικής και κοινωνικής ανελευθερίας! Μια παρέα στον δρόμο παρεμβαίνει για να χωρίσει δύο ανθρώπους που έχουν πιαστεί στα χέρια, χωρίς να χρειάζονται οποιοδήποτε κράτος, οποιαδήποτε πολιτική, αμεσοδημοκρατική ή μη, να τους βοηθήσει. Μπορεί ολόκληρη η πολιτική ζωή να ακολουθήσει μία τέτοια προοπτική;

Επαναλαμβάνουμε την αστική επανάσταση (ενάντια στη διαφθορά, τον αυταρχισμό, κ.ο.κ.) ανασυγκροτώντας εκ νέου κάθε φορά μία άλλη δημοκρατική μορφή του καπιταλισμού. Αυτό είναι πιθανώς αναπόφευκτο. Αλλά η συνειδητή ανασυγκρότηση του ως τέτοια πιθανώς θα συνέβαλλε στο ξεπέρασμά του. Η επανάσταση θα είναι συμπτωματική του συστήματος που θέλει να ξεπεράσει, συνεπώς δεν θα είναι το τέλος, αλλά η αρχή της ελευθερίας! Οι πολιτικές μεσολαβήσεις δεν πρέπει να αγνοηθούν αλλά να μετασχηματιστούν. Υποστήριξη της δημοκρατία δεν σημαίνει απολογία υπέρ της, αλλά μάλλον κριτική της. Το αίτημα για δημοκρατία πρέπει να πραγματωθεί ώστε να γίνει περιττή η δημοκρατία, όχι επειδή η δημοκρατία ταυτίζεται με την ελευθερία. Αλλά παραμένουμε αγνωστικιστές ως προς τις συγκεκριμένες μορφές που θα πάρει αυτή η πραγμάτωση και αναίρεση. Αγνωστικιστές, αλλά όχι αδιάφοροι. Το κράτος είναι μια κακή κληρονομιά που βαραίνει την επανάσταση. Μια πλήρης δημοκρατία θα έθετε ίσως τις βάσεις για την απονέκρωση κάθε κράτους, ακόμα και του πιο δημοκρατικού.

Θοδωρής Βελισσάρης

 

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συνοπτική παρουσίαση της έννοιας του βοναπαρτισμού όπως αναπτύχθηκε από τον Μαρξ. Μέσω της έννοιας αυτής ο Μαρξ προσπάθησε να περιγράψει το σύγχρονο κράτος, από τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση κι έπειτα. Η προσπάθειά του αυτή, δεν φωτίζει μόνο το κράτος εντός της ιστορικής κοινωνίας που ονομάζουμε καπιταλισμό, αλλά φωτίζει και τα χαρακτηριστικά του κράτους εν γένει, από την ιστορική του γένεση.

Σε πλήρη συμφωνία με τα ανωτέρω, δηλαδή με την έμφαση τόσο στη συνέχεια όσο και στη διαφορά, ο Μαρξ σημειώνει στο σημαντικότερό του έργο ως προς την πραγμάτευση του βοναπαρτισμού, ότι οι άνθρωποι δημιουργούν μεν την ιστορία τους, αλλά υπό συνθήκες που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, οι οποίες βαραίνουν «σαν εφιάλτης πάνω στα μυαλά των ζωντανών».[1] Στην ίδια σελίδα βρίσκουμε τη διάσημη διατύπωση του Μαρξ, ότι η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται, αλλά «τη μία φορά σαν τραγωδία, την άλλα σα φάρσα».

Το τραγικό στοιχείο συνίσταται στον ηρωισμό αλλά και την αφέλεια των επαναστατών της αστικής επανάστασης, οι οποίοι εγκαθίδρυαν και εδραίωναν κάτι νέο, την αστική κοινωνία, νομίζοντας ότι απλά αναστυλώνουν κάτι παλιό, μία δημοκρατία τύπου Αρχαίας Ρώμης. Ο ηρωισμός συνοδευόταν από «αυταπάτες».[2] Εντούτοις, η αναφορά στο παρελθόν, παρότι απατηλή, εξυπηρετούσε τις ανάγκες του παρόντος. Το φαρσικό στοιχείο εισάγεται όταν σε μία επανάσταση γίνεται επίκληση ενός ένδοξου παρελθόντος αλλά ταυτόχρονα αποτυγχάνει παταγωδώς, όπως παρατηρεί ο Μαρξ για την επανάσταση του 1848, επακόλουθο της οποίας ήταν ο βοναπαρτισμός: εδώ δεν παρατηρείται η περαιτέρω εδραίωση της αστικής κοινωνίας, αλλά η χρεοκοπία των ιδανικών της.

Πως μπορεί όμως μια επανάσταση όπως αυτή του Φλεβάρη του 1848, που καταλύει τη μοναρχία και θεσμοποιεί το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, να αποτελεί φάρσα και αποτυχία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι με τις εκλογές στις 2 Δεκέμβρη του 1848 και την εκλογή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, όχι με το πραξικόπημά του που κατέλυσε τη δημοκρατία τρία χρόνια αργότερα, «(…) εκείνο που φαίνεται να ανατράπηκε δεν είναι πια η μοναρχία, είναι οι φιλελεύθερες παραχωρήσεις, που είχαν αποσπασθεί από αυτή ύστερα από εκατό χρόνια αγώνες. Αντί να κατακτήσει η ίδια η κοινωνία ένα καινούριο περιεχόμενο, φαίνεται μόνο πως το κράτος ξαναγύρισε στην πιο παλιά του μορφή».[3] Επίσης, ακόμα πιο εμφατικά: «Η καθολική ψηφοφορία φαίνεται να έζησε μια στιγμή μόνο για να κάνει με τα ίδια της τα χέρια (…) τη διαθήκη της».[4]

Στις νέες συνθήκες που περιγράφει ο Μαρξ, το κράτος, στην παλιά του αυταρχική μορφή, επιστρέφει με δημοκρατικά εύσημα και νομιμοποίηση. Ένα βασικό λοιπόν στοιχείο του βοναπαρτισμού είναι η συνύπαρξη δημοκρατίας και αυταρχισμού. Ιδιαίτερη σημασία για τον Μαρξ έχει η κατάπνιξη στο αίμα της εξέγερσης των εργαζομένων του Ιούνη του 1848, που απαιτούσαν κοινωνική δημοκρατία, δηλαδή μια δημοκρατία επαρκή απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες. Η σφαγή των εργαζομένων τον Ιούνη, η σφαγή αυτών που συνέβαλαν αποφασιστικά στον τερματισμό της μοναρχίας, ακριβώς επειδή ήθελαν την ουσιαστική και όχι κατ’ όνομα μόνο εδραίωση της δημοκρατίας, δείχνει για τον Μαρξ «πως η αστική δημοκρατία σημαίνει εδώ την απεριόριστη δεσποτεία μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις».[5]

Εδώ απαιτείται προσοχή για να παρακολουθήσουμε σε όλο του το βάθος το μαρξικό επιχείρημα: το βοναπαρτικό κράτος, παρότι είναι κράτος ταξικής κυριαρχίας, και δη της κυριαρχίας της αστικής τάξης, δεν είναι απλά ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης. Μπορεί κάλλιστα βραχυπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα να παρουσιάζεται ως «σωτήρας της κοινωνίας» συνολικά, και μάλιστα «αστοί που είναι φανατισμένοι για την τάξη να πυροβολούνται στα μπαλκόνια τους» από τα όργανά του.[6] Το πεπρωμένο αυτό δεν αφορά μόνο τη γαλλική αστική τάξη: «Αν η εξέγερση του Ιούνη ανέβασε παντού σ’ όλη την ηπειρωτική Ευρώπη την αυτοπεποίθηση της αστικής τάξης και την έσπρωξε σε μια ανοιχτή συμμαχία με τη φεουδαρχική βασιλεία ενάντια στον λαό, ποιο ήταν το πρώτο θύμα αυτής της συμμαχίας; Η ίδια η ηπειρωτική αστική τάξη».[7] Ο Μαρξ αντλεί από την ανάλυση αυτή πολύτιμα πολιτικά συμπεράσματα τα οποία έχουμε ακροθιγώς αναφέρει αλλού και δεν θα αναπτύξουμε εδώ,[8] τα οποία συνοψίζονται σε ό,τι ο ίδιος αποκαλούσε αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε μονάχα ότι εάν το κράτος ήταν απλά ένα εργαλείο της αστικής τάξης, τότε ακριβώς θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η εργατική τάξη μπορεί να το οικειοποιηθεί έτοιμο και να το χρησιμοποιήσει υπέρ της. Αλλά μέσω των διδαγμάτων αυτής της περιόδου ο Μαρξ καταλαβαίνει ότι το κράτος υπό τη δυναμική του κεφαλαίου είναι κάτι παραπάνω από απλό εργαλείο, αυτονομημένο από την κοινωνία, άρα η εργατική τάξη πρέπει να το συντρίψει και να οικοδομήσει το δικό της.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι για τον Μαρξ ο βοναπαρτισμός, που αλλού στα έργα του περιγράφεται και ως «ιμπεριαλισμός» ή «καισαρισμός» ή «αυτοκρατορισμός», δεν περιορίζεται στη Γαλλία αλλά αποτελεί διεθνές φαινόμενο. Για παράδειγμα ο ίδιος ο Μαρξ γράφει ρητά για τη Γερμανία ότι με τον Μπίσμαρκ, «το βοναπαρτικό καθεστώς που ως τότε άνθιζε μονάχα από τη μία πλευρά του Ρήνου, βρήκε το ταίρι του και στην άλλη πλευρά».[9] Ο Χαλ Ντρέιπερ επίσης έχει δείξει τον καθολικό και διεθνικό τρόπο που συλλαμβάνει ο Μαρξ το πρόβλημα του βοναπαρτισμού, με τον Μαρξ να χαρακτηρίζει ως Βοναπάρτη ακόμα και τον Σιμόν Μπολιβάρ ή να περιγράφει την κυβέρνηση το Ντισραέλι στο Ηνωμένο Βασίλειο με αυτούς τους όρους.[10]

Από τα παραπάνω συνάγεται ένας κλασικός ορισμός του βοναπαρτισμού από τον Μαρξ: «Στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητά της να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα» (έμφαση δική μου).[11] Σε όλα τα έργα της περιόδου, ο Μαρξ περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη αποτυγχάνει να ηγηθεί επί της κοινωνικής εξέλιξης και να συμβάλλει στο ξεπέρασμα της χρόνιας κοινωνικής κρίσης. Όχι μόνο φαίνεται να προδίδει τις υποσχέσεις που έδωσε με τις αστικές επαναστάσεις, αλλά για τη διατήρηση των άμεσων συμφερόντων της «αυτή είχε αποθεώσει το σπαθί, τώρα το σπαθί την εξουσιάζει».[12] Με την έλευση του καπιταλισμού ολόκληρη η αστική κοινωνία μοιάζει να αποσυντίθεται, αναδύονται για πρώτη φορά φαινόμενα όπως οι οικονομικές κρίσεις και η μόνιμη ανεργία: αυτό είναι το περιβάλλον εντός του οποίου το κράτος επιστρέφει θριαμβευτικά ως σωτήρας της κοινωνίας. Μπροστά στο νέο κράτος η πολιτική πάλη «(…) τακτοποιήθηκε με το να γονατίσουν, μπροστά στον υποκόπανο, όλες οι τάξεις, το ίδιο ανίσχυρες και βουβές».[13] Η ανερχόμενη εργατική τάξη δοκιμάζει τις δυνάμεις της και μαθαίνει τα μυστικά της υψηλής πολιτικής, αλλά πολύ αργά και με μεγάλο τίμημα.

Το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν ηγείται επί της κοινωνικής ανάπτυξης, δεν σημαίνει ότι δεν επωφελείται από τη διαδικασία κοινωνικής αποσύνθεσης: πάντα σε συνθήκες κρίσης απειλούνται όλοι αλλά κυρίως οι πιο αδύνατοι, ενώ οι ισχυρότεροι μπορεί και να κερδίζουν. Εδώ ο Μαρξ δεν ισχυρίζεται ότι η αστική τάξη σταμάτησε να αρπάζει την κοινωνική μερίδα του λέοντος, μόνο περιγράφει την αλλαγή ολόκληρου του πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα αυτή η αρπαγή. Δεν δημιουργεί συνειδητά και οργανωμένα η κυρίαρχη τάξη τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στον πλουτισμό της, αλλά ως ισχυρότερη μπορεί και εκμεταλλεύεται καλύτερα υπέρ της τη διαδικασία αποσύνθεσης και τυφλής λειτουργίας της οικονομίας που υποτάσσει ακόμα και την ίδια. Το κεφάλαιο είναι μία κοινωνία όπου επικρατεί γενικευμένη ανελευθερία από την οποία προκύπτουν και αποκρυσταλλώνονται στη συνέχεια ταξικές ανισότητες, όχι μία κοινωνία ταξικών ανισοτήτων από τις οποίες προκύπτει η γενικευμένη ανελευθερία. Ο Μαρξ δεν αρνείται την κυριαρχία μίας τάξης, απλά αλλάζει τη σχέση αιτίας και αιτιατού σε σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις ως προς την αναπαραγωγή αυτής της κυριαρχίας. Η κυριαρχία προκύπτει από την κρίση στην οποία έχει εισέλθει ολόκληρη η αστική κοινωνία με τη βιομηχανική επανάσταση. Οι καπιταλιστές ευνοούνται, αλλά αυτή η εύνοια είναι αποτέλεσμα των παθολογικών κοινωνικών σχέσεων, όχι αιτία τους.

