RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Greek Texts and Translations

 

Πέτρος Πέτκας- 24/5/2015

Α) Περί ιστορίας

Στην δημοσιευόμενη, πιο πάνω, κριτική του Θοδωρή Βελισσάρη (στο εξής Θ.Β), όπως και στο βιβλίο μας, γίνονται συχνές αναφορές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους όπως στην Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Όσον αφορά, τουλάχιστον το βιβλίο μας, δεν πρόκειται για ιστορική μελέτη αλλά για μερικές σκέψεις που εδράζονται πάνω σε ιστορικά γεγονότα. Τούτο σημαίνει πως αναγκαστικά προβαίνουμε σε περιγραφή γεγονότων και, στην συνέχεια, στην ερμηνεία τους. Είχε επισημανθεί έγκαιρα απ’ τον Ευτύχη Μπιτσάκη πως «άλλο η περιγραφή ενός γεγονότος και άλλο η ερμηνεία του γεγονότος». Μόνο που η ερμηνεία του γεγονότος, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να στηρίζεται σε μια προγενέστερη μεν, ακριβή δε, περιγραφή του. Αν η περιγραφή είναι ανακριβής τότε και η ερμηνεία αναποδράστως θα είναι αναξιόπιστη, εσφαλμένη. Στον Όμηρο, όταν αναφύονταν μια νομική διαφορά, την έφεραν μπροστά στον Ίστορα, άνθρωπο επιδέξιο να ερευνά τα αμφισβητούμενα γεγονότα και να αποφασίζει ποιό ήταν το αληθινό. Ιστορίη (ο ιωνικός τύπος της λέξης ιστορία) σήμαινε μιαν έρευνα αυτού του είδους. Η ιστορία, λοιπόν, προσπαθεί να ανεύρει την αλήθεια, να κατανοήσει το παρελθόν, δεν επιδιώκει να προσφέρει ψυχαγωγία, να κερδίσει δημοτικότητα, να θυσιάσει την αλήθεια χάριν του εντυπωσιασμού – Μ’ άλλα λόγια, η ιστορία δεν «ποζάρει» (βλ. JOHN B. BURY, Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, εκδόσεις Παπαδήμα, σελ. 20,141,176,186 (σημείωση 29), 9). Τούτο σημαίνει πως σκοπός της ιστορίας δεν μπορεί να είναι η σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος, ούτε η υπόθαλψη αλυτρωτικών προσδοκιών, όπως δεν μπορεί να είναι η εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων ή ιδεολογικών προτιμήσεων του σήμερα με την ασυνείδητη ή συνειδητή προβολή πάνω στην οθόνη του παρελθόντος ορισμένων ανικανοποίητων πολιτικών πόθων του παρόντος. (Βλ. το άρθρο μας στην εφημερίδα «Νέα προοπτική» της 26 – 10 -2013 με τίτλο «Απ’ τα σπάργανα μέχρι τα σάβανα» – «Μαθήματα Ελληνικής Ιστορίας»).

Για να καταστήσουμε σαφέστερη την περί ιστορίας αντίληψή μας, ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που σχετίζεται άμεσα και με το θέμα μας: Ο Δημήτρης ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, με άρθρο του στην ΟΥΤΟΠΙΑ (τεύχος 100, Σεπτ-Οκτ. 2012 σελ. 135 επ. και ιδία σελ. 140), υποστηρίζει, μεταξύ των άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Χαρακτηριστικό, εξάλλου, στοιχείο της εσωκομματικής δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν ότι οι θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης τυπώθηκαν και μοιράσθηκαν στους συνέδρους» του 10ου  Συνεδρίου. Απ’ το προπαρατεθέν απόσπασμα προκύπτει α) ότι η Εργατική Αντιπολίτευση είχε κάθε δυνατότητα πολιτικής δράσης χωρίς προσκόματα στο πλαίσιο του κόμματος των Μπολσεβίκων και της Σοβιετικής Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή συνιστά το «γεγονός». Β) Το προπαρατεθέν «γεγονός» ερμηνεύεται ως αποκαλυπτικό της ύπαρξης δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων και στην σοβιετική κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας μπορούσαν να εκφρασθούν δημόσια ακωλύτως όλες οι αντίθετες προς την κρατούσα άποψη απόψεις. Η πραγματικότητα, όμως, διέφερε ουσιωδώς απ’ τα προαναφερθέντα: Η ατύπως μεν, ουσιαστικώς δε, αρχηγός της Εργατικής Αντιπολίτευσης Αλεξάνδρα Κόλονταϊ, η συγγραφέας του αποκαλυπτικού βιβλίου με τίτλο «Η Εργατική Αντιπολίτευση», (κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Βέργος και Άρδην), αυτής της πολύτιμης πρωτογενούς ιστορικής πηγής, κατήγγειλε από του βήματος του χειραγωγηθέντος 10ου  Συνεδρίου ότι η κυκλοφορία αυτού του βιβλίου της είχε παρεμποδιστεί εσκεμμένα. (Βλ. αναλυτικά – λεπτομερώς, MAURICE BRINTON, Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος. Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917 – 1921, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 181 με περαιτέρω παραπομπή σε πρωτογενή πηγή – υλικά του 10ου  Συνεδρίου). Μόνο που η καταγγελία της Κόλονταϊ ήταν – εν αγνοία της – λειψή: το βιβλίο της απαγορεύτηκε και κατασχέθηκε ευθύς μετά την έκδοσή του (βλ. Ντανιέλ Γκερέν, Ο Αναρχισμός, από την θεωρία στην πράξη, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», Δ΄ Έκδοση, σελ 105). Την αυτού περιεχομένου διαβεβαίωση μας παρέχουν η Έμμα Γκόλντμαν (Η απογοήτευσή μου στην Ρωσία. Δύο χρόνια στη Ρωσία 1920-1921, εκδόσεις Απόπειρα) και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν ( Η Ρωσική Τραγωδία, εκδόσεις «ΑΡΔΗΝ» σελ. 95 και ιδία σελ. 97), με την επισήμανση ότι οι δύο τελευταίοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες. Και όλα αυτά συνέβαιναν τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1921. Με αριστουργηματική συμπύκνωση το διατύπωσε ο ιστορικός του πολιτισμού, την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Walter Goetz: «Το καθήκον του ιστορικού είναι όχι η καλλιέργεια της ευσέβειας προς ένα παρανοημένο παρελθόν, αλλά η ανελέητη εξερεύνηση της αλήθειας» (Βλ. ΠΗΤΕΡ ΓΚΑΙΥ, Η πνευματική ζωή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης – Γερμανία 1919-1933, εκδόσεις Νησίδες, σελ.81).

Πρέπει, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να τονίσουμε και τούτο: Μια πολιτική οργάνωση της Αριστεράς δεν μπορεί να λειτουργεί και να δρα με όρους και προϋποθέσεις επιστημονικού ιστορικού ινστιτούτου, Ακαδημίας Επιστημών. Έχει άλλην αποστολή και άλλα προτάγματα. Αν, όμως, «γυρίσει τις πλάτες της» στα επιστημονικά δεδομένα, τότε θα ναρκοθετήσει την δράση της και θα ακυρώσει τα προτάγματά της.

Β) Η περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Ο Θ.Β στην κριτική του επισημαίνει την «συνεχή επίκληση της Λούξεμπουργκ», χαρακτηρίζει την κριτική της Λούξεμπουργκ ως «παρωχημένη», την εμφανίζει να μην επικρίνει «τον αυταρχισμό και τις ιδέες περί δικτατορίας του προλεταριάτου» του Λένιν, να μην υιοθετεί την κατηγορία «περί μπλανκισμού» κατά του Λένιν (την οποία αποδίδει σε μας) και επισημαίνει αμφίσημα ότι το έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» τόγραψε στην φυλακή χωρίς νάχει  πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες και ότι «δεν το κυκλοφόρησε όσο ζούσε». Στο σημείο τούτο ο Θ.Β υιοθετεί απόλυτα, ίσως και ακουσίως, την κοινώς παραδεδεγμένη αριστερή άποψη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ με κοινή συνισταμένη την υποτιθέμενη απουσία θεμελιώδους διάστασης μεταξύ των θέσεών της και του Λένιν. (βλ. λ.χ το άρθρο του Πάνου Πέτρου στην «Εργατική Αριστερά» της 15-1-2014 με τίτλο «Η κόκκινη Ρόζα, «Φλόγα και ξίφος της επανάστασης», ως και το άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΡΟΡΟΠΟΥΛΟΥ στο «ΠΡΙΝ» της 26-1-2014 όπου αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι «Η διαφορά αυτή» (μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ, που την οριοθετεί μόνο ως προς την Συντακτική Συνέλευση) «διογκώνεται απ’ τον παλαιό και σύγχρονο ρεφορμισμό στην προσπάθειά του να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία και να προβάλει την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας»). Η Λούξεμπουργκ σε μια σειρά ζητήματα-εθνικισμός, ιμπεριαλισμός και οργάνωση – κράτησε μιαν ιδιάζουσα θέση, διαφορετική από των μειζόνων συγχρόνων της μαρξιστών – Μπερνστάιν, Κάουτσκι και Λένιν. Για να ταυτιστεί με την «κρατούσα ορθοδοξία» κρίθηκε απαραίτητο ν’ απορριφθούν ορισμένα κείμενά της, ιδίως η ανάλυση της Ρώσικης Επανάστασης, ως δήθεν, καρποί κακής ή ελλιπούς πληροφόρησης και να επανερμηνευτούν ορισμένα άλλα. Έτσι, ο Arnold Reisberg καταγγέλει το 1970 ως αντικομμουνιστική την ερμηνεία του ανταγωνισμού Λούξεμπουργκ – Λένιν. Τονίζει την προσέγγισή τους μετά το 1905 και παραθέτει αποσπάσματα από ένα γράμμα της Λούξεμπουργκ που καλωσορίζει την Ρώσικη Επανάσταση (του 1905). Ο Norman Geras, το 1976, μειώνει την σημασία της κριτικής της στον Λένιν, ενώ ο J.P Nettl το 1966, θεωρεί πως έχει μικρή σημασία. (Βλ. Ράσελ Τζάκομπι, Διαλεκτική της ήττας, Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 76 και 159 σημείωση μ’ αριθμό 39 όπου περαιτέρω παραπομπές στα έργα προπαρατεθέντων συγγραφέων).  Η αμφισβήτηση της επανάστασης με άνωθεν εντολές ή με την μίμηση ενός υποδείγματος παλλόταν σ’ όλο το έργο της Λούξεμπουργκ. Κεντρική της πίστη ήταν το προλεταριάτο ως υποκείμενο της επανάστασης. Δυσπιστούσε απέναντι στο κόμμα που υποκαθιστούσε την τάξη, απέναντι στην ηγεσία ή στην γραφειοκρατία προς όφελος του προλεταριάτου. Παραθέτοντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο του ίδιου του προλεταριάτου, σχολίασε: «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια κάποια επιτροπή διανοουμένων, που παραπειστικά αυτοαποκαλείται ηγέτης της εργατικής τάξης, ΄΄διατάσσει΄΄ ή ΄΄αποφασίζει΄΄ πότε και πώς η εργατική τάξη θ’ αρχίσει να ενεργεί με στόχο την χειραφέτησή της· σημαίνει ότι οι πλατιές μάζες του ίδιου του προλεταριάτου πρέπει να αναγνωρίσουν την ανάγκη, την προϋπόθεση και τα μέσα για χειραφέτηση και με την θέληση τους…να ξεκινήσουν ανοιχτά τον αγώνα» (στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 75 με περαιτέρω παραπομπές (Για τους διανοούμενους και την σχέση τους με το επαναστατικό κίνημα βλ. τα άρθρα μας στην «Νέα Προοπτική» με τίτλους «Ο Σιδηρούς Νόμος της Ολιγαρχίας…σε επανεμφάνιση!» στο φύλλο της 31-12-2014 και «΄΄Πνευματικοί΄΄ άνθρωποι άνευ..πνεύματος» στο φύλλο της 10-1-2015). Ούτε η αξιολόγηση εκ μέρους της Λούξεμπουργκ της Ρωσικής Επανάστασης μπορεί να απορριφθεί εύκολα, ούτε μπορεί να διαχωριστεί από την κριτική που άσκησε στον Λένιν το 1904. Τουναντίον, η πρώτη αποτελεί επικαιροποίηση της δεύτερης! Αμφότερες καταδεικνύουν την εξαιρετική ιστορική οξυδέρκειά της. Οι επικριτές μας αναφέρονται, με ιδιαίτερη προτιμησιακή διάθεση, στην επιστολή της του 1906 με την οποία φέρεται να απέσυρε ορισμένα μέρη της κριτικής της του 1904. Αποφεύγουν,όμως, να υπομνήσουν ότι εξακολουθούσε να διατηρεί τις επιφυλάξεις τηςαπέναντι στους Μπολσεβίκους όπως φανερώνουν τα σχόλιά της για την Συνδιάσκεψη του RSPD το 1907 και, το σπουδαιότερο, επιλέγουν να λησμονούν ότι το 1918 κατηγόρησε τον Λένιν και τον Τρότσκυ για γιακωβινισμό (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 76 και 160 σημείωση μ’ αριθμό 44 όπου παράθεση πρωτογενών πηγών). Λόγω στενότητας χώρου, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε εξοικονόμηση σκέψεων (τις οποίες αναπτύξαμε αναλυτικά αλλού. βλ. το άρθρο μας με τίτλο «Επαναστατικές αδολεσχίες 2» στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (Κοζάνης), τεύχος 156, Άνοιξη 2011, σελ. 99 επ. και ιδία σελ. 103-105 και 116-117, όπου αναλυτική αναφορά στο κεφαλαιώδες έργο της « Συγκεντρωτισμός και Δημοκρατία, ή οργανωτικά ζητήματα της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας» που αποτελεί εξοντωτική, ανηλεή κριτική του Λένιν και των θέσεών του. Εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κοροντζή με τίτλο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», και στο έργο της «Ρωσική Επανάσταση»). Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ψήγματα μόνον της σκέψης της: Επικεντρώνοντας στον σκληρό πυρήνα της λενινιστικής πρότασης, υποστηρίζει πως αντί της κυριαρχίας της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών στο κόμμα, έχουμε την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής που ενεργεί, κατά κάποιον τρόπο, δυνάμει μιας άρρητης ΄΄πληρεξουσιότητας΄΄, αντί του ελέγχου που ασκούν οι εργατικές μάζες στα όργανα του κόμματος, έχουμε τον αντεστραμμένο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής επί της δραστηριότητας του προλεταριάτου (σελ. 45 στην έκδοση Κοροντζή). Ο προτεινόμενος υπερσυγκεντρωτισμός του Λένιν δεν είναι διαποτισμένος από θετικό και δημιουργικό πνεύμα, αλλά από το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα. Η όλη προσπάθειά του τείνει να ελέγξει την δραστηριότητα του κόμματος και όχι να την γονιμοποιεί, να περιορίζει, παρά να διευρύνει το κίνημα, να το ανακόπτει και όχι να το ενοποιεί (σελ 49, πιο πάνω). Ο αυστηρός συγκεντρωτισμός του Λένιν θα παρέδιδε το κίνημα των ακαλλιέργητων ακόμη προλεταρίων στα χέρια των διανοούμενων αρχηγών της κεντρικής επιτροπής (σελ. 58). Προειδοποιεί τον Λένιν ότι σταματώντας τους παλμούς μιας υγιούς οργανικής ζωής, εξασθενεί το σώμα και ελαττώνεται η αντίστασή του καθώς και το μαχητικό του πνεύμα…Το προτεινόμενο μέτρο στρέφεται εναντίον του σκοπού (σελ. 63). Στο έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» (έχουμε υπόψη μας την έκδοση των εκδόσεων Ύψιλον), γράφει, μεταξύ των άλλων σημαντικών, και τ’ ακόλουθα: «Ο Λένιν και ο Τρότσκυ εγκατέστησαν στην θέση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, που βγαίνουν από γενικές λαϊκές εκλογές, τα σοβιέτ σαν μοναδική πραγματική αντιπροσώπευση των εργαζομένων μαζών. Αλλά πνίγοντας την πολιτική ζωή σε όλη την χώρα είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα και περισσότερο η ζωή μέσα σε αυτά τα ίδια τα σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία Τύπου και συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο. Από τον νόμο αυτό κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. Η δημόσια ζωή σιγά-σιγά βυθίζεται στον ύπνο..» (σελ. 73) Καθώς επίσης και «…Η σοσιαλιστική δημοκρατία όμως δεν αρχίζει από την γη της επαγγελίας αφού δημιουργηθεί πρώτα το υπόβαθρο της σοσιαλιστικής οικονομίας, σαν ένα έτοιμο χριστουγεννιάτικο δώρο προς τον καλό λαό, που στο μεταξύ υποστήριζε την χούφτα των σοσιαλιστών δικτατόρων. Η σοσιαλιστική δημοκρατία αρχίζει ταυτοχρόνως με το έργο της κατάλυσης της ταξικής κυριαρχίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, από την στιγμή της κατάληψης της εξουσίας από το σοσιαλιστικό κόμμα…» (σελ. 78-79)

Το να προσπαθεί, μετά ταύτα, ο οιοσδήποτε να ταυτίσει την Λούξεμπουργκ με την κρατούσα «ορθοδοξία» των Λένιν-Τρότσκυ, συνιστά απροκάλυπτη κακοπιστία! Κλείνουμε αυτήν την ενότητα με δύο (2) παρατηρήσεις: 1) Η δυτικοευρωπαϊκή οπτική της Λούξεμπουργκ ελαχιστοποιήθηκε ως μη όφειλε. Καταδίκασε τις μπολσεβίκικες πρακτικές όχι μόνο αυτές καθαυτές αλλά σε σχέση με την επίδρασή τους στην Δ.Ευρώπη. Η επιτυχία τους ενθάρρυνε την δουλική μίμηση: αυτός ήταν ο κίνδυνος! Φοβήθηκε ότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη θα υπέκυπτε στην μίμηση των μπολσεβίκων. Γι’ αυτό θέλησε να αναβάλει την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς έως ότου ορισμένα δυναμικά δυτικοευρωπαϊκά κόμματα να μπορέσουν ν’ αναχαιτίσουν την επιρροή των μπολσεβίκων. Εναντιώθηκε και στην υιοθέτηση της ονομασίας «κομμουνιστικό κόμμα» που την θεώρησε ξένη προς τις γερμανικές επαναστατικές παραδόσεις (παράβ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας, σελ. 78 και 160, σημείωση μ’ αριθμό 52 όπου περαιτέρω παραπομπές). Γι’ αυτόν τον λόγο και έδωσε εντολή στον αντιπρόσωπο του Κ.Κ.Γ Ούγκο Έμπερλαϊν στο πρώτο συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς, να αντιταχθεί στην ίδρυση μιας νέας διεθνούς, ενώ ο Λέο Γιόγκισες τούδωσε εντολή ν’ αποχωρήσει απ’ το Συνέδριο αν αυτό δεν υιοθετούσε την περί αναβολής του άποψη. Ο φόβος της Λούξεμπουργκ και του Γιόγκισες συνίστατο εις τούτο: η νέα διεθνής θα είχε αποκλειστικώς ρωσικό χαρακτἠρα! (Βλ. Ε.Χ ΚΑΡΡ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμος 3, σελ. 158)

2) Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε απ’ το βιβλίο μας τ’ ακόλουθο απόσπασμα: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ «δεν πίστευε σε μια «νίκη» στην οποία ο πολύς κόσμος δεν θα είχε κανένα ρόλο, ούτε φωνή, φοβόταν πολύ περισσότερο μια διαστρεβλωμένη επανάσταση από μια αποτυχημένη επανάσταση, πίστευε, με μια θαυμαστή ιστορική οξυδέρκεια πως η ηθική κατάρρευση της επανάστασης, θα προξενούσε μεγαλύτερη ζημιά απ’ όσο θα μπορούσαν να κάνουν «όλες οι πολιτικές ήττες…σε τίμιους αγώνες εναντίον υπέρτερων δυνάμεων και σε αντίξοες ιστορικές συνθήκες» (Βλ. Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, εκδόσεις Νησίδες, 1998, σελ. 38-39) – Η νεοτοποθετηθείσα απ’ την Εκτελεστική Επιτροπή της Τρίτης (Κομουνιστικής) Διεθνούς γενική γραμματέας του Κ.Κ Γερμανίας εικοσάχρονη Ρουθ Φίσερ (Ελφρίντε Άισνερ) έλεγε, κατ’ επιταγήν των εντολέων της, στους Γερμανούς συντρόφους της ότι « Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η επιρροή της, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από σύφιλη!» (βλ. σελ 82 του βιβλίου μας όπου και ακριβείς παραπομπές).

Γ) Η ελευθεριακή Αριστερά και ο Μπορντίγκα

Ο Θ.Β,  σε μιαν αποστροφή του λόγου του, λέει «όχι μόνον μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί ή περιλαμβάνει η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Μπορντίγκα και Άβριτς τόνιζαν..». Ο Μπορντίγκα έγινε διαφωνών και αντίπαλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γι’ αυτό άλλωστε και ο Λένιν τον χαρακτήρισε «αριστερό» κομμουνιστή. Τούτο ήταν, εν μέρει, σωστό καθόσον ο Μπορντίγκα διακρινότανε από μια άρνηση της κοινοβουλευτικής τακτικής. Για τον Μπορντίγκα, ο κοινοβουλευτισμός μύριζε ρεφορμισμό και οπορτουνισμό. Αμφισβήτησε ανοιχτά τον σοβιετικό μαρξισμό. Λίγο αργότερα, στην Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν το 1926, μίλησε χωρίς περιστροφές και υποστήριξε ότι το ρωσικό μοντέλο επανάστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί παντού, με το αιτιολογικό ότι ο ευσταθής αστικός κρατικός μηχανισμός της Δύσης ήταν «κάτι άγνωστο στην ρωσική ιστορία». Μίλησε για «κρίση» στην Κομ. Διεθνή, για μια «θεμελιώδη ατέλεια στην εσωτερική μέθοδο δουλειάς», απέρριψε το σύνθημα και την πραγματικότητα της μπολσεβικοποίησης επισημαίνοντας ότι «Σημαίνει μια τεχνητή και μηχανιστική μεταφύτευση στα Δυτικά κόμματα μεθόδων που προσιδιάζουν στο ρωσικό κόμμα. Με την μπολσεβικοποίηση, γίνεται μια απόπειρα να λύσουμε πολιτικά ζητήματα με ενέργειες οργανωτικού χαρακτήρα». Τέλος, κατήγγειλε την «τρομοκρατία» που ασκούνταν κατά των αντιπάλων της Κομ. Διεθνούς λέγοντας, χαρακτηριστικά, αυτή «η αυτοκαταστροφική μανία πρέπει να σταματήσει» ( Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, πιο πάνω, σελ. 112-114 και περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).

Στο σημείο τούτο, όμως, χωρίζουν ξεκάθαρα οι δρόμοι του Μπορντίγκα και των λοιπών «αριστερών κομμουνιστών»: Οι δεσμοί του Μπορντίγκα με τους υπόλοιπους «αριστερούς κομμουνιστές», ΔΕΝ εκτείνονται σε μια θεωρία της οργάνωσης. Η απόρριψη, κατά τον Μπορντίγκα, του κοινοβουλευτισμού, βασιζόταν σ’ ένα σφριγηλό και πειθαρχημένο κόμμα, και ΟΧΙ, όπως σ’ άλλους «αριστερούς» κομμουνιστές, σε αντιεξουσιαστικές προλεταριακές οργανώσεις. Ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του λενινιστικού κόμματος, συνεπής δε προς τον άκαμπτο λενινισμό του, εναντιώθηκε σθεναρά στα εργοστασιακά συμβούλια! (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 122 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). Οι «αριστεροί κομμουνιστές» όπως ο Πάνεκουκ (ο τόσο απαξιωμένος και παραγκωνισμένος) και ο Γκόρτερ προέβαιναν σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη κριτική της Ρωσικής επανάστασης και του Λένιν: Κατά την σαφή διατύπωση του Πάνεκουκ «Τον Νοέμβριο του 1918, η κρατική εξουσία ξεγλίστρησε από τα άνευρα χέρια της αστικής τάξης στην Γερμανία και στην Αυστρία.. οι μάζες είχαν τον έλεγχο· και, εν τούτοις, η αστική τάξη στάθηκε ικανή να οικοδομήσει πάλι αυτήν την κρατική εξουσία και να υποτάξει για μιαν ακόμη φορά τους εργάτες. Αυτό αποδεικνύει ότι η αστική τάξη κατείχε μιαν άλλη κρυφή πηγή εξουσίας (ισχύος), που παρέμεινε άθικτη και της επέτρεψε να εγκαθιδρύσει εκ νέου την ηγεμονία της όταν όλα φαίνονταν γκρεμισμένα. Αυτή η κρυφή εξουσία (ισχύς) είναι η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ (τα κεφαλαία δικά μας..). Οι ίδιες οι προλεταριακές μάζες αποκατέστησαν την ηγεμονία της αστικής τάξης αφού είχε καταρρεύσει». Αυτή η αστική ηγεμονία, ριζωμένη στην μακρά ιστορία μιας αποφασιστικής και ευέλικτης αστικής τάξης ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΣΕ την Δ.Ευρώπη από την Σοβιετική Ένωση! Ο Γκόρτερ τόνιζε ότι η ιδεολογία της αστικής τάξης «έχει ποτίσει βαθιά τα μυαλά και τις καρδιές των εργατών» της Δύσης. Η συμβατική, λοιπόν, εξάρτηση από ηγέτες, κοινοβούλια και συνδικάτα όχι μόνο δεν θα βοηθούσε αλλά θα ήταν κάτι χειρότερο: θα επικύρωνε τις μορφές της αστικής κυριαρχίας. (στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 87,88 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).

Ο «αριστερός κομμουνισμός» στην Γερμανία, στην Ολλανδία και – εν μέρει – στην Ιταλία, ξέγραψε τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα από φορείς της επανάστασης. Διακρινότανε από ένα βαθύ μίσος για την εξουσιαστικότητα – αυταρχισμό και την γραφειοκρατία. Θεωρούσε πως τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα ενθάρρυναν αυταπάτες για την επαναστατική διαδικασία στην εργατική τάξη. Εκτιμούσαν την αυτονομία και την αυτορύθμιση του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και ΥΜΝΗΣΑΝ τα Συμβούλια (Σοβιέτ), τα οποία, σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική ή συνδικαλιστική γραφειοκρατία, βασίζονταν στην αυτονομία και στην ανεξαρτησία του προλεταριάτου. Αυτός ήταν και ο λόγος εξ αιτίας του οποίου, η Κομ. Διεθνής και ο ίδιος ο Λένιν διέλυσαν τα Περιφερειακά Γραφεία της Κομ. Διεθνούς στο Άμστερνταμ (που περιλάμβανε τον Γκόρτερ, την Ενριέττα Ρόλαντ-Χόλστ και τον Πάννεκουκ, τον πνευματικό του ηγέτη) και της Βιέννης (που βρέθηκε υπό την επιρροή των εξορίστων της ηττημένης Ουγγρικής επανάστασης και, πρωτίστως, του Λούκατς). Έτσι, έσβησαν και τα τόσο πολύτιμα θεωρητικά τους όργανα, τα περιοδικά «Δελτίο» (Bulletin) και «Kommunismus»,  αντίστοιχα. (βλ. στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 84, 85 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). {Το γραφείο του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε τον Οκτώβρη 1919 με εξουσιοδότηση του Λένιν. Το γραφείο της Βιέννης άνοιξε μετά τον Αύγουστο του 1919. Αμφότερα επισκίαζαν το ευάγωγο Γραφείο του Βερολίνου της Κομ. Διεθνούς. (Βλ. Ε.Χ Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμ. 3 σελ. 174,171, 214, 215 και 210)}.Συνακόλουθα, η ήττα της Επανάστασης στην Κεντρική Ευρώπη είχε βαθύτερα και συνθετότερα αίτια που, σε κάθε περίπτωση, δεν εξαντλούνται στην απλοϊκή συλλογιστική του Θ.Β σύμφωνα με την οποία η αποτυχία της οφειλότανε στην απουσία ενός μπολσεβικοποιημένου Κομμουνιστικού Κόμματος!

Δ) Ο Θ.Β μας κατηγορεί ότι επιχειρούμε αφενός μεν την «ελευθεριακή διεκδίκηση του Μάρξ» αφετέρου δε, ότι διεκδικούμε τον Μάρξ στο «αντιλενιστικό στρατόπεδο». Η ταπεινότητά μας εις ουδεμίαν διεκδίκηση του Μάρξ προβαίνει, μια και δεν διακατέχεται από τόσο θαλερή αυτοπεποίθηση, εν αντιθέσει με άλλους. Περιοριστήκαμε μόνο να επισημάνουμε ένα γεγονός: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 ήταν μια εξέγερση εναντίον του συγκεντρωτικού κράτους καθεαυτού, είχε επηρεαστεί πολύ από αντιαυταρχικές συνομοσπονδιακές αντιλήψεις. Η ελευθεριακή δομή της και πολιτική της συμπεριφορά ήσαν πρόδηλες. Ο Μάρξ αυτήν την Κομμούνα ύμνησε με το έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία». Τούτο αποτελεί ένα γεγονός. Το ότι η εκτίμηση αυτή του Μάρξ είναι ασυνήθιστη και παράταιρη, σε σχέση με το σύνολο των γραπτών του σχετικά με το κράτοςˑ το ότι η ελευθεριακή ατμόσφαιρα της περιγραφής του, στο πιο πάνω βιβλίο του, έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθως συγκεντρωτικές κρατικιστικές του απόψειςˑ το ότι ευνοούσε γενικά ένα ισχυρό συγκεντροποιημένο εργατικό κράτος, σε αντίθεση με τις συνομοσπονδίες, για να διευθύνει την οικονομική και κοινωνική ζωή κι’ έναν ισχυρό συγκεντροποιημένο κομματικό μηχανισμό για να καθοδηγήσει το σοσιαλιστικό κίνημα, είναι ένα άλλο γεγονός. Έτερον, εκάτερον! (ΜURRAY BOOKCHIN, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμος 2, εκδόσεις Αλεξάνδρεια σελ 234, 315, 316, 339, 341). Πέρα απ’ όσα σχετικά τονίζουμε στην οικεία θέση του βιβλίου μας (βλ. σελ. 39-44) συμπληρωματικά προσθέτουμε και τ’ ακόλουθα: Ο Μάρξ, λίγο πριν τον θάνατό του, με την από 22-2-1881 επιστολή του προς τον κορυφαίο Ολλανδό αναρχικό στοχαστή Φέρντιναντ Ντομέλα Νιούβενχουις, ομιλεί υποτιμητικά για την Κομμούνα χαρακτηρίζοντάς την μιαν αχρείαστη, με μεγάλο κόστος, κοινοτική εξέγερση, «μιας πόλης κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες» που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι Κομμουνάροι είχαν επιδείξει μεγαλύτερη ευθυκρισία στις δοσοληψίες τους με την Εθνοσυνέλευση (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 340 με περαιτέρω ακριβή παραπομπή στα άπαντα του Μάρξ). Όλα αυτά, όμως, δεν αναιρούν την ελευθεριακή εξύμνηση της Κομμούνας από τον Μάρξ-συγγραφέα του βιβλίου « Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία»!

Ε) Περί «ηθικισμού» και σκοπού που αγιάζει τα μέσα

Ο Θ.Β αναφέρεται στις «αντιφάσεις στις οποίες πέφτει κανείς όταν μπλέκει τον ηθικισμό με την πολιτική..» ενώ, παράλληλα, καίτοι αναφέρεται στο «ρητό» «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», καταλήγει να θεωρεί ότι «Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη οποιουδήποτε αγώνα». Μέτα ταύτα, δεν είναι περίεργο που επικροτεί ή, τουλάχιστον, ανέχεται την μπολσεβίκικη πρακτική της σύλληψης ομήρων (αυτήν την μελανή κηλίδα στον θυρεό της ρωσικής Επανάστασης) που είχε προσλάβει μαζικές διαστάσεις. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι οι μέθοδοι και τα μέσα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον τελικό στόχο τους. Με τον εθισμό των ατόμων και την παγίωση μιας κοινωνικής πρακτικής, τα μέσα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του τελικού σκοπού. Τον επηρεάζουν, τον τροποποιούν ολοένα, ώσπου πολύ γρήγορα ταυτίζονται εντελώς μαζί του. Αν αφαιρέσεις ως επαναστάτης, τους ηθικούς ενδοιασμούς από τις πράξεις σου, τότε βουλιάζεις στον πάτο του χειρότερου αμοραλισμού. Καμιά επανάσταση δεν μπορεί να φέρει την ελευθερία του ανθρώπου, αν τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν ταυτίζονται με το πνεύμα και τον προσανατολισμό του επιδιωκόμενου σκοπού. «Εν ονόματι ενός μεγαλοπρεπούς μέλλοντος, γεμίζετε το παρόν με αποτροπιασμούς» έλεγε ο Λέων Τολστόι (παρατίθεται στο Γκούσταβ Λαντάουερ, Το μήνυμα του Τιτανικού, εκδόσεις Τροπή, σελ. 118. Υπενθυμίζουμε ότι ο ελευθεριακός φιλόσοφος Γκούσταβ Λαντάουερ ήταν ο Επίτροπος (υπουργός) Παιδείας της Σοβιετικής (Συμβουλιακής) Δημοκρατίας της Βαυαρίας που δολοφονήθηκε στο κελί της φυλακής του στις 2-5-1919). Αν η παρουσία ηθικών αναστολών και πολιτισμικών ενδοιασμών αντιμετωπίζονται ως «ηθικισμός», (αποκρουστικός νεολογισμός!) που δρα ως «παραλυτικό ανάχωμα» στην ανάπτυξη «οποιουδήποτε αγώνα», τότε οδηγούμαστε αναποδράστως στην εκβαναύσωση των ηθών των ανθρώπων, στην εξουθένωση και αποκτήνωσή τους· τότε αναφύονται ένστικτα αρπακτικού ζώου που προκαλούν ποταπή έλλειψη εμπιστοσύνης μετατρέποντας ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία σε σκευωρία αλληλοεξαπάτησης. Μια τέτοια πολιτική πρακτική ισοδυναμεί με πρόσκληση σε «Θυέστεια δείπνα». (Για τα «Θυέστεια δείπνα» και τα ρωμαϊκά flagitia βλ. το άρθρο μας με τίτλο ΄΄ «Ταξική» μεροληψία;΄΄ στην «Νέα Προοπτική» της 14-2-2015 και αναλυτικότερα στο G.E.M DE STE CROIX, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, εκδόσεις ΜΙΕΤ, σελ.33,34,72,73 και 121). Εκεί καταλήγει η κοινωνική και πολιτική δομή που ταυτίζει την καλόπιστη κριτική με την ηθικήν εξαχρείωση και την εσχάτη προδοσία. Ας δώσουμε τον λόγο σε δύο (2) κατ’ εξοχήν γνώστες της «επαναστατικής» τρομοκρατίας, στον αρχιτέκτονά της και θεωρητικό της Σαιν Ζυστ και στον Γενικό Διοικητή της ΤΣΕΚΑ Φέλιξ Ντζερντζίσκυ. Ο πρώτος (Σαιντ Ζυστ) έγραφε στο ημερολόγιό του (θεσμούς του) τ’ ακόλουθα: «Η Επανάσταση πάγωσε! Όλες οι θεωρητικές αρχές έχουν ατονήσει. Δεν υπάρχουν παρά μόνο κόκκινοι σκούφοι που τους φοράνε ραδιούργοι. Η άσκηση της τρομοκρατίας έχει κάνει τους εγκληματίες αναίσθητους, όπως τα δυνατά ποτά κάνουν αναίσθητο τον ουρανίσκο» (βλ. σελ. 27 του βιβλίου μας με περαιτέρω παραπομπή). Η ΤΣΕΚΑ δημιουργήθηκε στις 7-12-1917 με διάταγμα του Λένιν. Μετά τις 16-6-1918 της δόθηκε η εξουσία να συλλαμβάνει, να κατηγορεί, να δικάζει σε θάνατο και να εκτελεί την ποινή. Δηλαδή, ήταν αστυνόμος, εισαγγελέας, δικαστής και δήμιος ταυτόχρονα. Ήδη από τις αρχές του 1919 δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και την διαφθορά. Ο ίδιος ο Τζερντζίσκυ θεωρούσε τους ανθρώπους της ΤΣΕΚΑ, δηλαδή τους υφισταμένους του, «σαπίλα» (βλ. Βίκτωρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 128).

Δεν ήταν θέμα κακής βούλησης συγκεκριμένων ατόμων· ήταν θέμα δομής. Ο Σαιν Ζυστ και Ο Φέλιξ Τζερντζίσκυ μας εκπλήσσουν δυσάρεστα με την ασύγγνωστη πολιτική τους αφέλεια και την ολοκληρωτική απουσία διαίσθησης που τους διέκρινε. Η Νέμεσις που έπληξε το διεθνές επαναστατικό κίνημα το 1989, ήταν δικό του δημιούργημα. Το να το παραβλέπουμε, εμμένοντας σε μεθοδολογίες του παρελθόντος που μας οδήγησαν σε «νικηφόρα» πολιτική και ηθική πανωλεθρία, συνιστά περιφρόνηση αμαθούς έναντι της ιστορίας.

ΣΤ) Οι ενστάσεις της βιβλιοκριτικής παρουσίασης είναι πάρα πολλές αλλά ασυστηματοποίητες, χωρίς συνεκτικό δεσμό και, ενίοτε, μεστές προφανούς παρανόησης (ως λ.χ ο καινοφανής ισχυρισμός ότι « πολλοί στην λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά» «ξεχνούν» ότι «κάθε κράτος είναι αυταρχικό»! Η ελευθεριακή Αριστερά ποτέ δεν το λησμόνησε, εν αντιθέσει με άλλους) ή, ακόμη, και ασύγγνωστης σύγχυσης (ως λ.χ ο ισχυρισμός του «επί Γιακωβίνων δεν υπήρχε ΄’κεφάλαιο’’ δηλαδή η αστική τάξη που με την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση κυριάρχησε πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά ήταν χωρίς κεφάλαιο; Το ότι δεν υπήρχε ο σύγχρονος βιομηχανικός καπιταλισμός δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε και κεφάλαιο π.χ εφοπλιστικό, τραπεζικό, εμπορικό κ.λ.π!). Μετά ταύτα, καθίσταται πρόδηλο ότι τέτοιες απόψεις είναι ανεπίδεκτες απάντησης. Γι’ αυτόν τον λόγο-και όχι μόνον λόγω στενότητας διατεθέντος χώρου- περιοριστήκαμε να αναφερθούμε στις προμνησθείσες ενδείξεις Α-Ε της παρούσας τοποθέτησής μας. {Πριν γράψουμε αυτό το κείμενο τέθηκε υπόψη μας η από 8-12-2014 πολυσέλιδη βιβλιοκριτική παρουσίαση του Θ.Β}

Θοδωρής Βελισσάρης- 8/12/2014

 

“Η επανάσταση είναι κακή, για όσο χρόνο δεν έχει νικήσει.” Μαξ Χορκχάιμερ, Λυκόφως

Το βιβλίο «“Δικτατορία του Προλεταριάτου” και “Εργατικά Συμβούλια”: Ασύμβατες έννοιες!» αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά στο πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης και της σχέσης, ιστορικά, της εργατικής τάξης με τις πολιτικές οργανώσεις και τη δημοκρατία εν γένει. Χρήσιμη γιατί, αφενός, αποτελεί ευσύνοπτη περίληψη των επιχειρημάτων μίας πλευράς, αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “αντιλενινιστική”. Αφετέρου, επειδή συζητά τα ζητήματα αυτά, όχι με ακαδημαϊκή πρόθεση, αλλά με στόχευση στην ανασυγκρότηση μίας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.

Η παραπάνω επισήμανση δεν σημαίνει ότι πρόσκειμαι αναγκαστικά σε μια άλλη πλευρά, αυτή των σημερινών “λενινιστών”. Αν οι αντιλενινιστές, για παράδειγμα. τείνουν στη δαιμονοποίηση του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι λενινιστές τείνουν στην άκριτη εξύμνησή τους. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε εντούτοις τόσο επιτυχείς όσο και ανεπιτυχείς στιγμές και διαστάσεις. Οι αντιλενινιστές γραπώνονται από τις ανεπιτυχείς και οι λενινιστές από τις επιτυχείς. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως πρόκειται για το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του εργατικού κινήματος, κάτι που δικαιολογεί και τον διαχρονικό διχασμό του επαναστατικού στρατοπέδου απέναντι στον αδιαμφισβήτητο πολιτικό εκφραστή της: τον Λένιν (ο Μαρξ δεν γεννά τόσα πάθη).

Μία παρατήρηση πριν περάσω στο κυρίως θέμα: καθώς γράφω το κείμενο αυτό, λόγω ειδικών συνθηκών, μακριά από τη βιβλιοθήκη και τις σημειώσεις μου, θα παραλείψω αρκετές βιβλιογραφικές παραπομπές και θα περιορίσω όσο μπορώ τα παραθέματα. Ο συγγραφέας, από την άλλη, προσπάθησε στο βιβλίο του να εμπλουτίσει όσο μπορεί τα επιχειρήματά του με βιβλιογραφικές αναφορές, ειδικά στα σημεία όπου πραγματεύεται τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν κάνει όμως το ίδιο όταν στρέφεται κατά του Λένιν. Όταν παραθέτει αποσπάσματα από γραπτά του Λένιν τα αντλεί πολλές φορές από βιβλία τρίτων, όχι από τα ίδια τα κείμενα του Λένιν, στα οποία βέβαια θα αναδεικνυόταν καλύτερα και το ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το εκάστοτε παράθεμα.[1]

Εξουσία και επανάσταση

Το επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι οι κατακτήσεις των μεγάλων επαναστάσεων υφαρπάζονται, για να στρεβλωθούν και να αναιρεθούν, από εξουσιαστές ηγέτες, όπως τους γιακωβίνους στη Γαλλική και τους μπολσεβίκους στη Ρωσική επανάσταση. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μόνο μέσω της άμεσης δημοκρατίας και της κατάργησης κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης που δεν περιλαμβάνει μία δεσμευτική εντολή, με ταυτόχρονη εγκαθίδρυση θεσμών όπως τα εργατικά συμβούλια. Τα εργατικά συμβούλια εξέφραζαν και ασκούσαν την πραγματική δημοκρατία, την οποία κατέστρεψαν υποστηρικτές της “δικτατορίας του προλεταριάτου” όπως ο Λένιν. Για τον συγγραφέα, οι παραπάνω έννοιες είναι ασύμβατες, και τις χρησιμοποιούν ως συμβατές μόνο φιλόδοξοι εξουσιαστές μέχρι να επικρατήσουν και να εγκαθιδρύσουν αυτό που υποτιθέμενα εξαρχής επιδίωκαν, μία κομματική δικτατορία. Υπάρχει απόλυτη ασυμβατότητα μεταξύ κόμματος και εργατικών συμβουλίων, δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και άμεσης δημοκρατίας.

Εγώ θα ξεκινήσω με μια παρατήρηση του Ένγκελς, η οποία σχολιάζεται και στο ίδιο το βιβλίο. Αυτός έγραψε κάποτε ότι, αν είχε δει ποτέ κανείς έστω και μία επανάσταση, θα γνώριζε ότι οι επαναστάσεις είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει. Δεν φαίνεται να έχει άδικο. Μία από τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα μίας επανάστασης είναι η εξάντληση όλων των αποθεμάτων “ειρηνικής” επίλυσης μίας κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εντός του καθορισμένου πλαισίου της καθεστηκυίας τάξης. Μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων η εξέλιξη της επανάστασης καθορίζει αυτό που θα επικρατήσει και αναδεικνύει νικήτρια την ομάδα που το εκπροσωπεί. Αυτή η διαδικασία δεν μοιάζει ούτε με απογευματινό περίπατο ούτε με διεξοδική συζήτηση: είναι μια διαδικασία επιβολής και ισχύος – όχι βέβαια αναγκαστικά βίαιη.[2] Ο ίδιος ο συγγραφέας για να αναιρέσει τον παραπάνω ισχυρισμό του Ένγκελς (σσ. 69-70) παραθέτει έναν σχετικό σχολιασμό του Μπούμπερ, ο οποίος αποδεχόταν αυτή τη φράση του Ένγκελς μόνο αν σήμαινε ότι “ο επαναστατικός αγώνας πρέπει να διεξάγεται με οξυδερκή ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία”. Την απέρριπτε εάν σήμαινε τον απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής από μία κεντρική, εξουσιαστική θέληση. Δεδομένου ότι δεν εννοούσε κάτι τέτοιο ο Ένγκελς, μένει ακατανόητη η παράθεση ως αντεπιχείρημα. Γιατί η ανάγκη κεντρικού συντονισμού δεν σημαίνει “απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής”!

Γιατί όμως η επανάσταση είναι εξουσιαστική; Επειδή μία κοινωνική ομάδα διέπεται από αυταρχισμό τον οποίο εξαπολύει εναντίον άλλων, μη αυταρχικών, ατόμων και ομάδων; Ή επειδή οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα είναι αυταρχικές, άρα και κάθε ομάδα επιδεικνύει αυταρχισμό, αναπόφευκτα, κατά τη διεκδίκηση των συμφερόντων της; Η πρώτη περίπτωση θα σήμαινε, καταρχάς, το παράδοξο να υπάρχουν μη αυταρχικά άτομα σε μία αυταρχική κοινωνία και, κατά δεύτερον, το δυσεπίτευκτο τα μη αυταρχικά άτομα να επικρατήσουν επί των αυταρχικών. Επίσης, θα σήμαινε ότι ο καπιταλισμός είναι μία κοινωνία χωρίς καμία ιστορική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ιστορικές κοινωνίες. Το σύγχρονο κράτος είναι ένα φαινόμενο που προκύπτει “από τα πάνω” ή “από τα κάτω”; Από μία αμετάβλητη κληρονομημένη ιεραρχία που διατηρείται επ’ αόριστον, ή από την απρόβλεπτη έκβαση των απαιτήσεων των ίσων, οι οποίοι επιλέγουν εκπροσώπους σε έναν μαζικό πολιτικό στίβο; Με άλλα λόγια: είναι το κράτος σήμερα ένας δεδομένος, παγιωμένος μηχανισμός που επιβάλλεται ελέω θεού στους υπηκόους του, ή αποτελεί σύμπτωμα των κοινωνικών σχέσεων στην παθολογική μεταβολή των οποίων προσαρμόζεται;

Αν οι αστικές επαναστάσεις δεν ήταν απλά αφελή παιδιαρίσματα αλλά ιστορικές τομές που άλλαξαν τη μοίρα του κόσμου, σαφώς το κράτος δεν μπορεί να έμεινε ανέπαφο από τις μεταβολές που έφεραν την ίδια την κοινωνία[3] και τις μαζικές μορφές πολιτικής στο προσκήνιο. Το κράτος είναι σύμπτωμα της κοινωνίας, και όχι η κοινωνία σύμπτωμα του κράτους. Κι αν το κράτος είναι αυταρχικό, αυτό οφείλεται στον διάχυτο κοινωνικό αυταρχισμό. Από αυταρχισμό διέπεται τόσο η συμπεριφορά των μηχανισμών που προσφέρουν προστασία στους πολλούς, όσο και η συμπεριφορά των πολλών που την απαιτούν. Αν όλη η κοινωνία διέπεται από αυταρχισμό, τότε και η επανάσταση θα διέπεται από αυταρχισμό, στο μέτρο που η επανάσταση αποτελεί οξύ σύμπτωμα της κοινωνίας της οποίας τον ριζικό μετασχηματισμό επιδιώκει.[4]

Γι’ αυτό η επανάσταση ποτέ δεν περιορίζεται στη σύγκρουση του λαού με τις άρχουσες τάξεις αλλά δίνει έκφραση, επίσης, στις αντιφάσεις εντός της εργατικής τάξης, εντός του “λαού” (οποιαδήποτε έννοια κι αν χρησιμοποιήσουμε) και στις συγκρούσεις που τις εκφράζουν. Γι’ αυτό και ο Μαρξ και οι μαθητές του, όπως ο Λένιν, έβλεπαν μια επιτυχημένη επανάσταση όχι σαν αφετηρία της προσπάθειας εδραίωσης της εξουσίας της αγαθής εργατικής τάξης, αλλά ως αφετηρία προσπάθειας αυτοκατάργησης της τάξης αυτής, και μαζί της όλων των τάξεων (σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις). Πως θα μπορούσε εξάλλου ο αυταρχισμός να περιορίζεται στη σχέση καπιταλιστή και εργάτη, όταν οι ίδιοι οι εργάτες διαγκωνίζονται μεταξύ τους για περιορισμένες θέσεις εργασίας. Αν κάτι χαρακτηρίζει περισσότερο απτά και διαχρονικά το κεφάλαιο, αυτό είναι το φαινόμενο της ανεργίας, το οποίο καθιστά μεγάλο μέρος της κοινωνίας πλεονάζον και περιττό.

Αντιφάσεις

Εδώ αναδύεται ένα πρόβλημα: πως μπορεί κανείς να μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνία της οποίας αποτελεί και ο ίδιος μέρος; Πως μπορεί κάποιος να γίνεται παράγοντας αλλαγής και συγχρόνως να αποτελεί μέρος αυτού που αλλάζει; Αυτού του είδους τα προβλήματα και οι αντιφάσεις ήταν που οδήγησαν τον Μαρξ και τους μαρξιστές να εκφράζονται μέσω φαινομενικά αντιφατικών διατυπώσεων, όπως αυτή για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως προϋπόθεση της δημοκρατίας (και το ανάποδο). Όσο κι αν ο συγγραφέας θέλει να εξαιρέσει τον Μαρξ από αυτή την κληρονομιά, ο ίδιος ο Μαρξ, όχι μόνο ο Ένγκελς και αργότερα οι Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκι, υποστήριζε πως η επανάσταση θα λάβει αυτόν τον χαρακτήρα. Η επανάσταση για τον Μαρξ και τους μαρξιστές, θα είναι αναπόφευκτα αυταρχική, “δικτατορική”. Το θέμα είναι ποια κατεύθυνση θα πάρει αυτός ο αυταρχισμός, και ποιους σκοπούς θα εξυπηρετήσει: εναντίον των λίγων ή εναντίων των πολλών; Θα είναι μια δικτατορία της εργατικής τάξης ή θα παραμείνει μία δικτατορία του κεφαλαίου;

Κι εδώ οδηγούμαστε στην αμφισβήτηση της κεντρικής προβληματικής του βιβλίου. Δεν ζούμε σε μία συνεκτική πραγματικότητα εντός της οποίας κάποιοι εκφράζουν αντιφατικές θέσεις και υιοθετούν ασύμβατες έννοιες, όπως αυτές στον τίτλο του βιβλίου. Οι έννοιες φαίνονται ασύμβατες γιατί εκφράζουν μια αντιφατική πραγματικότητα, με την αντίφαση να διέπει όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ ομάδων αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων υπό το κεφάλαιο. Η ιδιάζουσα μαρξιστική πολιτική συνίσταται στην πεποίθηση ότι η ρητή έκφραση και αναγνώριση των αντιφάσεων αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για τον χειρισμό και την υπέρβασή τους.

Κόμμα και εργατικά συμβούλια

Οι κοινωνικές αντιφάσεις δεν περιορίζονται εντός της εργατικής τάξης. Αν περιορίζονταν εκεί, θεσμοί όπως τα συνδικάτα και τα εργατικά συμβούλια, ή ευρύτερες πολιτικές οργανώσεις, θα ήταν ίσως αρκετές για την πολιτική τους έκφραση. Οι αντιφάσεις εξαπλώνονται και στο στρατόπεδο των πολιτικών εκπροσώπων της τάξης αυτής. Στο μέτρο ειδικά που, από το 1848 και δώθε, κάθε προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού αποτύγχανε, η κοινωνία ριχνόταν σε ένα βαθύτερο επίπεδο αντιφάσεων. Το 1914, για παράδειγμα, εκτός από τη διεθνή αλληλοσφαγή μεταξύ των ίδιων των εργατών, σήμανε και έναν αμείλικτο πόλεμο στους κόλπους, όχι απλά των επαναστατών σοσιαλιστών (όπως με την Α’ Διεθνή), αλλά των ίδιων των μαρξιστών.

Ο ίδιος ο μαρξισμός έχει μία σύνθετη ιστορία. Ο Μαρξ, ενώ το 1848 έγραφε ότι οι κομμουνιστές δεν οργανώνονται σε ένα ξεχωριστό κόμμα, προς το τέλος της ζωή του ενέκρινε (πάντα κριτικά!) τη δημιουργία ενός γερμανικού κόμματος, και έγραψε μαζί με τον Γκεντ το πρόγραμμα του μαρξιστικού γαλλικού εργατικού κόμματος (ενώ συγκρούστηκε ακόμη νωρίτερα με τους αναρχικούς στη Διεθνή, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την αποβολή τους). Από την άλλη πλευρά, ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ δεν ήταν κομματικοί καρεκλοκένταυροι. Σιχαίνονταν και οι δύο τη ζέουσα κομματική γραφειοκρατία. Αλλά έβλεπαν το κόμμα ως αναγκαία έκφραση των βαθύτερων κοινωνικών αντιφάσεων της ιστορικής εξέλιξης, όχι ως ντεπόν για το καταλάγιασμά τους.

Κι εδώ έρχομαι σε ένα άλλο σημαντικό σημείο της κριτικής μου στο βιβλίο. Οι σημερινοί λενινιστές, ακολουθώντας βασικά τη σταλινική κληρονομιά, φετιχοποιούν το κόμμα ως το απόλυτο κλειδί για την επαναστατική επιτυχία. Οι αντιλενινιστές, από τους αναρχικούς και τους συμβουλιακούς κομμουνιστές μέχρι τους καταστασιακούς, φετιχοποιούν τα εργατικά συμβούλια (ή άλλους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς) ως επαναστατικό κινητήρα. Και οι δύο πλευρές πραγμοποιούν την επανάσταση και αντί να την προάγουν τείνουν να την υποτάξουν στα προκάτ σχήματά τους.

Ο Λένιν αντίθετα, στην πολιτική του διαδρομή, ακολούθησε εντελώς διαφορετικό δρόμο. Δεν έλειψαν οι στιγμές όπου απείλησε να παρατήσει το κόμμα, στο μέτρο που αυτό υιοθετούσε αντιδραστική γραμμή. Και δεν έλειψαν οι στιγμές όπου σκέφτηκε να αντικαταστήσει τη στήριξη στα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, με τη στήριξη σε άλλους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, όπως τα συνδικάτα, στο μέτρο που τα σοβιέτ έτειναν να μετατραπούν σε όργανο των αστών και των συνοδοιπόρων τους.

Σημαντική για μαρξιστές όπως οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν η γόνιμη ένταση και μη-ταυτότητα μορφών όπως τα εργατικά συμβούλια, η μαζική απεργία, τα συνδικάτα και το κόμμα (και θεωρούσαν τον μαρξισμό ως ιστορική συνείδηση αυτής της μη-ταυτότητας). Τη θέση αυτή διατύπωσε η Λούξεμπουργκ σε μία διάσημη μπροσούρα της για το φαινόμενο της μαζικής απεργίας, την οποία έγραψε σε μία περίοδο όπου βρισκόταν και συζητούσε συντροφικά καθημερινά με τον Λένιν.[5] Κι εδώ ίσως είναι ευκαιρία να σχολιάσουμε το φαινόμενο της συνεχούς επίκλησης της Λούξεμπουργκ από τους αντιλενινιστές. Η επίκληση της αρχικής κριτικής της από το 1904, είναι παρωχημένη, στο μέτρο που η Λούξεμπουργκ την αναθεώρησε πολύ γρήγορα, όταν διαπίστωσε το 1905 ότι ο Λένιν είχε δίκιο για τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία, η οποία δεν ήταν “αστική” όπως περίμεναν, λανθασμένα, πολλοί μαρξιστές, μεταξύ των οποίων και η Λούξεμπουργκ. Από το 1905 κι έπειτα, στην πλειοψηφία των ετών, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ (παρά τις επιμέρους διαφωνίες) είναι σύντροφοι στον αγώνα εναντίον του ρεβιζιονισμού, εντός του μαρξιστικού στρατοπέδου, και η τελική αποτίμηση που κάνουν ο ένας για τον άλλο είναι θετική. Ακόμα και στην κριτική της για τη ρωσική επανάσταση, που κυκλοφορεί ευρέως (χωρίς να τονίζεται ότι δεν τη δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε, ούτε ότι είχε γραφτεί στη φυλακή χωρίς να έχει πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες), η Λούξεμπουργκ εξυμνεί τους μπολσεβίκους με τρόπο που οι αντιλενινιστές δεν θα έκαναν ποτέ. Τους μπολσεβίκους τους στήριζε με κάθε ευκαιρία, ακόμα και απέναντι σε κατηγορίες περί υποτιθέμενου μπλανκισμού, παρόμοιες με αυτές που εξαπολύει και ο συγγραφέας του βιβλίου. Στη μόνη κριτική για τους μπολσεβίκους που δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε και την οποία έγραψε εκτός φυλακής (“Η ρωσική τραγωδία”), επισημαίνει ως λάθος τους την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, όχι τον αυταρχισμό τους και τις ιδέες τους περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν η Λούξεμπουργκ, όχι απλά ήταν ηγετικό στέλεχος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά ηγούνταν, μαζί με τον Γιόγκισες, του συγκεντρωτικού πολωνικού κόμματος. Τέλος, η Λούξεμπουργκ, ιδρύτρια του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, δεν θα μπορούσε να φετιχοποιεί τα σοβιέτ καθώς τα είχε δει στην επανάσταση του 1918-19 να περνάνε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών προδοτών της εργατικής τάξης!

Μια τελευταία παρατήρηση σχετικά με το κόμμα. Τα κόμματα είναι εθελοντικές οργανώσεις. Δεν σε υποχρεώνει κανείς να συμμετέχεις και να πειθαρχείς σ΄ αυτά, όπως υποχρεωνόμαστε να συμμετέχουμε στην ευρύτερη πολιτική ζωή. Κι ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η αντίδραση και η αντεπανάσταση έχει στη διάθεσή της ισχυρούς συγκεντρωτικούς μηχανισμούς με τους οποίους το επαναστατικό στρατόπεδο πρέπει να συγκρουστεί. Όση ηθική ακεραιότητα κι αν επέδειξαν οι αναρχικοί και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές ιστορικά, η σύγκρουση των μαζών με τους μηχανισμούς αυτούς έληξε (έστω προσωρινά) υπέρ του επαναστατικού στρατοπέδου μόνο στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 (ο Λένιν χαιρόταν σαν παιδί όταν η επανάσταση ξεπέρασε σε διάρκεια την Κομμούνα του Παρισιού, η οποία αποτελούσε προσωρινό στιγμιότυπο χωρίς γενικευμένο διεθνή χαρακτήρα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας επιδοκιμάζει τις σύντομες επαναστάσεις που έχουν ηρωικό αλλά τραγικό τέλος (1871 και 1905) και αποδοκιμάζει όσες ήταν, για τα δικά του μέτρα, αντι-ηρωικές, παρότι (εν μέρει έστω) νικήτριες (1789 και 1917).

Στον καπιταλισμό η πολιτική έχει λάβει μαζικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει μη-καπιταλιστική πρακτική εντός του καπιταλισμού. Όσες πολιτικές οργανώσεις θέλουν να ασχοληθούν με την κυρίαρχη πολιτική, παίρνουν χαρακτηριστικά κόμματος, χαρακτηριστικά δημοκρατίας, αντιπροσώπευσης αλλά και συγκεντρωτισμού και πειθαρχίας. Οι μαρξιστές προσπαθούσαν να καταστήσουν αυτές τις ήδη υπάρχουσες μορφές πολιτικής περισσότερο αυτοκριτικά συνειδητές και να τις θέσουν έτσι στην υπηρεσία ενός επαναστατικού κινήματος, δεν προσπαθούσαν να αντιπαραθέσουν ιδεαλιστικά σ’ αυτές κάποιες εξωτερικές, μη-καπιταλιστικές, πρακτικές. Η εργατική τάξη, ο λαός, κατάφεραν στο παρελθόν με πολύ κόπο να εμπλακούν στα χωράφια της “υψηλής” πολιτικής. Οι απίστευτες δυσκολίες και προκλήσεις της εμπλοκής αυτής δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να την αποφύγουν εντελώς.

Η Κομμούνα του Παρισιού

Ο συγγραφέας προσπαθεί να αντιδιαστείλει σε όλη την έκταση του κειμένου τις θέσεις των Μαρξ και Λένιν ως προς την Κομμούνα. Όμως, ήταν ο ίδιος ο Ένγκελς ο οποίος είχε γράψει ότι αν θέλει κανείς να δει τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει την Παρισινή Κομμούνα. Αυτά δεν τα έγραψε διαστρεβλώνοντας τον αδερφικό του φίλο Μαρξ, αλλά ακριβώς στον απόηχο όσων είχε πει ο ίδιος ο Μαρξ για την Παρισινή Κομμούνα στην ομιλία του για την έβδομη επέτειο της Α’ Διεθνούς (15 Οκτωβρίου 1871): εκεί έλεγε ότι οποιαδήποτε επαναστατική αλλαγή για την Κομμούνα προϋπέθετε αναγκαία μία προλεταριακή δικτατορία, πρώτη συνθήκη της οποίας ήταν ένας προλεταριακός στρατός. Η Κομμούνα για τον Μαρξ, εάν πετύχαινε, θα πετύχαινε μόνο ως εργατικό κράτος, στο μέτρο που το σύγχρονο κράτος για τον Μαρξ ήταν ένα αναγκαίο σύμπτωμα της αλλοτρίωσης των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Μαρξ ύμνησε την Κομμούνα του Παρισιού, ενώ ο Λένιν την επέκρινε επειδή αυτή μπέρδευε τους στόχους του αγώνα για τη δημοκρατία, με τους στόχους του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Όμως ο Μαρξ δεν ύμνησε απλά την Κομμούνα, της άσκησε σημαντική κριτική. Η κριτική του αφορούσε ακριβώς στο ότι δεν λειτούργησε επαρκώς ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, ως δικτατορικό όργανο της εργατικής εναντίον της αστικής τάξης, της πλειοψηφίας εναντίον της μειοψηφίας.[6]

Ο Μαρξ άσκησε κριτική στην Κομμούνα επειδή δεν απαλλοτρίωσε τους εθνικούς θησαυρούς στις παρισινές τραπεζες και επειδή δεν συγκρότησε τακτικό στρατό, ώστε να επιτεθεί οργανωμένα στους εχθρούς της στις Βερσαλλίες, προτού της επιτεθούν αυτοί, με την απλόχερη βοήθεια των Πρώσων. Αυτά τα μέτρα μπορεί να φαίνονται αμφιβόλου δημοκρατικής νομιμοποίησης (μπορούσαν να πουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία του γαλλικού έθνους;), όπως όμως το έθετε και η Λούξεμπουργκ, δεν μπορείς να περάσεις από μια δημοκρατία στην επανάσταση, αλλά μάλλον από μία επανάσταση στη δημοκρατία. Δεν προκρίνεται εδώ βέβαια μία παραλλαγή του ρητού: “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη του αγώνα αυτού.

Οι προυντονιστές και μπλανκιστές ηγέτες της Κομμούνας στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, και το τέλος της Κομμούνας σήμανε και το δικό τους τέλος ως πολιτικών δυνάμεων (άρα υπονομεύεται ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι η εξουσία της Κομμούνας δεν όφειλε τίποτα σε «κομματικές επιρροές και τερτίπια, ή σε αρχηγικό κύρος»). Εντούτοις, ακόμα κι αυτοί οι ηγέτες προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της στιγμής, επιδιδόμενοι σε “δικτατορικά” μέτρα όπως η αιχμαλώτιση ομήρων. Οι αντιφάσεις στις οποίες  οδηγεί ο συμφυρμός ηθικισμού και πολιτικής γίνονται έκδηλες αν σκεφτούμε ότι ο Κροπότκιν γκρίνιαζε στον Λένιν επειδή αυτός και οι μπολσεβίκοι, μιμούμενοι την Κομμούνα, κρατούσαν για αντίμετρο ως όμηρους εκπρόσωπους της αντίδρασης, τον καιρό του αιμοσταγούς εμφυλίου πολέμου. Αυτό βέβαια δεν είχε εμποδίσει τον ευγενή πρίγκιπα, λίγο νωρίτερα, να στηρίζει τον εγκληματικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά των συμμάχων και της Ρωσίας.

Γενικότερα, ο συγγραφέας τείνει να υπερτονίζει το αυθόρμητο στοιχείο των εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Ωστόσο, δεν υπάρχει εμβόλιο με το οποίο μπορεί να εισέλθει κανείς στον στίβο της μαζικής πολιτικής. Ούτε το αυθόρμητο, ούτε τα εργατικά συμβούλια, ούτε οι αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, ούτε ένα πειθαρχημένο κόμμα, έχουν εγγενή ανοσία στις αντιδραστκές πολιτικές.

Η Ρωσική Επανάσταση

Στις περισσότερες αποτιμήσεις της περιόδου περί το 1917 λησμονείται ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν ξεσπά μία εθνική επανάσταση, αλλά μία σειρά πολλών επαναστάσεων σε διεθνές επίπεδο (Ρωσική, Ουγγρική, Ιταλική, Γερμανική). Κι αυτές μέσα στο κλίμα διεθνούς κρίσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το ένα λάθος φέρνει το άλλο: η κάθε επανάσταση αποτιμάται με εθνικά κριτήρια, και όχι με διεθνή. Η ρωσική επανάσταση, κατά τους ισχυρισμούς αυτούς, απέτυχε από εσωτερικά αίτια, αεροστεγώς αποκλεισμένα από τα εξωτερικά.

Η παραπάνω σκοπιά έχει σχέση με ένα σταλινικό κατάλοιπο που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς, λίγο ή πολύ, σε όλη την Αριστερά, ακόμα και στους αναρχικούς, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να οικοδομεί κανείς “σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα”, αρκεί να υιοθετηθούν οι σωστές αρχές. Στο σενάριο αυτό, η παρακμή των εργατικών συμβουλίων οφείλεται στους μπολσεβίκους, οι οποίοι υποτιθέμενα τα χρησιμοποίησαν αδίστακτα για να ανέλθουν στην εξουσία, και στη συνέχεια τα εξάλειψαν.

Άνευ περιστροφών πρέπει εδώ να δηλώσουμε ότι η παρακμή των εργατικών συμβουλίων έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αποτυχία της επανάστασης στο εξωτερικό και τη συνεπαγόμενη περικύκλωση της επανάστασης από εχθρικούς στρατούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Όχι μόνο χάθηκε η ευκαιρία οι επαναστατικές δυνάμεις να ενισχυθούν από την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου σε Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, και πιθανώς αλλού, αλλά ενισχύθηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις από την επικράτηση των ιμπεριαλιστών σε όλα τα  μέτωπα. Οι δυνάμεις των σοβιέτ λοιπόν αποδεκατίστηκαν κυρίως λόγω του βίαιου εμφυλίου που ακολούθησε και τη συνακόλουθη ατυχή μετατροπή της επανάστασης σε καταναγκαστική διαχείριση της οικονομικής εξαθλίωσης.

Όχι μόνο ακραιφνείς μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί και επικαλείται η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Άβριτς και Μπορντίγκα, τόνιζαν ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες η εφαρμογή του προγράμματος των ναυτών της Κροστάνδης ή άλλων εξεγερμένων ενάντια στους μπολσεβίκους οδηγούσε, αντικειμενικά, στο πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της αντίδρασης. Προς τιμήν του, ο Λένιν, λέγοντας τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, χαρακτήριζε το 1922 όλη αυτή την κατάσταση, όχι ως επαναστατική, αλλά ως ένα είδος οπισθοδρόμησης σε μία μορφή κρατικού καπιταλισμού (“Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου”). Η νίκη έπρεπε να κρατηθεί, αλλά χωρίς να ωραιοποιήσει κανείς την κατάσταση, χωρίς να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, όπως έκανε ο σταλινισμός που ακολούθησε.

Η Ρωσία (τόσο του 1905 όσο και) του 1917 δεν ήταν μια κατά τ’ άλλα ειρηνική χώρα την οποία λεηλατούσαν συμμορίες μπολσεβίκων. Υπήρχε διάχυτος αυταρχισμός, τόσο στο αντιδραστικό στρατόπεδο, από τις μαύρες εκατονταρχίες και τα αντισημιτικά πογκρόμ μέχρι τους πράκτορες της αστυνομίας και την εξωτερική επίθεση, όσο και στο επαναστατικό στρατόπεδο, με τους αντιμαχόμενους στρατούς σε όλοι την επικράτεια (μην ξεχνάμε για παράδειγμα και τις δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Λένιν, όχι από τσαρικούς αναγκαστικά, αλλά από δημοκράτες ή επαναστάτες άλλων πολιτικών απόψεων). Όσον αφορά το «αυθόρμητο» που εκθειάζεται από τον συγγραφέα, ειδικά για το κύμα των απεργιών του 1905, δεν πρέπει να παραλείπουμε να τονίζουμε εξίσου εμφατικά ότι το κύμα αυτό ήταν γεμάτο τσαρικούς πράκτορες που εξέλεγαν «αυθόρμητα» οι εργάτες.

Για τον συγγραφέα, τα σοβιέτ ή συμβούλια δεν ανήκαν σε κανένα πολιτικό κόμμα και η κομματική ένταξη των μελών δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι στα σοβιέτ δραστηριοποιούνταν κομματικές οργανώσεις που επιδίωκαν και κέρδιζαν την πλειοψηφία (και πολλές απ’ αυτές είχαν βαθιά αντεργατικό και αντιδραστικό πρόγραμμα). Δεν γίνεται να αγνοούμε το γεγονός ότι υπήρχαν οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς ατομικά (όπως κάποιοι αναρχικοί υποψήφιοι που είχαν ελάχιστη επιρροή στα συμβούλια).

Αδιαμβισβήτητο γεγονός, τέλος, αποτελεί η κατάκτηση της πλειοψηφίας των σοβιέτ από τους μπολσεβίκους, με κινηματικούς και πολιτικούς όρους. Η παρακμή των σοβιέτ δεν είχε να κάνει με τη μεταστροφή των μπολσεβίκων, αλλά με την παρακμή της ίδιας της επανάστασης. Η επανάσταση δεν θα είχε νικήσει, στη Ρωσία και αλλού, αν οι μπολσεβίκοι είχαν ένα καλύτερο αξιακό σύστημα (όπως αυτό που επικαλείται ρητά και επιδοκιμάζει το βιβλίο) ή αν αντικαθιστούσαν τη μαρξιστική με μία στενά συμβουλιακή πολιτική. Εξάλλου, μας ενδιαφέρει μόνο η επανάσταση που στοχεύει στο ξεπέρασμα κάθε “Απόλυτου” στο οποίο πρέπει να προσαρμοζόμαστε, ηθικού, ή ακόμα και ενός δημοκρατικού.

Παράλληλα, την ίδια περίπου περίοδο στη Γερμανία, η επανάσταση φάνηκε να κλονίζεται και εν τέλει να αποτυγχάνει να επικρατήσει, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν περισσότερα κόμματα (ενώ υπήρχαν συμβούλια)! Το Κομμουνιστικό κόμμα δημιουργήθηκε δύο ολόκληρους μήνες μετά την επανάσταση!

 

Η Γαλλική Επανάσταση

Σήμερα έχει υποχωρήσει πολιτικά τόσο πολύ το αίτημα για ατομική και κοινωνική ελευθερία, ώστε οι ιστορικοί αγώνες που την έθεσαν στο προσκήνιο δυσφημούνται από πολλές πλευρές. Εκπρόσωποι όλου του πολιτικού φάσματος, δεν έχουν να επιδείξουν άλλο παρά περιφρόνηση για τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Γιακωβίνοι, που ηγήθηκαν των επαναστάσεων που γκρέμισαν τα προνόμια και την “ιερή τάξη” των χιλιετιών του παραδοσιακού πολιτισμού.

Στην αφήγηση του βιβλίου, οι Γιακωβίνοι δεν ήταν παρά αντεπαναστάτες υποκριτές, οι οποίοι στήριξαν τις εργαζόμενες τάξεις μόνο για να υφαρπάξουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν, εκ των υστέρων, ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς. Και ο Λένιν δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τους αντιγράψει. Ο συγγραφέας, όπως προτιμά τους συμβουλιακούς ή αναρχικούς στη Ρωσική επανάσταση, προτιμά στη Γαλλική επανάσταση όσους έθεταν εαυτώ αριστερότερα των Γιακωβίνων, δηλαδή τους εμπερτιστές, “λυσσασμένους” και άλλους, οι οποίοι ήθελαν να εγκαθιδρύσουν μία μορφή άμεσης δημοκρατίας. Η τελευταία είναι εξάλλου η απόλυτη λυδία λίθος που παρουσιάζεται στο βιβλίο για τα επαναστατικά ζητήματα.

Όμως, στις αντίστοιχες επαναστάσεις, οι εργαζόμενες τάξεις κατέκτησαν την εξουσία με πολιτικά εργαλεία και όπλα, όχι τους περιθωριακούς Κροπότκιν και Ζακ Ρου, αλλά τον Λένιν και τον Ροβεσπιέρο. Οι αντιλενινιστές διαμαρτύρονται συνεχώς επειδή οι πολιτικές οργανώσεις που βοήθησαν τους καταπιεσμένους να κατακτήσουν την εξουσία, δεν υιοθέτησαν τις ιδέες τους. Ίσως, αντί να εστιάζουμε μονίμως στη μπολσεβίκικη και γιακωβίνικη προδοσία, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε για τις αιτίες της αδυναμίας συγκρότησης αποτελεσματικού κόμματος και οργάνωσης από τους “λυσσασμένους” στη Γαλλική επανάσταση και τους συμβουλιακούς και αναρχικούς στη Ρωσική.

Φυσικά αυτά δεν αναιρούν όλα τα προβληματικά σημεία της γιακωβίνικης πολιτικής, τα οποία έχουν επισημάνει πολλές φορές μαρξιστές όπως ο Λένιν (τον οποίο ο συγγραφέας απλά ταυτίζει με τους γιακωβίνους). Ποτέ όμως δεν έφτασαν οι τελευταίοι στο σημείο των «φιλελεύθερων», να διασύρουν τους γιακωβίνους παρουσιάζοντάς τους μόνο σαν ένα στυγνό δικτατορικό πολιτικό εξάμβλωμα, δικαιώνοντας έτσι κάθε πολιτικό συντηρητισμό.

Η Γαλλική επανάσταση, παρ’ όλα τα φρικτά προβλήματά της, πέτυχε στο να θέσει το πρόβλημα της ελευθερίας στη διεθνή πρακτική πολιτική ατζέντα. Εντούτοις, στους άμεσους στόχους της, παρέμεινε δυστυχώς εθνική, περικυκλωμένη από επιθετικές και εκδικητικές ευρωπαϊκές μοναρχίες. Αυτό το κλίμα ήταν που οδήγησε στην όξυνση του πολιτικού αυταρχισμού, και όχι κάποια εγγενής κακία των επαναστατών. Στην τρομοκρατική εξολόθρευση των πολιτικών αντιπάλων δεν συμμετείχαν μόνο οι γιακωβίνοι, αλλά και όσοι βρίσκονταν υποτιθέμενα στα αριστερά τους: δεν ζητούσαν κεφάλια, ακόμα και επαναστατών, οι αμεσοδημοκράτες εμπερτιστές και κομμουνάροι;

Εν τω μεταξύ, η πίστη σε απόλυτες ηθικές αρχές ήταν που χαρακτήριζε ορισμένες από τις χειρότερες πλευρές των Γιακωβίνων, όπως για παράδειγμα η “αρετή” του Ροβεσπιέρου. Παρόμοια υποκειμενικά “απόλυτα” επέτειναν το πρόβλημα του αυταρχισμού σε χειρότερη κατεύθυνση. Ο Λένιν επέκρινε αυτή τη στάση των αστών επαναστατών, όχι από την πλευρά του αμοραλισμού, αλλά από την πλευρά της ένταξης των ηθικών προβλημάτων στα πλαίσια μίας κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης. Συνεπώς, αν κάτι μπορεί να γείρει επικίνδυνα υπέρ ενός τυφλού αυταρχισμού, είναι τα ίδια τα συμβούλια, η αμεσοδημοκρατία και άλλα στοιχεία, όταν μετατρέπονται σε απόλυτες ηθικές αρχές και αξίες. Όλη η βαρβαρότητα του παραδοσιακού πολιτισμού βασίστηκε σε απόλυτες ηθικές αξίες και “αξιακά συστήματα”. Ιδού τι έγραψε κι ένας κομμουνιστής της εποχής (τηρουμένων των αναλογιών), ο Μπαμπέφ, για τον Ροβεσπιέρο:

“Ας του επιστρέψουμε την αρχική του, δίκαιη δόξα, και όλοι οι μαθητές του θα αναδυθούν ξανά και θα θριαμβεύσουν σύντομα. Ο ροβεσπιερισμός ανατρέπει εκ νέου όλες τις φατρίες. Δεν μοιάζει με καμία εξ αυτών, δεν είναι ούτε τεχνητός ούτε περιορισμένος. Ο εμπερτισμός υπάρχει μόνο στο Παρίσι και μεταξύ μίας μικρής μερίδας ανθρώπων, και μπορεί μόνο με δυσκολία να διατηρηθεί. Ο ροβεσπιερισμός υπάρχει σε όλο το Δημοκρατικό καθεστώς (Republic), σε όλη την τάξη των δικαίων και οξυδερκών και, φυσικά, σε όλο το λαό. Ο λόγος είναι απλός: ο ροβεσπιερισμός είναι η Δημοκρατία, και οι δύο λέξεις ταυτίζονται: η αναβίωση του ροβεσπιερισμού σημαίνει σίγουρα την αναβίωση της δημοκρατίας”.[7]

Τα παραπάνω παρατίθενται όχι για να υποστηρίξουμε τον ροβεσπιερισμό, αλλά για να δείξουμε πόσο σύνθετη είναι η επαναστατική πραγματικότητα, όπως αυτό καταδεικνύεται και από τη ματιά ενός ριζοσπάστη της εποχής εκείνης, του οποίου την επαναστατική ακεραιότητα δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς.

Η βία και ο αυταρχισμός υπάρχουν διάχυτα στον περίγυρό μας, δεν θα τα γεννήσει η επανάσταση. Η επανάσταση θα τα οικειοποιηθεί από τη σκοπιά της οργανωμένης πλειοψηφίας και θα τα ρίξει στη μάχη για την ελευθερία. Χρειάζεται όμως προσοχή να μη μετατραπούμε σε απολογητές της δημοκρατίας, σε απλούς θιασώτες του αυταρχισμού που εκφράζει η ανάγκη για δημοκρατία. Η μαρξιστική πολιτική στόχευε ιστορικά πέραν της δημοκρατίας αλλά μονάχα μέσω της δημοκρατίας. Αυτό το «πέραν» είναι που λησμονείται ή υποβαθμίζεται στην προβληματική του συγγραφέα.

 

Μαρξ και Λένιν

Τα επαναστατικά προβλήματα ιστορικής ανάπτυξης φωτίζονται αν διατηρήσουμε τη σύνδεση μεταξύ Μαρξ και Λένιν, και δεν την αποκηρύξουμε μέσω μίας ελευθεριακής διεκδίκησης του Μαρξ. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ ήταν συμπτωματικός του κεφαλαίου, όχι το εξαγνισμένο εξωτερικό αντίδοτο σε κάθε τι καπιταλιστικό. Οι αποτυχίες του σοσιαλισμού οδήγησαν περαιτέρω στον συμπτωματικό χαρακτήρα του ίδιου του μαρξισμού. Την κρίση του μαρξισμού ως συμπτωματικού του κεφαλαίου συνειδητοποίησε και θεματοποίησε ο ίδιος ο Λένιν, και τη μετέτρεψε πρώτος σε απτή δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής. Η ευκολία παραμερισμού του Λένιν από τους αντιλενινιστές οδηγεί, πιθανώς, στον παραμερισμό των πραγματικών επαναστατικών προβλημάτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, κλείνω με ένα παράθεμα του Αντόρνο, όπου προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία του Λένιν, τόσο εμφατικά ώστε πιθανώς αδικεί τον Μαρξ, αλλά καθιστά έτσι πιο ξεκάθαρη την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της επανάστασης. Της επανάστασης, όχι ως νίκης των καλών επί των κακών, αλλά ως επίπονης και μακράς διαδικασίας υποκειμενικού αυτομετασχηματισμού:

“Ο Μαρξ ήταν πολύ ακίνδυνος. Πιθανότατα φανταζόταν αφελώς ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση ίδιοι σε όλα τα ουσιώδη και τέτοιοι θα παρέμεναν. Συνεπώς, θεώρησε καλή ιδέα να τους στερήσουμε τη δεύτερη φύση τους. Δεν ασχολήθηκε με την υποκειμενικότητά τους. Πιθανότατα δεν εστίασε σ΄αυτήν τόσο προσεκτικά. Την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα της κοινωνίας βαθιά, μέχρι τον εσώτατο πυρήνα τους, θα την απέρριπτε ως θεωρία επίδρασης του περιβάλλοντος (milieu theory). Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που υποστήριξε αυτή την ιδέα”.[8]

 

[1] Λίγα σχόλια για την έκδοση: παρότι καλαίσθητη και φροντισμένη θα μπορούσαν ίσως σε μια πιθανή μελλοντική επανέκδοση να προτιμηθούν οι υποσημειώσεις αντί για τις εκτενείς σημειώσεις εντός αγκυλών και παρενθέσεων που διακόπτουν τη ροή του κειμένου, να περιληφθεί στην αρχή πίνακας περιεχομένων, και να αποφευχθούν, όπου είναι εφικτό, οι πολύ μεγάλες παράγραφοι.

[2] Όσο περισσότερο επιτυχημένη είναι μια επανάσταση τόσο λιγότερη βία θα χρειαστεί να ασκήσει. Όσο ευρύτερη η πολιτική στήριξη της επανάστασης και περισσότερα τα μέσα ισχύος που θα έχουν περάσει στα χέρια της, τόσο μικρότερη θα είναι η αντίσταση απέναντί της, άρα και η ανάγκη προσφυγής στη βία. Οι νεκροί της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν λιγότεροι από τους νεκρούς των γυρισμάτων της αντίστοιχης ταινίας του Αϊζενστάιν! Εντούτοις, η συγκέντρωση και ο μετασχηματισμός των μέσων ισχύος και επιβολής, βίαιη ή μη, παραμένει μια εξουσιαστική διαδικασία, ακόμα και στην (καλοδεχούμενη) περίπτωση όπου μέσω μίας επανάστασης αυτή που εξουσιάζει είναι η πλειοψηφία, κι αυτή που εξουσιάζεται η μειοψηφία.

[3]   Η οποία κοινωνία, κατά Αντόρνο, είναι ένα δημιούργημα της Τρίτης Τάξης!

[4]    Έχω συζητήσει διεξοδικότερα το πρόβλημα της σχέσης αυταρχισμού και δημοκρατίας, καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του νεώτερου κράτους, στο κείμενο “Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία”, όπου παράλληλα ασκώ κριτική στην αμεσοδημοκρατική κριτική της αντιπροσώπευσης. http://thessaloniki.platypus1917.org/?p=475

[5]    J.P. Nettl, Rosa Luxemburg, vol.1

[6]    Η έμφαση στον όρο δικτατορία εδώ έρχεται να υπενθυμίσει ότι κάθε κράτος είναι αυταρχικό, ακόμα και το πιο δημοκρατικό, κάτι που ξεχνούν πολλοί στη λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά: η πλειοψηφία μπορεί να τυραννά, όχι μόνο τη μειοψηφία, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της ακόμα. Το θέμα δεν είναι η κατάφαση, οποιασδήποτε επανάστασης, αλλά η κριτική επαγρύπνηση εντός της.

[7]    http://www.marxists.org/archive/bax/1911/babeuf/ch10.htm (δική μου μετάφραση)

[8]    Αναφέρεται στο: Detlev Claussen, Theodor W. Adorno: One Last Genius (Cambridge: Harvard University Press, 2008), σ. 233 (δική μου μετάφραση)

5/11/2014- νέο κτίριο Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Αφότου οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία ογδόντα χρόνια πριν, ο αντιφασισμός αποτελεί  αναπόσταστο κομμάτι της αριστερής πολιτικής. Ο αγώνας ενάντια στους φασίστες και τους Ναζί είναι ηθικά αυταπόδεικτος, με αποτέλεσμα ο πολιτικός αντιφασισμός να είναι εξίσου αυταπόδεικτος. Εντούτοις σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους η πολιτική του αντιφασισμού ήταν εντελώς διαφορετική· γενικότερα, η συμβολή του αντιφασισμού στη διαμόρφωση της αριστερής πολιτικής είχε διαφορετική σημασία. Παρόλα αυτά, ο αντιφασισμός σήμερα εξακολουθεί να εγείρει αντικαπιταλιστικές αξιώσεις. Πού στηρίζεται αυτή η παραδοχή; Τι ήταν ο αντιφασισμός και πώς έχει αλλάξει; Με ποιο τρόπο μπορούμε μέσω της έννοιας του αντιφασισμού να συλλάβουμε καλύτερα την παρελθούσα και σύγχρονη πραγματικότητα; Ποια είναι η σημασία του αντιφασισμού σήμερα δεδομένης της απουσίας του φασιστικού μαζικού κινήματος; Η συζήτηση επικεντρώνεται στην ιστορική και πολιτική σημασία του αντιφασισμού προκειμένου να φωτίσει τα σημερινά προβλήματα της αριστερής πολιτικής.

Γιατί αναδύθηκε/αναδύεται ο φασισμός; Ποιες είναι οι ρίζες και η δυναμική της αυξημένης αυταρχικότητας που εκφράζεται/εκφράστηκε στον φασισμό; Εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η αιτία; Πώς μπορεί να καταπολεμηθεί ο φασισμός;

Ο Μαρξ αναγνώρισε στο φαινόμενο του Βοναπαρτισμού -μετά το 1848- την αυταρχική απάντηση στην ήττα της εργατικής επανάστασης. Μέχρι ποιο βαθμό μπορεί ο φασισμός του '20 και του '30 να εξηγηθεί με αυτούς του όρους; Υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ανόδου των Ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης την περίοδο 1917-1919;

Ποιες τάξεις και κοινωνικά στρώματα κινητοποιεί ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός και γιατί; Σε ποιες συγκεκριμένες ανάγκες και φόβους απαντά το φασιστικό «κίνημα»; Γιατί κατέστη δυνατότερο από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του '30;

Τι ενοποιεί την πολιτική του αντιφασισμού εκκινώντας από τη δεκαετία του '30, τα κινήματα του '60, τις δεκαετίες του '80 και του '90 μέχρι σήμερα; Δεδομένης της απουσίας ενός απροκάλυπτου φασισμού, τι εκφράζει αυτή η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα; Μπορεί ο αντιφασισμός σήμερα, και αν ναι πώς, να κατανοηθεί ως συνέχεια του αντιφασισμού του ’30; Τι διαφοροποιεί τα διάφορα είδη αντιφασισμού ως προς τη ριζοσπαστικότητα την οποία  θέλουν να εκφράσουν;

Τι ακριβώς σημαίνει ο φασισμός σήμερα; Πώς διαφοροποιείται από τη μορφή που πήρε στον μεσοπόλεμο; Πώς ερμηνεύετε τον παραλληλισμό της σημερινής Ελλάδας με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης; Μπορεί να υπάρξει αναβίωση του φασισμού με αυτήν την έννοια;

Ποιος είναι ο στόχος του αντιφασιστικού αγώνα σήμερα; Ποια είναι η σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής του αντιφασισμού; Μας βοηθάει ο αντιφασισμός σήμερα να κατανοήσουμε την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και να την αλλάξουμε; Αν ναι, πώς;

Iστορικά, δυνάμεις που σχετίζονταν με τη Δεξιά/το κατεστημένο υποστήριξαν την ανάγκη για αντιφασιστική κοινή δράση (Σύμμαχοι εναντίον Χίτλερ). Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάνει το ίδιο διώκοντας τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει αντιφασισμός από μια δεξιά προοπτική;

Ομιλητές

Κατερίνα Κλείτσα: οργάνωση Ξεκίνημα

Μάριος Εμμανουηλίδης

Θωμάς: Αντιφασιστικό Πυρήνας Θεσσαλονίκης (ACT)

Αντώνης Γαζάκης: μέλος Αντιφασιστικής Συνέλευσης Αλληλεγγύης

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Κατερίνα Κλείτσα: Το ερώτημα γιατί αναδύεται ο φασισμός σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες σε κάθε εποχή. Ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων καταστράφηκε με γρήγορο ρυθμό εντός της κρίσης και αναζητά γρήγορες και άμεσες λύσεις. Εκφράζει επίσης την οργή εξαιτίας των ανισοτήτων του συστήματος.

Αρκεί όμως η οικονομική κρίση για να γεννηθεί ο φασισμός; Στην Ιρλανδία για παράδειγμα ενώ οι οικονομικές συνθήκες μοιάζουν με της Ελλάδας (μνημόνια, λιτότητα) δεν υπάρχει η δεύτερη προϋπόθεση που είναι η πολιτική κρίση.

Αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που γεννούν το φασισμό οδηγούμαστε στην  επιλογή των συμμάχων εναντίον του. Πρώτα όμως πρέπει να δούμε πως αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που ψηφίζει φασιστικά και ναζιστικά κόμματα. Ένα κομμάτι του κόσμου αυτού είναι γαλουχημένο με τις φασιστικές ιδέες και θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε για κάτι. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι, παρότι συντηρητικό, έχει σημασία να προσεγγιστεί.

Το βασικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε δεν είναι αν κάποιος-α ξέρει ή όχι τι είναι ένα ναζιστικό κόμμα αλλά οι λόγοι που την-τον κάνουν να το ψηφίζει.

Τα ιστορικά παραδείγματα μας βοηθάν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας καθόλη τη δεκαετία του ’30 υποστήριζε ότι ο κύριος εχθρός είναι η ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και αποκαλούσε τα μέλη και τους ψηφοφόρους του σοσιαλφασίστες. Η ίδια λανθασμένη πολιτική ακολουθήθηκε και στις εκλογές όπου η άρνηση του ΚΚΓ για συνεργασία «έστρωσε» το δρόμο για την εξουσία στο Χίτλερ.

Ένα μεγάλο μέρος της μαχητικής εργατικής τάξης πρόσκεινταν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (υπήρχαν ακόμα και ένοπλες πολιτοφυλακές που επιτίθεντο σε φασίστες) και σε ένα ενδεχόμενο κάλεσμα για Αριστερή ενότητα εναντίον των φασιστών θα είχε μετακινηθεί πιο αριστερά.

Ο φασισμός είναι δομικό κομμάτι του συστήματος και με αυτή την έννοια πρέπει να είμαστε πάντα σε εγρήγορση. Πρέπει παρόλα αυτά να διακρίνουμε την απολυταρχική από τη φασιστική λογική. Η ασαφής διάκριση προκαλεί άμβλυνση των αντιφασιστικών αντανακλαστικών του κόσμου καθώς και σύγχυση γύρω από το τι αντιπροσωπεύει το κάθε κόμμα.

Σήμερα υπάρχουν φασίστες αλλά όχι φασιστικό κίνημα. Κάνοντας τον παραλληλισμό με τη Γερμανία του 1930 βρίσκουμε κοινά σε σχέση με τις συνθήκες ζωής και τις αντιφάσεις των εργαζομένων τότε και τώρα. Θα βρούμε όμως και μια πολύ μεγάλη διαφορά: η διαφορά είναι ότι για μας η μάχη δεν έχει ακόμα χαθεί και ότι ακόμα μπορούμε να χτίσουμε το αντιφασιστικό κίνημα.

Η εργατική τάξη σήμερα δεν έχει δώσει ακόμα τις μεγάλες της μάχες. Συνεπώς παράλληλα με την αντιφασιστική δράση οφείλουμε να ενισχύουμε τους κοινωνικούς εργατικούς αγώνες.

Η αντιφασιστική δράση κυρίως σε περιόδους ύφεσης του αντιφασιστικού κινήματος πρέπει να έχει χαρακτηριστικά όπως, το χτίσιμο βάσεων και αντιφασιστικών επιτροπών σε γειτονιές και εργασιακούς χώρους, η αντισυστημικότητα στο λόγο μας σε αντίθεση με τον ψευδή αντισυστημικό ρόλο των ναζιστικών-φασιστικών κομμάτων (της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα). Η δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας που θα υπερασπίζονται την κοινωνία καθώς και η συνεργασία και αλληλεγγύη ανάμεσα στις αριστερές οργανώσεις και στις αναρχικές ομάδες είναι επίσης δύο σημαντικοί στόχοι.

Στον αγώνα ενάντια στην άνοδο του φασισμού ένα κομμάτι της αστικής τάξης μπορεί να θελήσει να συμμετέχει. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τα κίνητρα και τις επιδιώξεις αυτού του κομματιού. Τα κίνητρα αυτά είναι η επιδίωξη των συμφερόντων για το μερίδιο αυτό της αστικής τάξης. Μελετώντας την ιστορία η αστική τάξη αντιλαμβάνεται ότι αν φασιστικά κόμμα έρθουν στην εξουσία μπορούν εύκολα να βγουν εκτός ελέγχου. Αυτό είναι προφανώς ενάντια στα συμφέροντα και στις επιδιώξεις τους σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.

Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός, με τις καθημερινές μύριες πτυχές του, είτε είναι πάντα εδώ κοντά μας, είτε είναι ένα χονδροειδές σκίτσο, ένας μηχανισμός ο οποίος είναι οριακά ενταγμένος στην κρατική στρατηγική. Αν ο μοναδικός αντιφασισμός ενάντια στην χονδροειδή αυτή τακτική είναι η μάχη, το θαρραλέο σώμα ενάντια στη φασιστική ατιμία, η μάχη εναντίον των καθημερινών μικρών φασισμών, των ενταγμένων στο κοινωνικό σώμα, είναι δύσκολη και διαρκής.

Ο φασισμός, ως η χονδροειδής πολιτική στρατηγική, είναι τώρα πλέον λειτουργικά άχρηστος για την πολιτική οικονομία της εξουσίας. Από τη άποψη της αντιφασιστικής δράσης αν κάτι έπρεπε να είχε γίνει, θα έπρεπε να είχε γίνει το φθινόπωρο του 2012 όταν η Χρυσή Αυγή κυριαρχούσε το κοινωνικό χώρο.  Αυτή η μάχη δε δόθηκε ποτέ. Αυτή η λειψή αντιφασιστική δράση ίσως σχετίζεται με την εδαφικοποίηση της εξέγερσης του 2011 στο Σύριζα και την ανάθεση ξανά στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Τώρα υπάρχει μια διαρκής μη μάχη, είναι η μάχη με το μετανεοφιλελευθερισμό.

Ποια ήταν η στρατηγική λειτουργία του φασισμού που κυβέρνησε την ελληνική κοινωνία το 2012; Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η σημασία της διερώτησης του φασιστικού φαινομένου.

Η κατανόηση του παρόντος σχετίζεται με μια αντιφατική διαδικασία αναδιάταξης των τρόπων εξουσίας για την επιβολή των νέων κανόνων ζωής. Στην κατανάλωση της θετικής συσχέτισης των ρατσιστικών πρακτικών του κράτους και της Χρυσής Αυγής εξίσου και στην παραγωγή ενός μετακρισιακού πληθυσμού εργασίας υποτιμημένης αξίας και πειθαρχημένης γενικής νόησης. Ένας πληθυσμός σε αντιστοίχιση με τις συνθήκες χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού.

Η Χρυσή Αυγή δεν αποτέλεσε αντίσταση στο σύστημα αλλά ούτε και δεκανίκι της εξουσίας. Η Χρυσή Αυγή προσέφερε την πρόταση θεραπείας μέσω φαρμακείας της κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε μια μηχανή αιχμαλώτισης και μετατροπής του πληθυσμού σε στοιχεία ενίσχυσης και επέκτασης του κυριαρχικού κράτους. Επίσης αιχμαλώτισε την ηθικολογική κριτική που ασκούσε ο πληθυσμός στο κράτος και στην κοινωνία. Με λίγα λόγια αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα για την ήττα της εξέγερσης.

Αναζητώντας τη στρατηγική λειτουργία του φασισμού-ρατσισμού του καιρού μας αυτό συνεπάγεται 3 τουλάχιστον μεθοδολογικές δεσμεύσεις.

Η πρώτη είναι να αποφεύγουμε τον πειρασμό της αναλογίας και της συνέχειας. Αναφέρομαι στο δημοφιλή πειρασμό να αναζητούμε αναλογίες με την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη  συνέχεια να εξάγουμε τα όποια πολιτικά συμπεράσματα. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι ένας τόπος συνεχούς επιστροφής. Εδώ η Χρυσή Αυγή δεν επεδίωξε ούτε την άλωση του κρατικού μηχανισμού , ούτε την καταστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Η αναζήτηση αναλογιών, συνεχειών και καταγωγών είναι μια αδύναμη σκέψη. Η κατανόηση είναι μια διαδικασία κατανόησης διαφορών. Το ζήτημα είναι να αναζητήσουμε την διαφορά και αυτό που παρήγαγε τη δυναμική της Χρυσής Αυγής τώρα.

Η Χρυσή Αυγή όπως και ο Σύριζα αποτέλεσαν συμπτώματα της διαχείρισης της κρίσης, την αντίσταση του πληθυσμού σε αυτή την κρίση και την μεταστροφή των αφηγήσεων για την κρίση.

Η δεύτερη μέθοδος αφορά την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης στον Αγκάμπεν.  Η έννοια προσέφερε στον αναρχικό χώρο μία αντιφασιστική θεωρία που δεν είχε, παρόλο που η αντιφασιστική του δράση ήταν αξιέπαινη. Η χρήση και κατάχρηση της θεωρίας της κατάστασης εξαίρεσης έγινε με δύο τρόπους: πρώτον είτε με την ανάγνωση «αυτό που ζούμε αποτελεί μία κατάσταση εξαίρεσης, με τον νόμο να παραμένει σε ισχύ» με παράγωγα πολιτικά συμπεράσματα είτε την καταφυγή στη συνταγματικότητα ή αναμονή της ισχύος του νόμου και δεύτερον με την ανάγνωση «τώρα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση εξαίρεσης όπου στο κέντρο του δικαιικού συστήματος έχει εφαρμοστεί η ανομία» με πολιτικό συμπέρασμα τη βίαιη αντιπαράθεση με την εξουσία.

Ωστόσο η παρούσα συνθήκη δεν είναι μία κατάσταση εξαίρεσης αφού δεν πρόκειται για μία οντολογική υποταγή του πληθυσμού στη βιοπολιτική κυριαρχία αλλά για την αναγκαιότητα ενός αγώνα και τους κανόνες μιας στρατηγικής. Αυτό που ζούμε έχει να κάνει με τη θεμελίωση μίας νέας κανονιστικότητας.

Αν μας ενδιαφέρουν οι στρατηγικές των εξουσιών και αυτή είναι η τρίτη μεθοδολογική δέσμευση, δε μας ενδιαφέρει η αναζήτηση της διάβρωσης των κρατικών μηχανισμών από το φασιστικό χέρι. Ο φασισμός δεν είναι ο πραγματικός εχθρός και ο λόγος περί κρατικού αυταρχισμού κρύβει την ταυτόχρονη με την κυριαρχία κατάσταση μειωμένης κρατικής δύναμης. Ο φασισμός είναι μια δαπανηρή λειτουργία για την οικονομία της εξουσίας γιατί ο τρόμος δεν μπορεί ποτέ να είναι διαρκής.

Η ρατσιστική επιδρομή στους εξαθλιωμένους αποτέλεσε τον ακραίο δίαυλο των σημάτων εμπέδωσης του νέου καθεστώτος ζωής στο νόμιμο πληθυσμό. Η φασιστική απειλή αποτέλεσε ένα δίαυλο εισαγωγής σε 3 κύρια θεωρητικά πολιτικά αντικείμενα του καιρού, η ουσία του κακού που ζούμε, ο νόμος της διαδικασίας.

Το πρώτο είναι η κρίση του κράτους ως διαρκής κρίση διακυβέρνησης. Πλέον το κράτος θα αδυνατεί όχι μόνο να κατανοεί αλλά και να ελέγξει τις χρηματοροές καθώς αυτές αδιαφορούν πλέον για το κράτος και το παρακάμπτουν. Το δεύτερο αντικείμενο είναι ότι το πεδίο της οικονομίας έγινε αόρατο ακόμα και για το ίδιο το κεφάλαιο. Υπάρχει κρίση της αξιολόγησης της αξίας αλλά όχι και κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το τελευταίο και πιο σημαντικό είναι η συνεχής κατάσταση του πληθυσμού σε κρίση και αξιολόγηση. Πρόκειται για τη νέα συνθήκη όπου κράτος, κεφάλαιο και πληθυσμός προσπαθούν διαρκώς να ξεφύγουν από το αναπάντεχο κακό, μία συνθήκη που ούτε το όνομα του νεοφιλελευθερισμού ούτε το όνομα του φασισμού αρκεί για να περιγράψει.

Θωμάς: Ο φασισμός αναδύθηκε ως αντιστάθμισμα στον κομμουνισμό σε περίοδο γενικευμένης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ως διέξοδος μέσω του επεκτατισμού , του ιμπεριαλισμού και της καταναγκαστικής εργασίας. Υπερασπιζόμενος τον μικροαστισμό, τις συντεχνίες και τα συμφέροντα της εθνικής εργατικής μάζας, μέσω συντηρητικών πολιτικών ο φασισμός εδραιώνει την πλήρη κυριαρχία της αστικής τάξης και του κεφαλαίου.

Ο φασισμός υπερεντατικοποιεί τις σχέσεις εκμετάλλευσης του πληθυσμού. Οι ρίζες του προέρχονται από την υλική και πνευματική φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του ενώ το δόγμα του είναι η καθαρότητα του έθνους. Με οδηγό τον άνδρα και λατρεία του την πατριαρχική πυρηνική οικογένεια οι φασίστες οικοδομούν μία άκρως συντηρητική κοινωνία.

Αναλύοντας ιδεολογικά, θεωρητικά και πρακτικά τις αιτίες που τον προκαλούν και λαμβάνοντας υπόψιν ότι προέρχεται από τον καπιταλισμό και τις καθημερινές λειτουργίες του, ο φασισμός καταπολεμείται. Η καταπολέμησή του εμπεριέχει την άρνηση του τρόπου παραγωγής, αξιών και ιδεών του.

Στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό αντιπαραθέτουμε τον κομμουνισμό. Σε περιπτώσεις εξεγέρσεων και οξυμένων ταξικών συγκρούσεων που δεν μετατράπηκαν σε επαναστάσεις τα μέτρα που παίρνονται ισχυροποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στην περίπτωση του φασισμού επιβεβαιώνεται ο κανόνας. Μετά τις προσπάθειες των σπαρτακιστών στη Γερμανία και των εργατικών συμβουλίων στην Ιταλία για την κατάκτηση της εξουσίας, ακολούθησε η οργανωμένη επίθεση του κεφαλαίου. Η σύνδεση μεταξύ της ανόδου των ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης του ’17-’19 είναι άμεση.

Ο εθνικοσοσιαλισμός κινητοποιεί όλα τα κοινωνικά στρώματα με έμφαση στη μεσαία τάξη. Αναλογιζόμενοι τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες που αναδύθηκαν φαινόμενα φασισμού και ναζισμού, παρατηρούμε ότι η συγκρότηση του εθνικού αστικού κράτους καθυστερεί αρκετά λόγω αντίστασης από την προηγούμενη φεουδαρχική μορφή. Η Γερμανία και η Ιταλία μαζί με τη Ρωσία «φθάνουν» καθυστερημένα στον καπιταλισμό.

Μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής μάζας και του κρατικού παρεμβατισμού ο εθνικοσοσιαλισμός τρέχει προς τα εμπρός εδραιώνοντας την ευημερία για μια μεγάλη μερίδα των Γερμανών. Η μικροαστική τάξη επανδρώνει τις κρατικές θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς που ήδη είχε κρατήσει επιρροή η φεουδαρχία και η συγκέντρωση κεφαλαίου βοηθάει τις επενδύσεις. Επαναφέροντας το χαμένο κύρος από τους χαμένους πολέμους, τα φασιστικά κινήματα απαντάνε στο φόβο του διαφορετικού δημιουργώντας συνθήκες επιβίωσης κανονιστικού περιβάλλοντος.

Η πολιτική του αντιφασισμού ενοποιεί την αμφισβήτηση του καπιταλισμού και του φασιστικού μοντέλου παραγωγής. Ο φασισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που γεννήθηκε πριν περίπου ένα αιώνα. Από αυτήν την τάση προέρχονται και οι θιασώτες του φασισμού σήμερα και φέρουν χαρακτηριστικά του. Συνεπώς αν και οι συνθήκες έχουν αλλάξει το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Ο αντιφασισμός σήμερα είναι συνέχεια του αντιφασισμού του ’30.

Ένα σημείο που πρέπει επίσης να εξεταστεί είναι αυτό της παγκοσμιοποίησης, η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων, η μη ύπαρξη ανταγωνιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο που να απειλεί τον καπιταλισμό καθώς και το γεγονός ότι κυβερνήσεις συνεργασίας υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στόχος του αντιφασιστικού κινήματος σήμερα είναι η ανάδειξη των τάσεων αυτών και των αιτιών που προκαλούν το φασισμό.

Ο τρόπος αναπαραγωγής της προσωπικότητας στην καθημερινότητα είναι η αρχή του αντιφασισμού που συμπληρώνει το σύνολο του αντιφασιστικού αγώνα. Ο αντιφασισμός μας βοηθάει να αλλάξουμε πρακτικά την κοινωνική πραγματικότητα καλυτερεύοντας τις συνήθειες μας και στη συνέχεια τις συνθήκες διαβίωσής μας, δημιουργώντας τον κομμουνισμό στην πράξη.

Σε αυτή τη βάση αποδεχόμαστε τα δημοκρατικά αισθήματα του κόσμου που θέλει να δράσει όμως μέσα από αυτή τη δράση πρέπει να αναπτυχθεί η πραγματική όψη της δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από τη λαϊκή ισότητα, κοινή ιδιοκτησία, διαφάνεια, πολιτικός φιλελευθερισμός. Η αποδοχή στον επιφανειακό αντιφασισμό κρατικό ή μη καθώς αυτός λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης των υγιών κοινωνικών αντιφασιστικών αντανακλαστικών.

Ο φασισμός δεν είναι παρά εντατικοποιημένος καπιταλισμός, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αντιφασισμός που δε θα είναι αντικαπιταλιστικός.

Αντώνης Γαζάκης: Για να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια πρέπει να είναι η πολιτική του αντιφασισμού σήμερα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε τι σημαίνει φασισμός, τόσο ιστορικά όσο και ιδεολογικά. Αν στο μυαλό μας έχουμε με διαφορετικό τρόπο την έννοια του φασισμού τότε και ο αντιφασισμός θα είναι κάτι διαφορετικό.

Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φασισμού και ενός απολυταρχικού ή ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που στον πυρήνα του έχει όχι μόνο τον εθνικισμό και το ρατσισμό αλλά και τη θεοποίηση της βίας ως πρόταση λύσης των προβλημάτων. Στη συνέχεια έρχεται η ομάδα με «κοινά» χαρακτηριστικά και η υπακοή στον αρχηγό.

Ενώ από τους προηγούμενους ομιλητές-ομιλήτριες εξετάστηκε η σχέση και υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης στο φασισμό υπάρχει ένα έλλειμμα γύρω από το γιατί ο φασισμό αποτέλεσε πόλο έλξης για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Τι είναι δηλαδή αυτό που συγκινεί το ένα τρίτο περίπου της γερμανικής κοινωνίας και στις μέρες μας αυτό που συγκινεί το 10% στην Ελλάδα;

Η έλξη προς το φασισμό έχει να κάνει τόσο με ένα υπόβαθρο εθνικισμού και την καλλιέργεια της αντίληψης ότι το έθνος είναι το καλύτερο και ταυτόχρονα το πιο κυνηγημένο από όλα αλλά και με το γεγονός ότι το σύστημα πλέον δεν ικανοποιεί τις μάζες όπως τις ικανοποιούσε προηγουμένως.

Αν στη δεκαετία του 20 και του 30 μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος δεν γνώριζε τι σήμαινε ο φασισμός, που ήταν ένα νέο φαινόμενο, σήμερα υπάρχει η ιστορική εμπειρία του που οδήγησε και οδηγεί.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική κρίση αλλά και με τη βιολογική εξαφάνιση όσων βίωσαν τη φασιστική κατοχή. Επίσης δεν εξηγείται από το απλοϊκό σχήμα ότι οι κεφαλαιοκράτες βλέποντας την άνοδο του Σύριζα χρηματοδότησαν και υποστήριξαν το φασιστικά μορφώματα.

Η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής μετά το 2012 είχε να κάνει με το ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας του οποίου η σχέση με την πολιτική ήταν πελατειακή και αναθετική, χάνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι κοινωνιολογικά το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής είναι μικρομεσαίοι και άνεργοι. Στην αρχή αυτή η τάση εκφράζεται ως τιμωρία στους προηγούμενους πολιτικούς προστάτες ενώ στη συνέχεια μετατρέπεται σε υστερόβουλη επιδίωξη κέρδους.

Η διαφορά σε σχέση με τα φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’30 είναι ότι σήμερα ο φασισμός τουλάχιστον στην Ελλάδα, ακόμα και αν όπως ειπώθηκε από προηγούμενο ομιλητή «κυβέρνησε»  για ένα διάστημα την Ελλάδα δεν καταφέρνει μεγάλες λαϊκές μάζες να σταθούν στο πλευρό της. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Χρυσή Αυγή μοιάζει να είναι μία καρικατούρα των παλιών φασιστών.

Ένας πραγματικός αντιφασισμός πρέπει να έχει ως στόχο τον καπιταλισμό. Υπάρχει όμως και ένα άλλο διακύβευμα. Είναι κρίσιμο ο εμπράγματος φασισμός που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μελών της εργατικής τάξης πρέπει να πολεμάται ακόμα και αν αυτοί με τους οποίους πολεμάς δεν έχουν στο μυαλό τους το όραμα του κομμουνισμού.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο ή είναι μια πολιτική της άρχουσας τάξης;

Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν πρέπει να αναζητούμε ποτέ τι είναι ένα πράγμα. Πρέπει να δούμε πως λειτουργούν τα πράγματα, να απαντήσουμε στο πως και όχι στο τι.

Κατερίνα Κλείτσα: Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μπαίνουν αντιπαραθετικές οι δύο αυτές ερμηνείες. Μέσα από τις κοινωνικές αντιφάσεις ένα κομμάτι του κόσμου θα βγάλει ρατσιστικά και φασιστικά συμπεράσματα. Εκεί σίγουρα θα παίξει ρόλο η στάση που θα κρατήσει η αστική τάξη, αν δηλαδή επενδύσει στη δημιουργία φασιστικού πυρήνα.

Αντώνης Γαζάκης: Τα πράγματα ορίζονται είτε μιλάμε για τη λειτουργία τους είτε μιλάμε για τα στατικά τους χαρακτηριστικά. Αν διευρυνθεί πολύ ο ορισμός μίας έννοιας χάνει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της, για αυτό είναι προβληματικό η έννοια φασισμός να αποδίδεται σε πολλές διαφορετικές αντιλήψεις. Ένας ορισμός είναι μια δυναμική έννοια.

Ο Κόλλιν Σπαρκς στο βιβλίο του ποτέ ξανά φασισμός ορίζει ως φασισμό «τα μαζικά κινήματα της μεσαίας τάξης με σκοπό να συντρίψουν τις οργανώσεις και τα κόμματα της εργατικής τάξης». Υπάρχει και η αντίληψη ότι ο φασισμός δεν αποτελεί ιδεολογία, αλλά ευκαιριακά υιοθετεί πολιτικές απόψεις.

Μάριος Εμμανουηλίδης: Αν ακολουθήσουμε αυτή τη συλλογιστική η Χρυσή Αυγή δεν είναι φασιστική, καθώς δεν αποτελεί κίνημα..

Ποια είναι η άποψή σας για την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος; Πάνω σε ποια βάση και με ποιο οργανωτικό τρόπο μπορεί αυτή να οικοδομηθεί;

Κατερίνα Κλείτσα: Πολλές φορές οι διάφορες οργανώσεις της Αριστεράς έχουν καταφέρει να οργανώσουν κοινές δράσεις όπως για παράδειγμα στην εναντίωση του ανοίγματος γραφείων της Χρυσής Αυγής. Είναι σημαντικό να υπάρχει κοινή αντιφασιστική δράση εξίσου σε επίπεδο γειτονιάς.

Μάριος Εμμανουηλίδης: Η Χρυσή Αυγή επαναδαφικοποίησε ξανά την πολιτική από αντιδραστική σκοπιά και η «σύγκρουση» έγινε χωρική και μάλιστα στο μικρό χώρο. Είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη παρότι θεωρείται πόλη με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, μετά την επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, δεν μπόρεσε να οργανωθεί και να σηκώσει κεφάλι;

Κατά τη γνώμη μου δεν είναι σημαντικός ο αντιφασιστικός αγώνας. Ο αντιφασιστικός αγώνας, την ίδια στιγμή που πρέπει να δίνεται, αμβλύνει το πεδίο της πάλης και καταλήγει σε ένα δίπολο «φασισμός ή δημοκρατία».

Θωμάς: Για να υπάρξει μια πολιτική συνεργασίας πρέπει να υπάρχουν κοινοί στόχοι και θέσεις. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα της Αριστεράς που δεν βλέπει την ανάγκη για αντιφασιστικό αγώνα.

Το να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν και αναπαράγονται με την κουλτούρα του φασισμού είναι μάταιο.

Αντώνης Γαζάκης: Το βασικό ερώτημα είναι «ποιος είναι ο στόχος του αντιφασισμού;». Παρατηρούμε ότι τα αντιφασιστικά χαρακτηριστικά ανταποκρίθηκαν λόγω μιας έκτακτης ανάγκης δηλαδή της υπαρκτής υπόστασης της Χρυσής Αυγής μετά το 2011.

Θα συμφωνήσω ότι ο αντιφασισμός δεν πρέπει να είναι πρόταγμα από μόνο του. Όταν όμως έχεις επιθέσεις από φασίστες υπάρχει η ανάγκη για αντιφασιστική δράση ενάντια στη φασιστική.

Θεωρώ σημαντικό σε τέτοιου είδους συζητήσεις να τονίζεται η σύνδεση μορφής και περιεχομένου. Οι περισσότερες τοποθετήσεις περιστράφηκαν γύρω από τη δομή του φασισμού.

Θα ήταν σημαντικό να δούμε ποιες πολιτικές ήταν εφικτό να αναπτυχθούν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 δηλαδή την περίοδο των μεγάλων προλεταριακών επαναστάσεων. Οι πολιτικές αυτές ήταν δύο. Η πρώτη ήταν η επαναστατική πολιτική που έθετε το ζήτημα των ορίων της εθνικής πολιτικής και του μετασχηματισμού της και από την άλλη ο φασισμός. Όσων αφορά το περιεχόμενο ο φασισμός είναι η συνέχιση της κοινωνίας που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και ιεραρχία με μορφές επαναστατικές. Όσον αφορά τον αντιφασισμό εγώ θα τον περιέγραφα ως μια ηγεμονία της επαναστατικής πολιτικής πάνω στο συντηρητισμό της περιόδου εκείνης ενώ το φασισμό την ηγεμονία της συντηρητικής πολιτικής πάνω στην επαναστατική πολιτική. Ισχύει κάτι παρόμοιο σήμερα; Εξαντλείται το περιεχόμενο του φασισμού στη Χρυσή Αυγή;

Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός συνεχώς διατείνεται ότι θα βάλλει τάξη στο χάος. Η θεραπεία που προτείνει είναι επίσης άμεσου χρόνου. Αυτή η αίσθηση προδοσίας διοχετεύτηκε στη Χρυσή Αυγή.

Αντώνης Γαζάκης: Δεν είναι απαραίτητα αυτό που υπάρχει σήμερα φασισμός τουλάχιστον για την άρχουσα τάξη. Σύμφωνα με την κλασική ρήση του Έκο «τι να τα κάνεις τα τανκς όταν υπάρχει η τηλεόραση;». Για παράδειγμα σήμερα υπήρξε μία σύγκρουση με φασίστες και αντιφασίστες αλλά αυτό που επικαθόρισε το γεγονός και την έκβασή του ήταν οι εκατοντάδες των δασκάλων τριγύρω που αδιαφορούσαν για τον ξυλοδαρμό των φασιστών. Μπορεί αυτό ζούμε να μοιάζει τρομακτικό αλλά έχω την αίσθηση ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει ανάγκη να επιστρέψει σε ένα μοντέλο καθαρού φασισμού.

Θωμάς: Ο αντιφασισμός είναι θέση κατάφασης και όχι άρνησης. Όσο ο καπιταλισμός συνεχίζει να αναπαράγεται, θα αναπαράγει τις κρίσεις του με αποτέλεσμα τη μεγέθυνση των άκρων της πολιτικής. Αν δούμε τον αντιφασισμό ως άρνηση διατρέχουμε τον κίνδυνο να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό που εντός του καπιταλισμού συσσωρεύεται στο άκρο του  φασισμού και μοιάζει σαν τέρας δύσκολο τόσο στην κατανόηση όσο και στην επεξεργασία. Για αυτό το λόγο πρέπει να τσακίσουμε το τέρας κάνοντας την κατάφαση στον αντιφασισμό επίθεση εναντίον του.

Σε μια συζήτηση με μια antifa ομάδα της Γερμανίας υπήρξε μια διαφορετική αναλογία με αυτή της Βαϊμάρης που αναφέρθηκε εδώ. Η αναλογία ήταν με την κατάσταση που επικράτησε στη Γερμανία μετά την επανένωση. Η εν λόγω antifa ανέφερε τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου δηλαδή ξυλοδαρμοί μεταναστών, απρόκλητες επιθέσεις, άνοδος σε κοινωνικό επίπεδο νεοναζιστικών ομάδων και νεοναζιστικής ιδεολογία με την ανοχή της κοινωνίας και του κράτους και περιέγραψε το τέλος αυτής της ιστορίας με την ενεργό πρωτοβουλία του κράτους. Αποτιμώντας τη δράση τους, ανέφεραν ότι για μία ολόκληρη δεκαετία πήραν μέρος σε ένα ενεργό αντιφασιστικό αγώνα (χωρίς να έχουν μόνο αντιφασιστικές προκείμενες) και χωρίς να το καταλάβουν διολίσθησαν σε αμιγή αντιφασιστική δράση, σε μάχες σώμα με σώμα χάνοντας το επιχείρημα και το λόγο που η Αριστερά είναι ο φορέας του ενώ όταν ανέκαμψε ανακάλυψε ότι τον αντιφασιστικό αγώνα τον είχε αναλάβει το κράτος και ο Joschka Fischer. Έκτοτε κατέστη πολιτική ιδεολογία σε εθνικό επίπεδο ο αντιφασισμός.

Ένα ελάχιστο μίνιμουμ συμφωνίας για αντιφασιστική δράση θα μπορούσε να είναι η ανάγκη να κυκλοφορούμε χωρίς φόβο και να μπορούμε να συζητάμε και να οργανωνόμαστε καλύτερα..

Αν αποδεχτούμε ότι ο φασισμός έρχεται σε περιόδους υποχώρησης των ιδεών της Αριστεράς  για μια επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας τότε ο αντιφασισμός είναι πάντα επίκαιρος. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιδέα της επαναστατικής αλλαγής μέσω του αντιφασισμού; Για ποιο λόγο ο αντιφασισμός ή ο αντι-αντιφασισμός είναι σήμερα σημαντικός για την ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας;

Αντώνης Γαζάκης: Δεν πιστεύω ότι ο φασισμός υποχωρεί όταν αναδύεται η Αριστερά αλλά ως αντίβαρο στην ενδεχόμενη άνοδό της. Γιατί πρέπει όλοι οι άνθρωποι να είναι Αριστεροί ή να γοητεύονται από τον κομμουνισμό; Μπορεί εξίσου κάποιοι να γοητεύονται με τη δύναμη του έθνους και την αντίθεση στις αριστερές ιδέες. Ο αντιφασισμός είναι για πολλούς ανθρώπους η επιστροφή σε ένα δημοκρατικό ευνομούμενο κράτος.

Ειπώθηκε ότι η Χρυσή Αυγή έφερε την ήττα της εξέγερσης. Σε τι συνίσταται αυτή η εξέγερση; Υπάρχει ο διαχωρισμός και η διάκριση της κοινωνίας και του κράτους;

Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν λέω κράτος εναντίον κοινωνίας, μίλησα για κρατικές στρατηγικές και στρατηγικές εξουσιών.

Η Χρυσή Αυγή έπεται δύο πραγμάτων. Το πρώτο είναι ότι έπεται της κρατικής στρατηγικής, εντασσόμενη οριακά σε αυτή και έπεται της αντίστασης. Η εξέγερση του 2008 που αποτέλεσε την κρίση του πυλώνα ασφαλείας της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε το σημείο εμφάνισης της Χρυσής Αυγής.

Η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε επίσης μετά την κρίση του δεύτερου πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού που είναι η ελευθερία. Από το 2010 έως το Φλεβάρη του 2012 όλη η κοινωνία βρισκόταν σε εξέγερση. Κατόπιν το πράγμα διοχετεύεται στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η Χρυσή Αυγή πήρε το πεδίο από το Σύνταγμα που ήταν ένα εργαστήρι δημοκρατίας, όπως και να το κρίνουμε, μετατοπίζοντάς το στο κυνήγι των μεταναστών. Αυτό το πράγμα οδήγησε στην ομαλοποίηση. Το σύστημα δε θα μπορούσε να διαβεί κανένα κατώφλι νομιμοποίησης χωρίς τη Χρυσή Αυγή.

Αν όντως είτε μέσω της εξέγερσης είτε μέσω των ιδεών παράγεται η Χρυσή Αυγή ως λόγος και ως πρακτική τότε παράγουμε ίσως κάτι αναποτελεσματικό ή μια καρικατούρα, που παρόλα αυτά όμως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Είναι μεταφορική η ερώτηση αλλά υπάρχει ανάγκη να «παράξουμε» μέσω της δράσης μας μία πραγματική αντεπανάσταση και ένα πραγματικό φασιστικό κίνημα που δε θα κρύβεται πίσω από το κράτος, ή τους εγκληματίες της νύχτας;

Αντώνης Γαζάκης: Είναι παράδοξο να μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο και να μην υπάρχουν θύματα έστω στο συμβολικό πεδίο. Η κρατική ή φασιστική καταστολή σαν απάντηση στις κινήσεις του εργατικού κινήματος και των διαδηλωτών δεν αναγκάστηκε να σκοτώσει. Παρόλα αυτά αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι η αντίδραση από τη μεριά των φασιστών ή του κράτους αλλά η αποτελεσματικότητα των δράσεων μας.

Κατερίνα Κλείτσα: Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να θεωρούμε σήμερα τη Χρυσή Αυγή καρικατούρα και να νομίζουμε ότι δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα για να τη σταματήσουμε. Η Χρυσή Αυγή θα δείξει τα δόντια της αν την αφήναμε να ανοίξει γραφεία σε κάθε πόλη ή να συμμετέχει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με αυτό τον τρόπο προδίδουμε το εργατικό κίνημα αφήνοντάς το απογοητευμένο και βορά στο φασισμό.

6/6/2014- ελεύθερος κοινωνικός χώρος Νοσότρος

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Φαίνεται πως υπάρχουν ακόμη μόνο δύο ριζοσπαστικές ιδεολογίες: ο αναρχισμός και ο μαρξισμός. Αναδύθηκαν από την ίδια χοάνη – τη βιομηχανική επανάσταση, τις ανεπιτυχείς επαναστάσεις το 1848 και το 1871, έναν αδύναμο φιλελευθερισμό, την συγκεντροποίηση της κρατικής εξουσίας, την άνοδο του εργατικού κινήματος και την υπόσχεση του σοσιαλισμού. Αυτές οι ιδεολογίες αποτελούν επαναστατική κληρονομιά. Όλες οι σημαντικές ριζοσπαστικές εξεγέρσεις των τελευταίων 150 ετών σε αυτές φαίνεται να επιστρέφουν προκειμένου να νοηματοδοτήσουν την τρέχουσα κατάσταση. Η στιγμή που διανύουμε δε φαίνεται να είναι διαφορετική.

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι, με τους οποίους αυτές οι εξεγέρσεις έχουν συνεχιστεί. Οι πρόσφατες καταλήψεις πλατειών διεθνώς αντικατοπτρίζουν για παράδειγμα έναν τύπο: μία εκδοχή μαρξιστικής θεωρίας –που κατανοείται ως μία κριτική της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού– χρησιμοποιείται προκειμένου να κατανοήσουμε τον κόσμο, ενώ μία αναρχική πρακτική –που κατανοείται ως μία αντι-ιεραρχική αρχή η οποία επιμένει σε μία άμεση δυνατότητα επανάστασης– χρησιμοποιείται προκειμένου να οργανωθούμε, ούτως ώστε να τον αλλάξουμε. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, κάποιοι αντιστέκονται στον παραπάνω συνδυασμό, ισχυριζόμενοι ότι ο μαρξισμός απορρίπτει τον αντικρατικό τυχοδιωκτισμό και καλεί σε μία στρατηγική αναδιοργάνωση της εργατικής τάξης με στόχο την αντίσταση στη λιτότητα και ίσως την προώθηση ενός νέου «Νιου Ντιλ». Αυτή η άποψη προσανατολίζεται στην ενδυνάμωση ενός κοινωνικού κράτους και στη διαχείριση του καπιταλισμού. Αμφότεροι οι προσανατολισμοί φαίνονται περισσότερο ως απλές χειρονομίες, παρά ως κάτι ουσιαστικότερο – όσον αφορά τη βάση της πολιτικής, την τακτική και στρατηγική και την προσέγγιση του τελικού στόχου. Τέλος, υπάρχουν και άλλες εκδοχές που παραμένουν περισσότερο περιθωριακές, μεταξύ των οποίων ενδιαφέρον παρουσιάζουν και απόπειρες να εγκαταλειφθεί πλήρως το έδαφος αυτών των θεωριών, του αναρχισμού και του μαρξισμού – αλλά αυτές φαίνονται συχνά να επανέρχονται σε ένα από τα δύο στρατόπεδα.

Για να δράσουμε σήμερα προσπαθούμε να συντάξουμε τον απολογισμό του 20ου αιώνα. Η ιστορική εμπειρία που έχει συγκεντρωθεί στις έννοιες του μαρξισμού και αναρχισμού θα πρέπει να εκφραστεί, αν πρόκειται να χρησιμεύσουν ως σημεία κατάδειξης ενός χειραφετητικού ορίζοντα. Με ποιον τρόπο σηματοδοτεί η επιστροφή αυτών των ιδεολογιών μία αυθεντική πολιτική δέσμευση και με ποιον τρόπο την επιστροφή ενός φαντάσματος; Σε ποιο σημείο μας έχουν αφήσει οι διαμάχες του παρελθόντος; Ποιες θεωρητικές και πρακτικές μορφές διαθέτουμε προκειμένου να σταθούμε στο ύψος των προβλημάτων του παρόντος;

Τι έχει να πει ο μαρξισμός και ο αναρχισμός σε αυτούς που πολιτικοποιούνται σήμερα; Έχουν κάτι να μας διδάξουν, ως προς το πώς μπορούμε να δράσουμε τώρα; Θα πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτές τις κατευθύνσεις; Αν ναι, πώς;

Πολλές πρόσφατες αριστερές συνομαδώσεις τείνουν προς την κατάληψη πλατειών και την χωρίς ηγεσία οριζοντιότητα, διατηρώντας συνάμα έναν ασαφή ίσως και ρεφορμιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό προς τον καπιταλισμό και το κράτος. Πώς αντιλαμβάνεστε την άνοδο αυτών των μορφών; Αποτελούν μία πρόκληση για την παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία και τους τρόπους οργάνωσης; Αποτελούν μία επιβεβαίωση αναρχικών τρόπων σκέψης και πρακτικής; Γενικότερα, ποιες μορφές οργάνωσης απαιτούνται από τις θεωρίες που κληρονομούμε και τα καθήκοντα του παρόντος;

Μπορείτε εν συντομία να αποτιμήσετε τις σημαντικότερες διασπάσεις και ρήξεις ανάμεσα και εντός των δύο αυτών παραδόσεων; Η ιστορική διαίρεση σε μαρξισμό και αναρχισμό διατηρεί την σημασία της; Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι σημαντικότερες ρήξεις εντός του μαρξισμού και εντός του αναρχισμού; Θεωρείτε ίσως κάποιες ρήξεις τόσο ενάντια στον μαρξισμό όσο και ενάντια στον αναρχισμό ως σπουδαιότερες;

Ποιες είναι οι αναπαλλοτρίωτες αξίες και τελικοί στόχοι της ριζοσπαστικής πολιτικής; Είναι ο μαρξισμός και ο αναρχισμός ιδεολογίες της ελευθερίας; Της δημοκρατίας; Της εργατικής τάξης; Πώς διαχειρίζονται τις αντικειμενικές αντιφάσεις κατά την απόπειρα πραγμάτωσης αυτών των αρχών υπό τις συνθήκες της καπιταλιστικής ζωής;

Γιατί θα έπρεπε να αγωνιστούμε σήμερα – περισσότερο ή λιγότερο κράτος;

Η ιστορία έχει δικαιώσει τον μαρξισμό, τον αναρχισμό ή κανέναν από τους δύο;

Ομιλητές

Γιάννης Ευσταθίου: Νέο Αριστερό Ρεύμα

Κώστας Χαριτάκης: Εφημερίδα ΔΡΑΣΗ

Θοδωρής Βελισσάρης: Πλατύπους

Σπύρος Κουρούκλης: Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Γιάννης Ευσταθίου: Το όνομα του μαρξισμού εμπεριέχει ένα κύριο όνομα, αυτό του Μαρξ, ενώ του αναρχισμού όχι. Ο αναρχισμός δηλαδή δεν έχει κάποιον πατέρα, δεν αναφέρεται σε κάποιον συγκεκριμένο ιδρυτή, σε αντίθεση με τον μαρξισμό. Αυτό συνεπάγεται ότι ο μαρξισμός στο βαθμό που έχει κάποιον ιδρυτή συγκροτείται περισσότερο σαν ένα σύστημα εννοιών με τη δική του γεννεαλογία, των μαρξιστών, με τα δικά του γραπτά, τα οποία ερμηνεύονται, και αυτό από την αναρχική σκοπιά συνεπάγεται κάποιες σχέσεις εξουσίας. Αντίθετα ο αναρχισμός, όπως το λέει και η λέξη δεν έχει αρχή. Όπως το αναλύει ο Αγκάμπεν μπορούμε να δούμε την αρχή από μία χρονική σκοπιά, ότι ο αναρχισμός δεν έχει μία καταγωγική στιγμή ίδρυσης, όπως έχει ο μαρξισμός καθώς και από μία σκοπιά εξουσίας, δηλαδή την αρχή ως εξουσία. Ίσως θα έπρεπε να συγκρίνουμε τον κομμουνισμό με τον αναρχισμό και όχι το μαρξισμό με τον αναρχισμό.

Η αντιδιαστολή μαρξισμού–αναρχισμού, συχνά παρουσιάζεται σαν μια αντιδιαστολή του ορθού λόγου και του αυθορμητισμού, της επιστήμης και του συναισθήματος. Αυτή η διάκριση αντανακλά αυτό που ο Νίτσε περιγράφει ως το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο, τουλάχιστον όπως μανιχαϊστικά παρουσιάζονται σαν δίπολα σε αυτή τη σχέση. Εγώ προτείνω να προσπαθήσουμε να δούμε μέσα τον αναρχισμό στον μαρξισμό.

Υπάρχει ένας ουτοπικός πυρήνας στο μαρξισμό, δηλαδή όπως λέει ο Ένγκελς, «δεν έχει υπερβεί την ουτοπία όντας απλά μια επιστήμη» και αυτό είναι η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Παραδοσιακά ο μαρξισμός γεννιέται σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη παράδοση, γιατί θέλει να συγκροτήσει ένα επιστημονικό σύστημα εννοιών έχοντας  την αξίωση να περιγράψει κάποιους νόμους της κοινωνίας και της ιστορίας. Αν βάζαμε τον αναρχισμό μέσα στο μαρξισμό αυτό θα ήταν μάλλον ό,τι λέει ο Ντεριντά το πνεύμα της αποδόμησης, δηλαδή το πνεύμα πίσω από το γράμμα του μαρξικού κειμένου. Είναι αυτή η αέναη κριτική και υπέρβαση του υπάρχοντος, όπως ορίζεται ο κομμουνισμός στη γερμανική ιδεολογία, η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αυτό, αν το βλέπαμε έτσι, είναι ένα κοινό με την αναρχική οπτική, δηλαδή μία κοινή αναγνώριση ότι δεν είναι συστήματα γνώσεων, αλλά πρακτικές οδηγίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν το γνωστικό τους αντικείμενο από κριτική σκοπιά και όχι από τη σκοπιά της σταθερής αναπαραγωγής του. Σκοπός για τον μαρξιστή ή τον αναρχικό δεν είναι να μελετάει την κοινωνία ή να ασχολείται με την κοινωνία για να την συντηρήσει όπως είναι. Συνεπώς βασική αρχή του επιστήμονα, του πολιτικού, του δράστη και του αγωνιστή αποτελεί αυτή η σκοπιά αποδόμησης.

Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η κουβέντα επανέρχεται στην επικαιρότητα μέσα από διάφορες αποτυχίες και των δύο ρευμάτων, με κάποιους σταθμούς – συμβάντα, όπως η παρισινή κομμούνα, ο ισπανικός εμφύλιος, η οκτωβριανή επανάσταση, ο μάης του 1968, η ιταλική αυτονομία. Όπως η μαρξιστική και η αναρχική παράδοση είναι μέρος της ιστορίας, εξίσου είναι και οι αποτυχίες.

Τι μας κάνει να σκεφτόμαστε πάνω σε όλα αυτά; Υπάρχει το ερώτημα στο σκεπτικό για τις νέες κινηματικές μορφές που αναδύθηκαν, οι οποίες φαίνεται να κλονίζουν κάποια παραδείγματα εγκαθιδρυμένα κατανόησης του κόσμου όπως το μαρξιστικό ή το αναρχικό. Αυτές όμως δεν είναι απολύτως νέες μορφές. Μετά το 1970 στη Γαλλία και σε διάφορα μέρη του κόσμου βλέπουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά στα κινήματα, κάτι που κωδικοποιήθηκε ως απελευθέρωση της επιθυμίας, ως «δε θέλουμε ταμπέλες, ετικέτες και δε θέλουμε να είμαστε σε κάποια μονολοθική οργάνωση». Η έμφαση στη δράση, η έμφαση στο ρήμα και όχι στο ουσιαστικό (πχ «καταλάβετε τη wall street») ή το συναίσθημα («αγανακτισμένοι») είναι χαρακτηριστικά που βλέπουμε στις πλατείες σήμερα και τονίζουν όχι τόσο την ιδεολογική έγκλιση αλλά την άρνηση προδεδομένων συστημάτων εννοιών. Είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με αυτή την τάση πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Για να κατανοήσουμε αυτή την εξέλιξη  πρέπει να δούμε πώς αλλάζει ο καπιταλισμός μετά το 1970. Η πρώτη θεωρητικοποίηση αυτής της αλλαγής από αναρχική σκοπιά (αν και οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν ως μαρξιστές) είναι των Ντελέζ – Γκουαταρί, το «Καπιταλισμός και Σχοζοφρένεια», σαν επιστέγασμα του γαλλικού Μάη και η «Αυτοκρατορία» των Νέγκρι και Χαρντ που είναι η δεύτερη γνωστή θεωρητικοποίηση των πλατειών και άλλων παρόμοιας μορφής κινημάτων.

Μετά το 1970 και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, αποκανονικοποιούνται οι αγορές και το χρηματιστήριο, αυξάνεται η αυτοματοποίησης της παραγωγής, αλλάζει  η αναλογία διανοητικής – χειρωνακτικής εργασίας (περισσότερο προς τη διανοητική εργασία από ότι παλαιότερα), διαδίδεται η δημόσια χρήση του ίντερνετ από το 1990 και έπειτα ενώ ταυτόχρονα έχουμε κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, αφού ο κόσμος δεν μπορεί να εκφραστεί σε αριστερά – δεξιά και αρνείται την ένταξή του σε ένα σύνολο είτε είναι ο δυτικός κόσμος είτε η Σοβιετική Ένωση. Επιπλέον, η κατάργηση του κανόνα του χρυσού και η πετρελαϊκή κρίση, σαν απάντηση του καπιταλισμού στην κρίση του προηγούμενου κεϋνσιανού μοντέλου συσσώρευσης (αν και είναι ένα ζήτημα αν ποτέ υπήρξε αυτό) επιφέρουν τόσο αντικειμενικές όσο και υποκειμενικές αλλαγές. Μία νέα παραγωγή υποκειμενικότητας αναδύεται που είναι δεμένη με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και βάζει σε παρένθεση τα προβλήματα επιβίωσης στο δυτικό κόσμο αφού υπάρχει αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ιδίως από το 1945 μέχρι το 1970. Η κατάσταση αυτή  έχει κωδικοποιηθεί ως μεταπολιτική κατάσταση, κατά την οποία μη πολιτικά μορφώματα, όπως σήμερα το Ποτάμι στην Ελλάδα, ασκούν πολιτική. Συμπτώματα όλων αυτών είναι ο Μάης του ‘68, η Ιταλία, οι πλατείες, τα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης και σαν συμπτώματα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε.

Τα νέα αυτά κινήματα βάζουν ένα αίτημα άμεσης δημοκρατίας. Αυτό έχει θεωρητικοποιηθεί από κάποιους θεωρητικούς, όπως οι Λακλάου – Μούφ ή ο Ντεριντά που έχει μιλήσει για την ουτοπία της ελευσόμενης δημοκρατίας, δηλαδή μια δημοκρατία που θα άρει το χάσμα αντιπροσωπευόμενων – αντιπροσώπων. Ένα άλλο ζήτημα είναι η σχέση εννοιών όπως δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη  με τα σύγχρονα κινήματα, το πλήθος. Σε όλα τα έργα που θεωρητικοποιούν αυτά τα νέα κινήματα σήμερα υπάρχουν κάποιες αναφορές, όπως π.χ. στη ο Σπινόζα στη φιλοσοφία, τις οποίες αν δε δει κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει από πού ξεφυτρώνουν όλες αυτές οι θεωρίες των Νέγκρι – Χάρντ και οι σύγχρονες απόψεις για τις πλατείες. Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι κόμβοι οι οποίοι πρέπει να μελετηθούν.

Η στάση μπλανκιστών – προυντονιστών, που είναι τα δύο κύρια ρεύματα τα οποία συγκρούστηκαν στην παρισινή κομμούνα, η στάση του Μαρξ απέναντι στην κομμούνα που είπε ότι θα αποτύχει αλλά τη στηρίζω, θεωρώ ότι μας δείχνουν ένα σημείο στρατηγικής σύγκλισης,. Υπάρχει κάτι σαν κοινή συνισταμένη, η οποία λέει ότι η κομμούνα ήταν όργανο λαϊκής επιβολής, δεν είχε κοινωνικές αυταπάτες, είχε αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, είχε ή έτεινε να έχει, γιατί δεν το κατάφερε στο σύντομο χρόνο της ζωής της, μέσο εργατικό μισθό για όλους. Απέναντι σε αυτή την αιτηματολογία απάντησαν οι κομουνάροι και έφτιαξαν μία μορφή κράτους (μισοκράτους λέει ο Ένγκελς) την οποία έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς την αντιμετωπίζει ένας αναρχικός και ένας μαρξιστής. Ανάλογα με το πώς τοποθετούμαστε σε αυτά τα ιστορικά συμβάντα, θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε πώς και αν θα μπορούσε να υπάρξει στρατηγικά σύγκλιση.

Εγώ θεωρώ ότι κάποια σύγκλιση είναι απαραίτητη γιατί δεν υπάρχει πολυτέλεια στο παγκόσμιο εργατικό αντικαπιταλιστικό κίνημα διασπάθισης και κατακερματισμού των δυνάμεων, αφού οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δραματικοί. Όταν ξέσπασε η καπιταλιστική κρίση πολλοί πίστεψαν ότι γραμμικά θα αναπτυχθεί το εργατικό και άλλα κινήματα,  αλλά στο βαθμό που δεν συγκροτείται εξίσου μια κίνηση πολιτικής ενοποίησης των επαναστατικών δυνάμεων και μια επανεπεξεργασία της στρατηγικής τους εμπεδώνεται η ηττοπάθεια και η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης.

Κώστας Χαριτάκης: Όπως και αν τοποθετείται κάποιος απέναντι στο μαρξισμό και τον αναρχισμό δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει ότι οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν αυτά τα ρεύματα και τα οδήγησαν στις κορυφαίες πρακτικές εκφράσεις τους, όπως αυτές που αναφέρθηκαν και πριν, έχουν αλλάξει δραματικά. Ο σύγχρονος καπιταλισμός που από μια σκοπιά αποκτά την πιο καθαρή μορφή του σήμερα, είναι πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό της βιομηχανικής επανάστασης και της πρώιμης αστικοποίησης της κοινωνίας, που αποτέλεσαν την ιστορική μήτρα των επαναστατικών παραδοσιακών ρευμάτων.

Ο καπιταλισμός της αναπτυσσόμενης μαζικής βιομηχανικής παραγωγής του  έχει αντικατασταθεί ή τείνει σήμερα να αντικατασταθεί, τουλάχιστον στην αναπτυγμένη Δύση, από έναν μεταφορντικό-γνωσιακό καπιταλισμό ευέλικτης και παγκόσμια δικτυωμένης «άυλης» παραγωγής, με την έννοια, όχι ότι εξαφανίζεται η υλική παραγωγή, η οποία παραμένει, αλλά ότι αυτή η υλική παραγωγή υπάγεται όλο και περισσότερο σε αυτό που ο Μαρξ είχε ονομάσει γενική διάνοια, δηλαδή τις συσσωρευμένες, συμπυκνωμένες και γενικευμένες γνωσιακές επικοινωνιακές και συναισθηματικές ικανότητες των σύγχρονων κοινωνιών.

Επίσης, ο καπιταλισμός των αναδυόμενων τότε εθνών – κρατών, σήμερα έχει αντικατασταθεί από έναν παγκόσμιο καπιταλισμό, την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, από διεθνικές δηλαδή δυνάμεις και οργανισμούς, οι οποίοι, αν και δεν το καταργούν, υπερβαίνουν το έθνος κράτος, αλλά οπωσδήποτε το αναπροσαρμόζουν και το υπάγουν στις ανάγκες και στους μηχανισμούς του διεθνοποιημένου κεφαλαίου.

Επίσης, ο καπιταλισμός των συμπαγών και σταθερών κοινωνικών τάξεων και ταυτοτήτων μιας ομοιογενούς δηλαδή μαζικής εργατικής τάξης που συγκροτούνταν με πολύ συγκεκριμένους, (ακόμα και χωρικούς) όρους συγκρότησης, έχει αντικατασταθεί με αυτό που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες, μια αποδόμηση συνολικά του κοινωνικού δεσμού, η οποία ρευστοποιεί τις τάξεις και τις μέχρι τώρα στατικές ταυτότητες.

Τα παραπάνω είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της μετεξέλιξης του καπιταλισμού. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα νέο μεγάλο μετασχηματισμό, με τον οποίο ο Πολάνυι για παράδειγμα περιέγραφε τη μετάβαση στο βιομηχανικό καπιταλισμό και στην κοινωνία της αγοράς. Σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε για μια ανάλογου βάθους μετάβαση μακροπρόθεσμων στρατηγικών και οικολογικών επιπτώσεων σε αυτό το νέο μοντέλο του καπιταλισμού, η οποία εκτυλίσσεται μαζί ή και εξαιτίας των πολύπλευρων ηττών  των εργατικών κινημάτων. Ο νέος μεγάλος μετασχηματισμός έχει ήδη θέσει σε ριζική δοκιμασία τόσο το μαρξισμό όσο και τον αναρχισμό. Μοιάζει σα να τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, με την έννοια ότι ακυρώνει ή έστω τροποποιεί ριζικά ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, αλλά και υποσχέσεις αυτών των ρευμάτων.

Μπορεί να δει κανείς τις βασικές κατηγορίες - κεφάλαιο, εργασία, τάξη, κοινωνικές σχέσεις - όλα αυτά είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που αντιπροσώπευαν αυτές οι έννοιες την εποχή της διαμόρφωσης του κλασικού μαρξισμού και του κλασικού αναρχισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι παρά την οξύτατη κριτική που άσκησαν αυτά τα δύο ρεύματα στις κοινωνικές επιπτώσεις του καπιταλισμού, παρόλα αυτά μοιράζονταν την ιστορική αισιοδοξία της εποχής του διαφωτισμού για έναν εκπολιτιστικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η επιστημονικοβιομηχανική ορθολογικότητα. Αυτό είναι κοινό και για τα δύο ρεύματα, με μια ιδιαίτερη ακόμη έμφαση ο μαρξισμός μοιραζόταν και την αισιοδοξία για την ίδια την οικονομική ανάπτυξη, ως ένα εργαλείο απελευθέρωσης της κοινωνίας. Επίσης και τα δύο ρεύματα μοιράζονταν έναν ντετερμινισμό της απελευθέρωσης, έναν ιστορικό ρόλο, ο οποίος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, υποσχέσεις που έχουν διαψευσθεί δραματικά την εποχή μας.

Όμως, από την άλλη πλευρά, βασικά στοιχεία αυτών των ρευμάτων φαίνεται να κατανοούνται και να επιβεβαιώνονται περισσότερο σήμερα, στη σημερινή ιστορική συνθήκη από ότι όταν πρωτοδιατυπώθηκαν. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι η εποχή μας φαίνεται να προάγει ορισμένες γόνιμες διασταυρώσεις και διαλεκτικές συμπληρώσεις μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού, ορισμένες από τις οποίες έχουν αποτυπωθεί σε μεταμαρξιστικά και μετααναρχικά ρεύματα και αυτή είναι μία συζήτηση η οποία έχει ενδιαφέρον και σχετίζεται άμεσα με τα ερωτήματα που τέθηκαν από τους διοργανωτές.

Ας δούμε μερικές από αυτές τις διασταυρώσεις, ενδεικτικά μεν, αλλά με ουσιαστικό και άμεσο πρακτικό αντίκτυπο. Η μαρξιστική ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης της εργασίας και συσσώρευσης του κεφαλαίου που περιγράφει αποτελεί μέχρι τις μέρες μας ένα αξεπέραστο πλαίσιο ερμηνείας βασικών διαχρονικών φαινομένων του καπιταλισμού, η συνθήκη της κρίσης το ανέδειξε πολύ ζωντανά στις μέρες μας. Ωστόσο η εργασιακή θεωρία της αξίας που βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της ερμηνείας αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις στις μέρες μας, λόγω των χαρακτηριστικών που έχει η σύγχρονη γνωσιακή εργασία και εξαιτίας της δυσκολίας καθορισμού της αξίας, με τον τρόπο που περιγράφει ο Μαρξ σε προϊόντα όπως αυτά της πληροφορικής, τα ψηφιακά προϊόντα. Αν σε αυτό πάρει κανείς υπόψη του ότι δε μιλάμε μόνο για την γκάμα των ψηφιακών προϊόντων, αλλά  για τη μετατροπή πολλών από αυτά που θεωρούσαμε κλασικά προϊόντα σε μία πλατφόρμα ψηφιακών πληροφοριών δημιουργεί αρκετά προβλήματα, ερωτήματα και προκλήσεις για αυτή τη θεωρία. Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση του καπιταλισμού από τον αναρχισμό όχι μόνο ως τρόπου παραγωγής, αλλά κυρίως ως ένα κοινωνικό καθεστώς, που καθορίζεται από ένα ευρύτερο της παραγωγής πλέγμα κυριαρχικών, εξουσιαστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων, βρίσκεται κατά τη γνώμη μου πιο κοντά στο σύγχρονο καπιταλισμό, όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις αποικίζουν πλέον ολόκληρο τον κοινωνικό χρόνο και χώρο, την ίδια την αναπαραγωγή και τελικά την ίδια τη ζωή.

Η περιγραφή της μαρξικής σύλληψης του κομμουνισμού ως «ένωση των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών» με βασικό στοιχείο «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», παραμένει και επιβεβαιώνεται ως ορίζοντας μιας απελευθερωτικής προοπτικής και πορείας. Ωστόσο η έννοια των παραγωγών συρρικνώνει τον άνθρωπο σε μία διάσταση, την οικονομική, κατά το πρότυπο δηλαδή της καπιταλιστικής οικονομίας. Και εδώ η έμφαση του αναρχισμού έδωσε και δίνει στις πολύπλευρες διαστάσεις της ανθρώπινης ελευθερίας, εμπλουτίζει το περιεχόμενο του κομμουνισμού με στοιχεία πέρα της οικονομικής παραγωγικής διάστασης, ενώ μεταμαρξικά ρεύματα έχουν εισάγει αρκετά σημαντικές κριτικές στην ίδια την έννοια των αναγκών που υπάρχει σε αυτό τον ορισμό του κομμουνισμού από τη σκοπιά της αποαποικιοποίησής τους από το εμπόρευμα και το θέαμα, μια υπόθεση εξαιρετικά ζωτικής σημασίας για την εποχή που ζούμε, όπου οι ανάγκες μας διαμορφώνονται με έναν τρόπο ηγεμονευόμενο από το θέαμα και από την παραγωγή των εμπορευμάτων.

Η μαρξική επιμονή σε μία συνολική κοινωνική επαναστατική αλλαγή επίσης ακουμπάει σήμερα καλύτερα στην ιστορική εμπειρία της κατάληξης όλων των μερικών μεταρρυθμιστικών σχεδίων και πρακτικών που έχουν καταλήξει σήμερα στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα. Την εποχή που ο Μαρξ επέμενε σε μια συνολική επαναστατική κοινωνική αλλαγή, τα μεταρρυθμιστικά σχέδια μόλις ξεκινούσαν, δεν είχαν δοκιμαστεί δηλαδή στην ιστορική αρένα. Σήμερα έχουν δοκιμαστεί σε όλη την ποικιλία, με διάφορες μορφές και τρόπους. Από την άλλη πλευρά, η αναρχική απαίτηση - που πολλές φορές λαθεμένα αντιπαρατίθεται οπωσδήποτε σε μια συνολική κοινωνική αλλαγή - για διαδικασίες απεξάρτησης από το κράτος και αυτοοργάνωσης της κοινωνίας πέρα και ενάντια στους κυρίαρχους δεσμούς γειώνει την απαίτηση του Μαρξ για συνολική κοινωνική επαναστατική αλλαγή σε πραγματικά υποκείμενα και πραγματικές διαδικασίες χειραφέτησης, κάτι που μας προστατεύει από αυτό που ζήσαμε ιστορικά, την ανάθεση δηλαδή αυτής της χειραφετητικής προσπάθειας στους αφηρημένους φαντασιακούς θεσμούς αυτής της κοινωνικής αλλαγής, που ήταν το κόμμα και το κράτος για την κομμουνιστική και όχι μόνο αριστερά.

Αυτές λοιπόν οι αμοιβαίες «επιβεβαιώσεις» των δύο ρευμάτων, στοιχεία δηλαδή που φαίνονται να επιβεβαιώνονται παρά τη συνολική τους ήττα στη σημερινή κατάσταση δείχνουν ότι το ζήτημα δεν είναι να βρούμε ποιο από τα δύο ρεύματα δικαιώθηκε ή αναιρέθηκε, αλλά να τηρήσουμε μια διαφορετική στάση απέναντί τους πέρα από την πίστη και πέρα από την επιβεβαίωση της ταυτότητας. Μια στάση κριτική και διαλεκτική και με αυτή την έννοια μαρξιστική και αναρχική ταυτόχρονα, αποδομητική, όπως ειπώθηκε πριν και για τον ίδιο της τον εαυτό, που θα αποδομεί και τα δύο ρεύματα ως ιδεολογίες, ως κλειστά δηλαδή ολιστικά και ταυτοτικά συστήματα και θα ανοίγει και τα δύο ρεύματα στην πρόκληση της δοκιμής και της εξέλιξης. Επίσης θα ανοίγει τα δύο ρεύματα στη διασταύρωση, η οποία από την άλλη πλευρά δε συγκαλύπτει τις πραγματικές αντιθέσεις αυτών των ρευμάτων, να ανοίξουν αυτά τα ρεύματα και στον κριτικό διάλογο με άλλα ρεύματα έξω από το μαρξισμό και έξω από τον αναρχισμό, κάτι που είναι σημαντικό για το διαρκή εμπλουτισμό τους και για να αποφύγουν την παγίδα της αυτοαναφορικότητας. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία νέα σύγχρονη ριζοσπαστική και εικονοκλαστική θεωρητική σύνθεση που θα αναστοχάζεται τις πηγές και τις προϋποθέσεις της ίδιας της της θεωρίας και θα προσπαθεί να ενσωματώσει τις σύγχρονες εμπειρίες των απελευθερωτικών κινημάτων.

Θοδωρής Βελισσάρης: Οι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο Μπακούνιν ήταν τόσο δεινός ρήτορας ώστε μπορούσε κατά τη διάρκεια μίας ομιλίας του να οδηγήσει ένα ολόκληρο ακροατήριο να κόψει τις φλέβες του. Οι φιλοδοξίες μου απόψε δεν είναι τόσο υψηλές, ούτε έχω φυσικά τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο (διαβάζω από μέσα ένα κείμενο που ετοίμασα στο σπίτι!!). Αλλά θα προσπαθήσω να αναδείξω μερικούς προβληματισμούς που μπορούν ελπίζω να συμβάλλουν γόνιμα στην αποψινή συζήτηση.

Καταρχήν θα ξεκινήσω λίγο πιο γενικά, λίγο πιο θεωρητικά. Ένας φίλος φίλης δήλωσε στο φέισμπουκ ότι θα έρθει εδώ απόψε. Κι από κάτω ένας δικός του φίλος σχολίασε: «Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου.» Θα ήθελα λίγο να σταθώ εδώ, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και ειλικρινής η αντίδρασή του.

Κάθε άνθρωπος που κάποια στιγμή από ιδεαλισμό ή ταξικό μίσος, ή οτιδήποτε άλλο, θα θελήσει να εμπλακεί στην πολιτική, θα έρθει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με την αντιπαράθεση μαρξισμού και αναρχισμού. Οι αντιπαραθέσεις αυτές μοιάζουν παρωχημένες, ξεπερασμένες. Μπορεί και δικαίως. Μπορεί πράγματι σήμερα να μην υπάρχει κάποιο μαρξιστικό ή αναρχικό διεθνές κίνημα όπως αυτά που συντάραξαν στο παρελθόν την ιστορία, και μ’ αυτή την έννοια υπάρχουν ίσως μόνο φιλόδοξοι αλλά όχι πραγματικοί μαρξιστές ή αναρχικοί (ελπίζω να μην παρεξηγηθώ εδώ, νομίζω μία ριζική αμφισβήτηση, σωστή ή λανθασμένη, μπορεί να μας κάνει να δούμε καλύτερα τα πράγματα, ενώ θεωρούμε αυτονόητο ότι και ο ίδιος ο Πλατύπους δεν εξαιρείται αυτών των προβλημάτων).

Μπορεί πράγματι να μην υπάρχει καν η ανάμνηση αυτών των κινημάτων, μιας και οι γενιές που ήταν ζωντανές παράλληλα με την κορύφωση της ανάπτυξής τους, έχουν παρέλθει εδώ και καιρό. Μπορεί όμως ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, έστω ως ιδεολογίες πλέον, να τροφοδοτούν την εμπειρία του παρόντος, καθώς αυτό δίνει στον εαυτό του ένα παρελθόν που είτε συνήθως το βολεύει, είτε όμως πιθανώς, κάποιες φορές, το συνταράσσει. Το παρόν μπορεί να εφησυχάζει δίνοντας στον εαυτό του ένα παρελθόν, διακινδυνεύοντας ένα παρελθόν. Παράλληλα όμως η διαδικασία αυτή μπορεί να βάζει σε κίνδυνο το ίδιο το παρόν. Πολύ νιτσεϊκά αυτά θα μου πείτε. Θα προσπαθήσω να τα διαφωτίσω με ένα παράθεμα από έναν μαρξιστή που εκτιμούμε πολύ, τον Αντόρνο. Αυτός έγραφε στην “Αρνητική Διαλεκτική” ότι:

«Αυτό που προσπεράστηκε αλλά δεν αφομοιώθηκε θεωρητικά μπορεί να αποκαλύψει μονάχα αργότερα την εμπεριεχόμενη αλήθεια του. Αυτή θα γίνει το απόστημα της κυρίαρχης υγείας και θα οδηγήσει ξανά πίσω σ’ αυτό υπό διαφορετικές συνθήκες».

Αν δεν αντιμετωπίσουμε τον μαρξισμό και τον αναρχισμό, έστω ως ξεπερασμένες ή αποτυχημένες ιδεολογίες, θα τους αναβιώνουμε συνέχεια ασύνειδα και θα επαναλαμβάνουμε πιθανώς την αποτυχία τους.

Γιατί μπορεί όντως τόσο ο μαρξισμός όσο και ο αναρχισμός να φαίνεται ότι απέτυχαν (ζούμε ακόμα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο). Μπορεί όμως να μην τους παρατηρούμε από ένα υψηλότερο σημείο, πιο κοντά στην κορυφή του σκοπού μας, αλλά από ένα πολύ χαμηλότερο σημείο. Όχι από ένα προνομιακό πεδίο ιστορικής προόδου πέραν αυτών, αλλά στα πλαίσια μια ιστορικής οπισθοδρόμησης που σφραγίστηκε ακριβώς από την αποτυχία τους. Μπορεί να είμαστε τα προϊόντα αυτής της αποτυχίας που οδήγησε σε περαιτέρω βαρβαρότητα, η οποία διέπει αναπόφευτα τις προσπάθειες χειραφέτησης σήμερα. Εκτός αν αφεθούμε σε μία απολογητική γραμμική θεώρηση της ιστορίας η οποία τραβάει μπροστά ό,τι κι αν συμβεί. Επιτρέψτε μου ξανά να παραθέσω Αντόρνο:

«Ο θεωρητικός που στις μέρες μας παρεμβαίνει σε πρακτικές αντιπαραθέσεις, ανακαλύπτει σε μόνιμη βάση, και με κάποια ντροπή, πως οι ιδέες που συνεισφέρει έχουν εκφραστεί εδώ και καιρό — και συνήθως καλύτερα την πρώτη φορά».

Θα πρόσθετα ότι το ίδιο ισχύει και για τον πρακτικό, τον ακτιβιστή, όχι μόνο για τον θεωρητικό. Οι προσπάθειές του φαίνονται ασήμαντες αν συγκριθούν με αυτές του παρελθόντος, παρότι αυτές του παρελθόντος δεν ευοδώθηκαν!

Αυτή η συζήτηση με φέρνει στο κυρίως θέμα. Μέχρι τώρα αναφέρομαι αδιαφοροποίητα τόσο στον μαρξισμό όσο και στον αναρχισμό. Αναδεικνύω όμως, μέσω της αναφοράς μου σ’ αυτούς, το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, τον τρόπο με τον οποίο για παράδειγμα ένα κακοχωνεμένο παρελθόν μπορεί να επαναλαμβάνεται ασύνειδα και καταστροφικά στο παρόν, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί δίπλα στην ιστορική πρόοδο να υπάρχει ιστορική οπισθοδρόμηση, τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η ιστορία αναζητά ιστορική αναγνώριση – τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η ιστορία είναι ιστορικό δημιούργημα.

Ακριβώς αυτή η σκοπιά της ιστορικής συνείδησης είναι που διαφοροποιεί τον μαρξισμό από τον αναρχισμό. Ήδη από το νεανικό γράμμα στον Ρούγκε, με το διάσημο πρόταγμα για μια «αμείλικτη κριτική του υπάρχοντος», ο Μαρξ ξεκαθάριζε ότι η συμβολή του στον αγώνα για τη χειραφέτηση είναι η προσπάθειά του για τη διασάφηση μίας συνείδησης που παραμένει σκοτεινή απέναντι στον εαυτό της, τη συνείδηση της εποχής του, που ήταν η εποχή του κεφαλαίου.

Οι αναρχικοί από την άλλη έχουν συνηθως μία διϊστορική προσέγγιση απέναντι στα προβλήματα της χειραφέτησης. Για παράδειγμα (και μπαίνω αμεσως στα βαθιά!!) θεωρούσαν (ή και θεωρούν ακόμα) το κράτος σαν ένα διϊστορικό κακό που υπάρχει μέχρι σήμερα, απέναντι στο οποίο (ή γενικά απέναντι στην πολιτική εξουσία και άλλα ιστορικά προβλήματα) αντιπαρατάσσουν συνήθως ως αντίβαρο μια γενική ιστορική σταθερά, φυσική, ηθική, ή κοινωνική. Είναι γνωστή η παρομοίωση του Colin Ward ο οποίος θεωρεί την αναρχική κοινωνία σαν ένα σπόρο που περιμένει να φυτρώσει στη λαμπρότητά του όταν επιτέλους λιώσει το κακό χιόνι του κράτους και των ιεραρχιών που δεν τον αφήνουν να ανθίσει. Φυσικά, το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται στους αναρχικούς αλλά επεκτείνεται και στους ίδιους τους μαρξιστές, πολλοί απ’ τους οποίους, σε αντίθεση με τους Μαρξ και Λένιν, θεωρούν για παράδειγμα πως το κράτος ήταν και είναι πάντα ένα όργανο εκμετάλλευσης στα χέρια μίας κυρίαρχης τάξης.

Σ’ αυτό το πλαίσιο οι αναρχικοί κατηγορούσαν τον Μαρξ και τους μαρξιστές ως «κρατιστές», ενώ αυτοί εναντιώνονταν στο κράτος καθεαυτό, θεωρώντας μάλιστα κάθε πολιτική επανάσταση προβληματική και μόνο την κοινωνική επανάσταση ιδεώδη. Ο Μαρξ και ο Λένιν όμως, επιδίωκαν να συλλάβουν το κράτος ως μία λειτουργία, ως ένα σύμπτωμα του κεφαλαίου, και στόχευαν τις συνθήκες δυνατότητας που επέτρεπαν να αναδύεται τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή η ανάγκη για κράτος. Δεν έβλεπαν το κράτος ως την προαιώνια αιτία της ανελευθερίας που επιμένει μέχρι σήμερα, αλλά το κράτος ως αποτέλεσμα της ύπαρξης του κεφαλαίου. Προσπαθούσαν να συλλάβουν το κράτος ως ένα ιστορικά εξειδικευμένο φαινόμενο. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό πολιτισμό, θεωρούσαν ότι στην αστική κοινωνία του κεφαλαίου το κράτος συγκροτείται και παράγεται από τα κάτω, από τις ίδιες τις (αλλοτριωμένες) κοινωνικές σχέσεις, δεν επιβάλλεται από τους λίγους επί των πολλών. Γι’ αυτό η πολιτική τους στόχευε όχι στη μονομιάς κατάργηση αλλά στην απονέκρωση, στον μαρασμό του κράτους. Στο τι σημαίνει αυτή η διαφοροποίηση μπορώ να επεκταθώ αν χρειαζεται στη συνέχεια στης συζήτησης. Επί τροχάδην μόνο να παρατηρήσω ότι συνήθως οι αναρχικοί κατηγορούν τον Μαρξ και τους μαρξιστές για οικονομισμό, για αναγωγή της πολιτικής στην οικονομία, ενώ ιστορικά ο Μαρξ και οι μαρξιστές ήταν αυτοί που έδιναν τεράστια σημασία και βαρύτητα στον πολιτικό αγώνα, ενώ οι αναρχικοί στον οικονομικό (ιδιαίτερα οι Μπακούνιν και Κροπότκιν), για παράδειγμα με την έμφαση στα συνδικάτα.

Με την ίδια αμείλικα κριτική διάθεση απέναντι στο υπάρχον, ο Μαρξ και οι καλύτεροι μαρξιστές (όπως ο Λένιν και ο Αντόρνο) αντιμετώπιζαν και τον ίδιο τον σοσιαλισμό και τον λεγόμενο αντικαπιταλισμό. Ο Μαρξ δεν ήταν ο «καλύτερος» κομμουνιστής, αλλά ο πιο συστηματικός κριτικός του κομμουνισμού (κριτικός ακόμα και απέναντι στους μαρξιστές ακόλουθούς του, όπως και ο Λένιν απέναντι στους ίδιους τους μπολσεβίκους). Ενδιαφερόταν για τις διάφορες μορφές σοσιαλισμού ως προς τον τρόπο με τον οποίο εξέφραζαν την ιστορική τους εποχή, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο εξέφραζαν το ίδιο το κεφάλαιο, την ίδια στιγμή που ισχυρίζονταν ότι του αντιπαρατίθονταν!

Θα ξεκινήσω δίνοντας μερικά πολύ γενικά παραδείγματα, εν είδει brainstorming, για να γίνει κατανοητό το επιχείρημα και μετά θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο αναλυτικός. Για να μην παρεξηγηθώ, ξεκαθαρίζω εκ των προτέρων ότι θεωρώ πως ο αναρχισμός, παρ’ όλα τα προβλήματά του, αποτελεί επαναστατική ιδεολογία (σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία από το 1914 κι έπειτα).

Είναι γνωστό ότι ο αναρχισμός επέκρινε με δριμύτητα κάθε είδους εξουσιαστικό ή αυταρχικό σοσιαλισμό. Όμως ο ίδιος ο αναρχισμός δεν ξέφυγε από αυτό που επέκρινε, στις στιγμές που αναδύθηκε στο ιστορικό προσκήνιο. Ας αναφερθούμε λίγο στον Προυντόν: είναι γνωστό το πολιτικό φλερτ του ανά διαστήματα με διάφορους εξουσιαστές οι οποίοι έκρινε ότι στρέφονταν εναντίον της αστικής τάξης, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ή ο Τσάρος Αλέξανδρος ο 2ος. Επίσης γνωστά είναι τα (σποραδικά μεν αλλά πραγματικά) υποτιμητικά του σχόλια για τις γυναίκες, τους εβραίους ή τους μαύρους, τα συνδικάτα, και γενικότερα τις μάζες, καθώς και η κάποιες φορές φετιχοποίηση του πολέμου εκ μέρους του. Ο Μπακούνιν από την άλλη μεριά, ως γνωστόν, έστηνε συνωμοτικές μυστικές εταιρίες για να κερδίσει πολιτική επιρροή, τις οποίες διοικούσε κατά βούληση (σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς που έβαλαν όρο για να συμμετέχουν στη Ένωση των Κομμουνιστών τη μετατροπή της από ημι-συνωμοτική σε ανοιχτή ομάδα, η ηγεσία της οποίας θα έπρεπε να εκλέγεται από όλα τα μέλη). Επίσης διάσημη είναι η φράση του Μπακούνιν για την «αόρατη δικτατορία όσων συμμαχούν υπό την κοινή αρχή», για τους αόρατους λοχαγούς της επανάστασης. Θα μπορούσα να αναφερθώ και στη μη διεθνιστική στάση του Κροπότκιν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά χρήσιμα θα ήταν ίσως και πιο απτά παραδείγματα: όταν οι αναρχικοί βρέθηκαν στο ιστορικό προσκήνιο το ’36 στην Ισπανία, δεν ήταν άτρωτοι στο πρόβλημα του αυταρχισμού. Δεν έλειψαν όχι μόνο κάποιες αυθαιρεσίες αναρχικών απέναντι σε αντιπάλους (π.χ. χριστιανούς), αλλά συμμετείχαν οι ίδιοι στην κυβέρνηση, στην εκτελεστική εξουσία (δηλαδή στο κράτος), με υπουργικούς θώκους (τους οποίους μάταια παρακαλούσαν να τους επιτραπεί να μεταβαπτίσουν για να μην ακούγεται άσχημα η συμμετοχή τους σ’ αυτούς). Συγχρόνως, δεν έλειψε ο ανταγωνισμός μεταξύ αναρχικών κολλεκτίβων για τη διάθεση της παραγωγής τους στο εξωτερικό, το μερίδιο στην αγορά κ.λπ. Τέλος, αν παρατηρήσει κανείς τις ενδο-αναρχικές συγκρούσεις, επαναλαμβάνεται συνεχώς μεταξύ των αναρχικών η κατηγορία για κρυφο-εξουσιασμό, ή κρυφο-λενινισμό (π.χ. απέναντι στον Μάχνο, ή γενικά στον συνδικαλισμό ως ρεφορμισμό και απολογητική της εργασίας), ως έμμεση παραδοχή ότι ο ίδιος ο αναρχισμός δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από το πρόβλημα που αναδεικνύει. Φυσικά και οι μαρξιστές δεν ήταν απρόσβλητοι των προβλημάτων αυτών.
Όλα αυτά δεν αποτελούν ένα “κατηγορώ” αλλά προσπάθεια να φανεί ότι υπάρχει υπό το κεφάλαιο ένας διάχυτος κοινωνικός αυταρχισμός απέναντι στον οποίο δεν μπορείς απλά να πεις: «απεταξάμην». Κάτι τέτοιο μπορεί είτε απλά να σε οδηγήσει στην ασύνειδη επανάληψη του αυταρχισμού, ή στο ιστορικό περιθώριο και σ’ ένα είδος ασκητισμού.

Ας γίνω όμως λίγο πιο συγκεκριμένος δίνοντας μερικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος ο Μαρξ προσέγγισε τον Προυντόν. Για τον Μαρξ, το προυντονικό πρόταγμα για την «κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας» δεν ξεπερνούσε αλλά εξέφραζε το κεφάλαιο. Αποτέλεσμα του προτάγματος αυτού θα μπορούσε για τον Μαρξ να είναι η μετατροπή όλης της κοινωνίας σε έναν μεγάλο καπιταλιστή που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του. Η ατομική ιδιοκτησία έπρεπε για τον Μαρξ επίσης να πραγματωθεί, καθώς το ίδιο το κεφάλαιο είχε γίνει το μεγαλύτερο εμπόδιο αυτής της πραγμάτωσης (έγραφε μάλιστα ότι η Κομμούνα του Παρισιού πραγμάτωσε πρώτη φορά την ατομική ιδιοκτησία, έστω εν μέρει). Και επίσης το πρόβλημα του κεφαλαίου δεν εξαντλούνταν για τον Μαρξ στο πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά στον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το κεφάλαιο ήταν/είναι η αντίφαση της νεώτερης κοινωνίας με τον ίδιο της τον εαυτό. Όπως κάθε μέλος της καπιταλιστικής κοινωνίας βλέπει τον εαυτό του ως την ιδιοκτησία του, ως ένα εμπόρευμα προς αγορά και πώληση, έτσι και η κοινωνία βλέπει τον εαυτό της ως κεφάλαιο. Κεφάλαιο για τον Μαρξ δεν είναι απλά οι καπιταλιστές (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η πάλη εναντίον τους)!

Το ίδιο το κεφάλαιο μπορεί να καταργεί υπέρ του την ατομική ιδιοκτησία, όπως αυτή της ίδιας της εργατικής μας δύναμης, και επίσης ακόμα και χωρίς καπιταλιστές μπορεί μία συλλογικότητα να αυτοκαταπιέζεται. Για παράδειγμα μία κολλεκτίβα μπορεί να υποτάσσεται στη δυναμική του κεφαλαίου καθώς επιδιώκει οικονομική αποτελεσματικότητα, ακόμα και χωρίς αφεντικά, δηλαδή ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ή το ίδιο όσον αφορά την ΕΣΣΔ, χωρίς καπιταλιστές και εκατομμυριούχους υπαγόταν στον καταναγκασμό της εργασίας.

Ή περαιτέρω, η προτροπή του Προυντόν να αντικατασταθεί το χρήμα με κάποια κουπόνια ή πιστωτικές μονάδες χρόνου εργασίας σήμαινε για τον Μαρξ συσκότιση και απολογητική του τρόπου με τον οποίο, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, ο εργασιακός χρόνος (αυτο-)υπονομευόταν ως μέτρο της κοινωνικής αξίας. Δεν είναι το χρήμα το πρόβλημα αλλά ο ίδιος ο χαρακτήρας της εργασίας.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε για την έννοια του συμβολαίου, ή την «ελεύθερη συμφωνία», όχι μόνο στον Προυντόν αλλά και σε άλλες σημαντικές μορφές του αναρχισμού, όπως ο Κροπότκιν. Ότι εκφράζουν τον καπιταλισμό και τον ανασυστήνουν μ’ έναν τρόπο, κι ότι δεν του εναντιώνονται εξωτερικά όπως πίστευαν. Ο Μαρξ βέβαια δεν έκανε κριτικη σ’ όλα αυτά με την έννοια που την καταλαβαίνουμε συνήθως, ως απόρριψη. Κριτική για τον Μαρξ ήταν η διερεύνηση των συνθηκών δυνατότητας αυτών των προβλημάτων, ο μόχθος για την πληρέστερη συνειδητοποίησή τους, και η αντεπίδραση αυτής της συνείδησης στη θεωρία και στην πράξη.

Αν ο ίδιος ο σοσιαλισμός ήταν ένα οξύ σύμπτωμα του κεφαλαίου, τι σημαίνει αυτό για το κεφάλαιο και για τον αγώνα να πάμε πέρα απ’ αυτό; Μια σημαντική διαφορά μαρξισμου και αναρχισμού είναι ότι για τους αναρχικούς η χειραφέτηση από το κεφάλαιο έρχεται από μία δύναμη έξω από αυτό, η οποία μπορεί να το συντρίψει με μία κοινωνική επανάσταση. Ο Μαρξ και οι μαρξιστές αντίθετα, θεωρούν ότι το κεφάλαιο είναι ήδη μια μορφή ελευθερίας, αλλοτριωμένη βέβαια, και έτσι πέρα απ’ το κεφάλαιο μπορεί να οδηγηθεί κανείς μόνο μέσω του κεφαλαίου. Γι’ αυτό ενώ οι αναρχικοί βλέπουν την επανάσταση ως τερματισμό των κοινωνικών αντίφάσεων, οι μαρξιστές τη βλέπουν ως όξυνση αυτών των αντιφάσεων, και γι’ αυτό μεγαλώνει η σημασία της πολιτικής πάλης, δεν αφανίζεται (όπως πιστεύουν οι αναρχικοί). Στο σημείο αυτό έχει ίσως ενδιαφέρον να σημειώσω ότι ενώ συχνά οι αναρχικοί κατηγορούν τους μαρξιστές ως «αντικειμενιστές», ότι υποτιμούν την πολιτική για χάρη κάποιας ιστορικής τελεολογίας που μας οδηγεί στον σοσιαλισμό, φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο: οι αναρχικοί να υποτιμούν την πολιτική, και τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα όπως εκφράζεται και αναπτύσσεται μέσα από τις συγκροτημένες πολιτικές οργανώσεις. Αφήνονται σ’ έναν αντικειμενισμό του «κινήματος», το οποίο όμως αν δεν βρει ρητή οργανωτική και πολιτική έκφραση μπορεί να είναι τυφλό ή και καταστροφικό και οι επαναστάτες ανίκανοι στην ουρά του. Η συσσώρευση εμπειρίας, ιστορίας, και θεσμικής συνέχειας που συνεπάγεται μία πολιτική οργάνωση μοιάζει εκ των ων ουκ άνευ για να αποκτά νόημα το υποκειμενικό στοιχείο στην ιστορία. Όχι ότι σήμερα υπάρχουν μαζικές πολιτικές οργανώσεις σαν αυτές του παρελθόντος (όπως η Β’ Διεθνής, οι μπολσεβίκοι ή η FAI). Ελλείψει τέτοιων διεθνών επαναστατικών οργανώσεων το υποκειμενικό στοιχείο μοιάζει να έχει υποχωρήσει εντελώς (και βλέπουμε μία συζήτηση κυρίως για τους “αντικειμενικούς παράγοντες”).

Θέλω πριν τον επίλογο να αναδείξω εν τάχει λίγα ακόμα θέματα (το πρόβλημα «Λένιν» δεν το έθιξα πολύ, παρότι συνήθως εκεί είναι που χωρίζουν εντελώς οι δρόμοι μαρξιστών και αναρχικών, αλλά μπορώ να το πιάσω στη συζήτηση).
Καταρχήν, υπάρχει τελευταία μία προσπάθεια σύνθεσης αναρχισμού και μαρξισμού από διάφορες μπάντες (για παράδειγμα υπάρχει ο Ρούσης, ή και ο Τερζάκης). Η απόπειρα σύνθεσης γίνεται επί τη βάσει ενός κοινού χειραφετητικού αντικαπιταλισμού. Όπως προσπάθησα να δείξω όμως, ο Μαρξ θεωρούσε τους αναρχικούς είτε ως ασύνειδους φιλοκαπιταλιστές, είτε ως αντιδιαλεκτικούς/και προβληματικούς αντικαπιταλιστές. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι τρέχουσες απόπειρες σύνθεσης, εκτός του ότι μπορεί ίσως να αντανακλά την τρέχουσα αποπολιτικοποίηση που εξολοθρεύει τις διαφορές υπέρ μίας άνευ όρων ενότητας, συσκοτίζει αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Μαρξ, άρα αντί να το ξεπεράσει γόνιμα φαίνεται να πηγαίνει πολύ πίσω απ’ αυτό.

Εξίσου προβληματική μου φαίνεται μία άλλη τυπική στάση που την αποκαλούμε «μαρξισμός στη θεωρία και αναρχισμός στην πράξη». Δηλαδή τη θεώρηση του μαρξισμού ως ορθής θεωρίας (για παράδειγμα στην οικονομική ανάλυση του καπιταλισμού) και τη θεώρηση του αναρχισμού ως κατάλληλης μορφής πράξης, συμπλήρωμα της ορθής αυτής θεωρίας. Αυτός ο εκλεκτικισμός επίσης δεν φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη ό,τι οδήγησε τον Μαρξ και τους μαρξιστές σε ένα ιδιαίτερο είδος μαρξιστικής πολιτικής το οποίο συνέδεαν αδιαχώριστα με τη «θεωρία» τους. Το ξεπέρασμα της πολιτικής τους αυτής προϋποθέτει μια μη κακοχωνεμένη και επιφανειακή πρόσληψή της. Για τον Μαρξ το εμπόρευμα δεν είναι απλά μια κατηγορία της οικονομικής επιστήμης αλλά ο νεώτερος τρόπος με τον οποίο η κοινωνία προσλαμβάνει τον εαυτό της. Γι’ αυτό ο Μαρξ και οι μαρξιστές συσχέτιζαν την εμπορευματική μορφή της εργασίας με ό,τι θεωρείται από έναν προβληματικό μαρξισμό ως εποικοδόμημα: πολιτική, τέχνη, φυλή, σεξουαλικότητα.

Σ’ ένα διάσημο δοκίμιό του, με τίτλο «Οι δύο ψυχές του σοσιαλισμού», ο Hal Draper διαχώρισε την καλή ψυχή του σοσιαλισμού από την κακή. Η καλή είναι αυτή του «σοσιαλισμού από τα κάτω», ενώ η κακή αυτή του «σοσιαλισμού από τα πάνω». Ενάντια στο ρεύμα και τις συμβατικότερες αφηγήσεις, προσπάθησε να δείξει πως ο μαρξισμός είναι η μοναδική ιστορικά μορφή σοσιαλισμού από τα κάτω, ενώ ο αναρχισμός (μαζί με τη σοσιαλδημοκρατία) μία μορφή σοσιαλισμού από τα πάνω.
Παρότι θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα την προσπάθειά του, διαφωνώ μαζί του. Δεν υπάρχει καλή και κακή ψυχή του σοσιαλισμού. Υπάρχει μία μόνο, κοινή, σκοτεινή ψυχή της δυνατότητας για χειραφέτηση η οποία αναζητά απτές μορφές έκφρασης, εκδήλωσης, και εν τέλει συνείδησης. Ο μαρξισμός και ο αναρχισμός υπήρξαν εκφράσεις της ψυχής αυτής. Αλλά απέτυχαν και οι δύο στην εκπλήρωση του στόχου τους. Αν για κάποιο λόγο δίνουμε μεγαλύτερο βάρος στον μαρξισμό είναι επειδή απέτυχε με έναν πιο ενδιαφέροντα τρόπο, έχοντας πάντοτε στο επίκεντρο το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης: ως έκφραση αυτής της ιστορικής συνείδησης της κυμαινόμενης σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι που παραμένει ο μαρξισμός σημαντικός. Βλέποντας έτσι τον μαρξισμό είναι σαν το παρελθόν να περιμένει, όχι να το μιμηθούμε (όπως κάνουν μ’ έναν τροπο σήμερα μαρξιστές και αναρχικοί), αλλά να το λυτρώσουμε. Ο μαρξισμός υπήρξε η αμείλικτη κριτική του ίδιου του μαρξισμού, με τρόπο ασύγκριτα αυτοκριτικό σε σχέση με άλλες ιδεολογίες. Ο μαρξισμός ήταν η εργαλειοποίηση του μαρξισμού ως το επόμενο βήμα της χειραφέτησης και είδε το τέλος του παράλληλα με το τέλος της κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Fail better, σάρκαζε ο Μπέκετ. Μπορεί η συνείδηση της αποτυχίας να γίνει βάση μίας πραγματικής επιτυχίας για ένα διεθνές επαναστατικό κίνημα στα χρόνια που έρχονται;”

Σπύρος Κουρούκλης: Προσωπικά τον μαρξισμό δεν τον γνωρίζω καθόλου. Το κεντρικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στην προσπάθειά του να αναλύσει τον καπιταλισμό της εποχής του και να προτείνει μια κοινωνική αλλαγή ταυτίζεται σε επίπεδο στόχου, δηλαδή μια κοινωνία χωρίς κράτος και κεφάλαιο, με τους πρώτους αναρχικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι αναρχικοί όπως η περίπτωση του Καφιέρο και του Μπακούνιν, από τους οποίους ο πρώτος έκανε μια σύνοψη του κεφαλαίου στα ιταλικά ενώ ο δεύτερος ξεκίνησε να μεταφράζει το κεφάλαιο του Μαρξ στα ρώσικα χωρίς να το ολοκληρώσει ουσιαστικά συμφωνούσαν σε αυτή την ανάλυση ως εκκίνηση και αφετηρία. Τον μαρξισμό επίσης δεν με ενδιαφέρει να τον μάθω, γιατί θεωρώ ότι αν ο αναρχισμός είναι ένας γαλαξίας, ο μαρξισμός είναι ένας άλλος γαλαξίας και δεν ξέρω κατά πόσο θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία κριτικής, ανάγνωσης, μελέτης και σκέψης των επιγόνων.

Επίσης ο μαρξισμός σε σχέση με τον αναρχισμό έχει μία βασική διαφορά. Όπως πολλά μαρξιστικά ρεύματα ξεκινά συνήθως ως όρος από κάποιον άνθρωπο, δηλαδή έχουμε μαρξιστές, μαοϊκούς, λενινιστές, τροτσκιστές κτλ. Στον αναρχισμό δεν έχουμε αυτό το φαινόμενο, παρόλο που υπάρχουν κάποιες τάσεις οι οποίες μπορεί να ξεκινούν σαν αφετηρία από κάποιους ανθρώπους, ποτέ δε θα πει κάποιος ότι εγώ είμαι μπακουνικός, κροποτκινικός κτλ. Η μόνη διαφορά είναι ο Στίρνερ και ενδεχομένως κάποιοι που θεωρούν τον εαυτό τους στιρνερικό, αλλά ο Στίρνερ και κάποιοι άλλοι όπως ο Γκόντγουιν που κάποιοι θεωρούν κάποιοι ότι είναι προπάτορες του αναρχισμού και κάποιοι άλλοι το αμφισβητούν.

Ο αναρχισμός θα έλεγα ότι έχει μια ιστορική αφετηρία. Εννοείται ότι ξεκινά σαν αντίθεση στον Μαρξ και τους μαρξιστές σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής αλλά και βασικών ζητημάτων κοσμοθεωρίας. Οι απαρχές του βρίσκονται στο σχίσμα που γίνεται στην Α΄Διεθνή και συγκεκριμένα στο συνέδριο του Σαίντ Ιμιέ. Εκεί μπαίνουν οι βάσεις και οι όροι αυτού που λέμε κλασικός αναρχισμός, αν και δεν υπάρχει ένα αναρχικό δόγμα ή μία αναρχική προσέγγιση αλλά είναι κάτι το οποίο συνεχώς αναδιαπραγματεύεται ενώ υπάρχουν συνεχείς συζητήσεις, κόντρες, συγκρούσεις σε συνέδρια και συνελεύσεις.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αναρχισμός έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα είναι το αντικρατικό στοιχείο, το δεύτερο το αντικαπιταλιστικό, στο οποίο υπάρχει κοινή αφετηρία και βάση και απο τον Μαρξ, και το τρίτο, το οποίο στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό και δεν έχει αναδειχθεί κινηματικά, είναι ο αντικληρικαλισμός. Τον αντικληρικαλισμό μπορούμε να τον δούμε και με έναν άλλο τρόπο, που ήταν και βασική κριτική των αναρχικών στον Μαρξ, θα το λέγαμε και αντιεπιστημονισμό. Είναι κάποια χαρακτηριστικά σημεία στα κείμενα του Μπακούνιν, ο οποίος κάνει κριτική σε μία εξουσία των επιστημόνων και μέσα σε αυτή διαβλέπει και αναδεικνύει τη διαφωνία με τον επιστημονικό σοσιαλισμό, μαρξισμό, υλισμό κτλ.

Μια βασική διαφορά μεταξύ μαρξισμών και αναρχισμών είναι το σημείο εκείνο που θα λέγαμε διαλεκτική μέσων και σκοπού. Οι αναρχικοί στο μεγαλύτερο μέρος τους δίνουν έμφαση στο πώς σχετίζεται ο σκοπός ως κινηματική εκκίνηση, ως αγώνας δηλαδή, πώς θα έπρεπε να ταυτίζεται και να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα υποκείμενα τα οποία θέλουν να φτάσουν σε αυτόν τον σκοπό. Αυτό δεν το βλέπουμε τόσο στο μαρξισμό ή δεν το βλέπουμε σε αυτό που έχουμε εμείς στο μυαλό μας σαν μαρξισμό, που είναι κάτω από το πρίσμα του Λένιν.

Ένας από τους λόγους που δεν μπορώ να μιλήσω ιδιαίτερα για τους μαρξισμούς είναι ότι στη δική μου κινηματική εμπειρία και ενός κόσμου ο μαρξισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον μπολσεβικισμό. Η πλειοψηφία των αναρχικών έχουν σε υψηλή προτεραιότητα την κριτική σε αυτό το φαινόμενο που λέγεται μπολσεβικισμός, το οποίο δεν έχει τονιστεί μόνο από τους αναρχικούς, αλλά και όσους θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή. Αυτό που θα λέγαμε λενινισμός ή μπολσεβικισμός είναι σήμερα το παράδειγμα προς αποφυγή, είναι μια κοινωνικο-ιστορική πορεία, χάρη στην οποία ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός έχουν αποκτήσει τέτοιο αρνητικό περιεχόμενο, ώστε σε όλες τις χώρες οποιοσδήποτε αναφέρει αυτή τη λέξη θεωρείται ήδη κάτι αρνητικό.

Το ίδιο γεγονός μπορεί να το δούμε και στις χώρες όπου κυριάρχησε ο λενινισμός. Στο ανατολικό μπλοκ, αυτό που αναδεικνύεται σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών διεργασιών, είναι ότι 70-80 χρόνια μετά την περίφημη σοσιαλιστική οικοδόμηση τα υποκείμενα που έμειναν είναι άγνωστο τι θεωρούσαν ότι ζούσαν αυτή την περίοδο: βίωναν τη ζωή τους τελείως αρνητικά, σαν ανελευθερία, σαν σύνολο ανικανοποίητων αναγκών, ως κάτι το οποίο ήθελαν να το αφήσουν πίσω τους και να μην το συναντήσουν ξανά μπροστά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι αν πεις τη λέξη κομμουνιστής ή σοσιαλιστής σε κάποιον συνάνθρωπο, πχ μετανάστη ή εργαζόμενο και εδώ στην Ελλάδα, το πρώτο πράγμα που λέει είναι ότι εκφράζει απέχθεια. Συνεπώς, το πρόβλημα που μπολσεβικισμού, που δεν είναι μόνο αναρχικός προβληματισμός και κριτική αλλά αφορά και τους ίδιους τους ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να δηλώνουν μαρξιστές.

Το άλλο κομμάτι που έχει να κάνει με τις απαρχές των δύο ρευμάτων και κυρίως του αναρχικού είναι ότι το εργατικό κίνημα – εννοείται ότι και τα δύο ρεύματα είχαν στόχο το εργατικό κίνημα, θέλαν να πείσουν και να ηγεμονεύσουν το εργατικό κίνημα – προϋπήρχε των δύο ρευμάτων. Ειδικά στην περίπτωση της αγγλικής εργατικής τάξης θα δούμε ότι υπάρχουν φαινόμενα και ιστορικά στοιχεία που όταν βλέπουμε αυτή την αυτόνομη και «αυθόρμητη» κίνηση των μαζών, που έρχονται σε αντίθεση με κάτι που τους προκαλεί μια δυσανεξία, δυσφορία και αντίθεση, έχουμε ανάδειξη θεσμών άμεσης δημοκρατίας δηλαδή ανακλητότητα αντιπροσώπων, οριζόντια οργάνωση, συναινετικός τρόπος για να πάρεις αποφάσεις και μια λογική άμεσης δράσης, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια είναι μάλλον κτήμα των αναρχικών.

Το κράτος δεν είναι απλά ένας θεσμός τον οποίο έχει ανακαλύψει η αστική ή η κυρίαρχη τάξη προκειμένου να επιβληθεί. Αντίθετα, πρέπει να το δούμε και σαν μια αυτόνομη διαδικασία όπου όποιος κατέχει αυτή τη μορφή εξουσίας, δε θέλει να την αποχωριστεί. Συνεπώς το κράτος σαν  η πιο εύκολα αναλύσιμη μορφή διαχωρισμένης εξουσίας, αναδεικνύει το συνολικό ζήτημα της εξουσίας και της κυριαρχίας. Οι αναρχικοί προτιμούν να μιλάνε για κυρίαρχους και όχι αόριστα για εξουσία. Η εξουσία για αυτούς δεν ταυτίζεται με το κράτος, αντίθετα με τη λογική των μαρξιστών και των λενινιστών, οι οποίοι θέλησαν να το εκμεταλλευτούν σε μία κατεύθυνση χειραφετητική της εργατικής τάξης.

Υπάρχει μία συζήτηση ιστορικά για το τι σημαίνει να είναι κάποιος αναρχικός. Αναρχικός είναι αυτός που δεν αποδέχεται καμία μορφή εξουσίας; Μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς εξουσία; Ο αναρχισμός μάχεται για μια κοινωνία χωρίς κυρίαρχους ή χωρίς εξουσία; Τα περισσότερα ρεύματα συμφωνούν ότι αναρχισμός σημαίνει χωρίς κυρίαρχους, δηλαδή χωρίς κάποιος να ιδιοποιείται μια εξουσία. Ο διαχωρισμός της εξουσίας αποφεύγεται με την αποκέντρωσή της και αυτή έρχεται από την ομοσπονδιοποίηση και την ελεύθερη συνεργασία των ελεύθερα δημιουργημένων ομάδων.

Σχετικά με την περίπτωση του Προυντόν που αναφέρθηκε πριν: είναι ενδεικτικό ότι την Α Διεθνή τους προυντονικούς τους έδιωξε ο Μαρξ σε συνεργασία με τον Μπακούνιν. Από πολλούς αναρχικούς ο Προυντόν δε θεωρείται ως αναρχικός.

Τα σύγχρονα κινήματα υιοθετούν αυτά που θα λέγαμε αναρχικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τη λογική της άμεσης δράσης, της συνέλευσης, της οριζοντιότητας (άμεση δημοκρατία), της από τα κάτω λειτουργίας χωρίς αντιπροσώπους και αν υπάρχουν αυτοί είναι αιρετοί και άμεσα ανακλητοί. Όλα αυτά ξεκινάν από το 1994 και μετά με τους Ζαπατίστας. Αυτοί είναι ένας συνδυασμός ιθαγενών με κάποιες κοινοτιστικές παραδόσεις και μία «εισβολή» μαοϊκών ή μεταμαοϊκών μαρξιστών, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι η στρατηγική της κατάληψης της εξουσίας και μετέπειτα της διαμόρφωσης μιας ελεύθερης κοινωνίας είναι τελείως αποτυχημένη. Στην  έκκληση των Ζαπατίστας για διεθνή συμπαράσταση και αλληλεγγύη που ακολουθεί, ανταποκρίνονται πρώτα οι αναρχικοί, και δημιουργείται ένα κίνημα το οποίο συνεχώς διευρύνεται, φτάνει στο Seattle, όπου έχουμε την ανάδυση υποκειμένων που μέχρι τότε ασφυκτιούσαν με τους όρους που προανέφερα.

Στην ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι γνωστός ο κλασσικός αναρχισμός, ενώ οι διαφοροποιήσεις κυρίως έχουν να κάνουν πρακτικά κυρίως ζητήματα διαλεκτικής μέσων και σκοπών. Στην αριστερά τη δεκαετία του 1970 και 1980 υπήρχε ένας πλούτος εκδόσεων, περιοδικών και βιβλίων. Αυτό εδώ και 15 χρόνια έχει χαθεί και στη θέση του έχει αναδυθεί ένα νέα υποκείμενο, που μετατρέπει την κουλτούρα και την επιθυμία σε πράξη, δηλαδή στέκια, κοινωνικοί χώροι, καταλήψεις, μπροσούρες, βιβλία, εκδόσεις, που προέρχονται από την ελευθεριακή - αναρχική και αυτόνομη – μαρξιστική παράδοση.

Γιάννης Ευσταθίου: Στην κουβέντα φαίνεται διαρκώς το πρόβλημα τι σημαίνει ταυτότητα για τον αναρχισμό. Αναφέρθηκε για παράδειγμα ότι ενώ δεν συγκροτείται ταυτοτικά γύρω από ένα κεντρικό όνομα τέθηκε το ερώτημα αν ο Προυντόν ανήκει ή όχι στην παράδοση του κλασικού αναρχισμού. Αυτό συνιστά αντίφαση. Κατά τη γνώμη κάθε παράδοση αναπόφευκτα επανακάμπτει στην ταυτότητα και την αυτοαναφορά της.

Η βασική κριτική στον αναρχισμό από τη σκοπιά μου είναι η έλλειψη επεξεργασίας στρατηγικής, την ίδια στιγμή που ο εχθρός έχει ολόκληρα επιτελεία για να το καταφέρει. Στις πλατείες πέρα από την οριζοντιότητα που αναφέρθηκε είδαμε και πόσο ευάλωτα ήταν τέτοιου είδους κινήματα στον κυβερνητισμό. Αυτό που έχει σημασία πέρα από τη θριαμβολογία είναι και η αποτίμηση των ορίων και των αποτυχιών.

Όποια κριτική και να κάνει κανείς είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι όταν ο Μαρξ έγραφε το κεφάλαιο ή το κομμουνιστικό μανιφέστο μαζί με τον Ένγκελς ταυτόχρονα δρούσαν και μέσα στο κίνημα και συνδέονταν με την κίνηση των μαζών.

Κώστας Χαριτάκης: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσφεύγουμε ξανά σε πολιτικές και πρακτικές ταυτότητας. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι να στοιχειοθετήσουμε τη μαρξιστική ή αναρχική ταυτότητα. Τα ζητήματα αυτά απασχολούν περισσότερο οργανωμένες με τον παλιό τρόπο πολιτικές δυνάμεις παρά ζωντανά κινήματα. Η ζωντανή πραγματικότητα των χειραφετητικών, αντικαπιταλιστικών αγώνων που ζούμε την τελευταία εικοσαετία ξεπερνάει στην πράξη αυτούς τους διαχωρισμούς. Το Occupy δεν είναι αναρχικό ή μαρξιστικό αν και υιοθετεί αναρχικές και μαρξιστικές πρακτικές. Το κύριο δεν είναι η ταυτότητα αυτών των παλιών εμπειριών αλλά ο καινούριος χαρακτήρας που διαμορφώνει από τη διασταύρωση αυτών των ιστορικών εμπειριών και την εξέλιξή τους μέσα στο καμίνι των σημερινών ερωτημάτων και προκλήσεων. Από τη μεριά των κινημάτων αυτό που βιώνουμε είναι η μετατόπιση από ένα μοντέλο μιας πολιτικής της αντιπροσώπευσης σε ένα μοντέλο προεικονιστικής πολιτικής, δηλαδή διαμόρφωση συνθηκών απελευθέρωσης των υποκειμένων και αλλαγής της κοινωνίας εδώ και τώρα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που υπερβαίνει και τα δύο ρεύματα θέτοντας νέα ερωτήματα.

Θοδωρής Βελισσάρης: Σε όλες τις επαναστατικές στιγμές αναδύονται αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, η κομμούνα του Παρισιού εκλέγει δημοτικούς συμβούλους, τα σοβιέτ εκλέγουν ανακλητούς αντιπροσώπους. Η κριτική που γίνεται στην αντιπροσώπευση προσπαθεί να γίνει με όρους ανακλητότητας, άμεσους εντολοδόχους κτλ. Θα έλεγα ότι αυτοί οι όροι δεν εξαντλούν το πρόβλημα της συνεχής αναδύσης της αντιπροσώπευσης σε επαναστατικές διαδικασίες.

Επίσης ένα σχόλιο για την προεικονιστική διάσταση της πολιτικής. Αν είμαστε αλλοτριωμένοι με ποια έννοια μπορούμε να προεικονίσουμε τη χειραφέτηση;

Ακούστηκαν κάποιες ημερομηνίες όπως το 1871, το 1917, το 1936. Είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε αν έχουν την ίδια σημασία και για ποιο λόγο μπορεί να φαίνεται σήμερα ότι το 1917 επιβιώνει περισσότερο είτε μέσω της υποστήριξης, είτε μέσω της εναντίωσης σε αυτό.

Σπύρος Κουρούκλης: Η αντιπροσώπευση όντως αναδύεται αλλά τη στιγμή που οι μάζες απομακρύνονται από την επαναστατική τους ορμή και κίνηση.

Θα μιλήσω για το 1936. Στην Ισπανία έχουμε μία πολύ αμφίθυμη επαναστατική διαδικασία που λειτουργεί από τα κάτω δηλαδή μιας κοινωνίας σε κίνηση που δημιουργεί τους δικούς της θεσμούς που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Όλες οι επαναστατικές στιγμές ξεκινάν από μία αυτόνομη εισβολή των μαζών στο επαναστατικό προσκήνιο, θέτοντας σε τέρμα ότι υπήρχε προηγουμένως και οικοδομώντας κάτι καινούριο μέσω δισταγμού, αμφιθυμίας και απίστευτης ορμητικότητας. Στην Ισπανία έχουμε τη δημιουργία από τα κάτω νέων θεσμών όπως κοινοκτημοσύνη, αυτοδιαχείριση στα εργοστάσια μέσω συμβουλίων καθώς και μία μη ενιαία οικοδόμηση ενός νέου ανθρώπου και μιας νέας κοινωνίας. Έχουμε επίσης συγκρούσεις μεταξύ αναρχικών, ανταγωνισμός μεταξύ εργοστασίων, όμως δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτή την κατάσταση ως αποτυχία. Θα ήταν αποτυχία αν δεν υπήρχε επέμβαση των μπολσεβίκων;

Οι αναρχικοί έχουν πρόγραμμα: προτείνουν την ομοσπονδιακή συγκρότηση, επικοινωνία, αλληλοϋποστήριξη και αυτοοργάνωση όλων των αυτόνομα δημιουργημένων θεσμών από την κοινωνία.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Άκουσα πολλά πράγματα που αφορούν την ιστορία των ρευμάτων του μαρξισμού και του αναρχισμού αλλά πολύ λίγα και εμβόλιμα σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση και το πώς απαντούν αυτοί οι δύο χώροι στα σημερινά προβλήματα. Πως γίνεται να αυτοαποκαλούμαστε αναρχικοί όταν η ζωή μας καθορίζεται από εξουσιαστικούς θεσμούς ή μαρξιστές όταν οι αντιλήψεις μας δεν σχετίζονται καθόλου με τον κομμουνισμό; Καλώς η κακώς στο μυαλό των περισσοτέρων ανθρώπων είναι μονόδρομος η αντίληψη μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή οποία αποφασίζει με ή χωρίς εμάς. Κατά τη γνώμη μου η γεφύρωση αυτού του χάσματος και η δημιουργία ενός πολιτικού οράματος είναι η πιο σημαντική και για τον μαρξισμό και για τον αναρχισμό.

Γιάννης Ευσταθίου: Δεν θεωρώ αρνητικό να αποστασιοποιούμαστε σε μια εκδήλωση από τη ροή των γεγονότων. Σε ότι αφορά το σήμερα υπάρχουν προνομιακά πεδία κοινής παρέμβασης όπως ανάκληση απολύσεων, αλληλεγγύη σε εργατικούς αγώνες,  αντιφασισμός. Πρέπει να είμαστε μέσα στο κίνημα γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε κάθε στιγμή ποιο είναι το καινούριο στοιχείο σε ότι αφορά τους αγώνες. Ζήσαμε ένα πρώτο κύκλο ταξικών αγώνων στην Ελλάδα, τώρα είναι ώρα να ανοίξει ένας δεύτερος.

Θοδωρής Βελισσάρης: Η ιστορία δεν έχει να κάνει κυρίως με το παρελθόν αλλά περισσότερο είναι μια σχέση του παρόντος με τον εαυτό του. Συνεπώς από το πώς βλέπουμε την ιστορία καταλαβαίνουμε πράγματα για εμάς σήμερα. Ο Αντόρνο έλεγε ότι ο αναρχισμός δείχνει μία ανυπομονησία σε σχέση με τη θεωρία, ένα είδος φετιχοποίησης της πράξης. Πολλές φορές σπασμωδικές πρακτικές κινήσεις μπορεί να είναι καταστροφικές και απαιτείται η αντικειμενοποίηση του προβλήματος για την καλύτερη κατανόησή του και το ξεπέρασμά του. Με αυτή την έννοια πέρα από τις δράσεις που κάνουν οι διάφορες συλλογικότητες υπάρχει ανάγκη αντικειμενοποίησης του προβλήματος. Η προτεραιότητα της πράξης πολλές φορές μας απομακρύνει από την ανάγκη για συσχετισμό θεωρίας και πράξης που σήμερα φαίνονται διαχωρισμένες.

Κώστας Χαριτάκης: Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια ανανέωση των χειραφετητικών προταγμάτων από τα ίδια τα κινήματα και έχουν χαραχθεί καινούριοι δρόμοι για να κάνουμε πολιτική. Πολιτική δεν είναι μόνο η κεντρική εξουσία, το κοινοβούλιο και οι εκλογές αλλά και η κατάληψη, η αυτοδιαχείριση. Επιτέλους στην Ελλάδα ξεφεύγουμε από την κομματική παντοδυναμία και δημιουργούνται αυτόνομες κοινωνικές δομές και συνελεύσεις. Αυτό είναι μία σπουδαία κατάκτηση και αποτελεί όχι ικανή αλλά αναγκαία υποδομή για να προχωρήσουμε παρακάτω. Αν αύριο έχουμε μία επιτυχημένη εξέγερση και ρίξουμε την κυβέρνηση ποιος θα οργανώσει τη διανομή του φαγητού, ποιος θα οργανώσει την υγεία, την ασφάλεια και που θα υπάρχουν οι υλικές βάσεις για να κάνουμε αυτά που θέλουμε; Αν πιστέψουμε σε αυτά, τα εμβαθύνουμε, τα πολλαπλασιάσουμε και τα δικτυώσουμε αυτά θα αποτελέσουν την πραγματική υλική βάση για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό.

Θεωρώ προβληματικό τον τίτλο. Ο ίδιος ο Μαρξ είπε ότι δεν είναι μαρξιστής, συνεπώς η συζήτηση για το μαρξισμό αφήνει σε μεγάλο βαθμό απέξω τον ίδιο το Μαρξ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολλούς κομμουνισμούς ή αναρχισμούς. Ένας πιο φιλόδοξος στόχος θα ήταν να μιλάγαμε για το ξεπέρασμα του συνόλου της πρώτης διεθνούς. Αυτό σημαίνει να αναγνωρίσουμε τη συμβολή των δύο αυτών ρευμάτων στην ιστορία της ταξικής πάλης καθώς και τα όριά τους τότε και σήμερα. Το μεγαλύτερο λάθος θα ήταν να δούμε τους αναρχισμούς και τους κομμουνισμούς σαν ιδεολογικά ρεύματα που τοποθετούνται σε μια σφαίρα καθαρότητας.

Γιάννης Ευσταθίου: Αναφέρθηκα στα ρεύματα του Νέγκρι και Χαρντ όπως και στους Ντελέζ και Γκουαταρί γιατί θεωρώ ότι εκφράζουν ενός είδους κινήματα. Μαρξισμοί όντως υπάρχουν πολλοί. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από τις πολλές παραλλαγές του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι ότι ενώ μπορείς να κάνεις μια θεωρία με αυτές, σε δεδομένες χωροχρονικές συνθήκες αυτή εκφράζεται διαφορετικά. Είναι διαφορετικός ο μαρξισμός της Κίνας, του Περού και της Ελλάδας. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το επίπεδο της ανάλυσης και της έκφρασης. Η έκφραση της θεωρίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένη σε ειδικές συνθήκες να αντλεί για παράδειγμα από τον ντόπιο πολιτισμό. Αν νομίζουμε ότι θα πάρουμε ένα μοντέλο που γεννήθηκε στη Ρωσία και θα το μεταφέρουμε κάπου αλλού τότε έχουμε άδικο.

Αν κάποιος δεν κατανοήσει τον φιλοσοφικό και ιστορικό Μαρξ υπάρχει ο κίνδυνος να διαβάσει το Μαρξ σαν επιστήμονα δηλαδή για παράδειγμα να διαβάσει το Κεφάλαιο σαν πολιτική οικονομία και όχι σαν κριτική της πολιτικής οικονομίας. Το κεφάλαιο είναι πάνω από όλα σχέση. Τα κυρίαρχα ρεύματα των επίγονων του κομμουνισμού βάζουν μπροστά τις παραγωγικές δυνάμεις και όχι τις παραγωγικές σχέσεις ανατρέποντας όλη την κριτική του Μαρξ και έννοιες όπως η αλλοτρίωση και ο φετιχισμός. Η καπιταλιστικοποίηση ολόκληρης της οικονομίας είναι αυτή που καταδεικνύει την ισχύ των θεωριών για την αξία και την υπεραξία.

Εδώ υπεισέρχεται το θέμα τους κράτους. Ο Μαρξ έχει ασχοληθεί ελάχιστα και αποσπασματικά με αυτό αναφέροντας ότι το κράτος είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ιστορίας και ταξικής κυριαρχίας  και αναφέρεται στην κατάργησή του μέσω της κατάληψής του από τους εργάτες. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι οι αναρχικοί είχαν δίκιο όταν αναγνώριζαν ότι κάθε κρατικός μηχανισμός έχει την τάση να αυτοσυντηρείται και να αναπαράγεται. Όταν ο Μπακούνιν λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει εργατικό κράτος γιατί αυτό θα ανασυγκροτηθεί σε μία κυρίαρχη κυβερνητική τάξη δικαιώνεται στην οκτωβριανή επανάσταση έχουμε την εμφάνιση του κρατικού καπιταλισμού, την αναπαραγωγή των ταξικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η κριτική ότι το κράτος δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε επαναστατική δύναμη ανήκει στην παράδοση του αναρχισμού.

Θοδωρής Βελισσάρης: Σε σχέση με τη Ρώσικη επανάσταση: συνήθως έχουμε μια εθνική σκοπιά της επανάστασης και της αποτυχίας της όπως φαίνεται από την αφήγηση ότι τα σοβιέτ ήταν επαναστατικά όργανα μέχρι να πέσουν στα χέρια των μπολσεβίκων. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν με αυτό τον τρόπο. Υπήρξε μία εσωτερική παρακμή των σοβιέτ που οφείλεται στο ότι καμία επανάσταση σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να στεριώσει. Στο μέτρο που οι επαναστάσεις σε Ουγγαρία, Ιταλία και Γερμανία δεν πέτυχαν να κερδίσουν την εξουσία, στο μέτρο που η επανάσταση είχε αφαιμαχθεί από τον εμφύλιο τα ίδια τα σοβιέτ έχαναν τον επαναστατικό σφυγμό τους.

Ο Μαρξ και ο Μπακούνιν θεωρούν ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου είναι μονάχα μπροστά και αποτελεί σκοπό της ανθρωπότητας. Αντίθετα ο Κροπότκιν αναφέρει ότι χειραφετητικά προτάγματα υπάρχουν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και επαναλαμβάνονται σε μία διαρκή πάλη ανάμεσα στην απελευθέρωση και την καταπίεση. Αυτή τη συλλογιστική πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να σπάσουμε την ντετερμινιστική αντίληψη των Μαρξ και Μπακούνιν που έρχεται σε αντίθεση με τη ρήση του ίδιου του Μαρξ ότι «η ιστορία είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων».

Γιάννης Ευσταθίου: Κατά τη γνώμη μου είναι πλέον λίγο κλισέ η κριτική στον ντετερμινισμό. Ο ντετερμινισμός δηλαδή η αιτιοκρατία έχει όρια: υπό κάποιες σταθερές συνθήκες ισχύουν κάποιες τάσεις. Αν θέλεις να μιλήσεις για το αντικείμενο μελέτης, που θα σε βοηθήσουν να κάνεις κάποιες προβλέψεις όπως π.χ. αν θα έχουμε δουλειά αύριο χρειάζεσαι να βασιστείς σε κάποιες τάσεις.

Ποια είναι η γνώμη σας για κινήματα όπως ο lifestyle αναρχισμός;

Σπύρος Κουρούκλης: Το φαινόμενο του lifestyle δεν περιορίζεται μόνο στον αναρχισμού αλλά και σε άλλους πολιτικούς χώρους. Το lifestyle (τρόπος ζωής) ξεκίνησε από μια από τα κάτω νεολαία ως μια αντιπαράθεση στον κλασικό τρόπο στράτευσης στην Αριστερά. Κάποτε στην Ελλάδα το ροκ ήταν «απαγορευμένο» γιατί ενέπιπτε στο καπιταλιστικό εποικοδόμημα. Το φαινόμενο του lifestyle ενώ ξεκινά με όρους υποκουλτούρας στο βαθμό που γίνεται έντονα ταυτοτικό είναι ιδιαίτερα προβληματικό.

Αναφέρθηκε η δομική αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μετά το 1970 και ειπώθηκε ότι μετά από αυτήν τα ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του αναρχισμού φάνηκε να συγκλίνουν. Θεωρείτε ότι σήμερα υπάρχει διάκριση μαρξισμού και αναρχισμού σαν ρεύματα σκέψης και πρακτικής; Αυτή η διάκριση μπορεί να φανεί στο μέτρο που ενδεχομένως τα κινήματα θέτουν νέα ζητήματα και ενδεχομένως ζητήματα ενοποίησης των δύο αυτών τάσεων;

Γιάννης Ευσταθίου: Μέσα από την εισήγησή μου τονίστηκε η ενότητα, αυτό είναι αλήθεια. Όμως μετά το 1970 δεν έχουμε απλά σύγκλιση των δύο ρευμάτων. Αντίθετα αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο μαρξισμός γίνεται αντικείμενο οικειοποίησης και από τις δύο συνιστώσες του, μία που τείνει να τον κρατικοποιήσει (η ρεφορμιστική κυβερνητική Αριστερά) και η άλλη που αρνείται την οποιαδήποτε διαμεσολάβηση από το κράτος τονίζοντας την ιδέα μιας άλλης κοινωνίας. Για το λόγο αυτό εκλείπουν αυτοτελώς μαρξιστικά ρεύματα. Κατά τη γνώμη μου η τάση που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η σχέση του μαρξισμού προς τον αναρχισμό και η ροπή τους προς μια άλλη κοινωνία. Ταυτόχρονα μέσα από τη συζήτηση και τη στάση των διαφόρων ρευμάτων γύρω ιστορικά παραδείγματα όπως η παρισινή κομμούνα μπορούν να ανακύψουν οι διαφορές και οι αντιφάσεις μας σήμερα. Θεωρώ ότι είναι αναγκαία η επαναθεμελίωση του κομμουνισμού με τον τρόπο που ο Μαλατέστα είχε πει ότι «στην οικονομία επικαλούμαστε τον κομμουνισμό και στο πολιτικό η αναρχία».

Ο αναρχισμός προσπαθεί να αναλύσει τον καπιταλισμό περισσότερο από το μαρξισμό αποφεύγοντας να ταυτίσει τον καπιταλισμό με την παραγωγή αλλά να μιλήσει και για σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας. Πως φαίνεται αυτή η προσπάθεια σήμερα μέσα από παραδείγματα που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι αναρχικοί; Αν όπως λένε οι Ζαπατίστας «ο εχθρός είναι ο νεοφιλελευθερισμός» πως τοποθετούνται τα σύγχρονα παραδείγματα «αναρχικών» μορφών δράσης απέναντι στον «εχθρό» και τις κυριαρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις μέσα και έξω από την παραγωγή;

Κώστας Χαριτάκης: Οι Ζαπατίστας είναι ένα πολύ ωραίο παράδειγμα για το πώς μπορεί να εφαρμοστεί ένας αντικυριαρχικός λόγος και μια αντικυριαρχική πρακτική στο εσωτερικό μιας αυτοοργανωμένης ομοσπονδίας κοινοτήτων. Τα συμβούλια καλής διακυβέρνησης εκλέγουν ανακλητούς αντιπροσώπους με διάρκεια λίγων μηνών και έχουν συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό ρόλο αφού πάντα οι αποφάσεις επιστρέφουν στις συνελεύσεις των κοινοτήτων για επικύρωση. Με τη μορφή αυτή της αυτοδιεύθυνσης και της αυτοοργάνωσης οι Ζαπατίστας «μπλοκάρουν» τον εποικισμό των περιοχών που ελέγχουν από το μεξικάνικο κράτος. Επίσης διεθνώς δίνουν ένα μήνυμα αντίστασης φωνάζοντας «είμαστε εδώ και μπορούμε να το κάνουμε, κάντε το και σεις».

Σπύρος Κουρούκλης: Θα ήθελα να προσθέσω δύο σημεία. Το ένα είναι ότι οι Ζαπατίστας αντιλαμβανόμενοι ότι δεν μπορούν μόνοι τους να τα καταφέρουν και ότι δεν απευθύνονται στο κράτος έκαναν διεθνή έκκληση για αλληλεγγύη έτσι ώστε να επικοινωνήσουν το μήνυμά τους. Αυτό τους διαφοροποιεί από πλαίσια αντίστασης που κινούνται σε αυστηρά ιθαγενικά πλαίσια. Το δεύτερο είναι σε σχέση με την εναντίωσή τους στο νεοφιλελευθερισμό και την κυριαρχία. Οι Ζαπατίστας δέχονται συνεχώς επιθέσεις από το μεξικάνικο κράτος, κάτι που αποδεικνύει ότι ενοχλείται με την παρουσία τους. Η αδυναμία καταστολής των Ζαπατίστας από το μεξικάνικο κράτος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διεθνή αλληλεγγύη.

Στο μέτρο που τα σύγχρονα κινήματα ελλείψει διεθνούς Αριστεράς αναπαράγουν ή καταλήγουν σε έναν κοινωνικό αυταρχισμό όπως φαίνεται για παράδειγμα στην Αίγυπτο με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ή στην Ουκρανία γιατί είναι προβληματικό να υπάρχει κριτική από θεωρητική και ιδεολογική σκοπιά των σύγχρονών κινημάτων;

Σπύρος Κουρούκλης: Η μπολσεβίκικη αντίληψη για το πώς χτίζεται ένα κίνημα, ένα κράτος και μια κοινωνία μέσα από την προσαρμογή σε πράγματα που ήδη υπάρχουν στην αντίληψη αυτή είναι προβληματική. Σημασία έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι και τα κινήματα.

 

29/5/2014- νέα πτέρυγα Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Το ερώτημα τι είναι ο ιμπεριαλισμός και γιατί πρέπει να είμαστε ενάντια του συνεχίζει να βασανίζει ακόμα και σήμερα την Αριστερά. Ερωτήματα όπως αν ακόμα ζούμε σε μία εποχή ιμπεριαλισμού, τι σημαίνει αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας και αν αυτός ο αγώνας είναι ταυτόχρονα αντικαπιταλιστικός επιμένουν να τίθενται στο μέτρο που δεν απαντήθηκαν οριστικά με το πρακτικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Η κριτική της Αριστεράς και των κινημάτων στον ιμπεριαλισμό μοιάζει αδιευκρίνιστη, αδύναμη σήμερα να εμπνεύσει και να συμβάλει στη συγκρότηση επαναστατικών συνθηκών.

Πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις προσπάθησαν να αντιταχθούν ή και να συμπληρώσουν τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και υιοθετούνται από μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς (ενώ άλλες προσπάθησαν να την ξεπεράσουν). Οι εξελίξεις στην Ουκρανία αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για τον ιμπεριαλισμό αλλά το αποτέλεσμα και η προοπτική αυτών των ερμηνειών τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας όσο και σε πολλές άλλες παραμένουν αμφίβολα.

Σε τι αναφέρεται κατά τη γνώμη σας ο όρος ιμπεριαλισμός σήμερα; Έχει επιλυθεί οριστικά η διευθέτηση της έννοιας αυτής ή είναι ανοιχτή σε ιστορική εξειδίκευση;

Ο ιμπεριαλισμός προκύπτει ως αναγκαιότητα ή από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές; Μπορεί ο ιμπεριαλισμός να γίνει βάση επαναστατικής πολιτικής και με ποιον τρόπο; Αναδεικνύει σήμερα επαναστατικές δυνατότητες και αν ναι ποιες;

Πως θα προσδιορίζατε χρονικά την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού; Ο καπιταλισμός ήταν πάντα ιμπεριαλιστικός; Ή αντίθετα η επίκληση του ιμπεριαλισμού συσκοτίζει το πρόβλημα του καπιταλισμού;

Κατά τη γνώμη σας σχετίζεται ο ιμπεριαλισμός ως φαινόμενο με την ιστορική ενδυνάμωση διεθνώς της εργατικής τάξης το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι ιδιαίτερα τις αρχές του 20ού; Επηρεάζεται ως φαινόμενο από την κατοπινή (ή τρέχουσα) αποδυνάμωση της τάξης αυτής;

Βρίσκει συγκεκριμένη εφαρμογή η κλασική ανάλυση του Λένιν (και του Μπουχάριν) σήμερα; Με ποιον ακριβώς τρόπο;

Ποια είναι η σχέση του ιμπεριαλισμού με τον διεθνισμό; Τι θα σήμαινε πρακτικά η αναγνώριση και η περιγραφή της σημερινής φάσης του καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμό;

Ομιλητές

Δημήτρης Μάνος: ΚΚΕ μ-λ

Γιάννης Τσαμασλίδης: Αριστερή Ανασύνθεση

Νίκος Νικολαΐδης: Σημειώσεις της στέπας

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Γιάννης Τσαμασλίδης: Θα επιχειρήσω να κάνω περισσότερο μια πολιτική τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού παρά μία θεωρητικής και ιδεολογική εμβάθυνσης. Έχει σημασία να γίνεται μία συζήτηση γύρω από την πολιτική και τη συγκυρία, καθώς και στο πως απαντούμε σε τέτοια ζητήματα σήμερα.

Καταρχάς θεωρώ ότι το θέμα είναι επίκαιρό όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις. Τα γεγονότα της Ουκρανίας επανάφεραν το ερώτημα του ιμπεριαλισμού μέσα στην Αριστερά και στο κίνημα. Ο ιμπεριαλισμός σαν στάδιο του καπιταλισμού δεν είχε φυσικά εκλείψει όμως υπήρχαν στην Αριστερά κομμάτια που είχαν υποβαθμίσει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία, μία χώρα που σπαράσσεται από κινητοποιήσεις όπου η βία εξασφαλίζεται μέσω ακροδεξιών και νεοναζιστικών μορφωμάτων όσο και ελεύθερων σκοπευτών, παρουσία και εκπροσώπων των δυτικών χωρών και των Η.Π.Α., δείχνει σε πείσμα θεωριών όπως η παγκοσμιοποίηση και του τερματισμού των ενδοιμπεριαλιστικών διαμάχεων καθώς και θεωριών που έβλεπαν τα γεγονότα στην Ουκρανία με αυστηρά ταξικό πρόσημο ότι ο ιμπεριαλισμός είναι παρών, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός έχει την ικανότητα να εκμεταλλεύεται τυχόν συλλογικές μορφές διαμαρτυρίας, όπως π.χ. η αμερικάνικη υποστήριξη του αντιαποικιακού πολέμου μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Μέσα στην Αριστερά υπήρξαν ρεύματα που εναντιώνονται στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα θεωρώντας πως ο ιμπεριαλισμός είναι μία μη αντιστρέψιμη, αντικειμενική διαδικασία που ενδεχομένως να βοηθάει και την επαναστατική διαδικασία αφού επεκτείνει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και άρα τις αντιθέσεις της σύγχρονης εποχής. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό συνδυαζόταν με ένα γραμμικό διεθνισμό που έβλεπε μόνο ταξικές αντιθέσεις, υποτιμούσε σε μεγάλο βαθμό τα απελευθερωτικά κινήματα και οδηγούσε σε γραμμές ηττοπάθειας. Τα ίδια ρεύματα δεν κατάφεραν να κατανοήσουν τις εξελίξεις που είχαμε στα Βαλκάνια μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η αδυναμία τους αυτή «νομιμοποίησε και τα αστικά στρώματα της περιοχής και συμπαρατάχτηκαν με μια αντισερβική υστερία που επικράτησε εκείνη την περίοδο παρακολουθώντας αμήχανα τη βάρβαρη ιμπεριαλιστική επέμβαση που ακολούθησε. Η αμφισβήτηση του ιμπεριαλισμού ως θεωρητικού εργαλείου συνδέεται με την αμηχανία της Αριστεράς μπροστά στη σχέση ιμπεριαλισμός-ανθρώπινα δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό για να δικαιολογήσουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, π.χ. τα σκίτσα του προφήτη ή η μαντίλα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίθεση σε μια σειρά από χώρες της μέσης Ανατολής. Κάποια άλλα ρεύματα στην Αριστερά αναπαρήγαν μία φιλοσοβιετική, μονομερή αντιιμεριαλιστική αντίληψη που έβλεπε τον ιμπεριαλισμό μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πόλων ΕΣΣΔ-Η.Π.Α. παραβλέποντας τις ταξικές αντιθέσεις.

Ο κόσμος μας βρίσκεται σε μία συνθήκη μετάβασης. Ήδη από το 1989 και την κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών υπήρξε μία προσπάθεια από πλευράς Η.Π.Α. να εδραιώσουν μια ηγεμονική θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Την τελευταία δεκαετία αυτό τίθεται σε αμφισβήτηση λόγω αλλαγών στον παγκόσμιο καταμερισμό. Η ανάδυση της Κίνας, η ανάδυση της Ινδίας, η σταθεροποίηση της Ρωσίας και η άνοδος αρκετών λατινοαμερικάνικων χωρών δείχνουν ότι η αμερικάνικη ηγεμονία δεν είναι τόσο αυτονόητη. Για την ανάδειξη μιας ηγεμονίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν αρκούν ούτε οι οικονομικοί, ούτε οι στρατιωτικοί όροι. Πολύ περισσότερο αφορούν την εξαγωγή ενός συγκεκριμένου καθεστώτος συσσώρευσης, μιας συγκεκριμένης οικονομικής αρχιτεκτονικής, την εξαγωγή ενός ιδεολογικού και πολιτιστικού προτύπου. Παρά τη μη αμφισβήτηση της αμερικάνικης ηγεμονίας υπάρχει χώρος για αρκετές εξελίξεις, όπως αποδεικνύουν οι επεμβάσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν, οι εξελίξεις στην Ουκρανία, στη Βενεζουέλα ακόμα και στην Τουρκία.

Στο ζήτημα της Ουκρανίας προσπαθήσαμε να πάρουμε εξαρχής θέση τονίζοντας το χαρακτήρα των κινητοποιήσεων, οι οποίοι «εύκολα» χαρακτηρίζονταν ως λαϊκοί και συνδέοντάς τους με το διεθνές περιβάλλον, τους ανταγωνισμούς και τον ιμπεριαλισμό. Η Αριστερά δεν πρέπει να επιλέγει μια λογική ίσων αποστάσεων, θα πρέπει με τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία να διακρίνει ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος, ποιος προβάλλει σχέδια αποσταθεροποίησης, ποιος επιδιώκει την ανατροπή των συσχετισμών. Το να παίρνεις θέση σε μία σύγκρουση δε σημαίνει ταύτιση με τον ένα ή τον άλλο πόλο  αλλά ότι αντιλαμβάνεσαι πιθανά αποτελέσματα που μπορεί να έχει αυτή η σύγκρουση για τους ίδιους τους λαούς. Παρόμοιο λάθος με αυτό των ίσων αποστάσεων είναι όταν η Αριστερά φαντασιώνεται ότι μπορεί να παίξει στο παιχνίδι των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, όπως για παράδειγμα η αποστολή αντιπροσωπείας του Σύριζα στις Η.Π.Α.

Μια σύγχρονη Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι αντιιμπεριαλιστική. Μία Αριστερά που θα μιλήσει για την εθνική ανεξαρτησία από τη σκοπιά του λαού και όχι ενός υπερταξικού, εθνικιστικού λόγου. Η εθνική αυτή ανεξαρτησία περιλαμβάνει και τους μετανάστες αλλά όχι τους εκπροσώπους του πλούτου.

Δημήτρης Μάνος: Μιλώντας για τον ιμπεριαλισμό, αλλά και για το φασισμό ο Στάλιν τον χαρακτήριζε ως καπιταλισμό σε επιθανάτια αγωνία. Η ρήση αυτή φωτογραφίζει με χαρακτηριστικό τρόπο και τη σημερινή μας εποχή. Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο εκφράζονται με πολύ οξυμένο τρόπο οι αντιθέσεις που οδήγησαν το καπιταλιστικό σύστημα σε αυτό το στάδιο. Όλες οι εναλλακτικές προσεγγίσεις (απέναντι στη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό) των τελευταίων πενήντα χρόνων ήταν μια προσπάθεια αναπαραγωγής της υπεριμπεριαλιστικής θεωρίας. Εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, η θεωρητική προσέγγιση της αυτοκρατορίας του Νέγκρι αλλά και οι παλιότερες θεωρίες περιφέρειας-κέντρου του Σαμίρ Αμίν, οι θεωρίες για την παγκοσμιοποίηση και την αντι-παγκοσμιοποίηση. Όλα αυτά απηχούν το ιδεολογικό σπέρμα ενός μετασταδίου του συστήματος, το οποίο έχει ολοκληρωθεί και έχει καταφέρει να δημιουργήσει τέτοιες παγκόσμιες δομές που μπορούν να ξεπεράσουν τις αβάσταχτα οξυμένες αντιθέσεις του.

Ο Λένιν όταν βλέποντας τα μητροπολιτικά κέντρα να μετατρέπονται σε κέντρα χρηματοπιστωτικής ληστείας των λαών θέτει το ερώτημα: «αυτή είναι λοιπόν η μοίρα του καπιταλισμού» για να απαντήσει λέγοντας « μπορεί να είναι αυτή αν η ταξική πάλη του προλεταριάτου δεν καταφέρει να την αλλάξει». Ο Λένιν συνεπώς όσον αφορά τη θεωρία του ιμπεριαλισμού θέτει ένα δυναμικό στοιχείο το οποίο είναι η ταξική πάλη. Με αυτόν τον τρόπο εισάγεται στην ιστορία και η έννοια του υποκειμένου. Η κρίση του 2008, που είναι βέβαια το επιφαινόμενο της βαθιάς κρίσης στη βάση του συστήματος καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, δείχνει να επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να δούμε πως εξειδικεύεται η έννοια του ιμπεριαλισμού με βάση σύγχρονα στοιχεία.

Βασικό εργαλείο παραμένει η λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού από το Λένιν με τα 5 χαρακτηριστικά: εξαγωγή κεφαλαίου, πόλεμος για την ανακατανομή των αγορών και του κόσμου, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κτλ.

Ο Λένιν χαρακτήρισε τον προηγούμενο αιώνα σαν αιώνα του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων. Έτσι βάση της λενινιστικής θεωρίας ορίζεται στον καπιταλισμό μια λογική ρηγμάτων. Αυτού του είδους η λογική των ρηγμάτων και των αδύναμων κρίκων, αναιρέθηκε μετά τη δεκαετία του 1950 με τη θεωρία της ειρηνικής συνύπαρξης αλλά και με τη θεωρία των τριών κόσμων που επικράτησε στην Κίνα τη δεκαετία του 70 , με άμεσα αποτελέσματα τη μη υποστήριξη του αγώνα στο Βιετνάμ, ενώ η  πιο σοβαρή επανάσταση της δεκαετίας του ’80 στο Ιράν που συντάραξε το ιμπεριαλιστικό σύστημα, καπηλεύτηκε και ηγεμονεύτηκε από φονταμενταλιστές, ενώ σε άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα επικράτησαν εθνικιστικές ή και φασιστικές τάσεις.

Το ζήτημα του καπιταλισμού μπορεί να συσκοτίσει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Υπάρχουν πολλές αριστερές δυνάμεις οι οποίες αναγνωρίζουν αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις σε μερίδες της αστικής τάξης, όπως για παράδειγμα στη Συρία ή στη Λιβύη ή ακόμα και σε αγώνες με θρησκευτική χροιά. Υπάρχουν στοιχεία ιμπεριαλισμού και στον καπιταλισμό, όμως στην ολοκλήρωσή του ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού.

Ένας καπιταλιστής δεν εμποδίζεται σε ένα εθνικό ιμπεριαλιστικό κράτος μόνο από τον αντίπαλο ανταγωνιστή του εντός και εκτός συνόρων αλλά και από τους αγώνες της εργατικής τάξης. Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε «από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα ποιος είναι ο ρόλος της εργατικής τάξης;» Η τομή της Οκτωβριανής επανάστασης δημιουργεί το εξής παράξενο ιστορικό σχήμα: επί τη εμφανίσει του το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει στο σώμα του ένα ξενιστή, μία εργατική τάξη που έχει οικοδομήσει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος και απειλεί να οικοδομήσει και άλλα. Ο ιμπεριαλισμός κάνει προσπάθειες να απομονώσει αυτόν τον ξενιστή και σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο που αυτές οι προσπάθειες ολοκληρώνονται και φαίνεται να οδηγούμαστε σε ένα νέο είδος μεσαίωνα. Ο ξενιστής αυτός, αποσπώντας αγορές από τον ιμπεριαλισμό και δίνοντας το παράδειγμα προς τους λαούς, ανάγκαζε τον ιμπεριαλισμό να κάνει ταυτόχρονα δύο αντιφατικά πράγματα: από τη μία όξυνε την κρίση του ενώ από τη άλλη λειτουργούσε ορθολογιστικά, εξαναγκάζοντας το ιμπεριαλιστικό σύστημα να εξορθολογικοποιείται. Η αφαίρεση αυτού του ξένου σώματος βρίσκεται πίσω από τη σημερινή απορρύθμιση.

Η αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού συστήματος όπως τη ζούμε σήμερα σε βάρος των λαών και της εργατικής τάξης μερικώς μόνο απαντάει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί η γεωπολιτική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων του κόσμου δε διευκολύνει την ανακατανομή των αγορών. Είναι μια γεωπολιτική διάταξη προηγούμενου αιώνα και αυτό εμποδίζει το σύστημα να κάνει το επόμενο βήμα δηλαδή να υπάρξει ένας ιμπεριαλιστής ή ένα ιμπεριαλιστικό μπλόκ.

Το σημερινό δράμα του ιμπεριαλισμού,  είναι ότι ακριβώς η πυρηνική υπεροπλία εμποδίζει προς το παρόν την έναρξη κάποιου νέου κύματος παγκοσμίων πολέμων.

Όσον αφορά το διεθνισμό, νομίζω έγινε τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια να αποκοπεί το κομμάτι του διεθνισμού από τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, πολιτικές θεωρίες για την ιμπεριαλιστική Ελλάδα ή θεωρίες για την αλληλεξάρτηση με τον ιμπεριαλισμό κονιορτοποιούνται μπροστά στην πολιτική πραγματικότητα. Ο δρόμος της εθνικής ανεξαρτησίας είναι ταυτόσημος με την πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Ο λαός πρέπει να προετοιμάζεται μέσω της δημιουργίας ενός πραγματικού κινήματος που θα υπερασπίσει το δικαίωμα της ζωής σε όλα τα επίπεδα, καθώς και λαϊκών οργανώσεων εν σπέρματι δυνάμεις μιας άλλης εξουσίας.

Νίκος Νικολαΐδης: Εγώ θα διαφοροποιηθώ αρκετά από τις προηγούμενες τοποθετήσεις. Είναι θετικό ότι μπορούμε να συζητάμε παρότι υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετες τοποθετήσεις.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ προσέγγιζε το ζήτημα του ιμπεριαλισμού όχι ως το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού αλλά το συνεχές στάδιό του. Αυτή η περιγραφή δείχνει μια διάσταση του καπιταλισμού που δεν προσεγγίζεται από αρκετούς μαρξιστές, ότι δηλαδή πέρα από τους νόμους της οικονομίας και τους κύκλους κεφάλαιο-εργασία υπάρχει επίσης βία, απάτη, καταπίεση, λεηλασία. Είναι πολύ δύσκολο μέσα σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής βίας και κτηνωδίας να ανακαλυφτούν οι νόμοι του οικονομικού προτσές.

Καταρχάς ο όρος ιμπεριαλισμός δεν εισήχθη ούτε από το Λένιν ούτε από το Μπουχάριν, ούτε καν από τον Τόμσον. Υπήρχε ήδη από την εποχή του Ντισραέλι όταν οι Άγγλοι έλεγαν ότι είναι οι νέοι ιμπεριαλιστές μετά τη βιομηχανική επανάσταση για να το αντιπαραβάλλουν με την πρώτη πορτογαλική-ισπανική αποικιοκρατία.

Έχει ενδιαφέρον συζητώντας για το ιμπεριαλισμό να δούμε αν αναφερόμαστε στον όρο «ιμπεριαλισμός» ως το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού και αν ναι πόσο διαρκεί αυτό το στάδιο. Από το 1917 έως σήμερα, έχουν περάσει σχεδόν 95 χρόνια, διάστημα αρκετά μεγάλο για να είναι το τελευταίο στάδιο. Θα πρέπει ίσως να σκεφτούμε ότι ο ιμπεριαλισμός μπορεί να προκαλεί καταστροφές και αυτό να μην φέρει το τέλος του. Αυτό που φαίνεται ότι φθείρει τον καπιταλισμό μπορεί να τον συντηρεί.

Μία άλλη συζήτηση που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ένα μοντέλο αποικιοκρατίας τον 15ο αιώνα αφορούσε το 35% του πλανήτη είναι διαφορετικό από ένα μοντέλο αποικιοκρατίας που το βιομηχανικό καπιταλισμό αφορούσε το 80% του πλανήτη καθώς και ένα σημερινό μοντέλο που αφορά όχι μόνο το σύνολο του πλανήτη αλλά και το σύνολο του φαντασιακού. Η αποικιοκρατία σήμερα στοχεύει και το μυαλό, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να φανταστούμε σαν εναλλακτική, εκτός ίσως από κάποιες προσπάθειες που για την Αριστερά θα φάνταζαν ιδεαλιστικές ή ρομαντικές όπως π.χ. οι Ζαπατίστας, το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης κτλ.

Δεν πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν το τελικό στάδιο του καπιταλισμού. Η σύγκρουση των εθνικών μονοπωλιακών καπιταλισμών δεν έφερε την κατάρρευση αλλά άλλες μορφές όπως οι κρατομονοπωλιακοί, η διεθνοποίηση του καπιταλισμού. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχουν εξαρτημένες χώρες αφού υπάρχει ο τέταρτος κόσμος μέσα στον πρώτο ή χώρες οι οποίες είναι τμήματα μιας παγκόσμιας μηχανής.

Υπήρχαν εξεγέρσεις ενάντια σε αυτό που θα λέγαμε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός πριν καν υπάρξουν αστικές επαναστάσεις. Η πρώτη εξέγερση αυτής της μορφής έγινε στην Αϊτή 40 χρόνια πριν τη γαλλική επανάσταση, παρέμενε όμως πάντα αγνοημένη. Την ίδια τύχη είχε και η επανάσταση στον Άγιο Δομήνικο, η οποία περιγράφεται στο βιβλίο του Τζέιμς «μαύροι Ιακωβίνοι» τη δεκαετία του 1830. Το βιβλίο αυτό επιχειρηματολογούσε για την ύπαρξη παραδόσεων ελευθερίας στους καταπιεσμένους πληθυσμούς του πλανήτη. Όπως αναφερόταν δε χρειάζεται να ακολουθούν τις ευρωπαϊκές αναλύσεις ούτε χρειάζεται αυτές οι κοινωνίες να περάσουν από αστικοποίηση, εθνογένεση, ανάπτυξη αλλά ότι μπορεί να είναι από μόνες τους αντικαπιταλιστικές. Σε ένα βαθμό ο Μαοισμός δέχθηκε αυτό επιχείρημα υποστηρίζοντας εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, την βιομηχάνιση σε τρίτες χώρες, καθώς και την ύπαρξη του μοντέλου της οικονομίας ως το κυρίαρχο . Σε κάποιες χώρες του κόσμου αυτό δημιούργησε επαναστατικά κινήματα, τα οποία συνδέονταν με πληθυσμούς και τα οποία σε ένα βαθμό ξέφυγαν από κρατικές αντιλήψεις όπως στη Λατινική Αμερική.

Αυτό όμως που σήμερα κατά τη γνώμη μου εμπνέει περισσότερο κόσμο, είναι αντιλήψεις που δεν έχουν να κάνουν με εξουσιαστικά μπλόκ ή με καταλήψεις της κεντρικής εξουσίας αλλά με μορφές κοινωνικών κινημάτων που αυτοοργανώνονται και συνδέονται. Αυτό που απειλεί περισσότερο σήμερα την παγκόσμια ισορροπία δεν είναι τόσο το Νεπάλ όσο η Via Campesina μία διεθνής οργάνωση αγροτών που εφαρμόζει την αυτοοργάνωση και τη διεθνή αλληλεγγύη και όχι απαραίτητα το διεθνισμό δηλαδή την αλληλεγγύη μεταξύ εθνών.

Το μοντέλο της εθνογένεσης, αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης που στη συνέχεια θα έφερνε εγγύτερα το σοσιαλισμό, ακολουθήθηκε για πολλές δεκαετίες και σε μεγάλο βαθμό ολοκλήρωσε το μοντέλο της αστικής αντίληψης για τον κόσμο, δηλαδή ότι κυρίαρχη είναι η οικονομία, ότι οι λαοί μοιράζονται σε έθνη, ότι αυτά κυβερνώνται από ανώτερους οικονομικούς σχηματισμούς. Ειπώθηκε ότι στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγιναν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Όμως όλη η αποικιοκρατία του 17ου και 18ου αιώνα ήταν στο όνομα του εκπολιτισμού. Αυτές ήταν οι βάσεις που επέτρεψαν στον καπιταλισμό να γίνει παγκόσμιο σύστημα.

Πολλές φορές έχει αναγγελθεί το τέλος του καπιταλισμού είτε μέσω της υπερσυσσώρευσης, είτε μέσω του ανταγωνισμού. Παρόλα τις αναγγελίες ο καπιταλισμός έγινε παγκόσμιο σύστημα το οποίο διακατέχει την αντίληψη του καθενός μας σε τρομακτικό βαθμό. Η μεγαλύτερη αποικιοκρατία που έχει επιτύχει ο καπιταλισμός σήμερα είναι να μην μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι μπορεί κάποιος να ζήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ενώ έχουν υπάρξει πάρα πολλοί κοινωνικοί σχηματισμοί οι οποίοι αυτό το έχουν αμφισβητήσει στην πράξη.

Όσον αφορά τους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, είναι διαφορετικό να λες ότι υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων που συγκροτούν το πλανητικό καπιταλιστικό σύστημα και άλλο να θεωρεί κανείς ότι αυτές θα οδηγήσουν στην κατάρρευσή του, όπως σε μεγάλο βαθμό έκανε ο λενινισμός.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για μια αντιιμπεριαλιστική τακτική είναι καλό να κάνουμε σχέδια επί χάρτου, όπως για παράδειγμα να υποστηρίζουμε την αντίσταση στη συνεργασία φιλοκαπιταλιστών νεοφιλελεύθερων και ναζιστών στην Ουκρανία. Αυτό όμως είναι απλά μια ανακοίνωση. Το ζητούμενο είναι τι κάνουμε εμείς εδώ. Αν θέλουμε να μιλήσουμε όμως για μια αντίσταση που έχει να κάνει με πρακτικές του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας αυτό σημαίνει αλληλεγγύη στους μετανάστες και συγκρούσεις στο δρόμο με φασίστες.. Το κίνημα δεν πρέπει απλά να κατακρίνει αλλά και να συντρίβει με κοινωνικούς όρους. Όταν οπισθοχωρεί το επίπεδο κοινωνικής δικαιοσύνης, ο κατήφορος αρχίζει και για όλα τα υπόλοιπα.

Γιάννης Τσαμασλίδης: Οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις και αντιθέσεις έτσι όπως τονίζονται από τον ίδιο το Λένιν δε σηματοδοτούν μία ντετερμινιστική πορεία αλλά μία δυνατότητα μέσω της ταξικής πάλης να εξελιχθούν τα πράγματα προς όφελός μας. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους αποδεικνύει ότι μπορεί να ανοικοδομηθεί μέσα από τις αντιφάσεις του και ότι το τέλος του δεν είναι καθόλου δεδομένο.

Το  μεταβατικό πρόγραμμα δεν αποτελεί πρόγραμμα για το σοσιαλισμό. Είναι ένα πρόγραμμα που θα μπορεί να συσπειρώνει κόσμο πάνω σε υπαρκτά κοινωνικά ζητήματα προς μία κατεύθυνση σε ρήξη με τον κυρίαρχο λόγο και σε ρήξη με τον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό.

Δημήτρης Μάνος: Σε σχέση με το μεταβατικό πρόγραμμα: όλα του τα αιτήματα κρίνονται και θα κριθούν στο πραγματικό πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης πάλης.

Δεν υπάρχει θέση του Λένιν για κατάρρευση του ιμπεριαλισμού. Επίσης η θέση του Μάο δεν ήταν ότι όλες οι χώρες όφειλαν να περάσουν από τη φάση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της εκβιομηχάνισης. Αντιθέτως ο Μάο υποστήριζε ότι υπάρχει η δυνατότητα για κάποιες χώρες να αναπτύξουν ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης και σοσιαλισμού που δεν θα περνάει απαραίτητα από την εκβιομηχάνιση. Δεν υπάρχει γραμμική αντίληψη της ιστορίας και της ταξικής πάλης από το μαρξισμό. Η ταξική πάλη δεν είναι ζήτημα σιδερένιων οικονομικών νόμων αλλά παραπέμπει και στο τι να κάνουμε σήμερα.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Θα ήθελα να αναφερθώ στην εμπειρία των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων μέχρι σήμερα. Ένα παράδειγμα είναι ο πόλεμος στο Ιράκ και ο αγώνας ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή. Το κομμουνιστικό κόμμα στο Ιράκ δίνοντας έμφαση σε έναν αγώνα με ταξικά χαρακτηριστικά, αρνούνταν να υποστηρίξει και να συνεργαστεί με φιλοκαπιταλιστικά τμήματα όπως οι μπααθιστές ενάντια στον κατακτητή ενώ από μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς μία τέτοια υποστήριξη φαινόταν αυτονόητη. Μπορούμε να μάθουμε κάτι από αυτή την εμπειρία;

Δημήτρης Μάνος: Το κομμουνιστικό κόμμα του Ιράκ ήταν υπέρ της κατοχής. Τα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής διαμορφώνονταν ένα αρκετά σημαντικό αντιστασιακό κίνημα στο οποίο όμως στη συνέχεια κυριάρχησαν οι σιίτες και κομμάτια συναφή με την Αλ Κάιντα.

Αυτό καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει καθαρή επανάσταση. Η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση πρέπει να μπολιάζεται με ταξικά χαρακτηριστικά για να είναι πραγματικά ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.

Θα ήθελα εδώ να κάνω ένα μικρό σχόλιο σε σχέση με τον τρόπο που η αριστερή διανόηση αντιλαμβάνεται τον τρόπο υποστήριξης των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων. Υποστηρίζω όσο μπορώ έμπρακτα τον αγώνα των Ζαπατίστας αλλά αναρωτιέμαι γιατί άραγε δε γίνεται καθόλου λόγος εντός της Αριστεράς για τον τεράστιο αντιιμπεριαλιστικό, λαϊκό και ένοπλο αγώνα των Ναξαλιτών και των Αντιβάσι στην Ινδία, όπου σε ένα τεράστιο γεωγραφικό διάδρομο αναπτύσσεται ένα μαζικό κίνημα που προσπαθεί να φτιάξει τη δυαδική εξουσία.

Νίκος Νικολαΐδης: Oι Ζαπατίστας μνημονεύονται γιατί ακριβώς η συνύπαρξη και συνεργασία τους με ιθαγενικές κοινότητες τους δίδαξε κάτι και τους απομάκρυνε από μία ευρωκεντρική ή δυτικοκεντρική αντίληψη. Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα έκανε αναφορά στην καταπίεση των ινδιάνων αλλά μόνο για να συσπειρώσει κόσμο στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που προσπαθούσε να κάνει. Σε σχέση με τους Ναξαλίτες υπάρχει ενστικτωδώς μία ταύτιση με τη μαοϊκή Κίνα όπου ακολουθήθηκε μία παρόμοια πορεία. Ακόμα και η Ρωσία που αναφέρθηκε ως παράδειγμα ξέσπασμα της επανάστασης στην Ευρώπη δεν αναιρεί το γεγονός ότι στο Μεξικό κάτι ανάλογο είχε γίνει πολύ πιο πριν.

Ένα τελευταίο σχόλιο. Υπήρξε μία μακρά ιστορία καταστάσεων που παρουσιάστηκαν ως επαναστατικές και κατέληξαν να είναι αποτρόπαιες για την ανθρώπινη ύπαρξη. Πρέπει να διακρίνουμε τις υποτιθέμενες αντιστάσεις που όμως ουσιαστικά σκότωσαν το όνειρο της αλλαγής. Θα έπρεπε να μας προβληματίζει ότι σε χώρες που αναπτύχθηκαν τέτοιες αντιστάσεις όπως π.χ. στις πρώην ανατολικές χώρες τώρα υπάρχουν μόνο φασίστες..

Έγινε λόγος για τις αστικές επαναστάσεις. Οι υποσχέσεις των αστικών επαναστάσεων για ελευθερία, αδελφότητα, ισότητα, ατομική ιδιοκτησία φάνηκε ότι δεν πραγματώθηκαν σε καθολικό επίπεδο για αυτό και ο Μαρξ παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι η παρισινή κομμούνα εκπλήρωσε πραγματικά το αίτημα για ατομική ιδιοκτησία. Αν όμως, μιλώντας σχηματικά, οι αστικές επαναστάσεις εκπλήρωναν τις υποσχέσεις  θα υπήρχε κάτι αρνητικό στο να εξαπλωθούν και να εξαχθούν σε όλο τον κόσμο και να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση; Μπορούμε από θέση αρχής να αρνούμαστε την «εισαγωγή» της ελευθερίας με τη θέση ότι πρέπει να σεβόμαστε την πολιτιστική ιδιαιτερότητα του κάθε λαού;

Νίκος Νικολαΐδης: Έχω διαφορετική άποψη. Τα κινήματα εκτός Ευρώπης ήταν και είναι πολύ πιο ριζοσπαστικά από τα αστικά κινήματα της Ευρώπης. Τα κινήματα στην Ευρώπη επαναστατούσαν μεν ενάντια σε κάποια μορφής εξουσία αλλά αποδέχονταν ότι η ανισότητα είναι ένα φυσικό φαινόμενο στον άνθρωπο, ότι ο ανταγωνισμός είναι μια αρετή που κινεί την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υπήρχε ούτε η έννοια της αλληλεγγύης, ούτε η έννοια της ισότητας αλλά ούτε και η έννοια της μη επέκτασης στον άλλο. Η πολιτιστική καταπίεση του καπιταλισμού ήταν υπαρκτή και όχι αφηρημένη. Οι αστικές επαναστάσεις δεν έθιξαν ποτέ το ζήτημα της αποικιοκρατίας.

Δημήτρης Μάνος: Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο λενινισμός δεν αποδέχτηκε την ευρωπαιοκεντρική αντίληψη για την επανάσταση είναι ότι η επανάσταση πραγματοποιήθηκε σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της πλειοψηφίας των μαρξιστών της εποχής πραγματοποιήθηκε στην πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης.

Οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανήκουν στη γεωπολιτική σφαίρα ή είναι κομμάτι της ίδιας της ταξικής πάλης; Αν πούμε ότι οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη είναι δύο διακριτά πράγματα «παραβιάζεται» η λενινιστική αρχή που έβλεπε τον ιμπεριαλισμό ως το έσχατο στάδιο του καπιταλισμού με την έννοια ότι κυοφορεί και τη δυνατότητα υπέρβασης του;

Γιάννης Τσαμασλίδης: Αυτά τα δύο είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα. Κατά την άποψή μου δεν υπάρχει καθαρά διατυπωμένος αντικαπιταλιστικός αγώνας. Η Αριστερά πρέπει να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα σε κάθε ιδιαίτερη συγκυρία έτσι ώστε να αναπτυχθούν δυναμικές που θα φέρουν την ανατροπή.

Δημήτρης Μάνος: Η κινητήριος δύναμη στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό για το μαρξισμό δεν είναι η αντίθεση μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων αλλά η ταξική πάλη. Αυτό είναι το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης και ο λόγος που παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματα φαίνεται ότι ο καπιταλισμός σήμερα είναι σε κρίση αφού δεν μπορεί να πραγματωθεί η υπεραξία. Η επανάσταση του ίντερνετ δε συγκρίνεται με την επανάσταση του εξηλεκτρισμού και των σιδηροδρόμων, αφού η τελευταία εφαρμόστηκε σε ευρεία κλίμακα και διεύρυνε τους χώρους κερδοφορίας του κεφαλαίου. Με την επίθεση στην εργασία, δηλαδή τη μόνη παραγωγό της υπεραξίας, η κρίση οξύνεται. Αυτό που κρατάει τον ιμπεριαλισμό δεν είναι ο οικονομικός ιμπεριαλισμός αλλά τα αεροπλανοφόρα των Η.Π.Α.

Ποια είναι η ερμηνεία των υπερεθνικών μηχανισμών σήμερα δεδομένου ότι δημιουργήθηκαν μετά την περίοδο που ο Λένιν αναφερόταν στον ιμπεριαλισμό ως το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού;

Δημήτρης Μάνος: Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ιδεολόγημα που έχει να κάνει με την ανάδειξη του ιμπεριαλισμού σε κυρίαρχο μοντέλο σκέψης όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο. Δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση με μείωση των αντιθέσεων μεταξύ των εθνών κρατών αλλά με συγκρούσεις εθνικών κεφαλαίων. Στο μοναδικό παράδειγμα υπερεθνικών μηχανισμών δηλαδή την ευρωπαϊκή ένωση, το πρόβλημα που αναδύεται δεν είναι οικονομικό αλλά κατά βάση πολιτικό.

Νίκος Νικολαΐδης: Το ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ ευρωπαϊκής ένωσης και μεταξύ πολυεθνικών δεν σημαίνει ότι συνεχίζει να υπάρχει ο ιμπεριαλισμός όπως είχε περιγραφεί από το Λένιν.

Η ιστορική σύλληψη ότι υπάρχει μία ιστορική κοινωνική δυναμική που ολοκληρώνεται χρησιμοποιείται τόσο στο Μαρξ όσο και στους μαρξιστές. Αυτή η αντίληψη μπορεί να συνυπάρχει με την άποψη ότι υπάρχει μία πολιτική ή στάση ζωής η οποία είναι από τη φύση της αντικαπιταλιστική;

Νίκος Νικολαΐδης: Μπορεί κάποιος να είναι αντικαπιταλιστής πριν ολοκληρωθεί ο καπιταλισμός με τον ίδιο τρόπο που μπορεί κάποιος να είναι αντιφασίστας πριν την ύπαρξη φασισμού. Για να είναι όμως πραγματικά αντιφασίστας πρέπει να γνωρίζει τι είναι φασισμός. Η ενστικτώδης αντίδραση σε κάποια χαρακτηριστικά που θεωρεί κάποιος αρνητικά μπορεί στη συνέχεια να πάρει τη μορφή γνώσης.

Στις ευρωεκλογές στην περιοχή της Θράκης από την οποία κατάγομαι το μειονοτικό κόμμα ισότητας, ειρήνης και φιλίας πήρε τα μεγαλύτερα ποσοστά. Στην προσπάθειά μου να διαβάσω μία ανάλυση σε σχέση με το πρόγραμμα του εν λόγω κόμματος τα μόνα άρθρα ή σχόλια που βρήκα ήταν από ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα είτε ελληνικά είτε τούρκικα που υποστήριζαν ότι η δράση τέτοιων κομμάτων είναι αποτέλεσμα μίας άτυπης ιμπεριαλιστικής τακτικής του τούρκικου προξενείου και διεθνών δυνάμεων. Δεν κατάφερα να βρω κάποια ερμηνεία ή ανάλυση από μεριάς της Αριστεράς. Ήθελα το σχόλιό σας πάνω σε αυτό. Πόσο επικίνδυνα θεωρείτε ότι είναι μια διαλεκτική πάνω σε ζητήματα έκφρασης μιας μειονότητας;

Δημήτρης Μάνος: Θα μεταφέρω την εμπειρία κάποιων συντρόφων Πομάκων που δρουν στην περιοχή.

Ο κοσμοπολιτισμός αλλά και η ενδυνάμωση του εθνικισμού είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος του συστήματος. Η εθνικιστική παρέμβαση του τούρκικου προξενείου ήταν αντίδραση στην εξίσου εθνικιστική πολιτική του ελληνικού κράτους η οποία δε στρέφεται μόνο ενάντια στους αλλοεθνείς μειονοτικούς αλλά κυρίως ενάντια στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους για προσεταιρισμό των μειονοτήτων έγιναν κυρίως από αστικές δυνάμεις και ήταν επομένως ελλιπείς. Αυτές οι προσπάθειες ήταν συνέχεια των επιταγών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οι οποίες εκείνη την εποχή, αλλά όχι απαραίτητα τώρα, στόχευαν σε κάποιου είδους συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Νίκος Νικολαΐδης: Νομίζω ότι αυτό που περιγράφεις έχει σχέση και με την αυξημένη παρουσία της αστυνομίας στην περιοχή. Όταν η οικονομία μίας περιοχής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία ένστολων σημαίνει ότι ο φασιστικός λόγος τους διαχέεται και εντός κοινωνικού ιστού πολύ ευκολότερα.