RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for author editor

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English] [Deutsch]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

1968

Atiya Khan

Η θεωρία μετατρέπεται σε υλική δύναμη όταν καταλαμβάνει τις μάζες. -Καρλ Μαρξ, Συνεισφορά στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου [1843]

Ίσως θα φαινόταν παράδοξο να προσεγγίσουμε την χρονολογία του 1968 διαμέσου της πολιτικής σκέψης και αυτοκατανόησης του Τέοντορ Αντόρνο ο οποίος, όχι μόνο θεωρείται ως ο πιο απαισιόδοξος στην κριτική του, αλλά και κρίνεται ως εχθρός της Νέας Αριστεράς, ειδικά μετά την περιβόητη ενέργειά του να καλέσει την αστυνομία κατά των φοιτητών διαδηλωτών στο Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης για την Κοινωνική Έρευνα. Εν τούτοις, η απάντηση του Αντόρνο στην πολιτική του 1968 μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τόσο τις ρίζες της πολιτικής της Νέας Αριστεράς όσο και το κληροδότημά της σήμερα. Στα τελευταία έργα του, όπως στο «Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία;» (γνωστό επίσης και ως «Είναι παρωχημένος ο Μαρξ;»), στο «Σημειώσεις περιθωρίου για τη θεωρίας και πράξη», και στην «Παραίτηση», όσο και στην προσωπική του επιστολογραφία με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε για τον χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960, ο Αντόρνο σχηματίζει σημαντικές κατηγορίες για το μαρξιστικό εγχείρημα της σύλληψης του προβλήματος της θεωρίας και της πράξης. Μας υπενθυμίζει ότι «η θεωρία καθίσταται μετασχηματιστική δύναμη» μόνο διαμέσου μιας «έλλογης ανάλυσης της κατάστασης. Αναστοχαζόμενη την κατάσταση, η ανάλυση υπερτονίζει τις πτυχές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν πέρα από τα δεδομένα όριά της».[1] Εξ ου, ακολουθώντας τον Μαρξ, ο Αντόρνο τονίζει εμφατικά πως το κρίσιμο μάθημα που έχουμε να διδαχθούμε από την ιστορία του μαρξισμού, είναι ότι η διαμεσολάβηση μεταξύ θεωρίας και πράξης δύναται να συλληφθεί μόνο εντός της δυναμικής της επαναστατικής χειραφετητικής πολιτικής. Στη βάση των κειμένων του Αντόρνο, μπορεί κανείς να ατιμετωπίσει το πρόβλημα της «οπισθοδρομικής» συνείδησης που περιστοίχισε το φοιτητικό κίνημα του 1968, μία από τις κρίσιμες στιγμές στην ιστορία της Αριστεράς.

Από τις μέρες του Μαρξ και μετά, η Αριστερά πάλεψε με το πρόβλημα θεωρίας και πράξης, μα ποτέ τόσο πολύ όσο από το 1968 και μετά, αυτό το μεσουράνημα της, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, Νέας Αριστεράς. Στην κριτική του στη «Φιλοσοφία Δικαίου» του Χέγκελ, ο Μαρξ διεύγασε τους όρους υπό τους οποίους καθίσταται δυνατή μια αποτελεσματική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης σε μια απόπειρα αλλαγής του κόσμου. Τέτοιοι όροι προαγωγής της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, όπως τους στοχάστηκε ο Μαρξ την στιγμή των επαναστάσεων του 1848, εμφανίστηκαν στην ιστορία της νεώτερης κοινωνίας με την ανάδυση του προλεταριάτου –τη σύγχρονη εργατική τάξη της μισθωτής εργασίας — και την ιστορικά ιδιαίτερη συγκρότηση της βιομηχανικής εργασίας.

Η ιστορικά συγκεκριμένη, διαλεκτική δυναμική του κεφαλαίου είναι αυτή που συγχρόνως προκαλεί και περιορίζει την δυνατότητα μιας μετα-καπιταλιστικής, χειραφετημένης μορφή ζωής. Οπλισμένος με αυτή τη διόραση, ο Μαρξ εξέτασε τις αναδυόμενες μορφές δυσαρέσκειας με το κεφάλαιο στον 19ο αιώνα, οι οποίες πήραν την μορφή της ταξικής πάλης των εργατών κατά των καπιταλιστών, ως εγγενών στον δομικό και αντιφατικό χαρακτήρα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας υπό τον καπιταλισμό. Έτσι, σύμφωνα με την σύλληψη του Μαρξ, για να καταληφθούν οι μάζες από την θεωρία, και προκειμένου για την προοδευτική ανάπτυξη της συνείδησής τους, η θεωρία πρέπει να καταστεί μέσο για την επανάσταση.

Όπως η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, η έκρηξη των φοιτητικών διαδηλώσεων το 1968, αναδύθηκε ως διεθνές φαινόμενο που εκτείνονταν από την Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, την Πράγα και το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τις μεγάλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής και της νότιοανατολικής Ασίας. Η διαδικασία πολιτικοποίησης που προηγήθηκε με φρενήρη ρυθμό περιλάμβανε μια ολοένα αυξανόμενη αγωνιστική διαμαρτυρία ενάντια στις «εξουσιαστικές δομές» και στις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας. Αυτό που ένωνε τους φοιτητές ήταν το αίτημά τους για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η αντίθεσή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ, η αποστροφή προς την απανθρωπιά του καπιταλισμού και η αλληλεγγύη στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου κόσμου.

Ωστόσο, αυτό που διαχώρισε τούτη την στιγμή από τις προηγούμενες επαναστατικές εξεγέρσεις ήταν άκριτη έμφαση στη «δράση», καθώς επίσης και η ριζική απέχθεια προς τον θεωρητικό στοχασμό και ανάλυση. Αυτή η στάση βρήκε την έκφρασή της στους ταραχώδεις τρόπους συμπεριφοράς των φοιτητών, που περιλάμβαναν τη διακοπή διαλέξεων και συζητήσεων, καταλήψεις κτιρίων, φτάνοντας ως την απόρριψη των διανοούμενων με την φρασεολογία «προφέσορες» — «για να τους βάλουν στη θέση τους, όπως το θέτουν τόσο ευγενικά, ακριβώς όπως οι Ναζί χρησιμοποίησαν τη λέξη ‘Εβραίος’», παρατήρησε ο Αντόρνο στις επιστολές του στον Μαρκούζε.[2] Συνθήματα όπως «Δεν μπορούμε να προσκολληθούμε στην ανάλυση» ή «Όποιος απασχολεί τον εαυτό του με τη θεωρία, χωρίς να δρα πρακτικά, είναι προδότης του σοσιαλισμού» επίσης επιβεβαίωσαν ότι το φοιτητικό κίνημα στο σύνολό του ήταν συμπτωματικό μιας συγκεκριμένης τάσης που, όπως παρατήρησε ο Αντόρνο, ήταν «οπισθοδρομική», δυνάμει φασιστική και «εξουσιαστική» στην στάση της.

Λαμβάνοντας υπόψη τέτοιου είδους εξελίξεις, ο Αντόρνο χρησιμοποίησε το επίθετο «αριστερός φασισμός», φράση αρχικά επινοημένη από τον Χάμπερμας, προκειμένου να προειδοποιήσει για τους κινδύνους ενός φοιτητικού κινήματος που τόσο εύκολα θα μπορούσε να συγκλίνει με τον φασισμό. Αυτός ο χαρακτηρισμός της Νέας Αριστεράς, που έγινε σημείο αντιδικίας μεταξύ του Αντόρνο και του Μαρκούζε στην προσωπική τους επιστολογραφία, έφερε στο προσκήνιο, όχι μόνο τις διαφορετικές απόψεις για τις πολιτικές εκείνης της στιγμής, αλλά και μας προσφέρει ενοράσεις του τρόπου με τον οποίο η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 υπήρξε το κληροδότημα της ανεκπλήρωτης δυνατότητας της Παλαιάς Αριστεράς της δεκαετίας του 1930. Το κύριο επιχείρημα του Αντόρνο ήταν πως η Αριστερά δεν διδάχθηκε από τις ήττες του παρελθόντος της.

