RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category 2017

Με αφορμή το φεστιβάλ άμεσης δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη διοργανώσαμε μία μκρή συζήτηση με θέμα “Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία”, που φιλοξενήθηκε στο Μικρόπολις (κοινωνικός χώρος για την ελευθερία). Δημοσιεύουμε την εισήγηση από το μέλος της διεθνούς ομάδας του Πλατύποδα, Θοδωρή Βελισσάρη, η οποία αποτέλεσε τη βάση της συζήτησης που ακολούθησε.

14/9/2013

Δημοκρατία και κινήματα στην ιστορία

Πρόλογος

Καλησπέρα. Θα ξεκινήσω με Χόλιγουντ… Πέρσι προβλήθηκε η ταινία «Λίνκολν», δεν ξέρω πόσοι την έχετε δει, η οποία πραγματεύεται τον ρόλο του Λίνκολν στην υπόθεση τερματισμού του θεσμού της δουλείας στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου. Από τη σκοπιά της άμεσης δημοκρατίας, μπορεί κανείς να πει ότι η ταινία υποτιμά τον ρόλο των ίδιων των εγχρώμων στον αγώνα για τη χειραφέτησή τους, υπερτονίζοντας τον ρόλο των λευκών πολιτικών αντιπροσώπων. Ίσως η παλιότερη ταινία «Γκλόρυ», που περιγράφει τις ηρωικές μάχες του συγκροτημένου από έγχρωμους εθελοντές 54ου Συντάγματος Πεζικού της Μασαχουσέτης, να είναι πιο συμβατή με μία αμεσοδημοκρατική, ή «από τα κάτω», σκοπιά της ιστορίας του αγώνα για το ξεπέρασμα του θεσμού της δουλείας. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι δύο ταινίες αυτές, με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου θέματος, μας φέρνουν στο πρόβλημα των επαναστάσεων, αλλά και των κοινωνικών κινημάτων, που μοιάζουν συχνά να έχουν έναν χαρακτήρα τόσο «από τα κάτω» όσο και «από τα πάνω».

Για παράδειγμα, πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις (ή ακόμα και επαναστατικές ανατροπές όπως στην περίπτωση της Αιγύπτου), διατηρούσαν αυτό τον διττό χαρακτήρα: Αραβική Άνοιξη μεν, Αδελφοί Μουσουλμάνοι ή Ένοπλες Δυνάμεις δε. Αγανακτισμένοι μεν, ΣΥΡΙΖΑ ή Ανεξάρτητοι Έλληνες δε.Occupy μεν, Ομπάμα δε. Όλα φαινόμενα συνδεδεμένα με μαζικούς αγώνες για δημοκρατία, μάλιστα αγώνες που διεκδικούσαν χαρακτηριστικά μία πραγματική δημοκρατία.

Τραγωδία και φάρσα

Όσο παράδοξο κι αν φανεί, για να φωτιστούν αυτά τα προβλήματα, θα καταφύγουμε στη διάσημη φράση του Μαρξ περί τραγωδίας και φάρσας όταν συγκρίνει το 1789 (τη λεγόμενη τελευταία αστική επανάσταση) με το 1848 (τη λεγόμενη πρώτη σοσιαλιστική). Γράφει ο Μαρξ: «Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση πως όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σα να πούμε, δύο φορές. Ξέχασε να προσθέσει, τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σα φάρσα», και δίνει κάποια παραδείγματα, όπως Ροβεσπιέρος (τραγωδία) και Λουί Μπλαν (φάρσα), μεταξύ άλλων.

Για ποιο λόγο περιγράφει ο Μαρξ ως φάρσα το 1848, έναντι του 1789 το οποίο περιγράφει ως τραγωδία; Δεν ήταν το 1848 που πρώτη φορά διεκδικήθηκαν επαναστατικά σοσιαλιστικά αιτήματα; Δεν ήταν το 1848 που γκρεμίστηκε μια για πάντα η μοναρχία στη Γαλλία, η οποία είχε γίνει συνταγματική μόλις το 1831; Δεν ήταν το 1789 επανάσταση αστική και όχι εργατική;

Λοιπόν, το 1789 δεν είναι φάρσα γιατί θεωρεί ο Μαρξ ότι πέτυχε τους σκοπούς του. Είναι τραγικό, γιατί δεν καταλάβαιναν οι πρωταγωνιστές του τι ακριβώς ήταν αυτό που πετύχαιναν. Η τραγωδία προϋποθέτει ηρωισμό. Δοσμένοι στον αγώνα τους, οι επαναστάτες του 1789 «ντοπάρονταν» φορώντας ένα αρχαίο μανδύα, φαντάζονταν ότι αναστυλώνουν τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ένα είδος άμεσης δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα κάνανε κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά η σύγχυσή τους ήταν συγχωρήσιμη γιατί προέλαυνε μαζί της η ίδια η επανάσταση – το τζίνι είχε βγει απ’ το μπουκάλι με τη βοήθειά τους!

