RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Greece

Κλικ στο μπάνερ για να δείτε το άρθρο

Greek decline of the left (1)

Μαρξ και 1848

Ο Μαρξ δεν ήταν ο συγγραφέας αλλά η ευφυής κριτική φυσιογνωμία που συμμετείχε στην Αριστερά κατά τον 19ο αιώνα. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν εφευρέθηκαν από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τους συνεργάτες (και αντιπάλους) τους στην Αριστερά, αλλά προέκυψαν από τις αντιφάσεις της ίδιας της σύγχρονης κοινωνίας, όπως αυτές εκφράσθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και στο σύγχρονο εργατικό κίνημα που αναδύθηκε μαζί με τη Βιομηχανική Επανάσταση στις αρχές του 19ου αιώνα. Η σπουδαία διορατικότητα του Μαρξ ήταν να θεωρήσει την ίδια την Αριστερά ως σύμπτωμα του καπιταλισμού που δεν αντιτίθεται σε αυτόν έξωθεν αλλά εκ των ένδον, εμμενώς. Εντούτοις, ο Μαρξ υποστήριξε την Αριστερά, το σύγχρονο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, ενώ προσπάθησε να πιέσει για την περαιτέρω ανάπτυξή της, και να συντελέσει ώστε να αναγνωρισθεί ο τρόπος με τον οποίο παραπέμπει πέραν του εαυτού της

Η σκέψη του Μαρξ κατάγεται από την εμμενή κριτική της χειραφετητικής πολιτικής μετά το 1789, τον γαλλικό σοσιαλισμό, τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία και τη βρετανική πολιτική οικονομία. Μέχρι το 1848, την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ένγκελς και των επαναστατικών εξεγέρσεων [uprisings] στη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλα μέρη της Ευρώπης (οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1840), η πολιτική της κοινωνικής ισότητας και δημοκρατίας είχε γίνει περισσότερο περίπλοκη και εμβριθής συγκριτικά με ό,τι η ρουσσωϊκή πολιτισμική κριτική της σύγχρονης κοινωνίας (το σύνθημα του Προυντόν “η ιδιοκτησία είναι κλοπή”) μπορούσε να συμπεριλάβει – ή μπορούσε να ελπίζει ότι θα υπερβεί. Μέχρι το 1848, η ριζοσπαστική δημοκρατία, υπό τη μορφή της εξέγερσης [revolt] εκ μέρους της “αστικής” (αστεακής – urban) “τρίτης τάξης” (συμπεριλαμβανομένων των εργατών), απέτυχε: το κεφάλαιο απειλούνταν από την κοινωνική δημοκρατία, καθότι η τελευταία ωθούσε πέρα από τις μορφές της κοινωνικής αναπαραγωγής του. Η συνέπεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1848 ήταν [αφενός] η έλευση εμφατικών μορφών “μαζικής” πολιτικής και [αφετέρου] το σύγχρονο εθνικό κοινοβουλευτικό-βοναπαρτιστικό κράτος με το οποίο εξακολουθούμε να ζούμε μέχρι σήμερα.

Μετά την κρίση που ακολούθησε το 1848 στην Αριστερά, ο Μαρξ καταπιάστηκε με την κριτική-διαλεκτική σύλληψη του καπιταλισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο καπιταλισμός είναι μια μορφή χειραφέτησης που (ανα)συγκροτεί μια ειδική μορφή κυριαρχίας πάνω στην κοινωνία: η επιταγή να παραχθεί “υπεραξία” και με αυτόν τον τρόπο να κεφαλαιοποιηθεί η εργασία υπό μορφές που μεσολαβούνται και καταμετρώνται με τον χρόνο εργασίας. Το κεφάλαιο έγινε μια μορφή πλούτου που δύναται να μετρηθεί ως μια επένδυση κοινωνικής εργασίας, μια μορφή που διαφυλάσσει και εφοδιάζει αξία για το μέλλον, αλλά μια μορφή στην οποία η “νεκρή” εργασία κυριαρχεί στη ζωντανή εργασία.

Μετά το 1917, ο Λούκατς επανάκτησε την αντίληψη του Μαρξ σχετικά με την αντιφατική αλλά καταστατική ταυτότητα και μη ταυτότητα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στον καπιταλισμό που δημιουργεί μορφές δυσαρέσκειας και μεσιτείας [agency] – ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς – οι οποίες αναπαράγουν και διαιωνίζουν μια κοινωνία που κυριαρχείται από το κεφάλαιο, μια αντίφαση του κοινωνικού Είναι και της συνείδησης για τα υποκείμενα της εμπορευματικής μορφής.

Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός καθ’ εαυτόν προετοιμάζει και προκαλεί το χειραφετητικό κοινωνικό δυναμικό το οποίο εξίσου περιορίζει. Ως κοινωνική μορφή, το κεφάλαιο παραπέμπει πέραν του εαυτού του.

Λένιν, Λούξεμπουργκ και 1917

Στη στροφή του 20ου αιώνα, η νεότερη γενιά ριζοσπαστών στη Σοσιαλδημοκρατική Δεύτερη Διεθνή θεώρησε δεδομένο τον επαναστατικό χαρακτήρα των μαρξιστών προκατόχων τους (Κάουτσκυ, Πλεχάνοφ), αλλά [αυτοί οι ριζοσπάστες] αντιμετώπιζαν με δυσκολία τα προβλήματα του κινήματος το οποίο τόσο ένθερμα υπερασπίζονταν. Οι καθιερωμένοι φορείς της επαναστατικής μαρξιστικής εντολής βρέθηκαν φοβερά απομονωμένοι στην Αριστερά με το ξέσπασμα του Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Η Ρωσία αποδείχθηκε ο “πιο αδύναμος κρίκος” στο παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού, ενώ έγινε το επίκεντρο του επαναστατικού πολιτικού αγώνα, αλλά με το παράδοξο αποτέλεσμα του, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, “παραμορφωμένου κράτους των εργατών” που εφαρμόζει τον “κρατικό καπιταλισμό” στο βαλτώδες μέτωπο του παγκόσμιου κεφαλαίου, το οποίο “ανάρρωσε” πολύ γρήγορα από την κρίση του πολέμου. Η Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της στη Γερμανία υποστήριξαν τους Μπολσεβίκους, αλλά ως μαρξιστές παρέμειναν κριτικοί, καθώς γνώριζαν ότι ο Οκτώβρης του 1917 προώθησε την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας επανάστασης, θέτοντας ένα “πρόβλημα” στη Ρωσία που δεν μπορούσε να “λυθεί” εκεί. Πασχίζοντας να παραμείνουν πιστοί στις αρχές του μαρξισμού, στην πραγματικότητα ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ και οι υποστηρικτές τους μετασχημάτισαν το μαρξιστικό κίνημα, αλλά με εξαιρετικά άνισους τρόπους που, με την υπέρτατη αποτυχία και προδοσία της αντικαπιταλιστικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει το 1917-19, προετοίμασε τον μελλοντικό εκφυλισμό της Αριστεράς. – ο οποίος έπληξε στον ίδιο βαθμό την αυτοκατανόησή της.

Τρότσκι

Όταν ο Στάλιν ανακοίνωσε την πολιτική του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”, δεν κατάργησε έτσι κατηγορηματικά μια επαναστατική μαρξιστική προοπτική, αλλά πολύ περισσότερο προσαρμόστηκε στις περιστάσεις της Ρωσικής Επανάστασης μετά το 1924. Ούτε οι επαναστάτες που ήταν λιγότερο κυνικοί από τον Στάλιν ούτε οι Μπολσεβίκοι που χειραγωγήθηκαν και δολοφονήθηκαν από αυτόν υποστήριξαν τη θέση ότι μονάχα η ριψοκίνδυνη πολιτική του παγκόσμιου κομμουνισμού είχε κάποια ελπίδα να διαφυλάξει, πολλώ δε μάλλον να πολλαπλασιάσει, τα πολύ μετριοπαθή κέρδη του 1917. Με την απουσία αυτής της πολιτικής, η επείγουσα ανάγκη της “διαφύλαξης της επανάστασης” απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες, μια εκτυλισσόμενη καταστροφή για την ανθρωπότητα.

Αντόρνο

Η αποσύνθεση του επαναστατικού μαρξισμού από τη δεκαετία του 1930 έφερε στο προσκήνιο το έντονο πρόβλημα της κριτικής συνείδησης στην Αριστερά. Η ριζική κρίση του πολέμου και της κοινωνικής επανάστασης κατά την περίοδο 1914-19 παρήγαγε το αντιδραστικό της συμπλήρωμα, το δηλητηριώδες κίνημα του φασισμού και την επανάληψη του παγκόσμιου πολέμου που είχε ρημάξει την Αριστερά έως το 1945. Ως επακόλουθο της αντεπανάστασης και της αντίδρασης μετά το 1919 αναδύθηκε η δομή του “αυταρχικού χαρακτήρα” για την κοινωνική και πολιτική υποκειμενικότητα που εκφράσθηκε διεισδυτικά, όχι μόνο στις συγκεντρώσεις των μελανών και καστανών χιτώνων, αλλά και στο Λαϊκό Μέτωπο, όπως και, αργότερα, στον “εθνικισμό” του “Τρίτου Κόσμου”. Η “αυταρχική προσωπικότητα”, με τον χαρακτηριστικό πληγωμένο ναρκισσισμό και σαδομαζοχισμό της, κατέδειξε έναν οπισθοδρομικό “φόβο της ελευθερίας”.

Ο “μαρξισμός” έγινε κομμάτι της ιδεολογίας της αντιδραστικής κοινωνικής πραγματικότητας του “αναπτυγμένου” καπιταλισμού, αλλά ένα κομμάτι που εξακολουθούσε, σιγοκαίοντας στην ιστορία, να παραπέμπει πέρα από τα όρια της “αστικής” ιδεολογίας, της οποίας το κενό προοριζόταν να καλύψει. Κατά την περίοδο της θριαμβικής αντεπανάστασης που χαρακτήρισε τον όψιμο 20ο αιώνα, η ερώτηση και το πρόβλημα της κριτικής κοινωνικής συνείδησης επανεμφανίσθηκαν. Η επανάκτηση του κριτικού περιεχομένου της μαρξικής θεωρίας και πράξης αποδείχθηκε ένα δυσπρόσιτο ζήτημα έως τη δεκαετία του 1960, αλλά ένα ζήτημα που στοίχειωσε την Αριστερά αναφορικά με τον κοινωνικο-πολιτικό αποπροσανατολισμό και τη συγκάλυψη της αποστολής και του σχεδίου της χειραφέτησης που συνιστά την εμβριθέστερη κληρονομιά της ηττημένης και αποτυχημένης επανάστασης.

Από το ’68 – και το ’89 – στο σήμερα

Έως τη δεκαετία του 1960, η “Αριστερά” αρνήθηκε όλο και περισσότερο τα δικαιώματα και τις ευθύνες των πληθυσμών που ήταν στρατηγικά τοποθετημένοι στην καρδιά του παγκόσμιου κεφαλαίου να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας. – Σύμφωνα με τη λακωνική διατύπωση της Σούζαν Σόνταγκ [Susan Sontag] το 1967, “η λευκή φυλή είναι ο καρκίνος της ανθρώπινης ιστορίας”. – Αυτό που υποστηρίχθηκε ήταν η παθητική προσδοκία της κατάληψης της ιστορικής σκηνής από τους “υποδεέστερους” (“subalterns”), χωρίς καμία κριτική μέριμνα για τις πραγματικές πολιτικές μορφές που αυτή η κατάληψη λαμβάνει. – Όπως το έθεσε ο Αντόρνο κατά τις απαρχές της αποαποικιοποίησης: “Οι άγριοι δεν είναι περισσότερο ευγενείς” (1944). – Αυτή η παραίτηση έλαβε διαφορετικές μορφές αυταπάρνησης – συμπεριλαμβανομένων ρατσιστικών ενθουσιασμών για την “πολιτισμική διαφορά” – που συντέλεσαν στην απόσυρση της πολιτικής.

Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της επαναστατικής Αριστεράς, ήδη σε κατάσταση βαθιάς αποσύνθεσης μετά το 1945, μπήκε με την παραίτηση από τον ρόλο της κριτικής κοινωνικής συνείδησης με την εμφάνιση της “Νέας” Αριστεράς – αλλά προετοιμάστηκε πολύ νωρίτερα. Η απομάγευση της Αριστεράς που ακολούθησε τη δεκαετία του 1960 έριξε μια μεγάλη σκιά κατά τις δεκαετίες του 1970-80, ενώ κορυφώθηκε την περίοδο 1989-92 με την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και το “τέλος της ιστορίας” – ένα τέλος σε κάθε (“μεγάλο”) σχέδιο χειραφετητικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η “Νέα Αριστερά” έλαβε τον κόσμο που δικαιούνταν· οι προσπάθειες να διατηρηθεί ο ψευτοριζοσπαστικός αντιμαρξισμός της είναι προσπάθειες να αναστηθεί ένα φάντασμα.

Η παρατήρηση του Αντόρνο ότι “δεν μπορούμε να ζήσουμε ορθά μια λανθασμένη ζωή” (1944) έχει παρεξηγηθεί ως υπαρξιακό και όχι πολιτικό πρόβλημα. Όμως, το πρόβλημα της πράξης δεν είναι ηθικό, αλλά αφορά τη διάνοιξη πραγματικών κοινωνικο-πολιτικών δυνατοτήτων για χειραφέτηση.

Ένας χειραφετημένος κόσμος στον οποίο η ελευθερία του καθενός θα αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για την ελευθερία όλων, ο οποίος θα έχει επιτευχθεί διαμέσου της κοινωνικής αλληλεγγύης που προβλέπει “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” (Μαρξ), του οποίου το όραμα παρακίνησε την ιστορική Αριστερά, μοιάζει σχεδόν ασύλληπτος σήμερα.

Όμως, όπως ακριβώς είναι αρκετά πιθανόν, προφανώς, να καταπιεζόμαστε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τους λόγους γι’ αυτό – το νόημα της “αλλοτρίωσης” – απραγματοποίητες πιθανότητες μπορούν ακόμη να επιμένουν παρά την έλλειψη της επίγνωσής τους: μια μη ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Η πιθανότητα της κριτικής συνείδησης της χειραφέτησης επιζεί του φαινομενικού της θανάτου, όσο ασυνείδητα και αν μας βαραίνει σήμερα. Ο ρόλος της συνείδησης είναι ζωτικός για κάθε πιθανή κοινωνική χειραφέτηση.

Ιούλιος, 2006

«Η Αριστερά πέθανε! — Ζήτω η Αριστερά!»

Chris Cutrone

Platypus Review 1 | November 2007

[PDF]

 [English]

«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης τον νου των ζωντανών»
— Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852)

«Ο θεωρητικός που στις μέρες μας παρεμβαίνει σε πρακτικές αντιπαραθέσεις, ανακαλύπτει σε μόνιμη βάση, και με κάποια ντροπή, πως οι ιδέες που συνεισφέρει έχουν εκφραστεί εδώ και καιρό — και συνήθως καλύτερα την πρώτη φορά».
— Τέοντορ Β. Αντόρνο, «Σεξουαλικά ταμπού και δίκαιο σήμερα» (1963)

Σύμφωνα με τον Λένιν, η μέγιστη συνεισφορά της Γερμανίδας μαρξίστριας ριζοσπάστριας Ρόζας Λούξεμπουργκ στη μάχη για τον σοσιαλισμό, ήταν η δήλωσή της ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, στο οποίο συμμετείχε, είχε γίνει ένα «δύσοσμο πτώμα» εφόσον είχε υπερψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις στις 4 Αυγούστου του 1914. Ο Λένιν το έγραψε αυτό για τη Λούξεμπουργκ το 1922, κατά τη λήξη μιας περιόδου πολέμου, επανάστασης, αντεπανάστασης και αντίδρασης, κατά τη διάρκεια της οποίας η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε. Ο Λένιν σημείωσε ότι η Λούξεμπουργκ θα έμενε στην ιστορία για την οξεία κριτική που εξαπέλυσε, σε μια αποφασιστική στιγμή κρίσης, ενάντια στο κίνημα στο οποίο είχε αφοσιωθεί και για το οποίο εν τέλει έδωσε τη ζωή της. Αντιθέτως, κατά ειρωνία της ιστορίας, η Λούξεμπουργκ έμεινε στην ιστορία για τις περιστασιακές κριτικές της ενάντια στον Λένιν και τους Μπολσεβίκους!

Δύο μαθήματα μπορούν να αντληθούν απ’ αυτή την ιστορία: ότι η Αριστερά υποφέρει, ως αποτέλεσμα συσσωρευμένων ερειπίων διαμεσολαβουσών ηττών και αποτυχιών, από μια πολύ μεροληπτική και στρεβλή μνήμη της δικής της ιστορίας∙ κι ότι κατά τη διάρκεια αποφασιστικών στιγμών η καλύτερη δουλειά για την Αριστερά είναι η αυτοκριτική της, παρακινημένη από την απόπειρα να ξεφύγει από αυτή την ιστορία και τα αποτελέσματά της. Σε ορισμένες περιόδους, η περισότερο αναγκαία συμβολή που μπορεί να κάνει κάποιος είναι η διακήρυξη ότι η Αριστερά είναι νεκρή.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Πλατύπους εξαγγέλλει, για τη δική μας εποχή: «Η Αριστερά είναι νεκρή! — Ζήτω η Αριστερά!» — Αυτό το λέμε ώστε η μελλοντική δυνατότητα της Αριστεράς να μπορέσει να επιζήσει.

Ο Πλατύπους ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004 ως μια ιδέα για ένα διεθνές περιοδικό κριτικών γραμμάτων και χειραφετητικής πολιτικής, την οποία οραματίστηκε ένας πυρήνας φοιτητών του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Μοΐσε Ποστόουν, ο οποίος μελέτησε και έγραψε για την ώριμη κριτική θεωρία του Μαρξ, στα «Grundrisse» («Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας») και το «Κεφάλαιο», σε σχέση με τη φαντασία της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας που είχε αναδυθεί από τη δεκαετία του 1960.

Ο Πλατύπους αναπτύχθηκε και μεγάλωσε ώστε την Άνοιξη του 2006 μετατράπηκε σε ομάδα μελέτης φοιτητών που ενδιαφέρονταν να επιδιώξουν τη συνεχή ενασχόληση με τη μαρξική κριτική θεωρία. Η Platypus Affiliated Society ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα (τον Δεκέμβριο του 2006) και είναι μια πολιτική οργάνωση που προσπαθεί να διερευνήσει τις δυνατότητες για την ανασυγκρότηση της μαρξιστικής Αριστεράς μετά τον θάνατο της ιστορικής μαρξιστικής Αριστεράς.

Πήραμε το όνομά μας από τον πλατύποδα ο οποίος υπέφερε κατά τη ζωολογική του ανακάλυψη καθώς δεν μπορούσε να ταξινομηθεί σύμφωνα με την τότε κυρίαρχη επιστήμη. Νομίζουμε ότι μια αυθεντική χειραφετητική Αριστερά σήμερα θα υπέφερε από ένα παρόμοιο πρόβλημα αναγνώρισης ή παραγνώρισης, εν μέρει επειδή τα καθήκοντα και το πρόταγμα κοινωνικής χειραφέτησης έχουν αποσυντεθεί κι έτσι υπάρχουν για μας μόνο θρυμματισμένα και κατακερματισμένα.

(…) [Σημείωμα των μεταφραστών: Εδώ προσπερνάμε 2 μικρές παραγράφους που αναφέρονται στον αριθμό των μελών τότε. Σήμερα, 2011, η οργάνωση Platypus έχει περίπου 60 μέλη, κυρίως στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, καθώς και στη Γερμανία και στην Ολλανδία – ελπίζουμε σύντομα και στην Ελλάδα! Επίσης αναφέρονται κάποιες χαρακτηριστικές τότε δραστηριότητές τους, όπως δημόσια φόρουμ για τον ιμπεριαλισμό και την Αριστερά γενικότερα, με συμμετέχοντες από διάφορες και πολύ διαφορετικές οργανώσεις της Αριστεράς].

Οργανώσαμε την κριτική μας διερεύνηση της ιστορίας της Αριστεράς ώστε να βοηθήσουμε στη διάκριση των χειραφετητικών κοινωνικών δυνατοτήτων στο παρόν, ένα παρόν καθορισμένο από την ιστορία της ήττας και αποτυχίας της Αριστεράς. Ακολουθώντας μία πολύ προβληματική κληρονομιά από την οποία μας χωρίζει μια συγκεκριμένη ιστορική απόσταση, αφοσιωνόμαστε στην προσέγγιση της ιστορίας της σκέψης και πράξης της Αριστεράς, από την οποία οφείλουμε να μάθουμε μ’ έναν εκούσια μη δογματικό τρόπο, μη θεωρώντας τίποτα ως δεδομένο.

Γιατί Μαρξ; Γιατί τώρα; Θεωρούμε τη σκέψη του Μαρξ επίκεντρο και ζωτικό νευραλγικό κέντρο για τη θεμελιώδη κριτική του νεώτερου κόσμου που αναδύθηκε την εποχή του Μαρξ με τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, στον οποίο κόσμο συνεχίζουμε να ζούμε. Προσδεχόμαστε τη σκέψη του Μαρξ σε σχέση τόσο με την πρότερη ιστορία της κριτικής κοινωνικής σκέψης, της φιλοσοφίας των Καντ και Χέγκελ συμπεριλαμβανομένης, όσο και με το έργο αυτών που εμπνεύστηκαν αργότερα και ακολούθησαν τον Μαρξ στην κριτική της κοινωνικής νεωτερικότητας, κυρίως των Γκέοργκ Λούκατς, Βάλτερ Μπένγιαμιν και Τέοντορ Αντόρνο. Ο Πλατύπους, συνεπώς, δεσμεύεται στην αναθεώρηση ολόκληρης της κριτικής θεωρητικής παράδοσης που εκτείνεται από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα. Όπως το έθεσε ο Λέζεκ Κολακόφσκι (το 1968 στο δοκίμιό του «Η έννοια της Αριστεράς»), η Αριστερά πρέπει να οριστεί ιδεολογικά και όχι κοινωνιολογικά∙ η σκέψη, και όχι η κοινωνία, είναι διαιρεμένη σε Δεξιά και Αριστερά: η Αριστερά ορίζεται από τον ουτοπισμό της, η Δεξιά από τον οπορτουνισμό της (καιροσκοπισμό της). — Ή, όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Πίππιν (Robert Pippin), το πρόβλημα με την κριτική θεωρία σήμερα είναι ότι δεν είναι κριτική (Critical Inquiry, 2003).

Ο Πλατύπους είναι αφοσιωμένος στην επανεξέταση ποικίλων ιστορικών ζητημάτων της Αριστεράς ώστε να μελετήσει την ιστορία αυτή «ενάντια στο ρεύμα» (όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν στις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας» το 1940), προσπαθώντας να συλλάβει τις παρελθούσες στιγμές ήττας και αποτυχίας της Αριστεράς, όχι ως δεδομένες, αλλά μάλλον στο ανεκπλήρωτο δυναμικό τους, αντικρίζοντας το παρόν, όχι ως προϊόν ιστορικής αναγκαιότητας, αλλά μάλλον ως αυτό που συνέβη ενώ δεν ήταν αναγκαίο να συμβεί όπως συνέβη. Μοχθούμε να ξεφύγουμε από το νεκρό χέρι των δύο, τουλάχιστον, προηγούμενων γενεών προβληματικής σκέψης και πράξης της Αριστεράς, αυτών του ’20 και ’30, και του ’60 και ’70. Εγγύτερα, υποφέρουμε από τις συνέπειες της αποπολιτικοποίησης της Αριστεράς τις δεκαετίες του 1980 και 1990 — εννοώντας ως απολιτικοποίηση την εκούσια «μεταμοντερνιστική» εγκατάλειψη όλων των «μεγάλων αφηγήσεων» κοινωνικής χειραφέτησης.

Όμως η «παράδοση» της «νεκρής γενιάς» που «βαραίνει» περισσότερο σαν «εφιάλτης» τον νου μας είναι αυτή της Νέας Αριστεράς της δεκαετίας του 1960, ιδιαίτερα στην ιστορία του αντιμπολσεβικισμού της — εκφρασμένη συμπληρωματικά από τις δύο κακές εναλλακτικές, δηλαδή τόσο από τον σταλινοφοβικό αντικομμουνισμό (του ψυχροπολεμικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας) όσο και από τη σταλινοφιλική «μαχητικότητα» (π.χ. του Μαοϊσμού, Γκεβαρισμού κ.λπ.) — που οδήγησε στη φυσικοποίηση του εκφυλισμού της Αριστεράς, όπως εκφράστηκε στην παραίτηση και εγκατάλειψη που οφείλονταν στην ανεπαρκή απάντηση της «Νέας» Αριστεράς της δεκαετίας του ’60 στα προβλήματα της «Παλαιάς» Αριστεράς, των δεκαετιών του ’20 και ’30 κι έπειτα. Κατά την εκτίμησή μας, η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του ’60 παρέμεινε δέσμια του σταλινισμού — του ψέματος ότι ο Λένιν οδήγησε στον Στάλιν συμπεριλαμβανομένου — συμβάλλοντας στην τεράστια αποψίλωση των δυνατοτήτων χειραφετητικής πολιτικής μέχρι σήμερα.

Προσπαθώντας να αναγνώσουμε «ενάντια στο ρεύμα» την ιστορία της επιταχυνόμενης παρακμής και αυτοκαταστροφής της Αριστεράς μετά τη δεκαετία του ’60, αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα που συζήτησε ο Νίτσε στο δοκίμιό του «Για τη χρήση και κατάχρηση της ιστορίας στη ζωή» (1873):

«Ένα άτομο πρέπει να έχει τη δύναμη κι από καιρό σε καιρό να τη χρησιμοποιεί για να διαρρηγνύει το παρελθόν και να το διαλύει προκειμένου να κατορθώσει να ζει… Λαοί ή εποχές που υπηρετούν τη ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο, κρίνοντας και καταστρέφοντας το παρελθόν, είναι πάντοτε επικίνδυνοι και σε κίνδυνο… Είναι μια απόπειρα να δώσει κανείς, τρόπον τινά, εκ των υστέρων στον εαυτό του ένα παρελθόν εκ του οποίου ενδέχεται να καταγόμαστε, σε αντίθεση με το παρελθόν από το οποίο καταγόμαστε».

[ Μετάφραση από την αγγλική μετάφραση του Ian Johnston, διαθέσιμη εδώ: http://www.mala.bc.ca/~johnstoi/Nietzsche/history.htm ]

Εντούτοις, όπως έγραψε ο Καρλ Κορς το 1923 στο δοκίμιό του «Μαρξισμός και φιλοσοφία»:

«[Ο Μαρξ έγραψε ότι] ‘[η ανθρωπότητα] δεν θέτει εμπρός της παρά προβλήματα που μπορεί να επιλύσει, αφού εξετάζοντας καλύτερα τα πράγματα, θα δούμε πως το εκάστοτε πρόβλημα αναφαίνεται πάντα εκεί που οι υλικοί όροι για την επίλυσή του έχουν ήδη διαμορφωθεί ή τουλάχιστον κατανοείται πως έχουν αρχίσει να δημιουργούνται’ [Πρόλογος της Συμβολής στην κριτικής της πολιτικής οικονομίας (1859)]. Αυτή η απόφανση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τις παρούσες σχέσεις μπορεί να έχει διαμορφωθεί σε μια προηγούμενη εποχή». (Καρλ Κορς, «Μαρξισμός και φιλοσοφία», εκδ. Ύψιλον, 1981, σελ. 36, μετάφραση: Μανόλης Λαμπρίδης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Τροποποιήσαμε τη μετάφραση).

Όπως έγραψε ο Αντόρνο στην Αρνητική Διαλεκτική (1966):

«Η κατάργηση της θεωρίας μέσω δογματικοποίησης και ταμπού για τη σκέψη συνέβαλε στην κακή πρακτική… Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων [της θεωρίας και πράξης] δεν είναι μια για πάντα καθορισμένη αλλά υπόκειται σε ιστορικές μεταβολές… Όποιος κατηγορεί τη θεωρία ως αναχρονιστική υπακούει στον κοινό τόπο που θέλει να καταργήσει ως πεπαλαιωμένο αυτό που ως ματαιωμένο εξακολουθεί να πονάει… Το γεγονός ότι η ιστορία άφησε πίσω της ορισμένες θέσεις τιμάται ως ετυμηγορία για το περιεχόμενο αλήθειας αυτών των θέσεων μόνον από εκείνους που συμφωνούν με τον Σίλλερ ότι ‘η παγκόσμια ιστορία είναι το παγκόσμιο δικαστήριο’. Αυτό που προσπεράστηκε αλλά δεν αφομοιώθηκε θεωρητικά μπορεί να αποκαλύψει μονάχα αργότερα την εμπεριεχόμενη αλήθεια του. Αυτή θα γίνει το απόστημα της κυρίαρχης υγείας και θα οδηγήσει ξανά πίσω σ’ αυτό υπό διαφορετικές συνθήκες». (Theodor W. Adorno, «Αρνητική Διαλεκτική», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006, σσ. 178-9, μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου. Τροποποιήσαμε τη μετάφραση).

Ο Πλατύπους ασχολείται με τη διερεύνηση των απίθανων αλλά όχι αδύνατων καθηκόντων και σχεδίων για την επανεμφάνιση μιας κριτικής Αριστεράς με χειραφετητική κοινωνική πρόθεση. Προσβλέπουμε σε μία κριτική αλλά ζωτική συμβολή μας προς την κατεύθυνση μιας πιθανής «επιστροφής στον Μαρξ» για τη δυνητική αναζωογόνηση της Αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Προσκαλούμε και καλωσορίζουμε αυτούς που επιθυμούν μοιραστούν αυτό το πρόταγμα και να συνεισφέρουν σ’ αυτό.

1η Νοεμβρίου 2007

Chris Cutrone

Platypus Review 29 | November 2010

[English]


Ενάντια στον Μπαντιού

Το πρόσφατο (2010) βιβλίο του Alain Badiou (Αλαίν Μπαντιού) φέρει ως τίτλο τη φράση που προωθούν τα τελευταία χρόνια με το έργο τους αυτός και ο Slavoj Žižek (Σλαβόι Ζίζεκ): η «κομμουνιστική υπόθεση».[1] Αυτός είναι επίσης ο τίτλος ενός δοκιμίου που δημοσίευσε ο Μπαντιού το 2008 στο περιοδικό New LeftReview[2] για την ιστορική σημασία της εκλογής του Νικολά Σαρκοζί στη γαλλική προεδρία το 2007.[3] Σ’ αυτό το δοκίμιο ο Μπαντιού εξηγεί την προσέγγισή του στον κομμουνισμό ως εξής:

«Τι είναι η κομμουνιστική υπόθεση; Κατά τη γενική (generic) της σημασία, όπως δίνεται στο κανονιστικό (canonic) της Μανιφέστο, ‘κομμουνιστική’ σημαίνει πρώτα ότι η λογική της τάξης (class) — η θεμελιώδης υπαγωγή της εργασίας (labour) σε μια κυρίαρχη τάξη, μια διευθέτηση που έχει παραμείνει σταθερή από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα — δεν είναι αναπόφευκτη∙ μπορεί να ξεπεραστεί. Η κομμουνιστική υπόθεση είναι ότι μία διαφορετική συλλογική οργάνωση είναι εφαρμόσιμη, μία οργάνωση που θα εξαλείψει την ανισότητα του πλούτου, ακόμα και τον καταμερισμό της εργασίας. Η ατομική ιδιοποίηση κολοσσιαίων περιουσιών και η μεταβίβασή τους μέσω κληρονομικής διαδοχής θα εξαλειφθούν. Η ύπαρξη ενός εξαναγκαστικού (coercive) κράτους, διαχωρισμένου από την κοινωνία των πολιτών (civil society) δεν θα εμφανίζεται πια ως αναγκαιότητα: μία μακρά διαδικασία αναδιοργάνωσης εδραιωμένη στην ελεύθερη ένωση (association) των παραγωγών θα το δει να απονεκρώνεται».[4]

Ο Μπαντιού συνεχίζει δηλώνοντας ότι,

«Ως καθαρή Ιδέα ισότητας, η κομμουνιστική υπόθεση αναμφίβολα υπάρχει από τότε που εμφανίστηκε το κράτος. Από τη στιγμή που η μαζική δράση αντιτίθεται στον κρατικό εξαναγκασμό στο όνομα της εξισωτικής δικαιοσύνης, βασικά στοιχεία ή θραύσματα της υπόθεσης αρχίζουν να εμφανίζονται. Οι λαϊκές εξεγέρσεις—των σκλάβων υπό την ηγεσία του Σπάρτακου, των χωρικών υπό την ηγεσία του Μύντσερ—θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως πρακτικά παραδείγματα αυτής της ‘κομμουνιστικής σταθεράς’. Με τη Γαλλική Επανάσταση, η κομμουνιστική υπόθεση εγκαινιάζει κατόπιν την εποχή της πολιτικής νεωτερικότητας».[5]

Έτσι ο Μπαντιού καθιερώνει τον «κομμουνισμό» ως τη διηνεκή αντι-τάση του πολιτισμού καθ’ όλη την ιστορία του.

Ο Μπαντιού διαιρεί ό,τι αποκαλεί νεώτερη ιστορία της «κομμουνιστική υπόθεσης» σε δύο μεγάλες περιόδους, ή «ακολουθίες», από το 1792 ως το 1871, και από το 1917 ως το 1976. Ο Μπαντιού περιγράφει την πρώτη περίοδο, από το πρώτο έτος της επαναστατικής Γαλλικής Δημοκρατίας έως την ήττα της Παρισινής Κομμούνας, ως «εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής υπόθεσης». Αποκαλεί τη δεύτερη περίοδο, από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία έως τον θάνατο του Μάο και το τέλος της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, ως ακολουθία «προκαταρκτικών προσπαθειών για […] την πραγμάτωση [της κομμουνιστικής υπόθεσης]».[6]

Τις δύο περιόδους που απομένουν στην ιστορική τροχιά που σκιαγραφεί ο Μπαντιού, από το 1871 μέχρι το 1917, και από το 1976 μέχρι σήμερα, ο Μπαντιού τις περιγράφει ως «διαλείμματα» κατά τη διάρκεια των οποίων «διακηρύχθηκε η αβασιμότητα της κομμουνιστικής υπόθεσης», «με τον εχθρό σε ανοδική τροχιά».[7]

Όμως η περίοδος μεταξύ 1871-1917 είδε τη μαζική διεύρυνση και ανάπτυξη του μαρξισμού (παράλληλη και πράγματι προσδεδεμένη επί της τελευταίας μεγάλης άνθισης της αστικής κοινωνίας και κουλτούρας κατά τη BelleÉpoque[8], και κορυφώθηκε με την κρίση του πολέμου και της επανάστασης, τον απολογισμό της οποία ο Μπαντιού αποφεύγει—ή, ακριβέστερα, υπεκφεύγει. Δηλαδή αυτή η περίοδος εγείρει το πρόβλημα του μαρξισμού ως τέτοιου, και τη σημασία του στην ιστορία.

Η μαρξιστική υπόθεση

Ένα πολύ διαφορετικό σύνολο ιστορικών περιοδολογήσεων, και συνεπώς μια διαφορετική ιστορία, εστιασμένη σε άλλες αναπτύξεις, θα μπορούσε να αντιταχθεί σ’ αυτή του Μπαντιού. Σε αντίθεση με την «κομμουνιστική υπόθεση» του Μπαντιού, η οποία εκτείνεται χιλιετίες προς τα πίσω, έως τις απαρχές του κράτους κατά τη γέννηση του πολιτισμού, μια «μαρξιστική υπόθεση» θα επιχειρούσε να συλλάβει την ιστορία συγκεκριμένα τής νεώτερης κοινωνίας του κεφαλαίου, τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις του κεφαλαίου, όπως χαρακτηρίστηκαν κατά τις αποτιμήσεις του Μαρξ και άλλων μαρξιστών, εκκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όμως, όπως το έθεσε ο μελετητής του Νίτσε, Peter Preuss, «ο 19ος αιώνας ανακάλυψε την ιστορία, και όλη η ακόλουθη έρευνα και εκπαίδευση έφερε τη σφραγίδα αυτής της ανακάλυψης. Αυτή δεν ήταν απλά μια ανακάλυψη ενός συνόλου γεγονότων που αφορούσαν το παρελθόν, αλλά η ανακάλυψη της ιστορικότητας του ανθρώπου».[9]

O Μαρξ αποτελεί κεντρική φυσιογνωμία στην ανάπτυξη της κριτικής αναγνώρισης της ιστορίας, ως καινοτομίας του 19ου αιώνα.[10] (Τα άλλα ονόματα που συνδέονται μ’ αυτή τη συνείδηση της ιστορίας είναι οι Χέγκελ και Νίτσε∙ η συσχέτιση αυτών των τριών στοχαστών είναι ένα βαθύ πρόβλημα, που έχει απασχολήσει εδώ και καιρό τους μαρξιστές.[11]

Η μαρξιστική υπόθεση βασίζεται στη θεωρητική και πολιτική εμπλοκή του Μαρξ με το πρόβλημα που διατύπωσε από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μέχρι το Κεφάλαιο, και περιλαμβάνει την πολιτική σκέψη και πράξη που εμπνεύστηκε απ’ αυτόν και επιδίωξε να τον ακολουθήσει και να αναπτυχθεί επί της βάσης του έργου του. Αυτό το πρόβλημα είναι η ιστορική ιδιαιτερότητα του κεφαλαίου—άρα και της ίδιας της ιστορίας. Διότι η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι το κεφάλαιο αποτελεί την πηγή αυτού που ο Καντ αποκάλεσε «καθολική (universal) ιστορία».[12]

Σε αντίθεση με την ιστορία της «κομμουνιστικής υπόθεσης» του Μπαντιού, η ιστορία της «μαρξιστικής υπόθεσης» θα ήταν περίπλοκη, πολυεπίπεδη, όχι τόσο γραμμική, και μη-συμβαντική (non-evental). Διαιρείται στις διάφορες περιόδους της ιστορίας του μαρξισμού: από την περίοδο 1848-1895, δηλαδή από τη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ένγκελς μέχρι τον θάνατο του Ένγκελς, έως την περίοδο 1914-1919, την περίοδο κρίσης του μαρξισμού με τον πόλεμο και την επανάσταση∙ και από την περίοδο 1923-1940, του μετα-μπολσεβίκικου μαρξισμού, έως την περίοδο 1968-1989, της «Νέας Αριστεράς» και της κατάρρευσης του «κομμουνισμού». Αυτές είναι περίοδοι της ιστορίας του μαρξισμού που συλλαμβάνονται ως η ιστορία αυτού που ο Μαρξ αποκάλεσε «κεφάλαιο». Αυτή είναι η ιστορία του κεφαλαίου και της δυνητικής υπέρβασής του, όπως εκφράζεται στην ιστορία του μαρξισμού.[13]

Αυτή η ιστορία παρακινείται από την ανάγκη αυτού που ο Καρλ Κορς αποκάλεσε, στο δοκίμιό του «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» (1923), ιστορική-υλιστική ανάλυση και κριτική του ίδιου του μαρξισμού, ή αλλιώς μαρξιστική ιστορία και θεωρία του μαρξισμού.[14] Αυτή θα ήταν η ιστορία της ανάδυσης, της κρίσης, και της παρακμής του μαρξισμού ως έκφραση της δυνατότητας μετάβασης πέρα από το κεφάλαιο, όπως την κατανόησαν ο Μαρξ και οι καλύτεροι μαρξιστές. Σήμερα, σε αντίθεση με την εποχή του Κορς το 1923, κάτι τέτοιο θα συμπεριλάμβανε την εξέταση της πιθανότητας ο δυνητικός μαρξισμός όπως εκφράστηκε, να έχασε την ευκαιρία του, συνεχίζοντας την πορεία του εκφυλιστικά, ως φάντασμα, μέχρι να περάσει οριστικά στην ιστορία. Το ότι μία παρόμοια αποτίμηση είναι καθ’ όλα δυνατή είναι που παρακινεί τη θεμελιώδη «υπόθεση» του μαρξισμού, ή αλλιώς τη μαρξιστική υπόθεση—την υπόθεση ότι ο μαρξισμός, ως προοπτική και πολιτική, μπορεί να είναι το ζωτικό νευρικό κέντρο της νεώτερης ιστορίας. Διότι ο μαρξισμός είναι, με λόγο, η μεγαλύτερη όλων των Μεγάλων Αφηγήσεων της ιστορίας. Το ερώτημα σήμερα είναι: τι ήταν ο μαρξισμός;

Για τους περισσότερους μαρξιστές του 20ού αιώνα (άρα και για τον Μπαντιού), η περίοδος του μαρξισμού μεταξύ 1871-1917, η οποία γνώρισε τη θεμελίωση και ανάπτυξη των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, ήταν η εποχή του «ρεβιζιονισμού», κατά την οποία η μαρξιστική επαναστατική πολιτική τελματώθηκε από τον ρεφορμισμό. Όμως, αυτή ήταν επίσης η περίοδος της πάλης κατά της ρεφορμιστικής αναθεώρησης του μαρξισμού από τους επιγόνους των Μαρξ και Ένγκελς, όπως οι Μπέμπελ, Μπερνστάιν, Κάουτσκυ και Πλεχάνοφ. Αυτή η πάλη κατά του ρεφορμισμού διεξήχθη από τους μαθητές των παραπάνω οπαδών του Μαρξ και συμπεριέλαβε μια σύνθετη αλλαγή, αποτελώντας η ίδια μια σημαντική ιστορική μετάβαση, κατά την οποία οι μαθητές απογοητεύτηκαν από τους δασκάλους τους και τελικά τους ξεπέρασαν.[15]

Το μεγαλύτερο επίτευγμα της πάλης κατά του ρεφορμισμού στη Δεύτερη Διεθνή ήταν η μπολσεβίκικη ηγεσία της Οκτωβριανής Επανάστασης, την οποία ακολούθησαν (έστω ανεπιτυχώς) επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία και Ιταλία, καθώς και η ίδρυση της Τρίτης «Κομμουνιστικής» Διεθνούς.[16] Η παγκόσμια κρίση του πολέμου και της επανάστασης μεταξύ 1914-1919 θα έπρεπε να ιδωθεί ορθώς ως το Λυκόφως των Θεών(Götterdämmerung) του μαρξισμού, που ύψωσε την κρίση του κεφαλαίου στη σφαίρα της πολιτικής με έναν πρωτοφανή τρόπο. Η κρίση του μαρξισμού μεταξύ 1914-1919 ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μαρξιστών. Στη μία πλευρά, η νεότερη γενιά ριζοσπαστών που είχε ανατραφεί στη Δεύτερη Διεθνή, την οποία τελικά δίχασε εγκαθιδρύοντας της Τρίτη, με διαπρεπέστερους εκπροσώπους τους Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκυ: αυτή η νεότερη γενιά ηγήθηκε της μεγαλύτερης απόπειρας της ιστορίας να αλλάξει ο κόσμος. Αντίκριζαν τον διχασμό τους εντός του μαρξισμού ως έκφραση της αναγκαιότητας της ανθρώπινης χειραφέτησης.[17] Ότι η απόπειρά τους πρέπει να κριθεί σήμερα ως αποτυχία δεν αλλάζει τον βαθύ—και βαθιά αινιγματικό—της χαρακτήρα.[18]

Το ρίσκο της Επανάστασης που αποπειράθηκαν οι ριζοσπάστες της Δεύτερης Διεθνούς, εμπνεόμενοι από τον Μαρξ, δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Για τον Μαρξ και τους συνεχιστές του, η εποχή του κεφαλαίου ήταν τόσο η κορύφωση της ιστορίας, και σηματοδοτούσε το δυνητικό τέλος της προϊστορίας, όσο και η αληθινή απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας, στον κομμουνισμό.[19] Όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «η ανθρωπότητα προετοιμάζεται να επιζήσει της κουλτούρας, εάν χρειαστεί»[20] —δηλαδή να επιβιώσει του πολιτισμού, όπως αυτός είχε βιωθεί για έναν αιώνα.[21]

Το φάντασμα του Μαρξ

Ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν για το «φάντασμα» του κομμουνισμού, σήμερα είναι η ανάμνηση του Μαρξ που στοιχειώνει τον κόσμο. Αυτή η διαφορά είναι σημαντικό να καταγραφεί: οι Μαρξ και Ένγκελς μπορούσαν να υπολογίζουν σ’ ένα πολιτικό κίνημα—τον κομμουνισμό—το οποίο επιδίωκαν να διασαφηνίσουν και να το ανυψώσουν στο επίπεδο αυτοσυνείδησης της ιστορικής του σημασίας. Σήμερα, αντιθέτως, είναι ανάγκη να θυμηθούμε, όχι τόσο το ιστορικό πολιτικό κίνημα, όσο τη μορφή κριτικής συνείδησης που εκφράστηκε στον μαρξισμό. Κάτι τέτοιο πρέπει να ανιχνευθεί πίσω στη σκέψη και πολιτική πράξη του ίδιου του Μαρξ.

Εάν ο Μαρξ παραγνωριστεί ως επιβεβαιωτής και κήρυκας του «κομμουνισμού» σε αντίθεση με ό,τι πραγματικά ήταν, δηλαδή ο πιο οξύς κριτικός του (από το εσωτερικό του), κινδυνεύουμε να λησμονήσουμε το πιο σημαντικό, αν και εύθραυστο, επίτευγμα της ιστορίας: τη συνείδηση της δυνατότητας εντός του κεφάλαιο. Όπως έγραψε πρώιμα ο Μαρξ, σ’ ένα γράμμα το 1843 στον Άρνολντ Ρούγκε που ζητούσε την «αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει»,  «ο κομμουνισμός είναι μια δογματική αφαίρεση και…  αποτελεί μονάχα μερική εκδήλωση της ανθρωπιστικής αρχής και έχει μολυνθεί από το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία».[22]

Η δυνατότητα για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας που εκφράστηκε στον κομμουνισμό, την οποία ο Μαρξ αναγνώρισε στη νεώτερη ιστορία του κεφαλαίου, δεν μπορεί να αφομοιωθεί στον προ- ή μη-μαρξικό σοσιαλισμό, χωρίς να χαθούν σημαντικά μέρη της. Η σκέψη και η πολιτική του Μαρξ δεν βρίσκονται σε συνέχεια με την εξέγερση των σκλάβων του Σπάρτακου ενάντια στη Ρώμη, ή με τα διδάγματα των Αποστόλων—ή με τον ριζοσπαστικό εξισωτισμό των Προτεσταντών ή των Γιακοβίνων. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, «ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η δυναμική αρχή (principle) του άμεσου μέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός ως τέτοιος δεν αποτελεί τον σκοπό της ανθρώπινης ανάπτυξης, τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας».[23] Ο κομμουνισμός, ως μορφή δυσαρέσκειας εντός του κεφαλαίου, απαιτούσε έτσι κριτική αποσαφήνιση του ίδιου του νοήματός του, και όχι μονόπλευρη υποστήριξη. Διότι ο Μαρξ σκεφτόταν πως ο κομμουνισμός ήταν μέσο και όχι σκοπός καθ’ εαυτός.

Τι σημαίνει λοιπόν σήμερα το γεγονός ότι συνεχίζουμε, πολιτικά, να έχουμε τον «κομμουνισμό»—με την έννοια του Μπαντιού, των αιτημάτων «ριζικής δημοκρατικής ισότητας»—αλλά όχι τον «μαρξισμό»; Η περιοδολόγηση της ιστορίας του νεώτερου κομμουνισμού στην ιστορία του πολιτισμού, από τον Μπαντιού, αποσυνθέτει τον μαρξισμό σε ένα από τα συστατικά του μέρη—ή, τουλάχιστον, τον καταποντίζει σ’ αυτή την ιστορία. Όμως ο Μαρξ επιδίωξε, σύμφωνα με τη δική του σκέψη και πολιτική, να κατανοήσει και να υπερβεί το ειδικά νεώτερο φαινόμενο του κομμουνισμού, δηλαδή το νεώτερο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα των εργατών που αναδύθηκε τον 19ο αιώνα, ως συστατικό του κεφαλαίου, ως μία ιστορικά εξειδικευμένη μορφή της ανθρωπότητας. Τι θα σήμαινε λοιπόν, σήμερα, να αντικρίζαμε την ιστορία της νεώτερης κοινωνίας του κεφαλαίου μέσω της φυσιογνωμίας του Μαρξ; Η πιθανότητα ενός τέτοιου προτάγματος αποτελεί τη μαρξιστική υπόθεση.

«Μαρξ-ισμός»

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις πιο σημαντικές ιστορικές μορφές του κομμουνισμού μετά τον Μαρξ, όπως οι Ένγκελς, Κάουτσκυ, Πλεχάνωφ, Λένιν, Λούξεμπουργκ, Τρόρσκυ, Μπουχάριν, Λούκατς, Στάλιν και Μάο, μεταξύ άλλων, συνηθίζεται να τους αξιολογούμε ως συνεχιστές του Μαρξ. Είναι σημαντικό που και οι ίδιοι επιδίωκαν να δικαιώσουν τη δική τους πολιτική σκέψη και πράξη στους όρους αυτούς—και για τον λόγο αυτό θεωρούνταν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους δογματικοί σεκταριστές, οπαδοί του μαρξισμού σα θρησκεία. Με ποιον τρόπο όμως νόμιζαν ότι ακολουθούν τον Μαρξ; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το σημαντικότερο και βαθύτερο πολιτικό κίνημα των δύο τελευταίων αιώνων, αυτοαποκαλούμενο ως «μαρξιστικό», και καθοδηγούμενο από ανθρώπους οι οποίοι, στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, δεν σταματούσαν να παραθέτουν Μαρξ ο ένας εναντίον του άλλου; Τι προσπαθούσαν να επιλύσουν αυτές οι φιλονικίες και ποιες ήταν —και είναι, δυνητικά— οι πολιτικές συνέπειες τέτοιων διαφωνιών επί της σημασίας του Μαρξ;

Σίγουρα ο μαρξισμός έχει δυσφημιστεί ως θρησκεία, και ο Μαρξ ως προφήτης. (Για παράδειγμα, ο Λέζεκ Κολακόφσκι απέρριψε τον μαρξισμό σαν τη «φαρσική πτυχή της ανθρώπινης υποταγής»[24]). Τι γίνεται όμως με τον Μαρξ ως φιλόσοφο; Όσο κι αν ο Μαρξ έχει ευρέως απαξιωθεί ως πολιτικός στοχαστής, εντούτοις το 2005 επί παραδείγματι, μία έρευνα μεταξύ των ακροατών του BBC ανέδειξε τον Μαρξ ως τον «μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών», πολύ πιο μπροστά από τους Σωκράτη, Καντ, Νίτσε, και άλλους. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή δεν μοιάζει να είναι μια ιδιαίτερα εύλογη κρίση για τον Μαρξ, είτε με τους όρους της δικής του σκέψης και πράξης, είτε της «φιλοσοφίας» ως κλάδου, εκτός αν η φιλοσοφία του Μαρξ κατανοηθεί ως υποδήλωση του γεγονότος ότι δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει τα προβλήματα που ο ίδιος αναγνώρισε στη νεώτερη κοινωνία.[25] Όσον αφορά τη φήμη του Μαρξ ως στοχαστή, φαίνεται πως έχουμε ξεμείνει με τον «μαρξισμό» αλλά χωρίς την «κομμουνιστική» πολιτική του ίδιου του Μαρξ: ο «μαρξισμός» έχει επιβιώσει ως «ανάλυση», αλλά χωρίς σαφή πρακτική σημασία∙ ο «κομμουνισμός» έχει επιβιώσει ως ηθική χωρίς αποτελεσματική πολιτική. Με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να το κατανοήσουμε αυτό;

Η μαρξιστική υπόθεση είναι πως η σχέση μεταξύ Μαρξ και «κομμουνισμού» χρειάζεται να ξανατεθεί, αλλά με αποφασιστικά μη-παραδοσιακούς τρόπους, φωτίζοντας κριτικά την ιστορία του μαρξισμού. Διότι δεν ισχύει ότι ο κομμουνισμός βρήκε έναν αξιοσέβαστο σύντροφο στο πρόσωπο του Μαρξ—ίσως περισσότερο (ή λιγότερο) αξιότιμο από άλλους—αλλά ότι η σκέψη και η πολιτική πράξη του Μαρξ διαμορφώνουν ένα μη-αναγώγιμα μοναδικό (irreducibly singular) μοντέλο το μπορεί ακόμα να μας εμπνέει και στο οποίο μπορούμε ακόμα να προσβλέπουμε.  Έτσι προκύπτει η συνεχιζόμενη δυνητική αναζήτηση (purchase) του «Μαρξ-ισμού». Το ερώτημα δεν είναι, όπως θα το έθετε ο Μπαντιού, ποιο είναι το μέλλον του κομμουνισμού, αλλά ποιο είναι το μέλλον του Μαρξ.

Η διευθέτηση κάθε δυνατού μέλλοντος του μαρξισμού απαιτεί την επανεξέταση του μαρξισμού του ίδιου του Μαρξ και των συνεπειών του.

Ο Μαρξ το 1848

Ο Μαρξ επισήμανε σχετικά με την επανάσταση στη Γερμανία, στην οποία ενεπλάκη άμεσα αφού συνέγραψε τοΜανιφέστο, ότι οι καπιταλιστές φοβόντουσαν περισσότερο τους εργάτες που διεκδικούσαν τα αστικά τους δικαιώματα, παρά το Πρωσικό κράτος που αφαιρούσε τα δικά τους. Αυτό δεν προέκυπτε εξαιτίας των συγκρουόμενων ταξικών συμφερόντων μεταξύ καπιταλιστών και γιούνκερς (δηλαδή της πρωσικής έγγειας αριστοκρατίας), αλλά μάλλον εξαιτίας του αναδυόμενου αυταρχισμού του κεφαλαίου μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, σε πλανητική κλίμακα. Διότι ένας παρόμοιος αυταρχισμός ήταν επίσης χαρακτηριστικός της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία, κατά την οποία η κυριαρχία του ανηψιού του Ναπολέοντα, Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ως του πρώτου εκλεγμένου Προέδρου της Δεύτερης Δημοκρατίας (1848-1852), και στη συνέχεια, μετά το πραξικόπημά του (coup d’ etat), ως Αυτοκράτορα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (1852-1870), δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκφραση του συμφέροντος κάποιας μη-αστικής τάξης (των «χωρικών», τους οποίους ο Μαρξ επέμενε να αποκαλεί, αιχμηρά, «μικροαστούς»), αλλά μάλλον όλων των τάξεων της αστικής κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε κρίση από τα μέσα του 19ου αιώνα, του «λούμπεν προλεταριάτου» συμπεριλαμβανομένου.[26] Όπως το έθεσε ο Μαρξ, σαρκαστικά, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη(1852), οι αστοί φανατική της τάξης (order) εκτελούνταν στους εξώστες τους στο όνομα της υπεράσπισης της κοινωνικής τάξης (order).[27] Η κυριαρχία στα τέλη του 19ου αιώνα του Ναπολέοντα του τρίτου, του Μπίσμαρκ—και του Ντισραέλι—αντικατόπτριζε η μία την άλλη. Ο Μαρξ ανέλυσε τον αυταρχισμό της κοινωνίας μετά το 1848, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος φάνηκε να υψώνεται πάνω από την πολιτική ζωή, ως μία κατάσταση όπου η αστική τάξη δεν ήταν πλέον ικανή να καθυποτάξει το κεφάλαιο, και το προλεταριάτο όχι ακόμα ικανό για κάτι τέτοιο.[28] Αυτή ήταν η κρίση της αστικής κοινωνίας που αναγνώρισε ο Μαρξ. Η αποτίμηση του Μπαντιού, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μάλλον την ιστορία της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης στην οποία αντιτάχθηκε η αντίσταση των καταπιεσμένων. Ήδη από το 1848 ο Μαρξ δεν ήταν ένας θεωρητικός των τάξεων αλλά του  κεφαλαίου, του οποίου οι νεώτερες κοινωνικο-πολιτικές τάξεις αποτελούσαν «φαντασμαγορικές» προβολές.[29] Ο Μαρξ επιδίωξε να τοποθετήσει, όχι το κεφάλαιο στην ιστορία της ταξικής πάλης, αλλά την ιστορία στο κεφάλαιο[30], στο οποίο υπάγονταν οι κοινωνικοί αγώνες και η ιστορίας τους.[31]

Καπιταλισμός, κομμουνισμός, και «φυσική κατάσταση»

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό επικαλέστηκε μια υποθετική «φυσική κατάσταση», ώστε να οξύνει την κριτική θέαση της σύγχρονης κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Ρουσό επιδίωξε να φέρει την κοινωνία εγγύτερα σε μια «φυσική κατάσταση». Η φιλελεύθερη, αστική κοινωνία αποτελούσε πρότυπο (model) και φιλοδοξία για τον Ρουσό. Για τον Ρουσό, ήταν η ανθρώπινη «φύση» [που είχε ως προορισμό] να είναι ελεύθερη.[32] Οι άνθρωποι κατέκτησαν στην κοινωνία μία «πολιτική ελευθερία» (civil liberty) «ηθικής ελευθερίας» (moral freedom) ανώτερη απ’ αυτή που μπορούσαν να απολαύσουν ως ζώα, με την απλή «φυσική» [ως σώμα] (physical) ελευθερία στη φύση. Στην πραγματικότητα, ως ζώα οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι αλλά μάλλον σκλάβοι των φυσικών αναγκών και ενστίκτων τους. Μόνο εντός της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί η ελευθερία και οι άνθρωποι να απελευθερωθούν από τη φυσική, ζωική τους κατάσταση.32 Όταν έγραφε ο Ρουσό στα μέσα του 18ου αιώνα, η υπόσχεση ελευθερίας της αστικής κοινωνίας βρισκόταν ακόμα στον ορίζοντα. Η αστική κοινωνία έτεινε στην ομοιότητα προς τη «φυσική κατάσταση» υπό την έννοια  του να φέρει την ανθρωπότητα, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, εγγύτερα στη [δυναμική τής] δυνατότητάς της, ούτως ώστε να πραγματώσει καλύτερα την ελευθερία της. Με τον Μαρξ, ο κομμουνισμός επίσης στόχευε στην πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Η παράσταση (imagination) ενός «πρωτόγονου κομμουνισμού», εγγύτερου σε μία «φυσική κατάσταση» άσπιλης (unspoiled) ανθρώπινης δυνατότητας, ανακεφαλαίωνε το ρουσοϊκό όραμα της αστικής κοινωνίας ως χειραφέτησης. Στον καπιταλισμό, ωστόσο, η αστική κοινωνία  συνέβη να παραβιάσει τη δική της επαγγελλόμενη δυνατότητα. Αυτό κατέστη «φυσική κατάσταση», όχι με την έννοια του Ρουσό, αλλά μάλλον σύμφωνα με αυτή του Χομπς, του «πολέμου όλων εναντίον όλων» — μία σύλληψη που είχε δεχθεί κριτική από τον Ρουσό. Η κοινωνία δεν προοριζόταν να αποτελέσει την αναστολή των εχθροπραξιών αλλά την πραγμάτωση της ελευθερίας. Επιπλέον, η ανθρωπότητα εντός της κοινωνίας επιδείκνυε μία «γενική βούληση», μη-αναγώγιμη στα ξεχωριστά μέλη της: μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της. Όχι έναν Λεβιάθαν αλλά μια «δεύτερη φύση», μια αναγέννηση του δυνητικού [στοιχείου], τόσο συλλογικά όσο και ατομικά. Η ανθρώπινη φύση ανακάλυψε την πραγμάτωση της ελευθερίας της στην κοινωνία, αλλά οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να αναπτυχθούν και να μεταμορφωθούν, για καλό ή για κακό. Συνεπώς, η προσέγγιση της κοινωνίας εγγύτερα στη «φυσική κατάσταση» σκόπευε να επιτρέψει τη δυνατότητα της ανθρωπότητας να πραγματωθεί πληρέστερα. Ο κομμουνισμός, σύμφωνα με τον Μαρξ, προοριζόταν να ακολουθήσει τον Ρουσό και όχι τον Χομπς, στην υλοποίηση των επιδιώξεων και δυνατοτήτων της αστικής κοινωνίας. Όμως, πρώτα, ο κομμουνισμός έπρεπε να είναι ξεκάθαρος σχετικά με τους στόχους του.

Κομμουνισμός: όχι αντιτιθέμενος, αλλά εντός, διαμέσου, και πέρα από την αστική κοινωνία του κεφαλαίου

Η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι η σκέψη και πολιτική του Μαρξ αντιστοιχεί σε μία στιγμή βαθύτατου μετασχηματισμού στην ιστορία της νεώτερης κοινωνίας, και μάλιστα στην ιστορία της ανθρωπότητας: αντιστοιχεί στην άνοδο του «βιομηχανικού κεφαλαίου» και του συνακόλουθου «σοσιαλδημοκρατικού» εργατικού κινήματος που συνόδευσε αυτή την αλλαγή. Αυτό εκφράστηκε στην απαίτηση των εργατών για κοινωνικήδημοκρατία, για την οποία ο Μαρξ σκεφτόταν ότι ήταν ανάγκη να υψωθεί σε επίπεδο μεγαλύτερης αυτοσυνείδησης προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της.[33] Ο Μαρξ χαρακτήρισε τη στιγμή του βιομηχανικού κεφαλαίου ως εμβληματική της κρίσης της νεώτερης κοινωνίας—ή ακόμα και ενός συμβάντος και μίας κρίσης της «φυσικής ιστορίας»[34] —κατά την οποία κρίση η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με την επιλογή, όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ (απηχώντας τον Ένγκελς), «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».[35] Αυτό συνέβη επειδή οι κλασικές αστικές μορφές πολιτικής που είχαν αναδυθεί την προηγούμενη περίοδο, της ανόδου του κεφαλαίου με τη μορφή της μανιφακτούρας, δηλαδή ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς απέναντι στα προβλήματα και τις προκλήσεις της νεώτερης κοινωνίας κατά τον 19ο αιώνα—δηλαδή [κατά] τη στιγμή του Μαρξ. Με τον Μαρξ η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μια νέα, πρωτοφανή αποστολή. Εντούτοις, ούσα ακόμα ανεκπλήρωτη, η αποστολή αυτή έχει επιπλέον παραμεληθεί σήμερα.[36]

Στη μετασχηματισμένη συνθήκη του κεφαλαίου, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία έγιναν αναγκαίοι ακριβώς εξαιτίας της αδυνατότητάς τους, παραπέμποντας έτσι στη «διαλεκτική» Aufhebung (αναίρεση) τους— ολοκλήρωσης και υπέρβασης (transcendence) μέσω άρνησης, ή αυθυπέρβασης (self-overcoming).[37] Οι όροι  φιλελευθερισμός και δημοκρατία δεν κατέστησαν αντιφατικοί μόνον ως προς την αμοιβαία τους συσχέτιση αλλά και έκαστος [κατέστη] αντιφατικός ως προς τον εαυτό του εντός του κεφαλαίου. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ο κομμουνισμός ενάντια στη φιλελεύθερη δημοκρατία—όπως το εκλαμβάνουν ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ. Ο κομμουνισμός ήταν, για τον Μαρξ, το πολιτικό κίνημα που παρέπεμπε στην πιθανότητα υπέρβασης της αναγκαιότητας του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας, ή υπέρβασης της ανάγκης για «αστική» πολιτική per se (ως τέτοια, καθαυτή). Κάτι τέτοιο όμως θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της πολιτικής των αιτημάτων της εργατικής τάξης για αστικά δικαιώματα. Ο Μαρξ έβλεπε τον σοσιαλισμό και κομμουνισμό που είχαν αναδυθεί στην εποχή του ως έκφραση μίας όψιμης, και συνεπώς αυτο-αντιφατικής και δυνητικά μη συνεκτικής, μορφής αστικού ριζοσπαστισμού—εκφράζοντας τη ριζοσπαστικοποίηση της αστικής κοινωνίας—η οποία όμως διεκδικούσε την απολύτρωσή της. Ο Μαρξ διερεύνησε τη δυναμική εντός του κεφαλαίου για το πέρασμα πέραν των αιτημάτων για περισσότερο φιλελευθερισμό και δημοκρατία. Ο επακόλουθος «κομμουνισμός» έχασε επ’ αυτού την επαφή με τον Μαρξ, και αποσυντέθηκε στην αντινομία του 20ού αιώνα μεταξύ σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού.[38] Η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι ο Μαρξ αναγνώρισε τη δυνατότητα, όχι της αντίθεσης στην αστική κοινωνία, αλλά του ποιοτικού μετασχηματισμού εντός, μέσω, και πέρα από την αστική κοινωνία. | P


[1]. Alain Badiou, The Communist Hypothesis (Λονδίνο: Verso, 2010). Εκδόθηκε ως βιβλίο τσέπης με κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, στο οποίο φιγουράρει ένα έντονο χρυσό αστέρι—ένα Μικρό Κόκκινο Βιβλίο  (όπως αλλιώς τιτλοφορούνται τα Αποφθέγματα του Προέδρου Μάο Τσε-Τουνγκ) για την εποχή μας;

[2]. Badiou, “The Communist Hypothesis,” New Left Review 49 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008), 29–42.

[3]. Το άλλο βιβλίο που προέρχεται από το δοκίμιο του Μπαντιού του 2008 στο περιοδικό New Left Review είναι το:The Meaning of Sarkozy (London: Verso, 2008).

[4]. Badiou, “The Communist Hypothesis,” 34–35.

[5]. Ό.π., 35.

[6]. Ό.π., 35–36.

[7]. Ό.π., 36–37.

[8]. Βλ. Theodor W. Adorno, “Those Twenties,” Critical Models: Interventions and Catchwords, μτφρ. Henry Pickford (New York: Columbia University Press, 1998), 41–48, αρχικά δημοσιευμένο το 1961. Εκεί ο Αντόρνο δήλωνε ότι «ήδη στη δεκαετία του 1920, ως συνέπεια των γεγονότων του 1919, η απόφαση έγειρε κατά της πολιτικής δυναμικής η οποία, εάν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά, θα μπορούσε με μεγάλη πιθανότητα να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Ρωσία και να αποτρέψει τον Σταλινισμό».  Συνεπώς, «μόνο κατ’ επίφασιν η δεκαετία του ’20 συνιστούσε έναν κόσμο όπου ‘όλα μπορούσαν να επιτρέπονται’, δηλαδή μια ουτοπία» (43). Πράγματι, σύμφωνα με τον Αντόρνο, «η ηρωική εποχή ήταν στην πραγματικότητα αυτή περί το 1910» (41). Βλ. παρακάτω την [υποσημείωση 13].

[9]. Peter Preuss, Εισαγωγή στο Friedrich Nietzsche, On the Advantage and Disadvantage of History for Life(Indianapolis: Hackett, 1980), 1.

[10]. Βλ. την εισαγωγή του Louis Menand του 2003 στην επανέκδοση του βιβλίου τού Edmund Wilson, To the Finland Station: A Study in the Writing and Acting of History (New York: New York Review of Books, 2003), το οποίο αρχικά εκδόθηκε το 1940, στην οποία ο Menand παραθέτει τον ισχυρισμό του Wilson ότι «οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν οι philosophes (φιλόσοφοι) ενός δεύτερου Διαφωτισμού» (xvi). Επιπρόσθετα, ο Menand επισημαίνει ότι,

«Ο μαρξισμός έδωσε ένα νόημα στη νεωτερικότητα… Ο μαρξισμός θεμελιώθηκε σε μια επίκληση κοινωνικής δικαιοσύνης, όμως υπήρχαν πολλές μορφές που μπορούσε να λάβει αυτή η επίκληση. Το μεγαλύτερο θέλγητρό του ήταν η ανακάλυψη ενός νοήματος στην ίδια την ιστορία, ενός νοήματος στο οποίο τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να συμμετέχουν. (xiii)

[11]. Βλ. για παράδειγμα: Adorno, History and Freedom: Lectures 1964–65, επ. Rolf Tiedemann, μτφρ. Rodney Livingstone (Cambridge, U.K.: Polity, 2006).

[12]. Immanuel Kant, “Idea for a Universal History from a Cosmopolitan Point of View,” μτφρ. Lewis White Beck, στο: Kant on History (Indianapolis: Bobbs-Merrill, 1963), 11–25.

[13]. Για παράδειγμα, ο τίτλος της μπροσούρας του Λένιν, Ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού(1916) υποδηλώνει αυτό που σήμαινε η ιστορική εποχή τού «ιμπεριαλισμού» για τον Λένιν και τους συγκαιρινούς τους μαρξιστές: την παραμονή της επανάστασης. Η αυτοκατανόηση των μαρξιστών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού εδραίωνε την ιστορία του ίδιου του μαρξισμού στην ιστορία του κεφαλαίου, ακόμα κι αν στην προπαγανδιστική ρητορική τους αποκαλούσαν ατυχώς την κρίση του κεφαλαίου, που εξέφραζε ο μαρξισμός, ως «αναπόφευκτη». Βλ. παρακάτω την [υποσημείωση 18].

[14]. Βλ. Karl Korsch, “Marxism and Philosophy,” Marxism and Philosophy, μτφρ. Fred Halliday (New York: Monthly Review Press, 2008). Αρχική δημοσίευση το 1923. Επίσης διατίθεται διαδικτυακά: <http://www.marxists.org/archive/korsch/1923/marxism-philosophy.htm>.

[15]. Βλ. την εκτενή εργασία του Lars T. Lih’s επί του «καουτσκισμού» του Λένιν, για παράδειγμα στο LeninRediscoveredWhat is to be Done? in Context (Chicago: Haymarket Books, 2008).

[16]. Στη θαυμαστή πρώτη υποσημείωση του βιβλίου του Τι να κάνουμε; (1902), διαθέσιμο διαδικτυακά (στα αγγλικά) εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1901/witbd/i.htm>, ο Λένιν έθεσε το θέμα ως εξής:

«Με την ευκαιρία, σημειώνουμε ότι στην ιστορία του νεότερου σοσιαλισμού αυτή είναι ίσως η μοναδική κι εξαιρετικά παρήγορη στο είδος της περίπτωση, που για πρώτη φορά η σύγκρουση των διάφορων κατευθύνσεων μέσα στον σοσιαλισμό έχει μετατραπεί από εθνική σε διεθνή. Στο παρελθόν, οι διαμάχες ανάμεσα στους λασαλικούς και τους αϊζεναχικούς, ανάμεσα στους γκεντιστές και τους ποσιμπιλιστές, ανάμεσα στους φαβιανούς και στους σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσα στους ‘ναροντβόλτσι’και στους σοσιαλδημοκράτες, περέμειναν καθαρά εθνικές φιλονικίες, αντανακλούσαν καθαρώς εθνικά χαρακτηριστικά και γίνονταν, ας πούμε, σε διαφορετικά επίπεδα. Σήμερα (αυτό είναι τώρα πια ολοφάνερο), οι Άγγλοι φαβιανοί, οι Γάλλοι μινιστεραλιστές, οι Γερμανοί μπερσταϊνικοί, οι Ρώσοι κριτικοί – όλοι τους αποτελούν μια οικογένεια, όλοι τους επαινούν ο ένας τον άλλο, διδάσκονται ο ένας από τον άλλο και όλοι μαζί ξεσπαθώνουν ενάντια στον ‘δογματικό’ μαρξισμό. Ίσως σ’ αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή, σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό οπορτουνισμό, η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία να δυναμώσει αρκετά, ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση που ήδη από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη» (μτφρ. εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ.11-12).

[17]. Βλ. Leon Trotsky, “Art and Politics in Our Epoch,” γράμμα του Τρότσκυ στους εκδότες της Partisan Review με ημερομηνία 18/6/1938, διαθέσιμο διαδικτυακά [στα αγγλικά] εδώ: <http://www.marxists.org/archive/trotsky/1938/06/artpol.htm>:

«Καμιά προοδευτική ιδέα δεν αναδύθηκε από μια «μαζική βάση», αλλιώτικα δε θα ‘ταν προοδευτική. Μόνο κατά το τελευταίο της στάδιο μια ιδέα συναντάει τις μάζες, με τον όρο, σίγουρα, ότι ανταποκρίνεται η ίδια στις απαιτήσεις της προόδου. Όλα τα μεγάλα κινήματα άρχισαν σα ‘σχίσματα’ προγενέστερων κινημάτων… Η οργάνωση των Μαρξ – Έγκελς αναδύθηκε σα ‘σχίσμα’ της εγελιανής Αριστεράς. Η Κομμουνιστική [Τρίτη] Διεθνής φύτρωσε μέσα στην καρδιά του [Πρώτου παγκοσμίου] πολέμου από τα ‘σχίσματα’ της σοσιαλδημοκρατικής [Δέυτερης] Διεθνούς. Αν αυτοί οι πρωτοπόροι αποδείχτηκαν ικανοί να δημιουργήσουν μια μαζική βάση, ήταν ακριβώς επειδή δεν φοβόντουσαν την απομόνωση. Ήξεραν προκαταβολικά πως η ποιότητα των ιδεών τους θα μεταβαλλόταν σε ποσότητα. Αυτά τα ‘σχίσματα’… φέρανε μέσα τους τα σπέρματα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων του αύριο».

Στα ελληνικά, είναι διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ [τροποποιήσαμε σημαντικά τη μετάφραση]:

http://www.marxistbooks.gr/logotexn_n.htm

[18]. Βλ. Καρλ Κορς, Μαρξισμός και Φιλοσοφία (μτφρ. Μανόλη Λαμπρίδη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδ. Ύψιλον, 1981, σελ. 43-44 [τροποποιήσαμε σημαντικά τη μετάφραση]:

«Συνέβη ένας μετασχηματισμός και μία ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας υπό το ιδεολογικό κάλυμμα της επιστροφής στην καθαρή ή αυθεντική διδασκαλία του αληθινού μαρξισμού. Εύκολα όμως μπορούμε να καταλάβουμε τόσο τους λόγους αυτής της κάλυψης όσο και τον πραγματικό χαρακτήρα της διαδικασίας που απέκρυβε. Στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρητικοί όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία και ο Λένιν στη Ρωσία δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να την απελευθερώνουν από τις παραλυτικές παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Ανταποκρίνονται έτσι στις πρακτικές ανάγκες του νέου επαναστατικού επιπέδου προλεταριακής ταξικής πάλης, κατά το οποίο οι παραδόσεις αυτές βάραιναν ‘σαν εφιάλτης’ τον νου εκείνων των εργατικών μαζών των οποίων η, αντικειμενικά επαναστατική, κοινωνική και οικονομική θέση είχε από καιρό πάψει να αντιστοιχεί σ’ αυτά τα εξελικτικά δόγματα. Η εμφανής αναβίωση της αυθεντικής μαρξιστικής θεωρίας στην Τρίτη Διεθνή είναι απλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σε κάθε νέα επαναστατική περίοδο, όχι μόνο το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και οι θεωρητικές αντιλήψεις των κομμουνιστών που το εκφράζουν, πρέπει να προσλάβουν επαναστατική μορφή. Αυτός είναι ο λόγος που σημαντικές πλευρές του μαρξιστικού συστήματος, που φαίνονταν να έχουν ουσιαστικά ξεχαστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ξανάρχονται τώρα στη ζωή.»

Έχω επεξεργαστεί περαιτέρω την σημασία αυτού του σπουδαίου δοκιμίου του Κορς στην παρουσίαση μου τού βιβλίου Marxism and Philosophy (2008), στην Platypus Review 15 (Σεπτέμβριος 2009), διαθέσιμη διαδικτυακά εδώ:

<http://platypus1917.org/2009/09/03/book-review-karl-korsch-marxism-and-philosophy/>.

[19]. Ο Αντόρνο, στους «Στοχασμούς για την ταξική θεωρία» (Reflections on class theory -που συνέγραψε αρχικά το 1942), παρέχει την ακόλουθη, αναμφίβολα ισχυρή, ερμηνεία της οπτικής του Κομμουνιστικού Μανιφέστουτων Μαρξ και Ένγκελς:

«Σύμφωνα με τη θεωρία, η ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Όμως η έννοια της τάξης είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάδυση του προλεταριάτου… Εκτείνοντας την έννοια της τάξης στην προϊστορία, η θεωρία… στρέφεται ενάντια στην ίδια την προϊστορία. Εκθέτοντας την ιστορική αναγκαιότητα που γέννησε τον καπιταλισμό, η πολιτική οικονομία έγινε κριτική της ιστορίας ως όλου… Όλη ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων επειδή πάντα ήταν το ίδιο πράγμα, δηλαδή προϊστορία». (Can One Live After Auschwitz? A Philosophical Reader, επ. Rolf Tiedemann (Stanford: Stanford University Press, 2003, 93–94.)

[20]. Walter Benjamin, “Experience and Poverty,” Selected Writings τ. 2 1927–34 (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999), 735. Εκδόθηκε αρχικά το 1933.

[21]. Ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί αυτή η αλλαγή είναι «Ανθρωπόκαινος» (εποχή). Ο Jeffrey Sachs, στη δεύτερή του από τις «Διαλέξεις του Reith» το 2007, με τίτλο «Επιβίωση στην Ανθρωπόκαινο» (Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, 18 Απριλίου 2007, διαθέσιμη διαδικτυακά εδώ:

<http://www.bbc.co.uk/radio4/reith2007/lecture2.shtml>), τη χαρακτήρισε ως εξής:

«Η ‘ανθρωπόκαινος’—ένας όρος εντυπωσιακά παρασταστικός, ένας όρος που επινόησε ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής μας, ο Paul Crutzen, για να επισημάνει το γεγονός ότι για πρώτη φορά τα ανθρώπινα όντα κρατούν στα χέρια τους, όχι μόνο την οικονομία και τη δυναμική του πληθυσμού, αλλά και τα φυσικά συστήματα του πλανήτη, εννοώντας με τον όρο ‘ανθρωπόκαινος’ τη δημιουργημένη από τους ανθρώπους εποχή της ιστορίας της γης. Οι γεωλόγοι αποκαλούν την εποχή μας Ολόκαινο—δηλαδή την περίοδο των τελευταίων 13.000 ετών, ή από την τελευταία εποχή των παγετώνων—όμως ο Crutzen, σοφά και ίσως συγκλονιστικά, διαπίστωσε ότι οι δύο τελευταίοι αιώνες αποτελούν πραγματικά μία μοναδική εποχή, όχι μόνο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά επίσης και της φυσικής ιστορίας της γης».

[22]. Μαρξ, «Για μία αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει», γράμμα στον Arnold Ruge (Σεπτέμβριος, 1843), στο: Robert Tucker, επ., Marx-Engels Reader (New York: Norton, 1978), 12–15. Διατίθεται διαδικτυακά [στα αγγλικά] εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/marx/works/1843/letters/43_09.htm>.

[23]. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader, 93. Διατίθεται διαδικτυακά εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/manuscripts/comm.htm>.

[24]. Leszek Kolakowski, Main Currents in Marxism (New York: Norton, 2005), 1212.

[25]. Βλ. Robert Pippin, “Critical Inquiry and Critical Theory: A Short History of Nonbeing,” Critical Inquiry 30.2 (Winter 2004), 424–428, διατίθεται διαδικτυακά εδώ: <http://criticalinquiry.uchicago.edu/issues/v30/30n2.Pippin.html>. Ο Pippin έγραψε ότι,

«Αυτό που ήθελα να υποδηλώσω… είναι η ελλιπής κατανόησή μας της μετα-καντιανής καστάστασης, για παράδειγμα σε σχέση με τους «αναγκαίους όρους δυνατότητας του μη όντος» (“the necessary conditions for the possibility of what isn’t”). Δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε πουθενά. Η φιλοσοφία σπανίως το πετυχαίνει αυτό. Υπάρχει μάλλον για να μας υπενθυμίζει ότι δεν έχουμε πετύχει τίποτα. (428)

[26]. Βλ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848–50 (αρχική δημοσίευση το 1850) και Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (αρχική δημοσίευση το 1852).

[27]. Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader (602-603) – στα ελληνικά εδώ:

http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=5739

«Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας, τιμωρείται ταυτόχρονα σαν ‘απόπειρα κατά της κοινωνίας’ και στιγματίζεται σαν ‘σοσιαλισμός’… Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειάς τους…  στο όνομα της ιδιοκτησίας, της οικογένειας… και της τάξεως… Τελικά, τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας παίρνουν τη μορφή του… ‘σωτήρα της κοινωνίας’».

[28]. Ο Ένγκελς το συνόψισε αυτό πολύ καλά το 1891στην εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος της Γαλλίας (1871). Υπάρχει στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader, 620.

[29]. Βλ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, μτφρ. (στα αγγλικά) Ben Fowkes (London: Penguin, 1990), 165.

[30]. Βλ. την ομιλία μου «Το κεφάλαιο στην ιστορία: Η ανάγκη για μία μαρξική φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς», Platypus Review 7 (Οκτώβριος 2008), διαθέσιμη διαδικτυακά στα ελληνικά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/10/01/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC/>

[31]. Βλ. Platypus Historians Group, “Introduction to the History of the Left: Changes in the meaning of class struggles,” Platypus Review 3 (Μάρτιος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/03/01/introduction-to-the-history-of-the-left-changes-in-the-meaning-of-class-struggles/>.

[32]. Βλ. Rousseau, The Social Contract, κεφ. 8 “Civil Society,” μτφρ. (στα αγγλικά) Maurice Cranston (London: Penguin, 1968), 64–65. Αρχικά δημοσιευμένο το 1762.

[33]. Βλ. Μαρξ, «Για μία αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει».

[34]. Βλ. [υποσημείωση 21], παραπάνω. Βλ. επίσης, Αντόρνο, «Η ιδέα της φυσικής ιστορίας» (γραμμένο αρχικά το 1932), μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Πρίσμα, 1992 (εδώ το απόσπασμα σε δική μας μετάφραση): «Δεν είναι ζήτημα τελειοποίησης μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά της εμμενούς ερμηνείας της θεωρίας. Υποβάλλω τον εαυτό μου, τρόπον τινά, στο κύρος της υλιστικής διαλεκτικής».

[35]. Βλ. Luxemburg, The Crisis in German Social Democracy (ή αλλιώς The Junius Pamphlet, που εκδόθηκε αρχικά το 1915), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm>.

[36]. Βλ. Κορς, Μαρξισμός και Φιλοσοφία, ό.π. σελ.36 (τροποποιήσαμε τη μετάφραση):

«[Ο Μαρξ έγραψε ότι] ‘[η ανθρωπότητα] δεν θέτει εμπρός της παρά προβλήματα που μπορεί να επιλύσει, αφού εξετάζοντας καλύτερα τα πράγματα, θα δούμε πως το εκάστοτε πρόβλημα αναφαίνεται πάντα εκεί που οι υλικοί όροι για την επίλυσή του έχουν ήδη διαμορφωθεί ή τουλάχιστον κατανοείται πως έχουν αρχίσει να δημιουργούνται’ [Πρόλογος της Συμβολής στην κριτικής της πολιτικής οικονομίας (1859)]. Αυτή η απόφανση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τις παρούσες σχέσεις μπορεί να έχει διαμορφωθεί σε μια προηγούμενη εποχή».

[37]. Επ’ αυτού, βλ. μερικά από τα πιο πρώιμα γραπτά του Μαρξ, τα οποία παρείχαν τα σημεία εκκίνησης για το πιο ώριμο έργο του, όπως τη «Συμβολή στην κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου» (1843), το «Εβραϊκό ζήτημα» (1843), και την «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1847).

[38]. Για τους Μαρξ και Ένγκελς εντούτοις, δεν υπήρχε αναγκαστικά αντίφαση μεταξύ της ελευθερίας του ατόμου και του συνόλου ή, μ’ αυτή την έννοια, μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού: «Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις έρχεται μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, διαθέσιμο διαδικτυακά στα ελληνικά εδώ:

http://www.marxists.org/ellinika/archive/marx/works/1848/com-man/index.htm )

Για περαιτέρω συζήτηση αυτού του εκφυλισμού και αποσύνθεσης της αρχικής μαρξικής οπτικής, βλ. το άρθρο μου «1917» στο: The Decline of the Left in the 20th Century: Toward a theory of historical regressionPlatypusReview 17 (Νοέμβριος 2009), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2009/11/18/the-decline-of-the-left-in-the-20th-century-1917/>. Βλ. επίσης: Platypus Historians Group, “Friedrich Hayek and the legacy of Milton Friedman: Neo-liberalism and the question of freedom (in part, a response to Naomi Klein),” Platypus Review 8 (Νοέμβριος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/11/01/friedrich-hayek-and-the-legacy-of-milton-friedman-neo-liberalism-and-the-question-of-freedom/>∙ και το άρθρο μου “Obama and Clinton: ‘Third Way’ politics and the ‘Left’,” Platypus Review 9 (Δεκέμβριος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ:

<http://platypus1917.org/2008/12/01/obama-and-clinton-third-way-politics-and-the-left/>.

* Όπως το έθεσε ο James Miller, συγγραφέας του βιβλίου The Passion of Michel Foucault (2000), στην εισαγωγή του, το 1992, στο βιβλίο τού Ρουσό, Discourse on the Origin of Inequality (Indianapolis: Hackett, 1992),

«Η αρχή της ελευθερίας και η συνακόλουθή της ‘τελειοποιησιμότητα’… υποδηλώνει πως οι δυνατότητες να είσαι άνθρωπος είναι πολλαπλές και, κυριολεκτικά, ατελείωτες… Σύγχρονοί του, όπως ο Καντ, κατάλαβαν καλά την καινοτομία και τις ριζικές συνεπαγωγές της νέας αρχής της ελευθερία του Ρουσό, και εκτίμησαν την ασυνήθιστη έμφαση στην ιστορία ως του τόπου όπου η αληθινή φύση του είδους μας ταυτόχρονα πραγματώνεται και διαστρέφεται, αποκαλύπτεται και στρεβλώνεται. Ένας νέος τρόπος σκέψης επί της ανθρώπινης κατάστασης είχε εμφανιστεί… Όπως το έθεσε ο Χέγκελ, «Η αρχή της ελευθερίας ανέτειλε για τον κόσμο με τον Ρουσό, και έδωσε άπειρη δύναμη στον άνθρωπο, ο οποίος πλέον αντιλήφθηκε τον εαυτό του ως άπειρο». (xv)