Στις επιστολές του στον Μαρκούζε, ο οποίος αγκάλιασε ανεπιφύλακτα το φοιτητικό κίνημα, ο Αντόρνο εξέφρασε ανοιχτά τις αμφιβολίες του για τις πολιτικές συνέπειες της πρακτικής δράσης. Έγραψε ότι πολλοί από τους φοιτητικούς εκπροσώπους είχαν την τάση «να συνθέτουν την πρακτική τους με μια ανύπαρκτη θεωρία, και αυτό εκφράζει έναν ντεσιζιονισμό που ανακαλεί φρικτές αναμνήσεις».[3] Τούτο παρέπεμπε στην ανάδυση της αντεπανάστασης –εκδηλωμένης με την μορφή του φασισμού και Σταλινισμού– που προέκυψε ως επακολούθημα της κρίσης του 1917, οδηγώντας στον εκφυλισμό του επαναστατικού μαρξισμού μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, και παράγοντας ένα οξύ συνειδησιακό πρόβλημα στην Αριστερά. Στην μεταπολεμική περίοδο, η καταστροφή της Αριστεράς υποσκελίστηκε από μια «δομή του εξουσιαστικού χαρακτήρα» που εκφράστηκε καθολικά, όχι μόνο στις φασιστικές συγκεντρώσεις, αλλά ακόμα και στα κινήματα Λαϊκού Μετώπου, καθώς επίσης και στα αντιαποικιακά, εθνικιστικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης, μεταξύ αυτών και ο Αντόρνο, θεώρησαν την έννοια της «εξουσιαστικής προσωπικότητας» ως μια αμφίσημη έκφραση της αντεπαναστατικής και συγχρόνως επαναστατικής δυνατότητας που ήταν θεμελιωμένη στην διαλεκτική αντίφαση του καπιταλισμού. Δανειζόμενοι από την φροϋδική ψυχανάλυση, ο Αντόρνο και οι συνάδελφοί του (ο Μαρκούζε και ο Ράιχ) ερμήνευσαν την συγκρότηση της «εξουσιαστικής προσωπικότητας», που χαρακτηρίζεται από «ναρκισσισμό» και σαδομαζοχισμό, ως δηλωτική ενός οπισθοδρομικού «φόβου ενώπιον της ελευθερίας». Ως εκ τούτου, αντιμέτωπος με την «πολιτική υστερία», ο Αντόρνο παρατήρησε ότι: «Αυτοί που διαμαρτύρονται με την μεγαλύτερη σφοδρότητα μοιάζουν με τις εξουσιαστικές προσωπικότητες στην αποστροφή τους για ενδοσκόπηση».[4]

Ασφαλώς η δεκαετία του 1960 σημαδεύτηκε από μια πολιτική κρίση, αλλά μια κρίση όπου η Αριστερά, αντί να αξιολογήσει το κληροδότημα του Σταλινισμού της δεκαετίας του 1930, αναπαρήγαγε τις ίδιες αυτές δομές και τάσεις που όφειλε να ανατρέψει. Όπως ο Αντόρνο ρώτησε τον Μαρκούζε: «Πώς μπορεί να διαδηλώνει κανείς μόνο κατά της φρίκης των βομβών ναπάλμ και όχι να εξεγείρεται ενάντια στα ‘βασανιστήρια κινεζικού τύπου’ τα οποία εφήρμοσαν τόσο ανεξέλεγκτα οι Βιετκόνγκ;». Συνέχισε: «Εάν δεν λάβετε υπόψη σας και αυτό, τότε η διαμαρτυρία κατά της Αμερικής προσλαμβάνει έναν ιδεολογικό χαρακτήρα».[5] Στην εξέλιξη αυτής της επιστολογραφίας, ο Μαρκούζε αναγνώρισε ότι η κατάσταση «δεν ήταν επαναστατική, ούτε καν προεπαναστατική», όμως η κατάσταση ήταν «τόσο φρικτή, τόσο ασφυκτική και τόσο εξευτελιστική, που η εξέγερση εναντίον της επιβάλλει μια βιολογική, φυσιολογική αντίδραση· πλέον δεν μπορεί κανείς να την αντέξει, πρέπει να αφήσει λίγο αέρα να εισχωρήσει. Και αυτός ο φρέσκος αέρας δεν είναι ενός ‘αριστερού φασισμού’».[6] Ο Μαρκούζε επέμεινε ότι η κατάσταση είχε αλλάξει ποιοτικά, πως δεν προσομοίαζε με κανένα τρόπο στην δεκαετία του 1930, αλλά απαιτούσε εντούτοις, «μια, πιο επείγουσα από ποτέ, συγκεκριμένη πολιτική θέση» ειδικά κατά του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίσως θα άξιζε να αναφέρουμε ότι ο Αντόρνο, όχι απλώς εναντιώθηκε στην εκτίμηση του Μαρκούζε για τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960, αλλά ήλπιζε να αποφύγει τον λανθάνοντα κίνδυνο τόσο της «σταλινοφοβίας», την αντιλενινιστική αναρχική τάση που ασπάστηκε ο Χορκχάιμερ, όσο και την «σταλινοφιλία», την αγωνιστική τάση της Νέας Αριστεράς τύπου μαοϊσμού και καστρισμού, παράδειγμα της οποίας υπήρξε η πολιτική στάση του Μαρκούζε. Στο δοκίμιό του με τίτλο «Παραίτηση», ο Αντόρνο υπερτονίζει ότι μολονότι η επιστροφή του αναρχισμού είναι εκείνη ενός «φαντάσματος», δηλαδή των άλυτων προβλημάτων του Μαρξισμού, «αυτό δεν ακυρώνει την κριτική στον αναρχισμό».[7] Στην προσπάθειά του να υπερβεί τόσο την σταλινοφοβία όσο και την σταλινοφιλία, ο Αντόρνο ενέτεινε την ανάγκη κριτικής στην σύγχρονη μορφή του μαρξισμού και στην προβληματική σχέση της με το παρελθόν της.

Η σπουδαία ενόραση του Αντόρνο έγκειται στο ότι θεμελίωσε το πρόβλημα του αυταρχισμού στην δομή της νεώτερης καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο δοκίμιό του «Ύστερος Καπιταλισμός ή Βιομηχανική Κοινωνία» χρησιμοποίησε μαρξιστικές κατηγορίες προκειμένου να αναλύσει τη βασική δομή της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία, εξήγησε, ήταν αντιφατική βάσει της δυναμικής της εργασίας και του κεφαλαίου. Η ώθηση για παραγωγή υπεραξίας και κεφαλαιοποίηση εργασίας υπολογισμένης σε κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, ήταν η πηγή της κοινωνικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση, υπό την παραδοσιακή έννοια του ταξικού ανταγωνισμού, δεν μπορούσε πλέον να σταθεί εμπειρικά, καθώς η εργατική τάξη ήταν εκτεθειμένη σε υψηλό βαθμό κοινωνικής ενσωμάτωσης στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Αντόρνο χαρακτήρισε τον καπιταλισμό ως την κοινωνία που καθοδηγείται από ολοένα αυξανόμενα επίπεδα παραγωγικότητας, καταλήγοντας σε τεράστιες αυξήσεις στην παραγωγή αξίας χρήσης. Αυτή την οργάνωση κοινωνικής ζωής την συνόψισε στη φράση «διοικούμενος κόσμος» — τάση που εκφράστηκε τόσο στον κρατικά ρυθμιζόμενο καπιταλισμό όσο και στο σύστημα του κράτους πρόνοιας. Εντούτοις, ο δυναμισμός της ανάπτυξης εξέθεσε ορισμένες στατικές τάσεις, εκδηλωμένες στην κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής, οι οποίες εμπεριείχαν σχέσεις εκτεινόμενες από την διεύθυνση της διοικητικής γραφειοκρατίας έως το κράτος και την οργάνωση της κοινωνίας στο σύνολό της. «Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το καθολικό συμφέρον συνίσταται στην διατήρηση της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων και πως το μοναδικό ιδανικό είναι αυτό της πλήρους απασχόλησης και όχι της απελευθέρωσης από την ετερόνομη εργασία».[8]

Ο «διοικούμενος κόσμος» παρήγαγε ένα συγκεκριμένο είδος μαζικής κοινωνίας, αυτήν που ο Αντόρνο αποκάλεσε «πολιτιστική βιομηχανία». Η πολιτιστική βιομηχανία ήταν, κατά κύριο λόγο, η συνέπεια των υψηλών επιπέδων παραγωγικότητας και της ευρέως διαδεδομένης δυνατότητας για κατανάλωση αγαθών, ήταν όμως, επίσης, απατηλή στο βαθμό που έδινε την εντύπωση ενός μαζικού εκδημοκρατισμού, όταν στην πραγματικότητα η παραγωγή τυποποιούνταν και οι προτιμήσεις χειραγωγούνταν προκειμένου να διατηρηθεί μια επίφαση ατομικότητας. Αυτό υποδήλωνε «την αδυναμία του ατόμου ενώπιον της ολότητας [που] είναι η δραστική εκδήλωση της εξουσίας των σχέσεων ανταλλαγής».[9] Έτσι, ο Αντόρνο δήλωσε πως: «Η ρήση του Μαρξ ότι η θεωρία καθίσταται υλική δύναμη όταν καταλαμβάνει τις μάζες, ανατράπηκε κατάφωρα από την πορεία των γεγονότων».[10] Εν τέλει, η πολιτιστική βιομηχανία παρέλυσε «την ικανότητα να φανταζόμαστε με συγκεκριμένους όρους ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός», διότι η δομή του εξουσιαστικού χαρακτήρα κατέστη η ίδια δύναμη καταστολής.[11] Προς το τέλος του δοκιμίου του, δανειζόμενος από τον Φρόυντ, ο Αντόρνο επικαλέστηκε την «ελεύθερα ρέουσα αγωνία» που αναδύθηκε από την «υποκειμενική οπισθοδρόμηση η οποία ευνοεί την οπισθοδρόμηση του συστήματος». Η συνείδηση των μαζών κατέστη φαινομενικά ταυτόσημη με το σύστημα, το οποίο με την σειρά του καθίστατο ολοένα και περισσότερο αλλοτριωμένο.[12]