Τι ήταν όμως αυτό που πέτυχαν οι επαναστάτες αυτοί; Όχι βασικά μία επικράτηση της δημοκρατικής πολιτικής, αλλά ένα δυνητικό ξεπέρασμα κάθε είδους πολιτικής. Πώς; Μέσω της εδραίωσης νέων, πρωτοφανών, ελεύθερων κοινωνικών σχέσεων, και της υπαγωγής της πολιτικής στις σχέσεις αυτές. Κάθε είδους νομοθετικό σώμα, έπρεπε πλέον να υπάγεται, να γίνεται απλό εργαλείο, της ελεύθερης ανάπτυξης των ηθών και των παθών, του παιχνιδιού της ατομικής και της κοινωνικής ελευθερίας. Η συγκεκριμένη μορφή του νομοθετικού ή πολιτικού σώματος δεν ήταν το ύψιστο διακύβευμα πλέον. Κάθε πολίτευμα θα έπρεπε να υπηρετεί την ελευθερία, ειδάλλως νέες επαναστάσεις (ή γκιλοτίνες) θα βάζανε τα πράγματα στη θέση τους!

Βεβαίως, οι αστοί στοχαστές και επαναστάτες δεν ήταν τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι ήρθε η ελευθερία επί της γης. Είχαν επίγνωση ότι πρόκειται μάλλον για μία μεταβατική εποχή προς την ελευθερία, κατά την οποία εντούτοις κατέρρεαν πράγματι συμβάσεις και ιεραρχίες χιλιετιών και κορυφωνόταν μία ολοκληρωτική ρήξη με τον παραδοσιακό πολιτισμό.

Οι προσδοκίες αυτές είχαν αντιστραφεί, ή μπορούμε να πούμε πως οι υποσχέσεις αυτές φαινόταν πως είχαν διαψευστεί, μέχρι το 1848. Η Βιομηχανική Επανάσταση μεταμόρφωνε την αστική κοινωνία σε κοινωνία υποταγμένη στη δυναμική του κεφαλαίου. Εμφανίστηκε μαζικά στην ιστορία το σύγχρονο προλεταριάτο και ο εφεδρικός στρατός της εργασίας. Αυτό σηματοδοτούσε μία ιστορική οπισθοδρόμηση. Από την υπόσχεση υπέρ της ελευθερίας ενός «αόρατου χεριού» (Σμιθ), μίας «ακοινωνικής κοινωνικότητας» (Καντ), μίας «πανουργίας του λόγου» (Χέγκελ), η οποία φαινόταν ως υπόσχεση να εδράζεται στην απτή πραγματικότητα, περνάμε στο σχίσμα μεταξύ ιδιοκτητών (καπιταλιστών) και παραγωγών (εργατών), και ακόμα πιο κρίσιμα, στο σχίσμα εντός των ίδιων των εργατών, οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μία θέση εργασίας και για τη διατήρηση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Όπως το είχε θέσει ο Μαξ Χορκχάιμερ, οι μηχανές έκαναν περιττή, όχι την εργασία, αλλά τον ίδιο τον εργάτη. Η δεκαετία του 1840 νιώθει βαθιά στο πετσί της αυτές τις αλλαγές με την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση, τη μαζική προλεταριοποίηση και ανεργία.

Συνεπώς, γιατί είναι φάρσα ο αγώνας του 1848; Επανέρχεται το αίτημα για δημοκρατία, όπως το 1789, το αίτημα μάλιστα για «κοινωνική δημοκρατία»: για μια δημοκρατία δηλαδή επαρκή απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας συνολικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία θεμελιώνεται το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Όμως, το αίτημα για δημοκρατία δεν είναι τώρα ένα τραγικό κάλυμμα ενός ηρωισμού που συγκροτεί και ενδυναμώνει νέες επαναστατικές κοινωνικές σχέσεις. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτών των κοινωνικών σχέσεων την εποχή όξυνσης της Βιομηχανικής Επανάστασης! Το καθολικό δικαίωμα ψήφου θεμελιώνεται ενώ η πλειοψηφία γίνεται πιο αδύναμη και, ως γνωστόν, εάν κανείς δεν έχει δουλειά, έχει τουλάχιστον ψήφο! Το καθολικό δικαίωμα ψήφου δεν προέκυψε από την ενδυνάμωση αλλά από την αποδυνάμωση των ανθρώπων. Και τι έφερε μαζί του; Έναν ημίτρελο τυχοδιώκτη, ένα ρεμάλι στην εξουσία με το όνομα Λουδοβίκος Βοναπάρτης…

Το 1789, και γενικότερα στις αστικές επαναστάσεις, το παιχνίδι ήταν πολύ διαφορετικό. Ούτε η ανάγκη για ψήφο, ούτε η ανάγκη για κράτος-πρόνοιας, μεταξύ άλλων που πλημμύρισαν τον κόσμο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, ήταν κεντρικής σημασίας. Το αίτημα για δημοκρατία ήταν ήδη παρωχημένο το 1789, και αποτελεί ένδειξη οπισθοδρόμησης το γεγονός ότι επιστρέφει ως αίτημα το 1848. Η Βιομηχανική Επανάσταση υπέσκαψε τη συμμετοχή των εργατών στην αστική κοινωνία, κι έτσι επανέρχεται το αίτημα για δημοκρατία. Το 1848 δεν μετασχηματίζει την αστική κοινωνία. Το νέο περιεχόμενο (το ίδιο το προλεταριάτο) απωθείται, κι έτσι η επανάσταση αποτυγχάνει όχι μόνο ως κοινωνική αλλά και ως φιλελεύθερη και δημοκρατική. Πρέπει τώρα “να βρει την ποίησή της από το μέλλον”.

