Ομιλίες στο συνέδριο της Στουτγκάρδης (Οκτώβριος 1898)- Ρόζα Λούξεμπουργκ
Μετάφραση (από το γερμανικό πρωτότυπο): Γιώργος Στεφανίδης
Ι. Ομιλία στο πλαίσιο της συζήτησης για ζητήματα τακτικής
3 Οκτωβρίου 1898
Οι ομιλίες του Χάινε και των υπολοίπων απέδειξαν ότι στο κόμμα μας έχει συσκοτισθεί ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο, δηλαδή η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στον τελικό μας στόχο και τον καθημερινό μας αγώνα. Εδώ αντιτάσσεται ότι στο πρόγραμμά μας υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι για τον τελικό στόχο, το οποίο βέβαια δεν θα έπρεπε να λησμονηθεί, αλλά δεν έχει καμία άμεση σχέση με την πραγματική μας πάλη. Ίσως υπάρχουν κάποιοι σύντροφοι που πιστεύουν ότι οι εικασίες γύρω από τον τελικό στόχο αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ακαδημαϊκό ερώτημα. Απέναντι σε αυτούς υποστηρίζω ότι για εμάς, ως ένα επαναστατικό προλεταριακό κόμμα, δεν υπάρχει κανένα πρακτικότερο ερώτημα από αυτό για τον τελικό στόχο.
Για σκεφτείτε: τι συνιστά πραγματικά τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα ολόκληρου του κινήματός μας; Η πραγματικά πρακτική πάλη χωρίζεται σε τρία σημεία: τη συνδικαλιστική πάλη, την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και την πάλη για εκδημοκρατισμό του καπιταλιστικού κράτους. Αποτελούν άραγε οι τρεις αυτές μορφές της πάλης μας πραγματικά σοσιαλισμό; Ούτε κατά διάνοια. Καταρχάς το συνδικαλιστικό κίνημα! Κοιτάξτε την Αγγλία: εκεί το κίνημα όχι μόνο δεν είναι σοσιαλιστικό, αλλά εν μέρει είναι ένα εμπόδιο για τον σοσιαλισμό. Η κοινωνική μεταρρύθμιση τονίζεται επίσης από τους καθέδρας σοσιαλιστές, τους εθνικοσοσιαλιστές και παρόμοιους ανθρώπους. Κι ο εκδημοκρατισμός όμως είναι μια ιδιαίτερα αστική διεκδίκηση. Η αστική τάξη είχε πριν από εμάς αναγράψει τη δημοκρατία στο λάβαρό της.
Τι μας καθιστά τότε σοσιαλιστικό κόμμα στην καθημερινή πάλη μας; Μονάχα η σχέση αυτών των τριών μορφών του πρακτικού αγώνα με τον τελικό στόχο. Μονάχα ο τελικός στόχος αποτελεί το πνεύμα και το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής πάλης μας, μετατρέποντάς την σε ταξική πάλη. Μάλιστα, ως τελικό στόχο δεν πρέπει να εννοούμε, όπως είπε ο Χάινε, αυτή ή εκείνη την ιδέα για το μελλοντικό κράτος, αλλά αυτό που πρέπει να προηγηθεί μιας μελλοντικής κοινωνίας, δηλαδή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. (Φωνές: “Τότε είμαστε σύμφωνοι!”) Αυτή η αντίληψη των καθηκόντων μας βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με την αντίληψή μας για την καπιταλιστική κοινωνία: αυτή αποτελεί το στέρεο έδαφος της αντίληψής μας ότι η καπιταλιστική κοινωνία βρίσκεται μπλεγμένη σε άλυτες αντιφάσεις, οι οποίες τελικά καθιστούν αναγκαία μια έκρηξη, μια κατάρρευση, στην οποία εμείς πρέπει να παίξουμε τον ρόλο του συνδίκου που θα εκκαθαρίσει τη χρεοκοπημένη εταιρία.
