RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Greek Texts and Translations

1/4/2014 - νέο κτίριο Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Ο Τρότσκι και ο τροτσκισμός, στο όνομα της υπεράσπισης της επανάστασης του 1917, επηρέασαν τη ριζοσπαστική πολιτική κατά τον 20ό αιώνα. Από τη γέννησή του ο τροτσκισμός ως πολιτικό ρεύμα, προσπαθώντας να ακολουθήσει την παράδοση του Τρότσκι, φιλοδοξούσε να αντιστρέψει την φθίνουσα πορεία της παγκόσμιας επανάστασης και να συμβάλει στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Κριτική στον σταλινισμό και τον σοσιαλισμό σε μία χώρα, ενιαίο μέτωπο, μεταβατικό πρόγραμμα, παγκόσμια και διαρκής επανάσταση, είναι έννοιες και προβληματισμοί που στιγμάτισαν τις αντιπαραθέσεις εντός της Αριστεράς. Και συνεχίζουν να επιζούν ως αντιπαραθέσεις ακόμα και σήμερα, στο μέτρο που μεγάλες πολιτικές οργανώσεις στα καπιταλιστικά κέντρα (π.χ. ΗΠΑ και Αγγλία) εντάσσονται στην τροτσκιστική παράδοση.

Η πορεία των τροτσκιστικών οργανώσεων δεν ήταν παρόλα αυτά ποτέ ενιαία. Χαρακτηρίστηκε από συνεχείς διασπάσεις πάνω σε πολιτικά ζητήματα, πολιτικές διαμάχες γύρω από κινήματα και εξεγέρσεις και βαθιές διαφωνίες γύρω από πολιτικές τακτικές. Ωστόσο ο τροτσκισμός δεν φαίνεται να έγινε τελικά, προς το παρόν τουλάχιστον, αυτό που φανταζόταν ο Τρότσκι: καταλύτης για την παγκόσμια επανάσταση. Η εκτίμηση του Τρότσκι ότι με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θα ξεσπούσαν διεθνώς προλεταριακές επαναστάσεις δεν επαληθεύτηκε. Ενώ η πτώση της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της την περίοδο 1989-1991 δεν αποτέλεσε ευκαιρία ανάπτυξης του τροτσκιστικού κινήματος, στο μέτρο που δόθηκε προς στιγμήν η εντύπωση ότι δικαιώθηκαν οι εκτιμήσεις του για τον σταλινισμό. Η πορεία των τροτσκιστικών οργανώσεων καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία τους να ηγηθούν κινημάτων για την ανατροπή του καπιταλισμού, βαθαίνοντας έτσι ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της ριζοσπαστικής πολιτικής θεωρίας και πράξης.

Η συζήτηση εξετάζει την κληρονομιά του Τρότσκι και του τροτσκισμού, το παρόν του τροτσκισμού αλλά και τις πιθανές προοπτικές του.

Είναι επίκαιρος ο τροτσκισμός σήμερα και γιατί;

Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο πολιτικός στόχος των τροτσκιστικών οργανώσεων σήμερα; Τι έχει αλλάξει από την εποχή του "μεταβατικού προγράμματος"; Διατηρείται η σημασία του, και με ποιον τρόπο;

Ποια είναι η σχέση των σημερινών τροτσκιστικών ομάδων-οργανώσεων με την πολιτική θεωρία και δράση του Τρότσκι; Πώς προσδιορίζεται η ιστορική συνέχεια Τρότσκι και τροτσκισμού;

Πώς εξηγείται το γεγονός ότι υπάρχουν πχ στην Ελλάδα τροτσκιστικές οργανώσεις που στηρίζουν ΣΥΡΙΖΑ, άλλες που στηρίζουν ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες που είναι αυτόνομες, μέχρι και άλλες που υποστηρίζουν κριτικά το ΚΚΕ; Τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι όλες είναι τροτσκιστικές, ενώ συγχρόνως υιοθετούν τόσο διαφορετικές θέσεις;

Πως επιζεί σήμερα η ιστορική κληρονομιά του διεθνισμού; Πως αντικατοπτρίζεται ο διεθνής χαρακτήρας της αντικαπιταλιστικής πάλης στην πολιτική δράση των τροτσκιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα;

Τι σήμαινε για την αυτοκατανόηση των Τροτσκιστικών οργανώσεων η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το '89; Πώς επηρεάστηκε η δράση των Τροτσκιστικών οργανώσεων μετά από αυτό το γεγονός; Νομίζετε ότι η "τροτσκιστική θεωρία" επιβεβαιώθηκε και αν ναι με ποιο τρόπο;

Ομιλητές:

Παναγιώτης Βογιατζής- οργάνωση Ξεκίνημα

Χάρης Παπαδόπουλος- περιοδικό "Κόκκινο"

Περικλής Παυλίδης- καθηγητής Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Παναγιώτης Βογιατζής: Είναι πολύ σημαντικό να αναλύονται σήμερα θεωρητικές ιδέες και αυτό μπορεί να αποκτήσει κεφαλαιώδη σημασία. Γνώμονάς μας είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική πράξη χωρίς επαναστατική θεωρία. Την ίδια στιγμή θέλουμε να τονίσουμε ότι η επαναστατική θεωρία δε σημαίνει τίποτα από μόνη της και αποκτάει τη σημασία της όταν γίνεται οδηγός για την πράξη. Δε θα αναφερθούμε στον Τρότσκι ως άτομο αλλά θα επικεντρώσουμε σε κάποιες πτυχές του έργου του οι οποίες θεωρούμε ότι έχουν πρακτική χρησιμότητα σήμερα.

Όταν λέμε τροτσκισμός υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα που εννοούμε: στο θεωρητικό πεδίο η θεωρία της διαρκούς επανάστασης, στην οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο διεθνιστικός χαρακτήρα της επανάστασης, είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου και η τακτική του μεταβατικού προγράμματος. Υπάρχουν και άλλα πράγματα που είναι σημαντικά για τον τροτσκισμό όπως η ανάλυση και πάλη ενάντια στο σταλινισμό που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ένωση μετά τη δεκαετία του ’20 καθώς και η ανάλυσή του φαινομένου του φασισμού. Στις μέρες μας δύο από αυτά τα χαρακτηριστικά παίρνουν εκρηκτικό χαρακτήρα: το ενιαίο μέτωπο και το μεταβατικό πρόγραμμα.

Το ενιαίο μέτωπο είναι η τακτική που είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει το εργατικό κίνημα μέχρι τις παραμονές της κατάληψης της εξουσίας. Η κατάκτηση της εξουσίας είναι κάτι διαφορετικό από την κατάκτηση της κυβέρνησης. Το ενιαίο μέτωπο είναι η τακτική που υιοθετήθηκε από το 3ο και 4ο συνέδριο της κομμουνιστικής διεθνούς και υποστηρίχθηκε από το Λένιν, αλλά για διάφορους λόγους εγκαταλείφθηκε αργότερα και συνέχιζε να το υποστηρίζει μόνο ο Τρότσκι. Η αντίληψη του ενιαίου μετώπου συμπυκνώνεται στο σύνθημα «προχωράμε χώρια, χτυπάμε μαζί». Η ενότητα είναι μία αυτόματη επιλογή για την εργατική τάξη. Ένας εργαζόμενος γνωρίζει ότι όταν συμμετέχει σε μια απεργία, σε ένα πολιτικό αγώνα πρέπει να ενωθεί με άτομα τα οποία έχουν τα ίδια συμφέροντα μαζί του και να παλέψουν οργανωμένα για την ανατροπή. Φυσικά αυτό δε σημαίνει ενότητα σε επίπεδο αρχών.

Τι θα σήμαινε στις μέρες μας η ιδέα του ενιαίου μετώπου στην ελληνική πραγματικότητα; Στο όνομα αυτής της τακτικής κατάφερε ο Σύριζα να εκτοξεύσει τα ποσοστά του πριν από τις τελευταίες εκλογές (2012). Ο Σύριζα παρουσίασε την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς και ξεχώρισε από τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις. Εδώ μπαίνει και το ζήτημα του μεταβατικού προγράμματος που πρέπει να ενωθεί με την τακτική του ενιαίου μετώπου.

Τι θα σήμαινε ενότητα της Αριστεράς πριν τις εκλογές; Θα σήμαινε συμφωνία για ένα μίνιμουμ πρόγραμμα με όλα τα κομμάτια της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) με στόχο την κατάργηση των μνημονίων και την παύση των πληρωμών του χρέους. Οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς αρνήθηκαν να συμφωνήσουν γύρω από αυτό το πρόγραμμα βάζοντας «πιο σοσιαλιστικά» αιτήματα όπως έξοδος από την Ε.Ε., λαϊκή εξουσία κτλ.

Ας γυρίσουμε στο τι έγινε και στο τι μπορούσε να γίνει. Το ενιαίο μέτωπο στη λογική αυτού του μίνιμουμ προγράμματος θα μπορούσε να υλοποιηθεί; Όχι, αλλά μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε ένα κόμμα να πάρει μαζί του τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων και της κοινωνίας που θα καταλάβαινε με τον πιο απόλυτα πειστικό τρόπο ότι ακόμα και αυτά τα μίνιμουμ αιτήματα θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με μια συνολική ρήξη. Αυτό είναι και η έννοια του μεταβατικού προγράμματος: να παρουσιάζεις τα αναγκαία και εντελώς απαραίτητα αιτήματα εξηγώντας ότι την αδυναμία παραχώρησής τους από το σύστημα. Η Οκτωβριανή επανάσταση έγινε ακριβώς στη βάση ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος.

Γιατί όμως αυτά που παρουσιάζουμε δεν γίνονται αποδεκτά από το σύνολο της Αριστεράς ή τουλάχιστον από ένα μεγάλο κομμάτι της; Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι Αριστερές οργανώσεις αρνούνται την ιδέα του ενιαίου μετώπου και του μεταβατικού προγράμματος. Ο πιο σημαντικός λόγος κατά τη γνώμη μου είναι ο ψυχολογικός. Είναι πολύ δύσκολο σε αυτή την κοινωνία να πειστεί κάποιος ότι είναι αναγκαίο να περάσουμε  από το βήμα της υπομονετικής εξήγησης μέχρι να δοθεί η τελική μάχη. Είναι λογικό και ανθρώπινο να επιλέγει κάποιος να πάρει το πιο σύντομο μονοπάτι. Αλλά για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία από τη στρατιωτική τέχνη, μπορείς να στείλεις μια διμοιρία από ένα μονοπάτι για να πλαγιοκοπήσεις τον εχθρό, αλλά ο υπόλοιπος στρατός, η εργατική τάξη εν προκειμένω μπορεί να δώσει τη μάχη μόνο σε ανοιχτό πεδίο.

Το τροτσκιστικό στρατόπεδο υπήρξε το πιο συκοφαντημένο ρεύμα στην ιστορία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Ωστόσο υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία θα ήταν καλό σιγά σιγά να τα ξεκαθαρίζουμε. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα από το κείμενο που μας έστειλαν οι διοργανωτές και αναφέρεται στη διατύπωση του σκεπτικού της εκδήλωσης ότι «η εκτίμηση του Τρότσκι ότι μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο θα ξεσπούσαν διεθνώς προλεταριακές επαναστάσεις δεν επαληθεύτηκε». Αυτό όμως δεν ισχύει. Η πρόβλεψη αυτή επαληθεύτηκε πλήρως. Ο μαρξισμός δεν είναι κρυστάλλινη σφαίρα, δεν προβλέπει γεγονότα αλλά δυνατότητες. Η κατάσταση μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ήταν λαός οπλισμένος οργανωμένος σε κομμουνιστικά κόμματα. Αυτή είναι η προλεταριακή επανάσταση. Αυτό που έλειπε ήταν το επαναστατικό κόμμα που θα έφερνε σε πέρας τα επαναστατικά καθήκοντα. Υπήρχαν όλες οι αντικειμενικές συνθήκες για επανάσταση αλλά ο υποκειμενικός παράγοντας δηλαδή το κόμμα απουσίαζε.

Χάρης Παπαδόπουλος: Δεν ξέρω τι θα καταλάβαινε κάποιος που θα έβλεπε την αφίσα της εκδήλωσης. Ποιος είναι αυτός ο Τρότσκι και πιο είναι το νόημα να χάσει κάποιος τον χρόνο του διαβάζοντας και συζητώντας για τον τροτσκισμό; Αυτό δεν είναι μόνο συζήτηση μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζουν για τον Τρότσκι και τον τροτσκισμό αλλά και μία συζήτηση μεταξύ ανθρώπων της Αριστεράς. Θυμάμαι έναν σύντροφο που έλεγε ότι «είμαστε τα απομεινάρια μιας ηττημένης στρατιάς και τώρα θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας και να προχωρήσουμε μαζί».

Εγώ θεωρώ ότι δεν μπορούμε να παραμερίσουμε τις διαφορές μας αν είναι να προχωρήσουμε. Δεν μπορείς να βάλλεις στο ίδιο στρατόπεδο τον Τρότσκι ή την Λούξεμπουργκ και ανθρώπους που τους δολοφόνησαν. Θα πρέπει επομένως να διαλέξουμε ποιες παραδόσεις να κρατήσουμε για έναν πολύ απλό λόγο: για να καταλάβουμε την αξία που έχει να ασχολείσαι με τον Τροτσκισμό σήμερα, πρέπει να δει τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά συνολικά σήμερα. Αυτή τη στιγμή σε όλη την Ευρώπη ο καπιταλισμός χάνει την ανάσα του, πάει να χρεοκοπήσει, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα. Ταυτόχρονα υπάρχει ένα πολύ έντονο πρόβλημα στην Αριστερά: η πλειοψηφία των φτωχών ανθρώπων της εργατικής τάξης θεωρεί ότι ο σοσιαλισμός είναι αυτό που συνέβη στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, κάτι που εγώ χωρίς να επεκταθώ θα όριζα καλύτερα ως κρατικό καπιταλισμό. Δεν μπορείς να μιλήσεις για μια άλλη κοινωνία αν δεν απαντήσεις σε αυτό το ζήτημα. Αν είναι σοσιαλισμός να περιορίζεις εκατομμύρια αγρότες μέσα στα κολχόζ χωρίς καμιά ελευθερία, τότε για την ανώτερη κοινωνία δεν υπάρχει καμιά ανάγκη και κανένας λόγος να υπάρχει εργατική δημοκρατία. Αν είναι σοσιαλισμός η πρωταρχική συσσώρευση σε βαθμό κτηνωδίας που γινόταν στη Σοβιετική Ένωση τότε δεν έχει κανένα νόημα να αποκαλείσαι υποκείμενο της επανάστασης στην εργατική τάξη. Με αυτή τη λογική η συζήτηση για τον Τροτσκισμό πρέπει να πιάσει τα ζητήματα που αφορούν ένα νέο αγωνιστή που μπαίνει αυτή τη στιγμή στο κίνημα-στην Αριστερά και προσπαθεί να καταλάβει κάποια στοιχειώδη πράγματα. Τι πήγε στραβά στην επανάσταση του ‘17; Είναι η μοίρα όλων των επαναστάσεων να καταλήγουν σε γραφειοκρατίες; Υπάρχει τρόπος να παλέψουμε και να κάνουμε μια κοινωνία καλύτερη από τον καπιταλισμό; Εμείς στην οργάνωσή μας καλούμε για σοσιαλισμό.

Ο Τρότσκι ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος της θεωρίας: ήταν ένα επαναστάτης αφιερωμένος στην υπόθεση της αλλαγής της κοινωνίας. Αν ο Τρότσκι ξεχώριζε για κάτι ήταν ότι προσπαθούσε να εκπαιδεύσει και να οργανώσει αγωνιστές για να μπορέσουν να επανδρώσουν τις γραμμές ενός καινούριου παγκόσμιου επαναστατικού στρατού, ο οποίος θα συνέχιζε τον αγώνα.

Ο Τρότσκι ήταν μια μεγαλοφυία, καθώς προσπαθούσε συνεχώς να μεταφράσει σε θεωρία όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Για παράδειγμα στην εποχή του ήταν πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι μια καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα σαν τη Ρωσία βλέπει το μέλλον της σε μία ανεπτυγμένη καπιταλιστικά κοινωνία όπως π.χ η Αγγλία ή οι Η.Π.Α. Ο Τρότσκι συνειδητοποίησε ότι παρόλα αυτά πουθενά αλλού η εργατική τάξη δεν ήταν τόσο συγκεντρωποιημένη όσο στη Ρωσία. Τα εργοστάσια του Πουτίλοφ με 40 χιλιάδες εργάτες δεν υπήρχε σε κανένα άλλο καπιταλιστικό κράτος στο κόσμο. Επίσης οι συνθήκες παράνομης δράσης των συνδικάτων και της Αριστεράς στη Ρωσία είχε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα απ’ ότι στη Δύση. Από εδώ οδηγήθηκε ο Τρότσκι να θεμελιώσει τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης η οποία υποστήριζε ότι σε καθυστερημένες χώρες σαν τη Ρωσία η επανάσταση μπορεί να πάρει σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά και να επιβιώσει αν επεκταθεί σε προηγμένες καπιταλιστικά χώρες.

Την περίοδο των μεγάλων διώξεων στη Σοβιετική Ένωση ο Τρότσκι δήλωνε: αν τίποτα δεν μπορούμε να καταφέρουμε, τουλάχιστον ας παραδώσουμε στις επόμενες γενιές μια ακηλίδωτη σημαία. Αυτό έγινε. Ο Τροτσκισμός δεν έχει να χρεωθεί τις προδοσίες, τις ήττες και τις καταστροφές που έφερε στο εργατικό κίνημα ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δε θα μπορούσα να στοιχηματίσω ότι ο Σύριζα στον οποίο ανήκω δε θα προδώσει τις αρχές αυτές όταν έρθει στην εξουσία, μάλιστα για να κάνω πιο πρακτική τη δράση μου μέσα σε αυτόν θεωρώ δεδομένο ότι θα το κάνει.

Αυτή τη στιγμή όμως, για το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης δεν είναι πολιτικό εργαλείο οργανώσεις όπως το Ξεκίνημα, το Κόκκινο ή ακόμα και το ΚΚΕ, αλλά ο Σύριζα. Όποιος μιλάει για επανάσταση σήμερα και καταλαβαίνει τις τεράστιες τεκτονικές αλλαγές τις οποίες υφίσταται ο καπιταλισμός δεν έχει κανένα δικαίωμα να κοιτάει την πυρκαγιά από το μπαλκόνι αλλά πρέπει να πάρει μέρος στη μάχη. Ακόμα και αν αποτύχει ο Σύριζα, η δράση εντός του οφείλει να εκπαιδεύσει νέους ανθρώπους ώστε να αντιμετωπίσουν τόσο τις ρεφορμιστικές ιδέες όσο και τις τεράστιες δυσκολίες που προκύπτουν από την τρομακτική κρίση του καπιταλισμού.

Περικλής Παυλίδης: Ειπώθηκε από τον πρώτο ομιλητή ότι η θεωρία είναι ζήτημα πράξης. Πράγματι έτσι είναι, αλλά όταν η θεωρία δεν υπηρετεί την πράξη σημαίνει ότι είναι κακή θεωρία.

Θα καταπιαστώ κριτικά με τον Τροτσκισμό από τη σκοπιά της ανάδειξης των κρίσιμων και ανοικτών θεμάτων για την προσέγγιση του σοσιαλισμού.

«Το κράτος σαν γραφειοκρατικός μηχανισμός αρχίζει να σβήνει από την πρώτη μέρα της προλεταριακής δικτατορίας», «ένα σοσιαλιστικό κράτος, ακόμα και στην Αμερική, στη βάση του πιο προχωρημένου καπιταλισμού, δε θα μπορούσε άμεσα να προμηθεύει στον καθένα όλα όσα χρειάζεται και έτσι θα ήταν υποχρεωμένο να σπρώχνει τον καθένα να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερα», «όπως η λάμπα βγάζει την πιο ζωηρή φλόγα πριν σβήσει, έτσι και το κράτος παίρνει τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου πριν εξαφανιστεί, δηλαδή την πιο ανελέητη μορφή κράτους που υπάρχει». Ο ίδιος άνθρωπος έχει κάνει αυτές τις εξόχως αντιφατικές δηλώσεις, έτσι είναι όλο το έργο του Τρότσκι.

Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι πρωτότυπες. Είναι παρόμοιες οι αντιφάσεις στο έργο όλων των μεγάλων ηγετών των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων του προηγούμενου αιώνα (Λένιν, Μάο, Στάλιν) και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα αναστοχασμού αυτής της νέας κατάστασης. Ο 20ος αιώνας ανέδειξε όχι μόνο την ανεπάρκεια των ηγετών του αλλά την αναπόδραστη ανεπάρκεια του κεκτημένου του Μαρξ. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι πρωταγωνιστές του σοσιαλισμού ήταν να διακρίνουν κάποιες πολύ γενικές, σχεδόν αφοριστικές επισημάνσεις που αφορούσαν σε ένα πολύ μακρινό τέλος.

Από τους μεγάλους του σοσιαλισμού θεωρώ ότι μόνο ο Λένιν είχε στοιχεία θεωρητικής σκέψης. Θα εστιάσω στα σημεία στη σκέψη του Τρότσκι τα οποία θεωρώ προβληματικά σε σχέση με τη θεωρία του σοσιαλισμού.

Στο ερώτημα τι είναι ο σοσιαλισμός, ο Τρότσκι δεν απάντησε αλλά ουσιαστικά ταύτισε το σοσιαλισμό με τον κομμουνισμό. Ο Τρότσκι παραγνωρίζει τις οξυδερκείς επισημάνσεις του Μαρξ για το σοσιαλισμό ως αντιφατική κοινωνία και προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις επινοώντας ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο δεν μπορείς να προσδιορίσεις τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας (ύπαρξη τάξεων, θέση γραφειοκρατίας κτλ.).

Έχω τη γνώμη ότι ο Τρότσκι δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με το Κεφάλαιο. Ποιες είναι οι υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού; Το καλύτερο που μπορεί να πει ο Τρότσκι είναι ότι αυτές βρίσκονται στον πιο ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Ποιοτικός προσδιορισμός δεν υπάρχει στον Τρότσκι.