Το κράτος στην ιστορία

Αναφερθήκαμε γενικά στην πολιτική μέχρι τώρα, τι γίνεται όμως με το κράτος; Κάθε πολιτική περιλαμβάνει αναγκαστικά κρατική διαχείριση, ή αυτά τα δύο πεδία πρέπει να είναι διακριτά; Η δημοκρατία είναι μία μορφή κράτους, ή μπορεί να υπάρχει και ακρατική δημοκρατία;

Ας κάνουμε κάποιες προπαρασκευαστικές παρατηρήσεις: από τη μία, υπάρχει μία πολύ προβληματική διαδεδομένη δεισιδαίμονη πίστη στο κράτος, που θέλει τους ανθρώπους ανίκανους να ορίσουν αρμονικά τη ζωή τους χωρίς κάθε είδους κρατική κηδεμονία. Από την άλλη, στον αντίποδα, υπάρχει μία αντίληψη που θέλει το κράτος να είναι απλά ένας καρκίνος, ένα ξένο σώμα που κατατρώει την κοινωνία. Κι αυτή η αντίληψη γεννά ερωτήματα όμως με τη σειρά της: το κράτος επιβλήθηκε και επιβάλλεται στην κοινωνία ή πηγάζει από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις; Είναι το κράτος ένα προσωρινό αυθαίρετο ατύχημα, ή είναι σύμπτωμα μίας «άρρωστης» κοινωνίας, άρα προκύπτει τρόπον τινά ως ανάγκη για τους ανθρώπους, με έναν αυθόρμητο τρόπο; Τα ερωτήματα μπορεί ίσως να ξενίζουν αλλά αν θέλουμε να προσεγγίσουμε χωρίς ταμπού το πρόβλημα, δεν μπορούμε παρά να τα θέσουμε.

Το κράτος ωστόσο έπαιζε σ’ όλη την ιστορία τον ίδιο ρόλο; Υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα του κράτους στον καπιταλισμό σε σχέση με το παρελθόν, μετά από τις ρήξεις που αναφέραμε πριν; Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα μία σκοπιά του προβλήματος αυτού: το κράτος προ του καπιταλισμού, φαίνεται πως ήταν το όργανο εξουσίας μίας κυρίαρχης τάξης. Μία κυρίαρχη τάξη αναπαράγει την κυριαρχία της επί των υπολοίπων τάξεων μέσω ενός κρατικού μηχανισμού.

Στη νεώτερη εποχή τώρα, με την ανάδυση της αστικής κοινωνίας, το κράτος φαίνεται πως αποκτά μία αυτοτέλεια έναντι όλων των τάξεων, μοιάζει να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία, ή μοιάζει έστω ότι με την κατάλληλη μορφή θα μπορούσε να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία και όχι βασικά την κυρίαρχη τάξη. Υπάρχουν ασφαλώς αντιμαχόμενες τάξεις αλλά μοιάζουν να βρίσκονται σε ισορροπία, και το κράτος εμφανίζεται ως μεσάζοντας μεταξύ τους.

Βέβαια, θα πει κανείς, δεν κατέστησαν οι αστικές επαναστάσεις το κράτος όργανο της κυρίαρχης αστικής τάξης; Σίγουρα. Εάν όμως οι παλαιότερες κυρίαρχες τάξεις αναπαρήγαγαν μέσω της κυριαρχίας τους μία στατική ιεραρχία που βασιζόταν σε καθορισμένες κοινωνικές θέσεις, η αστική τάξη ηγήθηκε μιας επανάστασης που ισχυρίστηκε ότι εγκαθιδρύει νέες ελεύθερες κοινωνικές σχέσεις οι οποίες ήταν καθολικά εξισωτικές στο μέτρο που μοίραζαν σε όλους την ταυτότητα του «εργάτη». Μην ξεχνάμε ότι τις αστικές επαναστάσεις διεκπεραίωνε η Τρίτη Τάξη, οι εργαζόμενες τάξεις εν γένει: το σχίσμα καπιταλιστής-εργάτης δεν είχε γίνει ακόμα κοινωνικά έκδηλο. Υπάρχει μεν μία κυριαρχία της Τρίτης Τάξης, αλλά επειδή η κυριαρχία αυτή εικάζει (όχι χωρίς βάση!) ότι οδηγεί όλη την κοινωνία προς την ελευθερία, το κράτος μοιάζει να αποκτά μία αυτοτέλεια, ως απλό εργαλείο στον αγώνα ολόκληρης της κοινωνίας προς την πραγμάτωση της ελευθερίας.

Χρήσιμη είναι ίσως η παρατήρηση του Χέγκελ όταν περιοδολογεί την ιστορική κατανόηση της ελευθερίας, και συμπεραίνει ότι κατά το μακρινό παρελθόν οι άνθρωποι ήξεραν ότι μόνο ένας είναι ελεύθερος (π.χ. Φαραώ!), στη συνέχεια ότι μερικοί είναι ελεύθεροι (π.χ. άνδρες αθηναίοι πολίτες), ενώ στη σύγχρονη εποχή εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι όλοι είναι ελεύθεροι. Προφανώς εδώ εννοείται ότι στη νεώτερη εποχή ο κοινωνικός μετασχηματισμός εξαρτάται από όλους, αναδύονται μαζικές μορφές πολιτικής, όπως περιγράψαμε παραπάνω, ενώ παλαιότερα η αναπαραγωγή της κοινωνίας εξαρτιόταν από έναν ή μερικούς. Αυτό επηρεάζει αποφασιστικά τον αντίστοιχο χαρακτήρα του κράτους. Μην ξεχνάμε ότι το φαινόμενο του βοναπαρτισμού για τον Μαρξ δεν είναι η μετέπειτα δικτατορία του Βοναπάρτη, αλλά πολύ περισσότερο η δημοκρατική εκλογή του. Βοναπαρτισμός δηλαδή είναι ένα είδος καταπίεση του ίδιου του λαού με λαϊκή συγκατάθεση, μια δημοκρατική καταπίεση της δημοκρατίας.

Με τη σταδιακή επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι υποσχέσεις της Τρίτης Τάξης διαψεύδονται, όπως επίσης προείπαμε. Η αυτοτέλεια του κράτους όχι απλά διατηρείται, αλλά αλλάζει ριζικά χαρακτήρα και βαθαίνει. Αν με τις αστικές επαναστάσεις το κράτος έμοιαζε παρωχημένο, ένα απλό εργαλείο που θα προσαρμοζόταν σύμφωνα με την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπων, και ουσιαστικά θα εξαλειφόταν, με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας το κράτος επιστρέφει ως αναγκαίος ρυθμιστής μίας κοινωνίας που μοιάζει ανίκανη. Φυσικά η αστική τάξη, ως πλέον καπιταλιστική τάξη που αμύνεται έναντι των αιτημάτων της εργατικής τάξης, όχι ως Τρίτη Τάξη, ωφελείται από τη διαδικασία κοινωνικής αποσύνθεσης. Αλλά δεν είναι ο ενεργός φορέας πίσω της, δεν είναι ούτε αυτή ελεύθερη, κερδίζει απλά όσα λάφυρα προκύπτουν από αυτή τη τυφλή δυναμική του κεφαλαίου (εδώ δυστυχώς μόνο εν τάχει θίγουμε το πρόβλημα εάν το κεφάλαιο προκύπτει από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ή η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής προκύπτει ως πρόβλημα από τη δυναμική του κεφαλαίου, μας ενδιαφέρει εν προκειμένω η νύξη αντιστροφής της συμβατικής αντίληψης περί αιτίας και αποτελέσματος στο πρόβλημα αυτό).

Το κράτος πλέον διατηρεί μία αυτοτέλεια που προσομοιάζει στην αυτοτέλεια των κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες όμως αντί να οδηγούνται μέσω της δυναμικής τους προς την ελευθερία, οδηγούνται προς αποσύνθεση. Η τυφλή αυτή δυναμική αποσύνθεσης είναι το κεφάλαιο, το οποίο κυριαρχεί επί της κοινωνίας συνολικά. Την καταστροφική αυτοτέλεια αυτής της δυναμικής εκφράζει παράλληλα η αυτοτέλεια του κράτους.

Αυταρχισμός και δημοκρατία

Υπάρχει έτσι ένας διάχυτος αυταρχισμός: όχι με την έννοια ότι οι δυνατοί επιβάλλονται στους αδύνατους, αλλά με την έννοια ότι όλοι είναι αδύναμοι μπροστά στην αυτονομημένη και καταστροφική τροχιά του κεφαλαίου. Ένας αυταρχισμός που φαινομενικά παράδοξα πηγάζει από το γεγονός ότι καμία τάξη δεν άρχει! Όπως το έθετε ο Μαρξ περιγράφοντας τον βοναπαρτισμό, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να άρχει πια, και η εργατική δεν είναι ικανή να άρχει ακόμα.

Το αίτημα για δημοκρατία, εκφράζει αυτή την κατάσταση αποδυνάμωσης και αποσύνθεσης, απαιτώντας μια μορφή κράτους που μοιάζει η καταλληλότερη για να προστατέψει την πλειοψηφία που υποφέρει και, παρ’ ελπίδα, να την ενδυναμώσει. Έχει ειπωθεί ότι αν τα εμπορεύματα επέλεγαν πολίτευμα, αυτό θα ήταν η μαζική δημοκρατία, ενώ αν οι ψήφοι επέλεγαν τρόπο παραγωγής, αυτός θα ήταν ο καπιταλιστικός! Μην ξεχνάμε ότι ως εργαζόμενοι είμαστε κι εμείς εμπορεύματα.

Αυτό που αποκρύπτεται βέβαια έτσι, είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά η καταπίεση της πλειοψηφίας από τη μειοψηφία, αλλά ολόκληρος ο τρόπος ύπαρξης της κοινωνίας μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η αρχή της εργασίας ως κοινωνική και ατομική ταυτότητα που προάγει (ενώ μάλλον καταδυναστεύει) τις κοινωνικές σχέσεις, και ο εμπορευματικός της χαρακτήρας, έχουν γίνει θεμελιωδώς προβληματικά. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το κράτος ως εκφραστής της δεν εξαντλεί την έκταση των προβλημάτων αυτών.

Στο μέτρο συνεπώς που το πολίτευμα ανταποκρίνεται στην τροχιά αποσύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων υπό το κεφάλαιο, τίθεται το ερώτημα αν μία μορφή του πολιτεύματος μπορεί να ξεπεράσει χειραφετητικά την τροχιά αυτή. Στην εποχή της μαζικής πολιτικής, το κράτος επιστρέφει ως επιλογή ή ως αναγκαιότητα; Η δημοκρατία, σε οποιαδήποτε μορφή της, εκφράζει αυτή την ανάγκη για κράτος, ή σε κάποιες της μορφές αντιπαλεύει και ξεπερνά την ανάγκη αυτή; Μπορεί ίσως να ασκείται στο επίπεδο της καθημερινότητας, απομακρυσμένη από το επίπεδο της κρατικής διαχείρισης και σε αντιπαράθεση μαζί του, ή κάθε μορφή πολιτικής υιοθετεί κρατικά χαρακτηριστικά εάν πρόκειται να αφορά την πλειοψηφία, λόγω της αποδυνάμωσης των ανθρώπων μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση;

Αμεσότητα και αντιπροσώπευση

Το κράτος συνεπώς, και οι παθολογίες του, μπορεί να προκύπτουν όχι λόγω ιεραρχίας ή αντιπροσώπευσης, αλλά εξαιτίας του κεφαλαίου, ως επικρατούσα μορφή κοινωνικών σχέσεων. Το κράτος δεν εξαντλείται στην υπεράσπιση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, των «από τα πάνω», αλλά υπάρχει επίσης επειδή υπάρχει το αστικό δίκαιο δηλαδή η εμπορευματική μορφή της εργασίας, στους «από τα κάτω», που θέλουν ίση αμοιβή για ίσο χρόνο εργασίας.

Η έμφαση στην άμεση δημοκρατία ως αντίβαρο στο αντιπροσωπευτικό κράτος, υποβαθμίζει πιθανώς τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της αναγκαιότητα του κράτους ως πολιτικής μεσολάβησης μετά τη Βιομηχανικής Επανάσταση. Ο Μαρξ, ήδη στα νεανικά του φιλοσοφικά και οικονομικά χειρόγραφα, τόνιζε ότι ακόμα και χωρίς καπιταλιστές, η ίδια η κοινωνία θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος καπιταλιστής που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του. Ανάλογα, θα μπορούσαμε ίσως να τολμήσουμε να ισχυριστούμε, ακόμα και χωρίς αντιπροσώπους, μία κοινωνία με άμεση δημοκρατία θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν μεγάλο αντιπρόσωπο που προδίδει τους εκλογείς του.

Επίσης, τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα τι είδους δημοκρατία θεσμοποιούσαν; Άμεση ή αντιπροσωπευτική; Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε, αλλά σε μεγάλο βαθμό όλα τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα αναπτύχθηκαν πολιτικά μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών, που είχαν όμως επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, διατηρώντας βέβαια τη δυνατότητα της ανακλητότητας. [παράδειγμα δημοτικών συμβούλων στην Κομμούνα του Παρισιού].

Η επιστροφή στην αμεσότητα εμπνέεται συχνά από την αρχαία σύλληψη και πρακτική της δημοκρατίας. Όμως, στην αρχαία πόλη, η νομοθεσία επικαθόριζε ατομικές επιλογές και τρόπους συμπεριφοράς με τρόπο που θα ξένιζε κάθε σύγχρονο άνθρωπο. Σίγουρα το αίτημα δεν είναι ποτέ αυτό της αναβίωσης της αρχαίας πόλης, αλλά κατά πόσο θα έπρεπε να μας προβληματίζει η συμβατότητα της άμεσης δημοκρατίας με ένα περιβάλλον πολύ ξένο στον τρόπο ύπαρξης εκείνης της πόλης, ακόμα και της πιο «κλασσικής»; Στην αρχαία πόλη οι πολίτες αποφάσιζαν δημοκρατικά μέσω των κοινών αξιών τους. Μετά τις αστικές επαναστάσεις όμως, “στόχος της παραγωγής δεν είναι πλέον ο άνθρωπος, αλλά στόχος του ανθρώπου η παραγωγή”.

Η άμεση δημοκρατία συνήθως ως πολιτικό πρόταγμα έχει έναν προεικονιστικό χαρακτήρα. Την επικαλούμαστε από τώρα ως συγκεκριμένη μορφή της ελευθερίας του μέλλοντος. Όμως, αναρωτιέται κανείς, πώς μπορούν ανελεύθεροι άνθρωποι, όπως εμείς, να φαντάζονται την ελευθερία; Από ποιο προνομιακό πεδίο μη αλλοτρίωσης δεσμεύουμε το πιθανώς χειραφετημένο μέλλον ως προς τις μορφές του; Κινδυνεύουμε έτσι να γίνουμε απολογητές μίας συγκεκριμένης μορφής πολιτικής, αντί να προάγουμε την ίδια την ελευθερία. Η δημοκρατία δεν θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός, αλλά μάλλον ένα εργαλείο.

Συγχρόνως, στην προεικονιστική διάσταση της άμεσης δημοκρατίας, προτάσσεται η άσκηση της δημοκρατίας ως εκπαιδευτική διαδικασία σταδιακής προετοιμασίας για ένα πραγματικά δημοκρατικό μέλλον. Χρειάζεται όμως να εξασκηθούμε στη δημοκρατία, ή κάθε νοικοκυρά είναι έτοιμη γι’ αυτή (κατά παράφραση μιας διάσημης φράσης του Λένιν); Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι και μόνο που πηγαίνουμε στην αγορά ως καταναλωτές και διεκδικούμε το συμφέρον μας, ή ως εργαζόμενοι που διεκδικούμε τα δεδουλευμένα και γενικότερα αποφεύγοντας την ανισότητα και αδικία στις σφαίρες αυτές, είμαστε ήδη έτοιμοι για τη δημοκρατία. Χρειάζονται άραγε οι μάζες τη διαφώτιση από μας που ασχολούμαστε με την πολιτική, ή ίσως εμείς τη χρειαζόμαστε από τις μάζες πολύ περισσότερο;
(εάν βέβαια υπάρχει όντως κάποιος λόγος που η δημοκρατία μοιάζει να είναι το πολίτευμα του καπιταλισμού και το ανάποδο: υπάρχει σίγουρα η σεβαστή ένσταση ότι ο καπιταλισμός δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική προτίμηση, μπορεί να προτιμήσει ας πούμε τον φασισμό, αλλά θα αντιτείναμε ότι δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι ο φασισμός στην ιστορία δεν υπήρξε ένα δημοκρατικό κίνημα, στο μέτρο που αναπτύχθηκε και λειτούργησε με μαζική υποστήριξη, παρότι βεβαίως την πρόδωσε).

Αυτή η κριτική προσέγγιση της δημοκρατίας ως προεικόνισης δεν αποσκοπεί μόνο στην επιθυμία να δώσουμε μία ευκαιρία στη μελλοντική ελευθερία να δώσει η ίδια το περιεχόμενό της στον εαυτό της. Αλλά θέλει να προβληματικοποιήσει και ένα είδος «τριτοκοσμισμού» της πολιτικής. Με την ίδια έννοια δηλαδή που στο παρελθόν κομμάτια της Αριστεράς θεώρησαν χαμένη υπόθεση τη μάχη στον αλλοτριωμένο «πρώτο κόσμο» και στράφηκαν στον τότε λεγόμενο «τρίτο» ο οποίος θα τόνωνε τις χαμένες επαναστατικές προσδοκίες, σήμερα εντός του «πρώτου» κόσμου, οι κυρίαρχες μορφές μαζικής πολιτικής (και αντιπροσώπευσης) καταδικάζονται ως εγγενώς αλλοτριωμένες, και προτάσσεται μία πολιτική που μένει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Υπάρχει εντούτοις περίπτωση ο φόβος απέναντι στο σύγχρονο κράτος να είναι φόβος απέναντι στην ίδια την ελευθερία; Σίγουρα το κράτος είναι ένα εμπόδιο για την ελευθερία. Πώς όμως θα το συντρίψουμε: παραμερίζοντας ή κατακτώντας το; (αυτή είναι ίσως και η βασική διαφορά μαρξισμού και αναρχισμού).

Μια σειρά προβλημάτων

Πριν τον επίλογο αυτής της παρουσίασης, θα ήθελα συνοπτικά να αναφέρω μερικούς ακόμα προβληματισμούς σχετικά με τη δημοκρατία εν γένει.

Μία εξελικτική θεώρηση θέλει να έχουμε στην ιστορία όλο και περισσότερη δημοκρατία, για παράδειγμα το 1848 θεωρείται απλή συνέχιση του 1789 στον αγώνα κατά του απολυταρχισμού. Και πρέπει με τη σειρά μας κι εμείς να βάλουμε το λιθαράκι μας και να πάμε παραπέρα, μέχρι την τελική κατάκτησή της. Η ιστορία όμως των αγώνων για δημοκρατία σηματοδοτείται από πρόοδο ή οπισθοδρόμηση; Κάθε ιστορική στιγμή πραγμάτωνε μία επιπλέον βαθμίδα δημοκρατίας και η κίνηση αυτή μένει να ολοκληρωθεί σήμερα οριστικά από νέα κοινωνικά κινήματα, ή ίσως κάθε στιγμή αποτελούσε μία αποτυχία πραγμάτωσης που βάθαινε το πρόβλημα της δημοκρατίας, που βάθαινε την παθολογία που γεννούσε εξαρχής την ίδια την ανάγκη για δημοκρατία; Είναι τυχαίο ή υπάρχει λόγος που η δημοκρατική επανάσταση έχει εκδηλωθεί στον κόσμο τόσο παθολογικά και τόσο άνισα;

Μια άλλη θεώρηση ισχυρίζεται ότι έχουμε κατακτήσει την πολιτική δημοκρατία (για παράδειγμα με την κατάργηση της μοναρχίας), και μένει να κατακτηθεί και η κοινωνική δημοκρατία με ένα ταξικό περιεχόμενο. Βέβαια, από το 1789 μέχρι σήμερα, όλες οι επαναστάσεις και εξεγέρσεις πλαισιώνονται παράλληλα με πολιτικά, αντιαυταρχικά αιτήματα. Συγχρόνως, η έννοια της τάξης μοιάζει σήμερα να έχει γίνει μία παθητική κατηγορία, αντικειμενική, ή ακόμα και θεωρητική, σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους. Σήμερα, πολιτιστικές, εθνικές, θρησκευτικές, μεταξύ άλλων, διαμάχες, φαίνεται να υποκαθιστούν τις ταξικές. Η θρησκεία στην Αίγυπτο κινητοποιεί σε σημαντικό βαθμό τις μάζες, ενώ στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, όσο κι αν έστρεφε ο Ρόμνεϊ τη συζήτηση στη δημιουργία θέσεων εργασίας, οι δημοκρατικοί του Ομπάμα επικέντρωναν σε άλλα ζητήματα, όπως αυτό των εκτρώσεων. Η κριτική στα πρόσφατα δημοκρατικά κινήματα από ταξική σκοπιά, μοιάζει ως προς αυτό ανεπαρκής: παραμένει επαναστατική στη φρασεολογία, ενώ μοιάζει να υποπίπτει στο αμάρτημα που ο Μαρξ ονόμασε «υπερβατική περιφρόνηση της πολιτικής», η οποία είναι “μη υλιστική θεωρητικά και επικίνδυνη πρακτικά”. Το πρόβλημα δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τόσο το κοινωνικό είναι όσο και η συνείδηση αλλάζουν!

Επίλογος

Το 1848 μοιάζει να είναι ο κανόνας, το πρότυπο της αποτυχίας της δημοκρατικής επανάστασης της εποχής μας. Το αίτημα για δημοκρατία παραμένει ανικανοποίητο παρ’ όλες τις δημοκρατικές επαναστάσεις. Ζούμε πολιτικά σ’ ένα διαρκές 1848, το οποίο όμως φέρει μία διπλή συνείδηση. Μαζί με τη δική του, αυτή του 1789. Το τελευταίο σφράγισε μια εποχή όπου η ανάγκη για δημοκρατία έμοιαζε να ξεπερνιέται ιστορικά. Το πρώτο σφραγίζει μια εποχή που η ανάγκη για δημοκρατία επιστρέφει δριμύτερη. Το ερώτημα είναι αν μας κινητοποιούν ακόμα αυτές οι δύο στιγμές, αν η εποχή μας διέπεται από αυτή τη χρονική αντίφαση, και πώς αυτή μπορεί να εκφραστεί πολιτικά.

Μοιάζει να διατηρείται τόσο η αναγκαιότητα όσο και η αδυνατότητα της δημοκρατίας. Μια επανάσταση, ικανοποιώντας την ανάγκη για πραγματική δημοκρατία, θα έθετε τη βάση για το ξεπέρασμα της ίδιας της δημοκρατίας. Αν θέλουμε κάτι να τονίσουμε περισσότερο ως προβληματισμό, είναι ότι η ανάγκη για δημοκρατία είναι μια έκφραση ατομικής και κοινωνικής ανελευθερίας! Μια παρέα στον δρόμο παρεμβαίνει για να χωρίσει δύο ανθρώπους που έχουν πιαστεί στα χέρια, χωρίς να χρειάζονται οποιοδήποτε κράτος, οποιαδήποτε πολιτική, αμεσοδημοκρατική ή μη, να τους βοηθήσει. Μπορεί ολόκληρη η πολιτική ζωή να ακολουθήσει μία τέτοια προοπτική;

Επαναλαμβάνουμε την αστική επανάσταση (ενάντια στη διαφθορά, τον αυταρχισμό, κ.ο.κ.) ανασυγκροτώντας εκ νέου κάθε φορά μία άλλη δημοκρατική μορφή του καπιταλισμού. Αυτό είναι πιθανώς αναπόφευκτο. Αλλά η συνειδητή ανασυγκρότηση του ως τέτοια πιθανώς θα συνέβαλλε στο ξεπέρασμά του. Η επανάσταση θα είναι συμπτωματική του συστήματος που θέλει να ξεπεράσει, συνεπώς δεν θα είναι το τέλος, αλλά η αρχή της ελευθερίας! Οι πολιτικές μεσολαβήσεις δεν πρέπει να αγνοηθούν αλλά να μετασχηματιστούν. Υποστήριξη της δημοκρατία δεν σημαίνει απολογία υπέρ της, αλλά μάλλον κριτική της. Το αίτημα για δημοκρατία πρέπει να πραγματωθεί ώστε να γίνει περιττή η δημοκρατία, όχι επειδή η δημοκρατία ταυτίζεται με την ελευθερία. Αλλά παραμένουμε αγνωστικιστές ως προς τις συγκεκριμένες μορφές που θα πάρει αυτή η πραγμάτωση και αναίρεση. Αγνωστικιστές, αλλά όχι αδιάφοροι. Το κράτος είναι μια κακή κληρονομιά που βαραίνει την επανάσταση. Μια πλήρης δημοκρατία θα έθετε ίσως τις βάσεις για την απονέκρωση κάθε κράτους, ακόμα και του πιο δημοκρατικού.

A panel discussion hosted by The Platypus Affiliated Society at the University of Illinois at Chicago on November 6, 2017.

Speakers:

Jonathan Daly (UIC Department of History)
Franklin Dimitryev (News & Letters)
Greg Lucero (Socialist Party USA)
Sam (Black Rose/Rosa Negra)

Description:

The First World War manifested an economic, social and political crisis of global capitalism, – “imperialism” – which sparked reflection in the mass parties of the Second International on the task of socialist politics. The revisionist dispute, the “crisis of Marxism” in which Lenin, Luxemburg and Trotsky first cut their teeth, shaped their understanding of the unfolding revolution as a necessary expression of self-contradiction within the movement for socialism. Even the most revolutionary party produced its own conservatism, hence the need for self-conscious, revolutionary leadership to avoid “tailing” the movement. 

Lenin, Luxemburg and Trotsky thought that leadership adequate to the revolution of 1917 required historical consciousness. They drew upon Marx’s appraisal of the democratic revolutions of 1848, in which Marx identified the historical contradiction which had developed in bourgeois society and necessitated the dictatorship of the proletariat. The Bolsheviks maintained that a "bourgeois-democratic" revolution could spark a workers' socialist revolution in Europe, subsequently allowing for a struggle for socialism. Lenin held that political forms such as “the state” and “the party” must be transformed in and through revolution. Yet the meaning of 1917 was already contentious in 1924, as Trotsky recognized in his pamphlet, Lessons of October. Trotsky would spend the rest of his life fighting “over the heads of the leaders of the Second and Third International[s]” to maintain socialist consciousness.

Whether in the Popular Fronts of the 1930’s, the Chinese Communists in 1949, or the New Left of the 1960’s, the Left sought to understand itself – both positively and negatively – in relation to the aims and outcomes of 1917. The historical consciousness of its primary actors disintegrated into various oppositions: Lenin the Machiavellian versus Luxemburg the democratic Cassandra; socialism versus liberalism; authoritarianism versus libertarianism. Meanwhile, the futility of the politics shared by Lenin and Luxemburg has been naturalized. It is tacitly accepted that what Lenin and Luxemburg jointly aspired to achieve, if not already impossible a century ago, is certainly impossible today. The premises of the revolution itself have been cast in doubt.

Questions:

  1. What were the aims of the 1917 Russian Revolution?
  2. What was the self-understanding of its Marxist leadership?
  3. How has the memory of 1917 changed in the course of the 20th century?
  4. Why does the legacy of 1917 appear arrayed in oppositions?
  5. Are we still tasked by the memory of 1917 today, and if so how?

Radical Minds is a show that airs every Thursday at 2 PM on WHPK 88.5 FM Chicago. Aired Novemer 2nd, 2017, this episode featured a live interview with Chaz Lee and Daniela Palmer of the University of Chicago Graduate Students United. After the interview, a presentation of "The Millennial Left is Dead" by the author, Chris Cutrone, was aired. The article can be found at: platypus1917.org/2017/10/01/millennial-left-dead/

On this episode:


(0) Democrats are lame. #nuffsaid
(1) A conversation with Philip Cunlife, author of Lenin Lives! Reimagining the Russian Revolution 1917-2017, reviewed by Gregor Baszak on the pages of the Platypus Review November issue.
platypus1917.org/2017/11/01/book-…ution-1917-2017/
(2)A convo about the Platypus panel "1917–2017" with members, Frederik Heinz and Lukas Hedderich, hosted by the Goethe University chapter in Frankfurt (DE). The panel had Frank Ruda (Philosopher, Berlin/Frankfurt am Main); Lars Quadfasel (Hamburger Studienbibliothek); Anton Stortchilov, (Historian, Die LINKE); Rafael Rehm (Der Funke, International Marxist Tendency). Recording of the panel can be found here: archive.org/details/20171103PAS…el19172017Frankfurt
(3) Why should anyone care about 1917?

Hosted by Audrey Crescenti, Pam C. Nogales C., and Laurie Rojas.

No act during the Bolshevik Revolution is more controversial than the decision to suppress the Constituent Assembly in January 1918. A century later, no question is politically more relevant.