Όμως, αν υιοθετούμε τη σκοπιά ότι μπορούμε να ικανοποιήσουμε πλήρως τα συμφέροντα του προλεταριάτου, τότε θα ήταν απαράδεκτες τέτοιες δηλώσεις, όπως αυτές στις οποίες αρέσκεται τελευταία ο Χάινε, ότι μπορούμε και εμείς να κάνουμε παραχωρήσεις στο ζήτημα του μιλιταρισμού· όπως και η δήλωση του Κόνραντ Σμιτ στο κεντρικό όργανο της σοσιαλιστικής πλειοψηφίας στο αστικό κοινοβούλιο και προπαντός δηλώσεις όπως αυτές του Μπέρνσταϊν ότι αν κάποτε πάρουμε την εξουσία, τότε και εμείς ακόμα δεν θα είμαστε σε θέση να απαλλαχθούμε από τον καπιταλισμό. Μόλις διάβασα αυτή τη δήλωση, μονολόγησα: πρόκειται για πραγματική τύχη που το 1871 οι Γάλλοι σοσιαλιστές εργάτες δεν ήταν τόσο έξυπνοι, διότι τότε θα είχαν πει: “Παιδιά, ας μείνουμε στα κρεβάτια μας, δεν έχει φθάσει ακόμα η ώρα μας, η παραγωγή δεν έχει συγκεντροποιηθεί αρκετά για να μπορέσουμε να πάρουμε το πηδάλιο.” Όμως τότε, αντί για το μεγαλειώδες δράμα, τον ηρωικό αγώνα, θα είχαμε παρακολουθήσει μια διαφορετική παράσταση, τότε οι εργάτες δεν θα ήταν ήρωες, αλλά απλώς γριούλες. Πιστεύω ότι έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα η συζήτηση γύρω από τα παρακάτω ερωτήματα: [1.] αν θα είμαστε σε θέση, όταν πάρουμε την εξουσία, να κοινωνικοποιήσουμε την παραγωγή, και [2.] αν αυτή θα είναι ώριμη για κάτι τέτοιο. Εμείς δεν επιτρέπεται να αμφιβάλουμε ποτέ ότι πρέπει να επιδιώξουμε την κατάκτηση της
πολιτικής εξουσίας. Ένα σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει πάντα να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, δεν επιτρέπεται να διστάζει ποτέ μπροστά στα πραγματικά του καθήκοντα. Συνεπώς, οι απόψεις μας για τον τελικό μας στόχο πρέπει να είναι απολύτως σαφείς. Παρά τις θύελλες και τους ανέμους, θα τον πραγματώσουμε. (Χειροκρότημα.)
ΙΙ. Ομιλία για τη σχέση της συνδικαλιστικής με την πολιτική πάλη
4 Οκτωβρίου 1898
Αποδοκιμάστηκα με δριμύτητα από τον Βόλμαρ, διότι θέλω ως νεοσύλλεκτη στο κίνημα να νουθετήσω τους παλιούς βετεράνους. Δεν πρόκειται περί αυτού. Θα ήταν περιττό, διότι έχω την πεποίθηση ότι οι βετεράνοι μοιράζονται με σταθερότητα τις ίδιες απόψεις με μένα. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται καθόλου περί νουθεσίας αλλά περί της σαφούς και αδιαμφισβήτητης διατύπωσης μιας ορισμένης τακτικής. Γνωρίζω ότι πρέπει πρώτα να κερδίσω τις επωμίδες μου στο γερμανικό κίνημα· όμως θέλω να τις πάρω στο αριστερό μέτωπο, όπου κανείς πολεμά με τον εχθρό, και όχι στο δεξιό μέτωπο, όπου κανείς θέλει να συμβιβασθεί μαζί του. (Αντιδράσεις.)
Όταν όμως ο Βόλμαρ ενάντια στις πραγματολογικές παρατηρήσεις μου επικαλείται το επιχείρημα: “Νιάνιαρο, θα μπορούσα να είμαι ο παππούς σου”, αυτό για μένα αποδεικνύει ότι τα λογικά του επιχειρήματα είναι φτερό στον άνεμο. (Γέλια.) Στην πραγματικότητα, στην πορεία των παρατηρήσεών του έκανε μια σειρά από δηλώσεις που αν μη τι άλλο είναι παράξενο να βγαίνουν από το στόμα ενός βετεράνου.