Οι παραπάνω διατυπώσεις συμφωνούν με τον τρόπο που συλλαμβάνει ο Μαρξ το πρόβλημα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης συνολικά. Για τον Μαρξ, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού δεν είναι η κυριαρχία μιας τάξης επί των υπολοίπων. Ήδη στην κριτική του στον Προυντόν στα Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ τονίζει ότι η ίδια η κοινωνία μπορεί να «γίνεται αντιληπτή σε αφηρημένο επίπεδο ως κεφαλαιοκράτης»[14], καθώς η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση του κεφαλαίου: ακόμα και χωρίς καπιταλιστές μπορεί τη θέση τους να καταλάβει η «(…) κοινότητα σε ρόλο καθολικού κεφαλαιοκράτη».[15] Αλλά και ο ωριμότερος Μαρξ τονίζει ότι η πιθανή κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν εξαντλεί το πρόβλημα του καπιταλισμού ως κοινωνίας παρά αναδεικνύει την ουσία του, η οποία είναι η αυτοσυνείδηση των υποκειμένων ως εργατών και η καθολική επικράτηση του λεγόμενο «αστικού δικαίου», δηλαδή η ίση εργασία ως κοινωνικό μέτρο της αξίας, παρά τις ατομικές διαφορές των μελών της κοινωνίας. «Ώστε εδώ, το ίσο δίκαιο εξακολουθεί να είναι κατ’ αρχήν το αστικό δίκαιο. […]  Το ίσο δίκαιο υπόκειται πάντα σε έναν αστικό περιορισμό. (…) Αυτό το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία. (…) Στο περιεχόμενό του είναι λοιπόν δίκαιο της ανισότητας, όπως κάθε δίκαιο. (…) Με ίση απόδοση εργασίας και επομένως με ίση συμμετοχή στο κοινωνικό καταναλωτικό απόθεμα, ο ένας παίρνει στην πραγματικότητα περισσότερα από τον άλλον, ο ένας είναι πλουσιότερος από τον άλλο κλπ. Για να αποφευχθούν όλες αυτές οι αδυναμίες, θα έπρεπε το δίκαιο να είναι μάλλον άνισο αντί να είναι ίσο».[16] Μόνο πολύ αργότερα από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και το τέλος της κυριαρχίας της αστικής τάξης, σε μια «ανώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας (…) θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου».[17]

Ο βοναπαρτισμός έτσι γίνεται η πολιτική έκφραση της ανώνυμης και αυτονομημένης δυναμικής του κεφαλαίου, το οποίο δεν εξαντλείται στην κυριαρχία μιας τάξης, αλλά αποτελεί τη μορφή που παίρνει η αστική κοινωνία συνολικά μετά την εδραίωση της βιομηχανικής επανάστασης. Σε αντίθεση με όλες τις χειραφετητικές παραδόσεις του φιλελευθερισμού «το κράτος περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί και κηδεμονεύει την αστικής κοινωνία».[18] Το κράτος δεν αποτελεί πλέον εργαλείο αλλά φαίνεται να «έχει γίνει ολότελα ανεξάρτητο».[19] Στον πυρήνα του κράτους αυτού βρίσκεται η γραφειοκρατία και τα ένοπλα σώματα επιβολής της τάξης, ντυμένα τον μανδύα της ταξικής ουδετερότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βοναπάρτης εκλέγεται με τη στήριξη όλων των τάξεων, παρότι ο Μαρξ συμπληρώνει ότι τουλάχιστον «το πιο προοδευτικό τμήμα τόσο της μικροαστικής τάξης όσο και του προλεταριάτου παρουσίασε δικούς του υποψήφιους».[20] Ο Βοναπάρτης παρουσιάζεται ως ευεργέτης όλων των τάξεων αλλά «δεν μπορεί να δώσει τίποτα στη μία χωρίς να το πάρει από την άλλη».[21] Η ωρίμανση της δημοκρατίας συνοδεύεται από την εκλογή ενός ανθρώπου που είναι ο εγγυητής της καταστροφής της, όχι μόνο με το πραξικόπημά του που καταλύει τη δημοκρατία το 1851, και τη συνακόλουθη διαφθορά και κοινωνική αποσύνθεση, αλλά και με τη συντριβή της Γαλλίας από τα πρωσικά στρατεύματα στο Σεντάν το 1870.

Έως τώρα αναδείξαμε τον τρόπο με τον οποίο διαφοροποιείται το σύγχρονο κράτος από το κράτος εν γένει, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το βοναπαρτικό κράτος παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος, όχι μίας κυρίαρχης τάξης, αλλά της κοινωνίας συνολικά, αποσπώντας μάλιστα δημοκρατική νομιμοποίηση για τον κοινωνικό αυταρχισμό που ενσαρκώνει. Ωστόσο, το κράτος αυτό παραμένει όργανο ταξικής κυριαρχίας, άρα βρίσκεται σε συνέχεια με το κράτος εν γένει. «Ο αυτοκρατορισμός είναι συνάμα η πιο εκπορνευμένη και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία, σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα αναπτυγμένη αστική κοινωνία τη μετέτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο».[22]

Το κράτος είναι πάντα ταξικό υπέρ της κυρίαρχης τάξης, εν προκειμένω της αστικής, παρότι όχι πάντα ξεκάθαρα όργανο ή εργαλείο της αστικής τάξης. Σε εποχές ρευστότητας και μεγάλων αλλαγών[23] το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση φαίνεται να εξυπηρετείται καλύτερα από ένα κράτος που θέτει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, όχι από ένα κράτος εργαλείο της κυρίαρχης τάξης. Το φαινομενικά αυτονομημένο κράτος πράγματι υποτάσσει στην ισχύ του και τις κυρίαρχες τάξεις, αλλά μόνο στο μέτρο που αποτελεί την πολιτική μορφή με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις εξασφαλίζουν μεσο-μακροπρόθεσμα την κυριαρχία τους επί των υπολοίπων.

Ο Χαλ Ντρέιπερ υποδεικνύει μία παράθεση-κλειδί από τον ίδιο τον Μαρξ: «Η αστική τάξη (…) προκειμένου να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της εξουσία, πρέπει να στερηθεί της πολιτικής της εξουσίας».[24] Φοβούμενη την ανερχόμενη εργατική τάξη, η αστική τάξη δέχεται να στερηθεί των πολιτικών της προνομίων «με αντάλλαγμα τη διατήρηση της κοινωνικο-οικονομικής της κυριαρχίας».[25] Μπροστά στην έκδηλη αδυναμία της στις νέες οικονομικές συνθήκες που σπρώχνουν τους εκπροσώπους της σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ τους,[26] και μπροστά στην έκδηλη ανερχόμενη δύναμη της εργατικής τάξης, αποδέχεται μία «επανάσταση από τα πάνω»[27] αρκεί να αποφευχθεί μια αποτελεσματική «από τα κάτω». Η ίδια η αστική τάξη διαπιστώνει τη δική της κοντόφθαλμη οπτική και τη δυνατότητα να εξυπηρετείται καλύτερα από ένα κράτος που βλέπει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, παρά από ένα κράτος που είναι άμεσο υποχείριό της.[28]

Κατά συνέπεια, το βοναπαρτικό κράτος παραμένει αυτό που πάντα υπήρξε το κράτος για τον Μαρξ: όργανο ταξικής κυριαρχίας και απότοκο της ταξικής κοινωνίας. Αποτελεί μάλιστα τελειοποιημένη εκδοχή της ταξικής αυτής κυριαρχίας, καθώς όχι μόνο έσωσε τις κυρίαρχες τάξεις από την αδυναμία τους να επιβληθούν άμεσα στους υποτελείς τους, αλλά προσέδωσε δημοκρατικά εύσημα και νομιμοποίηση στην κυριαρχία αυτή. Ένα κράτος που βασίζεται μόνο στην ωμή βία και καταστολή είναι τόσο εύθραυστο, όσο και πανάκριβο. Ουσία του κράτους είναι λοιπόν η ταξική κυριαρχία, αλλά το «κράτος δεν εξαντλείται στην ουσία του», υπάρχει και η πραγματικότητά του η οποία επιτρέπει διαφοροποιήσεις.[29]

Όλες οι κοινωνίες ενέχουν κάποιο είδος καταναγκασμού κι αυτό αποτελεί μια γενική προϋπόθεση της ανάδυσης του κράτους: αλλά υπάρχουν τεράστιες διαφορές του είδους και του τρόπου με τον οποίο εξασκείται ο καταναγκασμός αυτός.[30] Μπορεί να υπάρχει ένα είδος καταναγκασμού που υπηρετεί την κοινότητα, ένα είδος «φυσικής» κοινωνικής ηγεμονίας. Αυτή η ηγεμονία γίνεται κράτος όταν αποκτά ταξικό πρόσημο υπέρ μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Αυτό δεν αποτελεί αναγκαστικά ένα είδος συνωμοσίας, αλλά αναγκαίο όρο ώστε η ομάδα αυτή να διαχειριστεί τόσο την καθολική, μη-ταξική, πλευρά των αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών, όσο και την ταξική, αυτή των δικών της αποκλειστικά συμφερόντων. Το κράτος εμφανίζεται όταν η πολιτική δύναμη από υπηρέτης του συνόλου γίνεται κύριός του.[31] Αν η ταξική κυριαρχία είναι η ουσία του κράτους, αυτή γίνεται καθαρότερη με την τυφλή επικυριαρχία που εγκαθιδρύεται με τον βοναπαρτισμό,[32] την ανώνυμη, ουδέτερη κυριαρχία μιας δύναμης ανυψωμένης πάνω από την κοινωνία, χωρίς άμεση συσχέτιση και εξάρτηση με καμία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Η τελειοποίηση του κράτους συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ παραμένει τέτοιο, δεν εμφανίζεται πλέον ως μέσο ταξικής κυριαρχίας αλλά προασπιστής του κοινού συμφέροντος – και ταυτόχρονα μόνιμος υπονομευτής του.

 

Βιβλιογραφία

  • Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετάφραση: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1986
  • Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000
  • Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Μάης 2010
  • Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μετάφραση: Αποστόλης Λυκούργος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Σεπτέμβρης 2012
  • Καρλ Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Ιούλης 2007
  • Hal Draper, Karl Marx’s theory of revolution: State and Bureaucracy, Vol. 1, Monthly Review Press, 1977

 

 

 

[1] Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετάφραση: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1986, σ. 15

[2] Ό.π. σ. 17

[3] Ό.π. σ. 20

[4] Ό.π. σ. 22

[5] Ό.π. σ. 27

[6] Ό.π. σ. 29

[7] Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000, σ. 67

[8] Στα κείμενα «Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου» (Ουτοπία, τ. 113) και «Δημοκρατία και κινήματα στην Ιστορία».

[9] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Μάης 2010, σ. 29

[10] Hal Draper, Karl Marx’s theory of revolution: State and Bureaucracy, Vol. 1, Monthly Review Press, 1977, σ. 438 και σ. 335 αντίστοιχα

[11] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σ. 68

[12] Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, σ. 148

[13] Ό.π. σ. 152

[14] Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μετάφραση: Αποστόλης Λυκούργος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Σεπτέμβρης 2012, σ. 99

[15] Ό.π. σσ. 121-122

[16] Καρλ Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Ιούλης 2007, σσ. 22-23

[17] Ό.π. σ. 23

[18] Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, σ. 75

[19] Ό.π. σ. 154

[20] Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, σσ. 82-83

[21] Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ, σ. 169

[22] Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σ. 69

[23] Draper, State and Bureaucracy, σ. 321

[24] Ό.π., σ. 398

[25] Ό.π., σ. 404

[26] «Καμία άλλη κυρίαρχη τάξη δεν σπαράσσεται εσωτερικά σε τέτοιο βαθμό με ανταγωνιζόμενες και αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες συμφερόντων, η μία στο λαιμό της άλλης». Ό.π., σ.323

[27] Ό.π., σ. 426

[28] Εδώ περιοριζόμαστε στη σκιαγράφηση μόνο της εξαιρετικά σύνθετης ταξικής ανάλυσης του Μαρξ η οποία εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τον Βοναπαρτισμό τόσο σε σχέση με το σύνολο των κοινωνικών τάξεων και τις μεταξύ τους σχέσεις.

[29] Ό.π., σ. 263

[30] Ό.π., σ. 241

[31] Ό.π., σ. 248. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Ένγκελς τονίζει ότι η διαίρεση σε τάξεις εδραιώθηκε μέσω βίας, εξαπάτησης και σφετερισμού. Η κυρίαρχη ομάδα αρχικά ασκούσε κοινωνική ηγεσία αλλά μόλις πήρε το πάνω χέρι μετέτρεψε την κοινωνική ηγεσία σε εκμετάλλευση εις βάρος των εργαζομένων μαζών. Όμως, υπήρχε μια πραγματική κοινωνική ανάγκη που οδηγούσε στον ελεύθερο χρόνο που απολάμβαναν λίγοι. Όταν το πλεόνασμα που παράγει η εργαζόμενη πλειοψηφία είναι ελάχιστο, αυτό επιτρέπει την ανάδυση μιας ομάδας (δυνητικά τάξης) που δεν επιδίδεται σε άμεση παραγωγική εργασία αλλά στο έργο επίβλεψης των "γενικών κοινωνικών υποθέσεων". Στην τότε φάση ανάπτυξης φαίνεται πως δεν μπορούσε να αποφευχθεί η ανάθεση του αναγκαίου αυτού έργου της επίβλεψης των γενικών κοινωνικών υποθέσεων σε μία κυρίαρχη ομάδα, η οποία αποκρυσταλλώθηκε σε κυρίαρχη τάξη. Οπότε για τον μαρξισμό η "κοινωνική ηγεσία" ήταν αναγκαία συνθήκη πριν την αποκρυστάλλωση των τάξεων και του κράτους. Το κράτος έρχεται να αναλάβει το έργο της κοινωνικής ηγεσίας αλλά πλέον με παραμορφωτικό-στρεβλωτικό ταξικό τρόπο. Αυτό δεν είναι απλά συνωμοσία γιατί η ταξική κοινωνία δεν γνωρίζει άλλο τρόπο για να φροντίζει τόσο τις "γενικές κοινωνικές υποθέσεις" όσο και τους ιδιαίτερους δικούς της αντικοινωνικούς σκοπούς.

[32] Ό.π., σ. 242

24/6/2017- αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Μετά την αποσύνθεση των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, το 2015 εμφανίστηκαν καινούργιοι πολιτικοί σχηματισμοί όπως ο Σύριζα και οι Ποδέμος. Το 2016 σημειώθηκαν η άνοδος του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας και η μαζική υποστήριξη προς τον Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Η συζήτηση που διοργανώνουμε σκοπεύει να διερευνήσει το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα, υπό το πρίσμα τόσο των προαναφερόμενων πολιτικών σχηματισμών όσο και της μακράς ιστορίας της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στο πλαίσιο της Αριστεράς.

Κάποτε η σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε ένα παγκόσμιο κίνημα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, βασισμένο στη μαρξιστική επαναστατική πολιτική. Σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αντικαταστήσει πλήρως το καθήκον να οργανώσουν τους εργαζόμενους για να ανατρέψουν τον καπιταλισμό με το καθήκον να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν τις προϋποθέσεις για μια πιο δίκαιη οικονομία της αγοράς. Η σημερινή σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας είναι καθηλωμένη στην κοινωνία ως έχει, οριοθετημένη από τις εθνικές οικονομίες και τις διαμεσολαβημένη από τα εθνικά κράτη. Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα υπόσχεται να καταπολεμήσει την κοινωνική αδικία στο όνομα των λαών, αλλά δεν υπόσχεται πλέον να πραγματώσει τον σοσιαλισμό. Αυτό που έχει μείνει είναι μόνο το όνομα, και μαζί με αυτό η υπόσχεση και η προβληματική της «σοσιαλδημοκρατίας».

Προσφέρει ακόμη η «σοσιαλδημοκρατία» μια προοπτική για την Αριστερά; Ενώ η σοσιαλδημοκρατία αναδύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως έκφραση της πολιτικής απαίτησης των εργαζόμενων τάξεων για σοσιαλισμό, πέρασε μια σειρά κρίσεων στην πορεία του 20ου αιώνα. Πώς αυτές οι κρίσεις έχουν μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά αντιλαμβάνεται τόσο την ιστορική μορφή της σοσιαλδημοκρατίας όσο και τους σοσιαλδημοκρατικούς πολιτικούς σχηματισμούς του σήμερα; Έχουν οδηγήσει οι διάφοροι μετασχηματισμοί –π.χ. η ρεβιζιονιστική διαμάχη στα έτη 1890-1900, η υποστήριξη των εθνικών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, η διαμάχη σχετικά με τη ρωσική και τη γερμανική επανάσταση μεταξύ των ετών 1917 και 1919, η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960, η κρίση της δεκαετίας του 1970, η νεοφιλελεύθερη στροφή της δεκαετίας του 1980, η ανάδυση πολιτικών του «τρίτου δρόμου» κατά τη δεκαετία του 1990, η οικονομική κρίση του 2008– στον θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας; Έχει αλλάξει για την Αριστερά η έννοια της κοινωνικής επανάστασης και του σοσιαλισμού, δεδομένου του μετασχηματισμού που έχει υποστεί η έννοια της «σοσιαλδημοκρατίας»; Θα μπορούσε η τροχιά που ακολούθησε η σοσιαλδημοκρατία να φωτίσει τους στόχους της Αριστεράς; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Ομιλητές

Δημήτρης Μάνος: ΚΚΕ μ-λ

Κώστας Παλούκης: Ιστορικός, μέλος ΝΑΡ

Γιώργος Οικονόμου: Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Κώστας Παλούκης: Αν πούμε ότι πέθανε η σοσιαλδημοκρατία τι μπορούμε άραγε να κάνουμε;

Η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα σοσιαλιστικό κίνημα που υποστηρίζει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας μέσα από πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το θεμελιώδες  χαρακτηριστικό της είναι η απόρριψη της επανάστασης και η πεποίθηση της ότι ο ρεφορμισμός είναι ένας επιθυμητός δρόμος για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Στην πράξη αποδέχεται την ανάληψη της διακυβέρνησης ενός καπιταλιστικού πλαισίου αποδεχόμενη κάποιους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Δεν υπάρχει ιστορικά μία τυπική μορφή σοσιαλδημοκρατίας αλλά πολλές, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες μορφές σοσιαλδημοκρατίας.

Η πρώτη είναι η κλασσική δυτικοευρωπαϊκή μορφή με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το πλατύ, μαζικό, δημοκρατικό κόμμα του γερμανικού SPD, το οποίο εκπροσωπεί κοινοβουλευτικά την εργατική τάξη και στο οποίο συμμετέχουν πλατιά τμήματά της. Παράλληλα αναπτύσσει πολιτικές και πολιτιστικές δράσεις ενώ πάντα δρα στο όριο της πολιτικής νομιμότητας του εκάστοτε καθεστώτος.

Η δεύτερη είναι κάποιες πολύ μικρές ομαδοποιήσεις διανοουμένων και συνδικαλιστών που δεν μπορούν να αναδειχτούν σε μαζικό ρεύμα. Πολλές φορές έχουν έναν αναντίστοιχα με το μέγεθός τους και τη μικρή οργανωτική τους βάση μεγάλο και σημαντικό ρόλο και δράση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Ενίοτε οι ομάδες αυτές εντάσσονται σε μεγαλύτερα φιλελεύθερα κόμματα με δημοκρατικό χαρακτήρα. Τέτοια παραδείγματα σοσιαλιστικών ομάδων μπορεί να βρει κανείς εντός του δημοκρατικού κόμματος των Η.Π.Α. ή άλλων δημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης.