Ο Αντόρνο δεν εναντιώθηκε στους ανθρώπους που αυτοοργανώθηκαν για πολιτικούς σκοπούς, θέλησε όμως να τραβήξει την προσοχή στο «Αρχιμήδειο σημείο» όπου «μια μη καταπιεστική πρακτική θα μπορούσε να είναι δυνατή, όπου κανείς θα μπορούσε να καθοδηγηθεί σε ένα μονοπάτι μεταξύ των εναλλακτικών του αυθορμητισμού και της οργάνωσης». Αυτό το σημείο, αν ποτέ υπήρξε, «μπορεί να βρεθεί μόνο διαμέσου της θεωρίας», επέμενε ο Αντόρνο.[13] Η θέση του προέκυψε από μια πολιτική κρίση που βασιζόταν σε μια νηφάλια ανάλυση της κατάστασης. Τούτο το κατέστησε σαφές στην αντιπαράθεσή του με τον Μαρκούζε. «Εσύ [Μαρκούζε] πιστεύεις ότι η πράξη, στην πιο ξεκάθαρη έννοια, δεν εμποδίζεται σήμερα: εγώ βλέπω το ζήτημα διαφορετικά».[14] Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, ο Αντόρνο πείστηκε ότι το φοιτητικό κίνημα ήταν δέσμιο της αποτυχίας του από την έναρξή του. Στις «Σημειώσεις περιθωρίου για τη θεωρία και πράξη» επισήμανε ότι το στήσιμο οδοφραγμάτων είναι «γελοίο μπροστά σε αυτούς που διαχειρίζονται βόμβες».[15] Μια πρακτική, που αρνείται να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της όταν τίθεται ενώπιον της «πραγματικής εξουσίας η οποία ίσα που αισθάνεται μια μικρή ενόχληση», είναι παραπλανημένη και οπισθοδρομική ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια «ψευδο-δραστηριότητα».[16]

Η κριτική του Αντόρνο στη Νέα Αριστερά ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια να ταρακουνήσει την Αριστερά από την κατάσταση της αυτοαρνητικότητας και αυτοεξαπάτησής της. Η προβληματική κληρονομιά της δεκαετίας του 1930 σήμαινε πως η πρόθεση της μαρξιστικής θεωρίας και πράξης είχε συσκοτιστεί μέχρι τη δεκαετίας του 1960, και το πρόβλημα της κοινωνικής συνείδησης επανεμφανίστηκε υπό την αμφίεση της «αδυναμίας του εγώ» που «αρνείται να αναστοχαστεί την αδυναμία του».[17] Ο πολιτικός «ριζοσπαστισμός» της δεκαετίας του 1960 σήμαινε μόνο περαιτέρω οπισθοδρόμηση και, συνεπώς, συσκότισε στο υποκειμενικό επίπεδο τη δυνατότητα ενός προοδευτικού μετασχηματισμού πέραν του κεφαλαίου, ακόμη και όταν αντικειμενικά κάτι τέτοιο ήταν ακόμη δυνατό. Η βαθειά ειρωνεία αυτής της ιστορίας είναι πως από το 1917 και έπειτα δεν υπήρξε καμιά απολύτως πρόοδος και, πράγματι, η κρίση του μαρξισμού και εκείνη της κοινωνικής συνείδησης έχει εκβαθυνθεί, δεν έχει επιλυθεί. Σε ένα θεμελιακό επίπεδο, το πρόβλημα της συνείδησης είναι προσδεμένο σε εκείνο που ο Βίλχεμ Ράιχ αναγνώρισε ως «φόβο ενώπιον της ελευθερίας», επιβαλλόμενο από μια συντηρητική ψυχή που έχει μνηστευθεί την συμπτωματολογία της. Συνεπώς, είναι ανάγκη να επεξεργαστούμε το σύμπτωμα, καθώς αυτό, όχι μόνο παρέχει μια συνθήκη για αυτοκατανόηση και γνώση, αλλά συγκροτεί επίσης τις υποκειμενικές, ψυχολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας. |P


[1]. Theodor W. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” in Critical Models: Interventions and Catchwords (New York: Columbia University Press, 2005), 264. [2]. Theodor W. Adorno to Herbert Marcuse, Frankfurt, June 19, 1969, in “Correspondence on the German Movement,” New Left Review I/233 (January–February 1999): 132. [3]. Stefan Müller-Doohm, Adorno: A Biography, translated by Rodney Livingstone (Cambridge: Polity Press, 2005), 456. [4]. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” 271. [5]. Adorno, “Correspondence on the German Movement,” 127. [6]. Ibid.,125. [7]. Theodor W. Adorno, “Resignation,” in Critical Models, 292. [8]. Theodor W. Adorno, “Late Capitalism or Industrial Society?” in Can One Live After Auschwitz?: A Philosophical Reader, edited by Rolf Tiedemann and translated by Rodney Livingstone (Palo Alto: Stanford University Press), 119. [9]. Ibid., 120. [10]. Ibid. [11]. Müller-Doohm, Adorno, 446. [12]. Adorno, “Late Capitalism or Industrial Society?,” 124. [13]. Müller-Doohm, Adorno, 462. [14]. Adorno, “Correspondence on the German Movement,” 131. [15]. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis,” 269. [16]. Ibid., 271. [17]. Ibid., 273.

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English] [Deutsch]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

2001

Spencer Leonard

Η εγκατάλειψη των χειραφετητικών πολιτικών στις μέρες μας δεν υπήρξε, όπως ίσως φοβήθηκαν οι επαναστάτες στοχαστές του παρελθόντος, εγκατάλειψη της επανάστασης προς όφελος του ρεφορμισμού. Πολλώ μάλλον, επειδή κανείς δεν φαντάζεται πλέον την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ο ρεφορμισμός είναι επίσης νεκρός. Καθώς το εγχείρημα για την επίτευξη μιας ανθρώπινης κοινωνίας πέραν του κεφαλαίου έχει εγκαταλειφθεί, τίποτα που να αξίζει το όνομα της πολιτικής δεν μπορεί να το αντικαταστήσει, ούτε και θα μπορούσε. Το πρόταγμα της ελευθερίας έχει τώρα ολότελα αποτραβηχτεί από τον ορίζοντα. Και ενώ αστοί στοχαστές, όπως ο Χέγκελ, αναμφίβολα έσφαλαν όταν ταύτισαν το κεφάλαιο με την ελευθερία, συνέλαβαν, εντούτοις, ότι το ερώτημα περί ελευθερίας θέτει τον εαυτό του μόνο σε αναφορά με την προβληματική του κεφαλαίου. Συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά μια ευγενή βαρβαρότητα που ποτέ πριν δεν υπήρξε, η σύγχρονη ανθρωπότητα έχει βυθιστεί στην αμεσότητα της δεύτερης φύσης.

Το έτος 2001 αφίχθη καθυστερημένα και τώρα και αυτό έχει γλιστρήσει στο παρελθόν. Διατηρεί ακόμη την σημασία του ως η στιγμή που το φως της ελευθερίας δίχως αμφιβολία επισκιάστηκε, όταν η ανθρωπότητα έπαψε να είναι ικανή να διακρίνει κατά πόσο έχει νυχτώσει ή όχι. Διότι, από το 2001 και μετά, όλοι αναγνωρίζουν πως τώρα ζούμε εντός αυτού που ο μαρξιστής στοχαστής και κριτικός της Νέας Αριστεράς Moishe Postone όρισε ως «καιρό της ανημποριάς»» (ή όπως το περιγράφει πιο γλαφυρά η ΄Ενωση των Σπαρτακιστών ως τη «‘γεροντική’ άνοια του μεταμαρξισμού»). Μολονότι ο χρόνος συνεχίζει να περνά και, υπό μία έννοια, συνεχίζει να εντείνεται, η ιστορία –θεωρημένη ως ο χρόνος όπου ακόμη μπορούν να συντελεστούν εγχειρήματα για την ελευθερία – μοιάζει να έχει υποστεί μια αιφνίδια εσπερινή παύση. Τούτο φάνηκε για το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς απροσδόκητο, αν και θα υποψιαζόταν κανείς την ύπαρξη μιας διαδεδομένης ανακούφισης μεταξύ πολλών που το εγχείρημα ίσως έχει τελικά εγκαταλειφθεί για τα καλά και δια παντός.

Εκείνο που προηγείται χρονικά, βρίσκεται συσσωρευμένο στο έτος 2001, μια μάζα παράκρουσης και χαμένων ευκαιριών που μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις συστατικές στιγμές. Κάθε ένα από τα τρία στάδια του «θανάτου της Αριστεράς» τελειώνει βολικά με τον αριθμό 9: 1979, 1989 και 1999. Κάθε ένα παριστά ένα στάδιο στη διαδικασία οπισθοδρόμησης που κορυφώνεται σε αυτό που είναι, εν τέλει, μια κρίση πολύ πιο δυσοίωνη από την τρέχουσα οικονομική η οποία κυριαρχεί στις συζητήσεις μας: πρόκειται για την κρίση της Αριστεράς, της οποίας οι προοπτικές ανάκαμψης είναι, επί του παρόντος, πολύ ζοφερές. Πολύ περισσότερο από μια χρονολογία κρίσης στην ιστορία της Αριστεράς, το 2001 είναι, συνεπώς, το έτος κατά το οποίο έγινε σαφής η κρίση της ιστορίας, μολονότι το παρατήρησαν ελάχιστοι, και όταν αυτή έγινε ολοφάνερη, λίγοι ήταν αυτοί που έπιασαν την μυρωδιά του «δύσοσμου πτώματος» που σήμερα περνιέται για Αριστερά. Αυτό ήταν το έτος κατά το οποίο η ίδρυση του Πλατύποδα κατέστη αναγκαία, παρόλο που, κι εδώ ξανά, η συνείδηση βραδυπόρησε πίσω από τα γεγονότα.

Η Ιρανική επανάσταση του 1979 ήταν και παραμένει μια καταστροφή. Από τον θρίαμβο των υποστηρικτών του Χομεϊνί και έπειτα, η χώρα κυριαρχήθηκε από ένα καθεστώς πολύ πιο οπισθοδρομικό και καταπιεστικό από αυτό του προκατόχου του, διακυβερνημένη με τρόπο πολύ πιο αντιδραστικό από εκείνον του Σάχη. Με το σταλινικό κόμμα Τουντέχ να υπάγεται στην παράταξη του Χομεϊνί, ο δρόμος προς την εξουσία των Ισλαμιστών στρώθηκε με τα πτώματα των προδομένων ιρανών εργατών και των προδομένων από τον ίδιο τους τον εαυτό σταλινικών, τη στιγμή που η Δυτική Αριστερά κατέπνιγε όλες τις φωνές διαμαρτυρίας με την εκκωφαντική επικρότηση του χτυπήματος στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Καθώς ο ανοργάνωτος αστεακός πληθυσμός των Ιρανών και η τάξη των γαιοκτημόνων έδωσαν τα χέρια υπό την ηγεσία των Ισλαμιστών προκειμένου να συντρίψουν το κόμμα Τουντέχ και τις άλλες αριστερές ομάδες, η Αριστερά των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών, απελπιστικά παραπλανημένη από έναν απατηλό Τριτοκοσμισμό, απέτυχε σχεδόν εξ ολοκλήρου να αναγνωρίσει την εκτυλισσόμενη καταστροφή. Όπως παρατήρησε ο David Greason, πριν την Ιρανική επανάσταση οι περισσότεροι είχαν απλώς υποθέσει ότι ένα κίνημα ικανό να εκτοπίσει τον Σάχη θα έπρεπε να προέλθει από την Αριστερά.[1] Η πραγματικότητα του Ισλαμισμού Χομεϊνικού τύπου, ως αντιδραστική ιδεολογία, παρά ως αυθεντική «πολιτιστική έκφραση» των μαζών, απορρίφθηκε, και αντ’ αυτού η δυτική Αριστερά συναίνεσε στην ανάδειξη των μουλάδων του Χομεϊνί σε μια κυρίαρχη θέση στο Ιράν. Η Αριστερά δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει στον Χομεϊνί, ο οποίος υμνήθηκε ως ενωτικός, μια απειλή, όχι λιγότερο σοβαρή, από αυτήν που υπήρξε ο ίδιος ο Σάχης. Υποκαθιστώντας με την κριτική του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού την κριτική του καπιταλισμού, κυρίαρχες τάσεις της Νέας Αριστεράς επαναδιαμόρφωσαν τον αντιαμερικανισμό ως την λύδια λίθο της αριστερής σκέψης. Τούτο κατέστησε αδύνατη μια επαρκή ανάλυση της Ιρανικής επανάστασης, και της «αντίστασης» των Μουτζαχεντίν κατά την Σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν επίσης. Μέσω τον ταχυδακτυλουργικών της Νέας Αριστεράς, στην θέση μιας επαρκούς ανάλυσης της Ιρανικής επανάστασης, η ήττα μεταλλάχθηκε σε «νίκη». Ήταν μια πράξη αυτοεξαπάτησης που, μέχρι τότε, είε γίνει σχεδόν δεύτερη φύση για μια ολόκληρη γενιά, η οποία παρά τις διακηρύξεις περί αντισταλινισμού, ακόμη λάτρευε το σταλινικό είδωλο του συντελεσμένου γεγονότος. Κατά τρόπο ανάλογο, σύμβολα της Νέας Αριστεράς, όπως ο Μισέλ Φουκώ, χαιρέτισαν την Ισλαμική Επανάσταση ως αντιπροσωπευτική μιας νέας «πνευματικής» πολιτικής, φαινομενικά απελευθερωμένης από τη λειτουργική, εργαλειακή ορθολογικότητα που επικρατούσε σε Δύση και Ανατολή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου.

Άλλα γεγονότα περί το 1979 που κατέγραψαν τον εκφυλισμό και την αποσύνθεση της Αριστεράς, υπήρξαν οι μη κριτικές απαντήσεις της στο κίνημα της Σολιντάρνοσκ (Αλληλεγγύης) στην Πολωνία, και στην αντίσταση των Μουτζαχεντίν στην Σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, που αμφότερα βρήκαν υποστήριξη από μια αποπροσανατολισμένη Αριστερά με συνθήματα –τώρα λησμονημένα στη ντροπή — όπως «Δέκα εκατομμύρια πολωνών εργατών δεν μπορούν να κάνουν λάθος!» και «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!». Η Αριστερά απέτυχε να αναγνωρίσει τον συντηρητισμό που εκδηλωνόταν μπροστά στα μάτια της, την δεξιά με την οποία η ίδια συνέπραττε. Πράγματι, μέχρι το τέλος του 1979, δεν μπορούσε να γίνει με κανένα τρόπο φανερό, ακόμα και στους κορυφαίους στοχαστές της Νέας Αριστεράς, το πώς θα μπορούσε να προαχθεί το πρόταγμα της ελευθερίας. Ο Φρεντ Χάλιντει αναφέρει μια συζήτηση που είχε με τον φίλο του και συντάκτη του περιοδικού New Left Review, Τάρικ Άλι, με τον οποίο είχαν πάρει χωριστούς δρόμους στο επίπεδο της πολιτικής, όπου είπε στον Άλι τα ακόλουθα: «Ο Θεός, ο Αλλάχ, μας κάλεσε ενώπιών Του και μας είπε ‘Ο ένας από τους δύο προορίζεται να πάει Αριστερά και ο άλλος προορίζεται να πάει Δεξιά’. Το πρόβλημα είναι πως δεν μας είπε ποιος θα πάει που, και ίσως δεν ήξερε ούτε καν Αυτός». Ο Χάλιντει, λοιπόν, πρόσθεσε «Ο Τάρικ γέλασε. Κατάλαβε ακριβώς αυτό που έλεγα και δεν το αμφισβήτησε».[2]

Η πρακτική της αυτοεξαπάτησης, η άκριτη επικρότηση των υποτιθέμενων εξεγέρσεων ενάντια στην πραγμοποίηση, αλλά και η υποχώρηση από το πρόταγμα της ελευθερίας έγιναν και πάλι έκδηλες στο δεύτερο στάδιο που οδηγεί στο 2001, στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989. Ως η τελευταία, αποκλιμακούμενη κατάρρευση της αποτυχημένης προσπάθειας υπέρβασης του καπιταλισμού που πυροδοτήθηκε το 1917, η από τα δεξιά πτώση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε αξιοσημείωτη για την αποτυχία της να προκαλέσει μια σοβαρή αναθεώρηση για την Αριστερά. Αντ’ αυτού, αναγγέλθηκε ως η αναγέννηση της ελευθερίας, σαν αυτό που συνέβη να ήταν η αποσταλινοποίηση της επανάστασης και όχι η εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού. Σχεδόν χωρίς σκέψη για την πλέον οριστική αποτυχία της τροχιάς της Οκτωβριανής επανάστασης, η οποία συντηρούσε, αν και σε μια υποβαθμισμένη μορφή, τις χειραφετητικές παρορμήσεις του Μαρξ, του Ένγκελς, της Λούξεμπουργκ και του Λένιν, η νεκροζώντανη Αριστερά του 1989 συγχάρηκε τον εαυτό της για ένα ακόμα υποτιθέμενο κατόρθωμα αντιεξουσιαστικότητας τύπου 1960. Γιορτάζοντας αυτό που όφειλαν να έχουν αναλύσει, τα κυρίαρχα ρεύματα στην Αριστερά βοήθησαν στην νομιμοποίηση του νεοτσαρισμού, που άνθισε πάνω στα ερείπια της Σοβιετικής Ρωσίας. Αντικατοπτρίζοντας τον εκφυλισμό του Μαρξισμού στην Σοβιετική Ένωση σε μια ιδεολογία απολογητική του καθεστώτος, και στην θέση της πραγμάτωσης των χειραφετητικών δυνατοτήτων του καπιταλισμού, το 1989 ο καπιταλισμός γιορτάστηκε ο ίδιος ως χειραφέτηση.

Η τρίτη φάση της ολοκληρωτικής εξάντλησης της Αριστεράς, που κορυφώθηκε το 2001, έρχεται το 1999 στο Σηάτλ, έτος των διαδηλώσεων για την αντιπαγκοσμιοποίηση. Αυτό το γεγονός σημάδεψε τον θρίαμβο της τρέχουσας «μετα-πολιτικής» ακτιβιστικής κουλτούρας μας, αυτής που ορίστηκε από τους Liza Feathersone, Doug Henwood και Christian Parenti ως «ακτιβιστ-ισμός» [activist-ism].[3] Όπως παρατήρησαν τα μέλη του Πλατύποδα Ben Blumberg και Ian Morrison, τόσο σε σχέση με τον ακτιβιστισμό εν γένει όσο και τον νέο αναρχισμό που κυριάρχησε επί των τεκταινομένων στο Σηάτλ συγκεκριμένα, «οι διαδηλωτές στις μέρες μας εξυμνούν απλές συγκρούσεις με την αστυνομία ως νίκες. Κάθε χτύπημα του γκλομπ δραματοποιεί την διαφορά μεταξύ των διαδηλωτών [και της κοινωνίας στην οποία είναι ενσωματωμένοι]».[4] Δεν θα ήταν άδικο να πούμε, ισχυρίζονται, ότι «οι διαδηλωτές εκμαιεύουν από την αστυνομία το χτύπημα προκειμένου να εκδραματίσουν τη δική τους υποταγή στην εξουσία».[5] Εδώ, η οπισθοδρόμηση που είχε ήδη εκδηλωθεί στη δεκαετία του 1960, φτάνει στην πλήρη της άνθιση.