Με βάση λοιπόν αυτές τις αντιλήψεις του ο Τρότσκι προτάσσει, στην κριτική του προς το Σοβιετικό καθεστώς το ζήτημα της γραφειοκρατίας. Έχει θεωρία ο Τρότσκι για τη γραφειοκρατία; Όχι, έχει αποσπασματικές δηλώσεις πολύ αντιφατικές μεταξύ τους. Για να εξηγήσει ο Τρότσκι τη γραφειοκρατία καταφεύγει στην «κόπωση και την απογοήτευση των μαζών». Αυτή η προσέγγιση παραπέμπει σε μία συγκυριακή κατάσταση. Η άνιση κατανομή του παραγόμενου προϊόντος είναι η πιο βαθιά ανάλυση του Τρότσκι για την ύπαρξη της γραφειοκρατίας. Όμως και σε αυτό το σημείο παλινδρομεί, όταν αναφέρεται στην ανάγκη για αντιγραφειοκρατική επανάσταση. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: θα καταργούσε άραγε η αντιγραφειοκρατική επανάσταση το ζήτημα της έλλειψης αγαθών; Δε θα γεννούσε άραγε η κοινωνία τις ίδιες ακριβώς σχέσεις ακόμα και η αντιγραφειοκρατική επανάσταση ήταν νικηφόρα; Η αντίληψη του Τρότσκι εδώ είναι και πάλι βουλησιαρχική, αφού απέτυχε να δει τη γραφειοκρατία ως οργανικό κομμάτι της εργασίας και της παραγωγής. Όταν ο άνθρωπος παραμένει φυσικός συντελεστής της εργασίας μπορεί άραγε να καταργηθεί η διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο; Η γραφειοκρατία αφορά μια μεγάλη περίοδο αλλαγής του χαρακτήρα της εργασίας.

Η σοσιαλιστική σκέψη στον 20ο αιώνα είναι δηλωτική της δραματικής προσπάθειας να ανιχνευθεί σε πιο επίπεδο στις συνθήκες του 20ου αιώνα ήταν εφικτή η κομμουνιστική αλλαγή της κοινωνίας. Η συνειδητοποίηση των ορίων ήταν δραματική αλλά από την άλλη όλος ο 20ος αιώνας είχε όρια. Αυτό δεν αφορούσε μόνο τη Ρωσία αλλά ακόμα και τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Τα φαινόμενα που παρατηρήσαμε στη Σοβιετική Ένωση είναι αναπόδραστα για όλη την κλίμακα του 20ου αιώνα.

Με βάση αυτές τις επισημάνσεις πρέπει να δούμε το έργο του Τρότσκι και των πρώτων ανθρώπων που ως πολιτικά υποκείμενα προσπάθησαν να αλλάξουν την κοινωνία καθώς και του περιορισμούς που είχαν. Νομίζω ότι η εμβέλεια αυτής της επανεξέτασης και αυτού του αναστοχασμού στο έργο αυτών των πρωταγωνιστών εκτείνεται και στο έργο του Μαρξ. Ο ίδιος ο 20ος αιώνα ανέδειξε το αναπόδραστο κενό στη σκέψη του Μαρξ.

Παναγιώτης Βογιατζής: Πρέπει να αποφασίσουμε πρώτα από όλα αν η κοινωνία μας μπορεί να δεχτεί το σοσιαλισμό. Οτιδήποτε έχει ειπωθεί στην ανάλυση του Τρότσκι (ακόμα και του Λένιν) ξεκινούσε από μία συγκεκριμένη αφετηρία: η Ρωσία μετά τον εμφύλιο (1921) είναι μια κατεστραμμένη κοινωνία. Η παραγωγή είχε πέσει στο ένα όγδοο της παραγωγής που είχε το 1913, πριν δηλαδή ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Τρότσκι, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι προσπαθούν να διατυπώσουν τη θεωρία τους.

Διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο θα υπάρχει πάντα με την έννοια της πραγματοποίησης μιας εργασίας με συγκεκριμένο τρόπο. Η κομμουνιστική θεωρία μας λέει ότι όλη η κοινωνία θα μπορεί να παίξει το ρόλο του ελεγκτή αυτής της διαδικασίας μέσω της συνεχής εναλλαγής ρόλων και της ανακλητότητας.

Ακόμα και ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» διατυπώνει την άποψη ότι μετά την επανάσταση θα υπάρχει κράτος το οποίο όμως αρχίζει να σβήνει.

Η επανάσταση είναι η πιο πολύπλοκη κοινωνική διαδικασία. Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από το μαρξισμό σαν βάση, αυτό είναι η δυναμική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία και κατ’ επέκταση η επανάσταση. Μέσα σε αυτή τη δυναμική κατάσταση πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε, να μελετάμε, να αμφισβητούμε και να τροποποιούμε τη θεωρία μας.

Χάρης Παπαδόπουλος: Ο Μαρξ μελετούσε την πραγματική κίνηση της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα η θεωρία του για τη δικτατορία του προλεταριάτου προήλθε από την πείρα της Παρισινής Κομμούνας. Το ίδιο έκανε και ο Τρότσκι. Ήταν ένας μεγάλος θεωρητικός γιατί κατάφερνε να παίρνει μαθήματα από το ζωντανό εργατικό κίνημα.

Το βιβλίο του Τρότσκι «η προδομένη επανάσταση» είναι η πρώτη σοβαρή μαρξιστική ανάλυση γύρω από το ζήτημα της ανόδου της γραφειοκρατίας στην Ρωσία και την υποχώρηση της επανάστασης και μάλιστα τη στιγμή που των γεγονότων. Για αυτό αξίζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο από οποιαδήποτε εκ των υστέρων προσπάθεια αναζήτησης αντιφάσεων και προβληματικών.

Περικλής Παυλίδης: Δε θα περίμενα από ανθρώπους που ανήκουν στο τροτσκιστικό στρατόπεδο να δουν τον Τρότσκι αναστοχαστικά. Αναφέρθηκα στα θεμέλια της τροτσκιστικής σκέψης. Η ατέρμονη περιγραφή και ένα ανερμάτιστο συμπέρασμα δεν είναι σοσιαλιστική θεωρία.

Ο Τρότσκι δε λέει κάτι καινούριο για τη γραφειοκρατία. Ο Λένιν αναφέρει ότι ήδη από το ’18 η Ρωσία είναι γραφειοκρατικοποιημένη. Λέει ο Λένιν το 1921: «Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας θα απαιτήσει δεκαετίες. Θα είναι μία πάλη πολύ δύσκολη και όποιος πει ότι θα απαλλαγούμε αμέσως από τη γραφειοκρατία, είναι απλά ένας αγύρτης που του αρέσουν τα ωραία λόγια. Μπορεί να διώξει κανείς τον Τσάρο, να διώξει τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές, δεν μπορείς όμως να εξαλείψεις τη γραφειοκρατία σε μία αγροτική χώρα, ούτε καν από μια βιομηχανικά ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα, παρά μόνο με αργή επίμονη δουλειά». Η σημασία που έχει αυτό το απόσπασμα είναι να δούμε τι θα προκύψει σε περίπτωση που επιδιώξουμε ένα παρόμοιο εγχείρημα. Το άλλοθι ότι η επανάσταση είναι μια ζωντανή διαδικασία δεν μπορούμε να το έχουμε. Μπορούμε πλέον να διαπιστώσουμε τι αναπόδραστα θα προκύψει σε μία μελλοντική εκμηχανισμένη και όχι αυτοματοποιημένη σοσιαλιστική κοινωνία. Για τη μετάβαση από τη διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο στη διεύθυνση πραγμάτων από ανθρώπους μίλησε ο Μαρξ και αυτό νομίζω πρέπει να δούμε με ποιο τρόπο μπορεί να καταστεί εφικτό. Η επίτευξη αυτού του στόχου σημαίνει κίνηση προς τον κομμουνισμό.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Στις εισηγήσεις των ομιλητών φάνηκε μια προσπάθεια να τονιστεί είτε θετικά είτε αρνητικά μια ενότητα της τροτσκιστικής θεωρίας. Αυτό μπορεί να είναι θεμιτό στα πλαίσια μιας εισήγησης ωστόσο πολλές από τις ιδέες και τις πρακτικές που εφάρμοσε ο Τρότσκι δεν ήταν υπεριστορικές αλήθειες. Οι ιδέες για ενιαίο μέτωπο, διαρκή επανάσταση και μεταβατικό πρόγραμμα δεν υπήρχαν πάντα στον Τρότσκι.

Αναφέρθηκε το ξέσπασμα προλεταριακών επαναστάσεων μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο και τονίστηκε η έλλειψη αντικειμενικών συνθηκών δηλαδή το κόμμα. Ταυτίζεται η ύπαρξη του υποκειμενικού παράγοντα με την ύπαρξη τροτσκιστικών κομμάτων; Ακόμα και αν πούμε ότι υπήρξαν νικηφόρες προλεταριακές επαναστάσεις, είχαν αυτές τροτσκιστικό υπόβαθρο;

Παναγιώτης Βογιατζής: Πρώτα απ’ όλα ένα σχόλιο. Ο Λένιν μίλησε για γραφειοκρατία ήδη από το 1918, σε αυτό θα συμφωνούσα με τον Περικλή. Θέλω όμως να τονίσω ότι είναι άλλο πράγμα η γραφειοκρατία το 1920 και άλλο το 1936. Μεταξύ 1920 και 1936 η παραγωγή, έστω και με ένα στρεβλό  τρόπο είχε αυξηθεί 20 φορές. Είμαι σίγουρος ότι αν ο Λένιν ζούσε το 1936 θα μιλούσε με πολύ διαφορετικό τρόπο για τη γραφειοκρατία.

Τόνισα ότι υπήρχε έλλειψη επαναστατικών κομμάτων. Για παράδειγμα στην Ελλάδα είχαμε το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ αν και επαναστατικό κόμμα δεν έκανε την επανάσταση αλλά την πρόδωσε. Ένα επαναστατικό κόμμα π.χ. οι μπολσεβίκοι αν υπήρχαν το ’44 δε θα έφερνε το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα. Δε θα οδηγούνταν σε λάθη όπως τα Δεκεμβριανά ή όπως η Βάρκιζα, αλλά θα έκανε την προλεταριακή επανάσταση. Η επανάσταση σημαίνει τη μεταφορά δύναμης από το στρατόπεδο της αστικής τάξης στο στρατόπεδο των εργαζομένων.

Χάρη, ενώ είπες ότι ο τροτσκισμός μας επιτρέπει να δούμε πως είναι σήμερα τα πράγματα και άρα είναι επίκαιρος, εντούτοις όλη η τοποθέτησή σου βασίστηκε στην αντίθεση του τροτσκισμού με το σταλινισμό. Πρέπει σήμερα να τονιστεί αυτή η αντίθεση; Στη σημερινή της φάση η Αριστερά συζητάει για τον τροτσκισμό και το σταλινισμό και πρέπει εμείς να πάρουμε το μέρος του ενός ή του άλλου; Είναι διακύβευμα ο σοσιαλισμός σήμερα;

Χάρης Παπαδόπουλος: Αν αυτή τη στιγμή, με την τρομερή καταστροφή που υπάρχει η Αριστερά δε μιλήσει για σοσιαλισμό και για την ανάγκη οι εργαζόμενοι να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους, τότε πολύ φοβάμαι ότι μετά από μερικά χρόνια η Αριστερά θα είναι απλά μια υποσημείωση σε διδακτορικές εργασίες. Όλη η κοινωνία θα έχει κατρακυλήσει στη βαρβαρότητα. Αυτή η στιγμή δεν είναι τυχαία. Στη Ευρώπη της κρίσης ο φασισμός σαν φαινόμενο επανέρχεται. Αν δε μιλήσει τώρα η Αριστερά για αυτά τα πράγματα τότε δεν έχει κανένα νόημα η Αριστερά. Ζούμε σε στιγμές εξαιρετικά σημαντικές.

Μία ερώτηση για τον Παυλίδη. Μίλησες για το αναπόφευκτο της ύπαρξης γραφειοκρατίας τον 20ο αιώνα. Η πορεία της σοσιαλιστικής θεωρίας είπες είχε όρια. Σήμερα θεωρείς ότι αυτό έχει ξεπεραστεί; Οι προϋποθέσεις για θεωρία είναι καλύτερες και τι είναι αυτό που έχει δημιουργήσει αυτές τις προϋποθέσεις;

Περικλής Παυλίδης: Στις συνθήκες του 20ου αιώνα η Σοβιετική Ένωση είναι ένα τυπικό παράδειγμα. Αυτό θα συνέβαινε και σε καπιταλιστικές χώρες γιατί όσο η πλειονότητα των ανθρώπων ως χειρώνακτων εργαζομένων, δηλαδή αντιπροσώπων της αρχέγονης μορφής εργασίας  διατηρείται, δεν υπάρχει η δυνατότητα για εποπτική αντίληψη της εργασίας από αυτό τον τύπο των εργαζομένων. Αυτό δεν είναι μομφή αλλά ανάλυση ενός σταδίου της ανθρωπότητας.

Δεν μπορούμε ακόμα και σήμερα στη μεταφορντική και μεταβιομηχανική κοινωνία όπως λένε κάποιοι να φανταστούμε μία κοινωνία πλήρως απαλλαγμένη από τη γραφειοκρατία ακόμα και μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό θα ήταν μια αυταπάτη. Ωστόσο σήμερα μπορούμε να θέσουμε καλύτερα τους όρους για την απελευθέρωση της εργασίας και τη συρρίκνωση της γραφειοκρατίας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει από τη μεριά μας να θέσουμε το ζήτημα της εργασίας καθώς και των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων. Τα πρώτα στοιχεία της αυτοματοποίησης στην παραγωγή, π.χ. με την εμφάνιση της υδροπονίας και της αεροπονίας, η διαδικασία ελέγχου των ίδιων των οργανισμών, η οργάνωση σε επίπεδο παραγωγής, οι σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, η αυτοματοποίηση της παρατήρησης και η διαχείριση-έλεγχος  των πληροφοριών μας ενδιαφέρουν μιας και στο κέντρο της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι η έξοδος του ανθρώπου από την εργασία. Η διατήρηση του χειρώνακτα εργάτη σημαίνει ότι δεν υπάρχει προοπτική για την ανθρωπότητα.

Χάρης Παπαδόπουλος: Εποπτικός έλεγχος θα σήμαινε οι εργαζόμενοι να δίνουν αναφορά σε συνελεύσεις εργαζομένων και όχι σε κάθε αφεντικό τους καπιταλιστή. Η εμπειρία των εργαζομένων μέσα στην κοινωνία είναι διπλή: η μία είναι η σκληρή εμπειρία της πραγματικότητας με τις δύσκολες συνθήκες εργασίας και η δεύτερη είναι η στιγμή του αγώνα όπου τα οι εργαζόμενοι συζητούν και οργανώνονται. Όταν η δεύτερη εμπειρία μαζικοποιηθεί και απειλήσει την εξουσία μπορεί να αποτελέσει το έμβρυο μιας άλλης κοινωνίας.

Παναγιώτης Βογιατζής: Σήμερα οι άνθρωποι δουλεύουν 8 ή και παραπάνω ώρες, σε άθλιες συνθήκες και για κάποιους άλλους. Τα επίπεδα παραγωγής έχουν αυξηθεί δραματικά και το ζήτημα είναι πως παραγωγή θα ελεγχθεί προς το συμφέρον της κοινωνίας. Σε συνθήκες με λιγότερες ώρες εργασίας, με καλύτερες συνθήκες όπου οι άνθρωποι θα εργάζονται και θα παράγουν χρήσιμα αντικείμενα δε θα ήταν καθόλου παράξενο οι άνθρωποι να απορροφούν περισσότερες δεξιότητες και να δημιουργήσουν μία καλύτερη κοινωνία.

Ο τροτσκισμός παρόλη τη σχέση του και καταγωγή του από το αντικείμενο κριτικής του δηλαδή το σταλινισμό στηρίζεται σε κάτι πολύ σημαντικό που είναι η έννοια της διαρκούς επανάστασης. Αυτήν η έννοια δεν αναφέρεται σε μία συνεχιζόμενη επανάσταση που κάνουν οι επαναστάτες αλλά στο ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και μέσα σε αυτόν υπάρχει το φαινόμενο της επανάστασης. Με αυτή την έννοια είναι το ίδιο πράγμα η επανάσταση σαν κοινωνική διαδικασία και η επαναστατική πολιτική;

Έχει όρια το ενιαίο μέτωπο και από πού προκύπτουν; Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν διασπαστικοί από το Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο του ’17; Θα μπορούσε σήμερα ένα αντιμνημονιακό μέτωπο να περιλαμβάνει και δεξιά ή ακροδεξιά στοιχεία αφού υπάρχει ένα είδους αντιμνημονιακός λόγος και από αυτούς. ; Με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη τακτική του ενιαίου μετώπου μας φέρνει πιο κοντά στην ιδέα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας; Σε ποιες συνθήκες μπορούμε να πούμε ότι ξεπερνάμε αυτή την ιδέα του ενιαίου μετώπου μπροστά στην ιδέα για κατάληψη της εξουσίας;

Παναγιώτης Βογιατζής: Οι μπολσεβίκοι από το Φεβρουάριο ως το Νοέμβριο του 1917 ακολούθησαν την τακτική του ενιαίου μετώπου. Το βασικό τους σύνθημα ήταν «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» αλλά στα Σοβιέτ την υπεροχή είχαν οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι. Στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ τον Αύγουστο του ’17 οι μπολσεβίκοι παίρνουν θέση υποστήριξης της προσωρινής κυβέρνησης του Κερένσκυ, η οποία είχε φυλακίσει τους Μπολσεβίκους, ενάντια στην επιστροφή του τσαρισμού. Αυτό είναι το πιο καθαρό παράδειγμα ενιαίου μετώπου στην ιστορία! Όταν οι Μπολσεβίκοι παίρνουν την καθαρή πλειοψηφία στα Σοβιέτ τότε η τακτική τους αλλάζει και δίνουν το σύνθημα για την εξέγερση. Το ενιαίο μέτωπο πρέπει να το ακολουθούμε μέχρι να είμαστε ένα βήμα πριν την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας. Ακόμα και στην μετεπαναστατική κυβέρνηση συμμετείχαν αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες.

Η δικτατορία του προλεταριάτου εξαντλείται απλώς στην εκδίωξη των αστών ή υπάρχει ένα είδους αυταρχισμού και στο σοσιαλισμό; Αν υπάρχει ποιος τον ασκεί και έναντι ποιου;

Χάρης Παπαδόπουλος: Όταν μιλάμε για δικτατορία του προλεταριάτου δεν εννοούμε τη μορφή αλλά μια έκφραση που αντιστοιχεί σε ένα περιεχόμενο. Δικτατορία του προλεταριάτου ή της αστικής τάξης σημαίνει ποια τάξη έχει την εξουσία. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την έννοια του αυταρχισμού σε συνθήκες τρομακτικού πολέμου όπως στη Ρωσία. Η ρωσική επανάσταση είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα σε εξαιρετικά κακές συνθήκες. Δεν νομίζω ότι ο αυταρχισμός που μπορεί να έχει σήμερα μια δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν ίδιος με αυτόν στη Ρωσία.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι η αντιγραφειοκρατική επανάσταση έτσι όπως τέθηκε από τον Τρότσκι δε θα έλυνε το πρόβλημα της γραφειοκρατίας, παρόλα αυτά επειδή θα έδινε μια νέα ώθηση στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και θα μπορούσε το πρόβλημα της γραφειοκρατίας να τεθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπιστεί από το διεθνές κίνημα. Αν δεχτούμε ότι η ανάγκη διεύθυνσης προκύπτει από το επίπεδο της παραγωγής τους όρους εργασίας αυτό θα ήταν αποδεκτό, ωστόσο δεν εξηγεί επαρκώς το φαινόμενο της ανάδειξης ενός στρώματος με συγκεκριμένη διαδικασία τη διεύθυνση της παραγωγής.

Περικλής Παυλίδης: Ο ίδιος ο Τρότσκι θεωρεί ότι η γραφειοκρατία μπορεί με πολιτικά μέσα να ανατραπεί. Όμως η επανάσταση τον 20ο αιώνα πήρε το δρόμο της ανεξάρτητα από το τι ήθελε η Μόσχα. Τις επαναστάσεις τις γεννά ολόκληρη η κοινωνία, δεν τις ορίζει καμία Μόσχα. Ακόμα και αν γίνονταν όλες αυτές οι επαναστάσεις δε θα εξαλείφονταν η γραφειοκρατία, η έλλειψη αγαθών αλλά και η δομή της εργασίας.

Σε σχέση με τη δημιουργία ενός στρώματος διευθυντών, όπως συνέβη στη Σοβιετική Ένωση: η γραφειοκρατία δεν γεννιέται από κάποιον αλλά γεννιέται de facto και αυθόρμητα. Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε η δυνατότητα για κάποιον εργάτη να γίνει διευθυντής χωρίς να είναι τελείως αποξενωμένος από τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Υπήρχαν επίσης πολλά ενδιάμεσα στρώματα που ασχολούνται με ποικίλες διευθυντικές δραστηριότητες μέσα στο εργοστάσιο και σε διάφορους άλλους υποστηρικτικούς τομείς.

Το δίλημμα για την ανθρωπότητα με βάση τις τεχνολογικές δυνατότητες είναι ορατό πια: ή κοινωνία των ελεύθερων, δημιουργικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου ή κοινωνία της περιθωριοποίησης και της ανεργίας.

 

17/12/2013- Νομική Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Φαίνεται πως υπάρχουν ακόμη μόνο δύο ριζοσπαστικές ιδεολογίες: ο αναρχισμός και ο μαρξισμός. Αναδύθηκαν από την ίδια χοάνη – τη βιομηχανική επανάσταση, τις ανεπιτυχείς επαναστάσεις το 1848 και το 1871, έναν αδύναμο φιλελευθερισμό, την συγκεντροποίηση της κρατικής εξουσίας, την άνοδο του εργατικού κινήματος και την υπόσχεση του σοσιαλισμού. Αυτές οι ιδεολογίες αποτελούν επαναστατική κληρονομιά. Όλες οι σημαντικές ριζοσπαστικές εξεγέρσεις των τελευταίων 150 ετών σε αυτές φαίνεται να επιστρέφουν προκειμένου να νοηματοδοτήσουν την τρέχουσα κατάσταση. Η στιγμή που διανύουμε δε φαίνεται να είναι διαφορετική.

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι, με τους οποίους αυτές οι εξεγέρσεις έχουν συνεχιστεί. Οι πρόσφατες καταλήψεις πλατειών διεθνώς αντικατοπτρίζουν για παράδειγμα έναν τύπο: μία εκδοχή μαρξιστικής θεωρίας –που κατανοείται ως μία κριτική της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού– χρησιμοποιείται προκειμένου να κατανοήσουμε τον κόσμο, ενώ μία αναρχική πρακτική –που κατανοείται ως μία αντι-ιεραρχική αρχή η οποία επιμένει σε μία άμεση δυνατότητα επανάστασης– χρησιμοποιείται προκειμένου να οργανωθούμε, ούτως ώστε να τον αλλάξουμε. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, κάποιοι αντιστέκονται στον παραπάνω συνδυασμό, ισχυριζόμενοι ότι ο μαρξισμός απορρίπτει τον αντικρατικό τυχοδιωκτισμό και καλεί σε μία στρατηγική αναδιοργάνωση της εργατικής τάξης με στόχο την αντίσταση στη λιτότητα και ίσως την προώθηση ενός νέου «Νιου Ντιλ». Αυτή η άποψη προσανατολίζεται στην ενδυνάμωση ενός κοινωνικού κράτους και στη διαχείριση του καπιταλισμού. Αμφότεροι οι προσανατολισμοί φαίνονται περισσότερο ως απλές χειρονομίες, παρά ως κάτι ουσιαστικότερο – όσον αφορά τη βάση της πολιτικής, την τακτική και στρατηγική και την προσέγγιση του τελικού στόχου. Τέλος, υπάρχουν και άλλες εκδοχές που παραμένουν περισσότερο περιθωριακές, μεταξύ των οποίων ενδιαφέρον παρουσιάζουν και απόπειρες να εγκαταλειφθεί πλήρως το έδαφος αυτών των θεωριών, του αναρχισμού και του μαρξισμού – αλλά αυτές φαίνονται συχνά να επανέρχονται σε ένα από τα δύο στρατόπεδα.