Απέναντι στην αποστομωτική ρήση Μαρξ για την εργατική νομοθεσία που παρέθεσε ο Βόλμαρ αντιπαραθέτω μια άλλη μαρξική ρήση σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή της εργατικής νομοθεσίας στην Αγγλία σήμανε πολύ περισσότερο τη σωτηρία της ίδιας της αστικής κοινωνίας. Ο Βόλμαρ ισχυρίσθηκε επίσης ότι είναι λάθος να μην εξετάζουμε το συνδικαλιστικό κίνημα ως σοσιαλιστικό και παρέπεμψε στα [αγγλικά] συνδικάτα. Μα δεν άκουσε ο Βόλμαρ τίποτα για τη διαφορά μεταξύ του παλιού και του νέου συνδικαλισμού; Δεν γνωρίζει ότι οι παλιοί συνδικαλιστές υιοθετούν πλήρως τη σκληροπυρηνική αστική σκοπιά; Δεν γνωρίζει άραγε ότι ο ίδιος ο Ένγκελς εξέφρασε την ελπίδα ότι το σοσιαλιστικό κίνημα στην Αγγλία θα πάει τώρα μπροστά επειδή η Αγγλία έχασε την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια αγορά και κατά συνέπεια το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ακολουθήσει καινούργιους δρόμους; Ο Βόλμαρ επικαλέσθηκε τον μπλανκισμό ως μπαμπούλα. Δεν ξέρει άραγε τη διαφορά μεταξύ μπλανκισμού και σοσιαλδημοκρατίας; Δεν γνωρίζει άραγε ότι στους μπλανκιστές μια χούφτα απεσταλμένων κατακτά την πολιτική εξουσία στο όνομα της εργατικής τάξης; Ότι στη σοσιαλδημοκρατία η ίδια η εργατική τάξη [κατακτά την εξουσία]; Πρόκειται για μια διαφορά που δεν επιτρέπεται κανείς να ξεχνά, αν είναι βετεράνος του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.
Τρίτον, μου καταλόγισε ψευδώς ότι ονειρεύομαι βίαια μέσα. Ούτε στις αναλύσεις μου ούτε στα άρθρα μου ενάντια στον Μπέρνσταϊν στη Λαϊπτσίγκερ Φολκστσάιτουνγκ έχω δώσει την παραμικρή αφορμή για κάτι τέτοιο. Υιοθετώ την ακριβώς αντίθετη σκοπιά και ισχυρίζομαι ότι το μοναδικό βίαιο μέσο που θα μας οδηγήσει στη νίκη είναι ο σοσιαλιστικός διαφωτισμός της εργατικής τάξης στην καθημερινή πάλη.
Δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση στις αναλύσεις μου παρά να ισχυρισθεί ότι είναι αυτονόητες. Δίχως άλλο πρέπει να είναι αυτονόητες για έναν σοσιαλδημοκράτη, αλλά δεν είναι αυτονόητες για όλους εδώ στην κομματική συνδιάσκεψη (“Ω!”), π.χ. για τον σύντροφο Χάινε με τη συμψηφιστική πολιτική του. Πώς συμβιβάζεται αυτή η πολιτική με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας; Εμείς ζητάμε ενίσχυση των λαϊκών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών· το καπιταλιστικό κράτος ζητά ενίσχυση των εξουσιαστικών του μέσων και των κανονιών του. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι, στην ευνοϊκότερη περίπτωση, η συμφωνία των δύο πλευρών ολοκληρώνεται με δίκαιο τρόπο και διατηρείται, αυτό που αποκτούμε βρίσκεται μόνο στα χαρτιά. Ο Μπέρνε έχει ήδη πει: “Δεν συμβουλεύω κανέναν να βάλει υποθήκη ένα γερμανικό σύνταγμα, διότι όλες οι γερμανικές συνταγματικές συνθήκες ανήκουν στην κατηγορία της κινητής περιουσίας”. Οι συνταγματικές ελευθερίες, αν πρόκειται να έχουν κάποια σταθερή αξία, πρέπει να κερδηθούν με αγώνα, όχι με συμβόλαιο. Αυτό όμως που το καπιταλιστικό κράτος θα ζητούσε από
εμάς ως αντάλλαγμα είναι στέρεα και ωμά πραγματικό. Τα κανόνια και οι στρατιώτες που εγκρίνουμε μετατοπίζουν τις αντικειμενικές υλικές σχέσεις εξουσίας εις βάρος μας. Δεν ήταν όμως άλλος παρά ο Λασάλ που είπε: “Το αληθινό σύνταγμα μιας χώρας δεν συνίσταται στη γραμμένη συνταγματική συνθήκη αλλά στις πραγματικές σχέσεις εξουσίας”. Συνεπώς, το αποτέλεσμα της συμψηφιστικής πολιτικής είναι πάντα ότι οι σχέσεις ρυθμίζονται προς όφελός μας μονάχα στο χαρτί, προς όφελος του αντιπάλου όμως στην αντικειμενική πραγματικότητα· ότι κατά βάθος αποδυναμώνουμε τη θέση μας και ενισχύουμε τη θέση του αντιπάλου. Αναρωτιέμαι αν κανείς μπορεί να ισχυρισθεί για έναν άνθρωπο που προτείνει κάτι τέτοιο ότι ειλικρινά επιδιώκει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Πιστεύω ότι η αγανάκτηση, με την οποία ο σύντροφος Φέντριχ υπογράμμισε τον αυτονόητο χαρακτήρα αυτής της επιδίωξης, λανθασμένα απευθύνθηκε σε μένα· βασικά, κατευθύνεται ενάντια στον Χάινε. Ήταν απλώς η έκφραση της ριζικής αντίθεσης στην οποία ενεπλάκη ο Χάινε προς το προλεταριακό φρόνημα του κόμματός μας, όταν τόλμησε να μιλήσει για μια συμψηφιστική πολιτική απέναντι στο καπιταλιστικό κράτος.
Ας πάρουμε στη συνέχεια τη δήλωση του Κόνραντ Σμιτ ότι η αναρχία της καπιταλιστικής κυριαρχίας μπορεί να εξαλειφθεί διαμέσου των συνδικαλιστικών και των συναφών αγώνων. Αν κάτι παρακίνησε την προγραμματική μας θέση για την αναγκαιότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, αυτό ήταν η πεποίθηση ότι στο έδαφος της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν ευδοκιμεί κανένα φαρμακευτικό βότανο για την καταπολέμηση της καπιταλιστικής αναρχίας. Κάθε μέρα μεγαλώνουν η αναρχία, οι φοβερές συμφορές της εργατικής τάξης, το άγχος της επιβίωσης, η εκμετάλλευση, η απόσταση μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Μπορούμε άραγε να δεχθούμε ότι κάποιος που θέλει να εισαγάγει τη λύση διαμέσου καπιταλιστικών μέσων θεωρεί αναγκαία την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας διαμέσου της εργατικής τάξης; Συνεπώς, κι εδώ ακόμα, η αγανάκτηση του Φέντριχ και του Βόλμαρ δεν κατευθύνεται προς εμένα αλλά προς τον Κόνραντ Σμιτ. Και στη συνέχεια ας πάρουμε τη γνωστή δήλωση [του Μπέρνσταϊν] στη Νόιε Τσάιτ: “Ο τελικός στόχος, όποιος και αν είναι αυτός, δεν είναι για μένα τίποτα, το κίνημα είναι για μένα τα πάντα!”. Όποιος λέει κάτι τέτοιο δεν υπερασπίζεται την αναγκαιότητα κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Διαπιστώνετε ότι αρκετοί κομματικοί σύντροφοι δεν υπερασπίζονται τον τελικό στόχο του κινήματός μας· γι' αυτό, είναι αναγκαίο να τον διατυπώσουμε με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Τα χτυπήματα της αντίδρασης πέφτουν πάνω μας σαν χαλάζι. Η συζήτησή [που κάνουμε] πρέπει να δώσει απάντηση στην τελευταία ομιλία του Κάιζερ. Ορθά κοφτά πρέπει να πούμε, όπως ο αρχαίος Κάτων: “Κατά τα άλλα, είμαι της άποψης ότι αυτό το κράτος πρέπει να καταστραφεί”. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας παραμένει ο τελικός στόχος και ο τελικός στόχος παραμένει η ψυχή του αγώνα. Η εργατική τάξη δεν επιτρέπεται να υιοθετήσει την παρακμιακή σκοπιά του φιλοσόφου: “Ο τελικός στόχος δεν είναι για μένα τίποτα, το κίνημα είναι για μένα τα πάντα”· όχι, αντίστροφα: το κίνημα ως τέτοιο, χωρίς σχέση με τον τελικό στόχο, το κίνημα ως αυτοσκοπός δεν είναι για μένα τίποτα, ο τελικός στόχος είναι για μας τα πάντα. (Χειροκρότημα.)