Αναβιώνοντας, όχι μόνο την ήττα, αλλά και την ηττοπάθεια της Αριστεράς της δεκαετίας του 1960, οι διαδηλωτές στο Σηάτλ δεν μπαίναν καν στον κόπο να μιλήσουν για τους φοιτητές και τη νεολαία σαν τη νέα «επαναστατική δύναμη». Ούτε χρειάζονται, αυτοί οι νέοι φιλόδοξοι ριζοσπάστες, λεπτομερείς εκλογικεύσεις της αποτυχίας τους. Η δική τους [εκλογίκευση] συνίσταται σε μια, αφοπλιστικά ειλικρινή, επιδεικτική αμετροέπεια μιας δυσαρεστημένης νεολαίας μεσοαστών, για την οποία το πρόγραμμα των συναντήσεων του παγκόσμιου εμπορίου αντικατέστησε τις περιοδείες ροκ συναυλιών ως τόπος μιας περιπατητικής αντιεξουσιαστικής υποκουλτούρας. Τούτη η γενιά ακτιβιστών εκπληρώνει παρά απορρίπτει τις χαμηλές προσδοκίες των πολιτικών της γονέων, δηλαδή ότι θα έπρεπε είτε να ναρκωθεί με τις προσφερόμενες στον νεοφιλελευθερισμό ηδονές –«sex, drugs and rock ’n’ roll»- είτε να καταπιαστεί με την επανάσταση, έτσι «για τη φάση». Μόνο στη νέα κουλτούρα διαμαρτυρίας μπορεί να κάνει κανείς συγχρόνως και τα δύο, κατορθώνοντας κατά την διαδικασία απλά και μόνο να δραματοποιήσει τη δική του υποταγή στην εξουσία και την κοινωνική ενσωμάτωση για την οποία έκαναν λόγο οι Blumberg και Morrison. Στο επίπεδο της πολιτικής, η αποδοχή της λατρείας του θανάτου, που χαρακτήρισε την κυρίαρχη απάντηση της Αριστεράς το 1979, έφτασε στο ναδίρ της με το πλήρες άνθισμα του ρομαντικού-αντιδραστικού αρνητισμού (rejectionism), του αντι-μοντερνισμού και της αντι-παγκοσμιοποίησης του αναρχισμού των «μπλακ μπλοκ» και των μπλοκ με στολές χελώνας (turtle protest).

Η ιστορική Αριστερά του αστικού ριζοσπαστισμού, που κορυφώθηκε στην αυτοκριτική του Μαρξ για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, απομονώνει την ιστορία ως την οικεία της προβληματική και την ελευθερία ως το οικείο της πρόταγμα. Όπως συνειδητοποίησε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός έθετε ένα ερώτημα που θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο διαμέσου της αναίρεσής του. Στο ίδιο πνεύμα, ο Postone ισχυρίστηκε ότι η προλεταριακή, ήτοι η κοινωνία των εμπορευμάτων που παράγουν εμπορεύματα, «παραπέμπει πέραν του εαυτού της». Αλλά η οπισθοδρόμηση έχει προωθηθεί τόσο πολύ πια, που κριτικές παρατηρήσεις όπως αυτές του Postone αποτελούν ζήτημα μόνο για μια χούφτα διανοούμενους, τη στιγμή που το εργατικό κίνημα, η αναγκαία συνθήκη για την πρακτική πολιτική της Αριστεράς, έχει κατατροπωθεί σε όλα τα επίπεδα παγκοσμίως. Ο λόγος που αυτό λέγεται ξεκάθαρα, δεν είναι για να υψώσουμε τη φωνή ενός γνωστού πεσιμισμού, αλλά για να αναγνωρίσουμε τον πραγματικό χαρακτήρα των καιρών μας. Ο Πλατύπους μιλάει ξανά και ξανά για τον «θάνατο της Αριστεράς» προκειμένου να αρχίσει το έργο της αναδόμησης. Άλλωστε, η ανασυγκρότηση της κριτικής θεωρίας, το ειδικό έργο στο οποίο είναι αφοσιωμένος ο Πλατύπους, δεν συμβαίνει εντός συνθηκών που εμείς έχουμε επιλέξει, αλλά υπό συνθήκες κληροδοτημένες από το παρελθόν. Πράγματι, η θεωρία δύναται να επανασχηματιστεί, όχι διαμέσου νέων συμπληρωματικών κομματιών που αποκαθιστούν τις υποτιθέμενες ανεπάρκειες της θεωρίας του παρελθόντος, αλλά μόνο στον βαθμό που ενεργά επεξεργαζόμαστε την ιστορία της Αριστεράς. |P


[1] David Greason, "Embracing Death: The Western Left and the Iranian Revolution, 1978–83," Economy and Society 34 (February 2005): 105–140.
[2] Fred Halliday, “Who is Responsible? An Interview with Fred Halliday,” interview by Danny Postel, Salmagundi 150–151 (Spring–Summer 2006). Available online at <cms.skidmore.edu/salmagundi/backissues/150-151/halliday.cfm>.
[3] Liza Featherstone, Doug Henwood, and Christian Parenti, “‘Action Will be Taken: Left Anti-Intellectualism and its Discontents.” Available online at <www.leftbusinessobserver.com/Action.html>.
[4] Benjamin Blumberg and Ian Morrison, “Violence at the RNC,” Platypus Review 7 (October 2008).
[5] Ibid.

Our monthly Coffee Breaks are a great way to meet Platypus members and fellow travelers, and to get to know the Platypus project. It’s an opportunity to discuss issues raised in the latest issue of the Platypus Review, consider the state of the Left, and just hang out with people who have similar political interests.

Monthly 2014 Coffee Breaks

March 4th | 5:00 pm
Coburg Coffee 6085 Coburg Road, Halifax, Nova Scotia
Contact: Quentin Cyr | halifax@platypus1917.org

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English]  [Deutsch]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

Εισαγωγή

Benjamin Blumberg

Τι σημαίνει να πούμε, όπως κάνει ο Πλατύποδας, ότι η Αριστερά είναι νεκρή; Και τι σημαίνει να μιλάμε για την ιστορία της Αριστεράς έπειτα από τον θάνατό της; Είναι καθήκον μας να διευθετήσουμε αυτά τα ερωτήματα.

Καταρχήν, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε πώς αυτά τα ερωτήματα συνέβαλαν στη διαμόρφωση των ιδεών και των δραστηριοτήτων του Πλατύποδα. Ο Πλατύποδας ξεκίνησε ως μια ομάδα μελέτης με έδρα την Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης στο Σικάγο. Η εν λόγω ομάδα συνενώθηκε μέσω της κοινής συνειδητοποίησης πως η κοινωνική και πολιτιστική θεωρία του Αντόρνο και των άλλων μελών του ινστιτούτου κοινωνικής έρευνας της Φρανκφούρτης περιείχε την κληρονομιά του επαναστατικού μαρξισμού της προγενέστερης περιόδου. Η συνειδητοποίηση αυτή συζεύχθηκε με μια άλλη: ο ισχυρισμός ότι οι θεωρητικές ιδέες του Αντόρνο ήταν το κληροδότημα των πολιτικών πρακτικών του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι έφερε σε αντίθεση τον Πλατύποδα με την υπάρχουσα Αριστερά υπό πολυάριθμες απόψεις.

Επί του παρόντος, η Αριστερά έχει απομακρυνθεί από το ερώτημα του πώς ο ηττημένος επαναστατικός μαρξισμός των πρώτων και των δεύτερων δεκαετιών του 20ου αιώνα συνεχίστηκε στα μέσα του με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Για την Αριστερά, η κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης θεωρείται ως δικαιολόγηση της αποχής, την οποία υποκρύπτει μία κριτική της συμμετοχής ενώ, αντίθετα, η κυρίαρχη σύλληψη του επαναστατικού μαρξισμού είναι εκείνη ενός αδίστακτου πρακτικισμού, στον οποίο οι σκοποί δικαιολογούν οποιαδήποτε μέσα. Κάτω από αυτές τις μονομερείς συλλήψεις βρίσκεται ένα μεγαλύτερο πρόβλημα που υπήρχε φανερά τουλάχιστον από την εποχή του Μαρξ, ότι, δηλαδή, η θεωρία και η πράξη μοιάζουν αντιπαρατιθέμενες, αλλά επίσης και αδιαχώριστες. Επίσης, από την εποχή του Μαρξ και μετά, ο καλύτερος ορισμός για την Αριστερά είναι αυτός που τη θεωρεί ως τη μετασχηματιστική δύναμη στην ιστορία που αντιμετωπίζει άμεσα το προαναφερθέν πρόβλημα, ακόμη και αν συχνά το κάνει με τυφλότητα και αναποτελεσματικά. Αυτό το πρόβλημα της σχέσης θεωρίας και πράξης βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής του Μαρξ, και της σημαντικότερης μαρξιστικής παράδοσης έως τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φρανκφούρτης.

Η αποτυχία της να αντιμετωπίσει τη σχέση μεταξύ της κριτικής θεωρίας και του επαναστατικού μαρξισμού καταδεικνύει μια βαθύτερη αποτυχία της σύγχρονης Αριστεράς. Η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη εκμηδενίστηκε με την μετατροπή της θεωρίας και της πράξης σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Ακόμη και όταν κανείς διατείνεται πως η θεωρία και η πράξη συνυπάρχουν, είναι φανερό πως αυτό απλώς σημαίνει ότι η μία είναι υφιστάμενη στην άλλη.

Επιλύοντας, κατ’ επίφαση, το πρόβλημα θεωρίας και πράξης, η Αριστερά παραιτήθηκε από το καθοριστικό στοιχείο της πολιτικής της και έπαψε να είναι Αριστερά εξολοκλήρου. Τούτο, έχει βαθύτατες επιδράσεις στην εξέλιξη της ιστορίας του καπιταλισμού, στην οποία η Αριστερά παραδοσιακά έδρασε ως μορφοποιητικός καταλύτης. Καθώς οι πολιτικές της δεν διαμεσολαβούσαν πλέον τη θεωρίας και την πράξη, η Αριστερά άρχισε να αποσυντίθεται. Ακολουθώντας τον Αντόρνο, ο Πλατύποδας αποκαλεί αυτή την διαδικασία ιστορική οπισθοδρόμηση.

Επομένως, οι απαρχές της θεωρητικής έρευνας του Πλατύποδα έθεσαν το πολιτικό καθήκον της κριτικής και, εν τέλει, της υπέρβασης της υπάρχουσας Αριστεράς, η οποία εκούσια κατέστησε τον εαυτό της αδιάφορο ενώπιον της αναγκαιότητας να επεξεργάζεται το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη. Ωστόσο, η αναγνώριση του καθήκοντος αυτού δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη διεκπεραίωσή του. Η αδιαφορία της υπάρχουσας Αριστεράς για το πρόβλημα οδήγησε στη συσσώρευση επιστρωματώσεων εκλογικεύσεων και δικαιολογιών, προκειμένου αυτή να συνεχίζει με την επίφαση πως τίποτα δεν πάει λάθος. Αυτό έθαψε το πρόβλημα βαθιά κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών της σημερινής Αριστεράς. Ο Πλατύπους υπάρχει για να απομακρύνει το καθίζημα. Η ομάδα ιδρύθηκε το 2006 για να ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο και τη συζήτηση στην Αριστερά που αφορά στο ερώτημα: πώς προσπεράσαμε το γεγονός ότι η Αριστερά είναι νεκρή και πώς θα μπορούσαμε εμείς, στη δεδομένη κατάσταση, να εκπληρώσουμε το σύνθημα «Ζήτω η Αριστερά»; |P

Platypus banner at anti-war demonstration, Chicago, March 19, 2008

Chris Cutrone

Platypus Review 12 | [English] | May 2009

[PDF]

[English]

O Μαρξ χλεύασε την ιδέα του να πρέπει να «αποδείξει» την εργασιακή θεωρία της αξίας. Αν η μαρξική θεωρία αποδείκνυε πως ήταν το μέσο, δια του οποίου οι πραγματικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας (bourgeois society) μπορούσαν να καταδειχθούν στην κίνησή τους, από πού προήλθαν, τί ήταν, και πού όδευαν, αυτό αποτελούσε την απόδειξη της θεωρίας. Ούτε ο Χέγκελ ούτε ο Μαρξ αποδέχθηκαν κάποια άλλη «επιστημονική» απόδειξη.

Όσο πιο συγκεκριμένη είναι η άρνηση της ανάγκης, τόσο πιο αφηρημένη, κενή και επιδεικτική καθίσταται η υποκειμενική διαμεσολάβηση.

-C. L. R. James, “Dialectical Materialism and the Fate of Humanity” (1947)*

Η παρούσα κρίση έχει ξεσηκώσει πολυάριθμες φωνές που καλούν σε μία επανεξέταση του «σοσιαλισμού» και ακόμη και σε μία επιστροφή στον Μαρξ.[1] Φαίνεται να προοιωνίζεται θεμελιώδεις αλλαγές, αλλαγές που αντιμετωπίζονται με όχι λιγότερο φόβο, απ’ ότι επιθυμία.

Εμείς στον Πλατύποδα έχουμε προοικονομήσει, από την ίδρυσή μας το 2006, την πιθανότητα μίας «επιστροφής στον Μαρξ» και έχουμε επιδιώξει να διαμορφώσουμε τους όρους υπό τους οποίους αυτή μπορεί να λάβει χώρα. Έχουμε επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση ιστορικών ζητημάτων στον χώρο της Αριστεράς, αποβλέποντας στη θεμελιώδη επανεξέτασή τους, χωρίς να λαμβάνουμε τίποτα ως δεδομένο, ούτως ώστε να μπορέσουμε να κλείσουμε οριστικά παρωχημένα «ντιμπέιτ», στα οποία η «Αριστερά» έχει κολλήσει για παραπάνω από μία γενεά, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960. Δεδομένης της σύγχυσης που κυριαρχεί στην «Αριστερά» σήμερα, είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο επείγει.

Η δυσκολία που υπάρχει στην ερμηνεία της παρούσας κρίσης του καπιταλισμού είναι ότι σχεδόν όλα τα σχόλια επ’ αυτής, ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από την Αριστερά, εκκινούν από μία θεμελιώδη παραγνώριση. Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι εμείς ζούμε εν μέσω της κρίσης του καπιταλισμού, όσο [το γεγονός] ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι η κρίση. Ο καπιταλισμός είναι η –μόνιμη– κρίση της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως συγκυριακά ο καπιταλισμός γίνεται αισθητά χειρότερος. Αλλά η ιστορία του καπιταλισμού, άσχετα αν υπόκειται σε μια λεπτομερή ή αδρομερή εξέταση, είναι η ιστορία του περάσματος από τη μία κρίση στην επόμενη. Υπό αυτό το νόημα θα πρέπει να ερμηνευθούν οι παρούσες περιστάσεις και οι μελλοντικές προοπτικές για τον καπιταλισμό.

Η εκλογή του προέδρου Ομπάμα θεωρείται, από αυτή την άποψη, ένα αμφίσημο φαινόμενο: από τη μία πλευρά, ο Ομπάμα έχει επωμισθεί την ευθύνη της επίλυσης της κρίσης απλώς προς αποκατάσταση ενός status quo ante, είτε αυτό συλλαμβάνεται ως η ακμή της πολιτικής Κλίντον στη δεκαετία του 1990, πριν ο Τζορτζ Μπους (ο νεότερος) τα κάνει θάλασσα, είτε ως το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας από τα χρόνια του Ρούσβελτ έως τα χρόνια του Νίξον. Από την άλλη πλευρά, η εκλογή του Ομπάμα θεωρείται ότι εκφράζει την πιθανότητα για περαιτέρω ριζική αλλαγή, στην κατεύθυνση της οποίας μπορεί να εξωθηθεί η διακυβέρνησή του. Αλλά, ίσως, καμία αντίδραση στον Ομπάμα δεν είναι κατάλληλη. Τέτοια προγνωστικά αγνοούν την ιστορία των μετασχηματισμών εντός του καπιταλισμού, ως προς τους οποίους η παρούσα κρίση μπορεί να αποτελεί απλώς την πλέον πρόσφατη περίπτωση.

Όποιες αλλαγές ενδέχεται ή δεν ενδέχεται να γίνουν από τον Ομπάμα (ή παρά τον Ομπάμα) σε απάντηση προς την παρούσα κρίση, η διακυβέρνησή του δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα του καπιταλισμού, παρά μονάχα να τα μετασχηματίσει. Οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, στο μέτρο που θέτουν το υπόβαθρο για την επόμενη περίοδο της ιστορίας υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, διαμορφώνοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες κάθε μελλοντικός αγώνας εναντίον του καπιταλισμού πρέπει να λάβει χώρα – ακριβώς όπως οι σύγχρονες κοινωνικές μορφές είναι η συσσωρευμένη επίδραση προηγούμενων προσπαθειών καθυπόταξης της δυναμικής του κεφαλαίου στην σύγχρονη ιστορία.

Προκειμένου να συλλάβουμε τα διακυβεύματα του παρόντος χρειάζεται να υποθάλψουμε τις δυνητικές αλλαγές, παρά απλώς να αφεθούμε στην σαρωτική τους επίδραση. Χρειάζεται, παραδόξως, να προσπαθήσουμε να παραμείνουμε μπροστά από τις εξελίξεις (ahead of the curve) ακριβώς επειδή, όπως ο καθένας, είμαστε περιορισμένοι από, και υποκείμενοι σε δυνάμεις πέραν του ελέγχου μας.[2] Διότι αυτό που λείπει είναι κάποιος φορέας κατάλληλος να παρέμβει ενάντια στο κεφάλαιο (ή ακριβέστερα να παρέμβει μέσα από τη διαδικασία της εκδίπλωσής του) με δημοκρατικότερα αποτελέσματα.

Οι ιστορικές δυνάμεις που δρουν την τρέχουσα στιγμή είναι πέραν του ελέγχου οποιουδήποτε, του Ομπάμα συμπεριλαμβανομένου. Ωστόσο ο κίνδυνος που παρουσιάζει η κρίση είναι χειρότερος από αυτό, το οποίο άλλωστε είναι το επίμονο χαρακτηριστικό του κεφαλαίου. Ο κίνδυνος έγκειται μάλλον στην ψευδαίσθηση ότι εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης οι διεργασίες του κεφαλαίου, οι οποίες πρωτύτερα παρέμεναν κρυφές, έχουν τώρα κατά κάποιον τρόπο εκτεθεί σε κοινή θέα. Η σύλληψη τέτοιων διεργασιών απαιτεί κάτι παραπάνω από εμπειρία. Απαιτεί από μας να παρακολουθούμε στενά τις μεταστροφές στην ιστορία της θεωρίας, να διακρίνουμε τις καταφάσεις και τις απολογητικές από τις κριτικές διαπιστώσεις.

Η μοίρα της κριτικής της σύγχρονης κοινωνίας εκ μέρους του Μισέλ Φουκώ στα μέσα του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου αυτού και κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί να μας πει πολλά, τόσο για τις ιστορικές αλλαγές από την εποχή της «Νέας Αριστεράς» κατά τις δεκαετίες του 1960-1970, όσο και για τις κοινωνικο-πολιτικές μορφές στα μέσα του 20ου αιώνα, εναντίον των οποίων στρεφόταν η κριτική του Φουκώ.

Το έργο του Φουκώ στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλές στην εποχή μας επειδή εκφράζει δυσαρέσκεια σε μορφή η οποία μπορεί να συναντήσει καταφατική ανταπόκριση στη μετασχηματισμένη κοινωνία που ακολούθησε μετά την αρχική διατύπωση και δημοσίευσή του.[3] Το έργο του Φουκώ ήταν επιδεκτικό μετασχηματισμού από κριτική σε κατάφαση και ακόμη και σε κοινή λογική. Το γεγονός αυτό και μόνο μας λέει πολλά για τις ιστορικές αλλαγές με τις οποίες συνδέεται στενά το έργο του Φουκώ.

Αν το έργο του Φουκώ εξέφραζε μορφές δυσαρέσκειας που συνέδραμαν στην άνοδο του μεταφορντικού, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από τη δεκαετία του 1970, αν ο επανευρεθείς αναρχισμός, με τον οποίο το έργο του έχει τόσο μεγάλη συγγένεια, κατέστη η προεξάρχουσα μορφή της ριζοσπαστικής κοινωνικο-πολιτικής δυσαρέσκειας στην υποτιθέμενη «Αριστερά», αυτό συμβαίνει επειδή η κριτική του Φουκώ συνέλαβε ανεπαρκώς το αντικείμενό της, τον φορντικό καπιταλισμό των μέσων του 20ου αιώνα. Συνεπώς όταν διαβάζουμε Φουκώ σήμερα, το έργο του μας λέει –και μας διαβεβαιώνει– αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Μόνο σπανίως και, ούτως ειπείν, εις πείσμα του ίδιου (του έργου), μας αναθέτει καθήκοντα εντός του παρόντος. Μόνο σπανίως μας βοηθά να διαχωρίσουμε το κριτικό από το καταφατικό, ούτως ώστε να μην παρεισφρέει το ένα υπό τη μορφή του άλλου. Ως εκ τούτου, εγείρεται αναγκαία το ερώτημα: Θέτει το έργο του Φουκώ πραγματικές προκλήσεις ενώπιόν μας; Ή απλώς ψυχαγωγεί;

Η «Νέα Αριστερά» στις δεκαετίες 1960-1970 θεωρούσε ότι εξεγείρεται εναντίον του καπιταλισμού και θεωρούσε ότι το πράττει αυτό βαθύτερα απ’ όσο ήταν ικανή να το πράξει η προγενέστερη «Παλαιά» Αριστερά. Αλλά σήμερα είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι [τότε] ανταποκρινόταν σε μία συγκεκριμένη μορφή καπιταλισμού, που βρισκόταν ήδη στη διαδικασία διάλυσής της. Η Νέα Αριστερά δεν προχώρησε αρκετά βαθιά, ώστε να επηρεάσει τον επακόλουθο μετασχηματισμό του καπιταλισμού τις δεκαετίες 1980-1990, αλλά χρησίμευσε ώστε να νομιμοποιήσει την αντικατάσταση αυτού που είχε καταστεί απαρχαιωμένο. Παραδείγματος χάριν, διαβάζουμε και δεχόμαστε το έργο του Φουκώ, παρ’ όλο που δεν έχουμε πλέον έναν φορντικό καπιταλισμό στον οποίο να κατευθύνουμε την κριτική μας. Αντιθέτως, αυτό που έχουμε είναι μεταφορντισμός, ως προς τον οποίο το έργο του Φουκώ και λοιπές εκφάνσεις της σκέψης της Νέας Αριστεράς έχουν γίνει απολογητικές. Αν επιβεβαιωνόμαστε στον Φουκώ, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε από καιρό πετάξει μακριά από τη φωλιά του κούκου και δεν τελούμε πλέον υπό τη φροντίδα της νοσοκόμας Ratched**.

Film still, One Flew Over the Cuckoo's Nest (1975)

Film still, One Flew Over the Cuckoo's Nest (1975)

Σε αντίθεση προς θεωρίες όπως αυτή του Φουκώ, η κριτική θεωρία του κεφαλαίου του Μαρξ έχει υποβληθεί σε επανειλημμένη επανεξέταση, από τις καταβολές τις στα μέσα του 19ου αιώνα, και θα συνεχίσει να υποβάλλεται εφ’ όσον ο καπιταλισμός, όπως τον κατανόησε ο Μαρξ, συνεχίζει να υφίσταται. Οι λοιποί κοινωνικοί στοχαστές των οποίων το έργο εξακολουθεί να υπόκειται σε μία τέτοια επανεξέταση – των οποίων η σκέψη συνεχίζει να μας στοιχειώνει στο παρόν – είναι εκείνοι που συνδέονται με την ιστορική τροχιά από την οποία αναδύθηκε η σκέψη του Μαρξ, εκείνοι που προηγούνται χρονικώς, είναι περίπου σύγχρονοι, ή διαδέχονται άμεσα τον Μαρξ, όπως οι Ρουσσώ, Άνταμ Σμιθ, Καντ, Χέγκελ, Νίτσε και ο Φρόυντ. Πέρα από αυτούς, οι στοχαστές μετά τον Μαρξ που κατά βάση διεκδικούν το ενδιαφέρον μας είναι εκείνοι που ακολουθούν τη μαρξική προβληματική με τον πλέον συνεπή τρόπο όπως ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Λούκατς, ο Μπένγιαμιν, και ο Αντόρνο. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως ο Μαρξ, οι καλύτεροι μαρξιστές του 20ου αιώνα ήταν ικανοί να αντιληφθούν και να συλλάβουν τόσο τα θεμελιωδέστερα, διηνεκή ιστορικά προβλήματα της ζωής στο κεφάλαιο, όσο και τα προβλήματα του αγώνα υπέρβασής τους. Η αενάως επαναλαμβανόμενη «επιστροφή στον Μαρξ» είναι έτσι ένα χαρακτηριστικό της αντικειμενικής κοινωνικής ζωής μας και έτσι θα παραμείνει. Υπάρχει λόγος που ο Marx δεν ξεθωριάζει, όπως άλλοι στοχαστές.

Στο σημαντικό έργο του 1989 «Η συνθήκη της μετανεωτερικότητας» ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ [David Harvey]*** παρείχε έναν εξαιρετικό απολογισμό για το πώς οι μετασχηματισμοί του καπιταλισμού δεν αφήνουν εξ ολοκλήρου πίσω τους τις παλαιές μορφές, αλλά μάλλον τις επανασυστήνουν. Για παράδειγμα, ο Χάρβεϊ επιχειρηματολογεί πειστικά ότι η μορφή του καπιταλισμού, η οποία αναδύεται μετά το 1973 όφειλε να κατανοηθεί ως μετα-φορντική, ως ο μετασχηματισμός του φορντισμού, παρά ως η υπέρβασή του, ακριβώς όπως ο φορντισμός του 20ου αιώνα ήταν ένας μετασχηματισμός της προγενέστερης «φιλελεύθερης» μορφής του κεφαλαίου του 19ου αιώνα.[4]

Έτσι η παρούσα κρίση του μεταφορντικού/«νεοφιλελεύθερου» καπιταλισμού δεν παραπέμπει στο τέλος του νεοφιλελευθερισμού, αλλά μάλλον στη μετασχηματισμένη του συνέχεια. Πρόκειται να κινηθούμε προς μία περίοδο, στην οποία έχει συσσωρευθεί και ανασχηματιστεί εκ νέου η ιστορική κληρονομιά όλων των προηγούμενων περιόδων του καπιταλισμού: η φιλελεύθερη περίοδος από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον ύστερο 19ο αιώνα∙ η εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού από τον ύστερο 19ο αιώνα ως και τον πρώιμο 20ο αιώνα∙ η φορντική εποχή στα μέσα του 20ου αιώνα∙ και η νεοφιλελεύθερη εποχή του ύστερου 20ου αιώνα. Το ερώτημα είναι αν αυτή η επισώρευση των προβλημάτων του καπιταλισμού από την εποχή του Μαρξ τον καθιστά – πολιτικά και θεωρητικά– περισσότερο ανεξέλεγκτο.

Προγενέστερες μορφές δυσαρέσκειας προς τον καπιταλισμό βρήκαν ιστορικά την έκφρασή τους (ωστόσο με αμφίβολο τρόπο) στην Αριστερά και αυτές μετασχηματίστηκαν μαζί με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η ιστορία της Αριστεράς είναι έτσι στενά συνδεδεμένη με τις αλλαγές στο πρόβλημα που έχει αναζητήσει να υπερβεί από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η εξάντληση και η υποβόσκουσα απόγνωση που διατρέχει την Αριστερά σήμερα μπορούν να εντοπιστούν στο γεγονός ότι η Αριστερά χάθηκε σε ένα πλέγμα φαινομενικά άλυτων προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί από την εποχή του Μαρξ. Κανένα από τα προβλήματα που τέθηκαν στην ιστορία των προηγούμενων γενεών της Αριστεράς δεν έχει τύχει επιτυχούς επεξεργασίας. Όλα συνεχίζουν να μας στοιχειώνουν.

Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί κατά πολύ τον παρόντα μετασχηματισμό του καπιταλισμού από προγενέστερους είναι η απουσία μιας Αριστεράς, μία απουσία που παραπέμπει σε ένα πρόβλημα συνείδησης. Αν το παρελθόν μάς έχει στοιχειώσει, αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό έχει λάβει τη μορφή της απώθησης. Αντιμετωπίζοντας το παρελθόν ως «αρχαία ιστορία» διακηρύσσουμε ότι αυτό δεν είναι πλέον σχετικό [προς εμάς]. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι ασαφές αν και σε ποιο μέτρο τα προβλήματα του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν αρθεί στην συνειδητή αναγνώρισή τους.

Ενώ κάθε ιστορική κρίση στον καπιταλισμό έχει συνοδευθεί από (πρόωρες) εξαγγελίες του θανάτου του (είτε αυτές είναι ευπρόσδεκτες είτε προκαλούν θλίψη), μία ιστορία της σύλληψης του καπιταλισμού εκ μέρους της Αριστεράς μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις αλλαγές που ο καπιταλισμός έχει υποστεί. Ειδικότερα, μία τέτοια ιστορία θα μας έλεγε με πόση ακρίβεια (ή όχι) είχε συλληφθεί ιστορικά το πρόβλημα του καπιταλισμού και της δυνητικής του υπέρβασης στον χώρο της Αριστεράς, και αυτό με την σειρά του θα βοηθούσε να αποκαλυφθούν μακροχρόνια θεωρητικά προβλήματα. Βοηθώντας μας να συλλάβουμε το πρόβλημα του καπιταλισμού, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς έχει επιβιώσει έως τώρα.

Το μειονέκτημα με το οποίο προσεγγίζουμε την παρούσα κρίση προκύπτει από την απουσία μίας Αριστεράς που θα μπορούσε να υποβληθεί σε ουσιαστική κριτική και να τεθεί ενώπιον πρακτικών προκλήσεων, πράγμα που έκανε ο Μαρξ και οι καλύτεροι μαρξιστές σε προηγούμενες περιόδους. Δεν υπάρχει Αριστερά για να την ωθήσουμε περαιτέρω. Αυτό περιορίζει σοβαρά την ικανότητά μας να αδράξουμε πραγματικά το παρόν μας.

Ενώ οι προηγούμενες περίοδοι παρείχαν στην Αριστερά μία πλούσια συμπτωματολογία, που μπορούσε να εξεταστεί κριτικά και ως εκ τούτου να προαχθεί, οι παθολογίες που θα πρέπει να επεξεργασθούμε σήμερα απειλούν να είναι εξολοκλήρου πλασματικές. Είναι πιθανόν τα επόμενα χρόνια να απομείνουμε με την απορία γιατί έγινε τόση μεγάλη φασαρία με τα «ασφάλιστρα υψηλού κινδύνου» [credit default swaps] και άλλα παρόμοια. Οι οδύνες του παρόντος μπορεί να φανούν γραφικές σε μελλοντικές θεωρήσεις τους.

Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο χρειάζεται να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε. Αλλά η παραλυμένη συνείδηση στον χώρο της «Αριστεράς» αποτρέπει κάθε προσπάθεια, από την αποτυχία της οποίας θα μπορούσαμε να διδαχθούμε. Εντούτοις, μία κριτική αναμέτρηση με τα αινίγματα παρελθοντικών προσπαθειών αλλαγής του κόσμου μπορεί να βοηθήσει να κινητοποιήσουμε την σκέψη μας και τη δράση μας στο παρόν. Οι ανήσυχοι νεκροί θα συνεχίσουν να μας στοιχειώνουν, παρ’ όλο που μπορεί να χρειαστεί να τους κάνουμε να μιλήσουν.  Αυτοί οι νεκροί είναι τα μόνα ουσιαστικά οξεία συμπτώματα που διαθέτουμε στο παρόν. |P


[1]. Βλέπε, για παράδειγμα: John Meacham και Evan Thomas “We are all Socialists now”, στο Newsweek, 16 Φλεβάρη 2009∙ και το τρέχον φόρουμ με θεματική “Reimagining Socialism” στο The Nation με την συνεισφορά των Michael Albert, Tariq Ali, Barbara Ehrenreich και Bill Fletcher ,Jr., Doug Henwood, Christian Parenti, Robert Pollin, Rebecca Solnit, Immanuel Wallerstein και άλλους, με έναρξη την έκδοση της 23ης Μαρτίου 2009 με το άρθρο των Ehrenreich και Fletcher “Rising to the occasion”. Βλέπε επίσης την εις απάντηση επιστολή μου, που δημοσιεύτηκε στην έκδοση της 20ης Απριλίου 2009, πάνω στην σχέση του μαρξισμού προς την πραγματικότητα, την ουτοπία και την αναγκαιότητα για επανάσταση.

[2]. Βλέπε, για παράδειγμα, τη «νομιμόφρονη αντιπολίτευση», -υποτίθεται από την «Αριστερά»- του προσφάτως βραβευμένου με Νόμπελ οικονομικών Paul Krugman στην κυβερνητική πολιτική του Ομπάμα, που φιλοξενείται σε στήλη ελεύθερων απόψεων των New York Times για το πώς οι στρατηγικές γλιστρούσαν «Όπισθεν της καμπύλης» -behind the curve (8 Μαρτίου 2009), το οποίο ακολουθείται από μία άλλη στήλη «Η συνείδηση ενός φιλελεύθερου» [Conscience of a liberal] (21 Μαρτίου 2009) καθώς και το ρεπορτάζ του Newsweek για τον Krugman από τον Evan Thomas «Obama’s Nobel headache» (28 Μαρτίου 2009).

[3]. Βλέπε, για παράδειγμα, Η ιστορία της τρέλας την κλασική εποχή (1961), Η γέννηση της κλινικής: Μια αρχαιολογία τη ιατρικής αντίληψης (1963) [υπό έκδοση στις εκδόσεις Νήσος], Οι λέξεις και τα πράγματα: Μία αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (1966), Η αρχαιολογία της Γνώσης (1971) και το Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της φυλακής (1975).

[4]. Το πιο πρόσφατο έργο του ΧάρβεΪ, με αφετηρία το “The new Imperialism” [Ο νέος Ιμπεριαλισμός] (2003) μέχρι και το πρόσφατο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο Platypus Review, τεύχος 11ης Μαρτίου 2009, “Why the U.S. stimulus package is bound to fail” έχει γίνει πολιτικά αμφιλεγόμενο, αν όχι μη συνεκτικό. Έχει έτσι απομακρυνθεί από τη διορατικότητα του πρώιμου έργου του, το οποίο αναγνώριζε τις παγίδες της νοσταλγίας για τον φορντικό καπιταλισμό, που το νεώτερο έργο του φανερώνει. Αυτή η νοσταλγία είναι εμφανής στην επίκληση του Χάρβεϊ, όπως και άλλων στον χώρο της «Αριστεράς», καθώς προσκολλώνται στην ανάμνηση των δεκαετιών του 1930-1940, για ένα «νέο Νιου Ντιλ» [New Deal]. Από την άλλη πλευρά, ο Χάρβεϊ επαναλαμβάνει τις συνήθεις προειδοποιήσεις για την υποτιθέμενη ιμπεριαλιστική «παρακμή», οι οποίες έχουν αποδειχθεί αθεμελίωτες στις διάφορες κρίσεις που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς, από την πανωλεθρία του Πολέμου του Βιετνάμ και τη μεταπολεμική κατάρρευση του Συστήματος Σταθερών Ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς [Bretton Woods] υπό τη διακυβέρνηση του Νίξον.


* Το δοκίμιο του C.L.R. James «Διαλεκτικός Υλισμός και η μοίρα της ανθρωπότητας» δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά αλλά μπορεί να αναζητηθεί στο διαδίκτυο στην αγγλική γλώσσα: C.L.R. James Internet archive:www.marxists.org/archive/james-clr/works/diamat/diamat47.htm [ΣτΜ]

** H νοσοκόμα Mildred Ratched είναι η βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος One flew over the cuckoo’s nest (1962) του Ken Kesey, του οποίου η κινηματογραφική μεταφορά έγινε το 1975 («Η φωλιά του κούκου»). Περιγράφεται ως μία ψυχρή, δεσποτική φιγούρα, η οποία ασκεί τυραννικό σωματικό και ψυχικό έλεγχο επί των ασθενών της, τροφίμων ενός ψυχιατρείου. [ΣτΜ]

*** «The Condition of Postmodernity», Η συνθήκη της μετανεωτερικότητας έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από την Ελένη Αστερίου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009. [ΣτΜ]