Για να δράσουμε σήμερα προσπαθούμε να συντάξουμε τον απολογισμό του 20ου αιώνα. Η ιστορική εμπειρία που έχει συγκεντρωθεί στις έννοιες του μαρξισμού και αναρχισμού θα πρέπει να εκφραστεί, αν πρόκειται να χρησιμεύσουν ως σημεία κατάδειξης ενός χειραφετητικού ορίζοντα. Με ποιον τρόπο σηματοδοτεί η επιστροφή αυτών των ιδεολογιών μία αυθεντική πολιτική δέσμευση και με ποιον τρόπο την επιστροφή ενός φαντάσματος; Σε ποιο σημείο μας έχουν αφήσει οι διαμάχες του παρελθόντος; Ποιες θεωρητικές και πρακτικές μορφές διαθέτουμε προκειμένου να σταθούμε στο ύψος των προβλημάτων του παρόντος;

Τι έχει να πει ο μαρξισμός και ο αναρχισμός σε αυτούς που πολιτικοποιούνται σήμερα; Έχουν κάτι να μας διδάξουν, ως προς το πώς μπορούμε να δράσουμε τώρα; Θα πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτές τις κατευθύνσεις; Αν ναι, πώς;

Πολλές πρόσφατες αριστερές συνομαδώσεις τείνουν προς την κατάληψη πλατειών και την χωρίς ηγεσία οριζοντιότητα, διατηρώντας συνάμα έναν ασαφή ίσως και ρεφορμιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό προς τον καπιταλισμό και το κράτος. Πώς αντιλαμβάνεστε την άνοδο αυτών των μορφών; Αποτελούν μία πρόκληση για την παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία και τους τρόπους οργάνωσης; Αποτελούν μία επιβεβαίωση αναρχικών τρόπων σκέψης και πρακτικής; Γενικότερα, ποιες μορφές οργάνωσης απαιτούνται από τις θεωρίες που κληρονομούμε και τα καθήκοντα του παρόντος;

Μπορείτε εν συντομία να αποτιμήσετε τις σημαντικότερες διασπάσεις και ρήξεις ανάμεσα και εντός των δύο αυτών παραδόσεων; Η ιστορική διαίρεση σε μαρξισμό και αναρχισμό διατηρεί την σημασία της; Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι σημαντικότερες ρήξεις εντός του μαρξισμού και εντός του αναρχισμού; Θεωρείτε ίσως κάποιες ρήξεις τόσο ενάντια στον μαρξισμό όσο και ενάντια στον αναρχισμό ως σπουδαιότερες;

Ποιες είναι οι αναπαλλοτρίωτες αξίες και τελικοί στόχοι της ριζοσπαστικής πολιτικής; Είναι ο μαρξισμός και ο αναρχισμός ιδεολογίες της ελευθερίας; Της δημοκρατίας; Της εργατικής τάξης; Πώς διαχειρίζονται τις αντικειμενικές αντιφάσεις κατά την απόπειρα πραγμάτωσης αυτών των αρχών υπό τις συνθήκες της καπιταλιστικής ζωής;

Γιατί θα έπρεπε να αγωνιστούμε σήμερα – περισσότερο ή λιγότερο κράτος;

Η ιστορία έχει δικαιώσει τον μαρξισμό, τον αναρχισμό ή κανέναν από τους δύο;

Ομιλητές

Λία Γιόκα: εκδόσεις των ξένων

Νίκος Νικήσιανης: Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα

Τάσος Σαπουνάς: ΚΚΕ μ-λ

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Νίκος Νικήσιανης: Είναι χρήσιμες και ριζοσπαστικές ιδεολογίες σήμερα ο μαρξισμός και ο αναρχισμός; Μπορούν να συμβάλλουν θετικά στο σημερινό κοινωνικό ανταγωνισμό;

Θα μιλήσω περισσότερο για το μαρξισμό. Κατά τη γνώμη μου ο μαρξισμός είναι μία καλή θεωρία για το πώς λειτουργεί το κεφάλαιο και το αστικό κράτος αλλά μάλλον μία κακή ιδεολογία.

Ο μαρξισμός έχει δαπανήσει ελάχιστη ενέργεια για να περιγράψει την αταξική κοινωνία που θέτει ως στόχο. Όλοι οι μεγάλοι και μικροί θεωρητικοί αλλά και οι συλλογικοί φορείς (κόμματα, οργανώσεις) έδωσαν το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειάς τους στο να εξηγήσουν την ταξική πάλη και τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα ο μαρξισμός έμεινε πιστός στην περιγραφή του Λένιν «συγκεκριμένη ανάλυση στη συγκεκριμένη κατάσταση».

Όμως στο πεδίο της ιδεολογικής πάλης το να μη στηρίζεσαι σε ένα όραμα απλό και κατανοητό είναι σοβαρό μειονέκτημα. Διαφορετικές ιδεολογίες από το μαρξισμό χρησιμοποιούν ως ιδεολογικό τους όπλο την περιγραφή μίας άλλης κοινωνίας κάτι που ο μαρξισμός αρνείται συνειδητά.

Ο μαρξισμός προσπαθώντας να αναλύσει όχι μόνο τις παραγωγικές σχέσεις αλλά και ολόκληρο το σύμπλεγμα των κοινωνικών σχέσεων συσσώρευε και αναγκαζόταν να διαχειριστεί στο εσωτερικό του τεράστιες αντιφάσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι  σχέση του μαρξισμού με το κράτος.

Ήδη από πολύ νωρίς ο μαρξισμός προσπάθησε να πείσει το εργατικό κίνημα για το βαθιά ταξικό ρόλο και περιεχόμενο του αστικού κράτους, ως μηχανισμός καταπίεσης της εργατικής τάξης, ιδεολογικής και πολιτικής αναπαραγωγής των κυρίαρχων σχέσεων και διαιώνισης της εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα ο μαρξισμός αναγνώριζε τις ρωγμές που άφηνε η κυρίαρχη ταξική συμμαχία που έλεγχε το αστικό κράτος και προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα πολιτικά δικαιώματα παλεύοντας για τη διεύρυνσή τους. Επίσης αποτελούσε πάγιο αίτημά του η αύξηση του κοινωνικού μισθού, δηλαδή του μεριδίου που θα επέστρεφε στην εργατική τάξη όχι άμεσα αλλά μέσω της πρόσβασης σε δημόσιες λειτουργίες (παιδεία, υγεία, πρόνοια).

Οι παροχές του κοινωνικού κράτους έχουν μία αμφίσημη σχέση με την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης. Από τη μία ενσωματώνουν τις εργατικές τάξεις, ιδιαίτερα των πλούσιων δυτικών κρατών αμβλύνοντας την ταξική αντιπαράθεση από την άλλη μπορεί να συντελούν στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, στο ανέβασμα της ταξικής αυτοπεποίθησης, να διατηρούν όρθια και να εκπαιδεύουν την κοινωνία και την εργατική τάξη και τέλος να περιορίζουν το συνολικό ποσοστό κέρδους της αστικής τάξης. Ποια από τις δύο τάσεις της αμφισβήτησης ή της ενσωμάτωσης εξαρτάται από έναν περίπλοκο συσχετισμό δυνάμεων.

Για το μαρξισμό είναι σαφές ότι σε περιόδους κρίσης η αστική τάξη προσπαθεί να πάρει πίσω το μερίδιο του κοινωνικού μισθού και να περιορίσει τα δημοκρατικά δικαιώματα. Συνεπώς εφόσον «σωστό» για το μαρξισμό είναι αυτό που ευθυγραμμίζεται σε κάθε στιγμή και συγκυρία με τη βασική αντίθεση της στιγμής, η πάλη σήμερα μπορεί να είναι ενάντια στον περιορισμό του κοινωνικού κράτους. Η παραπάνω αντιπαράθεση φαίνεται ότι συμπυκνώνει την ταξική πάλη, κινητοποιεί τις μάζες και οξύνει την ταξική πάλη. Συνεπώς στην ερώτηση «παλεύουμε για περισσότερο ή λιγότερο κράτος» απαντάμε για περισσότερο.

Με δεδομένες αυτές τις αντιφάσεις, ότι δηλαδή παλεύουμε ενάντια στο κράτος την ίδια στιγμή που ζητάμε περισσότερο κράτος, είναι αδύνατο να σταθούμε στο επίπεδο της ιδεολογίας. Ωστόσο για μια θεωρία που θέλει συνεχώς να αναπτύσσεται και να είναι χρήσιμη στην κοινωνία αυτές οι αντιφάσεις αποτελούν προϋπόθεση. Από θεωρητική σκοπιά οι αντιφάσεις αποτελούν αναπόφευκτα συμπτώματα της σχέσης μιας θεωρίας με την εξωτερική πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει.

Ανασκευάζοντας λοιπόν την αρχική μου θέση ο μαρξισμός δεν είναι μία καλή θεωρία και μία κακή ιδεολογία, αλλά είναι μία κακή ιδεολογία ακριβώς επειδή είναι καλή θεωρία.

Ποιο είναι το σημείο διαραφής του μαρξισμού, δηλαδή το σταθερό σημείο που νοηματοδοτεί όλα τα υπόλοιπα;

Η ελευθερία αποτελεί το σημείο διαραφής της αντίπαλής μας θεωρίας, δηλαδή του φιλελευθερισμού. Ο μαρξισμός έδειξε το πώς μία ελεύθερη σχέση μεταξύ υποκειμένων που ανταλλάσσουν εμπορεύματα στην αγορά μετατρέπεται μέσα από την παραγωγική διαδικασία σε σχέση εκμετάλλευσης, χωρίς να καταλύεται η ελεύθερη σύμβαση μεταξύ υποκειμένων.

Η δημοκρατία αποτέλεσε το σημαντικότερο ιδεολογικό και πολιτικό όπλο από τη μεριά της αστικής τάξης την περίοδο των αστικών δημοκρατιών. Η επίκληση στο καθολικό δικαίωμα  ψήφου και του δημοκρατικού πολιτεύματος λειτουργεί ως ασπίδα ενάντια σε κάθε απόπειρα συνολικής αμφισβήτησης. Σήμερα η έννοια της άμεσης δημοκρατίας χρησιμοποιείται από πολλά ριζοσπαστικά κινήματα.

Ο μαρξισμός ως θεωρία στέκεται κριτικά στην δημοκρατία. Η αντίθεσή του πηγάζει από το γεγονός ότι η αφετηρία για τον μαρξισμό δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η κοινωνική σχέση, δηλαδή την αντίθεση και την πάλη. Από την άλλη μεριά η δημοκρατία είναι ένα σύστημα αξιών που προϋποθέτει την ύπαρξη ατομικών υποκειμένων που συνδιαλλάσσονται  στη βάση μιας κοινώς αποδεκτής ισότητας.

Η εργατική τάξη ως σημείο συνένωσης είναι εξαιρετικά αδύναμο. Αντί να ενώνει, διασπά, χωρίζει, διαχωρίζει και αναδεικνύει αντί για ενότητα τον ανταγωνισμό.

Ο μαρξισμός ως ιδεολογία αντί να ενοποιεί, τείνει να αποσταθεροποιεί, να αναδεικνύει τις αντιθέσεις μέσα από τις ενότητες, τις αναγκαίες ρήξεις, τον ανταγωνισμό και την πάλη. Δεν είναι μία καλή συνθήκη για να κάνεις ιδεολογία αλλά είναι μία αναγκαία συνθήκη για να κάνουμε θεωρία.

Για το μαρξισμό η βασική αντίθεση είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας . Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι παρούσα σε κάθε πεδίο αντιπαράθεσης αλλά αυτή που δείχνει ποια αντίθεση θα είναι η κύρια σε κάθε συγκεκριμένο πεδίο και σε κάθε συγκεκριμένη συγκυρία. Η κύρια αντίθεση δεν ταυτίζεται με τη βασική αλλά θα οφείλεται σε αυτήν. Ο μαρξισμός κατανοεί αρκετά καλά την κύρια αντίθεση κάθε χρονική στιγμή και να οργανώνει τι δυνάμεις του γύρω από αυτήν. Για αυτό νομίζω ότι είναι χρήσιμος.

Λία Γιόκα: Ο μαρξισμός παραπέμπει στα κείμενα ενός ανθρώπου με ονοματεπώνυμο ενώ ο αναρχισμός αντλεί το όνομά του από μια σειρά αρχών που τάσσονται ενάντια στις αρχές εξουσίας αλλά κατόπιν γίνονται ιδεολογική τάση.

Ο μαρξισμός έγινε το θεμέλιο του διαλεκτικού υλισμού δηλαδή μετέτρεψε ένα σώμα από συγγράμματα σε γενική κοσμοθεώρηση, ενώ ο αναρχισμός ιδεολογικοποιεί μία τάση δηλαδή την αναρχία.

Στο όνομα του μαρξισμού δεν έγιναν μόνο μελέτες, αναλύσεις και φιλοσοφικές επιστημονικές δοκιμές, προγράμματα σπουδών και πενταετή προγράμματα διακυβέρνησης αλλά ο ίδιος ο μαρξισμός ταυτίστηκε με την ανάλυση είτε ως θεωρία είτε ως απλή μεθοδολογία. Τόσο στην κοινωνιολογία όσο και στη θεωρία συστημάτων αλλά και σε άλλα κείμενα διαβάζουμε συχνά «με τη μέθοδο της ταξικής ανάλυσης» ή «από τη μαρξιστική οπτική».

Ο Μαρξ δεν διατείνεται ότι απλώνεται σε όλες τις γνωστικές περιοχές. Ο μαρξισμός ωστόσο ανήγαγε ένα συγκεκριμένο τύπο υλισμού σε απόλυτη επεξηγητική επικάλυψη του νοητού κόσμου.

Στον αντίποδα ο αναρχισμός δεν έγινε αναλυτικό εργαλείο. Ο Κροπότκιν γράφοντας για την πολεοδομία, ο Ελιζέ Ρεκλύ μελετώντας γεωγραφία, ο Μπακούνιν διαβάζοντας λογοτεχνία δεν ενδιαφέρθηκαν για μια αναρχική θεωρία του επιστημονικού τους ενδιαφέροντος ούτε σε μία σειρά αρχών με βάση τον αναρχισμό.

Η τέχνη και η ιστοριογραφία είναι παραδείγματα που εξηγούν την παραπάνω διαφορά όσον αφορά το μαρξισμό και τον αναρχισμό.

Η τέχνη δεν εντάσσεται ούτε στη θεωρία της εργασίας του Μαρξ ούτε σε κάποια θεώρηση του έργου τέχνης μαρξικής προέλευσης. Η εξήγηση της τέχνης ως φαινόμενο που προκύπτει από μία πρωθύστερη προϋποτιθέμενη οικονομική θεωρία είναι κοινή σε όλους τους μαρξιστές.

Ο ακαδημαϊκός μαρξιστής ιστορικός της περασμένης γενιάς με το μεγαλύτερο κύρος, Έρικ Χόμπσμπαουμ ανέφερε ότι η ισπανική επανάσταση δεν ήταν καν προλεταριακή επανάσταση αλλά μία υπόθεση διανοουμένων και καλλιτεχνών που ασπάστηκαν ριζοσπαστικές ιδέες στο πλαίσιο ενός διεθνούς λαϊκομετωπικού πολέμου ενάντια στο φασισμό. Ο επίσης μαρξιστής Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του για την ιστορία της Ευρώπης «σκοτεινή ήπειρός» ούτε καν αναφέρει την ισπανική επανάσταση.

Η πιο ξεκάθαρη διαφορά στη δύναμη και στους περιορισμούς των δύο παραδόσεων στο πεδίο των νοητικών και επιστημονικών πρακτικών διαφαίνεται στην παιδαγωγική. Από τη μεριά του μαρξισμού κανείς δε συμφωνεί για το τι είναι μαρξιστική παιδαγωγική ενώ υπάρχει μία σαφή αναρχική παιδαγωγική παράδοση από τον καταλανό Φραντσισκο Φερέρ μέχρι το βραζιλιάνο Πάουλο Φρέιρε.

Αυτό που προκύπτει με βάση τα παραπάνω είναι ότι ο αναρχισμός είναι ηθικοπολιτικό ρεύμα.

Η σχέση του αναρχισμού με την αντιπροσώπευση δεν ήταν ποτέ κεντρικό σημείο αλλά ποτέ δεν αποκλείστηκαν εξ ορισμού. Ο αναρχοσυνδικαλισμός συχνά εμπιστεύτηκε εκπροσώπους και ομιλητές σε συνελεύσεις και συγκρούσεις με τη εργοδοσία. Το 1905 ο ρώσος αναρχικός Βολίν αρνήθηκε την προεδρία του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης που οι εξεγερμένοι εργάτες τον πίεζαν να αναλάβει γιατί δεν ήταν ο ίδιος εργάτης.

Το να διαβάσουμε τις όποιες θέσεις του Μαρξ και του Μπακούνιν ως αντικατοπτρισμούς μιας τελολογικής σύγκρουσης δεν αρκεί για να αντιληφθούμε το πραγματικό σχίσμα των δύο ρευμάτων τον 20ο αιώνα. Η διεθνής των εργατών είχε 5 εκατομμύρια μέλη και περιλαμβάνει μία πληθώρα πολιτικών και συνδικαλιστικών τάσεων οι οποίες συνεργάστηκαν σε ένα βαθμό για δώδεκα περίπου χρόνια. Αν μας ενδιαφέρει να αποστάξουμε τα απελευθερωτικά στοιχεία των παραδόσεων θα πρέπει να τονίσουμε ξανά ότι δεν είναι ομόλογες και όπου υπήρξαν παράλληλες συχνά αλλά όχι πάντοτε βρέθηκαν αντιμέτωπες. Σήμερα η επανάσταση των Ζαπατίστας πατώντας σε μαρξιστικές παραδόσεις προχώρησε πολύ πέρα από αυτές.

Στη Γαλλία όπου τα δύο ρεύματα αλληλουποστηρίχτηκαν, άνθρωποι συντάχτηκαν με το κομμουνιστικό κομμάτι της Γαλλίας προσφέροντας μια  σπάνια ευαισθησία και εγρήγορση ενάντια στο κοινωνικό συμβόλαιο της αστικής κοινωνίας και ο αναρχισμός υπήρξε ένα συμπληρωματικό ρεύμα. Η λεγόμενη προπαγάνδα της δράσης, μορφών όπως ο Ραβασόλ και ο Εμίλ Ανρί δεν αναπτύχθηκε ποτέ αντίπαλα με το εργατικό κίνημα και τις σαφείς κομμουνιστικές του αναφορές αλλά παράλληλα με αυτό. Τη δεκαετία του 1930 υπερρεαλιστές καλλιτέχνες, κάποιο αναρχικοί και κάποιοι μέσα στο ΚΚΓ καθώς και ριζοσπάστες εθνολόγοι και συγγραφείς θα εργαστούν με το ΚΚΓ για την έκθεση της γαλλικής αποικιοκρατίας. Τέλος οι κατασταστιακοί επικαλούνται τόσο το Μαρξ όσο και τους αναρχικούς.

Πιο εύκολο από όλα τα παραπάνω είναι να μιλήσουμε για τις διαφορές των δύο ρευμάτων στους κόλπους των κοινωνικών κινημάτων μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Παραφράζοντας τον Αντόρνο θα λέγαμε ότι επειδή δεν υπάρχει ποίηση μετά το Άουσβιτς υπάρχει μόνο πολιτική.

Ακόμα και στα ξεκάθαρα διλήμματα του ψυχρού πολέμου οι αναρχικοί αναρωτιούνταν ποια θα ήταν κάθε φορά η πιο δίκαιη λύση. Αντίθετα το κύρος του μαρξισμού διατηρείται μόνο με το χάος και την ασάφεια δηλαδή τη σταθερά αντιπολιτική στάση ενάντια στην άλλη πλευρά.

Ο Μαλατέστα, από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες του αναρχισμού είχε πει «σε ομάδες εντασσόμαστε για να φέρουμε εις πέρας μία συγκεκριμένη δουλειά όχι για να λέμε ότι κάπου ανήκουμε». Ο ίδιος ταυτόχρονα με την υποστήριξη της ίδρυσης του πρώτου συνδικάτου στην Αργεντινή υποστήριζε ότι ο συνδικαλισμός είναι ρεφορμιστικός και αντιδραστικός. Αν μπορούμε να του προσάψουμε κάτι βαθιά αντιμαρξιστικό είναι ότι δεν υπέφερε ποτέ από το φετιχισμό της ιδεολογικής ένταξης αλλά ούτε και από τον κυνισμό, την παθητικότητα της σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελευθερισμού ή του μικροαστισμού χαρακτηρισμοί οι οποίοι κατά καιρούς αποδίδονται σε αναρχικούς από μαρξιστές που τυχαία διαφεύγει η εξόντωση των αναρχικών πριν τους δύο παγκοσμίου πολέμους.

Γιατί να αναρωτιόμαστε για τη σημασία των ιδεολογικών παραδόσεων αν δεν υπάρχει σήμερα μια ζωντανή συζήτηση  για το επίκαιρο πρόταγμα μιας συλλογικής και προσωπικής πράξης; Η ιστορία εδώ έχει αποκτήσει νέα νοήματα. Το ελληνικό κοινωνικό κίνημα της τελευταίας 15ετίας υπήρξε ένα από τα δυναμικότερα στην Ευρώπη. Η παρέμβαση του κοινωνικού κινήματος εδώ επηρέασε και άλλαξε τους όρους της συζήτησης και χρειάστηκε η προώθηση των αγανακτισμένων από τα μίντια και η κατασκευή σχεδόν εκ του μη όντος μίας δεξαμενής φασιστών ψηφοφόρων για να κατασταλεί η ορμή των μετασχηματισμών που επέφεραν  στην κοινωνία αντιεξουσιαστικές και αντιστασιακές δράσεις.

Το να είναι κανείς μαρξιστής είναι δύσκολο αλλά εφικτό και σχετίζεται με το βαθμό της πολιτικής στράτευσης και την αφομοίωσης της αναλυτικής σκέψης που μας κληροδοτεί η πλούσια παράδοση του μαρξισμού. Όμως το να είναι κανείς αναρχικός κρίνεται από τους γύρω του αντιλαμβανόμενοι τη δράση και το ήθος του, το κρίνει η ίδια η ιστορία.

Τάσος Σαπουνάς: Τα τελευταία 150 χρόνια η κοσμοθεωρητική αντίληψη και πρακτική η οποία συνέδεσε το όνομά της με την πάλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των λαών από τα καπιταλιστικά ιμπεριαλιστικά δεσμά είναι η επαναστατική κομμουνιστική θεωρία.

