RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Panels Audio

Eine Podiumsdiskussion, veranstaltet von der Platypus Affiliated Society an der Universität Wien am 14. Dezember 2017.

Podium: 

Franz Schandl (Redaktion Streifzüge)
Emmanuel Tomaselli (Der Funke) 
Michael Märzen (Gruppe Arbeiter*innenstandpunkt)
Tobias Schweiger (KPÖ PLUS)
Philipp Eichhorn

Im 20. Jahrhundert tauchte immer wieder die Erinnerung an 1917 auf. Ob die Volksfront der '30er, die Kommunistische Revolution in China 1949 oder die Neue Linke der '60er, die Linke hat versucht sich – ob positiv oder negativ – im Verhältnis zu den Zielen und Ergebnissen von 1917 zu verstehen. Jedoch hat sich seit 1917 das revolutionäre Bewusstsein seiner primären Akteure in verschiedene Oppositionen aufgelöst: Stalinismus und Trotzkismus sehen sich gleichermaßen als das legitime Erbe des Bolschewismus; das Prinzip des Liberalismus steht heute in Opposition zum Prinzip des Sozialismus; Libertarismus wird gegen Autoritarismus ausgespielt; der machiavellistische Lenin gegen die Cassandra der Revolution Luxemburg; der revolutionäre Wille der Zwecke, die die Mittel heiligen gegen die prinzipiellen emanzipatorischen Methoden und die Tugend der praktischen Niederlage. Gleichzeitig wurde die Vergeblichkeit sowohl von Lenins als auch Luxemburgs Politik naturalisiert: es wird stillschweigend vorausgesetzt, dass weder das, was Lenin noch das, was Luxemburg zu erreichen versuchten, tatsächlich erreichbar war – weder in ihrer Zeit noch in unserer. Die Prämissen der Revolution selbst stehen in Frage: sind die Formen bürgerlicher Gesellschaft wie Staat, Politik, Arbeit und Kapital überhaupt noch aktuell und damit Widersprüche, die über sich hinausweisen und das Potential ihrer eigenen Überwindung bergen?

  1. Wie hat sich die Erinnerung an 1917 im Laufe des 20. Jahrhunderts verändert?
  2. Warum scheint die Erinnerung an 1917 in Oppositionen zerfallen zu sein?
  3. Stellt uns die Erinnerung an 1917 heute noch Aufgaben und wenn ja in welcher Hinsicht?
  4. Inwiefern ist 1917 ein wichtiger Bezugspunkt für die Kämpfe der Gegenwart und inwiefern bietet die Gegenwart ein Potential zur Verwirklichung der Ziele von 1917?

Hier findet ihr einen Audiomitschnitt zur Podiumsdiskussion "Was ist Sozialismus" vom 07.12.2017 in Frankfurt am Main.

Was ist Sozialismus? Internationale Sozialdemokratie

Diese Podiumsdiskussion will die Teilnehmenden dazu einladen, über die Geschichte der Sozialdemokratie aus linker Perspektive zu reflektieren. Nicht zuletzt richtet sich der Blick damit auf die sozialistische (Zweite) Internationale — als von Marxisten geführte politische Organisation der sozialistischen Arbeiterbewegung zu Beginn des 20. Jahrhunderts. In den Vereinigten Staaten fand dies Ausdruck durch Eugene Debs, einem radikalen Gewerkschaftsführer, der während seiner Gefängnishaft durch die Schriften des deutschen Marxisten Karl Kautsky zum Marxisten wurde. In Deutschland war dies Rosa Luxemburgs und Karl Liebknechts KPD, die aus dem Widerstand des Spartakusbunds gegen die Kriegsbeteiligung des Deutschen Kaiserreichs im Ersten Weltkrieg hervorging und in Russland ergriff bekanntermaßen die bolschewistische Partei unter Lenins Führung die Staatsmacht. Demnach ermöglichte die Zweite Internationale, den wahrscheinlich größten Versuch in unserer Geschichte die Welt zu verändern: die Revolutionen 1917-1919 in Russland, Deutschland, Ungarn und Italien. In diesen Revolutionen spalteten sich Kommunisten von Sozialdemokraten, während letztere das Bollwerk der Konterrevolution errichteten.

Im Verlauf des 20. Jahrhunderts setzte sich innerhalb der „radikalen Linken“ ein „Marxistisch-Leninistischer“ Geschichtsnarrativ durch, welcher vom Fortschritt der Dritten gegenüber der Zweiten Internationale ausging. Demnach hatten sich die „Radikalen“ der Zweiten Internationale gegen die politisch weiter rechts agierenden Sozialdemokraten (wie Kautsky) durchgesetzt.

Unter dem Siegeszug des Faschismus in den 1930er Jahren aber schien die Spaltung zwischen Kommunismus und Sozialdemokratie zur Nebensache geworden. Erst eine Generation später, nach dem 2. Weltkrieg, setzten sich die gleichen Sozialdemokratischen Parteien im Westen für weitreichende Reformen ein — nach wie vor in Opposition zum Kommunismus im Osten. Während einiger Jahrzehnte der „Annäherung“ zwischen Ost und West, schien die frühere revisionistische Geschichtsauffassung des evolutionären Hinübergleitens in den Sozialismus — im Gegensatz zur kommunistischen Revolution — sich als richtig erwiesen zu haben.

Die „Neue Linke“ der 60er und 70er Jahre entstand aber gegen solch einen Reformismus, auf der Suche nach radikaleren Politikansätzen. Sie wähnte sich in der früheren revolutionären Tradition stehend, wenngleich sie signifikante Veränderungen anzubieten hatte. Im Zeitalter des Neoliberalismus wurde diese Unterscheidung zwischen „Reform“ und „Revolution“ jedoch verwischt, wenn nicht sogar gänzlich unkenntlich gemacht. So befindet sich die Sozialdemokratie heute nicht mehr als in der Defensive gegen den Neoliberalismus, selbst wenn Phänomene wie SYRIZA, Podemos, Jeremy Corbyn und Bernie Sanders Versuche ihrer Wiederbelebung darstell(t)en.

Müssen wir uns also mit der früheren Geschichte des Marxismus — vor der Spaltung von Kommunismus und Sozialdemokratie— auseinandersetzen, um das Problem und das Projekt der Sozialdemokratie heute verstehen zu können? Wie sind die Fragen zwischen Sozialdemokratie und sozialer Revolution heute, in Anbetracht der Geschichte, noch verbunden? Wofür steht die Sozialdemokratie politisch?

Mit:

Christoph Spehr (Die Linke)
André Leisewitz (Zeitschrift Marxistische Erneuerung)
Martin Veith (Institut für Syndikalismusforschung)
Hans-Gerd Öfinger (International Marxist Tedency)
Lukas Schneider (Jusos Frankfurt)

12/5/2017- Νομική Α.Π.Θ.

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Σαράντα χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και την ανατροπή του συστήματος ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς, η Αριστερά εξακολουθεί να ρίχνει όλο το βάρος της στην αναχαίτιση ή την επιβράδυνση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού – της σύναψης διεθνών εμπορικών συμφωνιών, της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίου και εργασίας, καθώς και της λιτότητας. Μία σειρά φαινομένων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ, η Αραβική Άνοιξη, οι διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα λιτότητας, η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς και η ανάληψη της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας από τον Τζέρεμι Κόρμπιν δεν εμπόδισαν την τρέχουσα κρίση του νεοφιλελευθερισμού να βρει έκφραση στη Δεξιά, μέσω του Ούκιπ (UKIP), του Μπρέξιτ, της στροφής του Συντηρητικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας στην εργατική τάξη και της πρόσφατης εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Η παλιά νεοφιλελεύθερη σύμπνοια καταρρέει, η αλλαγή βρίσκεται προ των πυλών. Η περιβόητη φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «Δεν υπάρχει εναλλακτική» (ΤΙΝΑ) φαίνεται να διαψεύδεται από την ίδια την ανάγκη του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες προσφέρεται η δυνατότητα στην Αριστερά να επανεπεξεργαστεί τη συνολική της στρατηγική και να επαναδιατυπώσει το αίτημα για σοσιαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διερευνηθούν οι απελευθερωτικές δυνατότητες που ενδεχομένως ξεπηδούν από την τρέχουσα κρίση. Για να μπορέσει κάτι τέτοιο να συμβεί, πρέπει μάλλον να ξεκινήσουμε από το ακόλουθο ερώτημα: Σε τι συνίσταται η κρίση του νεοφιλελευθερισμού;

Τη δεκαετία του 1960 η Αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με μία σειρά από πολιτικοκοινωνικές κρίσεις σε μια περίοδο πλήρους απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης. Παίρνοντας αποστάσεις από την κυρίαρχη «σοσιαλιστική» πολιτική που είχε σε μεγάλο βαθμό συνδεθεί με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας στις βιομηχανοποιημένες καπιταλιστικές χώρες, ένα τμήμα της Αριστεράς αμφισβήτησε τις κυρίαρχες τάσεις του κεϋνσιανισμού και του φορντισμού, αντιτάσσοντας τη συλλογική οργάνωση στη βάση μιας διευρυμένης ατομικής και κοινωνικής ανεξαρτησίας από το κράτος. Ενάντια στις κεϋνσιανές οικονομικές διεκδικήσεις, ένα άλλο τμήμα της Αριστεράς υποστήριξε την προσπάθεια της Δεξιάς για ενσωμάτωση των μέχρι πρότινος καταπιεσμένων ομάδων και ταυτοτήτων στη διευθυντική τάξη του εταιρικού καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, όλες αυτές οι επιδιώξεις εκφράστηκαν πολιτικά από τη Δεξιά, η οποία, στο όνομα της «ελευθερίας», διαμόρφωσε και προώθησε το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού.
Από τη μία πλευρά, υπάρχουν ερμηνείες που περιγράφουν αυτήν τη φάση του καπιταλισμού ως μια συνέχεια του μεταπολεμικού φορντικού κράτους, π.χ. η σύλληψη του «ύστερου καπιταλισμού» από τον Ερνέστ Μαντέλ και η ιδέα του «μεταφορντισμού» από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ερμηνείες που αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό μέσα από την υπεράσπιση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και την επίθεση ενάντια στη λιτότητα και την παγκοσμιοποίηση. Το πρόβλημα που προκύπτει αφορά τόσο τη συνέχεια του ίδιου του καπιταλισμού στη φάση του νεοφιλελευθερισμού, όσο και τα πρακτικά καθήκοντα που τίθενται από κάθε πολιτική αξιολόγηση της κατάστασης.

Με ποιον τρόπο μπορεί η Αριστερά να εκμεταλλευτεί την προσπάθεια του καπιταλισμού να βγει από την κρίση και να αναχαιτίσει την ανασυγκρότησή του; Πώς επηρεάζεται η αντίδραση της Αριστεράς στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού από αυτήν τη διάκριση μεταξύ της υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας και της υπεράσπισης της ατομικής ελευθερίας; Γιατί η Αριστερά έχει πρόσφατα στηρίξει τις προσπάθειες για μια πολιτική διαχείριση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αντί να πιέσει για μια πολιτική αλλαγή; Πώς μπορεί η Αριστερά να παλέψει για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας με στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού και την επίτευξη του σοσιαλισμού, όταν η πολιτική έκφραση της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού έρχεται κατά βάση από τη Δεξιά, με τον Τραμπ νικητή στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου; 

Ομιλητές

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών

Σπύρος Μαρκέτος: Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Γιάννης Μηλιός: Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Ηρακλής Χριστοφορίδης: ΟΚΔΕ

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Σπύρος Μαρκέτος: Το θέμα μας σήμερα είναι ο νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά δηλαδή τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επέλαση.

Πρέπει να εστιάσουμε στα βασικά: να συνδέσουμε μια ουσιώδη κριτική του ιστορικού συστήματος του καπιταλισμού και του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση και της πολιτικής μας πράξης. Η σημερινή εποχή, εποχή κλυδωνισμών και ανακατατάξεων είναι ασύγκριτα πιο δύσκολή από τα τελευταία 60 μεταπολεμικά χρόνια. Η παραπάνω σύνδεση μπορεί να γίνει μόνο αν θέσουμε τους ενδιάμεσους κρίκους.

Ζούμε σε αυτό που ο Βαλλερστάιν ονομάζει τερματική κρίση του καπιταλισμού, όχι αναγκαστικά με αίσια έκβαση. Είναι μια στιγμή μετασχηματισμού ενός συστήματος με ιστορία 500 χρόνων, η οποία σηματοδοτεί την κατάρρευση του. Μπορεί να υπάρξει ένα σύστημα το οποίο δε θα στηρίζεται στις λειτουργίες και στις αρχές του καπιταλισμού αλλά θα συνδυάζει τα αρνητικά του καπιταλισμού με τα αρνητικά προηγούμενων συστημάτων. Σήμερα επιδιώκεται κάτι παρόμοιο από την άρχουσα τάξη.

Μπορούμε επίσης να περάσουμε σε κάτι πολύ πιο δημοκρατικό και εξισωτικό, τα όρια του οποίου είναι ακόμα ασαφή.

Από τη νεοφιλελεύθερη κρίση που ξεκινά τη δεκαετία του 1970 έως τη κρίση που ζούμε ήδη 10 χρόνια από το 2007 έχουμε τη συγκρότηση ταξικών και γεωπολιτικών στρατοπέδων, την αλλαγή των πόλων συσσώρευσης και των περιοχών της περιφέρειας, την αντικατάσταση ενός μονοπολικού από ένα πολυπολικού συστήματος και φυσικά την ωρίμανση και εξάπλωση σε μαζική κλίμακα της κριτικής της πατριαρχίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού.

Η Αριστερά πρέπει να ενώσει όλες αυτές τις επιμέρους κριτικές. Δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά σήμερα που να μην είναι αντικαπιταλιστική, αντιπατριαρχική, αντιρατσιστική και αντιιεραρχική. Επίσης είναι ανάγκη να γίνει μια εμπεριστατωμένη κριτική των ενδιάμεσων κρίκων που οδηγούν από τα μακροϊστορικά φαινόμενα όπως ο καπιταλισμός, η πατριαρχία, ο ρατσισμός στα επιμέρους επίπεδα με τα οποία αρθρώνεται σήμερα η καπιταλιστική ιεραρχία.

Στην Ελλάδα του 2017 είναι ανάγκη να γίνει κριτική στις ενδιάμεσες μορφές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που υφίσταται ο τωρινός μας κοινωνικός σχηματισμός. Δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά σήμερα χωρίς κριτική στην Ε.Ε. και στο ευρώ.

Σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα ταξικής συνεργασίας και συμβιβασμών που υπήρχε στις περιόδους άνθησης και επέκτασης του καπιταλισμού. Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ο ωμός υποβιβασμός της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας καθώς και διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης ή απαλλοτριωτικής συσσώρευσης εντός του καπιταλιστικού κέντρου και εντός της Ε.Ε. Ταυτόχρονα ο εθνικισμός που αναβιώνει σήμερα παράγεται από τις πολιτικές επιλογές της κυρίαρχης ελίτ η οποία κατασκευάζει τις εθνικές διακρίσεις ακριβώς για να συντηρήσει τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό.

Αυτό που υπάρχει σήμερα δεν είναι σοσιαλδημοκρατία ή σοσιαλφιλελευεθερισμός αλλά μία μορφή νεοφιλελεύθερης άκρας δεξιάς. Σε όλα τα επίπεδα εφαρμόζονται συντηρητικές ακροδεξιές πολιτικές μεταβίβασης πόρων και εξουσίας από τους πολλούς στους λίγους χωρίς να αφήνεται το ελάχιστο περιθώριο για ταξικούς συμβιβασμούς. Σήμερα δεν χωρά οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας της Αριστεράς με το ακροδεξιό μόρφωμα που ονομάζεται Σύριζα.

Γιάννης Μηλιός: Αυτό που χαρακτηρίζει το νεοφιλελευθερισμό σε σχέση με προηγούμενες μορφές καπιταλιστικής διακυβένρησης είναι τρία πράγματα:

Το πρώτο είναι η παγκοσμιοποίηση δηλαδή η θεσμική απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων. Το δεύτερο είναι η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και η τρίτη διάσταση είναι η λιτότητα, η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, η συγκράτηση των μισθών και η ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας.

Φαινόμενα όπως η εκλογή Τραμπ και το Brexit ως πολιτικές προστατευτισμού ανακινούν μία συζήτηση για την αμφισβήτηση και «κατάργηση» της παγκοσμιοποίησης.

Η διάσταση του προστατευτισμού δε συνιστά κρίση του νεοφιλελευθερισμού εφόσον οι δύο άλλες διαστάσεις που προανέφερα δηλαδή η λιτότητα και η χρηματοπιστικοποίηση παραμένουν οι βασικοί άξονες ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης.

Η λιτότητα είναι η απολύτως ορθή πολιτική για το κεφάλαιο, δεδομένης της συμπίεσης και μείωσης της κερδοφορίας. Η μείωση του κόστους είναι αυτό που επιδιώκεται βάσει των εξελίξεων αυτών.

Η βασική σύγκρουση είναι μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας σε κάθε χώρα. Αυτό εκφράστηκε και στο ελληνικό δημοψήφισμα όταν οι άνθρωποι του ΝΑΙ βγήκαν στο δρόμο υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντά τους.

Όσον αφορά τη χρηματοπιστικοποίηση πρέπει να πούμε ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα δε συνιστά καζίνο. Αντιθέτως αποτελεί σφαίρα ρύθμισης, καθοδήγησης, ελέγχου και επιτήρησης της καπιταλιστικής οικονομίας η οποία έχει αποκτήσει τεράστια ισχύ την εποχή του νεοφιλελευθερισμού.

Κάθε καπιταλιστική επιχείρηση αποτελεί έναν Ιανό, από τη μία έχει κάποιες εγκαταστάσεις και παράγει ένα προϊόν και από την άλλη έχει μετοχές και ομόλογα. Οι κάτοχοι ομολόγων και μετοχών είναι η χρηματοπιστωτική σφαίρα. Σε περιπτώσεις για παράδειγμα ελλιπούς χρηματοδότησης, η κρίση μπορεί να μεταβιβαστεί με συγκεκριμένα αποτελέσματα όπως ανάγκη απολύσεων και στους εργαζόμενους.

Ο Τραμπ και το Brexit δεν αμφισβήτησαν σε τίποτα την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Το έθνος είναι από τις πιο δομικές ιδεολογίες κυριαρχίας του κεφαλαίου και αναδίπλωση στο αμερικανικό έθνος που συνιστά το America first δε βγάζει την κατάσταση από τον κανόνα. Ιδίως στα ευρωπαϊκά έθνη, που αποτελούν έθνη αίματος, ο ρατσισμός είναι εγγενές στοιχείο του εθνικισμού.

Η σύγκρουση είναι σαφώς συνολική σήμερα. Ο οικονομικός αγώνας ενάντιας στο κεφάλαιο και οι πρωτοβουλίες ενάντιας στην κυριαρχία της αγοράς καθώς και ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό αποτελούν όψεις του αντικαπιταλιστικού αγώνα.

Ο αντικαπιταλιστικός αγώνας σίγουρα οδηγεί και σε αποφάσεις για τις διεθνείς αρθρώσεις και συνεργασίες μιας χώρας. Αν όμως βάζουμε τα πράγματα ανάποδα λέγοντας ότι θα λυθούν τα προβλήματα αν αλλάξουμε νόμισμα ή βγει η Ελλάδα ως Ελλάδα από την ευρωπαϊκή ένωση, χωρίς να αμφισβητηθεί το ελληνικό κεφάλαιο χάνουμε την ουσία. Δεν υπάρχει σύγκρουση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά σύγκρουση εργατικής τάξης και κεφαλαίου.

Όσον αφορά την Ελλάδα η κατεύθυνση του Σύριζα μετά τις εκλογές του 2012  προσανατολίστηκε σε ζητήματα που συγκάλυπταν την ταξική διαίρεση. Το σύνθημα αναδιανομή ως κυρίαρχο σύνθημα αντικαταστάθηκε από την παραγωγική ανασυγκρότηση, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αντικατέστησε κάθε άλλη πολιτική και τέλος το ζήτημα της λιτότητας αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα «λάθους» πολιτικής.

Η προοπτική ανασυγκρότησης της Αριστεράς δε μπορεί να γίνει στη βάση της ανάπτυξης αλλά ούτε στη βάση της δημοκρατίας, αλλά με συνείδηση ποια είναι η καπιταλιστική στρατηγική και με ποιο τρόπο μπορούμε να την αμφισβητήσουμε στην καθημερινότητα ή στο σύνολό της.

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος για το Μαρξ δεν είναι μονοδιάστατα μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που ξεπερνιέται με μειώσεις μισθών και αύξηση της εκμετάλλευσης, ούτε μονοδιάστατα μια κρίση υποκατανάλωσης που απαιτεί αύξηση της ζήτησης, ούτε μονοδιάστατα αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, ούτε τέλος η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι το ξεπέρασμα του καπιταλιστικής κρίσης δεν επιτυγχάνεται με εύκολες λύσεις.

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του ‘70 έχει κάποιες αιτίες: την οικονομική κρίση του 1973 που στην ουσία ξεκινάει πολύ νωρίτερα, την αποτυχία του Κεϋνσιανισμού να αντιμετωπίσει την κρίση καθώς και τη προδοτική στάση των δύο ρεφορμιστικών ρευμάτων στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων, θυμίζω τον ιστορικό συμβιβασμό του ιταλικού ΚΚ το 1979, αλλά και το σύνθημα του κομμουνιστικού κόμματος στην Ελλάδα «όχι στη μονόπλευρη λιτότητα».

Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίχθηκε σε δύο αρχές: την ελπίδα ότι η αγορά θα λύσει τα προβλήματα χωρίς το κράτος και την ολόπλευρη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Ο νεοφιλελευθερισμός σαν πολιτική φαινόταν ότι μπορεί να δώσει απάντηση στην κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι ήταν πιο αποτυχημένη και άθλια πολιτική ιδεολογία που η αστική τάξη αντιμετώπιζε την κρίση της. Η κυριαρχία της αγοράς σε τελευταία ανάλυση όχι απλά την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αλλά την κατάργηση των οποιωνδήποτε κρατικών ρυθμίσεων και παρέμβασης του αστικού κράτους σε μια περίοδο παρακμής του καπιταλιστικού συστήματος μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Η ολοκληρωτική ήττα του εργατικού κινήματος αποτελεί μια αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση. Ο νεοφιλελευθερισμός φτάνει όχι απλά να αυξάνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αλλά να καταστρέφει και την ίδια την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ότι ο ναζισμός.

Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού έχει οδηγήσει σε ανυπέρβλητες ανισορροπίες το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η διόγκωση και παρακμής της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας με ταυτόχρονη αποδιάρθρωση και αποδυνάμωση της βιομηχανικής παραγωγής είναι πρωτοφανής ακόμα και για περιόδους κρίσης του κεφαλαίου. Αυτό οδηγεί στην «υποβάθμιση» των ιμπεριαλιστικών χωρών και την «άνοδο» χωρών της περιφέρειας (BRICS). Οι ανακατατάξεις αυτές δημιουργούς συνθήκες όχι οικονομικού αλλά εμπόλεμου ανταγωνισμού.

Η διόγκωση των χρεών είναι επίσης μια κολοσσιαία ανισορροπία. Η κοινωνική και οικονομική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και μέσα στις καπιταλιστικές χώρες και τέλος η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελούν επίσης εμπόδια στην καπιταλιστική ανάπτυξη και στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Κοινωνικές επιπτώσεις όπως η φτώχια, η εκμετάλλευση, η επίθεση σε δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, η προλεταριοποίηση των μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της εργατικής τάξης οδηγούν σε πολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές όπως η κατάρρευση των αστικών κομμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω το φαινόμενο της Λεπέν. Η πολιτική της Λεπέν δεν μπορεί να υιοθετηθεί από το γαλλικό κεφάλαιο. Ο ναζισμός αποτελούσε λύση όχι μόνο γιατί ήταν μια επίθεση στην εργατική τάξη αλλά γιατί ταυτόχρονα αποτελούσε μία λύση επιβίωσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Μπορεί σήμερα η Λεπέν να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο; Ακόμα και να συντρίψει την εργατική τάξη τι θα κάνει για το γαλλικό κεφάλαιο;

Μέσα από το συγκεκριμένο αλλά και πολλά άλλα παραδείγματα φαίνεται ξεκάθαρα ότι το παλιό πεθαίνει αλλά το νέο ειδικά από το εργατικό κίνημα δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Η άνοδος του Τραμπ δεν οφείλεται απλά σε ρατσιστικές ιδέες αλλά εκφράζει μία κρίση της αστικής εξουσίας αλλά και την αμηχανία του εργατικού κινήματος.

Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος υπάρχει ταυτόχρονα με την κρίση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δε φανερώνει τεράστιες ευκαιρίες για το εργατική κίνημα και χρειάζεται μία ενεργή προσπάθεια των επαναστατικών οργανώσεων να δημιουργήσουν εκ νέου τις παραδόσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, να ενισχύσουν τις τάσεις αυτοοργάνωσης εντός της εργατικής τάξης, να δημιουργούν ρήξεις με συνδικαλιστικά ρεφορμιστικά κόμματα και να αναδεικνύουν τη λύση μέσα από τους αγώνες και όχι από κυβερνητικές προτάσεις.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Πρώτα θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα εξέγερσης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό που συνέβη το 1989 στο Καράκας στη Βενεζουέλα. Η Βενεζουέλα, μία χώρα με σχετική ευημερία, ήταν από τις πρώτες μαζί με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής που δέχτηκαν την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Από το 1980 οπότε και αρχίζει να εφαρμόζεται ο νεοφιλελευθερισμός, καταρρέει η μεσαία τάξη ενώ τα κατώτερα εργατικά στρώματα υφίστανται ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις. Έτσι φτάνουμε στην εξέγερση του 1989 με αφορμή την αύξηση του εισιτηρίου στις συγκοινωνίες, ένα μεγάλο, κοινωνικό και μαζικό ξέσπασμα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Η εξέγερση καταστέλλεται με δεκάδες νεκρούς και βία.

Το πρόβλημα που βιώνει μια κοινωνία, στο παράδειγμα αυτό ο λαός της Βενεζουέλας, που εξεγείρεται ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι ότι πέρα από αυτή την έκφραση της αυθόρμητης λαϊκής εξέγερσης, αδυνατεί να οργανώσει κάτι πιο συστηματικό δηλαδή μία διαφορετική πολιτική δύναμη που θα ανατρέψει το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς της χώρας.

Αυτό με θεωρητικούς όρους θα το περιέγραφα ως κρίση του συλλογικού υποκειμένου, που αφορά τους ανθρώπους από τα κάτω και όχι τις ελίτ που αντιπροσωπεύουν ένα 20% και ακόμα λιγότερο του πληθυσμού. Το υπόλοιπο ποσοστό δείχνει κοινωνικά  κατακερματισμένο και προσδεδεμένο ακόμα στις αξίες αυτού του συστήματος όπως ο καταναλωτισμός, ενώ έχει σε μεγάλο βαθμό εσωτερικεύσει ένα αίσθημα υποτέλειας και αδυναμίας παραγωγής μια πιο μαζικής πολιτικής αντίθετης στο νεοφιλελευθερισμό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δέκα χρόνια για να βρεθεί ένας νέος τρόπος οργάνωσης.

Θα ήθελα να εστιάσω στις μορφές πολιτικής στρατηγικής και πολιτικής οργάνωσης που εμφανίστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια ως απάντηση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού με ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Η πρώτη πολιτική απάντηση ήταν το ρεύμα του αριστερού λαϊκισμού με κύριο εκφραστή τον Τσάβες. Ο Τσάβες εκπροσωπεί μια αγανάκτηση που δεν μπορεί η ίδια να οργανωθεί και καταφέρνει να συνενώσει τα πολυδιασπασμένα κοινωνικά υποκείμενα, υποβοηθώντας μορφές συλλογικής οργάνωσης από τα κάτω.

Αυτή η απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό περνάει αυτή τη στιγμή μια τεράστια πολιτική και οικονομική κρίση. Παρότι ο Τσάβες δημιουργεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο, εναντιώνεται όλο και πιο ριζοσπαστικά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και φτάνει στο σημείο να μιλάει για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, ο θάνατός του σηματοδοτεί την κρίση της πολιτικής αυτής. Το μοντέλο του αριστερού λαϊκισμού που είναι ηγετοκεντρικό και προσωποκεντρικό αρχίζει να καταρρέει από τη στιγμή που εκλείπει ο ηγέτης. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης από τη μεριά της κοινωνίας να δημιουργήσει η ίδια το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα φανερώνει την κρίση του συλλογικού υποκειμένου.

Στην περίπτωση της νότιας Ευρώπης το μοντέλο αυτό απάντησης στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού επαναλαμβάνεται με ανάλογα προβλήματα. Ωστόσο, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο σήμερα, τα εμπόδια ώστε μία χώρα ή ένα κόμμα μόνο του χωρίς μαζική λαϊκή υποστήριξη να καταφέρει να ανατρέψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι ανυπέρβλητα.

Μία δεύτερη απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό δίνει ο αγώνας εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού στη Βολιβία την περίοδο 1999-2000. Το μοτίβο είναι παρόμοιο, με μία λαϊκή εξέγερση εναντίον της αύξησης των τιμολογίων του νερού και της ισότιμης διαχείρισής του, όμως υπάρχει μια βασική διαφορά όσον αφορά την πολιτική συνείδηση: δεν προκρίνεται το κράτος ως συλλογικός διαχειριστής αλλά η κοινωνική διαχείριση μέσω των δήμων. Η δεύτερη αυτή πρόταση μεταφράζεται πολιτικά και θεωρητικά στη διαχείριση των «κοινών», δηλαδή η ανάκτηση των συλλογικών αγαθών με κοινωνικούς όρους και η οργάνωση της οικονομίας, της παραγωγής, της πολιτικής με διαφορετικό τρόπο και απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό.

Το πρόβλημα που εντοπίζουμε σε αυτή την πρόταση, που σαν στόχο δε βάζει την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από ένα κόμμα αλλά την κοινωνική αλλαγή μέσω της ανάπτυξης ενός εναλλακτικού τρόπου παραγωγής βρίσκεται στον αντίποδα του προβλήματος της προηγούμενης πρότασης: εάν ο αριστερός λαϊκισμός χαρακτηρίζεται και υπονομεύεται από ένα υπερπολιτικισμό εδώ το πρόβλημα είναι το έλλειμα πολιτικής σκέψης και δράσης. Οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι σε αυτού του είδους τις προσπάθειες δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη αυτών των συλλογικών εγχειρημάτων χωρίς να εστιάζουν ιδιαίτερα στο πως θα αναπτυχθεί μια πολιτική στρατηγική που να μπορεί να τα συνενώσει και να αναμετρηθεί με το κράτος και την αγορά.

Οι δύο αυτές προσεγγίσεις χρειάζεται να συνδυαστούν. Από τη μία οφείλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά στο τι γίνεται σε επίπεδο κράτους και πολιτικού συστήματος δημιουργώντας φορείς συλλογικής εκπροσώπησης σε αυτό το επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα να ασχοληθούμε με την ανάπτυξη αυτών των εγχειρημάτων και προσπαθειών από τα κάτω, τα οποία θα μπορούσαν υπό δεδομένες συνθήκες να δημιουργήσουν ένα σχετικά αυτόνομο κοινωνικό πόλο που θα αποτελέσει την κοινωνική βάση για το πολιτικό εγχείρημα. Κατά τη γνώμη μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιστρέφουμε σε μία αντίληψη στρατηγικής ηγεμονίας στον Γκράμσι.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Αναφέρθηκε η ανάγκη για αντικαπιταλιστική πολιτική. Η έξοδος από το ευρώ και την ευρωζώνη δεν είναι ένα πρώτο βήμα για να «χτυπήσουμε» το κεφάλαιο;

Γιάννης Μηλιός: Δεν υπάρχουν μόνιμες κρίσεις στον καπιταλισμό, αυτό είναι ιστορικά γνωστό. Με άλλα λόγια ο καπιταλισμός δε θα «πέσει» αν δεν τον ρίξουμε. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 δεν υπήρχε το ευρώ. Η προοπτική του σοσιαλισμού δεν εξαρτάται από αυτό. Για την αμφισβήτηση του ευρώ χρειάζεται κίνημα αμφισβήτησης του καπιταλισμού, όχι το αντίστροφο.

Σπύρος Μαρκέτος: Είχαμε μιλήσει στην αρχή της κρίσης με το Γιάννη Μηλιό όπου είχαν τεθεί τα ζητήματα του χρέους και του ευρώ. Φοβάμαι ότι δεν έχει υπάρξει αυτοκριτική σε σχέση  με το που οδήγησε η τυφλότητα απέναντι στην ευρωπαϊκή ένωση και σε ζητήματα όπως η υποτέλεια του χρέους. Βλέπω έναν ισχνό μαρξισμό που εστιάζει στη σχέση κεφαλαίου, αρνείται να δει όλα τα ενδιάμεσα δηλαδή τον ιμπεριαλισμό, το χρέος..

Γιάννης Μηλιός: Δυστυχώς αν κάποιος πάει να πουλήσει παιχνίδια στη Notos Galleries θα πληρωθεί με χρέος, μία συναλλαγματική. Το χρέος επομένως είναι κάτι πιο βαθύ, είναι το χρήμα το ίδιο και η αμφισβήτησή του δεν είναι ενδιάμεσος κρίκος σε σχέση με την αμφισβήτηση του καπιταλισμού.

Σπύρος Μαρκέτος: Η αμφισβήτηση της σχέσης κεφαλαίου χωρίς την αμφισβήτηση των ενδιάμεσων κρίκων σημαίνει αποδοχή του καπιταλισμού και αυτό αποδείχτηκε με την πολιτική του Σύριζα.

Μιλήσατε για το έθνος-κράτος. ΟΙ Η.Π.Α. συνιστούν κατά τη γνώμη σας έθνος κράτος από τη στιγμή που ιστορικά ήταν το προϊόν ενός εμφυλίου πολέμου;

Γιάννης Μηλιός: Βεβαίως θεωρώ τις Η.Π.Α. έθνος.

Ο ρατσισμός σαν φαινόμενο αναδύεται πολύ αργότερα από τη γέννηση των ευρωπαϊκών εθνών ως αποτέλεσμα της ιδεολογίας της ιμπεριαλιστικής επέκτασης η οποία συνδυαζόταν με ρατσιστικές θεωρίες. Υπάρχει σύνδεση ευρωπαϊκού έθνους κράτους και ρατσισμού;

Γιάννης Μηλιός: Οι κάτοικοι της Αμερικής πιστεύουν ότι αποτελούν έθνος ως μια πολιτική ενότητα υπό τον πρόεδρό τους. Αντίθετα πολλοί ευρωπαίοι πολίτες θεωρούν ότι ταυτόχρονα αποτελούν και φυλή.

Σπύρος Μαρκέτος: Ο ρατσισμός είναι παιδί του καπιταλισμού και έχει ηλικία περίπου 300 ετών. Ο ρατσισμός εμφανίζεται στην Ισπανία την εποχή των κονκισταδόρων όπου μπαίνει το θέμα της καθαρότητας του αίματος για να αποκλειστεί κομμάτι του πληθυσμού από το νέο χριστιανικό καθεστώς όμως ο σύγχρονος ρατσισμός δομείται στην Αμερική και σε άλλες χώρες που σχετίζονταν με το δουλεμπόριο με βάση το «μαύρο δούλο».

Ο Μαρξ συνέδεσε το σοσιαλισμό με την πάλη για δημοκρατία. Εσείς αναφερθήκατε περισσότερο στην ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία εντός ευρωπαϊκής ένωσης;

Γιάννης Μηλιός: Ο καπιταλισμός συνιστά ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα. Η αναφορά στη δημοκρατία πρέπει να γίνεται υπό αυτούς τους όρους. Οι εργάτες που έσπαγαν τις μηχανές στην κοινοβουλευτική και δημοκρατική Βρετανία κρεμιούνταν στους δρόμους του Λονδίνου και αποτελούσαν δημόσιο θέαμα.

Σπύρος Μαρκέτος: Δεν πιστεύω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την επίκληση της δημοκρατίας. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα πλέον καπιταλισμός και δημοκρατία είναι ασύνδετα. Και ένα βασικό μέσο για αυτό είναι θεσμοί όπως η ευρωπαϊκή ένωση οι οποίοι καταργούν κατακτήσεις που είχαν γίνει εντός του πλαισίου του έθνους κράτους. Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών που δεν μπορούν να επηρεαστούν από τα εργατικά κινήματα ήταν επιδίωξη και στρατηγική του κεφαλαίου.

Οι όροι Αριστερά και Δεξιά αναφέρονται συχνά σε κοινοβουλευτικούς θεσμούς και κοινοβουλευτικά κόμματα. Τι σημασία έχουν αυτοί οι όροι στο βαθμό που οι ομιλητές προτάξατε την ανάγκη για οργανωμένα και μαζικά εργατικά κινήματα;

Γιάννης Μηλιός: Οι κινήσεις των μαζικών κινημάτων έχουν πάντοτε άμπωτη και παλίρροια. Σε περιόδους ανάπτυξης των κινημάτων οικοδομούνται νέες δομές και υπάρχει μία γενικευμένη ελπίδα. Σε περιόδους όμως οπισθοχώρησης απαιτείται ένα πολιτικό υποκείμενο που θα κρατήσει τη επαναστατική φλόγα αναμμένη. Σε αυτό θα συμφωνήσω με τον Αλέξανδρο ότι τα κινήματα για μια εναλλακτική οικονομία, παραγωγή κτλ. πάσχουν από τη μη πολιτική συμπύκνωση. Το πιο προχωρημένο τέτοιου τύπου κίνημα ήταν αυτό των οπαδών του Όουεν, το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς επαινούσαν.

Σπύρος Μαρκέτος: Η Αριστερά είναι το παιδί της εισόδου των μαζών στην πολιτική. Γεννιέται πολύ μετά τις απαρχές του καπιταλισμού στις εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης και δρα για μεγάλο διάστημα εκτός κοινοβουλίων. Τα κοινοβούλια αρχίζουν να έχουν σημαντικό ρόλο το τέλος του 19ου αιώνα. Η Αριστερά κινητοποιείται για απελευθέρωση και ισότητα. Με αυτή την έννοια η Αριστερά δεν έχει σχέση με τον κοινοβουλευτισμό. Ο Σύριζα δεν αναφέρεται στην Αριστερά αλλά στην άκρα δεξιά.

Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του κεφαλαίου αναφέρεται στην διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και στην ανάγκη μείωσής της από τις 11 ώρες. Το κύριο αντεπιχείρημα των καπιταλιστών εκείνης της εποχής ήταν ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα κατέρρεε η οικονομία. Η πάλη των εργατών και οι παροδικές νίκες τους  δημιουργεί την ανάγκη για μετάβαση από την απόλυτη στη σχετική μορφή υπεραξίας. Ο νεοφιλελευθερισμός από την άλλη σχετίζεται με μια στροφή στην απόλυτη μορφή υπεραξίας.

Γιάννης Μηλιός: Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κυριαρχεί η τάση της σχετικής υπεραξίας χωρίς να έχει εξαφανιστεί η απόλυτη.

Σήμερα φαίνεται σαν να υπάρχει αδυναμία συγκρότησης της εργατικής τάξης. Ακόμα και μια θεωρία όπως του αριστερού λαϊκισμού ή των κοινών φαίνεται σαν να περικυκλώνει την εργατική τάξη. Σήμερα υπάρχει ανάγκη αναζήτησης της εργατικής τάξης και της ταυτότητάς της εκεί όπου αυτή ζει, εργάζεται, διανέμεται και συγκροτείται;

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας θα μπορούσε να ενταχθεί αναλυτικά η περιγραφικά στην εργατική τάξη. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν μπορούμε να ονομάσουμε την κοινωνική πλειοψηφία ως εργατική τάξη αλλά αν μπορούμε να την προσεγγίσουμε αποκαλώντας την με αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μπορεί αυτή η επίκληση να λειτουργήσει ως σημαίνον που θα συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα;

Μπορεί κατά τη γνώμη σας σήμερα να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς δημοκρατία; Το κεφάλαιο πρέπει συνεχώς να επαναστατικοποιεί την παραγωγική διαδικασία. Η επανάσταση στα μέσα παραγωγής αυξάνει την απόσταση ανάμεσα στον έλεγχο των μέσων και στη βάση του πληθυσμού ενώ παράλληλα απαξιώνει την εργατική δύναμη. Μήπως σήμερα η ανάπτυξη του κεφαλαίου σημαίνει και την απαξίωση του έθνους κράτους καθώς και της δημοκρατίας όπως φαίνεται να αντικαθρεπτίζεται από τη δομή της ευρωπαϊκής ένωσης;

Γιάννης Μηλιός: Το μεγάλο όπλο του κεφαλαίου είναι όπως αναφέρθηκε ότι επαναστατικοποιεί την παραγωγική διαδικασία. Συνεπώς για να υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης του κεφαλαίου πρέπει να αμφισβητηθεί η τάση αυτή. Θυμίζω ότι οι απεργίες το Μάη του ’68 έληξαν όταν δόθηκε μία παροδική αύξηση των μισθών μετά από τα αιτήματα των συνδικάτων.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 παρατηρούμε μία όλο και στενότερη ταύτιση της κρατικής εξουσίας και του κεφαλαίου. Στις δυτικές «φιλελεύθερες» κοινωνίες φαίνεται ένας εντεινόμενος αυταρχισμός του κράτους ακριβώς γιατί δεν έχει απέναντί του οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις. Οι αυταρχικές μορφές μπορούν να καταργήσουν την τυπική δημοκρατία φιλελεύθερου τύπου. Ο αυταρχισμός αυτός δε σχετίζεται απαραίτητα με την δεξιά ή την άκρα δεξιά.

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Από τη διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτόματα και αντικειμενικά χωρίς τη δράση του προλεταριάτου δεν μπορούμε να καταλήγουμε ότι ο καπιταλισμός θα επιβιώνει αιώνια αν κατορθώνει να ξεπερνά τις κρίσεις του. Αυτή η θεώρηση κοινή με την παράδοση του Κάουτσκυ μας απομακρύνει από την μπολσεβίκικη επαναστατική θεωρία. Αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι ότι η εκρηκτικότητα και η όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού είναι τέτοια που η κρίση συνεχώς θα βαθαίνει και η ανθρωπότητα έχει μπροστά της όχι μόνο τον κίνδυνο της βαρβαρότητας αλλά και της εξαφάνισής της. Το πλήθος και η εκρηκτικότητα των αντιφάσεων του καπιταλισμού θα εντείνεται πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα έχει μπροστά της τόσο τον κίνδυνο της βαρβαρότητας όσο και της εξαφάνισής της.

Η σχέση της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή ένωση περνάει μέσα από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Μπορεί να υπάρξει μια πολιτική αντικαπιταλιστική πρόταση χωρίς να θέτει τον πολιτικό στόχο της αποδέσμευσης από την ευρωπαϊκή ένωση και την ευρωζώνη;

Γιάννης Μηλιός: Γνώμη μου είναι ότι η ευρωπαϊκή ένωση είναι μία συνειδητή, οργανωμένη, αργή διαδικασία οικοδόμησης μιας συνομοσπονδίας σε νεοφιλελεύθερη και καπιταλιστική κατεύθυνση. Η συνομοσπονδία αυτή διατηρεί τα κράτη και τα ενισχύει. Η αντικαπιταλιστική στρατηγική προϋποθέτει την αμφισβήτηση του κράτους. Αν αμφισβητήσουμε το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο θα αμφισβητήσουμε και την ευρωπαϊκή ένωση. Συμφωνώ με τον Αλέξανδρο ότι το ζήτημα δεν είναι δημόσιο ή ιδιωτικό αλλά κοινωνικό ή δημόσιο-ιδιωτικό.

Σπύρος Μαρκέτος: Ο ισχνός μαρξισμός που δίνει βαρύτητα στην αξία, παρότι εξαιρετικά σημαντικός πρέπει να ξεπεραστεί. Ο καπιταλισμός συναρθρώνει πολλούς άλλους παράγοντες και έχει πολλούς ενδιάμεσους κρίκους. Αν δε γίνει σοβαρή κριτική σε αυτούς τους ενδιάμεσους κρίκους, ο αντικαπιταλισμός θα μείνει απλά θεωρητικός. Οφείλουμε να δούμε την ιστορικότητα των συγκρούσεων που φτιάχνουν το σήμερα.

Δεν μπορούμε να αναλύσουμε τη σημερινή κατάσταση χωρίς αναφορά στον ιμπεριαλισμό. Οι εθνικισμοί σήμερα δεν είναι ίδιοι με τους εθνικισμούς του μεσοπολέμου. Ο φορέας που ασκεί σήμερα εθνικιστική-ρατσιστική πολιτική είναι η ευρωπαϊκή ένωση ως υπερεθνικός μηχανισμός και όχι τα διάφορα μικροκράτη. Ακόμα και η πρωταρχική απαλλοτριωτική συσσώρευση σήμερα πραγματοποιείται μέσω των μηχανισμών χρέους. Πρέπει η κριτική μας να καλύψει το ζήτημα της πατριαρχίας μέσω της συνεισφοράς του φεμινιστικού κινήματος και της αρχής το προσωπικό είναι πολιτικό.

Η ευρωζώνη είναι μια δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Όταν μιλάμε για συνομοσπονδία μιλάμε για σχέσεις μεταξύ ίσων, συνεπώς είναι μύθος ότι η ευρωπαϊκή ένωση είναι συνομοσπονδία. Αντίθετα η ευρωπαϊκή ένωση είναι μια ιεραρχικότατη ένωση όπου δεν υπάρχει καμία προοπτική να βελτιωθεί η θέση των χωρών της περιφέρειας αλλά αντίθετα η απόκλιση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας θα συνεχίζει να μεγαλώνει..

Γιάννης Μηλιός: Ενώ η Νέα Υόρκη και το Κολοράντο είναι σε σχέση ισότητας..

Ηρακλής Χριστοφορίδης: Δεν καταλαβαίνω την αντιπαράθεση για αντικαπιταλιστικό αγώνα εντός η εκτός ευρωπαϊκής ένωσης. Δε γνωρίζουμε μέσα από ποιους δρόμους θα περάσει η εργατική τάξη. Μέσα όμως από την ευρωπαϊκή ένωση και των κανόνων του νεοφιλελευθερισμού είναι αδύνατον να διεκδικήσεις οτιδήποτε. Η έξοδος από την ευρωπαϊκή ένωση είναι μία απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση αλλά όχι ικανή για να λυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη.

Είναι η λιτότητα η κυρίαρχη πολιτική του νεοφιλελευθερισμού; Θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να αναλύσουμε μία σειρά από παλιότερες αναδιαρθρώσεις όπως οι αντεργατικοί ή οι εφαρμοστικοί νόμοι;

Μέχρι πρόσφατα υπήρχε η κοινή παραδοχή ότι μέσα από την εργασία μπορεί κανείς να παράξει τόσο υλικά αγαθά όσο και κοινωνικό νόημα. Έχει διαφοροποιηθεί αυτή η παραδοχή σήμερα; Μπορούμε να δημιουργήσουμε κοινά πάνω στη διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν κοινωνική οργάνωση του αυτοματισμού;

Γιάννης Μηλιός: Η μορφή της εργατικής τάξης αλλάζει αλλά δε χάνεται με την αυτοματοποίηση. Θα έπρεπε να δούμε τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης σε σχέση με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου αλλά και της εργατικής υποκειμενικότητας.  Κάτι τέτοιο θα ήταν έργο των ανθρώπων που ασχολούνται με την αριστερά και περισσότερο των διανοουμένων.

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Η συζήτηση γύρω από τα κοινά γίνεται στα πλαίσια μιας τεχνολογικής αλλαγής που χρησιμοποιεί τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά και αλλού για να δημιουργήσει αποκεντρωμένες μορφές τεχνολογιών και κοινωνικών συνεταιρισμών. Αν δεν υπάρξει πολιτική συνειδητοποίηση εντός αυτών των συλλογικών προσπαθειών μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε μορφές νέα επιχειρηματικότητας και σύγχρονου ψηφιακού καπιταλισμού.

 

 

Im 20.Jahrhundert tauchte immer wieder die Erinnerung an 1917 auf. Ob die Volksfront der 30er, die Kommunistische Revolution in China 1949 oder die Neue Linke der 60er, die Linke hat versucht, sich

A panel discussion hosted by The Platypus Affiliated Society at the University of Illinois at Chicago on November 6, 2017.

Speakers:

Jonathan Daly (UIC Department of History)
Franklin Dimitryev (News & Letters)
Greg Lucero (Socialist Party USA)
Sam (Black Rose/Rosa Negra)

Description:

The First World War manifested an economic, social and political crisis of global capitalism, – “imperialism” – which sparked reflection in the mass parties of the Second International on the task of socialist politics. The revisionist dispute, the “crisis of Marxism” in which Lenin, Luxemburg and Trotsky first cut their teeth, shaped their understanding of the unfolding revolution as a necessary expression of self-contradiction within the movement for socialism. Even the most revolutionary party produced its own conservatism, hence the need for self-conscious, revolutionary leadership to avoid “tailing” the movement. 

Lenin, Luxemburg and Trotsky thought that leadership adequate to the revolution of 1917 required historical consciousness. They drew upon Marx’s appraisal of the democratic revolutions of 1848, in which Marx identified the historical contradiction which had developed in bourgeois society and necessitated the dictatorship of the proletariat. The Bolsheviks maintained that a "bourgeois-democratic" revolution could spark a workers' socialist revolution in Europe, subsequently allowing for a struggle for socialism. Lenin held that political forms such as “the state” and “the party” must be transformed in and through revolution. Yet the meaning of 1917 was already contentious in 1924, as Trotsky recognized in his pamphlet, Lessons of October. Trotsky would spend the rest of his life fighting “over the heads of the leaders of the Second and Third International[s]” to maintain socialist consciousness.

Whether in the Popular Fronts of the 1930’s, the Chinese Communists in 1949, or the New Left of the 1960’s, the Left sought to understand itself – both positively and negatively – in relation to the aims and outcomes of 1917. The historical consciousness of its primary actors disintegrated into various oppositions: Lenin the Machiavellian versus Luxemburg the democratic Cassandra; socialism versus liberalism; authoritarianism versus libertarianism. Meanwhile, the futility of the politics shared by Lenin and Luxemburg has been naturalized. It is tacitly accepted that what Lenin and Luxemburg jointly aspired to achieve, if not already impossible a century ago, is certainly impossible today. The premises of the revolution itself have been cast in doubt.

Questions:

  1. What were the aims of the 1917 Russian Revolution?
  2. What was the self-understanding of its Marxist leadership?
  3. How has the memory of 1917 changed in the course of the 20th century?
  4. Why does the legacy of 1917 appear arrayed in oppositions?
  5. Are we still tasked by the memory of 1917 today, and if so how?