Θοδωρής Βελισσάρης- 8/12/2014
“Η επανάσταση είναι κακή, για όσο χρόνο δεν έχει νικήσει.” Μαξ Χορκχάιμερ, Λυκόφως
Το βιβλίο «“Δικτατορία του Προλεταριάτου” και “Εργατικά Συμβούλια”: Ασύμβατες έννοιες!» αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά στο πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης και της σχέσης, ιστορικά, της εργατικής τάξης με τις πολιτικές οργανώσεις και τη δημοκρατία εν γένει. Χρήσιμη γιατί, αφενός, αποτελεί ευσύνοπτη περίληψη των επιχειρημάτων μίας πλευράς, αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “αντιλενινιστική”. Αφετέρου, επειδή συζητά τα ζητήματα αυτά, όχι με ακαδημαϊκή πρόθεση, αλλά με στόχευση στην ανασυγκρότηση μίας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.
Η παραπάνω επισήμανση δεν σημαίνει ότι πρόσκειμαι αναγκαστικά σε μια άλλη πλευρά, αυτή των σημερινών “λενινιστών”. Αν οι αντιλενινιστές, για παράδειγμα. τείνουν στη δαιμονοποίηση του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι λενινιστές τείνουν στην άκριτη εξύμνησή τους. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε εντούτοις τόσο επιτυχείς όσο και ανεπιτυχείς στιγμές και διαστάσεις. Οι αντιλενινιστές γραπώνονται από τις ανεπιτυχείς και οι λενινιστές από τις επιτυχείς. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως πρόκειται για το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του εργατικού κινήματος, κάτι που δικαιολογεί και τον διαχρονικό διχασμό του επαναστατικού στρατοπέδου απέναντι στον αδιαμφισβήτητο πολιτικό εκφραστή της: τον Λένιν (ο Μαρξ δεν γεννά τόσα πάθη).
Μία παρατήρηση πριν περάσω στο κυρίως θέμα: καθώς γράφω το κείμενο αυτό, λόγω ειδικών συνθηκών, μακριά από τη βιβλιοθήκη και τις σημειώσεις μου, θα παραλείψω αρκετές βιβλιογραφικές παραπομπές και θα περιορίσω όσο μπορώ τα παραθέματα. Ο συγγραφέας, από την άλλη, προσπάθησε στο βιβλίο του να εμπλουτίσει όσο μπορεί τα επιχειρήματά του με βιβλιογραφικές αναφορές, ειδικά στα σημεία όπου πραγματεύεται τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν κάνει όμως το ίδιο όταν στρέφεται κατά του Λένιν. Όταν παραθέτει αποσπάσματα από γραπτά του Λένιν τα αντλεί πολλές φορές από βιβλία τρίτων, όχι από τα ίδια τα κείμενα του Λένιν, στα οποία βέβαια θα αναδεικνυόταν καλύτερα και το ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το εκάστοτε παράθεμα.[1]
Εξουσία και επανάσταση
Το επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι οι κατακτήσεις των μεγάλων επαναστάσεων υφαρπάζονται, για να στρεβλωθούν και να αναιρεθούν, από εξουσιαστές ηγέτες, όπως τους γιακωβίνους στη Γαλλική και τους μπολσεβίκους στη Ρωσική επανάσταση. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μόνο μέσω της άμεσης δημοκρατίας και της κατάργησης κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης που δεν περιλαμβάνει μία δεσμευτική εντολή, με ταυτόχρονη εγκαθίδρυση θεσμών όπως τα εργατικά συμβούλια. Τα εργατικά συμβούλια εξέφραζαν και ασκούσαν την πραγματική δημοκρατία, την οποία κατέστρεψαν υποστηρικτές της “δικτατορίας του προλεταριάτου” όπως ο Λένιν. Για τον συγγραφέα, οι παραπάνω έννοιες είναι ασύμβατες, και τις χρησιμοποιούν ως συμβατές μόνο φιλόδοξοι εξουσιαστές μέχρι να επικρατήσουν και να εγκαθιδρύσουν αυτό που υποτιθέμενα εξαρχής επιδίωκαν, μία κομματική δικτατορία. Υπάρχει απόλυτη ασυμβατότητα μεταξύ κόμματος και εργατικών συμβουλίων, δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και άμεσης δημοκρατίας.
Εγώ θα ξεκινήσω με μια παρατήρηση του Ένγκελς, η οποία σχολιάζεται και στο ίδιο το βιβλίο. Αυτός έγραψε κάποτε ότι, αν είχε δει ποτέ κανείς έστω και μία επανάσταση, θα γνώριζε ότι οι επαναστάσεις είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει. Δεν φαίνεται να έχει άδικο. Μία από τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα μίας επανάστασης είναι η εξάντληση όλων των αποθεμάτων “ειρηνικής” επίλυσης μίας κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εντός του καθορισμένου πλαισίου της καθεστηκυίας τάξης. Μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων η εξέλιξη της επανάστασης καθορίζει αυτό που θα επικρατήσει και αναδεικνύει νικήτρια την ομάδα που το εκπροσωπεί. Αυτή η διαδικασία δεν μοιάζει ούτε με απογευματινό περίπατο ούτε με διεξοδική συζήτηση: είναι μια διαδικασία επιβολής και ισχύος – όχι βέβαια αναγκαστικά βίαιη.[2] Ο ίδιος ο συγγραφέας για να αναιρέσει τον παραπάνω ισχυρισμό του Ένγκελς (σσ. 69-70) παραθέτει έναν σχετικό σχολιασμό του Μπούμπερ, ο οποίος αποδεχόταν αυτή τη φράση του Ένγκελς μόνο αν σήμαινε ότι “ο επαναστατικός αγώνας πρέπει να διεξάγεται με οξυδερκή ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία”. Την απέρριπτε εάν σήμαινε τον απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής από μία κεντρική, εξουσιαστική θέληση. Δεδομένου ότι δεν εννοούσε κάτι τέτοιο ο Ένγκελς, μένει ακατανόητη η παράθεση ως αντεπιχείρημα. Γιατί η ανάγκη κεντρικού συντονισμού δεν σημαίνει “απεριόριστο καθορισμό όλων των κλάδων της κοινωνικής ζωής”!
Γιατί όμως η επανάσταση είναι εξουσιαστική; Επειδή μία κοινωνική ομάδα διέπεται από αυταρχισμό τον οποίο εξαπολύει εναντίον άλλων, μη αυταρχικών, ατόμων και ομάδων; Ή επειδή οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα είναι αυταρχικές, άρα και κάθε ομάδα επιδεικνύει αυταρχισμό, αναπόφευκτα, κατά τη διεκδίκηση των συμφερόντων της; Η πρώτη περίπτωση θα σήμαινε, καταρχάς, το παράδοξο να υπάρχουν μη αυταρχικά άτομα σε μία αυταρχική κοινωνία και, κατά δεύτερον, το δυσεπίτευκτο τα μη αυταρχικά άτομα να επικρατήσουν επί των αυταρχικών. Επίσης, θα σήμαινε ότι ο καπιταλισμός είναι μία κοινωνία χωρίς καμία ιστορική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ιστορικές κοινωνίες. Το σύγχρονο κράτος είναι ένα φαινόμενο που προκύπτει “από τα πάνω” ή “από τα κάτω”; Από μία αμετάβλητη κληρονομημένη ιεραρχία που διατηρείται επ’ αόριστον, ή από την απρόβλεπτη έκβαση των απαιτήσεων των ίσων, οι οποίοι επιλέγουν εκπροσώπους σε έναν μαζικό πολιτικό στίβο; Με άλλα λόγια: είναι το κράτος σήμερα ένας δεδομένος, παγιωμένος μηχανισμός που επιβάλλεται ελέω θεού στους υπηκόους του, ή αποτελεί σύμπτωμα των κοινωνικών σχέσεων στην παθολογική μεταβολή των οποίων προσαρμόζεται;
Αν οι αστικές επαναστάσεις δεν ήταν απλά αφελή παιδιαρίσματα αλλά ιστορικές τομές που άλλαξαν τη μοίρα του κόσμου, σαφώς το κράτος δεν μπορεί να έμεινε ανέπαφο από τις μεταβολές που έφεραν την ίδια την κοινωνία[3] και τις μαζικές μορφές πολιτικής στο προσκήνιο. Το κράτος είναι σύμπτωμα της κοινωνίας, και όχι η κοινωνία σύμπτωμα του κράτους. Κι αν το κράτος είναι αυταρχικό, αυτό οφείλεται στον διάχυτο κοινωνικό αυταρχισμό. Από αυταρχισμό διέπεται τόσο η συμπεριφορά των μηχανισμών που προσφέρουν προστασία στους πολλούς, όσο και η συμπεριφορά των πολλών που την απαιτούν. Αν όλη η κοινωνία διέπεται από αυταρχισμό, τότε και η επανάσταση θα διέπεται από αυταρχισμό, στο μέτρο που η επανάσταση αποτελεί οξύ σύμπτωμα της κοινωνίας της οποίας τον ριζικό μετασχηματισμό επιδιώκει.[4]
Γι’ αυτό η επανάσταση ποτέ δεν περιορίζεται στη σύγκρουση του λαού με τις άρχουσες τάξεις αλλά δίνει έκφραση, επίσης, στις αντιφάσεις εντός της εργατικής τάξης, εντός του “λαού” (οποιαδήποτε έννοια κι αν χρησιμοποιήσουμε) και στις συγκρούσεις που τις εκφράζουν. Γι’ αυτό και ο Μαρξ και οι μαθητές του, όπως ο Λένιν, έβλεπαν μια επιτυχημένη επανάσταση όχι σαν αφετηρία της προσπάθειας εδραίωσης της εξουσίας της αγαθής εργατικής τάξης, αλλά ως αφετηρία προσπάθειας αυτοκατάργησης της τάξης αυτής, και μαζί της όλων των τάξεων (σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις). Πως θα μπορούσε εξάλλου ο αυταρχισμός να περιορίζεται στη σχέση καπιταλιστή και εργάτη, όταν οι ίδιοι οι εργάτες διαγκωνίζονται μεταξύ τους για περιορισμένες θέσεις εργασίας. Αν κάτι χαρακτηρίζει περισσότερο απτά και διαχρονικά το κεφάλαιο, αυτό είναι το φαινόμενο της ανεργίας, το οποίο καθιστά μεγάλο μέρος της κοινωνίας πλεονάζον και περιττό.
Αντιφάσεις
Εδώ αναδύεται ένα πρόβλημα: πως μπορεί κανείς να μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνία της οποίας αποτελεί και ο ίδιος μέρος; Πως μπορεί κάποιος να γίνεται παράγοντας αλλαγής και συγχρόνως να αποτελεί μέρος αυτού που αλλάζει; Αυτού του είδους τα προβλήματα και οι αντιφάσεις ήταν που οδήγησαν τον Μαρξ και τους μαρξιστές να εκφράζονται μέσω φαινομενικά αντιφατικών διατυπώσεων, όπως αυτή για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως προϋπόθεση της δημοκρατίας (και το ανάποδο). Όσο κι αν ο συγγραφέας θέλει να εξαιρέσει τον Μαρξ από αυτή την κληρονομιά, ο ίδιος ο Μαρξ, όχι μόνο ο Ένγκελς και αργότερα οι Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκι, υποστήριζε πως η επανάσταση θα λάβει αυτόν τον χαρακτήρα. Η επανάσταση για τον Μαρξ και τους μαρξιστές, θα είναι αναπόφευκτα αυταρχική, “δικτατορική”. Το θέμα είναι ποια κατεύθυνση θα πάρει αυτός ο αυταρχισμός, και ποιους σκοπούς θα εξυπηρετήσει: εναντίον των λίγων ή εναντίων των πολλών; Θα είναι μια δικτατορία της εργατικής τάξης ή θα παραμείνει μία δικτατορία του κεφαλαίου;
Κι εδώ οδηγούμαστε στην αμφισβήτηση της κεντρικής προβληματικής του βιβλίου. Δεν ζούμε σε μία συνεκτική πραγματικότητα εντός της οποίας κάποιοι εκφράζουν αντιφατικές θέσεις και υιοθετούν ασύμβατες έννοιες, όπως αυτές στον τίτλο του βιβλίου. Οι έννοιες φαίνονται ασύμβατες γιατί εκφράζουν μια αντιφατική πραγματικότητα, με την αντίφαση να διέπει όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ ομάδων αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων υπό το κεφάλαιο. Η ιδιάζουσα μαρξιστική πολιτική συνίσταται στην πεποίθηση ότι η ρητή έκφραση και αναγνώριση των αντιφάσεων αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για τον χειρισμό και την υπέρβασή τους.
Κόμμα και εργατικά συμβούλια
Οι κοινωνικές αντιφάσεις δεν περιορίζονται εντός της εργατικής τάξης. Αν περιορίζονταν εκεί, θεσμοί όπως τα συνδικάτα και τα εργατικά συμβούλια, ή ευρύτερες πολιτικές οργανώσεις, θα ήταν ίσως αρκετές για την πολιτική τους έκφραση. Οι αντιφάσεις εξαπλώνονται και στο στρατόπεδο των πολιτικών εκπροσώπων της τάξης αυτής. Στο μέτρο ειδικά που, από το 1848 και δώθε, κάθε προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού αποτύγχανε, η κοινωνία ριχνόταν σε ένα βαθύτερο επίπεδο αντιφάσεων. Το 1914, για παράδειγμα, εκτός από τη διεθνή αλληλοσφαγή μεταξύ των ίδιων των εργατών, σήμανε και έναν αμείλικτο πόλεμο στους κόλπους, όχι απλά των επαναστατών σοσιαλιστών (όπως με την Α’ Διεθνή), αλλά των ίδιων των μαρξιστών.
Ο ίδιος ο μαρξισμός έχει μία σύνθετη ιστορία. Ο Μαρξ, ενώ το 1848 έγραφε ότι οι κομμουνιστές δεν οργανώνονται σε ένα ξεχωριστό κόμμα, προς το τέλος της ζωή του ενέκρινε (πάντα κριτικά!) τη δημιουργία ενός γερμανικού κόμματος, και έγραψε μαζί με τον Γκεντ το πρόγραμμα του μαρξιστικού γαλλικού εργατικού κόμματος (ενώ συγκρούστηκε ακόμη νωρίτερα με τους αναρχικούς στη Διεθνή, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την αποβολή τους). Από την άλλη πλευρά, ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ δεν ήταν κομματικοί καρεκλοκένταυροι. Σιχαίνονταν και οι δύο τη ζέουσα κομματική γραφειοκρατία. Αλλά έβλεπαν το κόμμα ως αναγκαία έκφραση των βαθύτερων κοινωνικών αντιφάσεων της ιστορικής εξέλιξης, όχι ως ντεπόν για το καταλάγιασμά τους.
Κι εδώ έρχομαι σε ένα άλλο σημαντικό σημείο της κριτικής μου στο βιβλίο. Οι σημερινοί λενινιστές, ακολουθώντας βασικά τη σταλινική κληρονομιά, φετιχοποιούν το κόμμα ως το απόλυτο κλειδί για την επαναστατική επιτυχία. Οι αντιλενινιστές, από τους αναρχικούς και τους συμβουλιακούς κομμουνιστές μέχρι τους καταστασιακούς, φετιχοποιούν τα εργατικά συμβούλια (ή άλλους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς) ως επαναστατικό κινητήρα. Και οι δύο πλευρές πραγμοποιούν την επανάσταση και αντί να την προάγουν τείνουν να την υποτάξουν στα προκάτ σχήματά τους.
Ο Λένιν αντίθετα, στην πολιτική του διαδρομή, ακολούθησε εντελώς διαφορετικό δρόμο. Δεν έλειψαν οι στιγμές όπου απείλησε να παρατήσει το κόμμα, στο μέτρο που αυτό υιοθετούσε αντιδραστική γραμμή. Και δεν έλειψαν οι στιγμές όπου σκέφτηκε να αντικαταστήσει τη στήριξη στα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, με τη στήριξη σε άλλους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, όπως τα συνδικάτα, στο μέτρο που τα σοβιέτ έτειναν να μετατραπούν σε όργανο των αστών και των συνοδοιπόρων τους.
Σημαντική για μαρξιστές όπως οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν η γόνιμη ένταση και μη-ταυτότητα μορφών όπως τα εργατικά συμβούλια, η μαζική απεργία, τα συνδικάτα και το κόμμα (και θεωρούσαν τον μαρξισμό ως ιστορική συνείδηση αυτής της μη-ταυτότητας). Τη θέση αυτή διατύπωσε η Λούξεμπουργκ σε μία διάσημη μπροσούρα της για το φαινόμενο της μαζικής απεργίας, την οποία έγραψε σε μία περίοδο όπου βρισκόταν και συζητούσε συντροφικά καθημερινά με τον Λένιν.[5] Κι εδώ ίσως είναι ευκαιρία να σχολιάσουμε το φαινόμενο της συνεχούς επίκλησης της Λούξεμπουργκ από τους αντιλενινιστές. Η επίκληση της αρχικής κριτικής της από το 1904, είναι παρωχημένη, στο μέτρο που η Λούξεμπουργκ την αναθεώρησε πολύ γρήγορα, όταν διαπίστωσε το 1905 ότι ο Λένιν είχε δίκιο για τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία, η οποία δεν ήταν “αστική” όπως περίμεναν, λανθασμένα, πολλοί μαρξιστές, μεταξύ των οποίων και η Λούξεμπουργκ. Από το 1905 κι έπειτα, στην πλειοψηφία των ετών, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ (παρά τις επιμέρους διαφωνίες) είναι σύντροφοι στον αγώνα εναντίον του ρεβιζιονισμού, εντός του μαρξιστικού στρατοπέδου, και η τελική αποτίμηση που κάνουν ο ένας για τον άλλο είναι θετική. Ακόμα και στην κριτική της για τη ρωσική επανάσταση, που κυκλοφορεί ευρέως (χωρίς να τονίζεται ότι δεν τη δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε, ούτε ότι είχε γραφτεί στη φυλακή χωρίς να έχει πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες), η Λούξεμπουργκ εξυμνεί τους μπολσεβίκους με τρόπο που οι αντιλενινιστές δεν θα έκαναν ποτέ. Τους μπολσεβίκους τους στήριζε με κάθε ευκαιρία, ακόμα και απέναντι σε κατηγορίες περί υποτιθέμενου μπλανκισμού, παρόμοιες με αυτές που εξαπολύει και ο συγγραφέας του βιβλίου. Στη μόνη κριτική για τους μπολσεβίκους που δημοσίευσε η ίδια όσο ζούσε και την οποία έγραψε εκτός φυλακής (“Η ρωσική τραγωδία”), επισημαίνει ως λάθος τους την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, όχι τον αυταρχισμό τους και τις ιδέες τους περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν η Λούξεμπουργκ, όχι απλά ήταν ηγετικό στέλεχος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά ηγούνταν, μαζί με τον Γιόγκισες, του συγκεντρωτικού πολωνικού κόμματος. Τέλος, η Λούξεμπουργκ, ιδρύτρια του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, δεν θα μπορούσε να φετιχοποιεί τα σοβιέτ καθώς τα είχε δει στην επανάσταση του 1918-19 να περνάνε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών προδοτών της εργατικής τάξης!
Μια τελευταία παρατήρηση σχετικά με το κόμμα. Τα κόμματα είναι εθελοντικές οργανώσεις. Δεν σε υποχρεώνει κανείς να συμμετέχεις και να πειθαρχείς σ΄ αυτά, όπως υποχρεωνόμαστε να συμμετέχουμε στην ευρύτερη πολιτική ζωή. Κι ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η αντίδραση και η αντεπανάσταση έχει στη διάθεσή της ισχυρούς συγκεντρωτικούς μηχανισμούς με τους οποίους το επαναστατικό στρατόπεδο πρέπει να συγκρουστεί. Όση ηθική ακεραιότητα κι αν επέδειξαν οι αναρχικοί και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές ιστορικά, η σύγκρουση των μαζών με τους μηχανισμούς αυτούς έληξε (έστω προσωρινά) υπέρ του επαναστατικού στρατοπέδου μόνο στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 (ο Λένιν χαιρόταν σαν παιδί όταν η επανάσταση ξεπέρασε σε διάρκεια την Κομμούνα του Παρισιού, η οποία αποτελούσε προσωρινό στιγμιότυπο χωρίς γενικευμένο διεθνή χαρακτήρα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας επιδοκιμάζει τις σύντομες επαναστάσεις που έχουν ηρωικό αλλά τραγικό τέλος (1871 και 1905) και αποδοκιμάζει όσες ήταν, για τα δικά του μέτρα, αντι-ηρωικές, παρότι (εν μέρει έστω) νικήτριες (1789 και 1917).
Στον καπιταλισμό η πολιτική έχει λάβει μαζικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει μη-καπιταλιστική πρακτική εντός του καπιταλισμού. Όσες πολιτικές οργανώσεις θέλουν να ασχοληθούν με την κυρίαρχη πολιτική, παίρνουν χαρακτηριστικά κόμματος, χαρακτηριστικά δημοκρατίας, αντιπροσώπευσης αλλά και συγκεντρωτισμού και πειθαρχίας. Οι μαρξιστές προσπαθούσαν να καταστήσουν αυτές τις ήδη υπάρχουσες μορφές πολιτικής περισσότερο αυτοκριτικά συνειδητές και να τις θέσουν έτσι στην υπηρεσία ενός επαναστατικού κινήματος, δεν προσπαθούσαν να αντιπαραθέσουν ιδεαλιστικά σ’ αυτές κάποιες εξωτερικές, μη-καπιταλιστικές, πρακτικές. Η εργατική τάξη, ο λαός, κατάφεραν στο παρελθόν με πολύ κόπο να εμπλακούν στα χωράφια της “υψηλής” πολιτικής. Οι απίστευτες δυσκολίες και προκλήσεις της εμπλοκής αυτής δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να την αποφύγουν εντελώς.
Η Κομμούνα του Παρισιού
Ο συγγραφέας προσπαθεί να αντιδιαστείλει σε όλη την έκταση του κειμένου τις θέσεις των Μαρξ και Λένιν ως προς την Κομμούνα. Όμως, ήταν ο ίδιος ο Ένγκελς ο οποίος είχε γράψει ότι αν θέλει κανείς να δει τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει την Παρισινή Κομμούνα. Αυτά δεν τα έγραψε διαστρεβλώνοντας τον αδερφικό του φίλο Μαρξ, αλλά ακριβώς στον απόηχο όσων είχε πει ο ίδιος ο Μαρξ για την Παρισινή Κομμούνα στην ομιλία του για την έβδομη επέτειο της Α’ Διεθνούς (15 Οκτωβρίου 1871): εκεί έλεγε ότι οποιαδήποτε επαναστατική αλλαγή για την Κομμούνα προϋπέθετε αναγκαία μία προλεταριακή δικτατορία, πρώτη συνθήκη της οποίας ήταν ένας προλεταριακός στρατός. Η Κομμούνα για τον Μαρξ, εάν πετύχαινε, θα πετύχαινε μόνο ως εργατικό κράτος, στο μέτρο που το σύγχρονο κράτος για τον Μαρξ ήταν ένα αναγκαίο σύμπτωμα της αλλοτρίωσης των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Μαρξ ύμνησε την Κομμούνα του Παρισιού, ενώ ο Λένιν την επέκρινε επειδή αυτή μπέρδευε τους στόχους του αγώνα για τη δημοκρατία, με τους στόχους του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Όμως ο Μαρξ δεν ύμνησε απλά την Κομμούνα, της άσκησε σημαντική κριτική. Η κριτική του αφορούσε ακριβώς στο ότι δεν λειτούργησε επαρκώς ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, ως δικτατορικό όργανο της εργατικής εναντίον της αστικής τάξης, της πλειοψηφίας εναντίον της μειοψηφίας.[6]
Ο Μαρξ άσκησε κριτική στην Κομμούνα επειδή δεν απαλλοτρίωσε τους εθνικούς θησαυρούς στις παρισινές τραπεζες και επειδή δεν συγκρότησε τακτικό στρατό, ώστε να επιτεθεί οργανωμένα στους εχθρούς της στις Βερσαλλίες, προτού της επιτεθούν αυτοί, με την απλόχερη βοήθεια των Πρώσων. Αυτά τα μέτρα μπορεί να φαίνονται αμφιβόλου δημοκρατικής νομιμοποίησης (μπορούσαν να πουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία του γαλλικού έθνους;), όπως όμως το έθετε και η Λούξεμπουργκ, δεν μπορείς να περάσεις από μια δημοκρατία στην επανάσταση, αλλά μάλλον από μία επανάσταση στη δημοκρατία. Δεν προκρίνεται εδώ βέβαια μία παραλλαγή του ρητού: “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη του αγώνα αυτού.
Οι προυντονιστές και μπλανκιστές ηγέτες της Κομμούνας στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, και το τέλος της Κομμούνας σήμανε και το δικό τους τέλος ως πολιτικών δυνάμεων (άρα υπονομεύεται ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι η εξουσία της Κομμούνας δεν όφειλε τίποτα σε «κομματικές επιρροές και τερτίπια, ή σε αρχηγικό κύρος»). Εντούτοις, ακόμα κι αυτοί οι ηγέτες προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της στιγμής, επιδιδόμενοι σε “δικτατορικά” μέτρα όπως η αιχμαλώτιση ομήρων. Οι αντιφάσεις στις οποίες οδηγεί ο συμφυρμός ηθικισμού και πολιτικής γίνονται έκδηλες αν σκεφτούμε ότι ο Κροπότκιν γκρίνιαζε στον Λένιν επειδή αυτός και οι μπολσεβίκοι, μιμούμενοι την Κομμούνα, κρατούσαν για αντίμετρο ως όμηρους εκπρόσωπους της αντίδρασης, τον καιρό του αιμοσταγούς εμφυλίου πολέμου. Αυτό βέβαια δεν είχε εμποδίσει τον ευγενή πρίγκιπα, λίγο νωρίτερα, να στηρίζει τον εγκληματικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά των συμμάχων και της Ρωσίας.
Γενικότερα, ο συγγραφέας τείνει να υπερτονίζει το αυθόρμητο στοιχείο των εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Ωστόσο, δεν υπάρχει εμβόλιο με το οποίο μπορεί να εισέλθει κανείς στον στίβο της μαζικής πολιτικής. Ούτε το αυθόρμητο, ούτε τα εργατικά συμβούλια, ούτε οι αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, ούτε ένα πειθαρχημένο κόμμα, έχουν εγγενή ανοσία στις αντιδραστκές πολιτικές.
Η Ρωσική Επανάσταση
Στις περισσότερες αποτιμήσεις της περιόδου περί το 1917 λησμονείται ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν ξεσπά μία εθνική επανάσταση, αλλά μία σειρά πολλών επαναστάσεων σε διεθνές επίπεδο (Ρωσική, Ουγγρική, Ιταλική, Γερμανική). Κι αυτές μέσα στο κλίμα διεθνούς κρίσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το ένα λάθος φέρνει το άλλο: η κάθε επανάσταση αποτιμάται με εθνικά κριτήρια, και όχι με διεθνή. Η ρωσική επανάσταση, κατά τους ισχυρισμούς αυτούς, απέτυχε από εσωτερικά αίτια, αεροστεγώς αποκλεισμένα από τα εξωτερικά.
Η παραπάνω σκοπιά έχει σχέση με ένα σταλινικό κατάλοιπο που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς, λίγο ή πολύ, σε όλη την Αριστερά, ακόμα και στους αναρχικούς, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να οικοδομεί κανείς “σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα”, αρκεί να υιοθετηθούν οι σωστές αρχές. Στο σενάριο αυτό, η παρακμή των εργατικών συμβουλίων οφείλεται στους μπολσεβίκους, οι οποίοι υποτιθέμενα τα χρησιμοποίησαν αδίστακτα για να ανέλθουν στην εξουσία, και στη συνέχεια τα εξάλειψαν.
Άνευ περιστροφών πρέπει εδώ να δηλώσουμε ότι η παρακμή των εργατικών συμβουλίων έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αποτυχία της επανάστασης στο εξωτερικό και τη συνεπαγόμενη περικύκλωση της επανάστασης από εχθρικούς στρατούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Όχι μόνο χάθηκε η ευκαιρία οι επαναστατικές δυνάμεις να ενισχυθούν από την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου σε Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, και πιθανώς αλλού, αλλά ενισχύθηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις από την επικράτηση των ιμπεριαλιστών σε όλα τα μέτωπα. Οι δυνάμεις των σοβιέτ λοιπόν αποδεκατίστηκαν κυρίως λόγω του βίαιου εμφυλίου που ακολούθησε και τη συνακόλουθη ατυχή μετατροπή της επανάστασης σε καταναγκαστική διαχείριση της οικονομικής εξαθλίωσης.
Όχι μόνο ακραιφνείς μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί και επικαλείται η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Άβριτς και Μπορντίγκα, τόνιζαν ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες η εφαρμογή του προγράμματος των ναυτών της Κροστάνδης ή άλλων εξεγερμένων ενάντια στους μπολσεβίκους οδηγούσε, αντικειμενικά, στο πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της αντίδρασης. Προς τιμήν του, ο Λένιν, λέγοντας τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, χαρακτήριζε το 1922 όλη αυτή την κατάσταση, όχι ως επαναστατική, αλλά ως ένα είδος οπισθοδρόμησης σε μία μορφή κρατικού καπιταλισμού (“Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου”). Η νίκη έπρεπε να κρατηθεί, αλλά χωρίς να ωραιοποιήσει κανείς την κατάσταση, χωρίς να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, όπως έκανε ο σταλινισμός που ακολούθησε.
Η Ρωσία (τόσο του 1905 όσο και) του 1917 δεν ήταν μια κατά τ’ άλλα ειρηνική χώρα την οποία λεηλατούσαν συμμορίες μπολσεβίκων. Υπήρχε διάχυτος αυταρχισμός, τόσο στο αντιδραστικό στρατόπεδο, από τις μαύρες εκατονταρχίες και τα αντισημιτικά πογκρόμ μέχρι τους πράκτορες της αστυνομίας και την εξωτερική επίθεση, όσο και στο επαναστατικό στρατόπεδο, με τους αντιμαχόμενους στρατούς σε όλοι την επικράτεια (μην ξεχνάμε για παράδειγμα και τις δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Λένιν, όχι από τσαρικούς αναγκαστικά, αλλά από δημοκράτες ή επαναστάτες άλλων πολιτικών απόψεων). Όσον αφορά το «αυθόρμητο» που εκθειάζεται από τον συγγραφέα, ειδικά για το κύμα των απεργιών του 1905, δεν πρέπει να παραλείπουμε να τονίζουμε εξίσου εμφατικά ότι το κύμα αυτό ήταν γεμάτο τσαρικούς πράκτορες που εξέλεγαν «αυθόρμητα» οι εργάτες.
Για τον συγγραφέα, τα σοβιέτ ή συμβούλια δεν ανήκαν σε κανένα πολιτικό κόμμα και η κομματική ένταξη των μελών δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι στα σοβιέτ δραστηριοποιούνταν κομματικές οργανώσεις που επιδίωκαν και κέρδιζαν την πλειοψηφία (και πολλές απ’ αυτές είχαν βαθιά αντεργατικό και αντιδραστικό πρόγραμμα). Δεν γίνεται να αγνοούμε το γεγονός ότι υπήρχαν οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς ατομικά (όπως κάποιοι αναρχικοί υποψήφιοι που είχαν ελάχιστη επιρροή στα συμβούλια).
Αδιαμβισβήτητο γεγονός, τέλος, αποτελεί η κατάκτηση της πλειοψηφίας των σοβιέτ από τους μπολσεβίκους, με κινηματικούς και πολιτικούς όρους. Η παρακμή των σοβιέτ δεν είχε να κάνει με τη μεταστροφή των μπολσεβίκων, αλλά με την παρακμή της ίδιας της επανάστασης. Η επανάσταση δεν θα είχε νικήσει, στη Ρωσία και αλλού, αν οι μπολσεβίκοι είχαν ένα καλύτερο αξιακό σύστημα (όπως αυτό που επικαλείται ρητά και επιδοκιμάζει το βιβλίο) ή αν αντικαθιστούσαν τη μαρξιστική με μία στενά συμβουλιακή πολιτική. Εξάλλου, μας ενδιαφέρει μόνο η επανάσταση που στοχεύει στο ξεπέρασμα κάθε “Απόλυτου” στο οποίο πρέπει να προσαρμοζόμαστε, ηθικού, ή ακόμα και ενός δημοκρατικού.
Παράλληλα, την ίδια περίπου περίοδο στη Γερμανία, η επανάσταση φάνηκε να κλονίζεται και εν τέλει να αποτυγχάνει να επικρατήσει, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν περισσότερα κόμματα (ενώ υπήρχαν συμβούλια)! Το Κομμουνιστικό κόμμα δημιουργήθηκε δύο ολόκληρους μήνες μετά την επανάσταση!
Η Γαλλική Επανάσταση
Σήμερα έχει υποχωρήσει πολιτικά τόσο πολύ το αίτημα για ατομική και κοινωνική ελευθερία, ώστε οι ιστορικοί αγώνες που την έθεσαν στο προσκήνιο δυσφημούνται από πολλές πλευρές. Εκπρόσωποι όλου του πολιτικού φάσματος, δεν έχουν να επιδείξουν άλλο παρά περιφρόνηση για τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Γιακωβίνοι, που ηγήθηκαν των επαναστάσεων που γκρέμισαν τα προνόμια και την “ιερή τάξη” των χιλιετιών του παραδοσιακού πολιτισμού.
Στην αφήγηση του βιβλίου, οι Γιακωβίνοι δεν ήταν παρά αντεπαναστάτες υποκριτές, οι οποίοι στήριξαν τις εργαζόμενες τάξεις μόνο για να υφαρπάξουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν, εκ των υστέρων, ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς. Και ο Λένιν δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τους αντιγράψει. Ο συγγραφέας, όπως προτιμά τους συμβουλιακούς ή αναρχικούς στη Ρωσική επανάσταση, προτιμά στη Γαλλική επανάσταση όσους έθεταν εαυτώ αριστερότερα των Γιακωβίνων, δηλαδή τους εμπερτιστές, “λυσσασμένους” και άλλους, οι οποίοι ήθελαν να εγκαθιδρύσουν μία μορφή άμεσης δημοκρατίας. Η τελευταία είναι εξάλλου η απόλυτη λυδία λίθος που παρουσιάζεται στο βιβλίο για τα επαναστατικά ζητήματα.
Όμως, στις αντίστοιχες επαναστάσεις, οι εργαζόμενες τάξεις κατέκτησαν την εξουσία με πολιτικά εργαλεία και όπλα, όχι τους περιθωριακούς Κροπότκιν και Ζακ Ρου, αλλά τον Λένιν και τον Ροβεσπιέρο. Οι αντιλενινιστές διαμαρτύρονται συνεχώς επειδή οι πολιτικές οργανώσεις που βοήθησαν τους καταπιεσμένους να κατακτήσουν την εξουσία, δεν υιοθέτησαν τις ιδέες τους. Ίσως, αντί να εστιάζουμε μονίμως στη μπολσεβίκικη και γιακωβίνικη προδοσία, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε για τις αιτίες της αδυναμίας συγκρότησης αποτελεσματικού κόμματος και οργάνωσης από τους “λυσσασμένους” στη Γαλλική επανάσταση και τους συμβουλιακούς και αναρχικούς στη Ρωσική.
Φυσικά αυτά δεν αναιρούν όλα τα προβληματικά σημεία της γιακωβίνικης πολιτικής, τα οποία έχουν επισημάνει πολλές φορές μαρξιστές όπως ο Λένιν (τον οποίο ο συγγραφέας απλά ταυτίζει με τους γιακωβίνους). Ποτέ όμως δεν έφτασαν οι τελευταίοι στο σημείο των «φιλελεύθερων», να διασύρουν τους γιακωβίνους παρουσιάζοντάς τους μόνο σαν ένα στυγνό δικτατορικό πολιτικό εξάμβλωμα, δικαιώνοντας έτσι κάθε πολιτικό συντηρητισμό.
Η Γαλλική επανάσταση, παρ’ όλα τα φρικτά προβλήματά της, πέτυχε στο να θέσει το πρόβλημα της ελευθερίας στη διεθνή πρακτική πολιτική ατζέντα. Εντούτοις, στους άμεσους στόχους της, παρέμεινε δυστυχώς εθνική, περικυκλωμένη από επιθετικές και εκδικητικές ευρωπαϊκές μοναρχίες. Αυτό το κλίμα ήταν που οδήγησε στην όξυνση του πολιτικού αυταρχισμού, και όχι κάποια εγγενής κακία των επαναστατών. Στην τρομοκρατική εξολόθρευση των πολιτικών αντιπάλων δεν συμμετείχαν μόνο οι γιακωβίνοι, αλλά και όσοι βρίσκονταν υποτιθέμενα στα αριστερά τους: δεν ζητούσαν κεφάλια, ακόμα και επαναστατών, οι αμεσοδημοκράτες εμπερτιστές και κομμουνάροι;
Εν τω μεταξύ, η πίστη σε απόλυτες ηθικές αρχές ήταν που χαρακτήριζε ορισμένες από τις χειρότερες πλευρές των Γιακωβίνων, όπως για παράδειγμα η “αρετή” του Ροβεσπιέρου. Παρόμοια υποκειμενικά “απόλυτα” επέτειναν το πρόβλημα του αυταρχισμού σε χειρότερη κατεύθυνση. Ο Λένιν επέκρινε αυτή τη στάση των αστών επαναστατών, όχι από την πλευρά του αμοραλισμού, αλλά από την πλευρά της ένταξης των ηθικών προβλημάτων στα πλαίσια μίας κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης. Συνεπώς, αν κάτι μπορεί να γείρει επικίνδυνα υπέρ ενός τυφλού αυταρχισμού, είναι τα ίδια τα συμβούλια, η αμεσοδημοκρατία και άλλα στοιχεία, όταν μετατρέπονται σε απόλυτες ηθικές αρχές και αξίες. Όλη η βαρβαρότητα του παραδοσιακού πολιτισμού βασίστηκε σε απόλυτες ηθικές αξίες και “αξιακά συστήματα”. Ιδού τι έγραψε κι ένας κομμουνιστής της εποχής (τηρουμένων των αναλογιών), ο Μπαμπέφ, για τον Ροβεσπιέρο:
“Ας του επιστρέψουμε την αρχική του, δίκαιη δόξα, και όλοι οι μαθητές του θα αναδυθούν ξανά και θα θριαμβεύσουν σύντομα. Ο ροβεσπιερισμός ανατρέπει εκ νέου όλες τις φατρίες. Δεν μοιάζει με καμία εξ αυτών, δεν είναι ούτε τεχνητός ούτε περιορισμένος. Ο εμπερτισμός υπάρχει μόνο στο Παρίσι και μεταξύ μίας μικρής μερίδας ανθρώπων, και μπορεί μόνο με δυσκολία να διατηρηθεί. Ο ροβεσπιερισμός υπάρχει σε όλο το Δημοκρατικό καθεστώς (Republic), σε όλη την τάξη των δικαίων και οξυδερκών και, φυσικά, σε όλο το λαό. Ο λόγος είναι απλός: ο ροβεσπιερισμός είναι η Δημοκρατία, και οι δύο λέξεις ταυτίζονται: η αναβίωση του ροβεσπιερισμού σημαίνει σίγουρα την αναβίωση της δημοκρατίας”.[7]
Τα παραπάνω παρατίθενται όχι για να υποστηρίξουμε τον ροβεσπιερισμό, αλλά για να δείξουμε πόσο σύνθετη είναι η επαναστατική πραγματικότητα, όπως αυτό καταδεικνύεται και από τη ματιά ενός ριζοσπάστη της εποχής εκείνης, του οποίου την επαναστατική ακεραιότητα δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς.
Η βία και ο αυταρχισμός υπάρχουν διάχυτα στον περίγυρό μας, δεν θα τα γεννήσει η επανάσταση. Η επανάσταση θα τα οικειοποιηθεί από τη σκοπιά της οργανωμένης πλειοψηφίας και θα τα ρίξει στη μάχη για την ελευθερία. Χρειάζεται όμως προσοχή να μη μετατραπούμε σε απολογητές της δημοκρατίας, σε απλούς θιασώτες του αυταρχισμού που εκφράζει η ανάγκη για δημοκρατία. Η μαρξιστική πολιτική στόχευε ιστορικά πέραν της δημοκρατίας αλλά μονάχα μέσω της δημοκρατίας. Αυτό το «πέραν» είναι που λησμονείται ή υποβαθμίζεται στην προβληματική του συγγραφέα.
Μαρξ και Λένιν
Τα επαναστατικά προβλήματα ιστορικής ανάπτυξης φωτίζονται αν διατηρήσουμε τη σύνδεση μεταξύ Μαρξ και Λένιν, και δεν την αποκηρύξουμε μέσω μίας ελευθεριακής διεκδίκησης του Μαρξ. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ ήταν συμπτωματικός του κεφαλαίου, όχι το εξαγνισμένο εξωτερικό αντίδοτο σε κάθε τι καπιταλιστικό. Οι αποτυχίες του σοσιαλισμού οδήγησαν περαιτέρω στον συμπτωματικό χαρακτήρα του ίδιου του μαρξισμού. Την κρίση του μαρξισμού ως συμπτωματικού του κεφαλαίου συνειδητοποίησε και θεματοποίησε ο ίδιος ο Λένιν, και τη μετέτρεψε πρώτος σε απτή δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής. Η ευκολία παραμερισμού του Λένιν από τους αντιλενινιστές οδηγεί, πιθανώς, στον παραμερισμό των πραγματικών επαναστατικών προβλημάτων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, κλείνω με ένα παράθεμα του Αντόρνο, όπου προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία του Λένιν, τόσο εμφατικά ώστε πιθανώς αδικεί τον Μαρξ, αλλά καθιστά έτσι πιο ξεκάθαρη την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της επανάστασης. Της επανάστασης, όχι ως νίκης των καλών επί των κακών, αλλά ως επίπονης και μακράς διαδικασίας υποκειμενικού αυτομετασχηματισμού:
“Ο Μαρξ ήταν πολύ ακίνδυνος. Πιθανότατα φανταζόταν αφελώς ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση ίδιοι σε όλα τα ουσιώδη και τέτοιοι θα παρέμεναν. Συνεπώς, θεώρησε καλή ιδέα να τους στερήσουμε τη δεύτερη φύση τους. Δεν ασχολήθηκε με την υποκειμενικότητά τους. Πιθανότατα δεν εστίασε σ΄αυτήν τόσο προσεκτικά. Την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα της κοινωνίας βαθιά, μέχρι τον εσώτατο πυρήνα τους, θα την απέρριπτε ως θεωρία επίδρασης του περιβάλλοντος (milieu theory). Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που υποστήριξε αυτή την ιδέα”.[8]
[1] Λίγα σχόλια για την έκδοση: παρότι καλαίσθητη και φροντισμένη θα μπορούσαν ίσως σε μια πιθανή μελλοντική επανέκδοση να προτιμηθούν οι υποσημειώσεις αντί για τις εκτενείς σημειώσεις εντός αγκυλών και παρενθέσεων που διακόπτουν τη ροή του κειμένου, να περιληφθεί στην αρχή πίνακας περιεχομένων, και να αποφευχθούν, όπου είναι εφικτό, οι πολύ μεγάλες παράγραφοι.
[2] Όσο περισσότερο επιτυχημένη είναι μια επανάσταση τόσο λιγότερη βία θα χρειαστεί να ασκήσει. Όσο ευρύτερη η πολιτική στήριξη της επανάστασης και περισσότερα τα μέσα ισχύος που θα έχουν περάσει στα χέρια της, τόσο μικρότερη θα είναι η αντίσταση απέναντί της, άρα και η ανάγκη προσφυγής στη βία. Οι νεκροί της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν λιγότεροι από τους νεκρούς των γυρισμάτων της αντίστοιχης ταινίας του Αϊζενστάιν! Εντούτοις, η συγκέντρωση και ο μετασχηματισμός των μέσων ισχύος και επιβολής, βίαιη ή μη, παραμένει μια εξουσιαστική διαδικασία, ακόμα και στην (καλοδεχούμενη) περίπτωση όπου μέσω μίας επανάστασης αυτή που εξουσιάζει είναι η πλειοψηφία, κι αυτή που εξουσιάζεται η μειοψηφία.
[3] Η οποία κοινωνία, κατά Αντόρνο, είναι ένα δημιούργημα της Τρίτης Τάξης!
[4] Έχω συζητήσει διεξοδικότερα το πρόβλημα της σχέσης αυταρχισμού και δημοκρατίας, καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του νεώτερου κράτους, στο κείμενο “Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία”, όπου παράλληλα ασκώ κριτική στην αμεσοδημοκρατική κριτική της αντιπροσώπευσης. http://thessaloniki.platypus1917.org/?p=475
[5] J.P. Nettl, Rosa Luxemburg, vol.1
[6] Η έμφαση στον όρο δικτατορία εδώ έρχεται να υπενθυμίσει ότι κάθε κράτος είναι αυταρχικό, ακόμα και το πιο δημοκρατικό, κάτι που ξεχνούν πολλοί στη λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά: η πλειοψηφία μπορεί να τυραννά, όχι μόνο τη μειοψηφία, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της ακόμα. Το θέμα δεν είναι η κατάφαση, οποιασδήποτε επανάστασης, αλλά η κριτική επαγρύπνηση εντός της.
[7] http://www.marxists.org/archive/bax/1911/babeuf/ch10.htm (δική μου μετάφραση)
[8] Αναφέρεται στο: Detlev Claussen, Theodor W. Adorno: One Last Genius (Cambridge: Harvard University Press, 2008), σ. 233 (δική μου μετάφραση)
Την Τρίτη, 12 Νοέμβρη 2014, στις 7μμ, στο Στέκι Μεταναστών (Ερμού με Βενιζέλου) ανοίγουμε μία συζήτηση για το πρόβλημα του ρατσισμού με αφορμή τα μαθήματα της ιστορίας σχετικά με τους αγώνες της Νέας Αριστεράς εναντίον του ρατσισμού στις ΗΠΑ.
Παρουσίαση και συζήτηση κειμένων που φωτίζουν την ιστορία της Αριστεράς της δεκαετίας του 1960:
Ι. Νεομαρξισμός.
Μάρτιν Νικόλαους, “Ο άγνωστος Μαρξ” (1968)
Μόις Ποστόουν, “Αναγκαιότητα, εργασία, και χρόνος: μια επανερμηνεία της μαρξικής κριτικής του καπιταλισμού” (1978)
ΙΙ. Φύλο και σεξουαλικότητα.
Τζούλιετ Μίτσελ, “Γυναίκες: η διαρκέστερη επανάσταση” (1966)
Κλάρα Τσέτκιν και Βλάντιμιρ Λένιν, “Συνέντευξη για το γυναικείο ζήτημα” (1920)
Τέοντορ Αντόρνο, “Σεξουαλικά ταμπού και δίκαιο σήμερα” (1963)
Τζον Ντ’ Εμίλιο, “Καπιταλισμός και γκέι ταυτότητα” (1983)
Συζήτηση με θεματική την "Εξουσία στο Μαρξισμό" που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου στο χώρο της κατάληψης Libertatia (http://libertatiasquat.blogspot.gr/). Η συζήτηση ήταν το τρίτο μέρος της θεματικής για την εξουσία (οι δύο προηγούμενες ήταν για την προσέγγιση του Φουκώ και την προσέγγιση του αναρχισμού) και έγινε από την ομάδα Πλατύπους (https://platypus1917.org/thessaloniki).
Την Τρίτη, 5 Νοέμβρη 2014, στις 7μμ, στο Στέκι Μεταναστών (Ερμού με Βενιζέλου) ανοίγουμε μία συζήτηση για το πρόβλημα του ρατσισμού με αφορμή τα μαθήματα της ιστορίας σχετικά με τους αγώνες της Νέας Αριστεράς εναντίον του ρατσισμού στις ΗΠΑ.
Τα κείμενα (αγγλικά) πάνω στα οποία θα βασιστεί η παρουσίαση είναι τα εξής:
• Richard Fraser, “Two lectures on the black question in America and revolutionary integrationism” (1953)
• James Robertson and Shirley Stoute, “For black Trotskyism” (1963)
+ Spartacist League, “Black and red: Class struggle road to Negro freedom” (1966)
+ Bayard Rustin, “The failure of black separatism” (1970)
• Adolph Reed, “Black particularity reconsidered” (1979)
+ Reed, “Paths to Critical Theory” (1984)
5/11/2014- νέο κτίριο Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.
Σκεπτικό και ερωτήσεις
Αφότου οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία ογδόντα χρόνια πριν, ο αντιφασισμός αποτελεί αναπόσταστο κομμάτι της αριστερής πολιτικής. Ο αγώνας ενάντια στους φασίστες και τους Ναζί είναι ηθικά αυταπόδεικτος, με αποτέλεσμα ο πολιτικός αντιφασισμός να είναι εξίσου αυταπόδεικτος. Εντούτοις σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους η πολιτική του αντιφασισμού ήταν εντελώς διαφορετική· γενικότερα, η συμβολή του αντιφασισμού στη διαμόρφωση της αριστερής πολιτικής είχε διαφορετική σημασία. Παρόλα αυτά, ο αντιφασισμός σήμερα εξακολουθεί να εγείρει αντικαπιταλιστικές αξιώσεις. Πού στηρίζεται αυτή η παραδοχή; Τι ήταν ο αντιφασισμός και πώς έχει αλλάξει; Με ποιο τρόπο μπορούμε μέσω της έννοιας του αντιφασισμού να συλλάβουμε καλύτερα την παρελθούσα και σύγχρονη πραγματικότητα; Ποια είναι η σημασία του αντιφασισμού σήμερα δεδομένης της απουσίας του φασιστικού μαζικού κινήματος; Η συζήτηση επικεντρώνεται στην ιστορική και πολιτική σημασία του αντιφασισμού προκειμένου να φωτίσει τα σημερινά προβλήματα της αριστερής πολιτικής.
Γιατί αναδύθηκε/αναδύεται ο φασισμός; Ποιες είναι οι ρίζες και η δυναμική της αυξημένης αυταρχικότητας που εκφράζεται/εκφράστηκε στον φασισμό; Εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η αιτία; Πώς μπορεί να καταπολεμηθεί ο φασισμός;
Ο Μαρξ αναγνώρισε στο φαινόμενο του Βοναπαρτισμού -μετά το 1848- την αυταρχική απάντηση στην ήττα της εργατικής επανάστασης. Μέχρι ποιο βαθμό μπορεί ο φασισμός του '20 και του '30 να εξηγηθεί με αυτούς του όρους; Υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ανόδου των Ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης την περίοδο 1917-1919;
Ποιες τάξεις και κοινωνικά στρώματα κινητοποιεί ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός και γιατί; Σε ποιες συγκεκριμένες ανάγκες και φόβους απαντά το φασιστικό «κίνημα»; Γιατί κατέστη δυνατότερο από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του '30;
Τι ενοποιεί την πολιτική του αντιφασισμού εκκινώντας από τη δεκαετία του '30, τα κινήματα του '60, τις δεκαετίες του '80 και του '90 μέχρι σήμερα; Δεδομένης της απουσίας ενός απροκάλυπτου φασισμού, τι εκφράζει αυτή η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα; Μπορεί ο αντιφασισμός σήμερα, και αν ναι πώς, να κατανοηθεί ως συνέχεια του αντιφασισμού του ’30; Τι διαφοροποιεί τα διάφορα είδη αντιφασισμού ως προς τη ριζοσπαστικότητα την οποία θέλουν να εκφράσουν;
Τι ακριβώς σημαίνει ο φασισμός σήμερα; Πώς διαφοροποιείται από τη μορφή που πήρε στον μεσοπόλεμο; Πώς ερμηνεύετε τον παραλληλισμό της σημερινής Ελλάδας με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης; Μπορεί να υπάρξει αναβίωση του φασισμού με αυτήν την έννοια;
Ποιος είναι ο στόχος του αντιφασιστικού αγώνα σήμερα; Ποια είναι η σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής του αντιφασισμού; Μας βοηθάει ο αντιφασισμός σήμερα να κατανοήσουμε την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και να την αλλάξουμε; Αν ναι, πώς;
Iστορικά, δυνάμεις που σχετίζονταν με τη Δεξιά/το κατεστημένο υποστήριξαν την ανάγκη για αντιφασιστική κοινή δράση (Σύμμαχοι εναντίον Χίτλερ). Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάνει το ίδιο διώκοντας τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει αντιφασισμός από μια δεξιά προοπτική;
Ομιλητές
Κατερίνα Κλείτσα: οργάνωση Ξεκίνημα
Μάριος Εμμανουηλίδης
Θωμάς: Αντιφασιστικό Πυρήνας Θεσσαλονίκης (ACT)
Αντώνης Γαζάκης: μέλος Αντιφασιστικής Συνέλευσης Αλληλεγγύης
Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης
Κατερίνα Κλείτσα: Το ερώτημα γιατί αναδύεται ο φασισμός σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες σε κάθε εποχή. Ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων καταστράφηκε με γρήγορο ρυθμό εντός της κρίσης και αναζητά γρήγορες και άμεσες λύσεις. Εκφράζει επίσης την οργή εξαιτίας των ανισοτήτων του συστήματος.
Αρκεί όμως η οικονομική κρίση για να γεννηθεί ο φασισμός; Στην Ιρλανδία για παράδειγμα ενώ οι οικονομικές συνθήκες μοιάζουν με της Ελλάδας (μνημόνια, λιτότητα) δεν υπάρχει η δεύτερη προϋπόθεση που είναι η πολιτική κρίση.
Αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που γεννούν το φασισμό οδηγούμαστε στην επιλογή των συμμάχων εναντίον του. Πρώτα όμως πρέπει να δούμε πως αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που ψηφίζει φασιστικά και ναζιστικά κόμματα. Ένα κομμάτι του κόσμου αυτού είναι γαλουχημένο με τις φασιστικές ιδέες και θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε για κάτι. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι, παρότι συντηρητικό, έχει σημασία να προσεγγιστεί.
Το βασικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε δεν είναι αν κάποιος-α ξέρει ή όχι τι είναι ένα ναζιστικό κόμμα αλλά οι λόγοι που την-τον κάνουν να το ψηφίζει.
Τα ιστορικά παραδείγματα μας βοηθάν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας καθόλη τη δεκαετία του ’30 υποστήριζε ότι ο κύριος εχθρός είναι η ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και αποκαλούσε τα μέλη και τους ψηφοφόρους του σοσιαλφασίστες. Η ίδια λανθασμένη πολιτική ακολουθήθηκε και στις εκλογές όπου η άρνηση του ΚΚΓ για συνεργασία «έστρωσε» το δρόμο για την εξουσία στο Χίτλερ.
Ένα μεγάλο μέρος της μαχητικής εργατικής τάξης πρόσκεινταν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (υπήρχαν ακόμα και ένοπλες πολιτοφυλακές που επιτίθεντο σε φασίστες) και σε ένα ενδεχόμενο κάλεσμα για Αριστερή ενότητα εναντίον των φασιστών θα είχε μετακινηθεί πιο αριστερά.
Ο φασισμός είναι δομικό κομμάτι του συστήματος και με αυτή την έννοια πρέπει να είμαστε πάντα σε εγρήγορση. Πρέπει παρόλα αυτά να διακρίνουμε την απολυταρχική από τη φασιστική λογική. Η ασαφής διάκριση προκαλεί άμβλυνση των αντιφασιστικών αντανακλαστικών του κόσμου καθώς και σύγχυση γύρω από το τι αντιπροσωπεύει το κάθε κόμμα.
Σήμερα υπάρχουν φασίστες αλλά όχι φασιστικό κίνημα. Κάνοντας τον παραλληλισμό με τη Γερμανία του 1930 βρίσκουμε κοινά σε σχέση με τις συνθήκες ζωής και τις αντιφάσεις των εργαζομένων τότε και τώρα. Θα βρούμε όμως και μια πολύ μεγάλη διαφορά: η διαφορά είναι ότι για μας η μάχη δεν έχει ακόμα χαθεί και ότι ακόμα μπορούμε να χτίσουμε το αντιφασιστικό κίνημα.
Η εργατική τάξη σήμερα δεν έχει δώσει ακόμα τις μεγάλες της μάχες. Συνεπώς παράλληλα με την αντιφασιστική δράση οφείλουμε να ενισχύουμε τους κοινωνικούς εργατικούς αγώνες.
Η αντιφασιστική δράση κυρίως σε περιόδους ύφεσης του αντιφασιστικού κινήματος πρέπει να έχει χαρακτηριστικά όπως, το χτίσιμο βάσεων και αντιφασιστικών επιτροπών σε γειτονιές και εργασιακούς χώρους, η αντισυστημικότητα στο λόγο μας σε αντίθεση με τον ψευδή αντισυστημικό ρόλο των ναζιστικών-φασιστικών κομμάτων (της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα). Η δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας που θα υπερασπίζονται την κοινωνία καθώς και η συνεργασία και αλληλεγγύη ανάμεσα στις αριστερές οργανώσεις και στις αναρχικές ομάδες είναι επίσης δύο σημαντικοί στόχοι.
Στον αγώνα ενάντια στην άνοδο του φασισμού ένα κομμάτι της αστικής τάξης μπορεί να θελήσει να συμμετέχει. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τα κίνητρα και τις επιδιώξεις αυτού του κομματιού. Τα κίνητρα αυτά είναι η επιδίωξη των συμφερόντων για το μερίδιο αυτό της αστικής τάξης. Μελετώντας την ιστορία η αστική τάξη αντιλαμβάνεται ότι αν φασιστικά κόμμα έρθουν στην εξουσία μπορούν εύκολα να βγουν εκτός ελέγχου. Αυτό είναι προφανώς ενάντια στα συμφέροντα και στις επιδιώξεις τους σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός, με τις καθημερινές μύριες πτυχές του, είτε είναι πάντα εδώ κοντά μας, είτε είναι ένα χονδροειδές σκίτσο, ένας μηχανισμός ο οποίος είναι οριακά ενταγμένος στην κρατική στρατηγική. Αν ο μοναδικός αντιφασισμός ενάντια στην χονδροειδή αυτή τακτική είναι η μάχη, το θαρραλέο σώμα ενάντια στη φασιστική ατιμία, η μάχη εναντίον των καθημερινών μικρών φασισμών, των ενταγμένων στο κοινωνικό σώμα, είναι δύσκολη και διαρκής.
Ο φασισμός, ως η χονδροειδής πολιτική στρατηγική, είναι τώρα πλέον λειτουργικά άχρηστος για την πολιτική οικονομία της εξουσίας. Από τη άποψη της αντιφασιστικής δράσης αν κάτι έπρεπε να είχε γίνει, θα έπρεπε να είχε γίνει το φθινόπωρο του 2012 όταν η Χρυσή Αυγή κυριαρχούσε το κοινωνικό χώρο. Αυτή η μάχη δε δόθηκε ποτέ. Αυτή η λειψή αντιφασιστική δράση ίσως σχετίζεται με την εδαφικοποίηση της εξέγερσης του 2011 στο Σύριζα και την ανάθεση ξανά στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Τώρα υπάρχει μια διαρκής μη μάχη, είναι η μάχη με το μετανεοφιλελευθερισμό.
Ποια ήταν η στρατηγική λειτουργία του φασισμού που κυβέρνησε την ελληνική κοινωνία το 2012; Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η σημασία της διερώτησης του φασιστικού φαινομένου.
Η κατανόηση του παρόντος σχετίζεται με μια αντιφατική διαδικασία αναδιάταξης των τρόπων εξουσίας για την επιβολή των νέων κανόνων ζωής. Στην κατανάλωση της θετικής συσχέτισης των ρατσιστικών πρακτικών του κράτους και της Χρυσής Αυγής εξίσου και στην παραγωγή ενός μετακρισιακού πληθυσμού εργασίας υποτιμημένης αξίας και πειθαρχημένης γενικής νόησης. Ένας πληθυσμός σε αντιστοίχιση με τις συνθήκες χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού.
Η Χρυσή Αυγή δεν αποτέλεσε αντίσταση στο σύστημα αλλά ούτε και δεκανίκι της εξουσίας. Η Χρυσή Αυγή προσέφερε την πρόταση θεραπείας μέσω φαρμακείας της κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε μια μηχανή αιχμαλώτισης και μετατροπής του πληθυσμού σε στοιχεία ενίσχυσης και επέκτασης του κυριαρχικού κράτους. Επίσης αιχμαλώτισε την ηθικολογική κριτική που ασκούσε ο πληθυσμός στο κράτος και στην κοινωνία. Με λίγα λόγια αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα για την ήττα της εξέγερσης.
Αναζητώντας τη στρατηγική λειτουργία του φασισμού-ρατσισμού του καιρού μας αυτό συνεπάγεται 3 τουλάχιστον μεθοδολογικές δεσμεύσεις.
Η πρώτη είναι να αποφεύγουμε τον πειρασμό της αναλογίας και της συνέχειας. Αναφέρομαι στο δημοφιλή πειρασμό να αναζητούμε αναλογίες με την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη συνέχεια να εξάγουμε τα όποια πολιτικά συμπεράσματα. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι ένας τόπος συνεχούς επιστροφής. Εδώ η Χρυσή Αυγή δεν επεδίωξε ούτε την άλωση του κρατικού μηχανισμού , ούτε την καταστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η αναζήτηση αναλογιών, συνεχειών και καταγωγών είναι μια αδύναμη σκέψη. Η κατανόηση είναι μια διαδικασία κατανόησης διαφορών. Το ζήτημα είναι να αναζητήσουμε την διαφορά και αυτό που παρήγαγε τη δυναμική της Χρυσής Αυγής τώρα.
Η Χρυσή Αυγή όπως και ο Σύριζα αποτέλεσαν συμπτώματα της διαχείρισης της κρίσης, την αντίσταση του πληθυσμού σε αυτή την κρίση και την μεταστροφή των αφηγήσεων για την κρίση.
Η δεύτερη μέθοδος αφορά την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης στον Αγκάμπεν. Η έννοια προσέφερε στον αναρχικό χώρο μία αντιφασιστική θεωρία που δεν είχε, παρόλο που η αντιφασιστική του δράση ήταν αξιέπαινη. Η χρήση και κατάχρηση της θεωρίας της κατάστασης εξαίρεσης έγινε με δύο τρόπους: πρώτον είτε με την ανάγνωση «αυτό που ζούμε αποτελεί μία κατάσταση εξαίρεσης, με τον νόμο να παραμένει σε ισχύ» με παράγωγα πολιτικά συμπεράσματα είτε την καταφυγή στη συνταγματικότητα ή αναμονή της ισχύος του νόμου και δεύτερον με την ανάγνωση «τώρα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση εξαίρεσης όπου στο κέντρο του δικαιικού συστήματος έχει εφαρμοστεί η ανομία» με πολιτικό συμπέρασμα τη βίαιη αντιπαράθεση με την εξουσία.
Ωστόσο η παρούσα συνθήκη δεν είναι μία κατάσταση εξαίρεσης αφού δεν πρόκειται για μία οντολογική υποταγή του πληθυσμού στη βιοπολιτική κυριαρχία αλλά για την αναγκαιότητα ενός αγώνα και τους κανόνες μιας στρατηγικής. Αυτό που ζούμε έχει να κάνει με τη θεμελίωση μίας νέας κανονιστικότητας.
Αν μας ενδιαφέρουν οι στρατηγικές των εξουσιών και αυτή είναι η τρίτη μεθοδολογική δέσμευση, δε μας ενδιαφέρει η αναζήτηση της διάβρωσης των κρατικών μηχανισμών από το φασιστικό χέρι. Ο φασισμός δεν είναι ο πραγματικός εχθρός και ο λόγος περί κρατικού αυταρχισμού κρύβει την ταυτόχρονη με την κυριαρχία κατάσταση μειωμένης κρατικής δύναμης. Ο φασισμός είναι μια δαπανηρή λειτουργία για την οικονομία της εξουσίας γιατί ο τρόμος δεν μπορεί ποτέ να είναι διαρκής.
Η ρατσιστική επιδρομή στους εξαθλιωμένους αποτέλεσε τον ακραίο δίαυλο των σημάτων εμπέδωσης του νέου καθεστώτος ζωής στο νόμιμο πληθυσμό. Η φασιστική απειλή αποτέλεσε ένα δίαυλο εισαγωγής σε 3 κύρια θεωρητικά πολιτικά αντικείμενα του καιρού, η ουσία του κακού που ζούμε, ο νόμος της διαδικασίας.
Το πρώτο είναι η κρίση του κράτους ως διαρκής κρίση διακυβέρνησης. Πλέον το κράτος θα αδυνατεί όχι μόνο να κατανοεί αλλά και να ελέγξει τις χρηματοροές καθώς αυτές αδιαφορούν πλέον για το κράτος και το παρακάμπτουν. Το δεύτερο αντικείμενο είναι ότι το πεδίο της οικονομίας έγινε αόρατο ακόμα και για το ίδιο το κεφάλαιο. Υπάρχει κρίση της αξιολόγησης της αξίας αλλά όχι και κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το τελευταίο και πιο σημαντικό είναι η συνεχής κατάσταση του πληθυσμού σε κρίση και αξιολόγηση. Πρόκειται για τη νέα συνθήκη όπου κράτος, κεφάλαιο και πληθυσμός προσπαθούν διαρκώς να ξεφύγουν από το αναπάντεχο κακό, μία συνθήκη που ούτε το όνομα του νεοφιλελευθερισμού ούτε το όνομα του φασισμού αρκεί για να περιγράψει.
Θωμάς: Ο φασισμός αναδύθηκε ως αντιστάθμισμα στον κομμουνισμό σε περίοδο γενικευμένης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ως διέξοδος μέσω του επεκτατισμού , του ιμπεριαλισμού και της καταναγκαστικής εργασίας. Υπερασπιζόμενος τον μικροαστισμό, τις συντεχνίες και τα συμφέροντα της εθνικής εργατικής μάζας, μέσω συντηρητικών πολιτικών ο φασισμός εδραιώνει την πλήρη κυριαρχία της αστικής τάξης και του κεφαλαίου.
Ο φασισμός υπερεντατικοποιεί τις σχέσεις εκμετάλλευσης του πληθυσμού. Οι ρίζες του προέρχονται από την υλική και πνευματική φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του ενώ το δόγμα του είναι η καθαρότητα του έθνους. Με οδηγό τον άνδρα και λατρεία του την πατριαρχική πυρηνική οικογένεια οι φασίστες οικοδομούν μία άκρως συντηρητική κοινωνία.
Αναλύοντας ιδεολογικά, θεωρητικά και πρακτικά τις αιτίες που τον προκαλούν και λαμβάνοντας υπόψιν ότι προέρχεται από τον καπιταλισμό και τις καθημερινές λειτουργίες του, ο φασισμός καταπολεμείται. Η καταπολέμησή του εμπεριέχει την άρνηση του τρόπου παραγωγής, αξιών και ιδεών του.
Στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό αντιπαραθέτουμε τον κομμουνισμό. Σε περιπτώσεις εξεγέρσεων και οξυμένων ταξικών συγκρούσεων που δεν μετατράπηκαν σε επαναστάσεις τα μέτρα που παίρνονται ισχυροποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στην περίπτωση του φασισμού επιβεβαιώνεται ο κανόνας. Μετά τις προσπάθειες των σπαρτακιστών στη Γερμανία και των εργατικών συμβουλίων στην Ιταλία για την κατάκτηση της εξουσίας, ακολούθησε η οργανωμένη επίθεση του κεφαλαίου. Η σύνδεση μεταξύ της ανόδου των ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης του ’17-’19 είναι άμεση.
Ο εθνικοσοσιαλισμός κινητοποιεί όλα τα κοινωνικά στρώματα με έμφαση στη μεσαία τάξη. Αναλογιζόμενοι τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες που αναδύθηκαν φαινόμενα φασισμού και ναζισμού, παρατηρούμε ότι η συγκρότηση του εθνικού αστικού κράτους καθυστερεί αρκετά λόγω αντίστασης από την προηγούμενη φεουδαρχική μορφή. Η Γερμανία και η Ιταλία μαζί με τη Ρωσία «φθάνουν» καθυστερημένα στον καπιταλισμό.
Μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής μάζας και του κρατικού παρεμβατισμού ο εθνικοσοσιαλισμός τρέχει προς τα εμπρός εδραιώνοντας την ευημερία για μια μεγάλη μερίδα των Γερμανών. Η μικροαστική τάξη επανδρώνει τις κρατικές θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς που ήδη είχε κρατήσει επιρροή η φεουδαρχία και η συγκέντρωση κεφαλαίου βοηθάει τις επενδύσεις. Επαναφέροντας το χαμένο κύρος από τους χαμένους πολέμους, τα φασιστικά κινήματα απαντάνε στο φόβο του διαφορετικού δημιουργώντας συνθήκες επιβίωσης κανονιστικού περιβάλλοντος.
Η πολιτική του αντιφασισμού ενοποιεί την αμφισβήτηση του καπιταλισμού και του φασιστικού μοντέλου παραγωγής. Ο φασισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που γεννήθηκε πριν περίπου ένα αιώνα. Από αυτήν την τάση προέρχονται και οι θιασώτες του φασισμού σήμερα και φέρουν χαρακτηριστικά του. Συνεπώς αν και οι συνθήκες έχουν αλλάξει το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Ο αντιφασισμός σήμερα είναι συνέχεια του αντιφασισμού του ’30.
Ένα σημείο που πρέπει επίσης να εξεταστεί είναι αυτό της παγκοσμιοποίησης, η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων, η μη ύπαρξη ανταγωνιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο που να απειλεί τον καπιταλισμό καθώς και το γεγονός ότι κυβερνήσεις συνεργασίας υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στόχος του αντιφασιστικού κινήματος σήμερα είναι η ανάδειξη των τάσεων αυτών και των αιτιών που προκαλούν το φασισμό.
Ο τρόπος αναπαραγωγής της προσωπικότητας στην καθημερινότητα είναι η αρχή του αντιφασισμού που συμπληρώνει το σύνολο του αντιφασιστικού αγώνα. Ο αντιφασισμός μας βοηθάει να αλλάξουμε πρακτικά την κοινωνική πραγματικότητα καλυτερεύοντας τις συνήθειες μας και στη συνέχεια τις συνθήκες διαβίωσής μας, δημιουργώντας τον κομμουνισμό στην πράξη.
Σε αυτή τη βάση αποδεχόμαστε τα δημοκρατικά αισθήματα του κόσμου που θέλει να δράσει όμως μέσα από αυτή τη δράση πρέπει να αναπτυχθεί η πραγματική όψη της δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από τη λαϊκή ισότητα, κοινή ιδιοκτησία, διαφάνεια, πολιτικός φιλελευθερισμός. Η αποδοχή στον επιφανειακό αντιφασισμό κρατικό ή μη καθώς αυτός λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης των υγιών κοινωνικών αντιφασιστικών αντανακλαστικών.
Ο φασισμός δεν είναι παρά εντατικοποιημένος καπιταλισμός, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αντιφασισμός που δε θα είναι αντικαπιταλιστικός.
Αντώνης Γαζάκης: Για να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια πρέπει να είναι η πολιτική του αντιφασισμού σήμερα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε τι σημαίνει φασισμός, τόσο ιστορικά όσο και ιδεολογικά. Αν στο μυαλό μας έχουμε με διαφορετικό τρόπο την έννοια του φασισμού τότε και ο αντιφασισμός θα είναι κάτι διαφορετικό.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φασισμού και ενός απολυταρχικού ή ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που στον πυρήνα του έχει όχι μόνο τον εθνικισμό και το ρατσισμό αλλά και τη θεοποίηση της βίας ως πρόταση λύσης των προβλημάτων. Στη συνέχεια έρχεται η ομάδα με «κοινά» χαρακτηριστικά και η υπακοή στον αρχηγό.
Ενώ από τους προηγούμενους ομιλητές-ομιλήτριες εξετάστηκε η σχέση και υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης στο φασισμό υπάρχει ένα έλλειμμα γύρω από το γιατί ο φασισμό αποτέλεσε πόλο έλξης για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Τι είναι δηλαδή αυτό που συγκινεί το ένα τρίτο περίπου της γερμανικής κοινωνίας και στις μέρες μας αυτό που συγκινεί το 10% στην Ελλάδα;
Η έλξη προς το φασισμό έχει να κάνει τόσο με ένα υπόβαθρο εθνικισμού και την καλλιέργεια της αντίληψης ότι το έθνος είναι το καλύτερο και ταυτόχρονα το πιο κυνηγημένο από όλα αλλά και με το γεγονός ότι το σύστημα πλέον δεν ικανοποιεί τις μάζες όπως τις ικανοποιούσε προηγουμένως.
Αν στη δεκαετία του 20 και του 30 μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος δεν γνώριζε τι σήμαινε ο φασισμός, που ήταν ένα νέο φαινόμενο, σήμερα υπάρχει η ιστορική εμπειρία του που οδήγησε και οδηγεί.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική κρίση αλλά και με τη βιολογική εξαφάνιση όσων βίωσαν τη φασιστική κατοχή. Επίσης δεν εξηγείται από το απλοϊκό σχήμα ότι οι κεφαλαιοκράτες βλέποντας την άνοδο του Σύριζα χρηματοδότησαν και υποστήριξαν το φασιστικά μορφώματα.
Η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής μετά το 2012 είχε να κάνει με το ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας του οποίου η σχέση με την πολιτική ήταν πελατειακή και αναθετική, χάνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι κοινωνιολογικά το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής είναι μικρομεσαίοι και άνεργοι. Στην αρχή αυτή η τάση εκφράζεται ως τιμωρία στους προηγούμενους πολιτικούς προστάτες ενώ στη συνέχεια μετατρέπεται σε υστερόβουλη επιδίωξη κέρδους.
Η διαφορά σε σχέση με τα φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’30 είναι ότι σήμερα ο φασισμός τουλάχιστον στην Ελλάδα, ακόμα και αν όπως ειπώθηκε από προηγούμενο ομιλητή «κυβέρνησε» για ένα διάστημα την Ελλάδα δεν καταφέρνει μεγάλες λαϊκές μάζες να σταθούν στο πλευρό της. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Χρυσή Αυγή μοιάζει να είναι μία καρικατούρα των παλιών φασιστών.
Ένας πραγματικός αντιφασισμός πρέπει να έχει ως στόχο τον καπιταλισμό. Υπάρχει όμως και ένα άλλο διακύβευμα. Είναι κρίσιμο ο εμπράγματος φασισμός που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μελών της εργατικής τάξης πρέπει να πολεμάται ακόμα και αν αυτοί με τους οποίους πολεμάς δεν έχουν στο μυαλό τους το όραμα του κομμουνισμού.
Συζήτηση-ερωτήσεις
Ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο ή είναι μια πολιτική της άρχουσας τάξης;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν πρέπει να αναζητούμε ποτέ τι είναι ένα πράγμα. Πρέπει να δούμε πως λειτουργούν τα πράγματα, να απαντήσουμε στο πως και όχι στο τι.
Κατερίνα Κλείτσα: Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μπαίνουν αντιπαραθετικές οι δύο αυτές ερμηνείες. Μέσα από τις κοινωνικές αντιφάσεις ένα κομμάτι του κόσμου θα βγάλει ρατσιστικά και φασιστικά συμπεράσματα. Εκεί σίγουρα θα παίξει ρόλο η στάση που θα κρατήσει η αστική τάξη, αν δηλαδή επενδύσει στη δημιουργία φασιστικού πυρήνα.
Αντώνης Γαζάκης: Τα πράγματα ορίζονται είτε μιλάμε για τη λειτουργία τους είτε μιλάμε για τα στατικά τους χαρακτηριστικά. Αν διευρυνθεί πολύ ο ορισμός μίας έννοιας χάνει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της, για αυτό είναι προβληματικό η έννοια φασισμός να αποδίδεται σε πολλές διαφορετικές αντιλήψεις. Ένας ορισμός είναι μια δυναμική έννοια.
Ο Κόλλιν Σπαρκς στο βιβλίο του ποτέ ξανά φασισμός ορίζει ως φασισμό «τα μαζικά κινήματα της μεσαίας τάξης με σκοπό να συντρίψουν τις οργανώσεις και τα κόμματα της εργατικής τάξης». Υπάρχει και η αντίληψη ότι ο φασισμός δεν αποτελεί ιδεολογία, αλλά ευκαιριακά υιοθετεί πολιτικές απόψεις.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Αν ακολουθήσουμε αυτή τη συλλογιστική η Χρυσή Αυγή δεν είναι φασιστική, καθώς δεν αποτελεί κίνημα..
Ποια είναι η άποψή σας για την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος; Πάνω σε ποια βάση και με ποιο οργανωτικό τρόπο μπορεί αυτή να οικοδομηθεί;
Κατερίνα Κλείτσα: Πολλές φορές οι διάφορες οργανώσεις της Αριστεράς έχουν καταφέρει να οργανώσουν κοινές δράσεις όπως για παράδειγμα στην εναντίωση του ανοίγματος γραφείων της Χρυσής Αυγής. Είναι σημαντικό να υπάρχει κοινή αντιφασιστική δράση εξίσου σε επίπεδο γειτονιάς.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Η Χρυσή Αυγή επαναδαφικοποίησε ξανά την πολιτική από αντιδραστική σκοπιά και η «σύγκρουση» έγινε χωρική και μάλιστα στο μικρό χώρο. Είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη παρότι θεωρείται πόλη με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, μετά την επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, δεν μπόρεσε να οργανωθεί και να σηκώσει κεφάλι;
Κατά τη γνώμη μου δεν είναι σημαντικός ο αντιφασιστικός αγώνας. Ο αντιφασιστικός αγώνας, την ίδια στιγμή που πρέπει να δίνεται, αμβλύνει το πεδίο της πάλης και καταλήγει σε ένα δίπολο «φασισμός ή δημοκρατία».
Θωμάς: Για να υπάρξει μια πολιτική συνεργασίας πρέπει να υπάρχουν κοινοί στόχοι και θέσεις. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα της Αριστεράς που δεν βλέπει την ανάγκη για αντιφασιστικό αγώνα.
Το να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν και αναπαράγονται με την κουλτούρα του φασισμού είναι μάταιο.
Αντώνης Γαζάκης: Το βασικό ερώτημα είναι «ποιος είναι ο στόχος του αντιφασισμού;». Παρατηρούμε ότι τα αντιφασιστικά χαρακτηριστικά ανταποκρίθηκαν λόγω μιας έκτακτης ανάγκης δηλαδή της υπαρκτής υπόστασης της Χρυσής Αυγής μετά το 2011.
Θα συμφωνήσω ότι ο αντιφασισμός δεν πρέπει να είναι πρόταγμα από μόνο του. Όταν όμως έχεις επιθέσεις από φασίστες υπάρχει η ανάγκη για αντιφασιστική δράση ενάντια στη φασιστική.
Θεωρώ σημαντικό σε τέτοιου είδους συζητήσεις να τονίζεται η σύνδεση μορφής και περιεχομένου. Οι περισσότερες τοποθετήσεις περιστράφηκαν γύρω από τη δομή του φασισμού.
Θα ήταν σημαντικό να δούμε ποιες πολιτικές ήταν εφικτό να αναπτυχθούν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 δηλαδή την περίοδο των μεγάλων προλεταριακών επαναστάσεων. Οι πολιτικές αυτές ήταν δύο. Η πρώτη ήταν η επαναστατική πολιτική που έθετε το ζήτημα των ορίων της εθνικής πολιτικής και του μετασχηματισμού της και από την άλλη ο φασισμός. Όσων αφορά το περιεχόμενο ο φασισμός είναι η συνέχιση της κοινωνίας που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και ιεραρχία με μορφές επαναστατικές. Όσον αφορά τον αντιφασισμό εγώ θα τον περιέγραφα ως μια ηγεμονία της επαναστατικής πολιτικής πάνω στο συντηρητισμό της περιόδου εκείνης ενώ το φασισμό την ηγεμονία της συντηρητικής πολιτικής πάνω στην επαναστατική πολιτική. Ισχύει κάτι παρόμοιο σήμερα; Εξαντλείται το περιεχόμενο του φασισμού στη Χρυσή Αυγή;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός συνεχώς διατείνεται ότι θα βάλλει τάξη στο χάος. Η θεραπεία που προτείνει είναι επίσης άμεσου χρόνου. Αυτή η αίσθηση προδοσίας διοχετεύτηκε στη Χρυσή Αυγή.
Αντώνης Γαζάκης: Δεν είναι απαραίτητα αυτό που υπάρχει σήμερα φασισμός τουλάχιστον για την άρχουσα τάξη. Σύμφωνα με την κλασική ρήση του Έκο «τι να τα κάνεις τα τανκς όταν υπάρχει η τηλεόραση;». Για παράδειγμα σήμερα υπήρξε μία σύγκρουση με φασίστες και αντιφασίστες αλλά αυτό που επικαθόρισε το γεγονός και την έκβασή του ήταν οι εκατοντάδες των δασκάλων τριγύρω που αδιαφορούσαν για τον ξυλοδαρμό των φασιστών. Μπορεί αυτό ζούμε να μοιάζει τρομακτικό αλλά έχω την αίσθηση ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει ανάγκη να επιστρέψει σε ένα μοντέλο καθαρού φασισμού.
Θωμάς: Ο αντιφασισμός είναι θέση κατάφασης και όχι άρνησης. Όσο ο καπιταλισμός συνεχίζει να αναπαράγεται, θα αναπαράγει τις κρίσεις του με αποτέλεσμα τη μεγέθυνση των άκρων της πολιτικής. Αν δούμε τον αντιφασισμό ως άρνηση διατρέχουμε τον κίνδυνο να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό που εντός του καπιταλισμού συσσωρεύεται στο άκρο του φασισμού και μοιάζει σαν τέρας δύσκολο τόσο στην κατανόηση όσο και στην επεξεργασία. Για αυτό το λόγο πρέπει να τσακίσουμε το τέρας κάνοντας την κατάφαση στον αντιφασισμό επίθεση εναντίον του.
Σε μια συζήτηση με μια antifa ομάδα της Γερμανίας υπήρξε μια διαφορετική αναλογία με αυτή της Βαϊμάρης που αναφέρθηκε εδώ. Η αναλογία ήταν με την κατάσταση που επικράτησε στη Γερμανία μετά την επανένωση. Η εν λόγω antifa ανέφερε τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου δηλαδή ξυλοδαρμοί μεταναστών, απρόκλητες επιθέσεις, άνοδος σε κοινωνικό επίπεδο νεοναζιστικών ομάδων και νεοναζιστικής ιδεολογία με την ανοχή της κοινωνίας και του κράτους και περιέγραψε το τέλος αυτής της ιστορίας με την ενεργό πρωτοβουλία του κράτους. Αποτιμώντας τη δράση τους, ανέφεραν ότι για μία ολόκληρη δεκαετία πήραν μέρος σε ένα ενεργό αντιφασιστικό αγώνα (χωρίς να έχουν μόνο αντιφασιστικές προκείμενες) και χωρίς να το καταλάβουν διολίσθησαν σε αμιγή αντιφασιστική δράση, σε μάχες σώμα με σώμα χάνοντας το επιχείρημα και το λόγο που η Αριστερά είναι ο φορέας του ενώ όταν ανέκαμψε ανακάλυψε ότι τον αντιφασιστικό αγώνα τον είχε αναλάβει το κράτος και ο Joschka Fischer. Έκτοτε κατέστη πολιτική ιδεολογία σε εθνικό επίπεδο ο αντιφασισμός.
Ένα ελάχιστο μίνιμουμ συμφωνίας για αντιφασιστική δράση θα μπορούσε να είναι η ανάγκη να κυκλοφορούμε χωρίς φόβο και να μπορούμε να συζητάμε και να οργανωνόμαστε καλύτερα..
Αν αποδεχτούμε ότι ο φασισμός έρχεται σε περιόδους υποχώρησης των ιδεών της Αριστεράς για μια επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας τότε ο αντιφασισμός είναι πάντα επίκαιρος. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιδέα της επαναστατικής αλλαγής μέσω του αντιφασισμού; Για ποιο λόγο ο αντιφασισμός ή ο αντι-αντιφασισμός είναι σήμερα σημαντικός για την ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας;
Αντώνης Γαζάκης: Δεν πιστεύω ότι ο φασισμός υποχωρεί όταν αναδύεται η Αριστερά αλλά ως αντίβαρο στην ενδεχόμενη άνοδό της. Γιατί πρέπει όλοι οι άνθρωποι να είναι Αριστεροί ή να γοητεύονται από τον κομμουνισμό; Μπορεί εξίσου κάποιοι να γοητεύονται με τη δύναμη του έθνους και την αντίθεση στις αριστερές ιδέες. Ο αντιφασισμός είναι για πολλούς ανθρώπους η επιστροφή σε ένα δημοκρατικό ευνομούμενο κράτος.
Ειπώθηκε ότι η Χρυσή Αυγή έφερε την ήττα της εξέγερσης. Σε τι συνίσταται αυτή η εξέγερση; Υπάρχει ο διαχωρισμός και η διάκριση της κοινωνίας και του κράτους;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν λέω κράτος εναντίον κοινωνίας, μίλησα για κρατικές στρατηγικές και στρατηγικές εξουσιών.
Η Χρυσή Αυγή έπεται δύο πραγμάτων. Το πρώτο είναι ότι έπεται της κρατικής στρατηγικής, εντασσόμενη οριακά σε αυτή και έπεται της αντίστασης. Η εξέγερση του 2008 που αποτέλεσε την κρίση του πυλώνα ασφαλείας της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε το σημείο εμφάνισης της Χρυσής Αυγής.
Η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε επίσης μετά την κρίση του δεύτερου πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού που είναι η ελευθερία. Από το 2010 έως το Φλεβάρη του 2012 όλη η κοινωνία βρισκόταν σε εξέγερση. Κατόπιν το πράγμα διοχετεύεται στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η Χρυσή Αυγή πήρε το πεδίο από το Σύνταγμα που ήταν ένα εργαστήρι δημοκρατίας, όπως και να το κρίνουμε, μετατοπίζοντάς το στο κυνήγι των μεταναστών. Αυτό το πράγμα οδήγησε στην ομαλοποίηση. Το σύστημα δε θα μπορούσε να διαβεί κανένα κατώφλι νομιμοποίησης χωρίς τη Χρυσή Αυγή.
Αν όντως είτε μέσω της εξέγερσης είτε μέσω των ιδεών παράγεται η Χρυσή Αυγή ως λόγος και ως πρακτική τότε παράγουμε ίσως κάτι αναποτελεσματικό ή μια καρικατούρα, που παρόλα αυτά όμως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Είναι μεταφορική η ερώτηση αλλά υπάρχει ανάγκη να «παράξουμε» μέσω της δράσης μας μία πραγματική αντεπανάσταση και ένα πραγματικό φασιστικό κίνημα που δε θα κρύβεται πίσω από το κράτος, ή τους εγκληματίες της νύχτας;
Αντώνης Γαζάκης: Είναι παράδοξο να μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο και να μην υπάρχουν θύματα έστω στο συμβολικό πεδίο. Η κρατική ή φασιστική καταστολή σαν απάντηση στις κινήσεις του εργατικού κινήματος και των διαδηλωτών δεν αναγκάστηκε να σκοτώσει. Παρόλα αυτά αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι η αντίδραση από τη μεριά των φασιστών ή του κράτους αλλά η αποτελεσματικότητα των δράσεων μας.
Κατερίνα Κλείτσα: Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να θεωρούμε σήμερα τη Χρυσή Αυγή καρικατούρα και να νομίζουμε ότι δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα για να τη σταματήσουμε. Η Χρυσή Αυγή θα δείξει τα δόντια της αν την αφήναμε να ανοίξει γραφεία σε κάθε πόλη ή να συμμετέχει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με αυτό τον τρόπο προδίδουμε το εργατικό κίνημα αφήνοντάς το απογοητευμένο και βορά στο φασισμό.