RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Greek Texts and Translations

Στο τεύχος 113 του περιοδικού Ουτοπία δημοσιεύτηκε ο παρακάτω διάλογος μεταξύ του Θοδωρή Βελισσάρη και του Πέτρου Πέτκα με αφορμή το βιβλίο του τελευταίου “Δικτατορία του προλεταριάτου και Εργατικά συμβούλια: Ασύμβατες έννοιες!”. Αναδημοσιεύουμε τον διάλογο κι ένα επιπλέον σχόλιο.

Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου, Θοδωρής Βελισσάρης

Θοδωρής Βελισσάρης- 8/12/2014

Το βιβλίο «“Δικτατορία του Προλεταριάτου” και “Εργατικά Συμβούλια”: Ασύμβατες έννοιες!» αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά στο πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης και της σχέσης, ιστορικά, της εργατικής τάξης με τις πολιτικές οργανώσεις και τη δημοκρατία εν γένει. Χρήσιμη γιατί, αφενός, αποτελεί ευσύνοπτη περίληψη των επιχειρημάτων μίας πλευράς, αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “αντιλενινιστική”. Αφετέρου, επειδή συζητά τα ζητήματα αυτά, όχι με ακαδημαϊκή πρόθεση, αλλά με στόχευση στην ανασυγκρότηση μίας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.

Η παραπάνω επισήμανση δεν σημαίνει ότι [ . . . ]

«ΝΙΚΗΦΟΡΑ» ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ…ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ!

Πέτρος Πέτκας- 24/5/2015

Στην δημοσιευόμενη, πιο πάνω, κριτική του Θοδωρή Βελισσάρη (στο εξής Θ.Β), όπως και στο βιβλίο μας, γίνονται συχνές αναφορές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους όπως στην Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Όσον αφορά, τουλάχιστον το βιβλίο μας, δεν πρόκειται για ιστορική μελέτη αλλά για μερικές σκέψεις που εδράζονται πάνω σε ιστορικά [ . . . ]

Δημοκρατία και ελευθερία: συνεχίζοντας τη συζήτηση

Θοδωρής Βελισσάρης

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πέτρο Πέτκα (Π.Π.) για την απάντησή του στη βιβλιοκριτική μου. Μερικές επισημάνσεις εκ μέρους μου:

α) Δυστυχώς δεν σχολιάστηκαν καθόλου τα βασικά σημεία της κριτικής μου, κι ας τους είχα δώσει ιδιαίτερη έμφαση, χρησιμοποιώντας με την πρόθεση αυτή ακόμα και [ . . . ]

12/5/2017- Νομική Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Σαράντα χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και την ανατροπή του συστήματος ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς, η Αριστερά εξακολουθεί να ρίχνει όλο το βάρος της στην αναχαίτιση ή την επιβράδυνση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού – της σύναψης διεθνών εμπορικών συμφωνιών, της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίου και εργασίας, καθώς και της λιτότητας. Μία σειρά φαινομένων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ, η Αραβική Άνοιξη, οι διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα λιτότητας, η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς και η ανάληψη της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας από τον Τζέρεμι Κόρμπιν δεν εμπόδισαν την τρέχουσα κρίση του νεοφιλελευθερισμού να βρει έκφραση στη Δεξιά, μέσω του Ούκιπ (UKIP), του Μπρέξιτ, της στροφής του Συντηρητικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας στην εργατική τάξη και της πρόσφατης εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Η παλιά νεοφιλελεύθερη σύμπνοια καταρρέει, η αλλαγή βρίσκεται προ των πυλών. Η περιβόητη φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «Δεν υπάρχει εναλλακτική» (ΤΙΝΑ) φαίνεται να διαψεύδεται από την ίδια την ανάγκη του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες προσφέρεται η δυνατότητα στην Αριστερά να επανεπεξεργαστεί τη συνολική της στρατηγική και να επαναδιατυπώσει το αίτημα για σοσιαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διερευνηθούν οι απελευθερωτικές δυνατότητες που ενδεχομένως ξεπηδούν από την τρέχουσα κρίση. Για να μπορέσει κάτι τέτοιο να συμβεί, πρέπει μάλλον να ξεκινήσουμε από το ακόλουθο ερώτημα: Σε τι συνίσταται η κρίση του νεοφιλελευθερισμού;

Τη δεκαετία του 1960 η Αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με μία σειρά από πολιτικοκοινωνικές κρίσεις σε μια περίοδο πλήρους απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης. Παίρνοντας αποστάσεις από την κυρίαρχη «σοσιαλιστική» πολιτική που είχε σε μεγάλο βαθμό συνδεθεί με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας στις βιομηχανοποιημένες καπιταλιστικές χώρες, ένα τμήμα της Αριστεράς αμφισβήτησε τις κυρίαρχες τάσεις του κεϋνσιανισμού και του φορντισμού, αντιτάσσοντας τη συλλογική οργάνωση στη βάση μιας διευρυμένης ατομικής και κοινωνικής ανεξαρτησίας από το κράτος. Ενάντια στις κεϋνσιανές οικονομικές διεκδικήσεις, ένα άλλο τμήμα της Αριστεράς υποστήριξε την προσπάθεια της Δεξιάς για ενσωμάτωση των μέχρι πρότινος καταπιεσμένων ομάδων και ταυτοτήτων στη διευθυντική τάξη του εταιρικού καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, όλες αυτές οι επιδιώξεις εκφράστηκαν πολιτικά από τη Δεξιά, η οποία, στο όνομα της «ελευθερίας», διαμόρφωσε και προώθησε το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού.
Από τη μία πλευρά, υπάρχουν ερμηνείες που περιγράφουν αυτήν τη φάση του καπιταλισμού ως μια συνέχεια του μεταπολεμικού φορντικού κράτους, π.χ. η σύλληψη του «ύστερου καπιταλισμού» από τον Ερνέστ Μαντέλ και η ιδέα του «μεταφορντισμού» από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ερμηνείες που αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό μέσα από την υπεράσπιση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και την επίθεση ενάντια στη λιτότητα και την παγκοσμιοποίηση. Το πρόβλημα που προκύπτει αφορά τόσο τη συνέχεια του ίδιου του καπιταλισμού στη φάση του νεοφιλελευθερισμού, όσο και τα πρακτικά καθήκοντα που τίθενται από κάθε πολιτική αξιολόγηση της κατάστασης.

Με ποιον τρόπο μπορεί η Αριστερά να εκμεταλλευτεί την προσπάθεια του καπιταλισμού να βγει από την κρίση και να αναχαιτίσει την ανασυγκρότησή του; Πώς επηρεάζεται η αντίδραση της Αριστεράς στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού από αυτήν τη διάκριση μεταξύ της υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας και της υπεράσπισης της ατομικής ελευθερίας; Γιατί η Αριστερά έχει πρόσφατα στηρίξει τις προσπάθειες για μια πολιτική διαχείριση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αντί να πιέσει για μια πολιτική αλλαγή; Πώς μπορεί η Αριστερά να παλέψει για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας με στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού και την επίτευξη του σοσιαλισμού, όταν η πολιτική έκφραση της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού έρχεται κατά βάση από τη Δεξιά, με τον Τραμπ νικητή στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου; 

Ομιλητές

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών

Σπύρος Μαρκέτος: Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Γιάννης Μηλιός: Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Ηρακλής Χριστοφορίδης: ΟΚΔΕ

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Σπύρος Μαρκέτος: Το θέμα μας σήμερα είναι ο νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά δηλαδή τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επέλαση.

Πρέπει να εστιάσουμε στα βασικά: να συνδέσουμε μια ουσιώδη κριτική του ιστορικού συστήματος του καπιταλισμού και του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση και της πολιτικής μας πράξης. Η σημερινή εποχή, εποχή κλυδωνισμών και ανακατατάξεων είναι ασύγκριτα πιο δύσκολή από τα τελευταία 60 μεταπολεμικά χρόνια. Η παραπάνω σύνδεση μπορεί να γίνει μόνο αν θέσουμε τους ενδιάμεσους κρίκους.

Ζούμε σε αυτό που ο Βαλλερστάιν ονομάζει τερματική κρίση του καπιταλισμού, όχι αναγκαστικά με αίσια έκβαση. Είναι μια στιγμή μετασχηματισμού ενός συστήματος με ιστορία 500 χρόνων, η οποία σηματοδοτεί την κατάρρευση του. Μπορεί να υπάρξει ένα σύστημα το οποίο δε θα στηρίζεται στις λειτουργίες και στις αρχές του καπιταλισμού αλλά θα συνδυάζει τα αρνητικά του καπιταλισμού με τα αρνητικά προηγούμενων συστημάτων. Σήμερα επιδιώκεται κάτι παρόμοιο από την άρχουσα τάξη.

Μπορούμε επίσης να περάσουμε σε κάτι πολύ πιο δημοκρατικό και εξισωτικό, τα όρια του οποίου είναι ακόμα ασαφή.

Από τη νεοφιλελεύθερη κρίση που ξεκινά τη δεκαετία του 1970 έως τη κρίση που ζούμε ήδη 10 χρόνια από το 2007 έχουμε τη συγκρότηση ταξικών και γεωπολιτικών στρατοπέδων, την αλλαγή των πόλων συσσώρευσης και των περιοχών της περιφέρειας, την αντικατάσταση ενός μονοπολικού από ένα πολυπολικού συστήματος και φυσικά την ωρίμανση και εξάπλωση σε μαζική κλίμακα της κριτικής της πατριαρχίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού.

Η Αριστερά πρέπει να ενώσει όλες αυτές τις επιμέρους κριτικές. Δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά σήμερα που να μην είναι αντικαπιταλιστική, αντιπατριαρχική, αντιρατσιστική και αντιιεραρχική. Επίσης είναι ανάγκη να γίνει μια εμπεριστατωμένη κριτική των ενδιάμεσων κρίκων που οδηγούν από τα μακροϊστορικά φαινόμενα όπως ο καπιταλισμός, η πατριαρχία, ο ρατσισμός στα επιμέρους επίπεδα με τα οποία αρθρώνεται σήμερα η καπιταλιστική ιεραρχία.

Στην Ελλάδα του 2017 είναι ανάγκη να γίνει κριτική στις ενδιάμεσες μορφές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που υφίσταται ο τωρινός μας κοινωνικός σχηματισμός. Δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά σήμερα χωρίς κριτική στην Ε.Ε. και στο ευρώ.

Σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα ταξικής συνεργασίας και συμβιβασμών που υπήρχε στις περιόδους άνθησης και επέκτασης του καπιταλισμού. Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ο ωμός υποβιβασμός της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας καθώς και διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης ή απαλλοτριωτικής συσσώρευσης εντός του καπιταλιστικού κέντρου και εντός της Ε.Ε. Ταυτόχρονα ο εθνικισμός που αναβιώνει σήμερα παράγεται από τις πολιτικές επιλογές της κυρίαρχης ελίτ η οποία κατασκευάζει τις εθνικές διακρίσεις ακριβώς για να συντηρήσει τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό.

Αυτό που υπάρχει σήμερα δεν είναι σοσιαλδημοκρατία ή σοσιαλφιλελευεθερισμός αλλά μία μορφή νεοφιλελεύθερης άκρας δεξιάς. Σε όλα τα επίπεδα εφαρμόζονται συντηρητικές ακροδεξιές πολιτικές μεταβίβασης πόρων και εξουσίας από τους πολλούς στους λίγους χωρίς να αφήνεται το ελάχιστο περιθώριο για ταξικούς συμβιβασμούς. Σήμερα δεν χωρά οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας της Αριστεράς με το ακροδεξιό μόρφωμα που ονομάζεται Σύριζα.

Γιάννης Μηλιός: Αυτό που χαρακτηρίζει το νεοφιλελευθερισμό σε σχέση με προηγούμενες μορφές καπιταλιστικής διακυβένρησης είναι τρία πράγματα:

Το πρώτο είναι η παγκοσμιοποίηση δηλαδή η θεσμική απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων. Το δεύτερο είναι η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και η τρίτη διάσταση είναι η λιτότητα, η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, η συγκράτηση των μισθών και η ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας.

Φαινόμενα όπως η εκλογή Τραμπ και το Brexit ως πολιτικές προστατευτισμού ανακινούν μία συζήτηση για την αμφισβήτηση και «κατάργηση» της παγκοσμιοποίησης.

Η διάσταση του προστατευτισμού δε συνιστά κρίση του νεοφιλελευθερισμού εφόσον οι δύο άλλες διαστάσεις που προανέφερα δηλαδή η λιτότητα και η χρηματοπιστικοποίηση παραμένουν οι βασικοί άξονες ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης.

Η λιτότητα είναι η απολύτως ορθή πολιτική για το κεφάλαιο, δεδομένης της συμπίεσης και μείωσης της κερδοφορίας. Η μείωση του κόστους είναι αυτό που επιδιώκεται βάσει των εξελίξεων αυτών.

Η βασική σύγκρουση είναι μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας σε κάθε χώρα. Αυτό εκφράστηκε και στο ελληνικό δημοψήφισμα όταν οι άνθρωποι του ΝΑΙ βγήκαν στο δρόμο υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντά τους.

Όσον αφορά τη χρηματοπιστικοποίηση πρέπει να πούμε ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα δε συνιστά καζίνο. Αντιθέτως αποτελεί σφαίρα ρύθμισης, καθοδήγησης, ελέγχου και επιτήρησης της καπιταλιστικής οικονομίας η οποία έχει αποκτήσει τεράστια ισχύ την εποχή του νεοφιλελευθερισμού.

Κάθε καπιταλιστική επιχείρηση αποτελεί έναν Ιανό, από τη μία έχει κάποιες εγκαταστάσεις και παράγει ένα προϊόν και από την άλλη έχει μετοχές και ομόλογα. Οι κάτοχοι ομολόγων και μετοχών είναι η χρηματοπιστωτική σφαίρα. Σε περιπτώσεις για παράδειγμα ελλιπούς χρηματοδότησης, η κρίση μπορεί να μεταβιβαστεί με συγκεκριμένα αποτελέσματα όπως ανάγκη απολύσεων και στους εργαζόμενους.

Ο Τραμπ και το Brexit δεν αμφισβήτησαν σε τίποτα την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Το έθνος είναι από τις πιο δομικές ιδεολογίες κυριαρχίας του κεφαλαίου και αναδίπλωση στο αμερικανικό έθνος που συνιστά το America first δε βγάζει την κατάσταση από τον κανόνα. Ιδίως στα ευρωπαϊκά έθνη, που αποτελούν έθνη αίματος, ο ρατσισμός είναι εγγενές στοιχείο του εθνικισμού.

Η σύγκρουση είναι σαφώς συνολική σήμερα. Ο οικονομικός αγώνας ενάντιας στο κεφάλαιο και οι πρωτοβουλίες ενάντιας στην κυριαρχία της αγοράς καθώς και ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό αποτελούν όψεις του αντικαπιταλιστικού αγώνα.

Ο αντικαπιταλιστικός αγώνας σίγουρα οδηγεί και σε αποφάσεις για τις διεθνείς αρθρώσεις και συνεργασίες μιας χώρας. Αν όμως βάζουμε τα πράγματα ανάποδα λέγοντας ότι θα λυθούν τα προβλήματα αν αλλάξουμε νόμισμα ή βγει η Ελλάδα ως Ελλάδα από την ευρωπαϊκή ένωση, χωρίς να αμφισβητηθεί το ελληνικό κεφάλαιο χάνουμε την ουσία. Δεν υπάρχει σύγκρουση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά σύγκρουση εργατικής τάξης και κεφαλαίου.

Όσον αφορά την Ελλάδα η κατεύθυνση του Σύριζα μετά τις εκλογές του 2012  προσανατολίστηκε σε ζητήματα που συγκάλυπταν την ταξική διαίρεση. Το σύνθημα αναδιανομή ως κυρίαρχο σύνθημα αντικαταστάθηκε από την παραγωγική ανασυγκρότηση, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αντικατέστησε κάθε άλλη πολιτική και τέλος το ζήτημα της λιτότητας αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα «λάθους» πολιτικής.

Η προοπτική ανασυγκρότησης της Αριστεράς δε μπορεί να γίνει στη βάση της ανάπτυξης αλλά ούτε στη βάση της δημοκρατίας, αλλά με συνείδηση ποια είναι η καπιταλιστική στρατηγική και με ποιο τρόπο μπορούμε να την αμφισβητήσουμε στην καθημερινότητα ή στο σύνολό της.

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος για το Μαρξ δεν είναι μονοδιάστατα μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που ξεπερνιέται με μειώσεις μισθών και αύξηση της εκμετάλλευσης, ούτε μονοδιάστατα μια κρίση υποκατανάλωσης που απαιτεί αύξηση της ζήτησης, ούτε μονοδιάστατα αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, ούτε τέλος η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι το ξεπέρασμα του καπιταλιστικής κρίσης δεν επιτυγχάνεται με εύκολες λύσεις.

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του ‘70 έχει κάποιες αιτίες: την οικονομική κρίση του 1973 που στην ουσία ξεκινάει πολύ νωρίτερα, την αποτυχία του Κεϋνσιανισμού να αντιμετωπίσει την κρίση καθώς και τη προδοτική στάση των δύο ρεφορμιστικών ρευμάτων στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων, θυμίζω τον ιστορικό συμβιβασμό του ιταλικού ΚΚ το 1979, αλλά και το σύνθημα του κομμουνιστικού κόμματος στην Ελλάδα «όχι στη μονόπλευρη λιτότητα».

Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίχθηκε σε δύο αρχές: την ελπίδα ότι η αγορά θα λύσει τα προβλήματα χωρίς το κράτος και την ολόπλευρη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Ο νεοφιλελευθερισμός σαν πολιτική φαινόταν ότι μπορεί να δώσει απάντηση στην κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι ήταν πιο αποτυχημένη και άθλια πολιτική ιδεολογία που η αστική τάξη αντιμετώπιζε την κρίση της. Η κυριαρχία της αγοράς σε τελευταία ανάλυση όχι απλά την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αλλά την κατάργηση των οποιωνδήποτε κρατικών ρυθμίσεων και παρέμβασης του αστικού κράτους σε μια περίοδο παρακμής του καπιταλιστικού συστήματος μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Η ολοκληρωτική ήττα του εργατικού κινήματος αποτελεί μια αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση. Ο νεοφιλελευθερισμός φτάνει όχι απλά να αυξάνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αλλά να καταστρέφει και την ίδια την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ότι ο ναζισμός.

Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού έχει οδηγήσει σε ανυπέρβλητες ανισορροπίες το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η διόγκωση και παρακμής της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας με ταυτόχρονη αποδιάρθρωση και αποδυνάμωση της βιομηχανικής παραγωγής είναι πρωτοφανής ακόμα και για περιόδους κρίσης του κεφαλαίου. Αυτό οδηγεί στην «υποβάθμιση» των ιμπεριαλιστικών χωρών και την «άνοδο» χωρών της περιφέρειας (BRICS). Οι ανακατατάξεις αυτές δημιουργούς συνθήκες όχι οικονομικού αλλά εμπόλεμου ανταγωνισμού.

Η διόγκωση των χρεών είναι επίσης μια κολοσσιαία ανισορροπία. Η κοινωνική και οικονομική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και μέσα στις καπιταλιστικές χώρες και τέλος η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελούν επίσης εμπόδια στην καπιταλιστική ανάπτυξη και στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Κοινωνικές επιπτώσεις όπως η φτώχια, η εκμετάλλευση, η επίθεση σε δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, η προλεταριοποίηση των μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της εργατικής τάξης οδηγούν σε πολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές όπως η κατάρρευση των αστικών κομμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω το φαινόμενο της Λεπέν. Η πολιτική της Λεπέν δεν μπορεί να υιοθετηθεί από το γαλλικό κεφάλαιο. Ο ναζισμός αποτελούσε λύση όχι μόνο γιατί ήταν μια επίθεση στην εργατική τάξη αλλά γιατί ταυτόχρονα αποτελούσε μία λύση επιβίωσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Μπορεί σήμερα η Λεπέν να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο; Ακόμα και να συντρίψει την εργατική τάξη τι θα κάνει για το γαλλικό κεφάλαιο;

Μέσα από το συγκεκριμένο αλλά και πολλά άλλα παραδείγματα φαίνεται ξεκάθαρα ότι το παλιό πεθαίνει αλλά το νέο ειδικά από το εργατικό κίνημα δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Η άνοδος του Τραμπ δεν οφείλεται απλά σε ρατσιστικές ιδέες αλλά εκφράζει μία κρίση της αστικής εξουσίας αλλά και την αμηχανία του εργατικού κινήματος.

Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος υπάρχει ταυτόχρονα με την κρίση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δε φανερώνει τεράστιες ευκαιρίες για το εργατική κίνημα και χρειάζεται μία ενεργή προσπάθεια των επαναστατικών οργανώσεων να δημιουργήσουν εκ νέου τις παραδόσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, να ενισχύσουν τις τάσεις αυτοοργάνωσης εντός της εργατικής τάξης, να δημιουργούν ρήξεις με συνδικαλιστικά ρεφορμιστικά κόμματα και να αναδεικνύουν τη λύση μέσα από τους αγώνες και όχι από κυβερνητικές προτάσεις.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Πρώτα θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα εξέγερσης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό που συνέβη το 1989 στο Καράκας στη Βενεζουέλα. Η Βενεζουέλα, μία χώρα με σχετική ευημερία, ήταν από τις πρώτες μαζί με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής που δέχτηκαν την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Από το 1980 οπότε και αρχίζει να εφαρμόζεται ο νεοφιλελευθερισμός, καταρρέει η μεσαία τάξη ενώ τα κατώτερα εργατικά στρώματα υφίστανται ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις. Έτσι φτάνουμε στην εξέγερση του 1989 με αφορμή την αύξηση του εισιτηρίου στις συγκοινωνίες, ένα μεγάλο, κοινωνικό και μαζικό ξέσπασμα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Η εξέγερση καταστέλλεται με δεκάδες νεκρούς και βία.

Το πρόβλημα που βιώνει μια κοινωνία, στο παράδειγμα αυτό ο λαός της Βενεζουέλας, που εξεγείρεται ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι ότι πέρα από αυτή την έκφραση της αυθόρμητης λαϊκής εξέγερσης, αδυνατεί να οργανώσει κάτι πιο συστηματικό δηλαδή μία διαφορετική πολιτική δύναμη που θα ανατρέψει το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς της χώρας.

Αυτό με θεωρητικούς όρους θα το περιέγραφα ως κρίση του συλλογικού υποκειμένου, που αφορά τους ανθρώπους από τα κάτω και όχι τις ελίτ που αντιπροσωπεύουν ένα 20% και ακόμα λιγότερο του πληθυσμού. Το υπόλοιπο ποσοστό δείχνει κοινωνικά  κατακερματισμένο και προσδεδεμένο ακόμα στις αξίες αυτού του συστήματος όπως ο καταναλωτισμός, ενώ έχει σε μεγάλο βαθμό εσωτερικεύσει ένα αίσθημα υποτέλειας και αδυναμίας παραγωγής μια πιο μαζικής πολιτικής αντίθετης στο νεοφιλελευθερισμό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δέκα χρόνια για να βρεθεί ένας νέος τρόπος οργάνωσης.

Θα ήθελα να εστιάσω στις μορφές πολιτικής στρατηγικής και πολιτικής οργάνωσης που εμφανίστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια ως απάντηση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού με ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Η πρώτη πολιτική απάντηση ήταν το ρεύμα του αριστερού λαϊκισμού με κύριο εκφραστή τον Τσάβες. Ο Τσάβες εκπροσωπεί μια αγανάκτηση που δεν μπορεί η ίδια να οργανωθεί και καταφέρνει να συνενώσει τα πολυδιασπασμένα κοινωνικά υποκείμενα, υποβοηθώντας μορφές συλλογικής οργάνωσης από τα κάτω.

Αυτή η απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό περνάει αυτή τη στιγμή μια τεράστια πολιτική και οικονομική κρίση. Παρότι ο Τσάβες δημιουργεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο, εναντιώνεται όλο και πιο ριζοσπαστικά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και φτάνει στο σημείο να μιλάει για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, ο θάνατός του σηματοδοτεί την κρίση της πολιτικής αυτής. Το μοντέλο του αριστερού λαϊκισμού που είναι ηγετοκεντρικό και προσωποκεντρικό αρχίζει να καταρρέει από τη στιγμή που εκλείπει ο ηγέτης. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης από τη μεριά της κοινωνίας να δημιουργήσει η ίδια το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα φανερώνει την κρίση του συλλογικού υποκειμένου.

Στην περίπτωση της νότιας Ευρώπης το μοντέλο αυτό απάντησης στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού επαναλαμβάνεται με ανάλογα προβλήματα. Ωστόσο, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο σήμερα, τα εμπόδια ώστε μία χώρα ή ένα κόμμα μόνο του χωρίς μαζική λαϊκή υποστήριξη να καταφέρει να ανατρέψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι ανυπέρβλητα.

Μία δεύτερη απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό δίνει ο αγώνας εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού στη Βολιβία την περίοδο 1999-2000. Το μοτίβο είναι παρόμοιο, με μία λαϊκή εξέγερση εναντίον της αύξησης των τιμολογίων του νερού και της ισότιμης διαχείρισής του, όμως υπάρχει μια βασική διαφορά όσον αφορά την πολιτική συνείδηση: δεν προκρίνεται το κράτος ως συλλογικός διαχειριστής αλλά η κοινωνική διαχείριση μέσω των δήμων. Η δεύτερη αυτή πρόταση μεταφράζεται πολιτικά και θεωρητικά στη διαχείριση των «κοινών», δηλαδή η ανάκτηση των συλλογικών αγαθών με κοινωνικούς όρους και η οργάνωση της οικονομίας, της παραγωγής, της πολιτικής με διαφορετικό τρόπο και απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό.

Το πρόβλημα που εντοπίζουμε σε αυτή την πρόταση, που σαν στόχο δε βάζει την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από ένα κόμμα αλλά την κοινωνική αλλαγή μέσω της ανάπτυξης ενός εναλλακτικού τρόπου παραγωγής βρίσκεται στον αντίποδα του προβλήματος της προηγούμενης πρότασης: εάν ο αριστερός λαϊκισμός χαρακτηρίζεται και υπονομεύεται από ένα υπερπολιτικισμό εδώ το πρόβλημα είναι το έλλειμα πολιτικής σκέψης και δράσης. Οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι σε αυτού του είδους τις προσπάθειες δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη αυτών των συλλογικών εγχειρημάτων χωρίς να εστιάζουν ιδιαίτερα στο πως θα αναπτυχθεί μια πολιτική στρατηγική που να μπορεί να τα συνενώσει και να αναμετρηθεί με το κράτος και την αγορά.

Οι δύο αυτές προσεγγίσεις χρειάζεται να συνδυαστούν. Από τη μία οφείλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά στο τι γίνεται σε επίπεδο κράτους και πολιτικού συστήματος δημιουργώντας φορείς συλλογικής εκπροσώπησης σε αυτό το επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα να ασχοληθούμε με την ανάπτυξη αυτών των εγχειρημάτων και προσπαθειών από τα κάτω, τα οποία θα μπορούσαν υπό δεδομένες συνθήκες να δημιουργήσουν ένα σχετικά αυτόνομο κοινωνικό πόλο που θα αποτελέσει την κοινωνική βάση για το πολιτικό εγχείρημα. Κατά τη γνώμη μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιστρέφουμε σε μία αντίληψη στρατηγικής ηγεμονίας στον Γκράμσι.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Αναφέρθηκε η ανάγκη για αντικαπιταλιστική πολιτική. Η έξοδος από το ευρώ και την ευρωζώνη δεν είναι ένα πρώτο βήμα για να «χτυπήσουμε» το κεφάλαιο;

Γιάννης Μηλιός: Δεν υπάρχουν μόνιμες κρίσεις στον καπιταλισμό, αυτό είναι ιστορικά γνωστό. Με άλλα λόγια ο καπιταλισμός δε θα «πέσει» αν δεν τον ρίξουμε. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 δεν υπήρχε το ευρώ. Η προοπτική του σοσιαλισμού δεν εξαρτάται από αυτό. Για την αμφισβήτηση του ευρώ χρειάζεται κίνημα αμφισβήτησης του καπιταλισμού, όχι το αντίστροφο.

Σπύρος Μαρκέτος: Είχαμε μιλήσει στην αρχή της κρίσης με το Γιάννη Μηλιό όπου είχαν τεθεί τα ζητήματα του χρέους και του ευρώ. Φοβάμαι ότι δεν έχει υπάρξει αυτοκριτική σε σχέση  με το που οδήγησε η τυφλότητα απέναντι στην ευρωπαϊκή ένωση και σε ζητήματα όπως η υποτέλεια του χρέους. Βλέπω έναν ισχνό μαρξισμό που εστιάζει στη σχέση κεφαλαίου, αρνείται να δει όλα τα ενδιάμεσα δηλαδή τον ιμπεριαλισμό, το χρέος..

Γιάννης Μηλιός: Δυστυχώς αν κάποιος πάει να πουλήσει παιχνίδια στη Notos Galleries θα πληρωθεί με χρέος, μία συναλλαγματική. Το χρέος επομένως είναι κάτι πιο βαθύ, είναι το χρήμα το ίδιο και η αμφισβήτησή του δεν είναι ενδιάμεσος κρίκος σε σχέση με την αμφισβήτηση του καπιταλισμού.

Σπύρος Μαρκέτος: Η αμφισβήτηση της σχέσης κεφαλαίου χωρίς την αμφισβήτηση των ενδιάμεσων κρίκων σημαίνει αποδοχή του καπιταλισμού και αυτό αποδείχτηκε με την πολιτική του Σύριζα.

Μιλήσατε για το έθνος-κράτος. ΟΙ Η.Π.Α. συνιστούν κατά τη γνώμη σας έθνος κράτος από τη στιγμή που ιστορικά ήταν το προϊόν ενός εμφυλίου πολέμου;

Γιάννης Μηλιός: Βεβαίως θεωρώ τις Η.Π.Α. έθνος.

Ο ρατσισμός σαν φαινόμενο αναδύεται πολύ αργότερα από τη γέννηση των ευρωπαϊκών εθνών ως αποτέλεσμα της ιδεολογίας της ιμπεριαλιστικής επέκτασης η οποία συνδυαζόταν με ρατσιστικές θεωρίες. Υπάρχει σύνδεση ευρωπαϊκού έθνους κράτους και ρατσισμού;

Γιάννης Μηλιός: Οι κάτοικοι της Αμερικής πιστεύουν ότι αποτελούν έθνος ως μια πολιτική ενότητα υπό τον πρόεδρό τους. Αντίθετα πολλοί ευρωπαίοι πολίτες θεωρούν ότι ταυτόχρονα αποτελούν και φυλή.

Σπύρος Μαρκέτος: Ο ρατσισμός είναι παιδί του καπιταλισμού και έχει ηλικία περίπου 300 ετών. Ο ρατσισμός εμφανίζεται στην Ισπανία την εποχή των κονκισταδόρων όπου μπαίνει το θέμα της καθαρότητας του αίματος για να αποκλειστεί κομμάτι του πληθυσμού από το νέο χριστιανικό καθεστώς όμως ο σύγχρονος ρατσισμός δομείται στην Αμερική και σε άλλες χώρες που σχετίζονταν με το δουλεμπόριο με βάση το «μαύρο δούλο».

Ο Μαρξ συνέδεσε το σοσιαλισμό με την πάλη για δημοκρατία. Εσείς αναφερθήκατε περισσότερο στην ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία εντός ευρωπαϊκής ένωσης;

Γιάννης Μηλιός: Ο καπιταλισμός συνιστά ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα. Η αναφορά στη δημοκρατία πρέπει να γίνεται υπό αυτούς τους όρους. Οι εργάτες που έσπαγαν τις μηχανές στην κοινοβουλευτική και δημοκρατική Βρετανία κρεμιούνταν στους δρόμους του Λονδίνου και αποτελούσαν δημόσιο θέαμα.

Σπύρος Μαρκέτος: Δεν πιστεύω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την επίκληση της δημοκρατίας. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα πλέον καπιταλισμός και δημοκρατία είναι ασύνδετα. Και ένα βασικό μέσο για αυτό είναι θεσμοί όπως η ευρωπαϊκή ένωση οι οποίοι καταργούν κατακτήσεις που είχαν γίνει εντός του πλαισίου του έθνους κράτους. Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών που δεν μπορούν να επηρεαστούν από τα εργατικά κινήματα ήταν επιδίωξη και στρατηγική του κεφαλαίου.

Οι όροι Αριστερά και Δεξιά αναφέρονται συχνά σε κοινοβουλευτικούς θεσμούς και κοινοβουλευτικά κόμματα. Τι σημασία έχουν αυτοί οι όροι στο βαθμό που οι ομιλητές προτάξατε την ανάγκη για οργανωμένα και μαζικά εργατικά κινήματα;

Γιάννης Μηλιός: Οι κινήσεις των μαζικών κινημάτων έχουν πάντοτε άμπωτη και παλίρροια. Σε περιόδους ανάπτυξης των κινημάτων οικοδομούνται νέες δομές και υπάρχει μία γενικευμένη ελπίδα. Σε περιόδους όμως οπισθοχώρησης απαιτείται ένα πολιτικό υποκείμενο που θα κρατήσει τη επαναστατική φλόγα αναμμένη. Σε αυτό θα συμφωνήσω με τον Αλέξανδρο ότι τα κινήματα για μια εναλλακτική οικονομία, παραγωγή κτλ. πάσχουν από τη μη πολιτική συμπύκνωση. Το πιο προχωρημένο τέτοιου τύπου κίνημα ήταν αυτό των οπαδών του Όουεν, το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς επαινούσαν.

Σπύρος Μαρκέτος: Η Αριστερά είναι το παιδί της εισόδου των μαζών στην πολιτική. Γεννιέται πολύ μετά τις απαρχές του καπιταλισμού στις εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης και δρα για μεγάλο διάστημα εκτός κοινοβουλίων. Τα κοινοβούλια αρχίζουν να έχουν σημαντικό ρόλο το τέλος του 19ου αιώνα. Η Αριστερά κινητοποιείται για απελευθέρωση και ισότητα. Με αυτή την έννοια η Αριστερά δεν έχει σχέση με τον κοινοβουλευτισμό. Ο Σύριζα δεν αναφέρεται στην Αριστερά αλλά στην άκρα δεξιά.

Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του κεφαλαίου αναφέρεται στην διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και στην ανάγκη μείωσής της από τις 11 ώρες. Το κύριο αντεπιχείρημα των καπιταλιστών εκείνης της εποχής ήταν ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα κατέρρεε η οικονομία. Η πάλη των εργατών και οι παροδικές νίκες τους  δημιουργεί την ανάγκη για μετάβαση από την απόλυτη στη σχετική μορφή υπεραξίας. Ο νεοφιλελευθερισμός από την άλλη σχετίζεται με μια στροφή στην απόλυτη μορφή υπεραξίας.

Γιάννης Μηλιός: Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κυριαρχεί η τάση της σχετικής υπεραξίας χωρίς να έχει εξαφανιστεί η απόλυτη.

Σήμερα φαίνεται σαν να υπάρχει αδυναμία συγκρότησης της εργατικής τάξης. Ακόμα και μια θεωρία όπως του αριστερού λαϊκισμού ή των κοινών φαίνεται σαν να περικυκλώνει την εργατική τάξη. Σήμερα υπάρχει ανάγκη αναζήτησης της εργατικής τάξης και της ταυτότητάς της εκεί όπου αυτή ζει, εργάζεται, διανέμεται και συγκροτείται;

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας θα μπορούσε να ενταχθεί αναλυτικά η περιγραφικά στην εργατική τάξη. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν μπορούμε να ονομάσουμε την κοινωνική πλειοψηφία ως εργατική τάξη αλλά αν μπορούμε να την προσεγγίσουμε αποκαλώντας την με αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μπορεί αυτή η επίκληση να λειτουργήσει ως σημαίνον που θα συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα;

Μπορεί κατά τη γνώμη σας σήμερα να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς δημοκρατία; Το κεφάλαιο πρέπει συνεχώς να επαναστατικοποιεί την παραγωγική διαδικασία. Η επανάσταση στα μέσα παραγωγής αυξάνει την απόσταση ανάμεσα στον έλεγχο των μέσων και στη βάση του πληθυσμού ενώ παράλληλα απαξιώνει την εργατική δύναμη. Μήπως σήμερα η ανάπτυξη του κεφαλαίου σημαίνει και την απαξίωση του έθνους κράτους καθώς και της δημοκρατίας όπως φαίνεται να αντικαθρεπτίζεται από τη δομή της ευρωπαϊκής ένωσης;

Γιάννης Μηλιός: Το μεγάλο όπλο του κεφαλαίου είναι όπως αναφέρθηκε ότι επαναστατικοποιεί την παραγωγική διαδικασία. Συνεπώς για να υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης του κεφαλαίου πρέπει να αμφισβητηθεί η τάση αυτή. Θυμίζω ότι οι απεργίες το Μάη του ’68 έληξαν όταν δόθηκε μία παροδική αύξηση των μισθών μετά από τα αιτήματα των συνδικάτων.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 παρατηρούμε μία όλο και στενότερη ταύτιση της κρατικής εξουσίας και του κεφαλαίου. Στις δυτικές «φιλελεύθερες» κοινωνίες φαίνεται ένας εντεινόμενος αυταρχισμός του κράτους ακριβώς γιατί δεν έχει απέναντί του οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις. Οι αυταρχικές μορφές μπορούν να καταργήσουν την τυπική δημοκρατία φιλελεύθερου τύπου. Ο αυταρχισμός αυτός δε σχετίζεται απαραίτητα με την δεξιά ή την άκρα δεξιά.

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Από τη διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτόματα και αντικειμενικά χωρίς τη δράση του προλεταριάτου δεν μπορούμε να καταλήγουμε ότι ο καπιταλισμός θα επιβιώνει αιώνια αν κατορθώνει να ξεπερνά τις κρίσεις του. Αυτή η θεώρηση κοινή με την παράδοση του Κάουτσκυ μας απομακρύνει από την μπολσεβίκικη επαναστατική θεωρία. Αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι ότι η εκρηκτικότητα και η όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού είναι τέτοια που η κρίση συνεχώς θα βαθαίνει και η ανθρωπότητα έχει μπροστά της όχι μόνο τον κίνδυνο της βαρβαρότητας αλλά και της εξαφάνισής της. Το πλήθος και η εκρηκτικότητα των αντιφάσεων του καπιταλισμού θα εντείνεται πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα έχει μπροστά της τόσο τον κίνδυνο της βαρβαρότητας όσο και της εξαφάνισής της.

Η σχέση της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή ένωση περνάει μέσα από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Μπορεί να υπάρξει μια πολιτική αντικαπιταλιστική πρόταση χωρίς να θέτει τον πολιτικό στόχο της αποδέσμευσης από την ευρωπαϊκή ένωση και την ευρωζώνη;

Γιάννης Μηλιός: Γνώμη μου είναι ότι η ευρωπαϊκή ένωση είναι μία συνειδητή, οργανωμένη, αργή διαδικασία οικοδόμησης μιας συνομοσπονδίας σε νεοφιλελεύθερη και καπιταλιστική κατεύθυνση. Η συνομοσπονδία αυτή διατηρεί τα κράτη και τα ενισχύει. Η αντικαπιταλιστική στρατηγική προϋποθέτει την αμφισβήτηση του κράτους. Αν αμφισβητήσουμε το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο θα αμφισβητήσουμε και την ευρωπαϊκή ένωση. Συμφωνώ με τον Αλέξανδρο ότι το ζήτημα δεν είναι δημόσιο ή ιδιωτικό αλλά κοινωνικό ή δημόσιο-ιδιωτικό.

Σπύρος Μαρκέτος: Ο ισχνός μαρξισμός που δίνει βαρύτητα στην αξία, παρότι εξαιρετικά σημαντικός πρέπει να ξεπεραστεί. Ο καπιταλισμός συναρθρώνει πολλούς άλλους παράγοντες και έχει πολλούς ενδιάμεσους κρίκους. Αν δε γίνει σοβαρή κριτική σε αυτούς τους ενδιάμεσους κρίκους, ο αντικαπιταλισμός θα μείνει απλά θεωρητικός. Οφείλουμε να δούμε την ιστορικότητα των συγκρούσεων που φτιάχνουν το σήμερα.

Δεν μπορούμε να αναλύσουμε τη σημερινή κατάσταση χωρίς αναφορά στον ιμπεριαλισμό. Οι εθνικισμοί σήμερα δεν είναι ίδιοι με τους εθνικισμούς του μεσοπολέμου. Ο φορέας που ασκεί σήμερα εθνικιστική-ρατσιστική πολιτική είναι η ευρωπαϊκή ένωση ως υπερεθνικός μηχανισμός και όχι τα διάφορα μικροκράτη. Ακόμα και η πρωταρχική απαλλοτριωτική συσσώρευση σήμερα πραγματοποιείται μέσω των μηχανισμών χρέους. Πρέπει η κριτική μας να καλύψει το ζήτημα της πατριαρχίας μέσω της συνεισφοράς του φεμινιστικού κινήματος και της αρχής το προσωπικό είναι πολιτικό.

Η ευρωζώνη είναι μια δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Όταν μιλάμε για συνομοσπονδία μιλάμε για σχέσεις μεταξύ ίσων, συνεπώς είναι μύθος ότι η ευρωπαϊκή ένωση είναι συνομοσπονδία. Αντίθετα η ευρωπαϊκή ένωση είναι μια ιεραρχικότατη ένωση όπου δεν υπάρχει καμία προοπτική να βελτιωθεί η θέση των χωρών της περιφέρειας αλλά αντίθετα η απόκλιση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας θα συνεχίζει να μεγαλώνει..

Γιάννης Μηλιός: Ενώ η Νέα Υόρκη και το Κολοράντο είναι σε σχέση ισότητας..

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Δεν καταλαβαίνω την αντιπαράθεση για αντικαπιταλιστικό αγώνα εντός η εκτός ευρωπαϊκής ένωσης. Δε γνωρίζουμε μέσα από ποιους δρόμους θα περάσει η εργατική τάξη. Μέσα όμως από την ευρωπαϊκή ένωση και των κανόνων του νεοφιλελευθερισμού είναι αδύνατον να διεκδικήσεις οτιδήποτε. Η έξοδος από την ευρωπαϊκή ένωση είναι μία απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση αλλά όχι ικανή για να λυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη.

Είναι η λιτότητα η κυρίαρχη πολιτική του νεοφιλελευθερισμού; Θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να αναλύσουμε μία σειρά από παλιότερες αναδιαρθρώσεις όπως οι αντεργατικοί ή οι εφαρμοστικοί νόμοι;

Μέχρι πρόσφατα υπήρχε η κοινή παραδοχή ότι μέσα από την εργασία μπορεί κανείς να παράξει τόσο υλικά αγαθά όσο και κοινωνικό νόημα. Έχει διαφοροποιηθεί αυτή η παραδοχή σήμερα; Μπορούμε να δημιουργήσουμε κοινά πάνω στη διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν κοινωνική οργάνωση του αυτοματισμού;

Γιάννης Μηλιός: Η μορφή της εργατικής τάξης αλλάζει αλλά δε χάνεται με την αυτοματοποίηση. Θα έπρεπε να δούμε τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης σε σχέση με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου αλλά και της εργατικής υποκειμενικότητας.  Κάτι τέτοιο θα ήταν έργο των ανθρώπων που ασχολούνται με την αριστερά και περισσότερο των διανοουμένων.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Η συζήτηση γύρω από τα κοινά γίνεται στα πλαίσια μιας τεχνολογικής αλλαγής που χρησιμοποιεί τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά και αλλού για να δημιουργήσει αποκεντρωμένες μορφές τεχνολογιών και κοινωνικών συνεταιρισμών. Αν δεν υπάρξει πολιτική συνειδητοποίηση εντός αυτών των συλλογικών προσπαθειών μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε μορφές νέα επιχειρηματικότητας και σύγχρονου ψηφιακού καπιταλισμού.

 

 

Θοδωρής Βελισσάρης

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πέτρο Πέτκα (Π.Π.) για την απάντησή του στη βιβλιοκριτική μου.[1] Μερικές επισημάνσεις εκ μέρους μου:

α) Δυστυχώς δεν σχολιάστηκαν καθόλου τα βασικά σημεία της κριτικής μου, κι ας τους είχα δώσει ιδιαίτερη έμφαση, χρησιμοποιώντας με την πρόθεση αυτή ακόμα και πλάγιους χαρακτήρες (ό.π., σσ. 152-153).

β) Σχολιάστηκαν εντελώς δυσανάλογα, δευτερεύουσες θέσεις και “αποστροφές του λόγου” μου, μάλλον περιθωριακές ως προς το κύριο επιχείρημα. Για παράδειγμα, παρατίθεται από τον Π.Π. μικρή πραγματεία για τον Μπορντίγκα, το όνομα του οποίου εμφανίστηκε μόνο μία φορά σε παρένθεση. Η ουσία όμως του επιχειρήματός μου για την Κροστάνδη (ό.π., σ. 157), μένει αναπάντητη, παρότι εκφράστηκε, πέρα από τον Μπορντίγκα, ακόμα και από αναρχικούς ιστορικούς όπως ο Άβριτς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η νίκη της εξέγερσης των ναυτών τη συγκεκριμένη στιγμή θα οδηγούσε σε ενίσχυση της αντίδρασης στο εσωτερικό της Ρωσίας.[2]

γ) Ο Π.Π. ξεκινά την κριτική του με μία σύντομη παρέκβαση περί ιστορίας, θέλοντας να καταδείξει τη σημασία που έχουν τα “επιστημονικά δεδομένα” για την επίλυση διαφωνιών όπως αυτή μεταξύ μας. Νομίζω ότι η ιστορία ανακινεί προβλήματα ιδεολογίας, που δεν μπορούν να παραμεριστούν από “επιστημονικά δεδομένα”, αλλά σαφώς δεν μπορώ να επεκταθώ χωρίς να ξεφύγουμε και πάλι από το κύριο πλαίσιο της κριτική μου.

δ) Χαρακτηρίζεται απλοϊκός ο συλλογισμός μου για τη Γερμανική Επανάσταση και η εκ μέρους μου συσχέτιση της αποτυχίας της με την απουσία κομμουνιστικού κόμματος (με την παράλληλη υπόμνηση ύπαρξης κομμουνιστικού κόμματος κατά το νικηφόρο ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης). Ο αυστηρός χαρακτηρισμός του συλλογισμού μου εντούτοις παραμένει ατεκμηρίωτος. Εάν το κόμμα αποτελεί αντεπαναστατική δύναμη και τα σοβιέτ επαναστατική, μπορεί να θεωρηθεί απλοϊκό και εντελώς άνευ σημασίας το γεγονός ότι στη Γερμανία, όταν η επανάσταση απέτυχε, δεν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα, ενώ υπήρχαν σοβιέτ; Ο χαρακτηρισμός ενός συλλογισμού ως απλοϊκού, δεν θα απαιτούσε περαιτέρω την προσφορά ενός άλλου συλλογισμού, ο οποίος δεν θα ήταν τέτοιος; Μένει ακατανόητη η απόπειρα ερμηνείας της αποτυχίας της Γερμανικής Επανάστασης από τον Π.Π. με αναφορά στη δημιουργία του γραφείου του Άμστερνταμ, τον Οκτώβρη του 1919, ένα χρόνο σχεδόν μετά το ξέσπασμά της.

ε) Ο Π.Π. υμνεί την Κομμούνα του Παρισιού, και οικτίρει εμένα που επικροτώ ή ανέχομαι την πρακτική της σύλληψης ομήρων από τους μπολσεβίκους. Όμως, και η  Κομμούνα κρατούσε ομήρους, και μάλιστα εκτέλεσε 64 απ’ αυτούς. Ποιος υπερασπίστηκε πρώτος την Κομμούνα γι’ αυτή της την πράξη; Ο Λένιν; Όχι. Πρώτος-πρώτος, ο ίδιος ο Μαρξ.[3] Επίσης, ο Π.Π. επιδεικτικά αγνοεί την επισήμανση εκ μέρους μου της κριτικής που άσκησε ο Μαρξ στην Κομμούνα, και επιμένει ότι ο Μαρξ απλά την ύμνησε, και πως αυτή η εξύμνηση είναι απλά παράταιρη σε σχέση με άλλα έργα του για το κράτος. Όμως ο Μαρξ άσκησε κριτική στην Κομμούνα, στο ίδιο έργο στο οποίο την εξύμνησε.[4]  Αναπάντητη έμεινε επίσης η υπόμνησή μου ότι ο ίδιος ο Μαρξ ανέφερε ότι η Κομμούνα θα είχε πετύχει τους στόχους της μόνο ως δικτατορία του προλεταριάτου.[5]

στ) Περί «ηθικής πανωλεθρίας», προσπάθησα να δείξω ότι ο αυταρχισμός είναι αναπόφευκτος σε μία αυταρχική κοινωνία, άρα και στον άμεσο αγώνα για την υπέρβασή της. Ο ηθικός εκφυλισμός προκύπτει όταν ωραιοποιείται ο αυταρχισμός, και όταν δεν χρησιμοποιείται ως ύστατο μέσο άμυνας της  πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας (ωραιοποίηση που συνέβη επί Στάλιν, και όχι επί Λένιν, ο οποίος μιλούσε ανοιχτά για τεράστια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τους αρχικούς στόχους της επανάστασης).[6] Επίσης, αν όντως ο Λένιν, κατά βάθος, ποθούσε ολοκληρωτική χειραγώγηση των σοβιέτ και υφαρπαγή της εξουσίας τους, δεν θα αφιέρωνε πολλά από τα βασικά του κείμενα μετά την επανάσταση στην αμείλικτη κριτική της γραφειοκρατίας και στην αμείλικτη κριτική της ταύτισης κόμματος και κράτους.[7]

ζ) Δέχομαι τον σαρκασμό του Π.Π., και θεωρούμαι ανάξιος σοβαρής απάντησης εκ μέρους του, επειδή έγραψα, σε μη δημοσιευμένη εκδοχή της κριτικής μου, ότι δεν υπήρχε το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση επί Γαλλικής Επανάστασης. Ο ίδιος όμως ο Π.Π. λέει ότι δεν υπήρχε ο σύγχρονος βιομηχανικός καπιταλισμός επί Γαλλικής Επανάστασης, ενώ υπήρχαν διάφορα επιμέρους κεφάλαια, όπως το εμπορικό (το οποίο θα πρόσθετα ότι μπορούμε να το εντοπίσουμε σπερματικά σε εμπορικούς λαούς εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν). Ακριβώς όμως, σύμφωνα με τον Μαρξ, για να υπάρχει το κεφάλαιο ως κυρίαρχη κοινωνική σχέση, απαιτείται η ανάδυση της βιομηχανίας και η συνακόλουθη άντληση σχετικής υπεραξίας. Είναι κι ο Μαρξ ανάξιος σοβαρής απάντησης;

η) Σχετικά με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, χαίρομαι που ο Π.Π. συμφωνεί ότι απέσυρε «ορισμένα μέρη της κριτικής της του 1904» ενάντια στον Λένιν και τους μπολσεβίκους (κατά τη δική μου γνώμη, τα βασικότερα). Στη συνέχεια όμως αναφέρεται ξανά στην ίδια κριτική του 1904 για την οποία μας είπε ότι αποσύρθηκαν ορισμένα μέρη, αναφέρεται δηλαδή στα «Οργανωτικά ζητήματα της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας». Σε σχέση με τη μεταγενέστερη κριτική της, σημειώνω μόνο τα εξής: το γνωστό σε όλους έργο «Ρωσική επανάσταση» η Ρόζα Λούξεμπουργκ το έγραψε στη φυλακή, με περιορισμένες πηγές πληροφόρησης, και δεν το δημοσίευσε η ίδια εν ζωή. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, με επιμέλεια του Paul Levi. Εκτός φυλακής, έγραψε και δημοσίευσε η ίδια το, άγνωστο στους περισσοτέρους, άρθρο «Η Ρωσική τραγωδία»,[8] όπου γίνεται και πάλι αυστηρή αλλά συντροφική κριτική στους μπολσεβίκους, χωρίς την αναφορά στον συγκεντρωτισμό, την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης και άλλα σημεία κριτικής επί των μπολσεβίκων που περιείχε η «Ρωσική επανάσταση». Νομίζω το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του.
Η Λούξεμπουργκ άσκησε αυστηρή κριτική στους μπολσεβίκους αλλά βρισκόμενη εντός του ίδιου, μαρξιστικού στρατοπέδου, που προσέβλεπε στη δικτατορία του προλεταριάτου και που θεωρούσε κεφαλαιώδους σημασίας την ύπαρξη μαζικού και πειθαρχημένου κόμματος (όπως ήταν ή ήθελε να ήταν τα κόμματα στα οποία συμμετείχε η ίδια ή στα οποία ηγούνταν). Δεν τους άσκησε κριτική από αναρχική ή στενά συμβουλιακή κομμουνιστική σκοπιά.

θ) Τέλος, με θεωρεί ο Π.Π. ένοχο «προφανούς παρανόησης» επειδή ισχυρίστηκα ότι πολλοί στην ελευθεριακή Αριστερά ξεχνούν ότι κάθε κράτος είναι αυταρχικό. Κι αυτό αφορά σε μία αποστροφή του λόγου μου, αλλά θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ, μιας και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον συνομιλητή μου.

Η δικτατορία του προλεταριάτου, σύμφωνα με την αρχική μαρξιστική θεώρηση, αφορούσε την επανάσταση, και όχι τη μετέπειτα οργάνωση της κοινωνίας. Kαθιστούσε έκδηλη πολιτικά την ταξική πάλη που ήδη λάμβανε χώρα στον καπιταλισμό εις βάρος της πλειοψηφίας (αυτό ονομαζόταν δικτατορία της αστικής τάξης). Και, μέσω της επανάστασης, η δικτατορία του προλεταριάτου συνέτριβε τους καπιταλιστές και έστρεφε αυτή την πάλη υπέρ της πλειοψηφίας. Αυτή θεωρούνταν μια αναπόδραστα αυταρχική διαδικασία (εξ ου και η επιλογή της έννοιας «δικτατορία»), όχι βέβαια αναγκαστικά βίαιη, όπως προσπάθησα να δείξω στην κριτική μου.

Η επανάσταση για τον μαρξισμό μπορεί να λάβει χώρα μόνο ως έκφραση της πλειοψηφίας. Οι μαρξιστές καταδίκαζαν ως πραξικόπημα και μπλανκισμό κάθε επανάσταση διεξαγόμενη από μία μειοψηφία. Ακόμα όμως κι ως έκφραση της πλειοψηφίας, η επανάσταση είναι μια αυταρχική διαδικασία, καθώς αποτελεί όξυνση της ταξικής πάλης και η ταξική πάλη δεν είναι ευχάριστη υπόθεση! Για παράδειγμα, η επανάσταση το 1917 δεν σηματοδοτούσε τον τερματισμό του πολέμου αλλά τη μετατροπή του παγκοσμίου πολέμου μεταξύ εθνών σε εμφύλιο πόλεμο εργατών και καπιταλιστών.

Τα κόμματα σε συνθήκες μαζικής πολιτικής είναι αναγκαία για την έκφραση των κοινωνικών συγκρούσεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβασή τους. Στον μαζικό πολιτικό στίβο (ο οποίος δεν μπορεί να παραβλεφθεί με ευχολόγια ή στρέφοντας αλλού το βλέμμα) η κομματική πάλη στο επαναστατικό στρατόπεδο αντανακλά απτά τις κοινωνικές διαιρέσεις ώστε να γίνουν αντικείμενο δημοκρατικής διευθέτησης, όχι για να υποταχθούν στη βούληση μιας υποτιθέμενα υστερόβουλης μειοψηφίας. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να προκαθορίσει την εξέλιξη της εμπλοκής αυτής στα χωράφια της μαζικής πολιτικής. Αλλά η αγνόηση της μαζικής πολιτικής αποτελεί ανεύθυνη εγκατάλειψη της ταξικής πάλης στην αστική αντίδραση και τυφλότητα.

Μέσω της δικτατορίας της, η εργατική τάξη κατακτούσε την πολιτική εξουσία για να πραγματώσει τις κοινωνικές δυνατότητες του καπιταλισμού, τώρα πια στον σοσιαλισμό (δυνατότητες των οποίων την πραγμάτωση παρεμπόδιζε το ίδιο το κεφάλαιο). Σε σχέση λοιπόν με τη μετέπειτα οργάνωση της κοινωνίας, ο παραδοσιακός μαρξισμός αναφερόταν στον σοσιαλισμό, ο οποίος πραγματοποιούσε το αίτημα μίας πλήρους κοινωνικής δημοκρατίας, της οποίας το περιεχόμενο προσδιοριζόταν ιστορικά (Κομμούνα του Παρισιού, εργατικά συμβούλια). Πλήρης δημοκρατία, όχι μόνο με την έννοια της συμπλήρωσής της με την οικονομική ισότητα, αλλά και με την πολιτική εμβάθυνσή της μέσω της συμμετοχής όλων στη διαχείριση των κοινών.[9]

Η επανάσταση θα ήταν αποτυχημένη αν δεν οδηγούσε σε μία πλήρη δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία μπορεί φυσικά να συνδυάζει άμεσα και έμμεσα στοιχεία (οι ίδιοι οι αμεσοδημοκράτες αναφέρονται εξάλλου σε «ανακλητούς εντολοδόχους», όπως έκαναν οι Μαρξ και Λένιν).

Η πλήρης δημοκρατία εντούτοις δεν οδηγεί αυτόματα στον κομμουνισμό (την ελευθερία) ή, μάλλον, δεν είναι ακόμα κομμουνισμός, καθώς φέρει μαζί της αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «αστικό δίκαιο»: το «ίσο δίκαιο (που) είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία»[10]. Αυτό κληρονομείται δυστυχώς στην επανάσταση από τον καπιταλισμό (παρά το γεγονός ότι η επανάσταση συντρίβει τους ίδιους τους καπιταλιστές). Η κοινωνία προσβλέπει ακόμα σε ένα είδος κυβέρνησης που έχει το μονοπώλιο ως προς την επίλυση των διαφορών των μελών της, καθώς τα υποκείμενα έχουν εσωτερικεύσει το «αστικό δίκαιο», και δεν έχουν ακόμα συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής που θα εξοβέλιζε εντελώς τη σκιά του κράτους και των κυβερνήσεων. Καθώς η σκιά αυτή επιζεί εσωτερικά στα ίδια τα υποκείμενα της αλλαγής, δεν μπορεί να καταργηθεί με διατάγματα αλλά, σύμφωνα με τους Μαρξ και Λένιν, μπορεί μονάχα να «απονεκρωθεί» σταδιακά, μέσω της ενδυνάμωσης των υποκειμένων πολιτικά και κοινωνικά, και την καθ’ έξιν κατάκτηση ενός ανώτερου τρόπου ζωής εκ μέρους τους. Γι’ αυτό ελευθερία είναι το τέλος της πολιτικής όπως την ξέρουμε, ακόμα και της δημοκρατικότερης εκδοχής της.

Πολλοί ελευθεριακοί σήμερα λοιπόν, εκτός του ότι μπορεί να ξεχνούν ότι η επανάσταση έχει αναπόδραστα αυταρχικό χαρακτήρα, ξεχνούν ότι και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν ταυτίζεται με την ελευθερία και τον κομμουνισμό. Θεωρούν ότι η μετεπαναστατική εγκαθίδρυση μίας άμεσης δημοκρατίας οδηγεί αυτόματα στο ξεπέρασμα του κράτους: όμως, ακόμα και μία άμεση δημοκρατία μπορεί να παίρνει καταπιεστικές αποφάσεις εναντίον των ίδιων των μελών της. Μετατρέπουν το μέσο προς την ελευθερία (τη δημοκρατία) σε αυτοσκοπό. Στην πραγματικότητα, το μέλλον εντός της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να είναι απρόβλεπτο, και η δημοκρατία μπορεί να είναι ένα εργαλείο μεταξύ πολλών άλλων στο μέλλον αυτό, όχι μία ιεροποιημένη διαδικασία εις το διηνεκές η οποία επαναφέρει το κράτος ως διαχωρισμένο, υπερυψωμένο σωτήρα της κοινωνίας από την πίσω πόρτα.

Παλιότερα, κοινός στόχος μαρξισμού και αναρχισμού ήταν η εξάλειψη κάθε είδους καταπίεσης και η μετάθεση του τρόπου λήψης των αποφάσεων από το «επίσημο» επίπεδο του κράτους, στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Στόχος ήταν το ξεπέρασμα της ίδιας της ανάγκης για την πολιτική όπως την ξέρουμε, η μετάβαση από τη διαχείριση των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων. Οι στόχοι αυτοί υποβαθμίζονται κατά τη γνώμη μου υπέρ μίας φυσικοποίησης και ωραιοποίησης της κυριαρχίας της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας, μέσω της επίκλησης της άμεσης δημοκρατίας ως κορωνίδας της ανθρώπινης ελευθερίας.

Καταλαβαίνω ότι και η κλασική ελευθεριακή προσήλωση στην άμεση συντριβή κάθε μορφής εξουσίας με το αίτημα «ελευθερία τώρα!», έμοιαζε, σε αντίθεση με τον μαρξισμό, να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη το (ενδιάμεσο) πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας, όπως το θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Η «διόρθωση» όμως, μέσω της επίκλησης της άμεσης δημοκρατίας, έφερε ένα νέο πρόβλημα, αυτό δηλαδή που ανέφερα ως λήθη του αυταρχικού χαρακτήρα κάθε κράτους, ακόμα και αυτού που θεσμοποιεί την κυριαρχία των πολλών επί των λίγων. Η πολιτική εξουσία όπως την ξέρουμε δεν είναι μία φυσική, αιώνια πραγματικότητα, της οποίας την καλύτερη ή λιγότερο κακή μορφή πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική εξουσία αποτελεί προϊόν της ταξικής κοινωνίας, και δεν μπορεί παρά να πεθάνει μαζί της.

 

[1] “Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου”, Ουτοπία, τ. 113 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2015), σσ. 149-162.

[2] Paul Avrich, “Kronstadt, 1921” (Princeton Legacy Library), January 1, 1991. Καίρια αποσπάσματα του βιβλίου αυτού υπάρχουν διαθέσιμα εδώ:
http://www.platypus1917.org/wp-content/uploads/readings/avrichpaul_kronstadt1921ex.pdf
Παρόμοια άποψη έχει εκφράσει και ο Βικτόρ Σερζ στο έργο του για την Κροστάνδη, εδώ (στην ενότητα «Γιατί υποστήριξα τους μπολσεβίκους»):
http://www.marxists.org/archive/serge/1945/memoirs/ch04x.htm#h3

[3]«Όταν ο Θιέρσος […] επέβαλε την ανθρώπινη πρακτική τουφεκισμού Κομμουνάρων αιχμαλώτων, η Κομμούνα, για να τους προστατέψει, αναγκάστηκε να καταφύγει στην πρωσική πρακτική κράτησης ομήρων. Το δικαίωμα στη ζωή των ομήρων αυτών καταπατήθηκε επανειλημμένα από τις συνεχείς εκτελέσεις αιχμαλώτων εκ μέρους των Βερσαλλιών. Πως θα μπορούσαν να σωθούν πια μετά τη σφαγή με την οποία οι πραιτοριανοί του MacMahon γιόρτασαν την είσοδό τους στο Παρίσι; […] Πραγματικός δολοφόνος […] ήταν ο Θιέρσος.» (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/ch06.htm

[4] Για παράδειγμα: «Με τη διστακτικότητά της να συνεχίσει τον εμφύλιο πόλεμο που κηρύχθηκε από τη ληστρική απόπειρα του Θιέρσου στη Μονμάρτη, τούτη τη φορά η Κεντρική Επιτροπή αποδείχτηκε ένοχη ενός λάθους αποφασιστικής σημασίας, καθώς δεν εφόρμησε στις Βερσαλλίες». (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/ch04.htm
Στη βιβλιοκριτική μου αναφέρω εν τάχει και τα υπόλοιπα βασικά σημεία της κριτικής του Μαρξ στην Κομμούνα.

[5] «Όμως προτού να επιτευχθεί μια τέτοια αλλαγή, μία προλεταριακή δικτατορία θα ήταν απαραίτητη, με πρώτη προϋπόθεσή της έναν προλεταριακό στρατό.» (δική μου μετάφραση)
http://www.marxists.org/archive/marx/bio/media/marx/71_10_15.htm

[6] «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου»
http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/feb/x01.htm

[7] Moshe Lewin, Lenin’s Last Struggle (Ann Arbor Paperbacks for the Study of Russian and Soviet History and Politics), May 4, 2005

[8] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/09/11.htm

[9] Αυτά όλα έχουν ξεχαστεί και θεωρείται ότι ο μαρξισμός πάντα στήριζε τον κρατισμό ή και τον ολοκληρωτισμό ακόμα, επειδή ο Στάλιν μεταβάπτισε τις εθνικές συνθήκες εξαθλίωσης στη Ρωσία σε σοσιαλισμό. Με την ίδια έννοια, η συμμετοχή των ισπανών αναρχικών σε υπουργικούς θώκους στην Ισπανία, και μάλιστα εντός αστικής «αντιφασιστικής» κυβέρνησης η οποία κατέστειλε την εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1937, θα έπρεπε να σημαίνει συλλήβδην καταδίκη του αναρχισμού.  Όχι βέβαια ότι ο σταλινισμός είναι παντελώς άσχετος με τον Μαρξ και τον Λένιν. Η ιστορική όμως συσχέτιση του σταλινισμού με τον Μαρξ και τον Λένιν, δεν σημαίνει αναγκαστικά και κάποια λογική τους συσχέτιση (όπως το έθετε ο Τρότσκι και για τη σχέση σταλινισμού και μπολσεβικισμού).

[10] Καρλ Μαρξ, «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», (Σύγχρονη Εποχή), Αθήνα 2007, σσ. 22-23.

Θοδωρής Βελισσάρης

15/2/2016

[Σημειώσεις επί των οποίων βασίστηκε η σχετική παρουσίαση στο συνεργατικό βιβλιοπωλείο “Ακυβέρνητες Πολιτείες” στη Θεσσαλονίκη]

Η αλήθεια είναι ότι ο μαρξισμός μοιάζει ιδιαίτερα παρωχημένος σήμερα. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο αιώνα, δεν υπάρχουν ούτε τόσα ισχυρά κόμματα και οργανώσεις διεθνώς, ούτε τόσοι διανοούμενοι που να εντάσσονται στη μαρξιστική παράδοση.

Όπως το έθεσε ένας Αμερικάνος σύντροφός μας σε ένα άρθρο του, σήμερα ο μαρξισμός μοιάζει να «έχει επιβιώσει ως ‘ανάλυση’, αλλά χωρίς σαφή πρακτική σημασία∙ ενώ ο ‘κομμουνισμός’ έχει επιβιώσει ως ηθική στάση, χωρίς αποτελεσματική πολιτική.»

Από την άλλη, τι έγινε μόλις ξέσπασε η πρόσφατη κρίση; Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις του «Κεφαλαίου», του μεγάλου έργου του Μαρξ, διεθνώς! Ίσως κάτι σημαίνει αυτό.

Επίσης, παρατηρείται συχνά οι μη-μαρξιστές, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει υποτίθεται τον Μαρξ και τον μαρξισμό, να νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν αναλυτικά γιατί ο Μαρξ έχει άδικο, γιατί είναι ξεπερασμένος, γιατί ένα μόνο μέρος των ιδεών του μπορεί να είναι χρήσιμο αλλά το υπόλοιπο άχρηστο (ας πούμε οι «οικονομικές» του θεωρίες είναι έγκυρες, ενώ οι πολιτικές “silly”, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Χόλογουεϊ απαντώντας σε μία ερώτησή μου εδώ στη Θεσσαλονίκη). Αν ο Μαρξισμός είχε ξεπεραστεί εντελώς ιστορικά, και δεν είχε καμία σημασία, αμφιβάλω αν θα ένιωθε κανείς την ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται σε τέτοιο βαθμό αρνητικά, μέσω του Μαρξ. (Ας πούμε οι αναρχικοί δικαιολογούν συχνά τις πολιτικές επιλογές τους αναδεικνύοντας περισσότερο τις αποτυχίες της μαρξιστικής πολιτικής,  ή ο Καστοριάδης αφιερώνει 100 σελίδες αποδόμησης του Μαρξ, όχι τόσο πετυχημένες κατά τη γνώμη μου, προτού να πει τα δικά του στη Φαντασιακή κλπ).  Είναι σαν κάτι να μας φαγουρίζει κάπου στην πλάτη, και να μην περνάει οριστικά όσο κι αν το ξύνουμε, ή σα να μην το φτάνουμε ποτέ ακριβώς… ή κάτι τέτοιο, ας μη συνεχίσω μ’ αυτή την αρκετά εξεζητημένη μεταφορά!

Ας έρθουμε όμως στο ψητό, τι είναι ή, ίσως, τι ήταν ο μαρξισμός.
Και εδώ μπορούμε σιγά σιγά να περάσουμε και στο διάγραμμα που έχετε στα χέρια σας.

Σήμερα τείνουμε να πιστεύουμε ότι όλες οι μεταβολές στην ιστορία ήταν πάνω-κάτω εξίσου σημαντικές, αν όχι εξίσου αδιάφορες. Και ότι για παράδειγμα ένα πιθανό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό (ή κάπου αλλού), θα είναι παρόμοιας τάξεως και σημασίας με το πέρασμα π.χ. από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Και ότι ο Μαρξ ασχολήθηκε μ’ αυτή την, άνευ ιδιαιτερότητας, πιθανή μετάβαση, μία μεταξύ πολλών άλλων.
Όμως για τους κλασικούς μαρξιστές ήταν κοινός τόπος η υπόθεση ότι η μετάβαση στην αστική κοινωνία σηματοδοτούσε μία αλλαγή παρόμοιας σημασίας και βεληνεκούς με αυτή που σηματοδοτούσε η άνοδος της νεολιθική κοινωνίας.

Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή.

Παλαιολιθική:

Κάποια στιγμή στην ιστορία της φύσης αναδύεται η ανθρωπότητα. Αυτό αποτελεί τρόπον τινά μία κρίση της φύσης, μία τομή που σηματοδοτεί μία πολύ σημαντική αλλαγή. Μιλάμε τότε μόνο για εμφάνιση του ανθρώπου, σε σχέση με τους προγόνους του Ανθρωπίδες, ή μεγάλους πιθήκους. Γιατί; Ίσως ιδιαίτερη σημασία έχει μία διαφορά που έρχεται στο επίπεδο της συνείδησης. Η ικανότητα συμβολικής έκφρασης των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση, αλλά και μεταξύ τους, κυρίως μέσω της ανάπτυξης της γλώσσας. Εδώ οι άνθρωποι είναι νομάδες, κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Δεν θέλω να επιμείνω πολύ εδώ, απλά να γίνει κατανοητή η ριζική διαφορά του τρόπου ζωής τότε από τον δικό μας. Το κοσμοείδωλό τους εικάζεται ότι κυριαρχούνταν από μία μυθική αλληλοδιαπλοκή ανθρώπου/φύσης/χρόνου/και κόσμου εν γένει. Για παράδειγμα κάθε κυνηγός την ώρα που κυνηγούσε ταυτιζόταν με τον πρώτο κυνηγό, και απαγορευόταν μέχρι οστρακισμού το να κυνηγάς διαφορετικά από τον τρόπο που υποτίθεται κυνηγούσε αυτός! Επικρατούσε ο Τοτεμισμός. Τα ζώα και η ανθρώπινη φυλή θεωρούνται συχνά ενιαία. Δοξασίες για παράδειγμα ότι αν αρρωστήσει το ζώο που κυνηγά, αρρωσταίνει και ο κυνηγός του. Επίσης υπήρχαν σημαντικά στοιχεία ισότητας/εξισωτισμού στις κοινωνίες αυτές (μητριαρχία, γεροντοκρατίες – όλοι κάποτε γερνάμε).

Δεν θα μπω τώρα σε μια αξιολόγηση του τρόπου ζωής στην Παλαιολιθική (δεν θέλω να τα παρουσιάσω όλα ρόδινα, – υπήρχε βία, απίστευτη ανασφάλεια, δεσμοί αίματος κλπ).
Αν ζούσαμε πάντως  σήμερα ακόμα όπως αυτοί, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για το πρόβλημα της ελευθερίας στην ιστορία της ανθρωπότητας! Μπορούμε να μιλάμε γιατί, περίπου 10.000 χρόνια πριν, λαμβάνει χώρα μία κοσμοϊστορικής σημασίας τομή.

Νεολιθική – Γεωργική επανάσταση [δεν έγινε αυτόματα, πρώτα γεωργική και σταδιακά νεολιθική]:

Γιατί συμβαίνει; Επηρεάστηκε ίσως από την κλιματική αλλαγή; Την εξάλειψη των μεγάλων ζώων; Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει ότι όντως έλαβε χώρα και σηματοδότησε μία κρίση για την ίδια την ανθρωπότητα, εγκαθιδρύοντας αυτόν που γνωρίζουμε ως παραδοσιακό πολιτισμό! Κολοσσιαίες αλλαγές: Εδώ έχουμε πλέον μόνιμη εγκατάσταση, αγροτικό τρόπο ζωής, εξημέρωση ζώων και φυτών. Αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής. Για παράδειγμα παρατηρείται δραματική πτώση του ατομικού επιπέδου ζωής και υγείας σε σχέση με Παλαιολιθική. Μόνο στον 20ό αι. πιάσαμε το προσδόκιμο της Παλαιολιθικής! Ακόμα και σήμερα μας ταλαιπωρούν σημάδια αυτής της μετάβασης. Γρίπη πτηνών, γρίπη χοίρων, ως κατάλοιπα των προβλημάτων που έφερε η εξημέρωση των ζώων και η συνύπαρξη μαζί τους.  Ό,τι δύναμη πάντως χάνεται ατομικά, κερδίζεται συλλογικά. Αυτή η συλλογική δύναμη άφησε εκτυφλωτικά μνημεία πολιτισμού τα οποία θαυμάζουμε ακόμα και σήμερα, καθώς και έναν πρωτοφανή πλούτο (βασίστηκαν βέβαια στην καταναγκαστική εργασία χιλιάδων…).

Εμφανίζονται πανίσχυρα διοικητικά κέντρα, οι πόλεις, στις οποίες αναδύεται η έννοια του πολίτη, και σπάει ο δεσμός αίματος και συγγένειας που καθόριζε τις κοινωνικές σχέσεις πρωτύτερα. (αν και η πλειοψηφία δεν ζει ακόμα τότε σε πόλεις, αυτό έγινε στις αρχές του 21ου αι. – η πόλη ζει τότε από το πλεόνασμα της υπαίθρου. Αργότερα, στην νεωτερικότητα η πόλη γίνεται το κέντρο παραγωγής!).

Βασικό χαρακτηριστικό της ζωής μετά τη νεολιθική επανάσταση είναι η προσαρμογή σε ό,τι θεωρείται «μεγάλη αλυσίδα των όντων»: θεϊκή τάξη – κάστες – γη
Κάστες: Βασιλιάς – παπάδες/κλήρος – αριστοκρατία/πολεμιστές – εργάτες γης/χωρικοί].
Αλλάζει η έννοια του χρόνου και του χώρου. Όσον αφορά το χρόνο: ημερολόγια ανάλογα με γεωργικές ανάγκες. Χώρος: κατάτμηση γης για καλλιέργεια (για πώληση από το 1500 κι έπειτα!). Έχουμε γραφή, εγγράματο πολιτισμό. Την επικράτηση της πατριαρχίας.
Όσον αφορά την εργασία θεωρείται καθήκον, όχι επιλογή, όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Όπως γεννιόσουν έτσι πέθαινες, είτε βασιλιάς, είτε δούλος.

Τώρα, μια σημείωση, παρότι εμείς συζητάμε την παλαιολιθική και νεολιθική κοινωνία ως «οικονομίες», ως «τρόπους παραγωγής», τότε δεν θα έβλεπαν τον εαυτό τους έτσι αναγκαστικά. Στον παραδοσιακό πολιτισμό αν ρωτούσες κάποιον δεν θα σου έλεγε ότι ζει σε φεουδαρχία ή δουλοκτητική κοινωνία, ίσως θα έλεγαν ότι ζούσαν σε μία θρησκεία, στο βασίλειο του Θεού.

Στα «θετικά», μπορούμε να διακρίνουμε μία στοιχειώδη εξατομίκευση, κάποια ίχνη ελευθερίας, αλλά για απειροελάχιστα μέλη των ελίτ. Μην ξεχνάμε ότι γι’ αυτή την ελευθερία προϋπόθεση ήταν η καταναγκαστική εργασία και η ύπαρξη δούλων.

Όσον αφορά την πολιτική, ο Αριστοτέλης δίνει τον κλασικό ορισμό του ανθρώπου για όλη αυτή την περίοδο.
«Ζώον πολιτικόν». [Ακόμα κι εδώ, που είναι πολύ προχωρημένη η σύλληψη, πέφτει βαριά η σκιά μιας ιδέας περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης]. Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι δημιουργούμε την πόλη μας – αλλά προσοχή, με ποια έννοια; Δημιουργούμε την πολιτική μας ζωή με βάση τις αξίες μας, οριζόμενες από μία συγκεκριμένη ιδέα του Αγαθού! Η πολιτική περιοριζόταν από πανίσχυρα έθιμα. Για τίποτα δεν μπορούσες να πεις: εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Ακόμα και για οικογενειακή υποθέσεις. Η Αθήνα αποτελεί ως ένα βαθμό την εξαίρεση που αποδεικνύει τον κανόνα (κάπως – μην ξεχνάμε την καταδίκη του Σωκράτη) λόγω ανάπτυξης εμπορίου: τους έκανε ανοιχτόμυαλους / και βεβαίως πλούσιους.

Παρότι την έχουμε ξεπεράσει, και θα δούμε αν και πως σε λίγο, η νεολιθική επανάσταση και η ιστορία του πολιτισμού που την ακολούθησε μας έχει επηρεάσει έντονα.
Ας πούμε, πολλοί σύγχρονοι επαναστάτες επικαλούνταν κινήματα χειραφέτησης του παραδοσιακού πολιτισμού. Οι χωρικοί και ο ηγέτης τους Τόμας Μύντσερ, επικαλούνταν στον πόλεμό τους εναντίον της απολυταρχίας τη διδασκαλία του Χριστού, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Μωϋσή που οδήγησε τους εβραίους μακριά από την αιγυπτιακή κυριαρχία. Η Λούξεμπουργκ επικαλούνταν την εξέγερση του Σπάρτακου. Αλλά αυτές οι εξεγέρσεις στον παραδοσιακό πολιτισμό, δεν αμφισβητούσαν τον κατεστημένο τρόπο ζωής και τις ίδιες τις κάστες. Ζητούσαν καλύτερο βασιλιά, όχι το τέλος των βασιλιάδων. Καλύτερη ιεραρχία, όχι το τέλος των ιεραρχιών. Για κάτι τέτοιο χρειάστηκαν οι αστικές επαναστάσεις!

Αλλά ήδη, προτού περάσουμε σ’ αυτές, και μόνο με τη νεολιθική και γεωργική επανάσταση και τις τομές που σηματοδότησαν, πως μπορούμε να μην είμαστε καχύποπτοι όταν ακούμε όλα αυτά περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, αυτά τα «καληνύχτα Κεμάλ, ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» του Χατζιδάκι κλπ! Παρά τις κοινοτοπίες αυτές, η ανθρωπότητα μετασχημάτισε ριζικά τον εαυτό της αρκετές φορές στην ιστορία. Και τώρα περνάμε στην κρισιμότερη ίσως τομή.

Αστική επανάσταση:

Εδώ μιλάμε για την κρίση σύνολου του παραδοσιακού πολιτισμού που κυριαρχούσε επί 10.000 χρόνια περίπου! Οι κάστες και η θρησκεία που τις νομιμοποεί αμφισβητούνται για πρώτη φορά! Ο όρος αστική εδώ  δεν αναφέρεται στην αστική τάξη ή την καπιταλιστική, αλλά κυρίως στις κοινωνικές σχέσεις της νεώτερης πόλης. Αστικός – άστυ. Οι πόλεις γίνονται κέντρα, όχι συγκέντρωσης του πλεονάσματος, πλέον,  αλλά παραγωγής του πλεονάσματος.
Οι κάστες είπαμε ότι κατά βάση διαχώριζαν αυτούς που προσεύχονται, αυτούς που πολεμούν, και αυτούς που εργάζονται. Αυτή η τελευταία είναι η Τρίτη Τάξη, όλοι όσοι εργάζονται, που εξεγείρεται ενάντια στις κατεστημένες ιεραρχίες και σχέσεις, σε μία σειρά από αστικές επαναστάσεις, από την εξέγερση των ολλανδικών πόλεων μέχρι τη μεγάλη Γαλλική επανάσταση. Τι είναι η Τρίτη Τάξη; ρωτάει ο επαναστάτης Αββάς Σεγιέ: Δεν είναι τίποτα. Αλλά θέλει να γίνει τα πάντα. (τότε δεν θεωρούνταν ακόμα μεγάλης σημασίας η διάκριση μεταξύ «καπιταλιστή» και «εργάτη»).

Εδώ έχουμε πλέον τη μετάβαση από τον χωρικό στον εργάτη, με συντριβή όλων των παραδοσιακών καστών. Και αυτό το πέρασμα στην εργασία είναι πολύ ιδιαίτερο. Η εργασία δεν είναι πλέον προκαθορισμένη αλλά μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής. Συνήθως σκεφτόμαστε μόνο την αρνητική πλευρά της έννοιας εκμετάλλευση. Όμως με την άνοδό της ξεχνάμε αυτή την πλευρά της εργασίας, ότι πέρα από εκμετάλλευση, είναι αυτοεκμετάλλευση. Μπορώ να εκμεταλλευτώ τον εαυτό του κατά βούληση, να επιλέξω πως θα αξιοποιήσω τον εαυτό μου ως μέσο παραγωγής! Και όλοι μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Όπως το έθετε μία οξυδερκής, παρότι συντηρητική, στοχάστρια, η Χάννα Άρεντ, ακόμα και οι βασιλιάδες και οι πρωθυπουργοί σήμερα «κάνουν μία δουλειά» όπως όλοι  – πρέπει δηλαδή να δικαιολογούν την ύπαρξή τους μέσω της εργασίας τους! Η εργασία γίνεται το εισιτήριο εισόδου στην κοινωνική ζωή και στοιχίζεται με την υπόσχεση μίας άνευ προηγουμένου ελευθερίας για όλους. [Χέγκελ: αρχικά ένας, αργότερα μερικοί, σήμερα όλοι ελεύθεροι].

Μιλάμε για κοσμολογική αλλαγή (ο Μαρξ έλεγε ότι συντελείται η δημιουργία ενός ολόκληρου αστικού κόσμου): όλη η ανθρώπινη εμπειρία μεταμορφώνεται.

Δεν υπήρχε καν κοινωνία (π.χ. κοινωνιολογία), ή άτομο (π.χ. ψυχολογία) πριν την αστική κοινωνία. Αυτές οι αφηρημένες έννοιες απαιτούν την ισοπέδωση όλων κάτω από την εμπορευματική μορφή της εργασίας (γίναμε όλοι εμπορεύματα), σαν αυτά  τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, με τα καπέλα (που ίσως είναι πεπαλαιωμένα αισθητικά κατά τη γνώμη μου, αλλά περνάνε το μήνυμα).

Έχουμε πάλι αλλαγή στη σύλληψη χώρου και χρόνου. Χρόνος: απόλυτος, για μετρησιμότητα, ακρίβεια, σύγκριση, αποτελεσματικότητα. Χώρος: έθνη – κράτη. Σαφή σύνορα (Βεστφαλιανό σύστημα).

Ιδιοκτησία προκύπτει και νομιμοποιείται από την εργασία (Λοκ). Και η κοινωνία από συμβόλαιο (όχι από Θεό).

Εδραιώνεται η ιδέα της ελευθερίας και η υπόθεση περί ανεξάντλητων ανθρώπινων δυνατοτήτων. [Ναπολέοντας – Ιένα – Χέγκελ]

Άνθρωπος. Από πολιτικό ζώο, μετατρέπεται σε ζώο που παράγει αποτελεσματικά: Homo faber, Homo economicus.

Όραμα αστικής κοινωνίας συνοψίζεται καλά από τον  Άνταμ Σμιθ. Επιλογή εργασίας σημαίνει αύξηση παραγωγικότητας εργασίας, άρα και αξίας της εργασίας. Συνεπώς σημαίνει ικανοποίηση περισσότερων αναγκών. Ανάπτυξη/προαγωγή ανθρώπινων δυνατοτήτων και ελευθερίας.

Δεν ξέρω πόσο καλά ανταποκρίνεται η περιγραφή μου γι’ αυτή, αλλά μιλάμε για μία κοσμολογική μεταβολή απίστευτου βεληνεκούς. Η ζωή από τρόπος του είναι μεταμορφώνεται σε τρόπος του γίγνεσθαι. Και μιλάμε όχι απλά για την ελευθερία να είσαι κάτι, αλλά να γίνεσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Μαρξ και Μαρξισμός

Μια πολύ ωραία περιγραφή αυτής της τομής κάνει ο Λουί Μενάντ, αναδεικνύοντας και τη σημασία του Μαρξ.

Ας δώσουμε λίγο και τον λόγο στον ίδιο τον Μαρξ, σε ένα απόσπασμα από τα Γκρούντρισε.

Άρα σιγά σιγά γίνεται κατανοητό γιατί έπρεπε να κάνουμε όλο αυτό το ιστορικό ταξίδι για να καταλήξουμε στον Μαρξ, γιατί δεν αρκούν οι αστοί στοχαστές για την επαρκή συνείδηση των καθηκόντων της εποχής μας, και γιατί χρειάζεται ο 2ος Διαφωτισμός που αναφέρθηκε πριν μέσω του Μενάντ.

Η πορεία αστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων προς την ελευθερία δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ομαλά: η παραγωγικότητα του Σμιθ δεν αύξησε την αξία της εργασίας, και το όραμα του Καντ για την παγκόσμια ειρήνη έμεινε στα χαρτιά. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση η αστική επανάσταση έμπλεξε σε μία σειρά εμποδίων, επιπλοκών και αντιφάσεων, τις οποίες προσπάθησε να συλλάβει ο Μαρξ.

Η Βιομηχανική επανάσταση (χονδρικά 1750-1850) επηρέασε επίσης ολόκληρη την κοινωνική ζωή, δεν είχε αντίκτυπο μόνο στην οικονομία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν η μαζική υποκατάσταση εργασίας από μηχανές, με την οποία επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγικότητα με ταυτόχρονη υποβάθμιση της αξίας της εργασίας (εδώ αρχίζει να έχει σημασία η διάκριση μεταξύ μισθών και κεφαλαίου, γιατί η υποβάθμιση της αξίας της εργασίας δεν θίγει εξίσου εργάτες και καπιταλιστές, το αντίθετο). Πριν την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης, την περίοδο που ο Μαρξ περιγράφει ως μανιφακτούρα, οι ίδιοι οι εργάτες διαμόρφωναν την εργασία, τον ρόλο των μηχανών στην παραγωγή. Με τη μεγάλη βιομηχανία, οι μηχανές διαμορφώνουν την εργασία και τον ρόλο των εργατών.

Συνέπειες πολύ σοβαρές: Για πρώτη φορά έχουμε καθαρά οικονομικές κρίσεις  (μέχρι τότε τις αντιμετώπιζαν σαν σπάνια φυσικά φαινόμενα ή προσωρινά ατυχήματα). Μαζική φτωχοποίηση. Αναδύεται ο εφεδρικός στρατός εργασίας, οι άνεργοι, ένα σταθερά πλεονάζον, περιττό μέρος του πληθυσμού. Πρώτη φορά αναδύεται και το προλεταριάτο (ο Μαρξ δεν αναφέρεται πλέον στις εργαζόμενες τάξεις γενικά όπως οι ριζοσπάστες αστοί).

Η αντίφαση για Μαρξ στο νέο αυτό πλαίσιο συνοψιζόταν στο γεγονός ότι η εργασία παρέμενε μέτρο της αξίας: πουλάμε χρονικά καταμετρημένη εργασία για να επιβιώσουμε (ό,τι αποκαλούμε γενικότερα σχέσεις παραγωγής) ενώ συγχρόνως η εργασία απαξιωνόταν και γινόταν περιττή από τη σκοπιά της ανάπτυξης των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων. Φτώχεια εν μέσω πλούτου, ανεργία εν μέσω γιγαντιαίας αύξησης του κεφαλαίου, ο Μαρξ λέει ότι εν μέσω αφάνταστου πλούτου η σπηλιά του πρωτόγονου αρχίζει να μοιάζει πιο ζεστή και βολική από το δωμάτιο του εργάτη.

Αν προ-νεωτερικά υπήρχε απόλυτη εξάρτηση κάθε υποκειμένου από το περιβάλλον του, με την αστική επανάσταση φάνηκε να επικρατεί μία υποκειμενική αίσθηση ελευθερίας, και οι αντικειμενικές δυνάμεις έμοιαζαν να την ευνοούν. Στο κεφάλαιο, διατηρείται αυτή η υποκειμενική αίσθηση, αλλά ταυτόχρονα πέφτει βαριά η σκιά μίας αντικειμενικής εξάρτησης των υποκειμένων από μία διαδικασία που βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό τους – την τυφλή δυναμική του κεφαλαίου (που, ό,τι και να κάνουμε, φέρνει κρίσεις, ανεργία κλπ).

Αυτό δεν οδηγεί τον Μαρξ σε ένα είδος ρομαντικού αντικαπιταλισμού και μίσους των μηχανών. Αναγνωρίζει την οπισθοδρόμηση αλλά συγχρόνως ανιχνεύει τις δυνατότητες, μέσω των μαζικών σοσιαλιστικών κινημάτων που αναδύονται εν μέσω αυτής της κρίσης, να γίνει η οπισθοδρόμηση ευκαιρία για την πλήρωση της αστικής υπόσχεσης για ελευθερία. Ελευθερία τώρα όχι απλά μέσω της εργασίας, αλλά τόσο μέσω όσο και πέρα από την εργασία ως κοινωνικό μέτρο της αξίας. [Κοινωνική διάνοια. «Άλμα» έξω από την παραγωγή.]

Το κρίσιμο σημείο για τον Μαρξ είναι η έμφαση στο γεγονός ότι η αστική επανάσταση, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, συνεχίζεται (βλέπουμε μέχρι σήμερα να ξεσπούν κινήματα που διεκδικούν δημοκρατία εναντίον του αυταρχισμού!). Ότι είμαστε, λοιπόν, στα μισά μίας ατελούς μετάβασης, της αστικής κοινωνίας (και της κρίσης της υπό το κεφάλαιο) ως τελευταίου σταδίου της προϊστορίας και δυνητικά πρώτου σταδίου της πραγματικής ιστορίας.

Δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη και σταθερή αστική κοινωνία, αλλά μόνο μία διαδικασία αστικής επανάστασης την οποία συσκότισε και έκανε περισσότερη σύνθετη και προβληματική ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ θα ήταν η ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης, το τέλος της ιστορίας του παραδοσιακού πολιτισμού και η αρχή της ελευθερίας (δηλαδή ο σοσιαλισμός δεν είναι το τελευταίο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, επιτρέπει απλά την ιστορία να ξεκινήσει ελεύθερα προς μορφές που δεν μπορούμε να προβλέψουμε).

Η Αριστερά σήμερα έχει ξεχάσει αυτή τη διαλεκτική. Ότι η αστική επανάσταση παραμένει αντιφατική επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί. Ότι συγχρόνως παλεύουμε για την πραγμάτωση και το ξεπέρασμα της αστικής κοινωνίας (υπό το κεφάλαιο, το οποίο δεν είναι “σύστημα” αλλά μάλλον μία συνεχής κρίση, μία διαδικασία αποσύνθεσης).

Ο Μαρξ παρουσιάζεται συνήθως σαν γκρούπι του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ως «τέλους της ιστορίας», και της εργατικής τάξης ως υποτιθέμενα κυρίαρχης σ’ αυτούς, ενώ αντιθέτως θεωρούσε σημαντικότερο καθήκον του την κριτική τους (και φυσικά στόχος της εργατικής εξουσίας γι’ αυτόν ήταν η κατάργηση όλων των τάξεων, της εργατικής συμπεριλαμβανομένης).

Όπως έγραψε ο ίδιος, σ’ ένα γράμμα [το 1843] στον Άρνολντ Ρούγκε,  «ο κομμουνισμός είναι μια δογματική αφαίρεση και…  αποτελεί μονάχα μερική εκδήλωση της ανθρωπιστικής αρχής και έχει μολυνθεί από το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία».

Και στα χειρόγραφα του ’44: «Ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η δυναμική αρχή του άμεσουμέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός ως τέτοιος δεν αποτελεί τον σκοπό της ανθρώπινης ανάπτυξης, τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας».

Υπό αυτό το πρίσμα προσέγγισε ο Μαρξ τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της εποχής του.

Το 1848 οι εργάτες εξεγέρθηκαν απαιτώντας την εκπλήρωση των αστικών υποσχέσεων, απαιτώντας δουλειά. Μπορεί το αίτημα να ακουγόταν  συντηρητικό, και για την ακρίβεια καθαρά αστικό, αλλά για τον Μαρξ άνοιγε το θέμα του ελέγχου της παραγωγής από τους εργάτες, και των δυνητικά επαναστατικών χειρισμών των αντιφάσεων στις οποίες είχε εισέλθει η αστική κοινωνία εν γένει. Το προλεταριάτο είναι σημαντικό γιατί είναι αυτό που συγκροτεί με τους αγώνες του αυτή την περίοδο το κεφάλαιο (οδηγώντας την αστική τάξη στη διαδικασία απόσπασης σχετικής υπεραξίας).

Η αποτυχία της επανάστασης των εργατών και όσα ακολούθησαν οδήγησε τον Μαρξ στην έννοια του Βοναπαρτισμού ως πολιτική έκφραση της δυναμικής του κεφαλαίου. Ο Βοναπαρτισμός είναι μία κατάσταση όπου η αστική τάξη δεν είναι ικανή να ηγείται πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη ακόμα να αναλάβει αυτή τα ηνία. Το πρόβλημα τώρα δεν ήταν απλά η εκμετάλλευση μίας τάξης από μια άλλη, όπως της Τρίτης Τάξης από την αριστοκρατία και τον κλήρο, αλλά η κυριαρχία του κεφαλαίου επί σύνολης της κοινωνίας (αν δεν δούμε έτσι την πάλη, και μιλάμε απλά για εκμετάλλευση, τότε θα αναπαράγουμε στο διηνεκές την πάλη της Τρίτης Τάξης και θα ανασυγκροτούμε αυτό που θέλουμε να ξεπεράσουμε!).

Σχετικά με την κοινωνική κυριαρχία ως ίδιον γνώρισμα του καπιταλισμού: Ούτε οι καπιταλιστές δεν είναι ελεύθεροι – δεν μπορούν να αποτρέψουν οικονομικές κρίσεις, δεν μπορούν να σχεδιάσουν συνειδητά την οικονομία. Ασχέτως του ότι μοιράζονται τη λεία, τα λάφυρα, αυτής της απρόσωπης διαδικασίας κοινωνικής αποσύνθεσης υπό το κεφάλαιο, και ασχέτως του ότι αν μπορούσαν να σχεδιάσουν τον κόσμο, πιθανότατα να τον έκαναν έτσι όπως είναι. Για τον Μαρξ, μπορείς να έχεις καπιταλισμό ακόμα και χωρίς καπιταλιστές! Να πόσο διαφέρουν οι απόψεις του Μαρξ από όσα ακούγονται συνήθως γι’ αυτόν! [καπιταλιστές: ανθρώπινες μάσκες του κεφαλαίου – αντιστροφή αιτίας και αιτιατού].

Τι σημαίνει λοιπόν ότι ζούμε στον καπιταλισμό; Ότι υπάρχουν πλούσιοι; Ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση; Αυτά υπήρχαν και παλιότερα. Το βασικό ερώτημα είναι αν η κοινωνία μεσολαβείται ακόμα από την εμπορευματική μορφή της εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βασική αντίφαση είναι απλά εργάτης εναντίον καπιταλιστή, και όλα τ’ άλλα δευτερεύοντα. Όχι! Σημαίνει ότι η κοινωνία σε όλα τα επίπεδα πρέπει να αναπαράγεται γύρω από την αξία της εργασίας ως κοινωνικής σχέσης. Η εργασία ως αξία χρειάζεται εξίσου μία οικονομία, μία σεξουαλικότητα, μία οικογενειακή ζωή, μία θρησκεία, μία τέχνη που να εκφράζουν τις παθογένειες αυτής της αναπαραγωγής σε όλη την πολυπλοκότητά της. Δεν αδιαφορεί ο μαρξισμός για όλα αυτά τα πεδία! Με τη βιομηχανική επανάσταση, όλη η κοινωνία που βασίζεται στην ανταλλαγή της εργασίας μπαίνει σε κρίση!

Μαρξισμός λοιπόν είναι η κριτική συνείδηση του δυνητικά μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής μας, με όλες τις παθογένειές της, προς την κατεύθυνση μίας πρωτοφανούς ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Μετέχουμε ακόμα στον μεταβατικό αυτό χαρακτήρα της εποχής μας, αλλά η επίγνωσή της ως τέτοια φαίνεται να μας διαφεύγει. Ακόμα κι αν απέτυχε ο μαρξισμός, απέτυχε με τον πιο σημαντικό και συγκλονιστικό τρόπο (1917).  Αν τον αντιμετωπίζουμε ως καρικατούρα, τότε πιθανώς καρικατουρίστικες θα είναι και οι προσπάθειές μας ξεπεράσματός του. Αν τον ανακτήσουμε ουσιαστικά, ίσως θα τον ξεπεράσουμε και ουσιαστικά. Ο μαρξισμός δεν έχει από μόνος του σημασία. Μπορεί μόνο να γίνει σημαντικός από μας, εμείς να τον κάνουμε σημαντικό πετυχαίνοντας εκεί όπου αυτός απέτυχε.

Θοδωρής Βελισσάρης

22/8/2015

 

Ένα φάντασμα πλανάται τελευταία πάνω από την Αριστερά: το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας. Κι αν τα φαντάσματα των κυρίαρχων – όπως το «φάντασμα του κομμουνισμού» πάνω από την Ευρώπη – εξέφραζαν παλιότερα υπαρκτές κοινωνικές τάσεις, τα φαντάσματα της Αριστεράς μοιάζουν αντιθέτως να αγνοούν τις τάσεις αυτές. Το φάντασμα του κομμουνισμού αποτελούσε πραγματικό ιστορικό παράγοντα, ενώ το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας φαίνεται παρωχημένο και άνευ σημασίας.

Οι θιασώτες της εθνικής κυριαρχίας διαμαρτύρονται επειδή στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας οι λαοί παραμερίζονται και επικρατούν ως μονόδρομοι οι πολιτικές των υπερεθνικών τεχνοκρατών της εξουσίας. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε και την ελευθεριακή και αντεξουσιαστική Αριστερά μαζί με τα ιδεώδη τοπικής κυριαρχίας, αυτονομίας και αυτάρκειας που προωθεί. Από τη μία έχουμε το πρόταγμα ενός κρατισμού, από την άλλη το πρόταγμα ενός τοπικισμού. Όταν μιλάμε για εθνική αυτοκυριαρχία, η έμφαση είναι στην έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας, γι’ αυτό και μπορούμε να την αναγνωρίσου ακόμα και σε εχθρούς του έθνους-κράτους (πολλοί από τους οποίους, από την άλλη, θεωρούν ρητά την εθνική αυτοκυριαρχία ως βήμα προόδου προς την αντεθνική ή τοπική αυτοκυριαρχία που οραματίζονται). Με τον τρόπο αυτό η έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας συνενώνει κρατιστές και αντικρατιστές .

Η προοπτική της χειραφέτησης μοιάζει να προκύπτει ως όραμα μόνο εφόσον οι λαοί κατορθώσουν πρώτα να ανακτήσουν την αυτοκυριαρχία τους από τις πανίσχυρες αγορές. Και αφού ανακτήσουν την εθνική ή τοπική κυριαρχία τους, και μόνο τότε, θα επιδοθούν στο έργο του αριστερού διεθνισμού. Κάθε διεθνισμός στην αντίληψη αυτή προϋποθέτει ισχυρά έθνη-κράτη και ισχυρές λαϊκές κοινότητες, ειδάλλως είναι ψευδεπίγραφος. Ιδού οι μαντικοί χρησμοί της κυρίαρχης Αριστεράς: δεν μπορούμε να περάσουμε από τον ψευδεπίγραφο διεθνισμό του συστήματος στον πραγματικό διεθνισμό. Ο τελευταίος προϋποθέτει μία μεγάλη παράκαμψη εθνικής και τοπικής αναδίπλωσης. Κάποια βήματα πίσω, και μετά ένα μπρος.

Εδώ προκύπτουν δύο προβλήματα: πρώτον, κατά πόσο είναι εφικτή μία παρόμοια αναδίπλωση, δεύτερον, κατά πόσο είναι πολιτικά επιθυμητή. Σχετικά με το πρώτο, ίσως αρκεί σε πρώτη φάση να σημειώσουμε ότι ακόμα και η ισχυρότερη δύναμη διεθνώς, οι ΗΠΑ, είναι οικονομικά εξαρτημένες από τη διεθνή αγορά, και σε καμία περίπτωση αυτάρκεις. Παρά το σχετικά μεγαλύτερο εύρος των επιμέρους πολιτικών που μπορούν να εφαρμόζουν, οι γενικές γραμμές της πολιτικής τους περιορίζονται από το διεθνές περιβάλλον. Οι ανάγκες σήμερα (ψευτο-)καλύπτονται μέσω ενός, άνευ προηγουμένου, διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας. Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, αναρωτιέται κανείς ποιο ιδιαίτερα αριστερό στοιχείο υπάρχει στα αιτήματα αυτά, ειδικά στο μέτρο που υποστηρίζονται και από τη Δεξιά. Για παράδειγμα, ο αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ για τερματισμό της λιτότητας στην Ελλάδα εντός της ευρωζώνης, κάλλιστα ήταν υπερασπίσιμος από τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Πως μπορεί κανείς να βρει τη διαφορά όταν τόσο ο Τσίπρας όσο και, ας πούμε, ο Φάρατζ του UKIP, ζητούν δημοκρατία στην Ευρώπη εννοώντας αναβάθμιση και σεβασμό του ρόλου και της εξουσίας κάθε έθνους-κράτους (ασχέτως του γεγονότος ότι ο πρώτος θέλει αυτή την αναβάθμιση εντός της ΕΕ) ; Πόσο πιο συντηρητικά μοιάζουν τα αιτήματα αυτά συγκρινόμενα ακόμα και με τις αστικές επαναστάσεις τις οποίες η Αριστερά φαντάζεται πως έχει ξεπεράσει πολιτικά, όπως την αμερικανική ή τη γαλλική, και τη διεθνή συναδέλφωση των λαών που επιδίωκαν;

Ένα πρόβλημα της Αριστεράς εν προκειμένω έγκειται στην πεποίθηση ότι ο εικοστός αιώνας ήταν ένας αιώνας προόδου για τις επαναστατικές ιδέες (και πράξεις). Αντιμετωπίζουμε μία πλήρη φυσικοποίηση του εθνικού ως θεμελιώδους, ή και μοναδικού, πλαισίου πολιτικής, εν είδει κληρονομιάς που συνεχίζουμε ασύνειδα. Ο σταλινισμός της ιδέας περί «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» κυριαρχεί σχεδόν αδιαμφισβήτητος μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών, με τόσο τους μεν όσο και τους δε να φαίνεται να ισχυρίζονται πως ένα έθνος μπορεί να ευδοκιμεί, ή έστω να βελτιώσει ριζικά την κατάστασή του, απλά με την εφαρμογή κατάλληλων εθνικών πολιτικών. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η ανάδυση της λεγόμενης «νέας Αριστεράς», η σημασία της οποίας υπερεκτιμάται παρά το στενά εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε, αποκομμένη από την ιδέα της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβαρής, στην πράξη, οργάνωσης προς την ιδέα αυτή.

Συγχρόνως, το αφήγημα περί τεχνοκρατών εναντίον δημοκρατίας, συσκοτίζει τη δυνατότητα να πολιτικοποιηθεί επαναστατικά αυτό που φαίνεται τεχνοκρατικό: το ξεμπέρδεμα με την αποστροφή «τεχνοκράτες!» υποκρύπτει το γεγονός ότι αυτοί εκφράζουν και χρησιμοποιούνται από κατεστημένες μορφές πολιτικής. Στην πραγματικότητα έχουμε τη σύγκρουση διαφορετικών πεδίων και μορφών πολιτικής, όχι τη σύγκρουση τεχνοκρατών και πολιτικής. Η εναντίωση στους τεχνοκράτες μπορεί να εκφράζει έναν φόβο απέναντι στις τρέχουσες μαζικές μορφές πολιτικής, και μάλιστα σε όσες είναι διεθνείς, άρα πιο ουσιαστικές. Ποιες συνθήκες όμως καθιστούν τους τεχνοκράτες σήμερα αναγκαίους, γιατί η μαζική πολιτική λαμβάνει σαν από αναγκαιότητα παρόμοια χαρακτηριστικά; Μια επαναστατική πολιτική δεν θα εργαλειοποιούσε τεχνοκράτες υπέρ της;

Μπορεί, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή να γίνει πεδίο επαναστατικής πολιτικής; Μπορεί μάλιστα η Αριστερά να ζητά τη διεύρυνση του πεδίου αυτού, πέρα από τον επαρχιώτικο αντιαμερικανισμό του ευρωπαϊκού κατεστημένου και τον ρατσισμό και τη φοβικότητά του απέναντι στις μεταναστευτικές ροές; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να είναι αυτομάτως αρνητική, χωρίς σοβαρή εξέτασή τους.

Δεν μπορούμε εδώ παρά να υπενθυμίσουμε, σε όσους στην Αριστερά υιοθετούν αβασάνιστα τα παραπάνω προτάγματα περί εθνικής και τοπικής κυριαρχίας, την πικρόχολη κριτική του Μαρξ απέναντι στο πρόγραμμα της Γκότα που υιοθέτησαν οι σύντροφοί του το 1875.

«Στην πραγματικότητα, ο διεθνισμός του προγράμματος στέκεται ακόμα απείρως χαμηλότερα από τον διεθνισμό του κόμματος του Ελεύθερου Εμπορίου. Το τελευταίο επίσης επιβεβαιώνει ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του θα είναι ‘η διεθνής συναδέλφωση των λαών’. Αλλά επίσης κάνει και κάτι ώστε να καταστήσει το εμπόριο διεθνές, και σε καμία περίπτωση δεν μένει ικανοποιημένο με τη συνείδηση ότι όλοι οι λαοί ασχολούνται με το εμπόριο στον τόπο τους».

Αναρωτήθηκε άραγε η Αριστερά εάν ο διεθνισμός της στέκεται απείρως χαμηλότερα από αυτόν της Δεξιάς όσο εκτυλίσσονταν τα πρόσφατα γεγονότα; Πόσο φτωχές σε σχέση με την αποτίμηση αυτή του Μαρξ ακούγονται διατυπώσεις όπως αυτές του νομπελίστα Στίγκλιτς ο οποίος, μέσω της προτίμησης του για το «όχι» κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα, ήλπιζε να μπορέσει ίσως η Ελλάδα «να πάρει το πεπρωμένο της στα χέρια της…», φράση σε διάφορες παραλλαγές της οποίας επιδίδεται συχνά η Αριστερά.

Όχι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διεθνιστική. Παραμένει μία τυπική συνένωση εθνών-κρατών, χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική δημοσιονομικής ενοποίησης, πόσο μάλλον πολιτικής (τουλάχιστον βραχυ- ή μεσο-πρόθεσμα). Και ακόμα κι αν η προοπτική αυτή μπει κάποια στιγμή στην ημερήσια διάταξη εντός του κατεστημένου πλαισίου, φαίνεται ότι θα έμπαινε και πάλι υπό την κρατικιστική οπτική μία κυρίαρχης Ευρώπης σε σχέση με τους μονίμως υφέρποντες «διεθνείς κινδύνους» (ΗΠΑ, Κίνα, και, το χειρότερο, μετανάστες).

Απέναντι στις, ψευδεπίγραφα διεθνιστικές, κατεστημένες δυνάμεις, η Αριστερά πρέπει να είναι πραγματικά διεθνιστική και όχι, λόγω αντανακλαστικών αντιδράσεων, εθνική ή τοπική στον προσανατολισμό. Και μάλιστα κατά φαντασία τοπική ή εθνική, στο μέτρο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί στην πράξη η τρέχουσα αλληλεξάρτηση που έχει επιτευχθεί διεθνώς (με όλες τις φρικτές ανισομέρειές της). Χωρίς την προοπτική επέκτασης μίας επανάστασης στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, καμία «οικονομική συμφωνία» δεν θα είναι αυτονόητα ουδέτερη, αθώα, ή προς το συμφέρον των καταπιεσμένων.

Ένα από τα πολλά ανεξέταστα «συμφωνημένα υπονοούμενα» της Αριστεράς είναι η αντίδραση, ως αυτοσκοπός, σε ό,τι θεωρείται κυρίαρχη καπιταλιστική πολιτική (με την παραγκωνισμένη ή πιο περιθωριακή καπιταλιστική πολιτική, ας πούμε του έθνους-κράτους, να θεωρείται αυτόματα προτιμότερη). Εντούτοις, η αφηρημένη απόλυτη αντίδραση στον καπιταλισμό δεν είναι αυτομάτως προοδευτική, μπορεί μάλιστα πολλές φορές να πολλαπλασιάζει τα δεινά που θέλει να ξεπεράσει. Για παράδειγμα, το κίνημα που καθαίρεσε τον εκπρόσωπο των κυρίαρχων καπιταλιστών, Σάχη, το 1979 στο Ιράν, δεν συνοδεύτηκε από την εδραίωση μίας αριστερής θεωρίας και πράξης, αλλά από τους αγιατολάδες και τη φυσική και ιδεολογική εξόντωση της Αριστεράς. Το παράδειγμα δεν αναφέρεται εδώ επειδή η Αριστερά έπρεπε να είναι υπέρ του Σάχη, αλλά ως κατάδειξη του γεγονότος ότι ο αντικαπιταλισμός από μόνος του δεν είναι αναγκαστικά προοδευτικός καθαυτός. Γι’ αυτό ο Λένιν στην κλασική πολεμική του εναντίον του «αριστερισμού» τόνιζε ότι οι μαρξιστές στοχεύουν στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού «επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού».

Οι Μαρξ και Λένιν δεν αναφέρονται εδώ φυσικά ως πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι επαναστάτες στο παρελθόν προσπαθούσαν, όχι απλά να αντισταθούν στον καπιταλισμό, αλλά να τον ξεπεράσουν, με τρόπο που μοιάζει να μας ξενίζει σήμερα. Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα από τη σκέψη του Λένιν:

«Η αστική τάξη κάνει τη δουλειά της προωθώντας τα τραστ, και οδηγώντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα εργοστάσια, μέσω φθοράς και βασάνων, καταδικάζοντας τες στην απόλυτη φτώχια. Δεν ‘απαιτούμε’ αυτή την εξέλιξη, δεν την ‘υποστηρίζουμε’. Την πολεμάμε. Αλλά πώς την πολεμάμε; Εξηγούμε ότι τα τραστ και η εργασία των γυναικών είναι προοδευτικά. Δεν θέλουμε την επιστροφή στο χειροτεχνικό σύστημα, στον καπιταλισμό όπως ήταν πριν από τα μονοπώλια, στην οικιακή αγγαρεία των γυναικών. Μπροστά μέσω των τραστ κλπ, και πέρα από αυτά στον σοσιαλισμό!» (Λένιν, The Military Programme of the Proletarian Revolution: II, δική μας μετάφραση).

Σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα συνδέονται με την ιδέα της Αριστεράς ως εργαλείου των καταπιεσμένων κατά την αντίδρασή τους απέναντι στους καταπιεστές τους. Η Αριστερά βλέπει τον εαυτό της υπό ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, θεωρώντας πως πρέπει να προωθεί τα αιτήματα των αδύναμων και εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είναι προβληματική αυτή η στάση ως τέτοια αλλά μονάχα στη μονομέρειά της, η οποία δεν αναγνωρίζει την Αριστερά ως δυνάμει επαναστατική πολιτική έκφραση των δυσχερειών των εκμεταλλευόμενων, χωρίς την οποία οι καταπιεσμένοι θα εκφραστούν μέσω αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων. Γίνεται αντιθέτως η υπόθεση περί μιας ήδη υπάρχουσας χειραφετητικής πολιτικής των καταπιεσμένων, στην ουρά της οποίας πρέπει να σταθεί και να «σπρώξει» η Αριστερά. Ο Μαρξ όμως προειδοποιούσε, όχι μόνο πως τα καταπιεσμένα πολιτικά στρώματα μπορεί να υποστηρίξουν αυθόρμητα αντιδραστικές πολιτικές (στην ανάλυσή του για το φαινόμενο του βοναπαρτισμού), αλλά ακόμα και πως θα μπορούσε να υπάρχει μία καπιταλιστική κοινωνία χωρίς καπιταλιστές η οποία θα καταπίεζε τον εαυτό της! Η ανάγκη μίας σοβαρής διεθνούς σοσιαλιστικής πολιτικής έχει παραμεριστεί για χάρη της ανάγκης κοινωνικής άμυνας απέναντι στην καπιταλιστική προέλαση, ενώ θα έπρεπε να τη συμπληρώνει και να την καθοδηγεί.

Στη δική μας περίπτωση, κατά την κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα, δεν φαινόταν η Αριστερά να εκφράζει ιδεολογικά την κινητοποίηση των καταπιεσμένων, αλλά περισσότερο ο αυτοματισμός της κινητοποίησης να καθοδηγεί την Αριστερά, καθώς το βασικό ιδεολογικό στίγμα της κινητοποίησης αυτής παρέμεινε το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» και «αξιοπρέπειας», το κύμα της οποίας παρέσυρε σε μεγάλο βαθμό κάποιους από τους βασικούς εκπροσώπους της Αριστεράς. Χονδρικά, το «όχι» υπερασπίστηκαν κυρίως, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντεξουσιαστικό χώρο (βασικά όσοι στον τελευταίο κινούνται γύρω από τα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας ή είναι περισσότερο «εργατιστές»). Την αποχή από το δημοψήφισμα στήριξε κατά βάση το ΚΚΕ, αλλά και άλλες μικρότερες σταλινικές ή μαοϊκές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, όπως και κάποιοι αναρχικοί (που ρέπουν προς τον κομμουνισμό ή την «κομμουνιστικοποίηση). Είναι συμπτωματικό της κατάστασης ότι ακόμα και η πιθανότητα ενός αριστερού «ναι» (το οποίοι προέταξε μία ελάχιστη μειοψηφία όσων θα αποκαλούσαμε μάλλον «φιλελεύθερους» αριστερούς) αποκλειόταν εκ των προτέρων ως προδοσία χωρίς την παραμικρή διάθεση διερεύνησης ή συζήτησης. Δεν υποστηρίζουμε εδώ βεβαίως, μέσω του κειμένου αυτού, την επιλογή ενός αριστερού «ναι», αλλά ακριβώς τη δυσκολία, ή ακόμα και αδυνατότητα, οποιασδήποτε σοβαρής αριστερής απάντησης στο πρόβλημα που έθεσε το δημοψήφισμα.

Για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, αυτή η κοινωνιολογική ημιτελής αυτοσυνείδηση της Αριστεράς είναι που έχει οδηγήσει και σε μία σειρά παρεξηγήσεων ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προωθούσε (κατά τις διακηρύξεις του) ένα πρόγραμμα λιγότερο επώδυνο για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αυτό τον κατέτασσε αυτόματα στην Αριστερά σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική (δεν θα αναλύσουμε εδώ τις εξόφθαλμες ανεπάρκειες μίας παρόμοιας κυβέρνησης σε σχέση με θέματα που αφορούν την εκκλησία, τον στρατό, τους εφοπλιστές κ.α.). Ένα παρόμοιο πρόγραμμα όμως, σε αντίθεση με αυτό της περισσότερο αυστηρής λιτότητας, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι επιδιώκει για παράδειγμα και ο Ομπάμα: αυτό τον καθιστά περισσότερο αριστερό από τη Μέρκελ; Η Αριστερά ως ιδέα έχει να κάνει με το αίτημα ριζικού μετασχηματισμού του κυρίαρχου πλαισίου προς την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, όχι στην πλήρη αποδοχή του πλαισίου αυτού και στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών εντός του. Όχι ότι δεν πρέπει να συνοδεύεται μία αριστερή πολιτική από μεταρρυθμίσεις και αιτήματα άμεσης ανακούφισης: το θέμα είναι η σύνδεσή τους με τον προαναφερθέντα μετασχηματισμό.

Περαιτέρω, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως εκπρόσωπο της Αριστεράς, που έχει να κάνει με τον κρατισμό που επισημάναμε πρωτύτερα. Μία αριστερή δύναμη που έχει επίγνωση των καθηκόντων που πρέπει να διεκπεραιώσει, δεν μπορεί να εξαντλείται σε διαπραγματευτικά παιχνίδια πέντε ανθρώπων πίσω από κλειστές θύρες, ούτε σε διατάγματα υπουργικών γραφείων. Η Αριστερά ως μετασχηματιστική δύναμη δεν μπορεί να βασίζεται απλά στις ψήφους του λαού, αλλά στην οργανωμένη πλειοψηφία του, κάτι το οποίο στερείται σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο ο Σύριζα, αλλά ολόκληρη η Αριστερά, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η εφαρμογή ενός αριστερού προγράμματος δεν αρκεί να διακηρυχθεί αλλά πρέπει να εφαρμοστεί, κάτι που απαιτεί συγκρούσεις που διατρέχουν ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Αριστερά μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των επιδιώξεών της και των αποτελεσμάτων των κινήσεών της, άρα να διασαλεύσει ουσιαστικά της καθεστηκυία τάξη, και να μην εμφανίζεται ως ο καιροσκόπος ή τζογαδόρος της εκάστοτε συγκυρίας.

Η αδυναμία υπεύθυνης επαναστατικής πολιτικής από την πλευρά της Αριστεράς, γίνεται εξόφθαλμη από τα «παντός καιρού» καλέσματά της να μετατρέψει οποιαδήποτε κρίση σε ρήξη, εξέγερση, ή ακόμα και επανάσταση. Δεν είναι όμως «κάθε μέρα πασχαλιά» για την κοινωνική επανάσταση. Κάθε επαναστατική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της ξέρει πότε πρέπει να προχωρήσει σε καλέσματα επαναστατικής ρήξης, και πότε να επιδιώξει άσκηση επαναστατικής υπομονής. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να καταλήξουμε είτε υπερεπεναστάτες (χωρίς επανάσταση) των λόγων και των πληκτρολογίων, είτε αντεπαναστάτες της αιώνιας αναβλητικότητας.

Όλων αυτών δεδομένων, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβήθηκε, τουλάχιστον, να εμπλακεί σε μαζικές μορφές πολιτικής, σε αντίθεση με τους υπερεπαναστάτες κριτικούς του. Παρά τη στενότητα αυτής της εμπλοκής και τον μετριοπαθή αστικό χαρακτήρα της, και παρά την τελική αποτυχία της, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ διάνοιξε ελαφρώς τον πολιτικό ορίζοντα και την πολιτική συζήτηση γύρω από το κρίσιμο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας (ή έδειξε ότι ο ορίζονται αυτός δεν έχει ίσως ολοκληρωτικά συντριβεί).

Tην ευθύνη για την αποτυχία αυτή έχει βεβαίως περισσότερο η κυρίαρχη δύναμη εντός ευρωζώνης, δηλαδή η Γερμανία, ασχέτως αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σαν ερασιτέχνης στην παγίδα που του στήθηκε, χειροτερεύοντας δραματικά την κατάσταση. Η Γερμανία και οι υπόλοιπες δυνάμεις των «θεσμών», μπορούσαν να τελειώσουν το πρόγραμμα με την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση. Φοβόντουσαν όμως ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μία Ελλάδα εκτός προγράμματος θα αναιρούσε πολλές από τις βασικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί τα χρόνια των μνημονίων. Προτίμησαν λοιπόν να ρισκάρουν μία καταστροφή για να εξημερώσουν μία παρόμοια κυβέρνηση όταν θα ήταν ευκολότερο, προτού κλείσει το πρόγραμμα, όσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ευάλωτη και εξαρτημένη από τους «θεσμούς». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγόταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι «θεσμοί» θα είχαν πολύ πιο περιορισμένα μέσα για τον έλεγχο και τη χειραγώγησή του. Προτεραιότητα λοιπόν δόθηκε στην προσπάθεια απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων πιθανών κυβερνήσεων που θα αμφισβητούσαν τη λιτότητα. Οι θεσμοί λειτούργησαν άλλη μια φορά σαν τραπεζίτες και δανειστές ή, για να το θέσουμε χωρίς περιστροφές, σαν γκάνγκστερ, όχι ως υποτιθέμενοι «υπεύθυνοι» ηγέτες (με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησαν όταν, κατά το πρώτο μνημόνιο, επέβαλαν λιτότητα χωρίς ελάφρυνση χρέους, για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους). Η «σοδειά» αυτής της άθλιας πολιτικής των ισχυρών της Ευρώπης είναι μία περισσότερο ασταθής ευρωζώνη, βυθισμένη ακόμα στην κρίση, με τη Γερμανία πλέον να εξετάζει στα σοβαρά σενάρια που ήθελε να αποφύγει, όπως αυτό ενός «Grexit». Ένας αιώνας και βάλε, και η κατάσταση παραμένει ίδια όπως την περιέγραφε η μαρξιστική σύλληψη: η αστική τάξη δεν είναι ικανή πλέον να ηγείται, και η εργατική τάξη δεν είναι ικανή, προς το παρόν, να ηγηθεί.

Το μεγαλύτερο λάθος της νέας κυβέρνησης συνίσταται ίσως στο γεγονός ότι η ευρωζώνη ήδη άλλαζε σταδιακά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ: όχι προς ένα κράτος-πρόνοιας αλλά, ας πούμε, προς το «μοντέλο Ομπάμα», λιγότερο αυστηρής λιτότητας με έμφαση στη θεσμική συνεισφορά προς τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (δεν υπονοείται εδώ ότι το μοντέλο αυτό είναι όντως καλύτερο για την εργατική τάξη και τους λαούς γενικότερα). Ο Ντράγκι ήδη δικαιωνόταν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον των γερμανών, κερδίζοντας το δικαίωμα εφαρμογής του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», και το αδιέξοδο του «γερμανικού μοντέλου» γινόταν εμφανές με την καθυστέρηση ανάκαμψης της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ευθυγραμμιστεί και να ενισχύσει μια πολιτική που ήδη λάμβανε χώρα, θέλησε να «μηδενίσει το κοντέρ» και να επιχειρήσει να αναδομήσει ολόκληρη την ευρωζώνη, ωσάν κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό απλώς με θεωρίες παιγνίων και διαπραγματευτικές τακτικές. Αντί να εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες αυτές τάσεις καθώς και τις αντιθέσεις εντός των «θεσμών», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συνενώσει τις δυνάμεις αυτές εναντίον του! Κι όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής με το «αντιμνημονιακό» προφίλ που είχε ήδη οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη συμμαχία με τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Μία καλύτερη εκτίμηση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης θα οδηγούσε πιθανώς τον ΣΥΡΙΖΑ να κλείσει το προηγούμενο πρόγραμμα όταν αυτό ήταν εφικτό και η οικονομία σε φάση ελαφριάς ανάκαμψης, και μόνο στη συνέχεια, σταδιακά, να ενισχύσει τις τάσεις αλλαγής προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Φοβόταν ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν ως προδοσία, οπότε επιδόθηκε σ’ αυτό το απείκασμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» μέχρι, υποτιθέμενα, να καταλάβει εντελώς ότι δεν μπορεί παρά να συνθηκολογήσει. Συνθηκολόγηση τέτοιας καθυστέρησης που οδήγησε στην οπισθοδρόμηση της χώρας, ωσάν με χρονομηχανή, πίσω στο 2012 (όσον αφορά την ύφεση, τα ελλείμματα, το επισφαλές τραπεζικό περιβάλλον κ.α.). Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε σε τακτικές μάρκετινγκ και πειθούς ώστε να φανεί ότι «παλεύει τουλάχιστον για το καλύτερο», τακτικές κακού λαϊκισμού που έθρεψαν τον εθνικισμό και αδυνάτισαν δραματικά την οικονομία.

Αλλά υπάρχουν όρια στην ανάλυση των θεμάτων αυτών. Μία ανασυγκροτημένη διεθνής Αριστερά ως σοβαρή και οργανωμένη πολιτική δύναμη είναι προϋπόθεση τόσο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μας σήμερα όσο και για να τον αλλάξουμε. Στο μέτρο που λείπει η προϋπόθεση αυτή, η υφιστάμενη Αριστερά θα εμπλέκεται σε μία σειρά από ατυχή γεγονότα, στον άχαρο ρόλο του κομφορμιστή που μονίμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία.