RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for tag New Left
Seit einem halben Jahrhundert kennzeichnet 1968 einen Meilenstein sozialer und politischer Umbrüche, die die ganze Welt umspannten. Eingeleitet von einer Neuen Linken, welche sich von der Alten Linken (1920er/-30er) abzugrenzen suchte, legten die Ereignisse von 1968 den Grundstein für alles Folgende: von Protestpolitik bis hin zur akademischen Linken. Heute, da die USA in einen scheinbar endlosen Krieg in Asien verwickelt sind, der Aufruf zur Amtsenthebung eines unbeliebten Präsidenten laut wird, und sich auf den Straßen Aktivisten um Forderungen nach Befreiung hinsichtlich Herkunft, Gender und Sexualität zum Kampf erheben, treten die Ansprüche des politischen Horizonts von 1968 in Erinnerung. Welche Lehren sind aus der Neuen Linken zu ziehen, wenn eine andere Generation an den Aufbau einer Linken des 21. Jahrhunderts herantreten soll?

μετάφραση: ομάδα Πλατύπους

Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από το αρχικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στο διεθνές περιοδικό Platypus Review το Σεπτέμβριο του 2017- https://platypus1917.org/2017/08/29/slavoj-zizek-donald-trump-left

Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου 2016, μόλις λίγες ημέρες πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μια συνέντευξη του Σλοβένου φιλοσόφου Σλάβοϊ Ζίζεκ στο Channel 4. Στο επίμαχο βίντεο, ο αριστεριστής φιλόσοφος εμφανίζεται κατά τον συνήθη τρόπο του –νευρικός, να τρίβει επανειλημμένα την μύτη του– καθώς απαντά στο ακόλουθο ερώτημα: ποιος θα κέρδιζε την ψήφο του αν ήταν Αμερικανός. Ο Ζίζεκ αναφωνεί χωρίς δισταγμό: «ο Τραμπ!». Στη συνέχεια εξηγεί την απάντησή του: ο Τραμπ δεν είναι ο καλύτερος υποψήφιος, δεν είναι καν συμπαθής, ωστόσο η Κλίντον εκφράζει την απειλή της απόλυτης αδράνειας. Αντιθέτως, η παρέμβαση του Τραμπ θα μπορούσε να αποδιοργανώσει με παραγωγικό τρόπο το αμερικανικό δικομματικό σύστημα: «Αν ο Τραμπ κερδίσει, αμφότερα τα μεγάλα κόμματα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί, θα όφειλαν να επιστρέψουν στα βασικά, να ξανασκεφτούν τους εαυτούς τους και ίσως έτσι να προέκυπταν ορισμένα πράγματα». Και συνεχίζει: «Αυτή είναι η απέλπιδα, πολύ απέλπιδα ελπίδα μου – ότι αν κερδίσει ο Τραμπ, αυτό θα αποτελέσει ένα είδος μεγάλης αφύπνισης, ότι νέες πολιτικές διαδικασίες θα τεθούν σε κίνηση». Έχοντας επίγνωση ότι μια πιθανή προεδρία του Τραμπ φοβίζει του φιλελεύθερους, αναγνωρίζει τους κινδύνους από τους διορισμούς στο υπουργικό του συμβούλιο και προσπαθεί να δώσει στους ακροατές του κάποια προοπτική: «Η Αμερική δεν είναι ακόμη ένα δικτατορικό κράτος, ο Τραμπ δεν θα εισαγάγει τον φασισμό».[1] Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, ο Τραμπ δεν είναι απλώς το μικρότερο κακό. Μάλλον, εν αγνοία του υποψηφίου προέδρου, η αταξία που θα προξενούσε στο κομματικό σύστημα θα μπορούσε να παρακινήσει την Αριστερά να αναστοχαστεί και να οργανωθεί γύρω από μια πολιτική που δείχνει πέρα από την αποτυχία της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το βίντεο προκάλεσε αναταραχή μεταξύ των, κατά μείζονα λόγο, αριστεριστών ακόλουθων του Ζίζεκ. Πώς είναι δυνατόν ένας αυτοαποκαλούμενος μαρξιστής να επιδοκιμάζει δημοσίως έναν Ρεπουμπλικάνο, ο οποίος μάλιστα είχε ευρέως περιγραφεί ως φασίστας,[2] φανατικός,[3] μισογύνης,[4] ως κάποιος που μισεί τους μετανάστες;[5] Ο Νόαμ Τσόμσκι συνέκρινε τον Ζίζεκ με εκείνους τους διανοούμενους που κατά τραγικό τρόπο καλωσόρισαν την άνοδο του Χίτλερ ως δυνητικό όχημα κοινωνικής αλλαγής, με μοναδικό αποτέλεσμα να διωχθούν αμέσως μετά για τη θρησκεία τους, την κουλτούρα τους ή την πολιτική τους θέση.[6] Αλλού, ο Ζίζεκ αποκλήθηκε ανεύθυνος,[7] ένας «διανοούμενος τσαρλατάνος»,[8] ενώ συγχρόνως κατηγορήθηκε ότι απλώς συμπαθεί τη Σλοβένα σύζυγο του Τραμπ, Μελάνια.[9] Γρήγορα συγκεντρώθηκαν πύρινες καταγγελίες και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος: η Left Voice απαίτησε από την Αριστερά να αποκηρύξει τον Ζίζεκ,[10] ενώ το Breitbart, ένα δεξιό διαδικτυακό πρακτορείο ειδήσεων, πανηγύρισε τη στήριξη προς τον Τραμπ.[11]

Μεταφερόμαστε μια εβδομάδα αργότερα. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ και είναι καθ’ οδόν προς τη συγκρότηση του δεξιού υπουργικού συμβουλίου που είχε υποσχεθεί. Με την ιδιότητα του επισκέπτη ακαδημαϊκού, ο Ζίζεκ έχει προσκληθεί να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης μία μέρα μετά την εκλογή. Μια μακριά ουρά εκτείνεται έξω από το Cantor Center, όπου ο Ζίζεκ θα δώσει τη διάλεξή του: «Φυλετικές απολαύσεις: Ό,τι η φιλελεύθερη Αριστερά δεν θέλει να ακούσει».[12] Φοιτητές, νέοι που ψηφίζουν για πρώτη φορά, και διαφόρων ειδών αριστεριστές –μπερδεμένοι, σοκαρισμένοι, άφωνοι– περιμένουν απαντήσεις από τον καθηγητή Ζίζεκ. Και τώρα τι; Όταν ο Ζίζεκ ανεβαίνει στο βήμα μοιάζει ήρεμος και περισσότερο συγκρατημένος από το συνηθισμένο. Ενώ είναι γνωστός για τις προκλητικές παρουσιάσεις του, η οργισμένη αντίδραση της Αριστεράς στο «χρίσμα» του φαίνεται να τον περιορίζει. Ή, ενδεχομένως, είχε ήδη λάβει αρκετή αρνητική δημοσιότητα για μία εβδομάδα. Παρόλα αυτά εμμένει στο κεντρικό του επιχείρημα. Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπέρνι Σάντερς ήταν πολιτικά αουτσάιντερ που συνέλαβαν τη διάθεση εναντίωσης στο κατεστημένο, γεγονός που ο κεντρισμός της Χίλαρι Κλίντον απέτυχε να αναγνωρίσει. Η νίκη της θα αντιπροσώπευε την απόπειρα διαιώνισης του κατεστημένου, υπό τον μανδύα μιας δικαιολογημένης λιτότητας σερβιρισμένης με μια δόση πολιτικής ορθότητας. Αντίστροφα, ο Τραμπ, με τον πολιτικά μη ορθό τρόπο του, απευθύνθηκε στην υποαντιπροσωπευόμενη «λευκή εργατική τάξη» και υπενθύμισε στους ψηφοφόρους του τη μισοξεχασμένη έννοια της ταξικής πάλης –μολονότι υπό μια λαϊκίστικη και στρεβλή εκδοχή– που είχε αδρανοποιηθεί στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Η αισιόδοξη πρόταση του Ζίζεκ είναι αινιγματική, λακωνική και ενάντια στο κοινό αίσθημα. Προκειμένου να την κατανοήσουμε καλύτερα, είναι απαραίτητο να τη συγκρίνουμε με άλλες αναλύσεις της αμερικανικής πολιτικής σήμερα. Με ενδιαφέρουν κυρίως τρία ερωτήματα: Ποια είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία της αμφιλεγόμενης θέσης του Ζίζεκ ότι μια φαινομενικά αντιδραστική φιγούρα μπορεί εν τέλει, ασχέτως των ενδιάμεσων σταθμών, να προκαλέσει πολιτικές εξελίξεις; Πώς και γιατί είναι ελκυστικός ο Τραμπ στους υποστηρικτές του; Ποιες είναι εκείνες οι προϋποθέσεις που οδηγούν πολλούς ανθρώπους στην απόρριψη του επιχειρήματος του Ζίζεκ;

Το επιχείρημα του Ζίζεκ αποτελείται από δύο σημεία που συνδέονται διαλεκτικά: Πρώτον, ο αριστερίστικος και φιλελεύθερος πανικός σε σχέση με τις υποτιθέμενες φασιστικές τάσεις του Τραμπ στηρίζεται σε μια εξόχως ανιστορική ανάγνωση του φασισμού. Δεύτερον, η εκλογή του Τραμπ και η ήττα των νεοφιλελεύθερων Ρεπουμπλικάνων αποτελούν μια ευθεία απάντηση στην αποτυχία των Δημοκρατικών να προσαρμοστούν στην κρίση που σηματοδοτήθηκε από τον Σάντερς. Η ρητορική του εν ενεργεία προέδρου κινητοποίησε τα αισθήματα ενάντια στο κατεστημένο, δημιουργώντας ένα προηγούμενο για την επανενεργοποίηση της αδρανούς Αριστεράς.