Μία τρίτη μορφή σοσιαλδημοκρατίας είναι η ένοπλη σοσιαλδημοκρατία. Εμφανίζεται σε περιόδους επικράτησης αυταρχικών καθεστώτων και έχει έντονα εθνικοαπελευθερωτικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Τέτοιου είδους κόμματα μπορούν να χαρακτηριστούν το PKK και το Sinn Fein-IRA και παλαιότερα το κόμμα των μενσεβίκων.

Η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα πολιτικό ρεύμα που κινείται σε προοδευτική κατεύθυνση αλλά κρίνεται από τη στάση των εκάστοτε κομμάτων σε κρίσιμα κομβικά ιστορικά ζητήματα.

Στη σοσιαλδημοκρατία μπορεί κανείς να αναγνώσει και δύο ρεύματα με επαναστατικό χαρακτήρα. Το ένα θεωρεί αναγκαία και επιθυμητή την επανάσταση και υποτάσσει την τακτική του γύρω από αυτό το στόχο, ενώ μία δεύτερη εκδοχή αρνείται πλήρως οποιαδήποτε μεταβατική λογική και αίτημα στις σημερινές συνθήκες προβάλλοντας ως μόνη λύση την επαναστατική διαδικασία στο παρόν, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις. Το ΚΚΕ σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους είχε είτε τη μία είτε την άλλη μορφή.

Για την ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε πλατύ κοινωνικό ρεύμα απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις: η ύπαρξη ενός πλατιού στρώματος εργατικής αριστοκρατίας, ένα πλαίσιο οικονομικών λειτουργιών μέσα στο οποίο η αστική τάξη δέχεται παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη και τέλος ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ενδοαστική διαμάχη εντός ενός κράτους ή η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη μεταξύ κρατών.

Στην Ελλάδα μέχρι το 1981 δεν υπήρχαν οι παραπάνω προϋποθέσεις για την εμφάνιση και την άνοδο μιας μαζικής σοσιαλδημοκρατίας. Τη δεκαετία του 1930 έχουμε την πρώτη εμφάνιση ενός πλατιού μετώπου κομμουνιστών και σοσιαλιστών το οποίο προλαμβάνεται από το Μεταξά, μέτωπο το οποίο θα πραγματωθεί με την εμφάνιση του Ε.Α.Μ. λίγα χρόνια αργότερα. Με την ήττα του Ε.Α.Μ.-ΕΛΑΣ το μέτωπο θα διαλυθεί. Αργότερα συσπειρώσεις των δύο ρευμάτων θα υπάρξουν και εντός της ΕΔΑ γύρω από μια πλατιά σωματειακή βάση. Ωστόσο και στην τελευταία περίπτωση δε δημιουργείται εργατική αριστοκρατία η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είχαμε νωρίτερα από το 1980 σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα ήταν όχι γιατί η ελληνική αστική τάξη δεν υπήρξε ή δεν ήταν αναπτυγμένη αλλά γιατί δεν είχε τη διάθεση να κάνει παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη, αναγκάζοντας τους σοσιαλδημοκράτες είτε να αποτελούν το μακρύ χέρι του κράτους είτε να συμμαχούν με τους κομμουνιστές.

Στην Ελλάδα η σοσιαλδημοκρατία δημιουργήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Είναι η περίοδος που οι προϋποθέσεις που προανέφερα μπορούν να πραγματωθούν έστω παροδικά. Ωστόσο η είσοδος στην ΕΟΚ και την ευρωπαϊκή ένωση θα επιφέρει την αναγκαστική υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Με την κρίση του 2010 στην Ελλάδα δοκιμάστηκαν ξανά οι δυνατότητες για μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατίας με την άνοδο του Σύριζα και πάλι φάνηκαν τα όρια αυτής της πολιτικής εντός ευρωπαϊκής ένωσης. Ο θάνατος της σοσιαλδημοκρατίας σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος από την αντικαπιταλιστική λύση.

Δημήτρης Μάνος: Ας μη βιαστούμε να μιλήσουμε για το θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας.

Η ένταξη της σοσιαλδημοκρατίας στο κυρίαρχο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα συνέβη αμετάκλητα και οριστικά στον πρώτο παγκόσμιο όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμμάχησαν με τις εθνικές αστικές τάξεις τους για τη διεξαγωγή του πολέμου. Σήμερα η πολιτική έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας υπό τις δεδομένες συνθήκες και το συσχετισμό δύναμης είναι δύναμη του συστήματος. Σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές εφαρμόστηκαν και από το Φράνκο στην Ισπανία ή τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα σε Ιταλία και Γερμανία (αλλά όχι από τον Πινοσέτ στη Χιλή) στη βάση της ρήσης του Τσώρτσιλ ότι από τις χώρες του παραπετάσματος πρέπει να αντιγράψουμε το κοινωνικό τους κράτους.

Η εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας σύμφωνα με το Λένιν ήταν η εργατική αριστοκρατία.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας καθορίστηκε τόσο από την εξάρτηση της χώρας από το διεθνή ιμπεριαλισμό που δεν επέτρεπε στην ελληνική αστική τάξη παραχωρήσεις όσο και από την υποχώρηση και ήττα της Αριστεράς. Η εργατική αριστοκρατία δεν δημιουργήθηκε στην Ελλάδα παρά από το ΠΑΣΟΚ το οποίο όμως είχε την «ατυχία» να αναπτύσσεται παράλληλα με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.

Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς δεν υπάρχει η εναλλακτική επαναστατική πρόταση στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό που να θέτει ζητήματα αμφισβήτησης του καπιταλισμού και εργατικής εξουσίας. Η λενινιστική λύση δηλαδή η κατάληψη του κράτους, η καταστροφή του αστικού κράτους και η οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο που αποτέλεσε την εργατική απάντηση αν και σημαντική είναι ακόμα αδύναμη. Στο έδαφος αυτής της αδυναμίας υπάρχει ακόμα η δυνατότητα ανάπτυξης σοσιαλδημοκρατικών φαινομένων όπως για παράδειγμα στη χώρα μας.

Η επίθεση του ιμπεριαλιστικού συστήματος στη σημερινή φάση της κρίσης του, η οποία συμπιέζει τα μικροαστικά στρώματα, δεν δημιουργεί οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών υπό την κυριαρχία των αστικών τάξεων. Η επίθεση γίνεται ακόμα και στις ιμπεριαλιστικές χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Γαλλία. Το φαινόμενο κατάρρευσης των μεσοστρωμάτων είναι σημαντικό για την ανάλυση της σοσιαλδημοκρατίας.

Οι μετακομμουνιστικές λύσεις όπως οι πλατείες, το Occupy άνθισαν στο βαθμό που η κομμουνιστική λύση είναι ακόμα αδύνατη. Ανάλογα με τις τοπικές περιστάσεις δημιουργήθηκαν συμμαχίες μεταξύ κομματιών της αστικής τάξης και κομμάτια των λαϊκών κινημάτων προηγούμενων ετών. Σε ένα παράδειγμα διαμάχης των δύο αυτών ρευμάτων το κομμουνιστικό κόμμα Ινδίας μαοϊκό που διεξάγει έναν κοινωνικό και απελευθερωτικό αγώνα συγκρούεται ένοπλα με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις με συμμετοχή ακόμα και μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων! Η προβιά της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να φορεθεί από πολλούς.

Το φαινόμενο Σύριζα αναπτύχθηκε κάτω από την έλλειψη της κομμουνιστικής πολιτικής, από την πίεση του συστήματος, της συνειδητοποίησης των μικροαστικών κομμάτων ότι είναι και αυτά αναλώσιμα όπως η εργατική τάξη η οποία δεχόταν την κρίση και πριν την κρίση. Η αριστερά εντός και εκτός κοινοβουλίου «στήριξε» το Σύριζα κυρίως μέσω των μεταβατικών προγραμμάτων.

Ποια πρέπει να είναι η άλλη κατεύθυνση δεδομένης της συνέχισης της επίθεσης από τη μεριά του συστήματος; Ο αγώνας σήμερα οφείλει να είναι διμέτωπος τόσο απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές λύσεις που ενδεχομένως θα πλασαριστούν στο μέλλον αλλά και απέναντι στις φασιστικές λύσεις που προβάλλονται υπό το μανδύα του λαϊκισμού.

Πρέπει να διαχωριστεί η πάλη που δίνουμε σήμερα με τους στρατηγικούς στόχους. Πάνω σε αυτό το έδαφος των στρατηγικών στόχων λαμβάνει χώρα η άνοδος των απόψεων του Σύριζα.

Αυτό που κατά τη γνώμη μου θα παλέψουμε στο μέλλον είναι η αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που συνδέει τη σημερινή και τη μελλοντική πάλη είναι η δημιουργία μετώπων αντίστασης, ο συντονισμός των εστιών αντίστασης και η συνεργασία με τους λαούς που δέχονται αυτή την επίθεση.

Γιώργος Οικονόμου: Θα προσπαθήσω να συνδέσω την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας ως λύση για τα κοινωνικά προβλήματα με τους στόχους και τη φυσιογνωμία ευρύτερα της Αριστεράς.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις περιπτώσεις σοσιαλιστικών κομμάτων, στα προγράμματά τους και στο πολιτικό αποτέλεσμα που επέφεραν.

Το 1971 γίνεται το συνέδριο του σοσιαλιστικού κόμματος της Γαλλίας όπου υπερνικά η μετριοπαθής τάση του Μιττεράν, που είχε στο πρόγραμμά της την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Δέκα χρόνια μετά από την κατάληψη της εξουσίας καμία από τις προγραμματικές δηλώσεις δεν εφαρμόστηκε. Το δεύτερο παράδειγμα είναι το ελληνικό ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα αυτό το 1974 μιλούσε για σοσιαλισμό, για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Μετά από πολύχρονη διακυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Τέλος η περίπτωση  του Σύριζα, που μιλούσε επίσης για σοσιαλισμό και μη αποδοχή των μνημονίων και δεν εφάρμοσε ούτε το μετριοπαθές πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.

Οι τρεις αυτές περιπτώσεις δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος που δεν αφορά μόνο τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς. Το πρόβλημα που θέλω να θίξω είναι αυτό της τεράστιας αποτυχίας της Αριστεράς τόσο σε ιδεολογικό όσο και οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο. Όταν λέω Αριστερά εννοώ όχι μόνο τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και τα κομμουνιστικά κόμματα.

Η σοσιαλδημοκρατία προσπάθησε να ενταχθεί μέσα στο σύστημα εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις. Επειδή το αίτημα για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί κατέφυγε σε οικονομικά και κοινωνικά μέτρα και καλύτερη διανομή του κοινωνικού προϊόντος.

Το στοιχείο ωστόσο που καθόρισε και καθορίζει ακόμα και σήμερα την αποτυχία της Αριστεράς κατά τη γνώμη μου είναι αυτό της αντιπροσώπευσης. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια κρίση του συστήματος της αντιπροσώπευσης όπως την εννοεί η Αριστερά αφού ακόμα και στις χώρες του υπαρκτού ολοκληρωτισμού όπως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ, το κόμμα που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης οδήγησε σε αυταρχικές, ανελεύθερες, δικτατορικές δομές.

Η Αριστερά επίσης εμφανίζει τεράστιο έλλειμα όσον αφορά τη δημοκρατία. Αυτό που έδειξαν οι πλατείες αλλά και όλα τα κινήματα από τη δεκαετία του 1960 και τα γνήσια εργατικά κινήματα ήταν η αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων, αίτημα και πρακτική που η Αριστερά απεμπόλησε. Ήδη από την εποχή της ρωσικής επανάστασης η επικράτηση του λενινιστικού κόμματος και της γραφειοκρατίας ενάντια στην αυτοδιεύθυνση των εργατών υπήρξε η ταφόπλακα της εξουσίας των σοβιέτ.

Εκ γενετής η Αριστερά και ολόκληρη η μαρξική ιδεολογία έπασχε από την αδυναμία σύλληψης της έννοιας της δημοκρατίας. Η έμφαση στο οικονομικό στοιχείο και στην πάλη ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και στις παραγωγικές δυνάμεις υπήρξε καταστροφική για το εργατικό κίνημα.

Η Αριστερά ευνοεί τέλος τον καταμερισμό της πολιτικής εργασίας αφού το κόμμα ή η οργάνωση παρέχει τη μοναδική δυνατότητα για επιστημονική ανάλυση και η κοινωνία πρέπει να υπακούει. Μιλάμε δηλαδή για μία τεχνική έννοια της πολιτικής και όχι της δυνατότητας των εργατών-πολιτών να αυτοκυβερνηθούν και να αυτοοργανωθούν.

Η βασική διαίρεση με βάση τη μαρξική θεωρία είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η έμφαση στην οικονομική αυτή διαίρεση απεμπολεί το πολιτικό και δημοκρατικό στοιχείο. Ο Καστοριάδης από πολύ νωρίς έδειξε ότι η κεντρική δομή της κοινωνίας και η ρίζα της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης δεν είναι η καπιταλιστική αγορά αλλά η ιεραρχική, γραφειοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Η γραφειοκρατία είναι μια πολιτική και όχι οικονομική δομή εξουσίας.

Η κύρια διαίρεση σήμερα είναι μεταξύ αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις και θεσπίζουν τους νόμους και σε αυτούς που τις εκτελούν. Συνεπώς αυτό που προέχει είναι κυρίως η πολιτική ισότητα των ατόμων και η συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και όχι η αφηρημένη κατάργηση του καπιταλισμού σε οικονομικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη μου αυτό καταδεικνύουν και οι σύγχρονες μορφές αντίστασης όπως οι πλατείες οι οποίες αντιτίθενται στην αντιπροσώπευση των κομμάτων και τονίζουν το στοιχείο της αυτοδιεύθυνσης. Πρέπει να υπάρξουν ανεξάρτητες πολιτικές κινήσεις που θα δημιουργήσουν ένα δημοκρατικό κίνημα και θα προωθήσουν θεσμικές αλλαγές.

Κώστας Παλούκης: Το μεταβατικό πρόγραμμα όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ σχετίζεται με μια σειρά αιτημάτων από τη μεριά των εργαζομένων. Η διεκδίκησή των μερικών μεταβατικών αιτημάτων δημιουργεί τις συνθήκες για την επόμενη κλίμακα αιτημάτων και τη σταδιακή κατανόηση της σημερινής πολιτικής κατάστασης από τη μεριά των εργαζομένων καθώς και την πάλη για ολοένα πιο διευρυμένα και ριζοσπαστικά αιτήματα. Τα μεταβατικά αιτήματα δεν μπαίνουν για να εφαρμοστούν στον καπιταλισμό αλλά ως σημείο αφετηρίας για την πάλη ενάντια στην εργοδοσία και απέναντι στο κράτος και στο κεφάλαιο.

Σε σχέση με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης και της αποτυχίας της αριστεράς: πως είμαστε σίγουροι ότι όσοι αναφέρονται σε τέτοια ζητήματα δεν είναι και οι ίδιοι κομμάτια της ήττας και της αποτυχίας; Αυτές οι ομάδες ή οι συλλογικότητες δε γέννησαν άραγε γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους καθώς και προβλήματα που δεν μπορούν να ξεπεράσουν;

Δημήτρης Μάνος: Η βασικότερη σύγκρουση με τη σοσιαλδημοκρατία έγινε το 1917. Η πορεία κατάκτησης της εξουσίας από τους εργάτες δεν είναι γραμμική και δεν έρχεται από ολοένα και πιο προχωρημένα αιτήματα. Ενδεχομένως σε μία κοινωνία που έχει κατακτηθεί η εξουσία από τους εργαζόμενους θα μπορούσα ίσως να συμφωνήσω με τον Οικονόμου ότι η διαίρεση είναι μεταξύ των διευθυντών και διευθυνομένων. Σήμερα όμως που ακόμα και ο συνδικαλισμός τείνει να εξαφανιστεί προέχει η συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ο ταξικός συσχετισμός.

Γιώργος Οικονόμου: Βασικά δικαιώματα όπως η ελευθερία του λόγου δεν υπήρχαν ούτε υπάρχουν σε κράτη που επικράτησαν κομμουνιστικά καθεστώτα. Τα συνθήματα περί σοσιαλισμού και κομμουνισμού έχουν πεθάνει. Το μόνο αίτημα που μπορεί να διασωθεί είναι το δημοκρατικό αίτημα, δηλαδή αν θέλουμε να είμαστε πολίτες και υποκείμενα της πολιτικής μας. Η μαρξιστική λενινιστική λογική δεν έχει δώσει απολύτως τίποτα θετικό.  Ότι κερδήθηκε οφείλεται στο γνήσιο εργατικό και λαϊκό κίνημα που απέκτησε δικαιώματα μέσω των αγώνων του .

Συζήτηση-ερωτήσεις

Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και στη βάση του κομμουνιστικού κινδύνου και της ανάγκης για ανοικοδόμηση του καπιταλισμού επενδύθηκαν μέσω της σοσιαλδημοκρατίας αντικομμουνιστικές τάσεις. Η σοσιαλδημοκρατία εξέφραζε τα μεσαία στρώματα και την αυταπάτη ότι μπορούν να μοιραστούν την εξουσία με το μεγάλο κεφάλαιο. Ακόμα και σήμερα η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να υπάρξει με πολλές μορφές.

Αν παίρναμε μία εφημερίδα εκατό χρόνια πριν την περίοδο της ρώσικης επανάστασης θα διαβάζαμε ότι είπε ο Γιώργος Οικονόμου. Αυτή είναι η δειλή, έμμεση σοσιαλδημοκρατία. Ενώ κατηγορεί το κόμμα για την απόλυτη αλήθεια την ίδια στιγμή μιλάει και καθορίζει το πότε ένα κίνημα είναι γνήσιο ή όχι.

Γιώργος Οικονόμου: Το εργατικό κίνημα διεκδίκησε και πέτυχε την καθιέρωση πολλών δικαιωμάτων χωρίς τη βοήθεια των κομμουνιστών. Τα κομμουνιστικά κόμματα εξέφρασαν τα συμφέροντα και τους σκοπούς της κομμουνιστικής γραφειοκρατίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δυσφημιστεί τόσο πολύ το αίτημα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού ώστε σήμερα τέτοια συνθήματα υπάρχουν μόνο σε περιθωριακές αριστερές ομάδες. Η κοινωνία σήμερα δεν ακολουθεί τα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Το δικαίωμα να ασκούμε κριτική είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να δούμε κάθε πολιτική άποψη και να την κριτικάρουμε μέσω επιχειρημάτων. Κατά τη γνώμη μου ο Καστοριάδης άσκησε μια πολύ σημαντική κριτική στο μαρξισμό και στο κομμουνιστικό κίνημα η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί αλλά πρέπει να απαντηθεί.

Αν πούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει εκπνεύσει πολιτικά και ιστορικά πως θα μπορούσε ένας σχηματισμός όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΚΚΕ μ-λ, που είναι εξαιρετικά κριτικός στις παρούσες μορφές σοσιαλδημοκρατίας, να πραγματώσει το πρόγραμμά του αν ερχόταν στην εξουσία;

Κώστας Παλούκης: Η απάντηση είναι ότι την εξουσία δε θα την πάρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά η εργατική τάξη και ο λαός. Η χρήση των μεταβατικών αιτημάτων γίνεται στο βαθμό που επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα εκεί όπου αυτά υπάρχουν. Κατά τη γνώμη μου μπορεί να υπάρχουν επιμέρους νίκες σε διάφορα αιτήματα αλλά όχι ένα πρόγραμμα εφαρμογής μιας σειράς τέτοιων αιτημάτων μέσα στον υπαρκτό καπιταλισμό.

Δημήτρης Μάνος: Η εμπειρία του Σύριζα αναδεικνύει πόσο μακρύς είναι ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε. Ίσως αυτό το πισωγύρισμα να ήταν αναγκαίο, δηλαδή να φανερωθεί ο Σύριζα ως αστική δύναμη στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού.