Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.
Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης
Platypus Review 17 | November 2009
Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη
Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης
Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
1968
Atiya Khan
Η θεωρία μετατρέπεται σε υλική δύναμη όταν καταλαμβάνει τις μάζες. -Καρλ Μαρξ, Συνεισφορά στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου [1843]
Ίσως θα φαινόταν παράδοξο να προσεγγίσουμε την χρονολογία του 1968 διαμέσου της πολιτικής σκέψης και αυτοκατανόησης του Τέοντορ Αντόρνο ο οποίος, όχι μόνο θεωρείται ως ο πιο απαισιόδοξος στην κριτική του, αλλά και κρίνεται ως εχθρός της Νέας Αριστεράς, ειδικά μετά την περιβόητη ενέργειά του να καλέσει την αστυνομία κατά των φοιτητών διαδηλωτών στο Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης για την Κοινωνική Έρευνα. Εν τούτοις, η απάντηση του Αντόρνο στην πολιτική του 1968 μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τόσο τις ρίζες της πολιτικής της Νέας Αριστεράς όσο και το κληροδότημά της σήμερα. Στα τελευταία έργα του, όπως στο «Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία;» (γνωστό επίσης και ως «Είναι παρωχημένος ο Μαρξ;»), στο «Σημειώσεις περιθωρίου για τη θεωρίας και πράξη», και στην «Παραίτηση», όσο και στην προσωπική του επιστολογραφία με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε για τον χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960, ο Αντόρνο σχηματίζει σημαντικές κατηγορίες για το μαρξιστικό εγχείρημα της σύλληψης του προβλήματος της θεωρίας και της πράξης. Μας υπενθυμίζει ότι «η θεωρία καθίσταται μετασχηματιστική δύναμη» μόνο διαμέσου μιας «έλλογης ανάλυσης της κατάστασης. Αναστοχαζόμενη την κατάσταση, η ανάλυση υπερτονίζει τις πτυχές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν πέρα από τα δεδομένα όριά της».[1] Εξ ου, ακολουθώντας τον Μαρξ, ο Αντόρνο τονίζει εμφατικά πως το κρίσιμο μάθημα που έχουμε να διδαχθούμε από την ιστορία του μαρξισμού, είναι ότι η διαμεσολάβηση μεταξύ θεωρίας και πράξης δύναται να συλληφθεί μόνο εντός της δυναμικής της επαναστατικής χειραφετητικής πολιτικής. Στη βάση των κειμένων του Αντόρνο, μπορεί κανείς να ατιμετωπίσει το πρόβλημα της «οπισθοδρομικής» συνείδησης που περιστοίχισε το φοιτητικό κίνημα του 1968, μία από τις κρίσιμες στιγμές στην ιστορία της Αριστεράς.
Από τις μέρες του Μαρξ και μετά, η Αριστερά πάλεψε με το πρόβλημα θεωρίας και πράξης, μα ποτέ τόσο πολύ όσο από το 1968 και μετά, αυτό το μεσουράνημα της, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, Νέας Αριστεράς. Στην κριτική του στη «Φιλοσοφία Δικαίου» του Χέγκελ, ο Μαρξ διεύγασε τους όρους υπό τους οποίους καθίσταται δυνατή μια αποτελεσματική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης σε μια απόπειρα αλλαγής του κόσμου. Τέτοιοι όροι προαγωγής της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, όπως τους στοχάστηκε ο Μαρξ την στιγμή των επαναστάσεων του 1848, εμφανίστηκαν στην ιστορία της νεώτερης κοινωνίας με την ανάδυση του προλεταριάτου –τη σύγχρονη εργατική τάξη της μισθωτής εργασίας — και την ιστορικά ιδιαίτερη συγκρότηση της βιομηχανικής εργασίας.
Η ιστορικά συγκεκριμένη, διαλεκτική δυναμική του κεφαλαίου είναι αυτή που συγχρόνως προκαλεί και περιορίζει την δυνατότητα μιας μετα-καπιταλιστικής, χειραφετημένης μορφή ζωής. Οπλισμένος με αυτή τη διόραση, ο Μαρξ εξέτασε τις αναδυόμενες μορφές δυσαρέσκειας με το κεφάλαιο στον 19ο αιώνα, οι οποίες πήραν την μορφή της ταξικής πάλης των εργατών κατά των καπιταλιστών, ως εγγενών στον δομικό και αντιφατικό χαρακτήρα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας υπό τον καπιταλισμό. Έτσι, σύμφωνα με την σύλληψη του Μαρξ, για να καταληφθούν οι μάζες από την θεωρία, και προκειμένου για την προοδευτική ανάπτυξη της συνείδησής τους, η θεωρία πρέπει να καταστεί μέσο για την επανάσταση.
Όπως η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, η έκρηξη των φοιτητικών διαδηλώσεων το 1968, αναδύθηκε ως διεθνές φαινόμενο που εκτείνονταν από την Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, την Πράγα και το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τις μεγάλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής και της νότιοανατολικής Ασίας. Η διαδικασία πολιτικοποίησης που προηγήθηκε με φρενήρη ρυθμό περιλάμβανε μια ολοένα αυξανόμενη αγωνιστική διαμαρτυρία ενάντια στις «εξουσιαστικές δομές» και στις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας. Αυτό που ένωνε τους φοιτητές ήταν το αίτημά τους για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η αντίθεσή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ, η αποστροφή προς την απανθρωπιά του καπιταλισμού και η αλληλεγγύη στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου κόσμου.
Ωστόσο, αυτό που διαχώρισε τούτη την στιγμή από τις προηγούμενες επαναστατικές εξεγέρσεις ήταν άκριτη έμφαση στη «δράση», καθώς επίσης και η ριζική απέχθεια προς τον θεωρητικό στοχασμό και ανάλυση. Αυτή η στάση βρήκε την έκφρασή της στους ταραχώδεις τρόπους συμπεριφοράς των φοιτητών, που περιλάμβαναν τη διακοπή διαλέξεων και συζητήσεων, καταλήψεις κτιρίων, φτάνοντας ως την απόρριψη των διανοούμενων με την φρασεολογία «προφέσορες» — «για να τους βάλουν στη θέση τους, όπως το θέτουν τόσο ευγενικά, ακριβώς όπως οι Ναζί χρησιμοποίησαν τη λέξη ‘Εβραίος’», παρατήρησε ο Αντόρνο στις επιστολές του στον Μαρκούζε.[2] Συνθήματα όπως «Δεν μπορούμε να προσκολληθούμε στην ανάλυση» ή «Όποιος απασχολεί τον εαυτό του με τη θεωρία, χωρίς να δρα πρακτικά, είναι προδότης του σοσιαλισμού» επίσης επιβεβαίωσαν ότι το φοιτητικό κίνημα στο σύνολό του ήταν συμπτωματικό μιας συγκεκριμένης τάσης που, όπως παρατήρησε ο Αντόρνο, ήταν «οπισθοδρομική», δυνάμει φασιστική και «εξουσιαστική» στην στάση της.
Λαμβάνοντας υπόψη τέτοιου είδους εξελίξεις, ο Αντόρνο χρησιμοποίησε το επίθετο «αριστερός φασισμός», φράση αρχικά επινοημένη από τον Χάμπερμας, προκειμένου να προειδοποιήσει για τους κινδύνους ενός φοιτητικού κινήματος που τόσο εύκολα θα μπορούσε να συγκλίνει με τον φασισμό. Αυτός ο χαρακτηρισμός της Νέας Αριστεράς, που έγινε σημείο αντιδικίας μεταξύ του Αντόρνο και του Μαρκούζε στην προσωπική τους επιστολογραφία, έφερε στο προσκήνιο, όχι μόνο τις διαφορετικές απόψεις για τις πολιτικές εκείνης της στιγμής, αλλά και μας προσφέρει ενοράσεις του τρόπου με τον οποίο η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 υπήρξε το κληροδότημα της ανεκπλήρωτης δυνατότητας της Παλαιάς Αριστεράς της δεκαετίας του 1930. Το κύριο επιχείρημα του Αντόρνο ήταν πως η Αριστερά δεν διδάχθηκε από τις ήττες του παρελθόντος της.
Στις επιστολές του στον Μαρκούζε, ο οποίος αγκάλιασε ανεπιφύλακτα το φοιτητικό κίνημα, ο Αντόρνο εξέφρασε ανοιχτά τις αμφιβολίες του για τις πολιτικές συνέπειες της πρακτικής δράσης. Έγραψε ότι πολλοί από τους φοιτητικούς εκπροσώπους είχαν την τάση «να συνθέτουν την πρακτική τους με μια ανύπαρκτη θεωρία, και αυτό εκφράζει έναν ντεσιζιονισμό που ανακαλεί φρικτές αναμνήσεις».[3] Τούτο παρέπεμπε στην ανάδυση της αντεπανάστασης –εκδηλωμένης με την μορφή του φασισμού και Σταλινισμού– που προέκυψε ως επακολούθημα της κρίσης του 1917, οδηγώντας στον εκφυλισμό του επαναστατικού μαρξισμού μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, και παράγοντας ένα οξύ συνειδησιακό πρόβλημα στην Αριστερά. Στην μεταπολεμική περίοδο, η καταστροφή της Αριστεράς υποσκελίστηκε από μια «δομή του εξουσιαστικού χαρακτήρα» που εκφράστηκε καθολικά, όχι μόνο στις φασιστικές συγκεντρώσεις, αλλά ακόμα και στα κινήματα Λαϊκού Μετώπου, καθώς επίσης και στα αντιαποικιακά, εθνικιστικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης, μεταξύ αυτών και ο Αντόρνο, θεώρησαν την έννοια της «εξουσιαστικής προσωπικότητας» ως μια αμφίσημη έκφραση της αντεπαναστατικής και συγχρόνως επαναστατικής δυνατότητας που ήταν θεμελιωμένη στην διαλεκτική αντίφαση του καπιταλισμού. Δανειζόμενοι από την φροϋδική ψυχανάλυση, ο Αντόρνο και οι συνάδελφοί του (ο Μαρκούζε και ο Ράιχ) ερμήνευσαν την συγκρότηση της «εξουσιαστικής προσωπικότητας», που χαρακτηρίζεται από «ναρκισσισμό» και σαδομαζοχισμό, ως δηλωτική ενός οπισθοδρομικού «φόβου ενώπιον της ελευθερίας». Ως εκ τούτου, αντιμέτωπος με την «πολιτική υστερία», ο Αντόρνο παρατήρησε ότι: «Αυτοί που διαμαρτύρονται με την μεγαλύτερη σφοδρότητα μοιάζουν με τις εξουσιαστικές προσωπικότητες στην αποστροφή τους για ενδοσκόπηση».[4]
Ασφαλώς η δεκαετία του 1960 σημαδεύτηκε από μια πολιτική κρίση, αλλά μια κρίση όπου η Αριστερά, αντί να αξιολογήσει το κληροδότημα του Σταλινισμού της δεκαετίας του 1930, αναπαρήγαγε τις ίδιες αυτές δομές και τάσεις που όφειλε να ανατρέψει. Όπως ο Αντόρνο ρώτησε τον Μαρκούζε: «Πώς μπορεί να διαδηλώνει κανείς μόνο κατά της φρίκης των βομβών ναπάλμ και όχι να εξεγείρεται ενάντια στα ‘βασανιστήρια κινεζικού τύπου’ τα οποία εφήρμοσαν τόσο ανεξέλεγκτα οι Βιετκόνγκ;». Συνέχισε: «Εάν δεν λάβετε υπόψη σας και αυτό, τότε η διαμαρτυρία κατά της Αμερικής προσλαμβάνει έναν ιδεολογικό χαρακτήρα».[5] Στην εξέλιξη αυτής της επιστολογραφίας, ο Μαρκούζε αναγνώρισε ότι η κατάσταση «δεν ήταν επαναστατική, ούτε καν προεπαναστατική», όμως η κατάσταση ήταν «τόσο φρικτή, τόσο ασφυκτική και τόσο εξευτελιστική, που η εξέγερση εναντίον της επιβάλλει μια βιολογική, φυσιολογική αντίδραση· πλέον δεν μπορεί κανείς να την αντέξει, πρέπει να αφήσει λίγο αέρα να εισχωρήσει. Και αυτός ο φρέσκος αέρας δεν είναι ενός ‘αριστερού φασισμού’».[6] Ο Μαρκούζε επέμεινε ότι η κατάσταση είχε αλλάξει ποιοτικά, πως δεν προσομοίαζε με κανένα τρόπο στην δεκαετία του 1930, αλλά απαιτούσε εντούτοις, «μια, πιο επείγουσα από ποτέ, συγκεκριμένη πολιτική θέση» ειδικά κατά του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίσως θα άξιζε να αναφέρουμε ότι ο Αντόρνο, όχι απλώς εναντιώθηκε στην εκτίμηση του Μαρκούζε για τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960, αλλά ήλπιζε να αποφύγει τον λανθάνοντα κίνδυνο τόσο της «σταλινοφοβίας», την αντιλενινιστική αναρχική τάση που ασπάστηκε ο Χορκχάιμερ, όσο και την «σταλινοφιλία», την αγωνιστική τάση της Νέας Αριστεράς τύπου μαοϊσμού και καστρισμού, παράδειγμα της οποίας υπήρξε η πολιτική στάση του Μαρκούζε. Στο δοκίμιό του με τίτλο «Παραίτηση», ο Αντόρνο υπερτονίζει ότι μολονότι η επιστροφή του αναρχισμού είναι εκείνη ενός «φαντάσματος», δηλαδή των άλυτων προβλημάτων του Μαρξισμού, «αυτό δεν ακυρώνει την κριτική στον αναρχισμό».[7] Στην προσπάθειά του να υπερβεί τόσο την σταλινοφοβία όσο και την σταλινοφιλία, ο Αντόρνο ενέτεινε την ανάγκη κριτικής στην σύγχρονη μορφή του μαρξισμού και στην προβληματική σχέση της με το παρελθόν της.
Η σπουδαία ενόραση του Αντόρνο έγκειται στο ότι θεμελίωσε το πρόβλημα του αυταρχισμού στην δομή της νεώτερης καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο δοκίμιό του «Ύστερος Καπιταλισμός ή Βιομηχανική Κοινωνία» χρησιμοποίησε μαρξιστικές κατηγορίες προκειμένου να αναλύσει τη βασική δομή της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία, εξήγησε, ήταν αντιφατική βάσει της δυναμικής της εργασίας και του κεφαλαίου. Η ώθηση για παραγωγή υπεραξίας και κεφαλαιοποίηση εργασίας υπολογισμένης σε κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, ήταν η πηγή της κοινωνικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση, υπό την παραδοσιακή έννοια του ταξικού ανταγωνισμού, δεν μπορούσε πλέον να σταθεί εμπειρικά, καθώς η εργατική τάξη ήταν εκτεθειμένη σε υψηλό βαθμό κοινωνικής ενσωμάτωσης στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Αντόρνο χαρακτήρισε τον καπιταλισμό ως την κοινωνία που καθοδηγείται από ολοένα αυξανόμενα επίπεδα παραγωγικότητας, καταλήγοντας σε τεράστιες αυξήσεις στην παραγωγή αξίας χρήσης. Αυτή την οργάνωση κοινωνικής ζωής την συνόψισε στη φράση «διοικούμενος κόσμος» — τάση που εκφράστηκε τόσο στον κρατικά ρυθμιζόμενο καπιταλισμό όσο και στο σύστημα του κράτους πρόνοιας. Εντούτοις, ο δυναμισμός της ανάπτυξης εξέθεσε ορισμένες στατικές τάσεις, εκδηλωμένες στην κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής, οι οποίες εμπεριείχαν σχέσεις εκτεινόμενες από την διεύθυνση της διοικητικής γραφειοκρατίας έως το κράτος και την οργάνωση της κοινωνίας στο σύνολό της. «Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το καθολικό συμφέρον συνίσταται στην διατήρηση της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων και πως το μοναδικό ιδανικό είναι αυτό της πλήρους απασχόλησης και όχι της απελευθέρωσης από την ετερόνομη εργασία».[8]
Ο «διοικούμενος κόσμος» παρήγαγε ένα συγκεκριμένο είδος μαζικής κοινωνίας, αυτήν που ο Αντόρνο αποκάλεσε «πολιτιστική βιομηχανία». Η πολιτιστική βιομηχανία ήταν, κατά κύριο λόγο, η συνέπεια των υψηλών επιπέδων παραγωγικότητας και της ευρέως διαδεδομένης δυνατότητας για κατανάλωση αγαθών, ήταν όμως, επίσης, απατηλή στο βαθμό που έδινε την εντύπωση ενός μαζικού εκδημοκρατισμού, όταν στην πραγματικότητα η παραγωγή τυποποιούνταν και οι προτιμήσεις χειραγωγούνταν προκειμένου να διατηρηθεί μια επίφαση ατομικότητας. Αυτό υποδήλωνε «την αδυναμία του ατόμου ενώπιον της ολότητας [που] είναι η δραστική εκδήλωση της εξουσίας των σχέσεων ανταλλαγής».[9] Έτσι, ο Αντόρνο δήλωσε πως: «Η ρήση του Μαρξ ότι η θεωρία καθίσταται υλική δύναμη όταν καταλαμβάνει τις μάζες, ανατράπηκε κατάφωρα από την πορεία των γεγονότων».[10] Εν τέλει, η πολιτιστική βιομηχανία παρέλυσε «την ικανότητα να φανταζόμαστε με συγκεκριμένους όρους ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός», διότι η δομή του εξουσιαστικού χαρακτήρα κατέστη η ίδια δύναμη καταστολής.[11] Προς το τέλος του δοκιμίου του, δανειζόμενος από τον Φρόυντ, ο Αντόρνο επικαλέστηκε την «ελεύθερα ρέουσα αγωνία» που αναδύθηκε από την «υποκειμενική οπισθοδρόμηση η οποία ευνοεί την οπισθοδρόμηση του συστήματος». Η συνείδηση των μαζών κατέστη φαινομενικά ταυτόσημη με το σύστημα, το οποίο με την σειρά του καθίστατο ολοένα και περισσότερο αλλοτριωμένο.[12]
Ο Αντόρνο δεν εναντιώθηκε στους ανθρώπους που αυτοοργανώθηκαν για πολιτικούς σκοπούς, θέλησε όμως να τραβήξει την προσοχή στο «Αρχιμήδειο σημείο» όπου «μια μη καταπιεστική πρακτική θα μπορούσε να είναι δυνατή, όπου κανείς θα μπορούσε να καθοδηγηθεί σε ένα μονοπάτι μεταξύ των εναλλακτικών του αυθορμητισμού και της οργάνωσης». Αυτό το σημείο, αν ποτέ υπήρξε, «μπορεί να βρεθεί μόνο διαμέσου της θεωρίας», επέμενε ο Αντόρνο.[13] Η θέση του προέκυψε από μια πολιτική κρίση που βασιζόταν σε μια νηφάλια ανάλυση της κατάστασης. Τούτο το κατέστησε σαφές στην αντιπαράθεσή του με τον Μαρκούζε. «Εσύ [Μαρκούζε] πιστεύεις ότι η πράξη, στην πιο ξεκάθαρη έννοια, δεν εμποδίζεται σήμερα: εγώ βλέπω το ζήτημα διαφορετικά».[14] Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, ο Αντόρνο πείστηκε ότι το φοιτητικό κίνημα ήταν δέσμιο της αποτυχίας του από την έναρξή του. Στις «Σημειώσεις περιθωρίου για τη θεωρία και πράξη» επισήμανε ότι το στήσιμο οδοφραγμάτων είναι «γελοίο μπροστά σε αυτούς που διαχειρίζονται βόμβες».[15] Μια πρακτική, που αρνείται να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της όταν τίθεται ενώπιον της «πραγματικής εξουσίας η οποία ίσα που αισθάνεται μια μικρή ενόχληση», είναι παραπλανημένη και οπισθοδρομική ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια «ψευδο-δραστηριότητα».[16]
Η κριτική του Αντόρνο στη Νέα Αριστερά ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια να ταρακουνήσει την Αριστερά από την κατάσταση της αυτοαρνητικότητας και αυτοεξαπάτησής της. Η προβληματική κληρονομιά της δεκαετίας του 1930 σήμαινε πως η πρόθεση της μαρξιστικής θεωρίας και πράξης είχε συσκοτιστεί μέχρι τη δεκαετίας του 1960, και το πρόβλημα της κοινωνικής συνείδησης επανεμφανίστηκε υπό την αμφίεση της «αδυναμίας του εγώ» που «αρνείται να αναστοχαστεί την αδυναμία του».[17] Ο πολιτικός «ριζοσπαστισμός» της δεκαετίας του 1960 σήμαινε μόνο περαιτέρω οπισθοδρόμηση και, συνεπώς, συσκότισε στο υποκειμενικό επίπεδο τη δυνατότητα ενός προοδευτικού μετασχηματισμού πέραν του κεφαλαίου, ακόμη και όταν αντικειμενικά κάτι τέτοιο ήταν ακόμη δυνατό. Η βαθειά ειρωνεία αυτής της ιστορίας είναι πως από το 1917 και έπειτα δεν υπήρξε καμιά απολύτως πρόοδος και, πράγματι, η κρίση του μαρξισμού και εκείνη της κοινωνικής συνείδησης έχει εκβαθυνθεί, δεν έχει επιλυθεί. Σε ένα θεμελιακό επίπεδο, το πρόβλημα της συνείδησης είναι προσδεμένο σε εκείνο που ο Βίλχεμ Ράιχ αναγνώρισε ως «φόβο ενώπιον της ελευθερίας», επιβαλλόμενο από μια συντηρητική ψυχή που έχει μνηστευθεί την συμπτωματολογία της. Συνεπώς, είναι ανάγκη να επεξεργαστούμε το σύμπτωμα, καθώς αυτό, όχι μόνο παρέχει μια συνθήκη για αυτοκατανόηση και γνώση, αλλά συγκροτεί επίσης τις υποκειμενικές, ψυχολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας. |P
[1]. Theodor W. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” in Critical Models: Interventions and Catchwords (New York: Columbia University Press, 2005), 264. [2]. Theodor W. Adorno to Herbert Marcuse, Frankfurt, June 19, 1969, in “Correspondence on the German Movement,” New Left Review I/233 (January–February 1999): 132. [3]. Stefan Müller-Doohm, Adorno: A Biography, translated by Rodney Livingstone (Cambridge: Polity Press, 2005), 456. [4]. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” 271. [5]. Adorno, “Correspondence on the German Movement,” 127. [6]. Ibid.,125. [7]. Theodor W. Adorno, “Resignation,” in Critical Models, 292. [8]. Theodor W. Adorno, “Late Capitalism or Industrial Society?” in Can One Live After Auschwitz?: A Philosophical Reader, edited by Rolf Tiedemann and translated by Rodney Livingstone (Palo Alto: Stanford University Press), 119. [9]. Ibid., 120. [10]. Ibid. [11]. Müller-Doohm, Adorno, 446. [12]. Adorno, “Late Capitalism or Industrial Society?,” 124. [13]. Müller-Doohm, Adorno, 462. [14]. Adorno, “Correspondence on the German Movement,” 131. [15]. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” 269. [16]. Ibid., 271. [17]. Ibid., 273.
Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.
Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης
Platypus Review 17 | November 2009
Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη
Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης
Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
2001
Spencer Leonard
Η εγκατάλειψη των χειραφετητικών πολιτικών στις μέρες μας δεν υπήρξε, όπως ίσως φοβήθηκαν οι επαναστάτες στοχαστές του παρελθόντος, εγκατάλειψη της επανάστασης προς όφελος του ρεφορμισμού. Πολλώ μάλλον, επειδή κανείς δεν φαντάζεται πλέον την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ο ρεφορμισμός είναι επίσης νεκρός. Καθώς το εγχείρημα για την επίτευξη μιας ανθρώπινης κοινωνίας πέραν του κεφαλαίου έχει εγκαταλειφθεί, τίποτα που να αξίζει το όνομα της πολιτικής δεν μπορεί να το αντικαταστήσει, ούτε και θα μπορούσε. Το πρόταγμα της ελευθερίας έχει τώρα ολότελα αποτραβηχτεί από τον ορίζοντα. Και ενώ αστοί στοχαστές, όπως ο Χέγκελ, αναμφίβολα έσφαλαν όταν ταύτισαν το κεφάλαιο με την ελευθερία, συνέλαβαν, εντούτοις, ότι το ερώτημα περί ελευθερίας θέτει τον εαυτό του μόνο σε αναφορά με την προβληματική του κεφαλαίου. Συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά μια ευγενή βαρβαρότητα που ποτέ πριν δεν υπήρξε, η σύγχρονη ανθρωπότητα έχει βυθιστεί στην αμεσότητα της δεύτερης φύσης.
Το έτος 2001 αφίχθη καθυστερημένα και τώρα και αυτό έχει γλιστρήσει στο παρελθόν. Διατηρεί ακόμη την σημασία του ως η στιγμή που το φως της ελευθερίας δίχως αμφιβολία επισκιάστηκε, όταν η ανθρωπότητα έπαψε να είναι ικανή να διακρίνει κατά πόσο έχει νυχτώσει ή όχι. Διότι, από το 2001 και μετά, όλοι αναγνωρίζουν πως τώρα ζούμε εντός αυτού που ο μαρξιστής στοχαστής και κριτικός της Νέας Αριστεράς Moishe Postone όρισε ως «καιρό της ανημποριάς»» (ή όπως το περιγράφει πιο γλαφυρά η ΄Ενωση των Σπαρτακιστών ως τη «‘γεροντική’ άνοια του μεταμαρξισμού»). Μολονότι ο χρόνος συνεχίζει να περνά και, υπό μία έννοια, συνεχίζει να εντείνεται, η ιστορία –θεωρημένη ως ο χρόνος όπου ακόμη μπορούν να συντελεστούν εγχειρήματα για την ελευθερία – μοιάζει να έχει υποστεί μια αιφνίδια εσπερινή παύση. Τούτο φάνηκε για το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς απροσδόκητο, αν και θα υποψιαζόταν κανείς την ύπαρξη μιας διαδεδομένης ανακούφισης μεταξύ πολλών που το εγχείρημα ίσως έχει τελικά εγκαταλειφθεί για τα καλά και δια παντός.
Εκείνο που προηγείται χρονικά, βρίσκεται συσσωρευμένο στο έτος 2001, μια μάζα παράκρουσης και χαμένων ευκαιριών που μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις συστατικές στιγμές. Κάθε ένα από τα τρία στάδια του «θανάτου της Αριστεράς» τελειώνει βολικά με τον αριθμό 9: 1979, 1989 και 1999. Κάθε ένα παριστά ένα στάδιο στη διαδικασία οπισθοδρόμησης που κορυφώνεται σε αυτό που είναι, εν τέλει, μια κρίση πολύ πιο δυσοίωνη από την τρέχουσα οικονομική η οποία κυριαρχεί στις συζητήσεις μας: πρόκειται για την κρίση της Αριστεράς, της οποίας οι προοπτικές ανάκαμψης είναι, επί του παρόντος, πολύ ζοφερές. Πολύ περισσότερο από μια χρονολογία κρίσης στην ιστορία της Αριστεράς, το 2001 είναι, συνεπώς, το έτος κατά το οποίο έγινε σαφής η κρίση της ιστορίας, μολονότι το παρατήρησαν ελάχιστοι, και όταν αυτή έγινε ολοφάνερη, λίγοι ήταν αυτοί που έπιασαν την μυρωδιά του «δύσοσμου πτώματος» που σήμερα περνιέται για Αριστερά. Αυτό ήταν το έτος κατά το οποίο η ίδρυση του Πλατύποδα κατέστη αναγκαία, παρόλο που, κι εδώ ξανά, η συνείδηση βραδυπόρησε πίσω από τα γεγονότα.
Η Ιρανική επανάσταση του 1979 ήταν και παραμένει μια καταστροφή. Από τον θρίαμβο των υποστηρικτών του Χομεϊνί και έπειτα, η χώρα κυριαρχήθηκε από ένα καθεστώς πολύ πιο οπισθοδρομικό και καταπιεστικό από αυτό του προκατόχου του, διακυβερνημένη με τρόπο πολύ πιο αντιδραστικό από εκείνον του Σάχη. Με το σταλινικό κόμμα Τουντέχ να υπάγεται στην παράταξη του Χομεϊνί, ο δρόμος προς την εξουσία των Ισλαμιστών στρώθηκε με τα πτώματα των προδομένων ιρανών εργατών και των προδομένων από τον ίδιο τους τον εαυτό σταλινικών, τη στιγμή που η Δυτική Αριστερά κατέπνιγε όλες τις φωνές διαμαρτυρίας με την εκκωφαντική επικρότηση του χτυπήματος στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Καθώς ο ανοργάνωτος αστεακός πληθυσμός των Ιρανών και η τάξη των γαιοκτημόνων έδωσαν τα χέρια υπό την ηγεσία των Ισλαμιστών προκειμένου να συντρίψουν το κόμμα Τουντέχ και τις άλλες αριστερές ομάδες, η Αριστερά των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών, απελπιστικά παραπλανημένη από έναν απατηλό Τριτοκοσμισμό, απέτυχε σχεδόν εξ ολοκλήρου να αναγνωρίσει την εκτυλισσόμενη καταστροφή. Όπως παρατήρησε ο David Greason, πριν την Ιρανική επανάσταση οι περισσότεροι είχαν απλώς υποθέσει ότι ένα κίνημα ικανό να εκτοπίσει τον Σάχη θα έπρεπε να προέλθει από την Αριστερά.[1] Η πραγματικότητα του Ισλαμισμού Χομεϊνικού τύπου, ως αντιδραστική ιδεολογία, παρά ως αυθεντική «πολιτιστική έκφραση» των μαζών, απορρίφθηκε, και αντ’ αυτού η δυτική Αριστερά συναίνεσε στην ανάδειξη των μουλάδων του Χομεϊνί σε μια κυρίαρχη θέση στο Ιράν. Η Αριστερά δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει στον Χομεϊνί, ο οποίος υμνήθηκε ως ενωτικός, μια απειλή, όχι λιγότερο σοβαρή, από αυτήν που υπήρξε ο ίδιος ο Σάχης. Υποκαθιστώντας με την κριτική του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού την κριτική του καπιταλισμού, κυρίαρχες τάσεις της Νέας Αριστεράς επαναδιαμόρφωσαν τον αντιαμερικανισμό ως την λύδια λίθο της αριστερής σκέψης. Τούτο κατέστησε αδύνατη μια επαρκή ανάλυση της Ιρανικής επανάστασης, και της «αντίστασης» των Μουτζαχεντίν κατά την Σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν επίσης. Μέσω τον ταχυδακτυλουργικών της Νέας Αριστεράς, στην θέση μιας επαρκούς ανάλυσης της Ιρανικής επανάστασης, η ήττα μεταλλάχθηκε σε «νίκη». Ήταν μια πράξη αυτοεξαπάτησης που, μέχρι τότε, είε γίνει σχεδόν δεύτερη φύση για μια ολόκληρη γενιά, η οποία παρά τις διακηρύξεις περί αντισταλινισμού, ακόμη λάτρευε το σταλινικό είδωλο του συντελεσμένου γεγονότος. Κατά τρόπο ανάλογο, σύμβολα της Νέας Αριστεράς, όπως ο Μισέλ Φουκώ, χαιρέτισαν την Ισλαμική Επανάσταση ως αντιπροσωπευτική μιας νέας «πνευματικής» πολιτικής, φαινομενικά απελευθερωμένης από τη λειτουργική, εργαλειακή ορθολογικότητα που επικρατούσε σε Δύση και Ανατολή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου.
Άλλα γεγονότα περί το 1979 που κατέγραψαν τον εκφυλισμό και την αποσύνθεση της Αριστεράς, υπήρξαν οι μη κριτικές απαντήσεις της στο κίνημα της Σολιντάρνοσκ (Αλληλεγγύης) στην Πολωνία, και στην αντίσταση των Μουτζαχεντίν στην Σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, που αμφότερα βρήκαν υποστήριξη από μια αποπροσανατολισμένη Αριστερά με συνθήματα –τώρα λησμονημένα στη ντροπή — όπως «Δέκα εκατομμύρια πολωνών εργατών δεν μπορούν να κάνουν λάθος!» και «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!». Η Αριστερά απέτυχε να αναγνωρίσει τον συντηρητισμό που εκδηλωνόταν μπροστά στα μάτια της, την δεξιά με την οποία η ίδια συνέπραττε. Πράγματι, μέχρι το τέλος του 1979, δεν μπορούσε να γίνει με κανένα τρόπο φανερό, ακόμα και στους κορυφαίους στοχαστές της Νέας Αριστεράς, το πώς θα μπορούσε να προαχθεί το πρόταγμα της ελευθερίας. Ο Φρεντ Χάλιντει αναφέρει μια συζήτηση που είχε με τον φίλο του και συντάκτη του περιοδικού New Left Review, Τάρικ Άλι, με τον οποίο είχαν πάρει χωριστούς δρόμους στο επίπεδο της πολιτικής, όπου είπε στον Άλι τα ακόλουθα: «Ο Θεός, ο Αλλάχ, μας κάλεσε ενώπιών Του και μας είπε ‘Ο ένας από τους δύο προορίζεται να πάει Αριστερά και ο άλλος προορίζεται να πάει Δεξιά’. Το πρόβλημα είναι πως δεν μας είπε ποιος θα πάει που, και ίσως δεν ήξερε ούτε καν Αυτός». Ο Χάλιντει, λοιπόν, πρόσθεσε «Ο Τάρικ γέλασε. Κατάλαβε ακριβώς αυτό που έλεγα και δεν το αμφισβήτησε».[2]
Η πρακτική της αυτοεξαπάτησης, η άκριτη επικρότηση των υποτιθέμενων εξεγέρσεων ενάντια στην πραγμοποίηση, αλλά και η υποχώρηση από το πρόταγμα της ελευθερίας έγιναν και πάλι έκδηλες στο δεύτερο στάδιο που οδηγεί στο 2001, στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989. Ως η τελευταία, αποκλιμακούμενη κατάρρευση της αποτυχημένης προσπάθειας υπέρβασης του καπιταλισμού που πυροδοτήθηκε το 1917, η από τα δεξιά πτώση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε αξιοσημείωτη για την αποτυχία της να προκαλέσει μια σοβαρή αναθεώρηση για την Αριστερά. Αντ’ αυτού, αναγγέλθηκε ως η αναγέννηση της ελευθερίας, σαν αυτό που συνέβη να ήταν η αποσταλινοποίηση της επανάστασης και όχι η εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού. Σχεδόν χωρίς σκέψη για την πλέον οριστική αποτυχία της τροχιάς της Οκτωβριανής επανάστασης, η οποία συντηρούσε, αν και σε μια υποβαθμισμένη μορφή, τις χειραφετητικές παρορμήσεις του Μαρξ, του Ένγκελς, της Λούξεμπουργκ και του Λένιν, η νεκροζώντανη Αριστερά του 1989 συγχάρηκε τον εαυτό της για ένα ακόμα υποτιθέμενο κατόρθωμα αντιεξουσιαστικότητας τύπου 1960. Γιορτάζοντας αυτό που όφειλαν να έχουν αναλύσει, τα κυρίαρχα ρεύματα στην Αριστερά βοήθησαν στην νομιμοποίηση του νεοτσαρισμού, που άνθισε πάνω στα ερείπια της Σοβιετικής Ρωσίας. Αντικατοπτρίζοντας τον εκφυλισμό του Μαρξισμού στην Σοβιετική Ένωση σε μια ιδεολογία απολογητική του καθεστώτος, και στην θέση της πραγμάτωσης των χειραφετητικών δυνατοτήτων του καπιταλισμού, το 1989 ο καπιταλισμός γιορτάστηκε ο ίδιος ως χειραφέτηση.
Η τρίτη φάση της ολοκληρωτικής εξάντλησης της Αριστεράς, που κορυφώθηκε το 2001, έρχεται το 1999 στο Σηάτλ, έτος των διαδηλώσεων για την αντιπαγκοσμιοποίηση. Αυτό το γεγονός σημάδεψε τον θρίαμβο της τρέχουσας «μετα-πολιτικής» ακτιβιστικής κουλτούρας μας, αυτής που ορίστηκε από τους Liza Feathersone, Doug Henwood και Christian Parenti ως «ακτιβιστ-ισμός» [activist-ism].[3] Όπως παρατήρησαν τα μέλη του Πλατύποδα Ben Blumberg και Ian Morrison, τόσο σε σχέση με τον ακτιβιστισμό εν γένει όσο και τον νέο αναρχισμό που κυριάρχησε επί των τεκταινομένων στο Σηάτλ συγκεκριμένα, «οι διαδηλωτές στις μέρες μας εξυμνούν απλές συγκρούσεις με την αστυνομία ως νίκες. Κάθε χτύπημα του γκλομπ δραματοποιεί την διαφορά μεταξύ των διαδηλωτών [και της κοινωνίας στην οποία είναι ενσωματωμένοι]».[4] Δεν θα ήταν άδικο να πούμε, ισχυρίζονται, ότι «οι διαδηλωτές εκμαιεύουν από την αστυνομία το χτύπημα προκειμένου να εκδραματίσουν τη δική τους υποταγή στην εξουσία».[5] Εδώ, η οπισθοδρόμηση που είχε ήδη εκδηλωθεί στη δεκαετία του 1960, φτάνει στην πλήρη της άνθιση.
Αναβιώνοντας, όχι μόνο την ήττα, αλλά και την ηττοπάθεια της Αριστεράς της δεκαετίας του 1960, οι διαδηλωτές στο Σηάτλ δεν μπαίναν καν στον κόπο να μιλήσουν για τους φοιτητές και τη νεολαία σαν τη νέα «επαναστατική δύναμη». Ούτε χρειάζονται, αυτοί οι νέοι φιλόδοξοι ριζοσπάστες, λεπτομερείς εκλογικεύσεις της αποτυχίας τους. Η δική τους [εκλογίκευση] συνίσταται σε μια, αφοπλιστικά ειλικρινή, επιδεικτική αμετροέπεια μιας δυσαρεστημένης νεολαίας μεσοαστών, για την οποία το πρόγραμμα των συναντήσεων του παγκόσμιου εμπορίου αντικατέστησε τις περιοδείες ροκ συναυλιών ως τόπος μιας περιπατητικής αντιεξουσιαστικής υποκουλτούρας. Τούτη η γενιά ακτιβιστών εκπληρώνει παρά απορρίπτει τις χαμηλές προσδοκίες των πολιτικών της γονέων, δηλαδή ότι θα έπρεπε είτε να ναρκωθεί με τις προσφερόμενες στον νεοφιλελευθερισμό ηδονές –«sex, drugs and rock ’n’ roll»- είτε να καταπιαστεί με την επανάσταση, έτσι «για τη φάση». Μόνο στη νέα κουλτούρα διαμαρτυρίας μπορεί να κάνει κανείς συγχρόνως και τα δύο, κατορθώνοντας κατά την διαδικασία απλά και μόνο να δραματοποιήσει τη δική του υποταγή στην εξουσία και την κοινωνική ενσωμάτωση για την οποία έκαναν λόγο οι Blumberg και Morrison. Στο επίπεδο της πολιτικής, η αποδοχή της λατρείας του θανάτου, που χαρακτήρισε την κυρίαρχη απάντηση της Αριστεράς το 1979, έφτασε στο ναδίρ της με το πλήρες άνθισμα του ρομαντικού-αντιδραστικού αρνητισμού (rejectionism), του αντι-μοντερνισμού και της αντι-παγκοσμιοποίησης του αναρχισμού των «μπλακ μπλοκ» και των μπλοκ με στολές χελώνας (turtle protest).
Η ιστορική Αριστερά του αστικού ριζοσπαστισμού, που κορυφώθηκε στην αυτοκριτική του Μαρξ για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, απομονώνει την ιστορία ως την οικεία της προβληματική και την ελευθερία ως το οικείο της πρόταγμα. Όπως συνειδητοποίησε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός έθετε ένα ερώτημα που θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο διαμέσου της αναίρεσής του. Στο ίδιο πνεύμα, ο Postone ισχυρίστηκε ότι η προλεταριακή, ήτοι η κοινωνία των εμπορευμάτων που παράγουν εμπορεύματα, «παραπέμπει πέραν του εαυτού της». Αλλά η οπισθοδρόμηση έχει προωθηθεί τόσο πολύ πια, που κριτικές παρατηρήσεις όπως αυτές του Postone αποτελούν ζήτημα μόνο για μια χούφτα διανοούμενους, τη στιγμή που το εργατικό κίνημα, η αναγκαία συνθήκη για την πρακτική πολιτική της Αριστεράς, έχει κατατροπωθεί σε όλα τα επίπεδα παγκοσμίως. Ο λόγος που αυτό λέγεται ξεκάθαρα, δεν είναι για να υψώσουμε τη φωνή ενός γνωστού πεσιμισμού, αλλά για να αναγνωρίσουμε τον πραγματικό χαρακτήρα των καιρών μας. Ο Πλατύπους μιλάει ξανά και ξανά για τον «θάνατο της Αριστεράς» προκειμένου να αρχίσει το έργο της αναδόμησης. Άλλωστε, η ανασυγκρότηση της κριτικής θεωρίας, το ειδικό έργο στο οποίο είναι αφοσιωμένος ο Πλατύπους, δεν συμβαίνει εντός συνθηκών που εμείς έχουμε επιλέξει, αλλά υπό συνθήκες κληροδοτημένες από το παρελθόν. Πράγματι, η θεωρία δύναται να επανασχηματιστεί, όχι διαμέσου νέων συμπληρωματικών κομματιών που αποκαθιστούν τις υποτιθέμενες ανεπάρκειες της θεωρίας του παρελθόντος, αλλά μόνο στον βαθμό που ενεργά επεξεργαζόμαστε την ιστορία της Αριστεράς. |P
[1] David Greason, "Embracing Death: The Western Left and the Iranian Revolution, 1978–83," Economy and Society 34 (February 2005): 105–140.
[2] Fred Halliday, “Who is Responsible? An Interview with Fred Halliday,” interview by Danny Postel, Salmagundi 150–151 (Spring–Summer 2006). Available online at <cms.skidmore.edu/salmagundi/backissues/150-151/halliday.cfm>.
[3] Liza Featherstone, Doug Henwood, and Christian Parenti, “‘Action Will be Taken’: Left Anti-Intellectualism and its Discontents.” Available online at <www.leftbusinessobserver.com/Action.html>.
[4] Benjamin Blumberg and Ian Morrison, “Violence at the RNC,” Platypus Review 7 (October 2008).
[5] Ibid.
Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.
Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης
Platypus Review 17 | November 2009
Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη
Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης
Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
Εισαγωγή
Benjamin Blumberg
Τι σημαίνει να πούμε, όπως κάνει ο Πλατύποδας, ότι η Αριστερά είναι νεκρή; Και τι σημαίνει να μιλάμε για την ιστορία της Αριστεράς έπειτα από τον θάνατό της; Είναι καθήκον μας να διευθετήσουμε αυτά τα ερωτήματα.
Καταρχήν, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε πώς αυτά τα ερωτήματα συνέβαλαν στη διαμόρφωση των ιδεών και των δραστηριοτήτων του Πλατύποδα. Ο Πλατύποδας ξεκίνησε ως μια ομάδα μελέτης με έδρα την Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης στο Σικάγο. Η εν λόγω ομάδα συνενώθηκε μέσω της κοινής συνειδητοποίησης πως η κοινωνική και πολιτιστική θεωρία του Αντόρνο και των άλλων μελών του ινστιτούτου κοινωνικής έρευνας της Φρανκφούρτης περιείχε την κληρονομιά του επαναστατικού μαρξισμού της προγενέστερης περιόδου. Η συνειδητοποίηση αυτή συζεύχθηκε με μια άλλη: ο ισχυρισμός ότι οι θεωρητικές ιδέες του Αντόρνο ήταν το κληροδότημα των πολιτικών πρακτικών του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι έφερε σε αντίθεση τον Πλατύποδα με την υπάρχουσα Αριστερά υπό πολυάριθμες απόψεις.
Επί του παρόντος, η Αριστερά έχει απομακρυνθεί από το ερώτημα του πώς ο ηττημένος επαναστατικός μαρξισμός των πρώτων και των δεύτερων δεκαετιών του 20ου αιώνα συνεχίστηκε στα μέσα του με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Για την Αριστερά, η κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης θεωρείται ως δικαιολόγηση της αποχής, την οποία υποκρύπτει μία κριτική της συμμετοχής ενώ, αντίθετα, η κυρίαρχη σύλληψη του επαναστατικού μαρξισμού είναι εκείνη ενός αδίστακτου πρακτικισμού, στον οποίο οι σκοποί δικαιολογούν οποιαδήποτε μέσα. Κάτω από αυτές τις μονομερείς συλλήψεις βρίσκεται ένα μεγαλύτερο πρόβλημα που υπήρχε φανερά τουλάχιστον από την εποχή του Μαρξ, ότι, δηλαδή, η θεωρία και η πράξη μοιάζουν αντιπαρατιθέμενες, αλλά επίσης και αδιαχώριστες. Επίσης, από την εποχή του Μαρξ και μετά, ο καλύτερος ορισμός για την Αριστερά είναι αυτός που τη θεωρεί ως τη μετασχηματιστική δύναμη στην ιστορία που αντιμετωπίζει άμεσα το προαναφερθέν πρόβλημα, ακόμη και αν συχνά το κάνει με τυφλότητα και αναποτελεσματικά. Αυτό το πρόβλημα της σχέσης θεωρίας και πράξης βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής του Μαρξ, και της σημαντικότερης μαρξιστικής παράδοσης έως τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φρανκφούρτης.
Η αποτυχία της να αντιμετωπίσει τη σχέση μεταξύ της κριτικής θεωρίας και του επαναστατικού μαρξισμού καταδεικνύει μια βαθύτερη αποτυχία της σύγχρονης Αριστεράς. Η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη εκμηδενίστηκε με την μετατροπή της θεωρίας και της πράξης σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Ακόμη και όταν κανείς διατείνεται πως η θεωρία και η πράξη συνυπάρχουν, είναι φανερό πως αυτό απλώς σημαίνει ότι η μία είναι υφιστάμενη στην άλλη.
Επιλύοντας, κατ’ επίφαση, το πρόβλημα θεωρίας και πράξης, η Αριστερά παραιτήθηκε από το καθοριστικό στοιχείο της πολιτικής της και έπαψε να είναι Αριστερά εξολοκλήρου. Τούτο, έχει βαθύτατες επιδράσεις στην εξέλιξη της ιστορίας του καπιταλισμού, στην οποία η Αριστερά παραδοσιακά έδρασε ως μορφοποιητικός καταλύτης. Καθώς οι πολιτικές της δεν διαμεσολαβούσαν πλέον τη θεωρίας και την πράξη, η Αριστερά άρχισε να αποσυντίθεται. Ακολουθώντας τον Αντόρνο, ο Πλατύποδας αποκαλεί αυτή την διαδικασία ιστορική οπισθοδρόμηση.
Επομένως, οι απαρχές της θεωρητικής έρευνας του Πλατύποδα έθεσαν το πολιτικό καθήκον της κριτικής και, εν τέλει, της υπέρβασης της υπάρχουσας Αριστεράς, η οποία εκούσια κατέστησε τον εαυτό της αδιάφορο ενώπιον της αναγκαιότητας να επεξεργάζεται το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη. Ωστόσο, η αναγνώριση του καθήκοντος αυτού δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη διεκπεραίωσή του. Η αδιαφορία της υπάρχουσας Αριστεράς για το πρόβλημα οδήγησε στη συσσώρευση επιστρωματώσεων εκλογικεύσεων και δικαιολογιών, προκειμένου αυτή να συνεχίζει με την επίφαση πως τίποτα δεν πάει λάθος. Αυτό έθαψε το πρόβλημα βαθιά κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών της σημερινής Αριστεράς. Ο Πλατύπους υπάρχει για να απομακρύνει το καθίζημα. Η ομάδα ιδρύθηκε το 2006 για να ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο και τη συζήτηση στην Αριστερά που αφορά στο ερώτημα: πώς προσπεράσαμε το γεγονός ότι η Αριστερά είναι νεκρή και πώς θα μπορούσαμε εμείς, στη δεδομένη κατάσταση, να εκπληρώσουμε το σύνθημα «Ζήτω η Αριστερά»; |P
Θα είμαστε στο φεστιβάλ άμεσης δημοκρατίας στο ΑΠΘ, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, 4-6 Σεπτέμβρη. Περάστε να συζητήσουμε, να μάθετε για το φετινό μας πρόγραμμα, αλλά και να προμηθευτείτε κείμενά μας και άλλο υλικό στο τραπεζάκι μας.