Ο μαρξισμός θεμελίωσε πάνω στη βάση της θεωρίας της αξίας το ανειρήνευτο της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας και συνέδεσε τους προαιώνιους πόθους των λαών για δικαιοσύνη, ισότητα, κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης με μία τάξη, την εργατική η οποία εντός της παραγωγικής διαδικασίας αποτελεί το δημιουργό του κοινωνικού πλούτου.

Η σύνδεση του σοσιαλισμού με το εργατικό κίνημα είναι απαραίτητος όρος για να υπάρξει νικηφόρα έκβαση στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό.

Ο λενινισμός αποτελεί τομή στο μαρξισμό την εποχή του ιμπεριαλισμού και των επαναστάσεων. Ήταν η απόδειξη ότι η κοινωνία μπορεί να κυβερνηθεί από αυτούς που παράγουν τον πλούτο και όχι από αυτούς που τον σφετερίζονται.

Ο Οκτώβρης του 1917 αποτέλεσε την πιο σημαντική και ιστορική τομή της σύγχρονης ιστορίας. Σε αυτή την τομή το υποκειμενικό στοιχείο, η μπολσεβίκικη θεωρία συνάντησε το αντικειμενικό δηλαδή την ανάγκη των εργαζόμενων μαζών να αποτινάξουν την εκμετάλλευση την ίδια στιγμή που η δεύτερη διεθνής συνέχιζε τη δεξιά της πορεία συναινώντας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι μπολσεβίκοι μετά την επανάσταση που έφερε στην εξουσία τους εργαζόμενους, κατάφεραν να αποκρούσουν την επέλαση του ιμπεριαλισμού και τη λευκή τρομοκρατία, και λίγο αργότερα να στραφούν στην κολεκτιβοποίηση στο πλαίσιο της επιβίωσης και αντίστασης απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Ακόμα και ο πόλεμος του ’40-’45 είχε πρώτα και κύρια σαν στόχο την εξάλειψη από το χάρτη της κόκκινης κηλίδας.

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα πατώντας πάνω στις αδυναμίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης το στρώμα που ο Στάλιν ονόμασε εργατική διανόηση, αναπτύσσονται στοιχεία τα οποία υπερτονίζουν το ρόλο τους σε αυτή τη διαδικασία και θεωρούν φυσιολογικές τις αυξημένες αρμοδιότητές τους τόσο στην παραγωγή όσο και στη διοίκηση και οικονομία. Αυτή η μεταφορά της εξουσίας στους μηχανισμούς παράλληλα με την απορρόφηση του κόμματος στο κράτος λόγω πολέμου και της μετέπειτα ανοικοδόμησης μετά το θάνατο του Στάλιν, οδηγούν στην ανατροπή της επαναστατικής διαδικασίας.

Η πολιτιστική επανάσταση έθεσε τα κρίσιμα ζητήματα που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία, δηλαδή πως μπορεί να αποτραπεί σε συνθήκες σοσιαλισμού η δημιουργία νεοαστικών στοιχείων και πως γίνεται πρακτικά κτήμα των εργαζόμενων μαζών η ανάγκη για ταξική πάλη στο σοσιαλισμό. Οι μεταβατικές κοινωνίες του σοσιαλισμού μπορούν να οδηγηθούν είτε στον κομμουνισμό είτε στον καπιταλισμό.

Σήμερα θεωρούμε ότι σε μια οι αυξημένες αρμοδιότητες και παροχές στην εργατική τάξη, ο ρόλος των επαναστατικών κομμάτων, η καταστροφή των ταξικών διαιρέσεων και του κράτους δεν είναι ζήτημα διαταγμάτων αλλά ταξικής πάλης.

Αν εξαιρέσει κανείς τις δεκαετίες 1860-1890 και τον ισπανικό εμφύλιο το αναρχικό κίνημα δε συμμετείχε στη διαδικασία ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας και στην οικοδόμηση μίας άλλης. Ως απούσα η αναρχική θεωρία μπορεί να αισθάνεται μονίμως δικαιωμένη. Ταυτόχρονα αισθάνεται μονίμως προδομένη αφού η θεωρητική της επεξεργασία ούτε δικαιώνεται ούτε πραγματώνεται. Το κομμουνιστικό κίνημα έχει τις νίκες και τις ήττες του, κάτι που δε συμβαίνει με το αναρχικό.

Τι αντέταξε η αναρχική στη μαρξιστική θεωρία; Απέναντι στο Μαρξ που θεμελίωσε τη θεωρία της αξίας και την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας ο Προυντόν αντέταξε τη αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος με τη δημιουργία ενός διευρυμένου συστήματος παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών. Ο Μπακούνιν διατήρησε όλη την ιδεαλιστική αναρχική αντίληψη για το κράτος θεωρώντας το ως ενσάρκωση του κακού και όχι ως προϊόν της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας.

Όσον αφορά τον ισπανικό εμφύλιο τα γεγονότα είναι αμείλικτα. Πως γίνεται μία οργάνωση σαν την CNT-FAI με 300 χιλιάδες μέλη και περισσότερα από 2 εκατομμύρια επιρροή να κάνει κριτική στο κομμουνιστικό κόμμα που είχε περίπου 30 χιλιάδες μέλη; Στην πραγματικότητα το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το ΚΚΙ ήταν το μόνο κόμμα που είχε επαναστατική γραμμή γειωμένη στην πραγματικότητα και η οποία συνοψίζεται ως εξής: αν δεν είναι νικηφόρος ο αντιφασιστικός αγώνας δεν μπορούμε να μιλάμε για κολλεκτιβοποίηση ή για επαναστατικό μετασχηματισμό. Οι χιλιάδες νεκροί από την επιβολή του φασισμού επιβεβαίωσαν αυτή τη θέση του ΚΚΙ.

Σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα έχει μετατραπεί από καθοδηγητικό πυρήνα της πάλης των λαών σε δεκανίκι του συστήματος. Στο έδαφος αυτής της ήττας υπάρχουν δυνάμεις που αναφέρονται και στο μαρξισμό και στον αναρχισμό και τους ενώνει η κοινή αποδοχή του καπιταλιστικού μονόδρομου. Έτσι βλέπουμε από τη μία άρνηση συμμετοχής σε λαϊκούς αγώνες όταν αυτοί δε θέτουν το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας (ΚΚΕ) και από την άλλη υπεράσπιση μεταρρυθμιστικών πολιτικών κεϋνσιανού τύπου ενώ η επίθεση του συστήματος είναι συντριπτική. Ο αναρχικός χώρος στην πλειοψηφία του πηγαίνει πίσω στον Προυντόν υποστηρίζοντας επαναστατικές νησίδες μέσα στον καπιταλιστικό ωκεανό.

Θα ήθελα να αναφερθώ στις πλατείες: κατά τη γνώμη μου άμεση δημοκρατία δεν είναι να μιλάς ενάμιση λεπτό και να απαγορεύονται κόμματα και παρατάξεις. Οι πλατείες αποτέλεσαν τη φωνή των μικροαστικών κομμάτων που βυθίζονται στην κοινωνική πυραμίδα και αυτή η εξέλιξη ήταν θετική. Όμως η αντιμετώπιση τους είτε σαν εκλογικό ακροατήριο, είτε ως πεδίο που κάποιοι ήθελαν να πάρουν τη ρεβάνς από την οργανωμένη πάλη οδήγησε στο να αναδειχθούν κρυπτοφασίζουσες συμπεριφορές.

Σήμερα είναι αναγκαία η συμβολή της Αριστεράς στην οργάνωση της αντίστασης των λαών απέναντι στην ανελέητη επίθεση του συστήματος του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Χωρίς αυτή την αναγκαία προϋπόθεση κάθε συζήτηση περί ανατροπής της κοινωνικής πραγματικότητας θα φαντάζει προσχηματικού χαρακτήρα.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Θεωρείται ότι υπάρχει μία κατευθυντικότητα στον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία ή η οργάνωσή της θα εξαρτηθεί από τις αντιπαλότητες που υπάρχουν σήμερα;  Ένα σχόλιο για τις πλατείες. Θεωρώ ότι η ύπαρξη φασιστικών απόψεων στις πλατείες ήταν θετικό από μία έννοια γιατί είχαμε τη δυνατότητα να αντιπαρατεθούμε σε ένα κοινό πεδίο με τέτοιες απόψεις.#

Και στις τρεις εισηγήσεις έλειπε αρκετά το στοιχείο της αυτοκριτικής. Από τη μία είκοσι χρόνια μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ οι μαρξιστές δεν μπορούν ακόμα να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί ο μαρξισμός στις χώρες όπου επικράτησε δεν κατάφερε να εξαλείψει την κυριαρχία και να αποφύγει την αντικατάσταση μίας κυρίαρχης τάξης με μία άλλη. Από την άλλη η κριτική που γίνεται στον αναρχισμό από μαρξιστές είναι βάσιμη: ο αναρχισμός δε δείχνει να έχει ένα πρόγραμμα μετάβασης σε μία άλλη κοινωνία. Επίσης υπήρξε και στις τρεις εισηγήσεις ταύτιση της διακυβέρνησης και του κράτους, αφού οι αναρχικοί θεωρούν ότι το κράτος και συνεπώς η διακυβέρνηση είναι αμιγώς κακά ενώ οι μαρξιστές ότι χωρίς κράτος δεν υπάρχει διακυβέρνηση.

Και τα δύο ρεύματα δεν μπορούν σήμερα να εξηγήσουν τον κόσμο. Ο 21ος αιώνας μας δείχνει το δρόμο μέσα από τη σύνθεση των δύο ρευμάτων. Οι πλατείες και κινήματα όπως οι Ζαπατίστας είναι προς την κατεύθυνση μιας διακυβέρνησης χωρίς κράτος.

Τάσος Σαπουνάς: Δε με ενδιαφέρει να κάνω μια φιλολογική συζήτηση που δε θα εδράζεται στα δεδομένα που παρήγαγε ο 20ος αιώνας. Θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα.

Στην Κίνα την περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης ανοίχτηκε το ζήτημα των εργοστασιακών πανεπιστημίων δηλαδή να πάνε οι εργάτες στα πανεπιστήμια και να γυρίσουν ξανά στα εργοστάσια. Γυρνώντας οι εργάτες στα εργοστάσια είχαν διαφορετική άποψη για το παραγόμενο προϊόν, για τις μηχανές παραγωγής καθώς για την ίδια την οργάνωση του εργοστασίου από τους διανοούμενους-ειδικούς, οι οποίοι αν και είχαν παραχθεί σε ένα σοσιαλιστικό μοντέλο εκπαίδευσης αναπαρήγαν αστικές ιδέες. Αυτό προσπάθησα να εξηγήσω στην εισήγησή μου, ότι δηλαδή υπάρχουν υλικοί και πολιτιστικοί όροι για την ταξική πάλη των εργαζομένων ώστε να αποκτήσουν ουσιαστικά την αρμοδιότητα για το τι παράγεται.

Νίκος Νικήσιανης: Αυτή τη στιγμή, μετά από 15 χρόνια αδράνειας και μιζέριας μετά το 1989 η καλύτερη αυτοκριτική είναι να είμαστε στην επίθεση. Από την απολογία για την πάλη των τάξεων που συνέβαινε σε κοινωνίες με αναφορά στον κομμουνισμό ο μαρξισμός σήμερα οφείλει να υπενθυμίζει ότι η πάλη των τάξεων δε σταμάτησε και δεν σταματά.

Στις κοινωνίες που την εξουσία ανέλαβαν κόμματα με αναφορές στο μαρξισμό, σαφώς και η κυρίαρχη τάξη αντικαταστάθηκε από μία άλλη και συνέχισε η ταξική πάλη. Δυστυχώς όμως χάσαμε..

Υπάρχει ένας ελιτισμός στο αναρχικό κίνημα. Ενώ η αναρχική θεωρία πρεσβεύει ότι στο δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις η δεύτερη ομιλήτρια έφτασε στο σημείο να πει ότι οι πλατείες ήταν κατασκεύασμα των media.

Λία Γιόκα: Το γεγονός ότι σήμερα στην Αθήνα υπάρχουν δεκάδες συνελεύσεις γειτονιάς και εγχειρήματα συνεργατικής οικονομίας δεν έχει αναφερθεί από κανένα μέσο μαζικής ενημέρωσης. Αντίθετα η πρώτη συνάντηση των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα. προβλήθηκε μέσα από την τότε κρατική τηλεόραση. Σε συνθήκες μαζικής επικοινωνίας αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.

Από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Μάϊο του 2012 η Χρυσή Αυγή πολλαπλασίασε τα ποσοστά της. Αν φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «κατασκευάστηκε» θεωρώ ότι δεν μπορούμε να κάνουμε σοβαρή πολιτική ανάλυση στην Ελλάδα. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια έτσι ώστε να κατασταλεί ένα ζωντανό κοινωνικό κίνημα.

Ένα από τα σημεία που γίνεται κριτική στον αναρχικό χώρο, αλλά μπορεί να αποτελεί και σημείο ηθικής και ιστορικής του δικαίωσής είναι ότι ποτέ δεν προσπάθησε να χειραγωγήσει την μαζική επικοινωνία. Η επικοινωνία μέσω της φυσικής άμεσης επικοινωνίας και όχι πολιτικής διαμεσολάβησης η οποία πολλές φορές στηρίζεται στο ψέμα και στην πολιτική εξαπάτηση, είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται κινήματα όπως το MST στη Βραζιλία.

Νίκος Νικήσιανης: Θα διαφωνήσω με τη Λύια. Κατά τη γνώμη μου οι αναρχικές θέσεις είναι υπερβολικά συνεκτικές. Η εναντίωση στο κράτος και στην εξουσία συνήθως συνοδεύεται από πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και μέσα πάλης. Ο μαρξισμός είναι μία θεωρία γεμάτη αντιφάσεις σε αντίθεση με τον αναρχισμό (ή η πράσινη ιδεολογία) που παρουσιάζεται ως ένα πολύ συνεκτικό ιδεολογικό σύνολο.

Για το μαρξισμό οι μορφές της οργάνωσης του κοινωνικού ανταγωνισμού προκύπτουν από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό και δεν υπακούν σε πρότυπα φετίχ και προσυμφωνημένα σχέδια. Η ανάδυση τόσο των σοβιέτ όσο και των πλατειών αποτελούν αυθόρμητη πηγή του κοινωνικού ανταγωνισμού και σαφώς δεν έρχονται σε καμία αντιπαράθεση με το μαρξισμό.

Τάσος Σαπουνάς: Οι μαρξιστές τόνιζαν ότι η οργάνωση και το κόμμα είναι ένα αναγκαίο κακό, ένα εργαλείο που εμπεριέχει κινδύνους. Όμως μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μαζεύονται 50 άνθρωποι που να είναι τυπικά ισότιμοι αλλά δύο από αυτούς να είναι πιο πάνω σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο που θα «επιβάλλουν» την άποψή τους στους άλλους αλλά να μη παίρνουν την ευθύνη για αυτό!

Το βασικό ερώτημα για το μαρξισμό και τον αναρχισμό σήμερα είναι η στάση τους απέναντι στο ερώτημα: πως διαμορφώνεται η ανθρώπινη πράξη μέσα από το δίπολο ντετερμινισμός-βολονταρισμός; Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η σχέση ατόμου και κοινωνίας.

Ο μαρξισμός προσπάθησε να συγκεράσει τις έννοιες ντετερμινισμός και βολονταρισμός μιλώντας για τη θετική ενότητα λογικής και ιστορίας. Η βασική διαφορά με τον αναρχισμό έγκειται στο ότι για το μαρξισμό η εξουσία θεμελιώνεται σε ιστορικά δοσμένες κοινωνικές σχέσεις και συνεπώς μπορούμε να φανταστούμε το τέλος της. Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για το τέλος του κράτους και το τέλος της εξουσίας;

Τάσος Σαπουνάς: Ο αναρχισμός έχει μία ιδεαλιστική αντιμετώπιση του κράτους μέσω της δαιμονοποίησης και της αυτόματης ανατροπής του. Αντίθετα ο μαρξισμός θεωρεί αναγκαίο στάδιο τη δικτατορία του προλεταριάτου για να μπορέσουμε να περάσουμε σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις.

Θα συμφωνήσω με το Νίκο, ο Μαρξ δεν φανταζόταν πως θα είναι η άλλη κοινωνία αλλά με βάση τα κοινωνικά δεδομένα πως θα μπορούσε να γίνει η ανατροπή της άρχουσας τάξης και τις μετασχηματισμούς θα επέφερε. Για αυτό ενώ στο μανιφέστο δεν αναφέρει τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου το 1871 αναφωνεί «ορίστε η δικτατορία του προλεταριάτου!».

Αποτελεί ο μαρξισμός μία καλή κριτική που δεν έχει όμως θετικό περιεχόμενο; Πως και για ποιο λόγο κατά τη γνώμη σας ο μαρξισμός μπόρεσε να εμπνεύσει τα πιο μεγάλα ταξικά κινήματα στην ιστορία;

Νίκος Νικήσιανης: Η ιδεολογία είναι μία και όχι όσες οι πλευρές των ενδιαφερομένων. Είναι ένα ενιαίο πεδίο που διέπει την λειτουργία μιας κοινωνίας, επικαθορίζει και αναπαράγει τις κυρίαρχες σχέσεις ή και τις ανατρέπει. Σε αυτό το πεδίο υπάρχουν και αναπτύσσονται στιγμιαίες ενοποιήσεις και διαφορετικά στρατόπεδα, αυτή τη στιγμή όμως καθορίζεται από την ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας και των δικών της κομβικών αξιών. Η αποδοχή των αυτονόητων αυτών αξιών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ταχθεί μία ιδεολογία σε αυτή τη θέση ηγεμονίας.

Συνεπώς ο μαρξισμός είναι μία κακή ιδεολογία αφού δε σέβεται αυτονόητα αξίες όπως τη δημοκρατία, την ελευθερία και γενικά τον άνθρωπο. Η ιδεολογική πάλη είναι αναγκαστική αλλά σε καμία περίπτωση η κύρια. Ο μαρξισμός πρέπει συνεχώς να υπενθυμίζει «ποτέ να μην ξεχνάμε την πάλη των τάξεων!».

Όταν ο αναρχισμός γίνεται ιδεολογία, παύει να είναι αναρχισμός. Ως φιλοσοφική-ηθική τάση ο αναρχισμός ιστορικά υιοθέτησε κάποιες πρακτικές. Δεν έχει νόημα να συγκρίνουμε τα δύο ρεύματα του μαρξισμού και του αναρχισμού ως ιδεολογίες αλλά σαν πρακτικές. Ο αναρχισμός πολλές φορές κατηγορήθηκε για βολονταρισμό και ατομικισμό ωστόσο αυτές οι τάσεις ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα έχουν ξεπεραστεί. Συγκρίνοντας τα δύο ρεύματα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μαρξισμός αποσκοπούσε στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας ενώ ο αναρχισμός στην κοινωνική επανάσταση.

Ο μαρξισμός και ο αναρχισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό παιδιά του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Σε μεγάλο βαθμό όμως το ευρωπαϊκό προλεταριάτο απολάμβανε δικαιώματα χάρη στη λεηλασία και στη σφαγή όλου του πλανήτη. Οι ινδιάνοι αντιστέκονταν εδώ και 500 χρόνια χωρίς να έχουν καν διαβάσει Μαρξ και Μπακούνιν!

Τάσος Σαπουνάς: Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σου αλλά νομίζω ότι έχεις άδικο. Δεν είναι τυχαίο το σύνθημα του Λένιν «προλετάριοι όλων των χωρών και καταπιεζόμενα έθνη και λαοί ενωθείτε» και η ανάλυση για την εκμετάλλευση των αποικιών υπάρχει ήδη από τη λενινιστική ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το κομμουνιστικό κίνημα μπήκε μπροστά στην εθνικολαϊκή πάλη των εθνών. Το ’45-’50 άρχισε να γκρεμίζεται η αποικιοκρατία και το κομμουνιστικό κίνημα ήταν μία από τις βασικές αιτίες.

Σε τι συνιστά ο μαρξισμός ως καλή θεωρία; Υπάρχει κάποια διαβάθμιση στην πρακτική συσχέτιση της θεωρίας με την κοινωνική πραγματικότητα, όπως επεσήμανε ο τρίτος ομιλητής με την αναφορά στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, ή υπάρχει μόνο ιστορική εξειδίκευση της θεωρίας;

Νίκος Νικήσιανης: Αν ο μαρξισμός είναι μια καλή ιδεολογία είναι για τον εξής λόγο: έχοντας ως δεδομένο την ταξική εκμετάλλευση μπορούμε να αντιληφθούμε ποια είναι η κύρια αντίφαση σήμερα και να ασχοληθούμε με αυτή. Για αυτό το λόγο φθάνουμε σήμερα να παρακαλάμε να μείνει ανοιχτή η κρατική τηλεόραση, δηλαδή ο κατεξοχήν ιδεολογικός μηχανισμός. Η ανισόμετρη αιτιότητα και η αντιφατική σκέψη είναι που κάνει το μαρξισμό καλή θεωρία. Αντίθετα μετατρέπεται σε κακή θεωρία όταν αγνοεί πως εκφράζεται η κύρια αντίφαση και μετατρέπεται σε οικονομισμό. Εξίσου κακή θεωρία είναι να αφαιρέσουμε τελείως τη βασική αντίθεση.

Τάσος Σαπουνάς: Μία διευκρίνιση: η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος αφορά την έκβαση της ταξικής πάλης στον αιώνα μας, όχι την νίκη ή ήττα μιας θεωρίας.

Θα μιλήσω με ένα απλό παράδειγμα. Όταν το σύστημα είδε ότι υπήρχε δυνατότητα να συνδεθούν οι πλατείες και οι δρόμοι, δηλαδή κάποια μικροαστικά στρώματα που βγήκαν στις πλατείες με κάποιο δυναμικό με χρόνια παρουσία στους κοινωνικούς αγώνες επέλεξε ιδεολογικά, πολιτικά και εν τέλει κατασταλτικά να ματαιώσει αυτή τη συνάντηση των αντιστάσεων. Το κίνημα δεν στάθηκε ικανό να υπερασπίσει την παρουσία του στο σύνταγμα ούτε για μία μέρα, φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να υπερασπίσει την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και την αδυσώπητη βία που θα προκαλούσε; Η περίπτωση της Χιλής είναι ενδεικτική για τα όρια του ρεφορμισμού.

Ακόμα και αν λάβουμε τον αναρχισμό ως ηθική φιλοσοφική τάση όπως τονίστηκε ποιος είναι ο σκοπός της αναρχικής θεωρίας σαν σύνολο ιδεών; Είναι επαναστατική θεωρία και με ποιον τρόπο;

Λία Γιόκα: Με ενδιαφέρουν περισσότερο οι εμπειρικές παρατηρήσεις. Αυτό που θεωρώ σημαντικό είναι να δικαιολογήσω γιατί στη Θεσσαλονίκη άνθρωποι που εμπνέονται από τα δύο ρεύματα έχουν συνυπάρξει και συνεργαστεί σε διάφορους εργατικούς αγώνες ή σε απεργίες μεταναστών.

Ως σύνολο πολιτικής δράσης και απόψεων καθώς και ως σχέσεις συνεργασίας ο αναρχισμός δεν ήθελε να καθυποτάξει στον πολιτικό στόχο τα ηθικά ή αξιακά διλήμματα που αναφέρονται είτε σε μία συνέλευση είτε σε μία ερωτική σχέση. Ο αναρχισμός είναι ηθικό πολιτικό ρεύμα. Ο αναρχισμός σαφώς μπορεί να γίνει ιδεολογία, όμως ως αυτοσκοπός παραμένει η ηθική και όχι η αυτοδικαίωση ή η πολιτική του επιτυχία.

Ο αναρχισμός είναι επαναστατική θεωρία. Οι Ζαπατίστας εμπνέονται από το ηθικοπολιτικό ρεύμα του αναρχισμού και είναι επαναστάτες καθώς παλεύουν για την ελευθερία, με την ελευθερία και μέσα από την ελευθερία. Πολιτικός στόχος, πολιτικές μέθοδοι και αξίες είναι ένα.

Μία ερώτηση στον τρίτο ομιλητή. Τόνισες αρκετά τι ιδεολογικές διαφορές των δύο ρευμάτων και αναφέρθηκες στην ανάγκη ύπαρξης ενός κινήματος αντίστασης από τα κάτω στο σήμερα. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές αυτό θα μπορούσε να το προτείνει εξίσου και ένας αναρχικός. Πως αυτό που προτείνεις σε διαφοροποιεί σε πρακτικό επίπεδο από έναν αναρχικό;

Τάσος Σαπουνάς: Δε θεωρώ ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία είναι κομμάτι της αντίστασης. Σήμερα που απαλλοτριώνεται το δικαίωμα στην εργασία και στη ζωή έχει σημασία όπως τόνισε και η Λύια να βρεθούμε στους κοινωνικούς αγώνες. Πιστεύουμε ότι μέσα από τους αγώνες θα αναδειχθούν τα μέσα πάλης, οι μορφές οργάνωσης και οι συλλογικότητες οι οποίες θα προωθούν με τον καλύτερο τρόπο τα κοινωνικά αιτήματα.

Θεωρείτε ότι η πολιτική εξόντωση των φασιστών μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την φυσική-βιολογική τους εξόντωση και αν ναι με ποιους τρόπους; Μπορεί να πετύχει μια επανάσταση χωρίς βία; Κατά τη γνώμη μου η δολοφονία έδωσε ένα μήνυμα ότι κάποιοι θα αντιδράσουν στο ενδεχόμενο να συνεχίσει η Χρυσή Αυγή να χρησιμοποιεί βία;

 

Λία Γιόκα: Αν χρειαζόταν να συμβεί αυτό, είναι πολύ λυπηρό για την ελληνική κοινωνία και για όλους εμάς.

Ναι αλλά είναι ψέμα;

Λία Γιόκα: Ορισμένα ζητήματα δεν είναι ζητήματα συζήτησης. Δεν μπορούμε να συζητάμε για το πως θα βασανίσουμε ή θα σκοτώσουμε κάποιον άνθρωπο. Αντίθετα είναι πολύ ανθρώπινο να υπερασπίζεσαι κάτι δικό σου που καταστρέφεται με όποια μέσα μπορείς. Αν στην ελληνική κοινωνία πρέπει να φοβάσαι για να μην είσαι φασίστας τότε νομίζω το παιχνίδι έχει τελειώσει.

Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ που πήγαν στα γραφεία της Χρυσής Αυγής επέλεξαν να το κάνουν μέρα και μετά από προτροπή σε όσους βρίσκονταν στα γραφεία να κατέβουν. Ανέλαβαν άμεση αντιφασιστική δράση για ένα ζήτημα που αφορούσε την παρουσία οπαδών εντός του συλλόγου και μάλιστα πολύ πριν η κυβέρνηση αναγκαστεί σε αντιφασιστική στροφή μετά τη δολοφονία του Φύσσα.

Τάσος Σαπουνάς: Η λογική της εξόντωσης ατόμων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο είναι φασίζουσα λογική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ηρωοποίηση των εκτελεσθέντων.

 

 

Δημοσιεύουμε παρακάτω την εισήγηση της Δώρας Βέττα, μέλους της διεθνούς ομάδας του Πλατύποδα, στην ανοιχτή συζήτηση που διοργανώσαμε στο στέκι Νομικής του Α.Π.Θ. με θέμα "Η επικαιρότητα του μαρξισμού (;)".

 4/10/2013

«Η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων[1]». Με αφορμή την περίφημη αυτή φράση από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Αντόρνο[2] ακολουθώντας τον Μπένγιαμιν [Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940] παρατήρησε ότι αυτή η σύλληψη των Μαρξ και Ένγκελς, όλης της ιστορίας ως της ιστορίας των ταξικών αγώνων, ήταν εν τοις πράγμασι μία κριτική όλης της ιστορίας· η κριτική της ίδιας της ιστορίας.

Η ιστορία είναι έννοια της αστικής κοινωνίας. Η τελευταία, καθώς στρέφει το βλέμμα της προς τα πίσω, αφομοιώνει ό,τι υπήρξε πριν από αυτήν στο όνομα της δικής της αναγκαιότητας. Ό,τι είχε προηγηθεί είχε λάβει χώρα, προκειμένου να αναδυθεί η αστική κοινωνία, ως η κοινωνία της ελευθερίας. Έτσι, η αστική κοινωνία νοηματοδοτεί όλη την προηγούμενη πορεία ως την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και κατανοεί τον εαυτό της ως το υψηλότερο στάδιο που έχει κατακτηθεί εντός του. Με αυτόν τον τρόπο εισάγει την ίδια την ιστορικότητα ως διαδικασία [ιστορία ως η πρόοδος στην συνείδηση της ελευθερίας] και την καθολικότητα της έννοιας του πολιτισμού. Δεν υπάρχει πολιτισμός με την νεώτερη σημασία του πριν την άνοδο της αστικής κοινωνίας.

Αυτό που είναι κρίσιμο εδώ είναι η εσωτερική προοπτική της αστικής κοινωνίας. Η τελευταία συλλαμβάνει την προϊστορία της αναδρομικά. Με αυτό τον τρόπο την θέτει και την οικειοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι η κοινή παράσταση περί ιστορίας, ως μίας γραμμικής διαδοχής σταδίων στην πορεία μίας εξέλιξης δε μας παραδίδεται από το παρελθόν, αλλά είναι η προβολή που κάνουμε εμείς, ως μοντέρνοι  επί του παρελθόντος.

Η άνοδος της νεωτερικής κοινωνίας των «αστών» ή της κοινωνίας του σύγχρονου αστικού κέντρου σηματοδότησε μία ρήξη με κάθε προγενέστερη μορφή κοινότητας. Η ριζοσπαστική αυτή αλλαγή περιγράφεται γλαφυρότατα στο Μανιφέστο: «Μέσα στην ιστορία, η αστική τάξη διαδραμάτισε έναν εξόχως επαναστατικό ρόλο……[Αυτή]..δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν επιφέρει αδιάκοπα επαναστάσεις στα μέσα παραγωγής και μαζί τους σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η διατήρηση σε αμετάβλητη μορφή των παλιών τρόπων παραγωγής ήταν, απεναντίας, ο πρώτος όρος ύπαρξης όλων των προηγούμενων βιομηχανικών τάξεων. Οι συνεχείς επαναστάσεις στην παραγωγή, η αδιάκοπη αναστάτωση όλων των κοινωνικών συνθηκών, η αιώνια αβεβαιότητα και κινητικότητα, ιδού τι διακρίνει την εποχή της αστικής τάξης από όλες τις προηγούμενες. Όλες οι παγιωμένες, καθηλωμένες στέρεες σχέσεις και οι ουραγοί τους, η συνοδεία τους από σεβάσμιες προκαταλήψεις, παραστάσεις και απόψεις, σαρώθηκαν· και όλες οι νεότευκτες απαρχαιώνονται προτού καν αποστεωθούν. Ό,τι ήταν στερεό εξαϋλώνεται, ό,τι ήταν ιερό βεβηλώνεται και οι άνθρωποι υποχρεώνονται πια να αντικρύσουν με βλέμμα νηφάλιο τις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους και τις σχέσεις μεταξύ τους..[3]».

Η εξέγερση της αστικής τάξης εγκαθιδρύει την κοινωνία ως κοινωνία ανεξάρτητων, συναλλασσόμενων ατόμων, ως κοινωνία της εργασίας και της καθολικής συσχετιστικότητας. Έτσι, η κεντρική ιδέα είναι η εργασία, η παραγωγή της αυτοτέλειας ενός εκάστου διαμέσου της υλικής αναπαραγωγής της κοινωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα, όλη η ιστορία εμφανίζεται ως η ιστορία διαφορετικών, προοδευτικά αναπτυσσόμενων τρόπων παραγωγής, διαφορετικών «οικονομιών». Η άνοδος της αστικής κοινωνίας είναι η άνοδος της οικονομίας καθ’ εαυτήν. Ακολούθως και ομοίως, ήταν η άνοδος της πολιτικής ως πολιτικής, της τέχνης και της φιλοσοφίας. Όσο κι αν είναι αληθές ότι οι τελευταίες αποτελούσαν μορφές κοινωνικής παραγωγής και πριν τη νεωτερικότητα, άλλο τόσο καλούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι ωστόσο κατακτούν την πλήρη αυτονομία και ελευθερία κατά τη νεώτερη εποχή. Επί παραδείγματι, η τέχνη δεν τίθεται απλώς στην υπηρεσία της θρησκείας, αλλά υπάρχει ως τέτοια, για τον εαυτό της· η φιλοσοφία δεν είναι πλέον μία αλλοτριωμένη μορφή του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά επιστρέφει στο υποκείμενο, επιτυγχάνει την αυτοκατανόησή της. Όπως παρατηρεί ο Μαρξ «….τώρα η Φιλοσοφία έχει εκκοσμικευθεί και η πιο λαμπρή απόδειξη αυτού είναι ότι η φιλοσοφική συνείδηση η ίδια έχει συρθεί στην ένταση της μάχης όχι μόνον εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά…..[4]>». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτές οι έννοιες προϋπήρχαν -ας πούμε στην κλασική αρχαιότητα- και άρα η νεωτερικότητα έρχεται απλά να τις επαναλάβει. Πολύ πιο διαφωτιστικό θα ήταν όμως, αν αναρωτηθούμε αντιστρόφως πώς προέκυψε ο χαρακτηρισμός αυτής της συγκεκριμένης περιόδου της ιστορικής αρχαιότητας ως κλασικής-εδώ καθίσταται σαφές ότι ανακαταλαμβάνουμε τον αρχαίο κόσμο, τον παραδοσιακό πολιτισμό επιλεκτικά· ότι διαχωρίζουμε τα στοιχεία εκείνα που είναι εγγύτερα στη δική μας εποχή και μάλιστα στην σύγχρονη έννοια ελευθερίας.

Έτσι, αν είναι να συλλάβουμε την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ως ένα συνεχές, θα πρέπει να το δούμε ως ένα συνεχές υπό την κατηγορία του ριζικού του μετασχηματισμού. Η συνέχεια αποκαθίσταται μέσα από τη μεταβολή και τη διάρρηξη της γραμμικότητάς της. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Μαρξ είδε στην άνοδο της αστικής εποχής τον επαναστατικό μετασχηματισμό όχι μόνον ενός κόσμου αλλά και του ίδιου του κοσμοειδώλου, δηλαδή της ίδιας μας της παράστασης περί αυτού του κόσμου. Πράγματι, μία θεμελιώδης προϋπόθεση του μαρξισμού είναι ακριβώς η συνείδηση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της αστικής εποχής που την διακρίνει από κάθε άλλη περίοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Για να καταστεί αυτό σαφές, ας τεθεί το ζήτημα υπό το ευρύτερο δυνατό πλαίσιο: αν ακολουθήσουμε την αναστοχαστική προβολή της αστικής κοινωνίας επί του παρελθόντος, θα πρέπει να πάμε πίσω 10.000 χρόνια περίπου στον εμπειρικό χωροχρόνο, στην απαρχή του πολιτισμού και της ταξικής κοινωνίας, όπου ανατρέχει η ίδια η αστική σκέψη, προκειμένου να χαράξει το όριο ανάμεσα στον εαυτό της και την ετερότητά της, τη «φυσική κατάσταση». Φαίνεται ως εάν κατά τον χρόνο πριν την απαρχή του πολιτισμού, το ανθρώπινο ον να είναι αφομοιωμένο στη φύση, ενώ μετά από αυτήν η φύση να αφομοιώνεται σταδιακά στο ανθρώπινο ον. Πρόκειται  δηλαδή για την περίοδο μίας μεγάλης ιστορικής αλλαγής, τη μετάβαση από τον νομαδικό τρόπο ζωής στην συγκρότηση κοινοτήτων με σταθερή εγκατάσταση σε μία γη, στην ανάπτυξη της γεωργίας και την σταδιακή εμφάνιση θεσμών της κοινοτικής ζωής. Ο κυρίαρχος τρόπος διαβίωσης πέρασε από τον κυνηγό-τροφοσυλλέκτη στον καλλιεργητή-αγρότη και αυτό σηματοδότησε εν πολλοίς την οκονομία του λεγόμενου παραδοσιακού πολιτισμού.

Μία ανάλογης σημασίας μετάβαση έλαβε χώρα κατά την ανάδυση της νεωτερικότητας, όπου ο κυρίαρχος τρόπος διαβίωσης πέρασε σταδιακά από τον αγροτικό σε αυτόν του εργάτη του αστικού κέντρου: μισθωτός, κατασκευαστής και βιομηχανικός παραγωγός. Η συνέχεια αυτής της εξέλιξης, η έλευση της βιομηχανικής επανάστασης, που έλαβε χώρα κατά τον ύστερο 18ο και πρώιμο 19ο αιώνα έφεραν στο φως  όψεις της αστικής εποχής που έθεσαν εν εμφιβολία τις πεποιθήσεις των πρώτων στοχαστών της περί ενός «τέλους της ιστορίας» με τη μετάβαση προς την κοινωνία της ελευθερίας που οραματίστηκαν.

Τον 19ο αιώνα στην σκέψη του Μαρξ έρχεται η επίγνωση ότι η αστική κοινωνία με όλες της τις κατηγορίες, του «αστικού δικαιώματος», της «ατομικής ιδιοκτησίας» και της «αξιοποίησης της εργασίας» συντάσσεται και μεσολαβείται από την εργασία, από την οποία και αποσπάται η ατομική ιδιοκτησία. Ήδη από την εποχή συγγραφής του Μανιφέστου, ο Μαρξ βλέπει την εμφάνιση του προλεταριάτου ιστορικά και την κατανοεί διορατικά ως γενική μοίρα της κοινωνίας υπό το κεφάλαιο. Ο Μαρξ έθεσε το ερώτημα αν και με ποια αναγκαιότητα η ανθρωπότητα υπό προλεταριακή μορφή δύναται να απελευθερώσει τον εαυτό της, ή αν το προλεταριάτο μπορεί να υπερβεί και να καταργήσει τους όρους ύπαρξής του. Με άλλα λόγια, στην σκέψη του Μαρξ υπάρχει η συνείδηση ότι η αστική κοινωνία, όντας η ίδια αποτέλεσμα μίας μετάβασης, είναι και η ίδια μεταβατική: η ίδια αποκαλύπτει έναν επαμφοτερίζοντα χαρακτήρα, καθώς τίθεται ως η στιγμή κορύφωσης του πολιτισμού και συνάμα [ως η στιγμή] δυνατότητας μίας μεταπολιτισμικής μορφής της ανθρωπότητας: η αστική κοινωνία παραπέμπει πέραν του εαυτού της.

Αν διαβάσουμε την σκέψη του 18ου αιώνα μέσα από τους στοχασμούς του Ρουσσώ και μέσα σε αυτούς εντοπίσουμε μία κριτική αποτίμηση της ανόδου της αστικής εποχής, τότε η τελευταία μας αποκαλύπτεται ως η κρίση της ιστορίας του πολιτισμού: μέσα από την υποθετική επίκληση σε μία «φυσική κατάσταση», ως της συνθήκης εκείνης κατά την οποία η ανθρωπότητα τοποθετείται στον ορίζοντα των άπειρων δυνατοτήτων της, η έννοια του πολιτισμού τίθεται ως προβληματική. Βέβαια, πέραν του εδάφους του πολιτισμού δεν δύναται να τεθεί το ερώτημα περί διεύρυνσης της ανθρώπινης ελευθερίας υπεράνω των ορίων του. Η θέση του ερωτήματος αποτελεί δική του κατάκτηση. Η ύπαρξη του πολιτισμού είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβασή του. Με αυτήν την έννοια, η αστική κοινωνία αποτελεί την ολοκλήρωση του πολιτισμού, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο το πρώτο βήμα για την υπέρβασή του.

Αν ο Ρουσσώ συνέλαβε την ανάδυση της αστικής εποχής ως την κρίση της ιστορίας του πολιτισμού, τότε ο Μαρξ είδε στην κατάσταση της σύγχρονης εργατικής τάξης των μητροπόλεων τον μετασχηματισμό της κρίσης εντός της ίδιας της αστικής κοινωνίας. Έτσι, το κεφάλαιο είναι η αστική κοινωνία σε κρίση – η αστική κοινωνία καθώς αλλοτριώνεται από τον εαυτό της. Η εσωτερική της αντίφαση εκδηλώνεται στην συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην κοινωνική αρχή [principium] της τάξης των αστών [μπουρζουαζίας] και σε αυτήν της εργατικής ή εργαζόμενης τάξης ή άλλως σε αυτήν της ατομικής ιδιοκτησίας και της εργασίας. Ο Μαρξ αναγνώρισε ότι η προλεταριοποιημένη εργασία είναι όρος συγκρότησης του κεφαλαίου και συνεπώς η πολιτική της [σοσιαλισμός, Προυντόν, Λασάλ, Μπακούνιν κλπ] αποτελεί το σύμπτωμα του γεγονότος ότι η κοινωνία που υπόκειται στο κεφάλαιο είναι και η ίδια μεταβατική, παραπέμπει πέραν του εαυτού της. Ο Μαρξ προχώρησε σε αυτήν τη διάγνωση ακριβώς επειδή υπήρχε το σύγχρονό του εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο η προλεταριοποίηση της κοινωνίας είναι η πλήρης πραγμάτωση του κεφαλαίου [επί του συνόλου της κοινωνίας] και αυτή ακριβώς παρέπεμπε πέραν του εαυτού της: η προλεταριοποιημένη κοινωνία του κεφαλαίου.

Έτσι, ο Μαρξ, πέραν του να είναι ο ίδιος σοσιαλιστής ή κομμουνιστής, αποτέλεσε την ριζοσπαστική συνείδηση εκείνη που αναγνώρισε κριτικά το νόημα της ανάδειξης του κινήματος του προλεταριακού σοσιαλισμού στην ιστορία. Στον Μαρξ δεν ανατρέχουμε για την δογματική του ορθότητα, αλλά πολλώ μάλλον για την ιστορική και άρα βαθύτατα κριτική αυτοεπίγνωση. Με αυτήν την έννοια στην σκέψη του Μαρξ παρακολουθούμε την γένεση μίας φιλοσοφίας της ιστορίας της Αριστεράς. Αυτή αναδεικνύει ως κεντρικό το ζήτημα της συνείδησης και μάλιστα της ιστορικής συνείδησης· δηλαδή του είδους εκείνου της γνώσης που συλλαμβάνει την πραγματικότητα και τις δυνατότητες του παρόντος της μέσα από την κριτική ανάκτηση του λογικού και ιστορικού περιεχομένου του παρελθόντος. Ή άλλως, της μορφής της γνώσης που έχει συνείδηση των οικείων της όρων δυνατότητας, των προϋποθέσεών της, λογικών και ιστορικών.

«Η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων». Η πρόταση αυτή θέτει όλη την ιστορία ως ιστορία εκμετάλλευσης. Η προϊστορία της καταπίεσης δεν έχει παρέλθει· ζούμε ακόμη εντός της προϊστορίας. Η πραγματική ανθρώπινη ιστορία δεν έχει ακόμη εκκινήσει. Ωστόσο, αφετηρία του Μαρξ αποτελούσε η αναγνώριση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της αστικής κοινωνίας, της ρήξης που επέφερε με την έως τότε ιστορική πραγματικότητα. Αν παραγνωρίσουμε την σημασία αυτής της μετάβασης, τότε αποτυγχάνουμε να κατανοήσουμε ποιο είναι το ειδοποιό στοιχείο που διαφοροποιεί την εποχή του κεφαλαίου από προγενέστερες μορφές πολιτισμού. Αυτό δεν είναι η εκμετάλλευση. Όλες οι προγενέστερες κοινωνίες γνώριζαν την ανοιχτή εκμετάλλευση κάποιων κοινωνικών ομάδων επί άλλων ή επί του συνόλου του πληθυσμού. Το νέο στοιχείο της εποχής του κεφαλαίου είναι  η κοινωνική κυριαρχία, δηλαδή η κυριάρχηση του συνόλου της κοινωνίας υπό τη δυναμική του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει την λειτουργία μίας κοινωνικής δυναμικής στην οποία υπόκεινται όλες οι κοινωνικές ομάδες – η κοινωνία στην ολότητά της. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι η καταπίεση ή η εκμετάλλευση, αλλά το γεγονός ότι αυτή αποτελεί το αποτέλεσμα και όχι την αιτία της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αυτή η παραδοχή δεν αρνείται την εκμετάλλευση, αλλά την ερμηνεύει υπό την κατηγορία της κυριαρχίας του κεφαλαίου, η εμφάνιση της οποίας δεν γνωρίζει ιστορικό προηγούμενο. Αν εμμείνουμε στην αμεσότητα της εκμετάλλευσης και θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα είναι η ανοιχτή καταπίεση μίας κοινωνικής τάξης από μία άλλη, τότε υπαναχωρούμε από το επίπεδο ιστορικής αυτοσυνείδησης που κατακτήθηκε στη μαρξική σκέψη και καθηλωνόμαστε στην αυτοκατανόηση της λεγόμενης Τρίτης Ταξης [tiers état] δηλαδή της αστικής τάξης την στιγμή της εξέγερσής της ενάντια στα δεσμά των φεουδαρχικών σχέσεων. Αυτή η επαναφομοίωση του μαρξισμού στην ιδεολογία που είναι χαρακτηριστική της εξέγερσης της Τρίτης Τάξης σημαίνει την απώλεια της προοπτικής που προσέδωσε στο μαρξικό εγχείρημα το νόημα και την επιτακτικότητά του. Διότι η προοπτική αυτή ενεργοποιούσε έναν  ορίζοντα δυνατότητας μετάβασης σε μία μετα-καπιταλιστική και μετα-προλεταριακή κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση θα πρέπει να περάσει μέσα από την ανάκτηση της ιστορικής μας συνείδησης. Η πράξη θα πρέπει να περάσει μέσα από την ανάκτηση της συνείδησης της διαλεκτικής σχέσης θεωρίας- πράξης. Τουναντίον παρατηρείται η επανάληψη -ως πολιτική μορφή- της εξέγερσης της Τρίτης Τάξης, δηλαδή των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα πέραν της εργασίας τους, ενάντια στην αυθαιρεσία της εξουσίας, τη διαφθορά της πολιτικής, την έλλειψη δημοκρατικότητας, της εξέγερσης των «από τα κάτω» εναντίον των «από τα πάνω» κλπ. Η επανάληψη αυτής της πολιτικής, όσο αναγκαία κι αν είναι, μας εκθέτει στον κίνδυνο ανασύστασης των σχέσεων του κεφαλαίου, με τον ίδιο τρόπο που η ίδια αυτή πολιτική το είχε προηγουμένως παράξει. Ο κίνδυνος αυτός δεν συναρτάται προς την επανάληψη καθ’ εαυτήν, όσο προς την μη συνειδητή επανάληψη.

Τι ρόλο έχει λοιπόν η κριτική θέαση της ιστορίας εντός της κριτικής του κεφαλαίου; Δεν έχει να κάνει με την πληρέστερη ή μη θεωρητική πρόσληψη της πραγματικότητας. Η σημασία της έγκειται στο ότι θέτει ως κριτήριο της ιστορικής προόδου την χειραφέτηση και την ελευθερία. Αλλά ακόμη και αυτό το σημείο οράσεως κινδυνεύει να λησμονηθεί σήμερα, εφ’ όσον βλέπουμε την ιστορία ως ένα φυσικό γεγονός, το οποίο δεν είμαστε ικανοί να ελέγξουμε, πόσο μάλλον να μετασχηματίσουμε. Δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι σήμερα πάσχουμε από έναν  γενικό αποπροσανατολισμό: δεν αντιμετωπίζουμε απλώς το πρόβλημα του να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά θεμελιωδέστερα του να τον κατανοήσουμε. Η οπισθοδρόμηση αυτή έλαβε χώρα μάλιστα και στο όνομα του μαρξισμού, ο οποίος κατά τον 20ο αιώνα κατέληξε να είναι μία καταφατική ιδεολογία της βιομηχανικής κοινωνίας.

Έτσι, στην παρούσα ιστορική στιγμή όλα είναι ανοιχτά: δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για το αν ο μαρξισμός είναι επί του παρόντος ιστορικά κρίσιμος. Θα μπορούσε να είναι πλέον ουτοπικός. Αλλά ακόμη κι αν είναι έτσι, τι σημαίνει η προβολή μίας πιθανής ανθρώπινης κοινωνίας πέρα από το κεφάλαιο και την προλεταριακή εργασία; Τί θα σήμαινε να κατανοήσουμε το μαρξικό εγχείρημα ως την αναγνώριση της ιστορίας της νεωτερικότητας ως της παθολογίας της μετάβασης· από την απαρχή του πολιτισμού και την παραδοσιακή κοινότητα που εγκαθιδρύθηκε τότε, μέχρι την άνοδο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων , και διαμέσου αυτών, προς μία μορφή ανθρωπότητας που μπορεί να ιδρυθεί πέρα από αυτές;

Η Αριστερά είναι ιστορικά η πολιτική έκφραση της δυνατότητας ποιοτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς μία χειραφετητική κατεύθυνση. Η εστίαση στην ιστορία της Αριστεράς ή η αριστεροκεντρική θέαση της ιστορίας εμπεριέχει την υπόθεση ότι οι σημαντικότεροι καθορισμοί του παρόντος είναι απότοκο αυτού που η Αριστερά έπραξε ή απέτυχε να πράξει. Η θέση του προβλήματος της ιστορικής συνείδησης της Αριστεράς και της απουσίας της κριτικής της αυτοκατανόησης ενέχουν την παραδοχή της οπισθοδρόμησής της. Η Αριστερά έχει εκπέσει από το επίπεδο αυτοσυνείδησης που είχε κατακτήσει, όχι μόνο κατά τον 19οαιώνα αλλά ήδη από τις απαρχές της εμφάνισής της, τον 18ο αιώνα. Και καθώς αποτελεί την ιστορική έκφραση της δυνατότητας της κοινωνίας για χειραφέτηση, διαμέσου αυτής διαγιγνώσκεται η οπισθοδρόμηση σύνολης της κοινωνίας.


[1]. Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 1997, σ. 15 επ.

[2]. Πρόκειται για το δοκίμιο Στοχασμοί πάνω στην ταξική θεωρία (1942), το οποίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μπορεί όμως να ανευρεθεί στα αγγλικά στον τόμο Theodor W. Adorno, CanoneliveafterAuschwitz?: Aphilosophicalreader, εκδόσειςStanfordUniversitypress, Stanford-California 2003.

[3]. Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, ό.π., σ. 20-22.

[4]. Καρλ Μαρξ, Γράμματα από τα Γαλλογερμανικά Χρονικά, Μαρξ προς Ρούγκε, Σεπτέμβρης 1843. Μπορεί να βεθεί στα ελληνικά στην παρακάτω διεύθυνση  http://thessaloniki.platypus1917.org/?p=296

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
Ερ: Τι συνεπάγεται ο όρος «χειραφέτηση»; Σε ποιο «εκείθεν» παραπέμπει ο καπιταλισμός; Πιο συγκεκριμένα, ποιος θα είναι ο ρόλος του κράτους σε αυτό το «εκείθεν» και πώς θα οργανώνεται η οικονομία; Μου φαίνεται ότι το να διδαχθούμε από το παρελθόν είναι σημαντικό, αλλά αν δεν υπάρχει κάποιο όραμα αυτού που υπάρχει πέραν του καπιταλισμού τότε έχουμε πρόβλημα.

Ερωταπαντήσεις

Richard Rubin: Υπό μία έννοια, αυτό είναι ένα ερώτημα που αφορά στο πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια σοσιαλιστική οικονομία. Αλλά θα ήθελα να αναβάλλω το ερώτημα, διότι τα κύρια προβλήματα με τον σοσιαλισμό στον 20ο αιώνα δεν ήταν οικονομικά αλλά πολιτικά. Και πάλι, πρόκειται για μια υποκείμενη σε αλλαγές και πολύπλοκη ιστορία, ωστόσο η κύρια κριτική της Αριστεράς στην Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ούτε τεχνική ούτε οικονομική. Εστίαζε μάλλον στον καταπιεστικό και δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος. Σε ό,τι αφορά το κράτος, νομίζω πως η σκέψη του Λένιν για την απονέκρωσή του παραμένει έγκυρη. Εννοώ, πως οι λόγοι για τους οποίους είχαμε μια σταλινική δικτατορία και όχι μια αυθεντικά δημοκρατική σοσιαλιστική πολιτεία, είναι σαφώς σύνθετοι, αλλά θα ισχυριζόμουν πως είναι στην ουσία τους ενδεχομενικά, ιστορικά ερωτήματα, μη εγγενή στο σοσιαλιστικό εγχείρημα καθεαυτό. Εάν είναι εγγενή σε αυτό, τότε πραγματικά χάνουμε τον καιρό μας.

Chris Cutrone: Συμπληρώνοντας κάτι ακόμα στα σχόλια του Ρίτσαρντ: Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε ακόμη να γνωρίζουμε ποια θα ήταν τα τεχνικά προβλήματα οργάνωσης μιας παγκόσμιας οικονομίας επί μιας σοσιαλιστικής βάσεως. Όταν ο Λένιν κάνει λόγο για την απονέκρωση του κράτους, αυτό που σαφώς εννοεί είναι την απονέκρωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεν εννοεί την απονέκρωση ενός εθνικού κράτους περικυκλωμένου από τον καπιταλισμό. Υπάρχει ένα είδος παραδοσιακής μαρξιστικής απαγόρευσης προσχεδίων ή εικόνων μιας μελλοντικής κοινωνίας. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πως εάν πρόκειται η ελευθερία να είναι ελεύθερη, τότε δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων. Στόχος του μαρξισμού είναι να άρει τα εμπόδια του καπιταλισμού έτσι όπως τα κατανοούμε μέχρι αυτό το σημείο· και έχουμε καταφέρει να τα κατανοήσουμε μόνο στο βαθμό που αγωνιστήκαμε εναντίον τους. Κομμάτι της θέσης μας για την οπισθοδρόμηση είναι ότι η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό έχει πάψει και, ως εκ τούτου, δεν κατανοούμε όντως το πρόβλημα του καπιταλισμού τόσο καλά όσο παλαιότερα. Μπορούμε μόνο να το κατανοήσουμε, ως πραγματικό πρόβλημα, κατά την διαδικασία της προσπάθειας αναίρεσής του. Υπό αυτήν την έννοια, η εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου, απλώς θα επέτρεπε στο πρόβλημα του καπιταλισμού να αντιμετωπιστεί.

Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης θα ήταν να ρωτήσουμε: «Τι θα σήμαινε να πολιτικοποιήσουμε την οικονομία;». Εν τέλει, αυτό δεν είναι που εγείρεται από τον Ομπαμα-ισμό; Τι είδους πολιτικό ζήτημα είναι η οικονομία; Το επιχείρημα του Μαρξ ήταν ότι η ανάδυση ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος, μιας ιστορικά νέας και δυνητικά χειραφετητικής πολιτικής, έθεσε το ερώτημα της οργάνωσης της οικονομίας επί μιας δημοκρατικής βάσεως. Θέτει το ερώτημα. Η επεξεργασία του δεν έχει λάβει χώρα με κανένα τρόπο, ούτε και η σοβιετική εμπειρία μας βοηθάει ιδιαιτέρως να αναλογιστούμε το πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να λειτουργήσει. Το μόνο που αναδεικνύει η σοβιετική εμπειρία είναι η επανάσταση. Θα ήταν θαυμάσιο αν η οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν ένα πρόβλημα τεχνικό. Υπολειπόμαστε σε πολιτικά μέσα για να το καταστήσουμε πρόβλημα τεχνικό.

Ερ: Ποιες είναι, κατά την γνώμη σας, οι μορφές πολιτικής συνείδησης και πρακτικής που εμποδίζουν την αναγνώριση της οπισθοδρόμησης;

R: Θεωρώ ότι οι άνθρωποι φοβούνται να αναγνωρίσουν την οπισθοδρόμηση γιατί αυτό είναι δυσάρεστο στην σκέψη. Είναι πολύ πιο εύκολο να υποπέσει κανείς σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αφελή προοδευτισμό –λέγοντας πάντα ότι «ο αγώνας συνεχίζεται»- από το να στοχαστεί την αποτυχία της Αριστεράς στον 20ο αιώνα, μια αποτυχία που πράγματι καθόρισε την πορεία του αιώνα και της εποχής μας. Αντιθέτως, ο 19ος αιώνας ήταν ένας αιώνας μεγάλης ιστορικής προόδου, με τρόπους που σήμερα μας είναι δύσκολο να διανοηθούμε.

Αtiya Κhan: Θα έπρεπε να εποπτεύσουμε τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική συνείδηση όντως προσάρμοσε τον εαυτό της στις αντικειμενικές συνθήκες. Αντί να πιέσει ενάντια στους περιορισμούς του παρόντος, η Αριστερά σήμερα τείνει να εξοικειωθεί με τις παρούσες συνθήκες. Προκειμένου να προσαρμοστεί στην ήττα, η Αριστερά την περιγράφει διαρκώς ως νίκη. Ασφαλώς, οι δυνατότητες της επανάστασης είναι πάντα παρούσες, δεδομένου του αντιφατικού χαρακτήρα του ίδιου του κεφαλαίου. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι εκείνοι που διατείνονται ότι βρίσκονται στην Αριστερά, αποποιούνται το εγχείρημα του αναστοχασμού της εν λόγω αντίφασης ως πρόβλημα.

Spencer Leonard: Υπονοούσα κάποια από αυτά τα σημεία όταν έθιξα το ζήτημα της συνεχούς επανάληψης της πολιτικής της δεκαετίας του 1960 στο παρόν, σε ένα χορό πάνω στον τάφο του διοικούμενου κόσμου. Έτσι, για παράδειγμα, ο σύγχρονος αναρχισμός δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε θεωρητική προοπτική. Στην καλύτερη περίπτωση είναι μια εκδοχή φιλελευθερισμού, στην χειρότερη είναι ο διάδοχος του χείριστου παιδαριώδη αριστερισμού της περιόδου του 1960. Σε κάθε περίπτωση, ο αναρχισμός αποτυγχάνει να θέσει το πρόβλημα του κεφαλαίου, με εξαίρεση το πρόβλημα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Άρα, υποθέτω πως θα αντέστρεφα το ερώτημα, ρωτώντας αν όντως υπάρχει σήμερα μια πολιτική που δεν είναι καταδικασμένη να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος.

Ερ: Η θέση σας για την οπισθοδρόμηση ισχύει και σε μια μεγαλύτερη, παγκόσμια κλίμακα; Φαίνεται πως αυτό που συζητούμε εδώ είναι κυρίως η Ευρωπαϊκή ιστορία.

R: Νομίζω πως το πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κοιτάξετε, για παράδειγμα, τον «Τρίτο Κόσμο» -αφήνοντας κατά μέρος τα προβλήματα με την αντιαποικιακές πολιτικη στα μέσα του αιώνα (τα οποία ήταν πολυάριθμα και με κανένα τρόπο ασήμαντα)- εκεί υπήρξε ένας πολύ υψηλότερος βαθμός πολιτικής συνειδητοποίησης κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 από αυτήν που υπάρχει σήμερα. Τούτο συνιστά σαφή εκδήλωση ενός τύπου οπισθοδρόμησης. Επιπλέον, είναι λάθος να διαχωρίζουμε τις πολιτικές εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο από αυτές στον Πρώτο Κόσμο, ειδικά όταν αυτές καθίστανται όλο και πιο συνυφασμένες μεταξύ τους και αντανακλούν ολοένα και περισσότερο η μία την άλλη. Συνεπώς, από την μια πλευρά υπήρξε ένα είδος παραίτησης προς όφελος του τριτοκοσμισμού από ένα μεγάλο κομμάτι της Νέας Αριστεράς, μια παρόρμηση πίσω από την οποία κρυβόταν ένας πεσιμισμός για τη δυνατότητα μετασχηματισμού των δικών της μητροπολιτικών κοινωνιών του κέντρου. Αυτός είναι ο λόγος που εναπόθεσε την ελπίδα της σε κοινωνίες που υποτιθέμενα βρίσκονταν εκτός καπιταλισμού. Επιπλέον, οι τριτοκοσμιστικές πολιτικές της Νέας Αριστεράς –η κυρίαρχη έκφραση της Αριστεράς μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960- ήταν πολιτικές παγκόσμιου βεληνεκούς. Δεν ήταν μόνο μητροπολιτικές, ούτε μόνο περιφερειακές, αλλά κοινές πολιτικές.

C: Η ιστορία του αντι-ιμπεριαλισμού ή στην πραγματικότητα της αποαποικιοποίησης–καθώς το μεγαλύτερο μέρος της συντελέστηκε μ’ έναν άκρως διοικούμενο τρόπο και όχι διαμέσου κοινωνικο-πολιτικής πάλης— ήταν, πρωτίστως, μια καταστροφή για τον πρώην αποικιοκρατούμενο κόσμο. Μπορούμε να πούμε ότι οι συνθήκες στον μετα-αποικιοκρατούμενο κόσμο είναι με πολλούς τρόπους σημαντικά υποβαθμισμένες και βάναυσες εν συγκρίσει προς αυτές στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιπροσθέτως, όπως υπονόησε ο Ρίτσαρντ, η εξοικείωση της Νέας Αριστεράς με μια τριτοκοσμική οπτική της επανάστασηας, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον πεσιμισμό ως προς μια επανάσταση στο κέντρο. Ο Φανόν ως γνωστόν είπε «ας εγκαταλείψουμε την Ευρώπη», κάτι που ουσιαστικά συνιστά παραίτηση από την πολιτική. Συνεπώς, εάν πει κανείς ότι ο κόσμος έχει καταστεί περισσότερο πολιτικά ενοποιημένος και, υπό μία έννοια, πιο περιεκτικός στην πορεία του 20ου αιώνα, τούτο πρέπει να συμβαδίσει με μια αφήγηση της εξαχρείωσης και της κενότητας της ίδιας της πολιτικής. Με άλλα λόγια, ο κόσμος μπορεί να συμμετέχει περισσότερο στη δημοκρατική πολιτική, μόνο στο βαθμό που η πολιτική έχει καταστεί επουσιώδης.

L: Με κανένα τρόπο δεν θα λέγαμε ότι η περίοδος της αποικιοκρατίας είναι η α-πολιτική περίοδος και η μετα-αποικιοκρατική, ή η μετα-αποαποικιοκρατική, είναι μια περίοδος πολιτική. Αντιθέτως, η αποαποικιοποίηση εξέφρασε ποικιλοτρόπως την εκτεταμένη ήττα των προγενέστερης και πιο στιβαρής πολιτικής. Με πολλούς τρόπους, λοιπόν, λόγω της κατάρρευσης και όχι της ριζοσπαστικοποίησης αυτού του είδους των επαναστατικών δικτύων και του διεθνούς κοσμοπολιτισμού, που οι αυτοκρατορίες επέτρεψαν (ή που δεν μπόρεσαν να υπονομεύσουν), είναι που κατέστη σχεδόν αδύνατο για εμάς να φανταστούμε αυτό το παρελθόν, παρά μόνο με τους πιο γραφικούς τρόπους.

R: Το κομμάτι του «μη-δυτικού» κόσμου που πιθανόν γνωρίζω καλύτερα είναι αυτό της Μέσης Ανατολής, ο Αραβικός κόσμος. Εκεί, η άνοδος της ισλαμικής πολιτικής προκύπτει, κατά κύριο λόγο, ως άμεση συνέπεια της κατάρρευσης του αραβικού εθνικισμού που επικράτησε στην προηγούμενη γενιά. Αυτή η κατάρρευση του ίδιου του Αραβικού εθνικισμού σχετίζεται με την ήττα της πραγματικής αραβικής Αριστεράς –βασικά της Σταλινικής αραβικής Αριστεράς—όμως παρ’ όλα αυτά μίας αριστερής αραβικής πολιτικής. Ο λόγος, συνεπώς, που υπάρχουν δεξιές Ισλαμιστικές πολιτικές δεν έγκειται σε κάποιο είδος αταβιστικής παρόρμησης που επικράτησε στην περιοχή. Περισσότερο σχετίζεται με την εκκωφαντική ήττα της Αριστεράς. Είναι την ίδια στιγμή ειρωνικό και τραγικό το γεγονός ότι οι δύο περιοχές με την ισχυρότερη αριστερή παράδοση στον Αραβικό κόσμο ήταν αφενός το Ιράκ και αφετέρου η Παλαιστίνη.

Κ: Θα μπορούσα να συνεχίσω πάνω σε αυτό, περιγράφοντας αυτό που συμβαίνει τώρα στο Πακιστάν, ήτοι την ταλιμπανοποίηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τούτο είναι συνέπεια της αποτυχίας της Αριστεράς, και ειδικότερα των ηττών που αυτή υπέστη την περίοδο μεταξύ των ετών 1968-1971, με κορύφωση τον πόλεμο του Μπαγκλαντές, γεγονός που διαχώρισε το Πακιστάν στα κράτη του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές. Σε εκείνη τη συγκυρία, υπήρξε για το Πακιστάν η δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας υπό τους σοσιαλιστές. Μ’ αυτήν την αποτυχία ή, καλύτερα, εξαιτίας αυτής της αποτυχίας, πήρε το Πακιστάν την κατεύθυνση που έχει σήμερα.

L: Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω είναι πως αυτό για το οποίο συζητούμε είναι η πολιτική ιστορία, όπως θα λέγαμε, της παγκόσμιας ενοποίησης. Στο μέτρο που πράγματι ζούμε σε έναν παγκόσμια ενοποιημένο κόσμο, τούτος εδώ είναι η κληρονομιά, όχι της αντι-ιμπεριαλιστικής πολιτικής καθαυτής, αλλά της επαναστατικής πολιτικής. Η αποαποικιοποίηση, με τον τρόπο που έλαβε χώρα, ήταν μία από τις μορφές που πήρε η ήττα της διεθνιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής, αν και γενικότερα δεν κατανοείται με τον τρόπο αυτό.

Ερ: Έχω προβληματιστεί με τον ισχυρισμό ότι κατά την διάρκεια του τελευταίου μισού του αιώνα ο Τρίτος Κόσμος αποπολιτικοποιήθηκε. Αναρωτιέμαι κατά πόσο ένας από τους λόγους που το λένε αυτό οι συμμετέχοντες στο πάνελ είναι επειδή η πολιτική, όπως αναδύθηκε εκεί, δεν μπορεί να αναγνωριστεί από αυτούς ως τέτοια. Δεν θα μπορούσα παρά να αντιπαραβάλλω τα θέματα αυτής της συζήτησης -την ηττοπάθεια και την οπισθοδρόμηση- με κάποια άλλα, πολύ πιο ελπιδοφόρα πάνελ εδώ στο Αριστερό Φόρουμ. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε ορισμένα πάνελ που ασχολούνται με τις εξελίξεις στη Νότια Αμερική. Η Αριστερά στη Νότια Αμερική κατευθύνεται πέραν των δικών μας εννοιών για το τι σημαίνει να είναι κανείς Αριστερός, έννοιες που αρχικά θεμελιώθηκαν στην δυτική ευρωπαϊκή θεωρητική σκέψη που αφορούσε στις βιομηχανικές κοινωνίες. Θα ισχυριζόμουν πως τα προβλήματα στην Βολιβία, για παράδειγμα, εκτείνονται πέραν αυτών των [παραδοσιακά αριστερών] ενδιαφερόντων.

R: Θεωρώ πως, αν κοιτάξουμε τον κόσμο σήμερα, είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον υπό ορισμένες απόψεις η Λατινική Αμερική είναι το λιγότερο οπισθοδρομικό κομμάτι του κόσμου και η Μέση Ανατολή το πιο οπισθοδρομικό. Αποτελούν, λοιπόν, ένα είδος αντιθέτων. Αλλά θεωρώ ότι και στις δύο περιοχές το θεμελιώδες πρόβλημα είναι το ίδιο. Προφανώς, ο Έβο Μοράλες είναι, υπό μία έννοια, κομμάτι της Αριστεράς. Ασφαλώς δεν είναι κομμάτι της Δεξιάς, με τον τρόπο που είναι οι Ταλιμπάν. Αλλά αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει τόσο με τον Μοράλες όσο και με τον Τσάβες (κι εγώ προτιμώ τον Μοράλες) είναι ένας αριστερός εθνικισμός, γεγονός που δεν είναι καινούργιο. Οι πολιτικές στην Λατινική Αμερική είναι τώρα, αν μη τι άλλο, αρκετά λιγότερο ριζοσπαστικές από αυτές της δεκαετίας του 1980 με τους Σαντινίστας και το FMLN, που με την σειρά τους ήταν λιγότερο ριζοσπαστικές εν συγκρίσει προς την Κουβανική Επανάσταση. Μπορεί κανείς να πείσει τον εαυτό του ότι η Λατινική Αμερική είναι ο μεγάλος φάρος της επαναστατικής ελπίδας για επανάσταση, μόνο επειδή ο υπόλοιπος κόσμος φαίνεται τόσο ζοφερός.

Ερ: Δεν αναφερόμουν στην επανάσταση. Αναφέρομαι στην ελπίδα εν γένει, κι η παρεξήγηση εδώ μπορεί είναι μέρος ενός μεταφραστικού προβλήματος. Για παράδειγμα, ανάφερες πράγματα όπως την Κουβανική Επανάσταση και τους Σαντινίστας. Η βασική τους ιδέα ήταν να καταλάβουν την κρατική εξουσία, προκειμένου να επιφέρουν ό,τι εσείς αποκαλείτε επαναστατικές αλλαγές. Ωστόσο, σε ό,τι με αφορά, το ζήτημα δεν είναι τόσο ο Μοράλες αλλά ο λαός που τον εξέλεξε, το κίνημα. Κάποιες φορές ο Μοράλες τρέμει ενώπιον της δύναμής του. Μιλούν για πράγματα όπως, λόγου χάρη, η αλλαγή της φύσης του τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό είναι πολύ πιο ριζοσπαστικό από οτιδήποτε επιχείρησε ποτέ ο Κάστρο ή οι Σαντινίστας. Ασφαλώς, δεν είναι επαναστατικό σύμφωνα με τον δικό σας ορισμό περί επανάστασης. Αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι μέρος του ζητήματος που εγείρω –ίσως η ιδέα της επανάστασης να έχει διευρυνθεί από τους λαούς της Νότιας Αμερικής.

L: Θεωρώ πως το ερώτημα διολισθαίνει στην πραγματικότητα στο ερώτημα του αν και κατά πόσο οι χειραφετητικές πολιτικές είναι δυνατές και επιθυμητές. Εντούτοις, θα ισχυριζόμουν επίσης ότι δεν είναι εύλογο να μιλούμε σήμερα για τον κόσμο –στον οποίο επικρατεί η φτώχεια, η εξαχρείωση, οι περιορισμένες ευκαιρίες στη ζωή, η ανελεύθερη εργασία, οι διευρυμένες εργάσιμες μέρες, για να μην αναφέρουμε την ακραία απόγνωση μεταξύ των εργατών γης στις μεγάλες αγροτικές κοινωνίες και στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων του νότου σε όλο τον πλανήτη— νομίζω πως το να αποκαλούμε όλα αυτά (που χαρακτηρίζουν τόσο την Νότια Αμερική όσο και την Ασία ή την Αφρική) πραγμάτωση μιας νέας πολιτικής, είναι στην πραγματικότητα πολύ περιφρονητικό ως προς τις πραγματικές προσδοκίες των ανθρώπων εκεί. Θα διατεινόμουν ότι η κατάστασή τους δεν αντανακλά τον κόσμο στον οποίο θα ήθελαν να ζουν. Μάλλον, οι εν λόγω συνθήκες αναπαριστούν τη φρικτή ήττα των κεντρικών πολιτικών προσδοκιών τους. Ακολουθώντας τον Ρίτσαρντ, θα έλεγα επίσης ότι, στο επίπεδο αυτής της συζήτησης, δεν υπάρχει κάποια θεμελιώδης διαφοροποίηση από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο. Ακόμη, αναλύοντας την πολιτική και χειραφετητική δυνατότητα που συγκεντρώνεται στον Πρώτο κόσμο, δεν αγνοούμε τις δυνατότητες στην Λατινική Αμερική ή στην υποσαχάρια Αφρική και την Ασία. Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα στο κέντρο που να μην είναι εγγενώς διεθνής, ακριβώς επειδή ζούμε σε ένα είδος ενοποιημένου κόσμου. Και, όπως υπονόησαν αμφότεροι οι Ρίτσαρντ και Κρις, η στροφή της Νέας Αριστεράς στον αποκαλούμενο κόσμο της περιφέρειας προϋπέθεσε την παραγνώριση αυτού του κόσμου ως «μη καπιταλιστικού», ήτοι μη πραγμοποιημένου, έξω από την επικράτηση της εργαλειακής λογικής και της φαιής, διοικούμενης κοινωνίας. Αυτή η προθυμία ρομαντικοποίησης του Τρίτου Κόσμου και των αγώνων του ήταν άλλη μία έκφραση της ηττοπάθειας της Νέας Αριστεράς.

C: Στις αρχικές του παρατηρήσεις ο Σπένσερ αναφέρθηκε στην «δοξολόγηση του συντελεσμένου γεγονότος». Η Αριστερά εξοικειώθηκε με το να αποκαλεί την ήττα νίκη. Πράγματι, αυτή ήταν η πρακτική της για πολύ καιρό. Σήμερα, υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία αφοσιωμένη σε αυτό. Ολόκληρα τυπογραφεία έχουν αφιερωθεί στην μεταμφίεση της άθλιας πραγματικότητας. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί και κάτι άλλο που ανέφερε ο Ρίτσαρντ. Η ίδια η ιδέα ότι ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται συνιστά την εξοικείωση με την ήττα. Οι άνθρωποι θα αγωνίζονται πάντα ενάντια στην καταπίεση, πάντα θα αντιστέκονται, αλλά το πραγματικό ερώτημα αφορά στο κατά πόσο κάνουν κάτι που να έχει την οποιαδήποτε προοπτική μιας ριζικής αλλαγής των συνθηκών. Εφόσον υποτίθεται ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, καταλήγουμε να κοιτάζουμε εκεί όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται, εκεί όπου διεκδικούν την αξιοπρέπειά τους παρά τις φρικτές συνθήκες και να λέμε ότι «τούτο είναι πέραν της δεξιάς και της αριστεράς».

Ερ: Θεωρώ ότι η τόσο επιπόλαιη απόρριψη του Μαοϊσμού πραγματικά στέκεται εμπόδιο στην δυνατότητά μας να συνοψίσουμε το πρώτο στάδιο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Υπάρχει σήμερα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ένας μεγάλος διάλογος που αφορά στη φύση των θεωρητικών καινοτομιών του Μάο, στο τι είναι ο σοσιαλισμός και στις αντιφάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι κινέζοι εντός σοσιαλισμού. Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση δεν ήταν ένα μεγάλο, δημοκρατικό κίνημα ενάντια στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας ή της δικτατορίας του κόμματος. Ασχολήθηκε μάλλον στην πραγματικότητα με τις βαθύτερες υποκείμενες αντιφάσεις του σοσιαλισμού. Σ’ αυτήν οι κινέζοι κομμουνιστές αντιμετώπισαν το γεγονός ότι, ενόσω έβγαιναν από τον καπιταλισμό, δεν είχαν ακόμη φτάσει στον κομμουνισμό σε παγκόσμια κλίμακα και, ως εκ τούτου, η αστική τάξη συνέχιζε να αναπαράγει τον εαυτό της. Υποθέτω, λοιπόν, πως θα ήθελα να μιλήσουμε γι’ αυτό, καθώς όντως οφείλουμε να δούμε επιστημονικά την εμπειρία της Κινεζικής Επανάστασης. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να προχωρήσουμε παρακάτω. Ήταν στην πραγματικότητα βαθειά απελευθερωτική, παρά την ύπαρξη των πολύ πραγματικών, δευτερευόντων μειονεκτημάτων της. Προτείνω, λοιπόν, να συζητήσουμε επ’ αυτού, καθώς πραγματικά θεωρώ ότι υπάρχει ένα κομμάτι του Μαρξισμού που ήδη ασχολήθηκε με αυτό και προχώρησε μπροστά.

R: Υπάρχουν, νομίζω, δύο τρόποι με τους οποίους ο μαοϊσμός αποτελεί πρόβλημα. Ο ένας είναι ο υπαρκτός μαοϊσμός στην Κίνα, και το πρώτο πράγμα που μπορούμε να πούμε επ’ αυτού είναι πως ο μαοϊσμός είναι μια εκδοχή σταλινισμού. Όντως, ο Μάο άσκησε κριτική στην αποσταλινοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης. Εν τούτοις, αφήνοντας αυτό κατά μέρος, το πραγματικό πρόβλημα του μαοϊσμού, το οποίο και θέλω να υπερτονίσω, δεν είναι ο υπαρκτός σταλινισμός στην Κίνα, ήτοι το δικτατορικό γραφειοκρατικό καθεστώς, αλλά η επίδραση του μαοϊσμού στην δυτική Αριστερά των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Στην πάροδο αυτών των ετών, ο τρόπος λειτουργιάς του συνίστατο στην εύρεση τρόπων αποφυγής της τροτσκιστικής κριτικής στον σταλινισμό. Τώρα, οι ποικίλες τροτσκιστικές ομάδες όλες είχαν τα δικά τους προβλήματά, κάποιες περισσότερο σοβαρά από άλλες. Αλλά αυτό στο οποίο θα ήθελα να δώσω έμφαση σε αυτό το σημείο, είναι ότι απλά δεν υπάρχουν θεωρητικές καινοτομίες του Μάο. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο κομμάτι του μεταμοντερνισμού έχει τις ρίζες του στον Μαοϊσμό.

Κ: Μπορώ να μιλήσω για την υπόθεση του Πακιστάν κατά το έτος του 1968 και για τον ρόλο που έπαιξε το μαοϊκό καθεστώς στην καταπίεση και την συντριβή της Αριστεράς στο Πακιστάν σε εκείνη τη χρονική συγκυρία, εξοπλίζοντας τον πακιστανικό στρατό προκειμένου να συντρίψει το εργατικό κίνημα.

C: Η Atiya αναφέρεται στην υποστήριξη που έλαβε το κράτος του Πακιστάν από την Κίνα προκειμένου να απομονώσει και στη συνέχεια να αφανίσει την Αριστερά στο Πακιστάν. Τούτο, ήταν με ορισμένους τρόπους μια επανάληψη της ιστορίας του σταλινισμού κατά την δεκαετία του 1930. Ωστόσο, αντί να διαμονοποιούμε τον σταλινισμό ή τον μαοϊσμό, η επισήμανσή μας είναι η παραίνεση να δούμε τι πραγματικά ήταν, να παρατηρήσουμε το πώς εξειδικεύθηκε στην εξοικείωσή του με την ήττα. Με άλλα λόγια, η ήττα της επανάστασης που ξεκίνησε το 1917 οδήγησε απευθείας στην σταλινοποίηση τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, για να μην αναφέρουμε την ήττα του 1927 στην Κίνα και ούτω καθεξής. Υπάρχει μια ιστορία από ήττες για τις οποίες μπορεί να μιλήσει κανείς και να τις εντοπίσει διαμέσου της ιστορίας των κυρίαρχων μορφών κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο. Τώρα, ο τροτσκισμός λειτούργησε ως αντιτιθέμενη φωνή και ανάμνηση του 1917, αλλά σήμερα αυτός ο ίδιος είναι προφανώς ανεπαρκής σε ό,τι αφορά το σχέδιο της προώθησης μίας χειραφετητικής πολιτικής. Έχει προ πολλού πάψει να συνιστά μια πραγματική εναλλακτική. Σε ό,τι αφορά την Πολιτιστική Επανάσταση, οι άνθρωποι πρόβαλλαν σε αυτήν όλων των ειδών τις φαντασιώσεις κατά την δεκαετία του 1960. Αλλά, επί της ουσίας, η «Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση» είναι απλώς μια ονομασία που έδωσε η κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία στην διαδικασία της «δικής της» επανάστασης η οποία παρέπαιε. Αποκάλεσε το χάος «επανάσταση». Υπάρχει κοινωνικό χάος και μπορεί να πει κανείς «μα πρόκειται για την Πολιτιστική Επανάσταση» σωστά; Αυτό είναι που συνέβη. Όσο για το ίδιο το χάος, αυτό ήταν βάναυσο. Αν δούμε αυτό που όντως συνέβη, θα διαπιστώναμε ότι ο Μάο στην ουσία εξήλθε του κοινωνικού χάους με τον τρόπο που το επιχείρησε ο Στάλιν και οι μπολσεβίκοι μέσω του πρώτου πενταετούς σχεδίου και της βίαιης κολεκτιβοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης.

Κ: Θα μπορούσε, επίσης, να καταδείξει κανείς την μορφή που πήρε ο μαοϊσμός στην Καμπότζη…

Ερ: Ωστόσο αυτή είναι μια επιπόλαιη αναλογία.

C: Δεν νομίζω ότι είναι. Όταν μια κοινωνία καταρρέει και ο λαός οδηγείται στην παράνοια, μπορείς να πεις, αν προτιμάς, ότι πρόκειται για επανάσταση. Η Δεξιά είναι στην ουσία η προσαρμογή στις επικρατούσες συνθήκες. Τούτο είναι που την ορίζει ως πολιτική. Υπό αυτήν την έννοια, οι Κινέζοι σταλινιστές ήταν η Δεξιά.

Ερ: Άρα, λοιπόν, αυτό είναι το πιο αισιόδοξο πάνελ εδώ στο Αριστερό Φόρουμ;

C: Ναι, γιατί είμαστε οι μόνοι που δεν πρόκειται να πούμε ψέματα.

R: Μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα λίγο πιο συγκεκριμένα; Προφανώς, υπάρχουν καταστάσεις όπου η Αριστερά ηττήθηκε απλώς λόγω ανωτέρας βίας. Υπάρχουν στρατιωτικές ήττες. Η ορθή θεωρητική κατανόηση δεν μπορεί να διασφαλίσει τη νίκη. Και ασφαλώς, υπάρχουν όψεις της ήττας της Αριστεράς, ειδικότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, που εγώ θα τις θεωρούσα τραγικές. Εξ ου, η διάκριση μεταξύ τραγωδίας και φάρσας. Ωστόσο, η εξιστόρηση της δύναμης της Δεξιάς και της ανθεκτικότητας του καπιταλισμού χρησιμοποιείται συνήθως για τους λάθος λόγους. Επί παραδείγματι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συχνά θα άκουγε κανείς την ιστορία του πώς η Αριστερά της δεκαετίας του 1960 καταστάλθηκε από την COINTELPRO και ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει Αριστερά σήμερα. Η Αριστερά στη Γερμανία δολοφονήθηκε από τον Χίτλερ, αλλά η κατάρρευση της Αριστεράς στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 δεν οφειλόταν στην πραγματικότητα στην κρατική καταστολή. Υπήρξε κρατική καταστολή και άνθρωποι δολοφονήθηκαν – δεν αρνούμαι την ύπαρξη της κρατικής καταστολής— αλλά τα κύρια προβλήματα ήταν ιδεολογικά. Αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι, για παράδειγμα, όταν κατέρρευσε η οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Αριστερά δεν διογκώθηκε καθόλου. Αντίθετα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 συρρικνώθηκε και συνέχισε να συρρικνώνεται στην δεκαετία του 1980 έως σήμερα, φτάνοντας σε ένα σημείο όπου δεν έχει μείνει τίποτα πια. Έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες αυξανόμενου συντηρητισμού σε αυτή τη χώρα. Τούτο, δεν μπορεί να το εξηγήσει κανείς με μια απλή αναφορά στις δολοπλοκίες της CIA και του FBI. Οφείλεις να πεις, εάν είσαι ειλικρινής, ότι η Αριστερά απέτυχε να δρομολογήσει την υπόθεσή της με τρόπους που να είναι κατανοήσιμοι ή που θα μπορούσαν να έχουν απήχηση. Υπό μία κρίσιμη έννοια, η Αριστερά απέτυχε να κατανοήσει την ιστορική πραγματικότητα.

Στην δεκαετία του 1990, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς γνήσιους, παλαιούς αριστερούς, ανθρώπους που υπήρξαν ριζοσπάστες κομμουνιστές –οι περισσότεροι από αυτούς Τροτσκιστές στην πραγματικότητα– κατά την δεκαετία του 1930. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το πόσο πιο φυσιολογικοί ήταν σε σύγκριση με τους ριζοσπάστες της γενιάς μου. Ήταν το είδος ανθρώπου με το οποίο θα μπορούσα να κάνω παρέα. Ήταν άνθρωποι απλοί, που βγάζαν το ψωμί τους όπως καθένας στην εργατική τάξη. Δεν αισθανόσουν ότι ο ριζοσπαστισμός τους ήταν κάποιο είδος υποκουλτούρας. Δεν ήταν μια υποκουλτούρα, ούτε ήταν ένα σύμπτωμα ψυχολογικό. Στις μέρες μας συχνά συναντώ ανθρώπους, καλούς ανθρώπους, αλλά νομίζω ότι είναι ριζοσπάστες επειδή δεν έχουν τι άλλο να κάνουν [Γέλια]. Προσπαθώ απλώς να είμαι ειλικρινής, δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία ριζοσπαστισμού: για την ακρίβεια, ελπίζω αυτό να μην ισχύει και για μένα [Γέλια].

Ερ: Μου φαίνεται πως έχετε έναν πολύ σαφή ορισμό ως προς το τι είναι η ήττα, αλλά ότι θεμελιακά αποφεύγετε να προσδιορίσετε τι θα συνιστούσε νίκη. Θα ισχυριζόμουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή αναγνωρίζετε τα προβλήματα ως ιδεολογικά και, ως εκ τούτου, περιορίζεστε στον διαχωρισμό θεωρίας και πράξης, εκτοπίζοντας τα οικονομικά και υλικά προβλήματα. Είναι σαν να θεωρείτε ότι η πολιτική δεν είναι υλικό πρόβλημα, ωσάν ο πόλεμος και οι παρακρατικές επιχειρήσεις και τα λοιπά να μην συμπεριλαμβάνουν υλική.

Το να πει κανείς ότι το προχώρημα πέρα από της δεξιά και την αριστερά είναι ουσιαστικά ισχυρισμός της δεξιάς, είναι στο βαθιά αδαές. Θα μπορούσα να σας παραπέμψω σε ένα βιβλίο με τίτλο Breaking with the Enlightenment όπου ο συγγραφέας Rajani Kanth ισχυρίζεται ότι μεταξύ της Αριστεράς και της δεξιάς υφίσταται μια κοινότητα σε πολλά επίπεδα, ενώ πολλά ριζοσπαστικά κινήματα, όπως αυτό των καλλιεργητών κακάο, εκφράζουν προ-νεωτερικές ιδεολογίες. Η σχέση τους με τη φύση και το οικολογικό τους δεν είναι ούτε «αριστερά» ούτε «πράσινα». Για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, το Μπουτάν, που αποτελεί βασίλειο και μοναρχία, έχει ένα εγχειρίδιο που λέγεται «Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία» με το οποίο επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν ριζικά το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος ενός κράτους.

L: Το ζήτημα της ιστορίας της Αριστεράς είναι ότι η κατανόηση της ήττας διαυγάζει αυτό που θα σήμαινε η νίκη. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ήττα μόνο υπό το φως της δυνατότητας. Δεν πρόκειται για μια ήττα υπό την έννοια της ύπαρξης δεδομένων κριτηρίων γι’ αυτήν. Μάλλον, πρόκειται για ήττα μόνο υπό το φως των παραγόμενων από τον καπιταλισμό δυνατοτήτων. Μία από αυτές τις δυνατότητες είναι η αναίρεση της σπάνης και η ριζική υπέρβαση του «οικονομικού». Αυτό είναι που βρίσκεται στην καρδιά του πολιτικού και διανοητικού προτάγματος του Μαρξ, ότι, δηλαδή, ο καπιταλισμός είναι το κύριο όριο τόσο της παραγωγικότητας όσο και της βιωσιμότητας. Ασφαλώς, ο καπιταλισμός απελευθερώνει την δυνατότητα αναίρεσης της σπάνης αλλά, εν τέλει, περιορίζει την εν λόγω δυνατότητα. Η οργανωμένη από τους εργάτες παραγωγή θα μπορούσε ακριβώς να αποτελεί μια περισσότερο ικανοποιητική και παραγωγική μορφή εργασίας, όπου η ικανότητα για ανθρώπινη γνώση θα τιθασευόταν, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ριζικά ο μόχθος ενόσω θα αυξανόταν η παραγωγικότητα.

C: Θέλω να υπεισέλθω στο ζήτημα του βαθμού που οι προ-νεωτερικές πολιτιστικές μορφές συνεχίζουν να υφίστανται υπό τον καπιταλισμό. Συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο με την χειρότερη έννοια. Η αναίρεση του κεφαλαίου θα επέτρεπε το ξεκλείδωμα του παρελθόντος με έναν τρόπο διαφορετικό. Αυτό που απομένει από τις μη καπιταλιστικές, προ-καπιταλιστικές μορφές ζωής (ακόμα και αν αποτελούν μόνο μετα-εικόνες και υπολείμματα), θα αποκτούσε μια εντελώς διαφορετική ποιότητα στο μέλλον. Θα έπαυαν να εμφανίζονται, όπως συμβαίνει τώρα, ως κάποιο είδος εξωτερικού χώρου αντίστασης στον καπιταλισμό. Η αναίρεση του καπιταλισμού θα επέτρεπε στα καλύτερα χαρακτηριστικά των μη καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών που επέζησαν μέσα στην ιστορία να βρουν μια νέα περίοπτη θέση, τέτοια που υπολείπεται στις παρούσες συνθήκες. Αυτό δεν πρέπει να παραλειφθεί. |P

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English]  [Deutsch]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

1917

Chris Cutrone

Στην θέση της παλαιάς αστικής κοινωνίας, των τάξεων και του μεταξύ τους ανταγωνισμού, εμείς θα έχουμε μια ένωση στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα αποτελεί τον όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.
-Φρίντριχ Ένγκελς και Καρλ Μαρξ, Κομμουνιστικό Μανιφέστο[1848]

Ο Χέγκελ συσχετίζει την ελευθερία του ενός προς την ελευθερία όλων ως κάτι ίσης αξίας. Κάνοντας όμως αυτό, θεωρεί την ελευθερία του ατόμου μόνο υπό τους όρους της ελευθερίας του όλου, διαμέσου της οποίας η πρώτη πραγματώνεται. Ο Μαρξ, αντίθετα, καθιστά την ελεύθερη ανάπτυξη του ενός την προϋπόθεση για τη σύστοιχη ελευθερία όλων.
-Καρλ Κορς, Εισαγωγή στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα [1922].

Το έτος 1917 είναι η πιο αινιγματική και, ως εκ τούτου, η πιο αμφιλεγόμενη χρονολογία στην ιστορία της Αριστεράς. Συνεπώς, αποτελεί κατά τρόπο αναγκαίο το σημείο εστίασης του Πλατύποδα για τη φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς, ο οποίος επιδιώκει να συλλάβει τα προβλήματα του παρόντος ως προβλήματα που έχουν ήδη εκδηλωθεί στο παρελθόν, αλλά ακόμη δεν έχουν ξεπεραστεί. Μέχρις ότου αποκτήσουμε ιστορική αίσθηση των προβλημάτων που συνδέονται με τα γεγονότα και τους αυτοσύνειδους δρώντες του 1917, θα είμαστε στοιχειωμένοι από το κληροδότημά τους. Επομένως, είτε έχουμε επίγνωση αυτού είτε όχι, είμαστε επιφορτισμένοι να αναμετρηθούμε με το 1917, έτος σημαδεμένο από την πιο βαθειά απόπειρα αλλαγής του κόσμου που συντελέστηκε ποτέ.

Τα δύο πιο σημαντικά ονόματα που συνδέθηκαν με την επανάσταση που ξέσπασε το 1917 στη Ρωσία και το 1918 στη Γερμανία είναι των ριζοσπαστών μαρξιστών της Δευτέρας Διεθνούς, Βλάντιμιρ Λένιν και Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθένας από τους οποίους έπαιξε μοιραίο ρόλο σε τούτη την επαναστατική στιγμή. Δυο μαρξιστές κριτικοί θεωρητικοί που επεδίωξαν να ακολουθήσουν την Λούξεμπουργκ και τον Λένιν στην προώθηση της ιστορικής συνείδησης και της φιλοσοφικής επίγνωσης των προβλημάτων των επαναστατικών πολιτικών, στην αυγή του 1917, είναι ο Λούκατς και ο Κορς.

Ενώ ούτε ο Λένιν ούτε η Λούξεμπουργκ επέζησαν της επαναστατικής περιόδου που άρχισε το 1917, ο Λούκατς και ο Κορς εν τέλει αποκήρυξαν και αποστασιοποιήθηκαν από τα έργα τους, αμφότερα δημοσιευμένα το 1923, στα οποία έργα επιχείρησαν να αναπτύξουν διεξοδικά μια μαρξιστική κριτική θεωρία της επαναστατικής προλεταριακής σοσιαλιστικής πολιτικής των Λένιν και Λούξεμπουργκ. Ο Λούκατς προσάρμοσε την οπτική του στις κυρίαρχες συνθήκες του σταλινισμού στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ο Κορς έγινε κριτικός του «μαρξιστικού-λενινιστικού» μπολσεβικισμού, καθώς επίσης και ένας σημαντικός θεωρητικός της πολιτικής του «αριστερού» ή «συμβουλιακού κομμουνισμού». Εν τω μεταξύ, η Λούξεμπουργκ παρουσιαζόταν πλέον ως αντιτιθέμενη στον Λένιν, κάτι που συνέχιζε με παρόμοιο τρόπο τον εκφυλισμό και κατακερματισμό της επαναστατικής συνείδησης που διαμόρφωσε την επανάσταση του 1917.

Οι μορφές που έλαβε ο εν λόγω κατακερματισμός συμπεριέλαβαν την αντιπαράταξη των αρχών του φιλελευθερισμού έναντι εκείνων του σοσιαλισμού ή της ελευθεριακότητας έναντι της εξουσιαστικότητας. Ο Λένιν και ο Λούκατς έγιναν εμβλήματα του εξουσιαστικού σοσιαλισμού, ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Κορς συνδέθηκαν με πιο ελευθεριακά, αν όχι φιλελεύθερα, ενδιαφέροντα.

Ωστόσο, αυτό που παραμένει θαμμένο κάτω από την τόση παρανόηση της διαμφισβητήσιμης κληρονομιάς του 1917 είναι η επί της ουσίας συμφωνία και σύμπραξη, στην επαναστατική μαρξιστική πολιτική εκείνης της στιγμής, μεταξύ όλων αυτών των προσώπων. Πίσω από το γεγονός της στενής συνεργασίας και της πολιτικής ενότητας στο επίπεδο της πράξης της Λούξεμπουργκ με τον Λένιν, έγκειται η εγγενής σχέση του φιλελευθερισμού με τον σοσιαλισμό, και της χειραφέτησης με την αναγκαιότητα. Αντί να συσχετίζουμε τον Λένιν με την επαναστατική αναγκαιότητα και την Λούξεμπουργκ με την επιθυμητή χειραφέτηση με τρόπο τόσο μονομερή, πρέπει να συλλάβουμε πώς η αναγκαιότητα, η δυνατότητα και η επιθυμητότητα συσχετίζονταν και για τους δύο με τρόπους που, όχι μόνο επέτρεπαν, αλλά όντως κινητοποιούσαν την κοινή τους σκέψη και δράση, κατά την επανάσταση που ξεκίνησε το 1917.

Τόσο ο Λένιν όσο και η Λούξεμπουργκ, επεδίωξαν να αρθρώσουν και να εκπληρώσουν τα ενδιαφέροντα του φιλελευθερισμού μέσω του σοσιαλισμού – για παράδειγμα, η (δικαιολογημένη) υποστήριξη του Λένιν στον αυτοπροσδιορισμό ενάντια στην εθνική καταπίεση.

Ο Λούκατς και ο Κορς ήταν ανάμεσα στους πρώτους, και παραμένουν οι καλύτεροι, που εξέτασαν ενδελεχώς τις θεωρητικές συνεπαγωγές της κοινλης πολιτικής της Λούξεμπουργκ και του Λένιν, στα έργα τους Ιστορία και Ταξική Συνείδηση και Μαρξισμός και Φιλοσοφία αντίστοιχα. Αμφότεροι προσέγγισαν αυτό που οι ίδιοι θεώρησαν ως την πρακτική και θεωρητική καινοτομία του μαρξιστικού κομμουνισμού της Γ’ Διεθνούς των Λούξεμπουργκ και Λένιν, επιστρέφοντας στις «εγελιανές» ρίζες του μαρξισμού, αναστοχαζόμενοι την «ιδεαλιστική» του διάσταση, εν αντιθέσει με μία «υλιστική» αντικειμενιστική μεταφυσική, όπως αυτή για παράδειγμα που βρίσκεται πίσω από τον «οικονομισμό».

Αυτό εμπεριείχε για τον Λούκατς και τον Κορς, μια διερεύνηση της απόσχισης του Λένιν και της Λούξεμπουργκ από τον αντικειμενιστικό «χυδαίο Μαρξισμό» της πολιτικής και θεωρίας της Β’ Διεθνούς, του οποίου παράδειγμα αποτελούσε ο Καρλ Κάουτσκι. Ο όρος του Λούκατς για έναν τέτοιο αντικειμενισμό ήταν αυτός της «πραγμοποίησης»· ο Κορς τον αντιμετώπισε διαμέσου της προσέγγισης του Μαρξ στο φιλοσοφικό πρόβλημα «θεωρίας και πράξης» οι οποίες, ισχυρίστηκε, «διαχωρίστηκαν» κατά την περίοδο της Β’ Διεθνούς, «ο ομφάλιος λώρος τους έσπασε», τη στιγμή που ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ προσπαθούσαν να τις επαναφέρουν στην παραγωγική τους ένταση, προάγοντας την σχέση τους μέσω του επαναστατικού Μαρξισμού τους.

Ειρωνικά, μολονότι ο τίτλος του έργου του Λούκατς είναι Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, τούτο ενδιαφερόταν περισσότερο για μια «φιλοσοφική» έκθεση και για μια έρευνα των κατηγοριών που αφορούν στο πρόβλημα της «πραγμοποίησης» και της εμπορευματικής μορφής ως κοινωνικά μεσολαβούσας, ακολουθώντας τη μέθοδο του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Την ίδια στιγμή, ο Κορς στο «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» ασχολήθηκε, στην πραγματικότητα, με τις ιστορικές εναλλαγές του προβλήματος της θεωρίας και της πράξης στην ζωή των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και στην ακόλουθη ιστορία του Μαρξισμού της Β’ Διεθνούς. Και στις δύο περιπτώσεις, υπήρξε μια προσπάθεια να συλληφθεί το ζήτημα της υποκειμενικότητας ή η «υποκειμενική» διάσταση του Μαρξισμού.

Αλλά, ήταν αυτή η εστίαση στην υποκειμενικότητα από την οποία ο Λούκατς και ο Κορς αποκόπηκαν στην μετέπειτα εξέλιξή τους: ο Λούκατς αποκήρυξε εκείνο που υποτιμητικά αποκαλούσε απόπειρά του να γίνει «εγελιανότερος του Εγέλου» (out-Hegel Hegel) συνθηκολογώντας έτσι με τον σταλινικό «διαλεκτικό υλισμό», ενώ επιχείρησε (αργότερα) να θεμελιώσει μια «μαρξιστική οντολογία». Ο Κορς, από την άλλη, αποστασιοποιήθηκε από αυτό που κατέληξε να αποκαλεί υποτιμητικά «μεταφυσικές» προϋποθέσεις του Μαρξισμού – ακόμη και, ή μάλλον, ειδικά αυτές που εφαρμόστηκαν από τον Λένιν, παρόλο που, αν και σε μικρότερο βαθμό, εφαρμόστηκαν τόσο από την Λούξεμπουργκ όσο και από τον ίδιο τον Μαρξ – εξωθούμενος εν τέλει σε ένα κάλεσμα για «ξεπέρασμα του Μαρξισμού».

Σε αυτή την συμπληρωματική, αν και αποκλίνουσα τροχιά, ο Λούκατς και ο Κορς εξέφρασαν, καθένας με τον τρόπο του, την επιστροφή του «χυδαίου» μαρξισμού, τον οποίο είχαν αρχικά επιχειρήσει να παραγκωνίσουν μέσω της θεωρητικής αφομοίωσης του 1917 – μια επιστροφή που σημαδεύτηκε από τη σταλινοποίηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920. Για παράδειγμα, ο Αντόρνο περίμενε με ενθουσιασμό τη συνάντησή του με τον Λούκατς στη Βιέννη το 1925, μόνο και μόνο για να του προκαλέσει αποστροφή η, εκ μέρους του Λούκατς, αποκήρυξη των έργων που είχαν εμπνεύσει τόσο έντονα τον Αντόρνο και τους συναδέλφους του στη Σχολή της Φρανκφούρτης, όπως τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Μαξ Χορκχάιμερ. Ο Κορς που, όπως και ο Λούκατς, είχε συνδεθεί με τη Σχολή της Φρανκφούρτης από την έναρξή της, κατέληξε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 να περιφρονεί τους κριτικούς θεωρητικούς της Φρανκφούρτης ως «μεταφυσικούς μαρξιστές», ενώ κατά τη δεκαετία του 1960 ο Λούκατς έγραψε περιφρονητικά γι’ αυτούς ότι εγκαταστάθηκαν στο «Μεγάλο Ξενοδοχείο της Αβύσσου», λοιδορώντας τους απερίφραστα ως ακολουθητές του πρώιμου έργου του. Σε τέτοιου είδους αποδοκιμασίες μπορούν να βρεθούν ενδείξεις για την απώθηση των προβλημάτων που ο Λούκατς και ο Κορς επεδίωξαν να αντιμετωπίσουν αναπτύσσοντας διεξοδικά την μαρξιστική θεωρία μέσω της επαναστατικής σκέψης και δράσης του Λένιν και της Λούξεμπουργκ κατά την περίοδο 1917-1919.

Με παρόμοιο τρόπο στην μεταγενέστερη ιστορία, η σχέση μεταξύ «μέσων» και «σκοπών» για τους ριζοσπάστες μαρξιστές Λένιν και Λούξεμπουργκ τη στιγμή του 1917 συσκοτίστηκε, με τον Λένιν να περιγράφεται ως καρικατούρα που πίστευε, κατά έναν Μακιαβελικό τρόπο, ότι «οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα», ή ως παράδειγμα «επαναστατικής βούλησης». Η Λούξεμπουργκ περιγράφηκε εξίσου ως καρικατούρα, σαν υποστηρίκτρια κανοναρχούμενων χειραφετητικών μέσων που επαινεί τις αρετές της πρακτικής ήττας, φαινομενικά χαρούμενη που παρέμεινε η Κασσάνδρα της επανάστασης. Βιογραφικά, τούτο εναρμονίζεται χονδροειδώς με την εικόνα του δονκιχωτικού μαρτυρίου της Λούξεμπουργκ κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το 1919, και με την ασθένεια του Λένιν και την επακόλουθη απομάκρυνσή του από την πολιτική εξουσία στο τέλος της ζωής του, καταδικασμένος να παρακολουθεί ανήμπορος την ανάδυση του σταλινικού απολυταρχισμού, στον οποίο υποτίθεται οδήγησαν η δική του πολιτική αδιαλλαξία και το κυνήγι των επαναστατικών σκοπών.

Σε κάθε περίπτωση, αντί να χρησιμεύσουν ως κίνητρα για μια αποφασιστική έρευνα της σκέψης και δράσης αυτών των επαναστατών μαρξιστών στο επίπεδο της βάσης της αυτοκατανόησης και της πολιτικής τους κρίσης – πρότυπα από τα οποία ίσως μπορέσουμε να διδαχθούμε, να αναπτύξουμε και να επεξεργαστούμε περαιτέρω – αυτοί θεωρήθηκαν αφηρημένα μόνο ως εμβλήματα αντιτιθέμενων αρχών (για παράδειγμα, σχετικά με το πρόβλημα περί της Συντακτικής Συνέλευσης, διαφοροποιήθηκαν μόνο στο επίπεδο της τακτικής και όχι των αρχών). Ως εκ τούτου, τα κείμενα και οι πράξεις του Λένιν διερευνήθηκαν εξονυχιστικά για οποιοδήποτε υπαινιγμό εξουσιαστικής απανθρωπιάς, και της Λούξεμπουργκ για οτιδήποτε θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης, περισσότερο ανθρώπινης, συμπόνιας. Την ίδια στιγμή, η αποτυχία της πολιτικής και των δύο φυσικοποιήθηκε: συμφωνήθηκε σιωπηρά ότι αυτό στο οποίο απέβλεπαν τόσο ο Λένιν όσο και η Λούξεμπουργκ, ήταν στην πραγματικότητα αδύνατον να επιτευχθεί – είτε στην εποχή τους είτε στη δική μας.

Με τα λόγια του Αντόρνο, από το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του «Αρνητική Διαλεκτική» στο οποίο γράφει για την κληρονομιά του Λένιν, της Λούξεμπουργκ, του Κορς και του Λούκατς, τούτος ο τρόπος προσέγγισης του 1917 και της σημασίας του κατέδειξε «εκδογματισμό και διανοητικά ταμπού».[1] Η σκέψη και δράση του Λένιν και της Λούξεμπουργκ προσεγγίζονται τώρα με δογματισμό και τόσο αυτοί όσο και οι κριτικοί-θεωρητικοί κληρονόμοι τους, ήτοι ο Λούκατς, ο Κορς, ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο, προσεγγίζονται μόνο με παντοδύναμα και ακλόνητα στη θέση τους διανοητικά ταμπού: ότι η επαναστατική στιγμή του 1917 ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και πως το πεπρωμένο της αναπαραστάθηκε τραγικά στο πρόσωπο του επαναστατικού μαρξισμού του καιρού της. Έτσι ο μαρξισμός τους θάφτηκε σε μια απόπειρα να αποκρουστεί η κατηγορία που μας κατατρύχει, ότι δεν ήταν αυτός που απέτυχε απέναντί μας, αλλά μάλλον ότι εμείς αποτύχαμε απέναντί του — αποτύχαμε να μάθουμε από αυτόν όσα θα μπορούσαμε. Αλλά όπως ο Λούκατς και ο Κορς στη μετέπειτα εξέλιξή τους, αφού έπεισαν τους εαυτούς τους για τα «λάθη των μεθόδων τους», έτσι κι εμείς δεν έχουμε αναγνωρίσει και κατανοήσει, αλλά μόνο εκλογικεύσει, την προβληματική κληρονομιά του 1917.

Το 1917 παραμένει ένα ερώτημα – και είναι το ίδιο αυτό ερώτημα που ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν στην θεωρία και την πράξη – είτε το θέτουμε ρητά στον εαυτό μας είτε όχι. Είναι το μεγάλο θέμα ταμπού, ακόμη κι αν αυτό το ταμπού μας επιβλήθηκε είτε από ένα βουνό συκοφαντιών, είτε από την εξύμνησή του από τη σταλινική – ή «τροτσκιστική» — «ακολουθία».

Για παράδειγμα, παραμένει ασαφές το κατά πόσο τα «σοβιέτ» ή τα «εργατικά συμβούλια» που άνθισαν στις επαναστάσεις του 1917-1919, θα μπορούσαν ποτέ να αποδειχθούν στην πράξη επαρκή κοινωνικοπολιτικά μέσα (για το ξεκίνημα της) αναίρεσης του καπιταλισμού. Ο Λούκατς της επαναστατικής περιόδου αναγνώριζε στη «Σκοπιά του προλεταριάτου», το τρίτο μέρος του δοκιμίου του για την «Πραγμοποίηση και τη συνείδηση του προλεταριάτου», τον εξής κίνδυνο:

«[Όπως είπε ο Χέγκελ] πριν ακριβώς από την ανάδυση του ποιοτικά νέου, η παλαιά τάξη πραγμάτων περισυλλέγει τον εαυτό της πίσω στην αυθεντική, στην καθαρά γενική της ουσία, εντός της απλής της ολότητας, υπερβαίνοντας και απορροφώντας πίσω στον εαυτό της όλες εκείνες τις περίοπτες διαφορές και ιδιαιτερότητες, τις οποίες είχε αναδείξει όσο ήταν ακόμη βιώσιμη… Την εποχή της κατάλυσης του καπιταλισμού, οι φετιχιστικές κατηγορίες καταρρέουν και καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στη «φυσική μορφή» που βρίσκεται στη βάση τους.»[2]

Ο Λούκατς αναγνώριζε ότι η «δημοκρατία των παραγωγών» των «εργατικών συμβουλίων» στην επαναστατική «δικτατορία του προλεταριάτου» σχετιζόταν εγγενώς, και πράγματι έτσι εκφράστηκε πολιτικά, με την εντατικοποίηση της «πραγμοποίησης» της εμπορευματικής μορφής. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως το εγχείρημα των μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκυ να δώσουν «όλη την εξουσία στα σοβιέτ» κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, αλλά και των Σπαρτακιστών της Λούξεμπουργκ στη γερμανική επανάσταση που ακολούθησε, είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να διδαχθούμε, παρά την αποτυχία του. Γιατί τούτη η επαναστατική στιγμή εγείρει όλα τα ερωτήματα, στο βαθύτερο επίπεδο, της προβληματικής σχέσης μεταξύ του καπιταλισμού και της δημοκρατίας που μας στοιχειώνουν ακόμη μέχρι σήμερα.

Ομοίως, ο Κορς αναγνώριζε ότι οι επαναστάσεις του 1917-1919 ήταν το αποτέλεσμα μιας «κρίσης του μαρξισμού», που είχε εκδηλωθεί προηγουμένως στη Β΄ Διεθνή, στη ρεφορμιστική «ρεβιζιονιστική» αντιπαράθεση, όπου η νεότερη γενιά ριζοσπαστών, δηλαδή η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν και ο Τρότσκι, είχε ακονίσει αρχικά τα δόντια της στις αρχές του αιώνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κορς το 1923, η «κρίση του μαρξισμού» παρέμεινε ανεπίλυτη. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί πως το ξεδίπλωμα του έτους 1917 αποτέλεσε την υψηλότερη έκφραση της «κρίσης του μαρξισμού», την οποία η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Τρότσκι –και μετά από αυτούς ο Κορς και ο Λούκατς – αναγνώρισαν ως την εκδήλωση της υψηλότερης έκφρασης της κρίσης του καπιταλισμού στην περίοδο του πολέμου, της επανάστασης, της αντεπανάστασης, του εμφυλίου αλλά και της αντίδρασης, που διαμόρφωσε το σκηνικό της ιστορίας του κατοπινού 20ου αιώνα. Εύλογα, ο κόσμος ποτέ δεν ξεπέρασε, ούτε καν ανέκαμψε, από την κρίση στις αρχές του 20ου αιώνα, παρά μόνο συνέχισε να αγωνίζεται με τα ακόμη ανεπίλυτα επακόλουθά του.

Υπό αυτήν την έννοια, το 1917 δεν ήταν, σε ό,τι αφορά την αυτοκατανόηση των στοχαστών και των δρώντων του, μια απόπειρα άλματος από τη σφαίρα της αναγκαιότητας, αλλά μάλλον ήταν η απόπειρα προαγωγής μιας αναγκαιότητας –της αναγκαιότητας για την κοινωνική επανάσταση και μετασχηματισμό – σε ένα υψηλότερο στάδιο, ανοίγοντας έτσι μια νέα σφαίρα δυνατότητας. Η αινιγματική σιωπή που περιβάλλει το ερώτημα του 1917 έχει καλυφθεί από το εκκωφαντικό βουητό της καταισχύνης, που σκοπό έχει να αποτρέψει το άκουσμά της. Τούτο παραμένει, όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν, ένα «ξυπνητήρι που κάθε λεπτό χτυπάει για εξήντα δευτερόλεπτα», είτε (επιλέγουμε να) το ακούμε είτε όχι.[3] Αλλά στο βαθμό που όσοι ήρθαν αργότερα έκαναν αυτό, η απώθηση του 1917 κατορθώθηκε μόνο με το κόστος μιας οπισθοδρόμησής που, όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν, αδιάκοπα καταβροχθίζει το παρελθόν και την ικανότητά μας να διδαχτούμε από αυτό, εκχωρώντας το νόημα της ιστορίας και των θυσιών της στους εχθρούς μας, και καθιστώντας τούτες τις θυσίες των αγώνων του παρελθόντος μάταιες.

Η αναγνώριση της φύσης των δυσκολιών του 1917, ότι τα προβλήματα που συναντούμε στην εν λόγω στιγμή περιλαμβάνουν την ουσία της πιθανής τους αποκάλυψης σε εμάς, ίσως να είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση του χαρακτήρα της, υφιστάμενης από τότε, οπισθοδρόμησης της Αριστεράς. Όπως μια βασανιστική ανάμνηση στη ζωή ενός ατόμου που προσκρούει στην συνείδησή του, έτσι και η ανάμνηση του 1917, που προβληματίζει τις σκέψεις μας για τις κοινωνικοπολιτικές δυνατότητες του παρόντος, ίσως μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε τα προβλήματα που ζητούμε να υπερβούμε· τα ίδια αυτά προβλήματα κατά των οποίων αγωνίστηκαν ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ. Ακόμη και αν πρόκειται για αποτυχία, η δική τους ήταν μια λαμπρή αποτυχία, από την οποία δεν έχουμε το περιθώριο να αποκληρώσουμε τους εαυτούς μας. |P


[1]. Theodor W. Adorno, Negative Dialectics, translated by E. B. Ashton (New York: Continuum, 2007), 143.
[2]. Georg Lukács, “Reification and the Consciousness of the Proletariat,” in History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics, translated by Rodney Livingstone (Cambridge, MA: MIT Press, 1971), 208.
[3]. Walter Benjamin, “Surrealism,” in Walter Benjamin: Selected Writings, vol. 2, 1927–1930, edited by Michael W. Jennings (Cambridge, MA: Harvard University Press), 218.