Η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων είναι εύκολο να υποστηριχθεί. Ενώ στην κοινή χρήση του ο όρος «φασισμός» έχει καταστεί συνώνυμος του ρατσιστικού, εθνικιστικού, αυταρχικού ή απλά αυτού που απειλεί την παρούσα τάξη, η κατηγορία του Τραμπ ως φασίστα, όπως εμφανίζεται σε μια πλειάδα από αφίσες διαμαρτυρίας και άρθρα εφημερίδων, είναι ιστορικά ανακριβής. Σε ένα άρθρο του Jacobin από τον Δεκέμβριο του 2015, ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Λαζάρ σημείωνε ότι ο Τραμπ δεν είναι φασίστας με την κλασική έννοια. «Παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα άτομο –Τραμπ Α.Ε.– που χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια θα πάρει κεφάλια και θα κάνει το σύστημα να λειτουργήσει. Κατά συνέπεια, ο καταλληλότερος όρος είναι Βοναπαρτιστής – ένας σκληρός ηγέτης που τοποθετεί τον εαυτό του υπεράνω του ανταγωνισμού και ταυτοχρόνως επιτίθεται στους εχθρούς του από την Αριστερά και από τη Δεξιά».[13]

Ενώ αποδοκιμάζει τη φιλελεύθερη πολιτική των Δημοκρατικών, συγχρόνως ο Τραμπ συνταράσσει τους μηχανισμούς του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, φθάνοντας σε ρήξη με τον παραδοσιακό συντηρητισμό του. Ιδεολογικά αδέσμευτος από αμφότερα κόμματα, μπορεί να παρουσιαστεί ως ένα λαϊκιστής σωτήρας, φερόμενος ως εκπρόσωπος των ιδεών του νόμου, της τάξης και του κοινού καλού. Την ίδια στιγμή, επιδεικνύει το χάρισμα ενός αυταρχικού ηγέτη, απευθύνεται στους οικονομικά μη προνομιούχους και στηρίζεται στον νεποτισμό εξαιτίας της πολιτικής του απειρίας – ένας τρόπος που μοιάζει με την ηγεσία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη τον δέκατο ένατο αιώνα.[14]

Σε ένα άρθρο του στο Brooklyn Rail από τον Μάιο του 2017, ο κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ και των πραγματικών φασιστικών κινημάτων του εικοστού αιώνα στη Γερμανία και την Ιταλία. Οι παραλληλισμοί, όπως ο μιλιταρισμός του Τραμπ, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές, η δημαγωγική ρητορική, ξεθωριάζουν υπό το φως της ιστορικής σύγκρισης. Ακόμη και αν υπάρχει μεγάλης κλίμακας δυσφορία μεταξύ του αμερικανικού λαού σήμερα, ένας ευθύς παραλληλισμός με τη Γερμανία της Βαϊμάρης ή με την Ιταλία της δεκαετίας του 1920 δεν μπορεί να σταθεί. Δεν ζούμε εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, η Αμερική δεν έχει υποστεί μαζικές απώλειες από έναν παγκόσμιο πόλεμο στο έδαφός της· συγχρόνως, η χώρα, η οποία λειτουργεί ως φιλελεύθερη δημοκρατία, διαθέτει ένα νομικό σύστημα και μια υποδομή που δεν μπορούν εύκολα να διαρρηχθούν από έναν μεγαλομανή πολιτικό, ούτε και από την κλίκα που τον ακολουθεί.[15] Αντίθετα προς τη φιλελεύθερη αντίληψη που παρουσιάζει τον Τραμπ ως αυτοκράτορα, κατά τον Ζίζεκ, η περιγραφή που του ταιριάζει καλύτερα είναι αυτή του μετριοπαθούς: « Ο Τραμπ είναι ένα παράδοξο: στην πραγματικότητα είναι ένα κεντρώος φιλελεύθερος, και ίσως σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική του να πλησιάζει περισσότερο τους Δημοκρατικούς, πράγμα που επιχειρεί απεγνωσμένα να συγκαλύψει. Έτσι, η λειτουργία όλων αυτών των βρώμικων αστείων και των ανοησιών δεν είναι παρά η συγκάλυψη του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα είναι ένας μάλλον συνηθισμένος κεντρώος πολιτικός».[16] Ενώ για την Κλίντον η μετριοπάθεια μετατράπηκε σε εμπόδιο, με αποτέλεσμα να μην καταλάβει τη δυσαρέσκεια του κόσμου, για τον Τραμπ, ο οποίος, ως Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, ήταν αναμενόμενο να κινηθεί πάνω σε μια περισσότερο συντηρητική πλατφόρμα, μετατράπηκε σε προσόν. Χάρη στο γεγονός ότι αναφέρθηκε στις ανάγκες των απλών ανθρώπων, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αύξηση του βασικού μισθού και η μείωση του κόστους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σε συνδυασμό με μια συμπεριφορά εξόχως μη τυπική για έναν συντηρητικό πολιτικό, ο Τραμπ εμφανίστηκε ως μια περισσότερο μοναδική επιλογή για τους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης εν συγκρίσει με τους καταφανώς αντεργατικούς Ρεπουμπλικάνους συνυποψηφίους του.[17] Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο κέρδισε τους εκλέκτορες στην επονομαζόμενη περιοχή Rustbelt [σ.τ.μ. πρόκειται για αστικά συγκροτήματα στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Νέας Αγγλίας και των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ], η οποία είναι παραδοσιακά δημοκρατική και είχε υπερψηφίσει τον Μπαράκ Ομπάμα στις τελευταίες δύο εκλογές. Η Κλίντον ήταν τόσο σίγουρη ότι θα κέρδιζε σε αυτήν την περιοχή της χώρας ώστε μετά βίας πραγματοποίησε προεκλογική εκστρατεία εκεί.[18]

Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων του Ζίζεκ απαιτεί μια περισσότερο ενδελεχή ανάλυση της βάσης που υποστήριξε τον Τραμπ. Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, το μεγαλύτερο προσόν του Τραμπ είναι ακριβώς ο κακόγουστος λαϊκισμός του: Όχι μόνο θύμωσε πολλούς, αλλά επίσης απηύθυνε μια ριζική πρόκληση σε αποφασιστικά εκλεκτορικά σώματα εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η Κλίντον, από την άλλη πλευρά, κινήθηκε πάνω στο έδαφος μιας ευρείας συναίνεσης, η οποία περιλάμβανε ένα απίθανο κουβάρι διάφορων πολιτικών νημάτων, καθώς προσπάθησε να καταπνίξει τις διαφωνίες που εκφράστηκαν και οξύνθηκαν από τον Σάντερς:

Όλοι είναι εκεί, από τους τραπεζίτες της Wall Street μέχρι τους υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς και τους βετεράνους του κινήματος Occupy, από τις μεγάλες εταιρείες μέχρι τα εργατικά συνδικάτα, από τους βετεράνους του στρατού ως τους ακτιβιστές του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, από τους οικολόγους που τρομοκρατήθηκαν από την άρνηση του Τραμπ να αναγνωρίσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις φεμινίστριες που είναι ενθουσιασμένες με την προοπτική της πρώτης γυναίκας προέδρου, μέχρι τις «αξιοπρεπείς» φιγούρες του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, έντρομες από τις ασυνέπειες και τις ανεύθυνες δημαγωγικές προτάσεις του Τραμπ.[19]

Οι Τραμπ και Σάντερς προέκυψαν από την ίδια διάχυτη δυσφορία απέναντι στην κατεστημένη πολιτική, η οποία είχε καταφέρει να συγκρατήσει αυτό το ετερόκλητο σύνολο ψηφοφόρων κάτω από τη φτερούγα του κόμματος των Δημοκρατικών. Ενώ o Τραμπ χειρίστηκε αυτή τη δυσφορία μέσω ενός «δεξιού λαϊκισμού», ο Σάντερς χρησιμοποίησε ένα «αριστερό κάλεσμα για δικαιοσύνη», και θα αποτελούσε έτσι τη μοναδική διαθέσιμη επιλογή για να αποδυναμωθεί ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι συνιστά ένα αουτσάιντερ. Το αποτέλεσμα ήταν μια κρίση στην καρδιά του πολιτικού κέντρου, το οποίο φάνηκε να περιλαμβάνει τόσο το κατεστημένο όσο και την αντιπολίτευσή του. Ο Τραμπ πόζαρε σαν δεξιός για να καταπραΰνει τη βάση του, αλλά ήταν εμφανές ότι θα κυβερνούσε σαν μετριοπαθής οπορτουνιστής. Ο Σάντερς προωθούσε μεν τον «σοσιαλισμό», αλλά οι μεταρρυθμίσεις του σχετικά με το κράτος-πρόνοιας έμοιαζαν, στην καλύτερη περίπτωση, σοσιαλδημοκρατικές. Και η Κλίντον, προσπαθώντας να είναι αρεστή σε όλους, υποσχέθηκε μια αδύναμη συνέχιση της δέσμευσης του Ομπάμα απέναντι στο στάτους κβο, παρά τις μετατοπίσεις των τεκτονικών πλακών κάτω από τα πόδια των ψηφοφόρων. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες ενός θεάτρου πολιτικών οπτικών που μεταμφιέζει τον τρόπο που όλοι περιστρέφονται γύρω από το κέντρο.

Νοθεύοντας τις προκριματικές εκλογές για να ξεφορτωθεί τον Σάντερς,[20] το Δημοκρατικό κόμμα εξασφάλισε ότι θα συνέχιζαν την πρακτική του να οικειοποιείται αγώνες γύρω από την κουλτούρα –εναντίον του σεξισμού, του ρατσισμού κλπ– για να απορροφά τους διαφωνούντες. Έτσι θα μπορούσαν να διατηρηθούν οι θεμελιώδεις στρατηγικές του νεοφιλελευθερισμού, ακόμα και ενόψει της κρίσης του. Αυτή η στροφή σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης επισκιάζει το γεγονός ότι το Δημοκρατικό κόμμα έχει από καιρό εγκαταλείψει τα προσχήματα ως προς το γεγονός ότι αποτελεί «το κόμμα του λαού». Όπως διατυπώνεται εκτεταμένα από τον Τζορτζ Πάκερ σε ένα άρθρο του στον New Yorker τον Οκτώβριο του 2016, κατά τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας της Χίλαρι Κλίντον, το Δημοκρατικό κόμμα έστρεψε την προσοχή του σε μια ποικιλόμορφη, μορφωμένη επαγγελματική τάξη, χάνοντας την εργατική του βάση.[21] Η προεδρία του συζύγου της Κλίντον, Μπιλ, σηματοδότησε μια σημαντική φάση αυτής της ιστορικής στροφής κατά την οποία οι φαινομενικές ταυτότητες των δύο κομμάτων –Ρεπουμπλικάνοι για τις επιχειρήσεις, Δημοκρατικοί για την κοινωνική πρόνοια– άρχισαν να αποσυντίθενται.

Καθώς προερχόταν από μια επαρχιακή πόλη με έντονο το εργατικό στοιχείο, ο Μπιλ Κλίντον ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του κατά τη διάρκεια της υποψηφιότητας του Δημοκρατικού Τζορτζ ΜακΓκόβερν για την προεδρία το 1972. Στο μέτρο που η εκστρατεία του ξεκίνησε κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου του Βιετνάμ, ο ΜακΓκόβερν πολιτεύτηκε με μια ισχυρή αντιπολεμική πλατφόρμα και κέρδισε την υποστήριξη νέων ψηφοφόρων, μειονοτήτων και ακτιβιστών. Όσο η αριστερίζουσα προσέγγισή του άγγιζε τους κοινωνικά φιλελεύθερους, τόσο αποξένωνε τους εργάτες και τροφοδοτούσε την τρέχουσα αλλαγή στην πολιτική της εργατικής τάξης. Ο μετασχηματισμός αυτός ξεκίνησε με την κρίση του Νιου Ντηλ και κορυφώθηκε το 1980, όταν ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος Ρόναλντ Ρήγκαν κέρδισε έναν σημαντικό αριθμό πρώην Δημοκρατικών ψηφοφόρων που ανήκαν στους χειρώνακτες της εργατικής τάξης.[22] Η δεκαετία του 1990 σφραγίστηκε από την επιτυχία των αποφοίτων Νομικής του Γέιλ, Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον, που είχαν ανατραφεί σε οικογένειες εργατικής και μεσαίας τάξης αντιστοίχως. Ήταν αυτοδημιούργητοι, ιδεαλιστές τεχνοκράτες που προασπίζονταν «ιδέες για οικονομική μεγέθυνση φιλικές προς τις επιχειρήσεις», εναντιώνονταν στους παραδοσιακούς θεσμούς της εργατικής τάξης και υπέθεταν ότι κάθε Αμερικανός μπορεί να εμπνευστεί από τις ιδέες τους και να τους ακολουθήσει. Μέχρι τη στιγμή που η Χίλαρι Κλίντον έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία το 2016, οι προβλέψεις αυτές έμεναν απλώς ανεκπλήρωτες. Αντιθέτως, στις επαρχιακές και φτωχές περιοχές, οι οποίες περιλάμβαναν πολλούς ανήμπορους να εισέλθουν στην επαγγελματική τάξη, διαμορφωνόταν μια νέα ταυτότητα: η λευκή εργατική τάξη. Αγνοημένη και εξοστρακισμένη από τον επαγγελματισμό, τον ελιτισμό, και την ηθικιστική έμφαση στην εθνοτική ποικιλομορφία εκ μέρους των Δημοκρατικών –μια κατάσταση που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα– η λευκή εργατική τάξη αναζητούσε εναλλακτικές πολιτικές οδούς, όπως στην εποχή του Ρήγκαν.[23]

Αυτή ήταν η βάση της εκστρατείας του Τραμπ. Ο σκεπτικισμός απέναντι στις πολιτικές ταυτοτήτων, σύμφωνα με τις οποίες το χρώμα του δέρματος ή το φύλο καθορίζει τα δικαιώματα των προσώπων καθώς και τις δυνατότητές τους για δράση και λόγο, άνοιξε τον δρόμο για μια χοντροκομμένη φιγούρα όπως ο Τραμπ. Με τον σκαιό του τρόπο και την έλλειψη σεβασμού απέναντι στην πολιτική ορθότητα, εμφανίστηκε ως αυτός που λέει αλήθειες στα αγνοημένα τμήματα του πληθυσμού των ΗΠΑ, τα οποία διψούσαν για αλλαγή. Ενώ τα φιλελεύθερα ΜΜΕ δαπανούσαν τον χρόνο τους γελοιοποιώντας τα μέλη της εργατικής τάξης για τη φυλετική μνησικακία τους, την προσκόλληση στα όπλα και τη θρησκευτικότητά τους, έκανε την εμφάνισή του ένα αναμορφωμένο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο Τραμπ, ένας πρώην Δημοκρατικός, κατέβηκε υποψήφιος ως Ρεπουμπλικάνος. Στο μέτρο που οι Δημοκρατικοί μεταμορφώθηκαν σε ένα κόμμα των επαγγελματιών του κατεστημένου, έγινε σαφές ότι ποτέ δεν αποτελούσαν συμμάχους της εργατικής τάξης, παρά τη ρητορική περί του αντιθέτου. Συνεπώς, οι ψηφοφόροι της λευκής εργατικής τάξης στράφηκαν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο υπό τη νέα του ηγεσία εμφανιζόταν σαν στασιάστρια φράξια που εξεγειρόταν «εναντίον των αλλαγών στο χρώμα και την κουλτούρα… εναντίον της παγκοσμιοποίησης.»[24] Η επί μακρόν αγνοημένη «σιωπηλή πλειοψηφία» ανταποκρίθηκε με μνημειώδη ενθουσιασμό και στήριξε έναν υποψήφιο που της υποσχόταν μια Αμερική στην οποία οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν μια σταθερή μεσοαστική ζωή για τις οικογένειές τους. Το σύνθημα του Τραμπ «Να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά» –παρότι απλοϊκό σε μια πρώτη ματιά– τροφοδότησε ακριβώς αυτές τις ελπίδες: το επίρρημα «ξανά» καταδεικνύει την επιθυμία επιστροφής σε καλύτερους καιρούς. Το ρήμα «να κάνουμε» αποτελεί ισχυρό κάλεσμα για δράση. Η προεκλογική του εκστρατεία διεπόταν από την επίκληση σε μια αμερικανική αναδιάταξη, την οποία δεν μπορούσαν να εκφράσουν ούτε ο Ομπάμα με το σύνθημα του 2008 «Ναι, μπορούμε», ούτε η Κλίντον με την έωλη απάντησή της στον Τραμπ «Είμαστε σπουδαίοι επειδή είμαστε καλοί». Οι υποσχέσεις του Τραμπ για επιστροφή στις ΗΠΑ των θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα και για αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, προσέδωσαν στο νέο αυτό λαϊκιστικό κίνημα μια εθνικιστική χροιά. Η λαϊκιστική Δεξιά γίνεται η φωνή που εκφράζει τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων στο μέτρο που ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε κατεστημένο, και μια Αριστερά σε διεθνιστική βάση είναι είτε ανύπαρκτη είτε αποτυγχάνει να δημιουργήσει μια βιώσιμη πολιτική εναλλακτική. Εντωμεταξύ, εφησυχασμένοι, οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν να κατηγορούν τους εργάτες ως υπαίτιους των δεινών τους, αντί να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα αυτά ως προϊόντα αποτυχημένων πολιτικών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αρνήθηκαν να δουν την επερχόμενη καταστροφή στο πρόσωπο του Τραμπ.[25]

Επιπρόσθετα, οι Δημοκρατικοί και οι υποστηρικτές τους χλεύαζαν τον ίδιο τον Τραμπ, τον οποίο τα δικά τους ΜΜΕ αντιμετώπιζαν με δριμύτητα, ευθύς εξαρχής ως παρία. Όμως, η αποστροφή του κατεστημένου προς την αντιελιτίστικη προπαγάνδα του Τραμπ –η κατακεραύνωση του «λαϊκισμού», της πολιτικής απειρίας και της συμπεριφοράς του – αποδείχθηκε αντιπαραγωγική ως στρατηγική. Η αντίδραση των ΜΜΕ των ελίτ απλά επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης του Τραμπ και ισχυροποίησε το μήνυμά του. Όσο περισσότερο τον γελοιοποιούσαν τα κατεστημένα ΜΜΕ, τόσο περισσότερο αρεστός γινόταν στους απλούς πολίτες, οι οποίοι είχαν ήδη νιώσει την απόρριψη από τη φιλελεύθερη Αμερική. Εξέλαβαν τις προσβολές ωσάν να αφορούσαν τους ίδιους και περήφανα τις υιοθέτησαν ως δικά τους χαρακτηριστικά.[26]

Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν το εκλογικό χάσμα μεταξύ των κατά βάση φιλελεύθερων, ανώτατης εκπαίδευσης Αμερικάνων και των πολιτών χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία. Η έρευνα του Pew Research Center αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου και των απλών πτυχιούχων ήδη από το 1980: οι πρώτοι στήριξαν ως επί το πλείστον Κλίντον, ενώ οι δεύτεροι κυρίως Τραμπ. Αντιθέτως, η φυλή και το φύλο δεν έπαιξαν τον ρόλο που περίμεναν οι αναλυτές των ΜΜΕ.[27] Όπως καταδεικνύει το εκλογικό αποτέλεσμα, οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του Τραμπ είναι απλώς Ρεπουμπλικάνοι που υποστήριξαν των υποψήφιο του κόμματός τους. Αλλά υπάρχουν και οι ψηφοφόροι που μετακινήθηκαν μεταξύ Σάντερς και Τραμπ. Το 20% των συνήθως πιστών οπαδών των Δημοκρατικών διαβεβαίωνε τον Ιανουάριο του 2016 ότι ο Τραμπ ήταν η επόμενη επιλογή τους μετά τον Σάντερς, για τον απλό λόγο ότι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αναδείκνυαν τα προβλήματά τους σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι πολιτικοί του κατεστημένου.[28] Ένα γκάλοπ από τον Σεπτέμβριο του 2016 αποκαλύπτει ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ δεν είναι αναγκαστικά οι φτωχότεροι αλλά ότι «τείνουν να είναι λιγότερο μορφωμένοι, με χειρότερη υγεία, και με λιγότερη αυτοπεποίθηση για το μέλλον των παιδιών τους… Τους λείπει περισσότερο το κοινωνικό κεφάλαιο παρά το οικονομικό».[29] Με μαρξιστικούς όρους, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως πιθανοί συμμετέχοντες σε μια εργατική πρωτοπορία, το προλεταριακό στρώμα της κοινωνίας που κρύβει επαναστατικές δυνατότητες και θα μπορούσε να οργανωθεί σε ένα αμερικανικό σοσιαλιστικό κόμμα. Ξεκάθαρα, δεν αποτελούν τους πλέον εξαθλιωμένους, εκείνους που ο Καρλ Μαρξ αποκαλούσε «λούμπεν προλεταριάτο» και ο Λέον Τρότσκι θεωρούσε ως επιρρεπείς σε φασιστικές ιδεολογίες.[30] Ή, όπως σημειώνει ο Ζίζεκ, «αυτός ο πυρήνας απορρίπτεται από τους φιλελεύθερους ως “λευκά σκουπίδια” – αλλά δεν είναι ακριβώς αυτοί που πρέπει να ενστερνιστούν τη ριζοσπαστική αριστερή υπόθεση»;[31] Ωστόσο, η πικρή αλήθεια είναι πως σε ένα πολιτικό και ιστορικό κλίμα που αποτρέπει την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, η δυσαρέσκεια των ανθρώπων αυτών έφερε στο προσκήνιο απλώς μια νέα ταυτότητα, αυτήν της λευκής εργατικής τάξης. Διαχώρισαν τη θέση τους από τα έγχρωμα μέλη της ίδιας οικονομικής τάξης, με τα οποία θα μπορούσαν να είναι σύντροφοι και συντρόφισσες, και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον κατάλληλο πολιτικό υποψήφιο που επιτέλους θα ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις τους, αντί να οργανωθούν ανεξάρτητα. Όταν οποιαδήποτε αλλαγή, ακόμα και αν είναι επισφαλής, απροσδιόριστη και τρομακτική, θεωρείται προτιμότερη από τη μη αλλαγή, ενώ μια αριστερή εναλλακτική δεν είναι διαθέσιμη, ένας σόουμαν σαν τον Τραμπ εκλέγεται πρόεδρος. Δεν αποτελεί την αιτία, αλλά το σύμπτωμα της αδυναμίας της αμερικανικής πολιτικής, την έκφραση μιας κρίσης.

Επιπλέον, ενώ ένα μέρος των εργατών ψηφοφόρων μπορεί να έχει γοητευτεί από τη ρητορική του Τραμπ, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει βαθιά απογοητευμένη με όλες τις διαθέσιμες πολιτικές επιλογές. O Τζορτζ Πάκερ περιγράφει πώς ήρθε αντιμέτωπος με την απελπισία και την αποξένωση των εργαζόμενων κατά τη διάρκεια της επίσκεψης σε μια αγροτική πόλη νότια της Τάμπα, στo αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης του 2008. Έχοντας χάσει τα λίγα που είχαν και με συσσωρευμένα χρέη που δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν όσο ζουν, αισθάνονταν ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη και απρόσιτη. Όταν οχτώ χρόνια αργότερα ο Πάκερ ρώτησε τους ίδιους ανθρώπους ποιον υποστήριζαν στις εκλογές του 2016, ένας από αυτούς με το όνομα Μαρκ Φρίσμπι απάντησε: «Υπάρχει η επιλογή της απάντησης “τίποτε από τα παραπάνω”;» Ούτε η δημοκρατική Κλίντον ούτε ο Ρεπουμπλικάνος Τραμπ ήταν αξιόπιστοι υποψήφιοι για αυτόν.[32] Και τα δύο κόμματα φαίνονταν να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ισχυρών και των πλουσίων, πολεμώντας για την υποστήριξη των εταιριών και αποτυγχάνοντας να σταθούν στο πλευρό του απλού ανθρώπου.

Για τον Ζίζεκ, μια απάντηση όπως αυτή του Φρίσμπι είναι η καταλληλότερη στο δεδομένο πολιτικό κλίμα. Στην υποστήριξη του Τραμπ ο Ζίζεκ αντιτάσσει την αποχή από τις εκλογές. Όσο συνεχίζεται η εμπλοκή με το κατεστημένο μέσω της συμμετοχής στις εκλογές, οι γνώμες μας μπορεί να επηρεάζονται από αυτό, και το σύστημα στο οποίο προσπαθούμε να αντιτεθούμε μπορεί τελικά να βγαίνει κερδισμένο. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποχή από την επιλογή μεταξύ δύο εναλλακτικών δεξιάς πολιτικής αποτελεί μια έγκυρη πολιτική παρέμβαση. Ωστόσο, η αποχή αυτή πρέπει να είναι μια συνειδητή πράξη διαμαρτυρίας και όχι μια ένδειξη αδυναμίας και παραίτησης. Με άλλα λόγια, πρέπει να ενσωματώνεται σε μια πολιτική και κινηματική οργάνωση της Αριστεράς.[33] Παράλληλα, ο Ζίζεκ τάσσεται υπέρ της προεδρίας Τραμπ, τον οποίο μάλιστα αποκαλεί «απόβρασμα», για τον απλό λόγο ότι αντιπροσωπεύει μια μικρή πιθανότητα αλλαγής και ενδεχομένως προσφέρει έναν δρόμο, αν και έμμεσο, για τη διαμόρφωση ενός «χειραφετητικού σχεδίου». O Τραμπ ενσαρκώνει την άθλια κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής, συγκεκριμενοποιεί την προβληματικότητά της και εμφανίζεται ως ο μοναδικός αυτουργός της. Η αποκάλυψη όλων όσα δεν σταθήκαμε ικανοί να αναγνωρίσουμε υπό αυτό το πρίσμα είναι η πραγματική πηγή του τρόμου καθώς και η αληθινή ευκαιρία του καθεστώτος Τραμπ.

Αυτές οι δυνατότητες για πραγματικό κοινωνικο-πολιτικό μετασχηματισμό, και όχι οι δεξιόστροφες πολιτικές του τάσεις, πυροδοτούν την οργή των φιλελεύθερων έναντι του Τραμπ. Διότι υπό την κυριαρχία του καπιταλισμού έχουμε χάσει την ικανότητα να σκεφτόμαστε σε μια κλίμακα που θα επέτρεπε τον ριζικό μετασχηματισμό. Συνεπώς, οι πραγματικές αλλαγές μοιάζουν ασύλληπτες, εξαιρετικά τρομακτικές για να τις αναλογιστούμε. Σε αυτό το ανισόρροπο σύστημα οποιαδήποτε δραστηριότητα, οποιαδήποτε διαμαρτυρία, οποιοδήποτε μποϊκοτάρισμα καταλήγει σε αυτό που ο Ζίζεκ, απηχώντας τον Τέοντορ Αντόρνο, αποκαλεί «ψευδο-δραστηριότητα», ψευδεπίγραφη εναντίωση που αποτυγχάνει να οδηγήσει σε πραγματική πολιτική αλλαγή. Πρέπει με κάθε κόστος να αποφύγουμε αυτήν την αδράνεια που συγκαλύπτεται στη φράση “κάτι κάνουμε” και να εφαρμόσουμε την αποχή ως ένα διαλεκτικό αντίμετρο στην ψευδή πράξη. Η μεγαλύτερη παγίδα, ωστόσο, θα ήταν να θεωρήσουμε την Κλίντον ως το «μικρότερο κακό» και να την ψηφίσουμε από φόβο. Ο Ζίζεκ μας προειδοποιεί ότι η υστερία μας για τον Τραμπ οδηγεί στην εξιδανίκευση των Δημοκρατικών, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι εξίσου διεφθαρμένοι και μικρή σχέση έχουν με την Αριστερά, ενδυναμώνοντας ακολούθως το στάτους κβο και συνεχίζοντας την αποδυνάμωση των εργαζόμενων. Συνεπώς, εάν πρέπει να ψηφίσουμε, θα ήταν καλύτερα να ψηφίσουμε υπέρ του Τραμπ.[34]

Ο Ζίζεκ παρέμεινε σχετικά σιωπηλός στην ταραχώδη μετεκλογική περίοδο. Ένα άρθρο πάνω σε αυτό το θέμα δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017 στο περιοδικό The Philosophical Salon, γεγονός που μοιάζει ήδη πολύ πίσω στον χρόνο. Σε ένα δεύτερο άρθρο ο Ζίζεκ οικτίρει την αντίδραση των Δημοκρατικών στο εκλογικό αποτέλεσμα, στον βαθμό που είναι είτε πανικόβλητη είτε αυτάρεσκη. Παραλληλίζει την εν λόγω αντίδραση με αυτήν του πολωνικού PiS (το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα εξουσίας), το οποίο επιδίδεται σε μέτρα κατά της λιτότητας και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των φτωχών με εθνικιστικό τρόπο, ενώ η επονομαζόμενη Αριστερά θα είχε εφαρμόσει πολιτική λιτότητας υπό τον μανδύα του κοσμοπολιτισμού. Τι θα γινόταν, αναρωτιέται ο Ζίζεκ, εάν ο Τραμπ υιοθετούσε αντίστοιχη τακτική;[35] Άλλωστε, το τελικό σποτ της προεκλογικής εκστρατείας του, όπως και ο επινίκιος λόγος του, εμπεριέχουν στοιχεία λαϊκισμού τύπου Μπέρνι Σάντερς, αν βέβαια παραβλεφθούν τα στοιχεία που αφορούν τον εθνικισμό, την παράνομη μετανάστευση, όπως σημειώνει ο Ταντ Τίτζε σε άρθρο του στο μπλογκ Left Flank τον Νοέμβριο του 2016.[36] Επιπλέον, ενώ υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των προεκλογικών πολιτικών του και των αντίστοιχων του Σάντερς, μπορούν να ανευρεθούν κοινά σημεία σε ό,τι αφορά τον επανασχεδιασμό των υποδομών, την εφαρμογή του δίκαιου εμπορίου και τη διατήρηση της κοινωνικής ασφάλειας.[37] Αν ο Τραμπ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει αυτά τα σχέδια –υποθέτοντας ότι είναι αληθή– είναι κάτι που μένει να φανεί. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η σκληρή ταξιδιωτική απαγόρευση που εφάρμοσε, την εμφανή υποστήριξη μιας αντιδραστικής Ρεπουμπλικανικής μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας και την αιφνίδια απόλυση του επικεφαλής του FBI, Τζέιμς Kόουμι, αυτό μοιάζει εξαιρετικά απίθανο. Αλλά είναι επίσης πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις που θα έχει η εκλογή μιας φιγούρας όπως ο Τραμπ –μια έντονα προσωποποιημένη εκδήλωση της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού– στην Αμερική και στην παγκόσμια πολιτική.

Προς το παρόν, θα ήταν ίσως συνετό να ακολουθήσει κανείς την προτροπή του Ζίζεκ στο άρθρο του στο The Philosophical Salon: αναστοχασμός. Τονίζει τη διαφορά μεταξύ φόβου, ο οποίος εστιάζει στην απειλή της προσωπικής ταυτότητας από ένα εξωτερικό αντικείμενο, και άγχους, το οποίο λειτουργεί μέσω της ενδοσκόπησης και μπορεί έτσι να οδηγήσει σε αυτοπαρατήρηση. Υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, τόσο η ξενοφοβία εκ μέρους της Δεξιάς όσο και ο τρόμος της αλλαγής εκ μέρους της Αριστεράς είναι προϊόντα του φόβου. Αντ’ αυτού, ο Ζίζεκ μας ζητά να μελετήσουμε προσεκτικά τις ταυτότητες που πασχίζουμε να διαφυλάξουμε. Εφόσον οι Δημοκρατικοί δεν είναι μία φιλελεύθερη φιλοεργατική συμμαχία, και η διάσπαση των Ρεπουμπλικάνων φαίνεται βέβαιη υπό την πίεση της προεδρίας Τραμπ, το κοινοβουλευτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού, αριστερού πολιτικού κόμματος. Αν η Αμερική είναι ένα μονοκομματικό κράτος με δύο δεξιές συνιστώσες, όπως συνήθιζε να λέει ο Γκορ Βιντάλ, γιατί να μην ενοποιήσουμε τις δύο αυτές συνιστώσες και να δημιουργήσουμε ένα γνήσιο δικομματικό σύστημα; Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Μπιλ Κλίντον υπέγραψε το Ποινικό Νομοσχέδιο του 1994 (που οδήγησε σε μαζικές φυλακίσεις Αφροαμερικανών[38]), ότι με το σύστημα υγείας που εισήγαγε ο Obama [Obamacare] 33 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν ανασφάλιστοι και 21% των ασφαλισμένων κατηγοριοποιήθηκαν ως υποασφαλισμένοι,[39] και ότι τα επτά μουσουλμανικά κράτη για τα οποία ο Τραμπ επέβαλε προσωρινή απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ είχαν ήδη επιλεγεί κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα.[40] Αξίζει επίσης να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα σημεία στα οποία ο Τραμπ έδινε έμφαση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του: ότι το κομματικό πολιτικό σύστημα είναι «στημένο»,[41] ότι τα ποσοστά συμμετοχής των εργαζόμενων είναι τραγικά χαμηλά και ότι η πολιτική τάξη συνολικά είναι απελπιστικά ανίκανη και εκτός πραγματικότητας. Η πολιτική της πολυπολιτισμικότητας αποδεικνύεται ως το σχέδιο μιας κοσμοπολίτικης ελίτ και ως ζήτημα που απασχολεί τα τμήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Καθώς οι συνθήκες διαβίωσης των πολλών δεν βελτιώνονται ή πολύ περισσότερο επιδεινώνονται, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πάνω στις υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις και να αναζωογονήσουμε δυνητικά μια πολιτική βασισμένη στην τάξη, η οποία βρίσκει απήχηση στη μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικάνων. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών της προεδρίας Ομπάμα, η κατάσταση των Αφροαμερικανών δεν κατάφερα να βελτιωθεί, ενώ σημειώθηκε το υψηλότερο ποσοστό απελάσεων.[42]

Αν η αρχή της πολιτικής ορθότητας δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την αστυνόμευση της γλώσσας, και τα επιτεύγματα της Αριστεράς πανηγυρίζονται ως «αλλαγή της συζήτησης», όπως συνέβη με το 99% του κινήματος Occupy Wall Street ή με τον εκ μέρους του Σάντερς αποστιγματισμό της λέξης «σοσιαλισμός» στον δημόσιο λόγο, τότε βάζουμε τον πήχη πολύ χαμηλά. Ας ρίξουμε μια ματιά, για παράδειγμα, στο κίνημα Women' s March που έτυχε ευρείας επιδοκιμασίας και έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον στις 21 Ιανουαρίου, μία μέρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ. Τα κύρια αντικείμενα συζήτησης ήταν ζητήματα φυλής και φύλου σε σχέση με τα προνόμια των λευκών ανδρών, τα οποία φαίνεται να προσωποποιεί ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ απουσίαζαν αιτήματα που θα αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως υποβάθρου, όπως το σύστημα υγείας, φροντίδας των παιδιών και οι γονικές άδειες – αιτήματα που θα είχαν προσδώσει πολιτική σημασία στην πορεία.[43] Τι κάνει αυτός ο συνασπισμός πολιτικά ασύνδετων ομάδων, καθώς σέρνεται πίσω από τους Δημοκρατικούς, αν όχι ψευδο-δραστηριότητα;

Η κοινωνική αλλαγή μπορεί να καταστεί πιθανή μόνο αν αναστοχαστούμε, αντί να κρυβόμαστε πίσω από τον φόβο της αλλαγής ή τον φόβο ενός εγωπαθούς προέδρου, αντί να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον σωστό υποψήφιο των Δημοκρατικών. Αυτόν τον προσανατολισμό –αν και κάπως ιδεαλιστικά– προτείνει ο Ζίζεκ. Αν θέλουμε να είμαστε κριτικοί απέναντι στον Τραμπ, πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία και να μελετήσουμε τις δυνάμεις που τον υποστήριξαν, ώστε να αντιπαρατεθούμε τόσο σε αυτόν όσο και στις κοινωνικές δομές που του επέτρεψαν να λάβει την εξουσία. Πρέπει να αναγνωρίσουμε και να χρησιμοποιήσουμε τα αισθήματα του κόσμου που στρέφονται ενάντια στο κατεστημένο, αντί να τα απορρίπτουμε ως ρατσιστικά παραληρήματα κάποιων «λευκών σκουπιδιών», ενώ παράλληλα οφείλουμε να καταπολεμούμε την ψευδαίσθηση ότι οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν τις γυναίκες και τις μειονότητες. Κυρίως, όμως, πρέπει να κάνουμε βήματα πέρα από την ενδοσκόπηση και να κάνουμε ριζική αυτοκριτική της ιστορίας μας, της ιστορίας της Αριστεράς, έτσι ώστε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να μάθουμε πώς θα τα υπερβούμε με οργανωμένο τρόπο. Ο ελπιδοφόρος πεσιμισμός του Ζίζεκ προϋποθέτει ότι η Αριστερά –όπως είναι αδρανής, απολιθωμένη και αποσβολωμένη από τις πολιτικές ταυτοτήτων– μπορεί να αφυπνιστεί για να αναμετρηθεί με τα βαθύτερα πάθη, συνεπώς και τις σημαντικότερες προοπτικές, των εργαζόμενων. Ωστόσο, αν αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε μια κοινωνία στην οποία τα όρια του πολιτικού φάσματος συσκοτίζονται διαρκώς και η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης έχει γίνει σχεδόν αδύνατη, αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που μένει να γραφεί.

 

[1] Ippolit Belinski, “Slavoj Žižek would vote for Trump,” YouTube, 1:52 mins, November 3, 2016: https://www.youtube.com/watch?v=b4vHSiotAFA

[2] Conor Lynch, “ Donald Trump is an actual fascist: What his surging popularity says about the GOP base,” Salon, July 25, 2015: http://www.salon.com/2015/07/25/donald_trump_is_an_actual_fascist_what_his_surging_popularity_says_about_the_gop_base

[3] M. Dov Kent, “Donald Trump's bigotry against Muslims has safety implications we can't ignore,” The Guardian, November 20, 2015: https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/nov/20/donald-trump-bigotry-has-real-safety-implications

[4] Nadia Khomami, “Donald's misogyny problem: How Trump has repeatedly targeted women,” The Guardian, October 8, 2016: https://www.theguardian.com/us-news/2016/oct/08/trumps-misogyny-problem-how-donald-has-repeatedly-targeted-women

[5] Socialist Worker-Year of the Renegades, Socialist Worker, January 21, 2016: http://socialistworker.org/2016/01/21/year-of-the-renegades

[6] Alexandra Rosenmann, “Noam Chomsky Drops Truth Bomb on Trump’s Election,” Alternet, November 25, 2016: http://www.alternet.org/election-2016/post-election-noam-chomsky-drops-trump-bomb-trump-voters-wanting-shake-systempost

[7] Hamid Dabashi, “Why Chomsky and Žižek are Wrong on the US Elections,” Al Jazeera, November 30, 2016: http://www.aljazeera.com/indepth/opinion/2016/11/chomsky-zizek-wrong-elections-161129090634539.html

[8] Andre Damon, “The idiot speaks: Slavoj Žižek endorses Donald Trump,” World Socialist Web Site, November 9, 2016: https://www.wsws.org/en/articles/2016/11/09/zize-n09.html

[9] Alex Shephard, (2016) Minutes, New Republic: https://newrepublic.com/minutes/134505/slavoj-zizeks-take-donald-trump-zizek-y

[10] Ian Steinman, “From Farce to Tragedy: Žižek endorses Trump,” Left Voice, November 4, 2016: http://www.Leftvoice.org/From-Farce-to-Tragedy-Žižek-Endorses-Trump

[11] Lucas Nolan, “Left-Wing Philosopher Slavoj Žižek: ‘I would vote for Trump,’” Breitbart, November 4, 2016: http://www.breitbart.com/2016-presidential-race/2016/11/04/left-wing-philosopher-slavoj-zizek-i-would-vote-for-trump/

[12] Deutsches Haus, “Slavoj Žižek—Racial Enjoyments: What the Liberal Left Doesn’t Want to Hear,” YouTube, 1:50:10 mins, January 5, 2017: https://www.youtube.com/watch?v=7lrU_ZX15C8

[13] Daniel Lazare, “Is Trump a Fascist,” Jacobin, December 15, 2015: https://www.jacobinmag.com/2015/12/donald-trump-fascism-islamophobia-nativism

[14] Karl Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, trans. Daniel de Leon (Digireads 2012).

[15] Michael Mann, “Is Donald Trump a Fascist?” Brooklyn Rail, (May 2016): 105.

[16] Marcus Browne, “Slavoj Žižek: 'Trump is really a centrist liberal,'” The Guardian, April 28, 2016: https://www.theguardian.com/books/2016/apr/28/slavoj-zizek-donald-trump-is-really-a-centrist-liberal

[17] Nikos Malliaris, “Freedom from progress: Donald Trump, Christopher Lasch, and a Left in fear of America,” The Platypus Review, March, 2017: https://platypus1917.org/2017/03/06/freedom-progress-donald-trump-christopher-lasch-left-fear-america/

[18] Tad Tietze, “A few thoughts on the Trump victory and the Left,” Left Flank, November 10, 2016: https://left-flank.org/2016/11/10/a-few-thoughts-on-the-trump-victory-and-the-left

[19] Slavoj Žižek, “Clinton, Trump and the Triumph of Global Capitalism,” In These Times, August 24, 2016: http://inthesetimes.com/article/19410/clinton-trump-and-the-triumph-of-ideology

[20] Glenn Greenwald, “Tom Perez Apologizes for Telling the Truth, Showing Why Democrats’ Flaws Urgently Need Attention,” The Intercept, February 9, 2017: https://theintercept.com/2017/02/09/tom-perez-apologizes-for-telling-the-truth-showing-why-democrats-flaws-urgently-need-attention/

[21] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[22] See Jefferson Cowie, Stayin’ Alive (New York: The New Press, 2010), 6-18.

[23] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[24] Στο ίδιο.

[25] Thomas Frank, “The Democrats' Davos ideology won't win back the midwest,” The Guardian, April 27, 2017:

https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/apr/27/democratic-party-2018-races-midwest-populism-trump

[26] Slavoj Žižek, “Donald Trump’s Topsy-Turvy World,” The Philosophical Salon, January 16, 2017: http://thephilosophicalsalon.com/donald-trumps-topsy-turvy-world

[27] Alec Tyson and Shiva Maniam, “Behind Trump’s victory: Divisions by race, gender, education,” Pew Research Center, November 9, 2016: http://www.pewresearch.org/fact-tank/2016/11/09/behind-trumps-victory-divisions-by-race-gender-education

[28] Elizabeth Bruening, “What Explains the Trump-Sanders Crossover Vote?” The New Republic, January 12, 2016: https://newrepublic.com/article/127442/explains-trump-sanders-crossover-vote

[29] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[30] Leon Trotsky, “How Mussolini Triumphed,” What Next? Vital Question for the German Proletariat, 1932: https://www.marxists.org/archive/trotsky/works/1944/1944-fas.htm - p2

[31] Slavoj Žižek, “Up for Debate: The Lesser Evil,” In These Times, November 6, 2016: http://inthesetimes.com/features/zizek_clinton_trump_lesser_evil.html

[32] George Packer, “Hillary Clinton and the Populist Revolt,” The New Yorker, October 31, 2016: http://www.newyorker.com/magazine/2016/10/31/hillary-clinton-and-the-populist-revolt

[33] Slavoj Žižek, “Why bother to vote?” The Guardian, September 29, 2007: https://www.theguardian.com/theobserver/2007/sep/30/featuresreview.review11

[34] Slavoj Žižek, “Up for Debate: The Lesser Evil,” In These Times, November 6, 2016: http://inthesetimes.com/features/zizek_clinton_trump_lesser_evil.html

[35] Slavoj Žižek, “Donald Trump’s Topsy-Turvy World,” The Philosophical Salon, January 16, 2017: http://thephilosophicalsalon.com/donald-trumps-topsy-turvy-world/

[36] Tad Tietze, “A few thoughts on the Trump victory and the Left,” Left Flank, November 10, 2016: https://left-flank.org/2016/11/10/a-few-thoughts-on-the-trump-victory-and-the-left

[37] Tamara Keith, “5 Ways Bernie Sanders and Donald Trump Are More Alike Than You Think,” NPR Politics, February 8, 2016: http://www.npr.org/2016/02/08/465974199/what-do-sanders-and-trump-have-in-common-more-than-you-think

[38] Robert Farley, “Bill Clinton and the 1994 Crime Bill,” Fact Check, April 12, 2016: http://www.factcheck.org/2016/04/bill-clinton-and-the-1994-crime-bill

[39] “Background Fact Sheet Beyond the Affordable Care Act: A Physicians’ Proposal for Single-Payer Health Care Reform,” American Journal of Public Health, June 2016.

[40] Tom Kertscher, “Were the 7 nations identified in Donald Trump's travel ban named by Barack Obama as terror hotbeds?” Politifact Wisconsin, February 7, 2017: http://www.politifact.com/wisconsin/statements/2017/feb/07/reince-priebus/were-7-nations-identified-donald-trumps-travel-ban

[41] “Trump: 'Our system is rigged,'” Chicago Tribune, October 13, 2016: http://www.chicagotribune.com/news/91719444-132.html

[42] Serena Marshall, “Obama Has Deported More People Than Any Other President,” ABC News, August 29, 2016: http://abcnews.go.com/Politics/obamas-deportation-policy-numbers/story?id=41715661

[43] Farah Stockman, “Women’s March on Washington Opens Contentious Dialogues About Race,” The New York Times, January 9, 2017: https://www.nytimes.com/2017/01/09/us/womens-march-on-washington-opens-contentious-dialogues-about-race.html

Θοδωρής Βελισσάρης

22/8/2015

 

Ένα φάντασμα πλανάται τελευταία πάνω από την Αριστερά: το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας. Κι αν τα φαντάσματα των κυρίαρχων – όπως το «φάντασμα του κομμουνισμού» πάνω από την Ευρώπη – εξέφραζαν παλιότερα υπαρκτές κοινωνικές τάσεις, τα φαντάσματα της Αριστεράς μοιάζουν αντιθέτως να αγνοούν τις τάσεις αυτές. Το φάντασμα του κομμουνισμού αποτελούσε πραγματικό ιστορικό παράγοντα, ενώ το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας φαίνεται παρωχημένο και άνευ σημασίας.

Οι θιασώτες της εθνικής κυριαρχίας διαμαρτύρονται επειδή στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας οι λαοί παραμερίζονται και επικρατούν ως μονόδρομοι οι πολιτικές των υπερεθνικών τεχνοκρατών της εξουσίας. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε και την ελευθεριακή και αντεξουσιαστική Αριστερά μαζί με τα ιδεώδη τοπικής κυριαρχίας, αυτονομίας και αυτάρκειας που προωθεί. Από τη μία έχουμε το πρόταγμα ενός κρατισμού, από την άλλη το πρόταγμα ενός τοπικισμού. Όταν μιλάμε για εθνική αυτοκυριαρχία, η έμφαση είναι στην έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας, γι’ αυτό και μπορούμε να την αναγνωρίσου ακόμα και σε εχθρούς του έθνους-κράτους (πολλοί από τους οποίους, από την άλλη, θεωρούν ρητά την εθνική αυτοκυριαρχία ως βήμα προόδου προς την αντεθνική ή τοπική αυτοκυριαρχία που οραματίζονται). Με τον τρόπο αυτό η έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας συνενώνει κρατιστές και αντικρατιστές .

Η προοπτική της χειραφέτησης μοιάζει να προκύπτει ως όραμα μόνο εφόσον οι λαοί κατορθώσουν πρώτα να ανακτήσουν την αυτοκυριαρχία τους από τις πανίσχυρες αγορές. Και αφού ανακτήσουν την εθνική ή τοπική κυριαρχία τους, και μόνο τότε, θα επιδοθούν στο έργο του αριστερού διεθνισμού. Κάθε διεθνισμός στην αντίληψη αυτή προϋποθέτει ισχυρά έθνη-κράτη και ισχυρές λαϊκές κοινότητες, ειδάλλως είναι ψευδεπίγραφος. Ιδού οι μαντικοί χρησμοί της κυρίαρχης Αριστεράς: δεν μπορούμε να περάσουμε από τον ψευδεπίγραφο διεθνισμό του συστήματος στον πραγματικό διεθνισμό. Ο τελευταίος προϋποθέτει μία μεγάλη παράκαμψη εθνικής και τοπικής αναδίπλωσης. Κάποια βήματα πίσω, και μετά ένα μπρος.

Εδώ προκύπτουν δύο προβλήματα: πρώτον, κατά πόσο είναι εφικτή μία παρόμοια αναδίπλωση, δεύτερον, κατά πόσο είναι πολιτικά επιθυμητή. Σχετικά με το πρώτο, ίσως αρκεί σε πρώτη φάση να σημειώσουμε ότι ακόμα και η ισχυρότερη δύναμη διεθνώς, οι ΗΠΑ, είναι οικονομικά εξαρτημένες από τη διεθνή αγορά, και σε καμία περίπτωση αυτάρκεις. Παρά το σχετικά μεγαλύτερο εύρος των επιμέρους πολιτικών που μπορούν να εφαρμόζουν, οι γενικές γραμμές της πολιτικής τους περιορίζονται από το διεθνές περιβάλλον. Οι ανάγκες σήμερα (ψευτο-)καλύπτονται μέσω ενός, άνευ προηγουμένου, διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας. Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, αναρωτιέται κανείς ποιο ιδιαίτερα αριστερό στοιχείο υπάρχει στα αιτήματα αυτά, ειδικά στο μέτρο που υποστηρίζονται και από τη Δεξιά. Για παράδειγμα, ο αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ για τερματισμό της λιτότητας στην Ελλάδα εντός της ευρωζώνης, κάλλιστα ήταν υπερασπίσιμος από τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Πως μπορεί κανείς να βρει τη διαφορά όταν τόσο ο Τσίπρας όσο και, ας πούμε, ο Φάρατζ του UKIP, ζητούν δημοκρατία στην Ευρώπη εννοώντας αναβάθμιση και σεβασμό του ρόλου και της εξουσίας κάθε έθνους-κράτους (ασχέτως του γεγονότος ότι ο πρώτος θέλει αυτή την αναβάθμιση εντός της ΕΕ) ; Πόσο πιο συντηρητικά μοιάζουν τα αιτήματα αυτά συγκρινόμενα ακόμα και με τις αστικές επαναστάσεις τις οποίες η Αριστερά φαντάζεται πως έχει ξεπεράσει πολιτικά, όπως την αμερικανική ή τη γαλλική, και τη διεθνή συναδέλφωση των λαών που επιδίωκαν;

Ένα πρόβλημα της Αριστεράς εν προκειμένω έγκειται στην πεποίθηση ότι ο εικοστός αιώνας ήταν ένας αιώνας προόδου για τις επαναστατικές ιδέες (και πράξεις). Αντιμετωπίζουμε μία πλήρη φυσικοποίηση του εθνικού ως θεμελιώδους, ή και μοναδικού, πλαισίου πολιτικής, εν είδει κληρονομιάς που συνεχίζουμε ασύνειδα. Ο σταλινισμός της ιδέας περί «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» κυριαρχεί σχεδόν αδιαμφισβήτητος μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών, με τόσο τους μεν όσο και τους δε να φαίνεται να ισχυρίζονται πως ένα έθνος μπορεί να ευδοκιμεί, ή έστω να βελτιώσει ριζικά την κατάστασή του, απλά με την εφαρμογή κατάλληλων εθνικών πολιτικών. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η ανάδυση της λεγόμενης «νέας Αριστεράς», η σημασία της οποίας υπερεκτιμάται παρά το στενά εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε, αποκομμένη από την ιδέα της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβαρής, στην πράξη, οργάνωσης προς την ιδέα αυτή.

Συγχρόνως, το αφήγημα περί τεχνοκρατών εναντίον δημοκρατίας, συσκοτίζει τη δυνατότητα να πολιτικοποιηθεί επαναστατικά αυτό που φαίνεται τεχνοκρατικό: το ξεμπέρδεμα με την αποστροφή «τεχνοκράτες!» υποκρύπτει το γεγονός ότι αυτοί εκφράζουν και χρησιμοποιούνται από κατεστημένες μορφές πολιτικής. Στην πραγματικότητα έχουμε τη σύγκρουση διαφορετικών πεδίων και μορφών πολιτικής, όχι τη σύγκρουση τεχνοκρατών και πολιτικής. Η εναντίωση στους τεχνοκράτες μπορεί να εκφράζει έναν φόβο απέναντι στις τρέχουσες μαζικές μορφές πολιτικής, και μάλιστα σε όσες είναι διεθνείς, άρα πιο ουσιαστικές. Ποιες συνθήκες όμως καθιστούν τους τεχνοκράτες σήμερα αναγκαίους, γιατί η μαζική πολιτική λαμβάνει σαν από αναγκαιότητα παρόμοια χαρακτηριστικά; Μια επαναστατική πολιτική δεν θα εργαλειοποιούσε τεχνοκράτες υπέρ της;

Μπορεί, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή να γίνει πεδίο επαναστατικής πολιτικής; Μπορεί μάλιστα η Αριστερά να ζητά τη διεύρυνση του πεδίου αυτού, πέρα από τον επαρχιώτικο αντιαμερικανισμό του ευρωπαϊκού κατεστημένου και τον ρατσισμό και τη φοβικότητά του απέναντι στις μεταναστευτικές ροές; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να είναι αυτομάτως αρνητική, χωρίς σοβαρή εξέτασή τους.

Δεν μπορούμε εδώ παρά να υπενθυμίσουμε, σε όσους στην Αριστερά υιοθετούν αβασάνιστα τα παραπάνω προτάγματα περί εθνικής και τοπικής κυριαρχίας, την πικρόχολη κριτική του Μαρξ απέναντι στο πρόγραμμα της Γκότα που υιοθέτησαν οι σύντροφοί του το 1875.

«Στην πραγματικότητα, ο διεθνισμός του προγράμματος στέκεται ακόμα απείρως χαμηλότερα από τον διεθνισμό του κόμματος του Ελεύθερου Εμπορίου. Το τελευταίο επίσης επιβεβαιώνει ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του θα είναι ‘η διεθνής συναδέλφωση των λαών’. Αλλά επίσης κάνει και κάτι ώστε να καταστήσει το εμπόριο διεθνές, και σε καμία περίπτωση δεν μένει ικανοποιημένο με τη συνείδηση ότι όλοι οι λαοί ασχολούνται με το εμπόριο στον τόπο τους».

Αναρωτήθηκε άραγε η Αριστερά εάν ο διεθνισμός της στέκεται απείρως χαμηλότερα από αυτόν της Δεξιάς όσο εκτυλίσσονταν τα πρόσφατα γεγονότα; Πόσο φτωχές σε σχέση με την αποτίμηση αυτή του Μαρξ ακούγονται διατυπώσεις όπως αυτές του νομπελίστα Στίγκλιτς ο οποίος, μέσω της προτίμησης του για το «όχι» κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα, ήλπιζε να μπορέσει ίσως η Ελλάδα «να πάρει το πεπρωμένο της στα χέρια της…», φράση σε διάφορες παραλλαγές της οποίας επιδίδεται συχνά η Αριστερά.

Όχι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διεθνιστική. Παραμένει μία τυπική συνένωση εθνών-κρατών, χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική δημοσιονομικής ενοποίησης, πόσο μάλλον πολιτικής (τουλάχιστον βραχυ- ή μεσο-πρόθεσμα). Και ακόμα κι αν η προοπτική αυτή μπει κάποια στιγμή στην ημερήσια διάταξη εντός του κατεστημένου πλαισίου, φαίνεται ότι θα έμπαινε και πάλι υπό την κρατικιστική οπτική μία κυρίαρχης Ευρώπης σε σχέση με τους μονίμως υφέρποντες «διεθνείς κινδύνους» (ΗΠΑ, Κίνα, και, το χειρότερο, μετανάστες).

Απέναντι στις, ψευδεπίγραφα διεθνιστικές, κατεστημένες δυνάμεις, η Αριστερά πρέπει να είναι πραγματικά διεθνιστική και όχι, λόγω αντανακλαστικών αντιδράσεων, εθνική ή τοπική στον προσανατολισμό. Και μάλιστα κατά φαντασία τοπική ή εθνική, στο μέτρο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί στην πράξη η τρέχουσα αλληλεξάρτηση που έχει επιτευχθεί διεθνώς (με όλες τις φρικτές ανισομέρειές της). Χωρίς την προοπτική επέκτασης μίας επανάστασης στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, καμία «οικονομική συμφωνία» δεν θα είναι αυτονόητα ουδέτερη, αθώα, ή προς το συμφέρον των καταπιεσμένων.

Ένα από τα πολλά ανεξέταστα «συμφωνημένα υπονοούμενα» της Αριστεράς είναι η αντίδραση, ως αυτοσκοπός, σε ό,τι θεωρείται κυρίαρχη καπιταλιστική πολιτική (με την παραγκωνισμένη ή πιο περιθωριακή καπιταλιστική πολιτική, ας πούμε του έθνους-κράτους, να θεωρείται αυτόματα προτιμότερη). Εντούτοις, η αφηρημένη απόλυτη αντίδραση στον καπιταλισμό δεν είναι αυτομάτως προοδευτική, μπορεί μάλιστα πολλές φορές να πολλαπλασιάζει τα δεινά που θέλει να ξεπεράσει. Για παράδειγμα, το κίνημα που καθαίρεσε τον εκπρόσωπο των κυρίαρχων καπιταλιστών, Σάχη, το 1979 στο Ιράν, δεν συνοδεύτηκε από την εδραίωση μίας αριστερής θεωρίας και πράξης, αλλά από τους αγιατολάδες και τη φυσική και ιδεολογική εξόντωση της Αριστεράς. Το παράδειγμα δεν αναφέρεται εδώ επειδή η Αριστερά έπρεπε να είναι υπέρ του Σάχη, αλλά ως κατάδειξη του γεγονότος ότι ο αντικαπιταλισμός από μόνος του δεν είναι αναγκαστικά προοδευτικός καθαυτός. Γι’ αυτό ο Λένιν στην κλασική πολεμική του εναντίον του «αριστερισμού» τόνιζε ότι οι μαρξιστές στοχεύουν στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού «επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού».

Οι Μαρξ και Λένιν δεν αναφέρονται εδώ φυσικά ως πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι επαναστάτες στο παρελθόν προσπαθούσαν, όχι απλά να αντισταθούν στον καπιταλισμό, αλλά να τον ξεπεράσουν, με τρόπο που μοιάζει να μας ξενίζει σήμερα. Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα από τη σκέψη του Λένιν:

«Η αστική τάξη κάνει τη δουλειά της προωθώντας τα τραστ, και οδηγώντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα εργοστάσια, μέσω φθοράς και βασάνων, καταδικάζοντας τες στην απόλυτη φτώχια. Δεν ‘απαιτούμε’ αυτή την εξέλιξη, δεν την ‘υποστηρίζουμε’. Την πολεμάμε. Αλλά πώς την πολεμάμε; Εξηγούμε ότι τα τραστ και η εργασία των γυναικών είναι προοδευτικά. Δεν θέλουμε την επιστροφή στο χειροτεχνικό σύστημα, στον καπιταλισμό όπως ήταν πριν από τα μονοπώλια, στην οικιακή αγγαρεία των γυναικών. Μπροστά μέσω των τραστ κλπ, και πέρα από αυτά στον σοσιαλισμό!» (Λένιν, The Military Programme of the Proletarian Revolution: II, δική μας μετάφραση).

Σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα συνδέονται με την ιδέα της Αριστεράς ως εργαλείου των καταπιεσμένων κατά την αντίδρασή τους απέναντι στους καταπιεστές τους. Η Αριστερά βλέπει τον εαυτό της υπό ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, θεωρώντας πως πρέπει να προωθεί τα αιτήματα των αδύναμων και εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είναι προβληματική αυτή η στάση ως τέτοια αλλά μονάχα στη μονομέρειά της, η οποία δεν αναγνωρίζει την Αριστερά ως δυνάμει επαναστατική πολιτική έκφραση των δυσχερειών των εκμεταλλευόμενων, χωρίς την οποία οι καταπιεσμένοι θα εκφραστούν μέσω αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων. Γίνεται αντιθέτως η υπόθεση περί μιας ήδη υπάρχουσας χειραφετητικής πολιτικής των καταπιεσμένων, στην ουρά της οποίας πρέπει να σταθεί και να «σπρώξει» η Αριστερά. Ο Μαρξ όμως προειδοποιούσε, όχι μόνο πως τα καταπιεσμένα πολιτικά στρώματα μπορεί να υποστηρίξουν αυθόρμητα αντιδραστικές πολιτικές (στην ανάλυσή του για το φαινόμενο του βοναπαρτισμού), αλλά ακόμα και πως θα μπορούσε να υπάρχει μία καπιταλιστική κοινωνία χωρίς καπιταλιστές η οποία θα καταπίεζε τον εαυτό της! Η ανάγκη μίας σοβαρής διεθνούς σοσιαλιστικής πολιτικής έχει παραμεριστεί για χάρη της ανάγκης κοινωνικής άμυνας απέναντι στην καπιταλιστική προέλαση, ενώ θα έπρεπε να τη συμπληρώνει και να την καθοδηγεί.

Στη δική μας περίπτωση, κατά την κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα, δεν φαινόταν η Αριστερά να εκφράζει ιδεολογικά την κινητοποίηση των καταπιεσμένων, αλλά περισσότερο ο αυτοματισμός της κινητοποίησης να καθοδηγεί την Αριστερά, καθώς το βασικό ιδεολογικό στίγμα της κινητοποίησης αυτής παρέμεινε το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» και «αξιοπρέπειας», το κύμα της οποίας παρέσυρε σε μεγάλο βαθμό κάποιους από τους βασικούς εκπροσώπους της Αριστεράς. Χονδρικά, το «όχι» υπερασπίστηκαν κυρίως, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντεξουσιαστικό χώρο (βασικά όσοι στον τελευταίο κινούνται γύρω από τα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας ή είναι περισσότερο «εργατιστές»). Την αποχή από το δημοψήφισμα στήριξε κατά βάση το ΚΚΕ, αλλά και άλλες μικρότερες σταλινικές ή μαοϊκές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, όπως και κάποιοι αναρχικοί (που ρέπουν προς τον κομμουνισμό ή την «κομμουνιστικοποίηση). Είναι συμπτωματικό της κατάστασης ότι ακόμα και η πιθανότητα ενός αριστερού «ναι» (το οποίοι προέταξε μία ελάχιστη μειοψηφία όσων θα αποκαλούσαμε μάλλον «φιλελεύθερους» αριστερούς) αποκλειόταν εκ των προτέρων ως προδοσία χωρίς την παραμικρή διάθεση διερεύνησης ή συζήτησης. Δεν υποστηρίζουμε εδώ βεβαίως, μέσω του κειμένου αυτού, την επιλογή ενός αριστερού «ναι», αλλά ακριβώς τη δυσκολία, ή ακόμα και αδυνατότητα, οποιασδήποτε σοβαρής αριστερής απάντησης στο πρόβλημα που έθεσε το δημοψήφισμα.

Για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, αυτή η κοινωνιολογική ημιτελής αυτοσυνείδηση της Αριστεράς είναι που έχει οδηγήσει και σε μία σειρά παρεξηγήσεων ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προωθούσε (κατά τις διακηρύξεις του) ένα πρόγραμμα λιγότερο επώδυνο για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αυτό τον κατέτασσε αυτόματα στην Αριστερά σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική (δεν θα αναλύσουμε εδώ τις εξόφθαλμες ανεπάρκειες μίας παρόμοιας κυβέρνησης σε σχέση με θέματα που αφορούν την εκκλησία, τον στρατό, τους εφοπλιστές κ.α.). Ένα παρόμοιο πρόγραμμα όμως, σε αντίθεση με αυτό της περισσότερο αυστηρής λιτότητας, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι επιδιώκει για παράδειγμα και ο Ομπάμα: αυτό τον καθιστά περισσότερο αριστερό από τη Μέρκελ; Η Αριστερά ως ιδέα έχει να κάνει με το αίτημα ριζικού μετασχηματισμού του κυρίαρχου πλαισίου προς την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, όχι στην πλήρη αποδοχή του πλαισίου αυτού και στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών εντός του. Όχι ότι δεν πρέπει να συνοδεύεται μία αριστερή πολιτική από μεταρρυθμίσεις και αιτήματα άμεσης ανακούφισης: το θέμα είναι η σύνδεσή τους με τον προαναφερθέντα μετασχηματισμό.

Περαιτέρω, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως εκπρόσωπο της Αριστεράς, που έχει να κάνει με τον κρατισμό που επισημάναμε πρωτύτερα. Μία αριστερή δύναμη που έχει επίγνωση των καθηκόντων που πρέπει να διεκπεραιώσει, δεν μπορεί να εξαντλείται σε διαπραγματευτικά παιχνίδια πέντε ανθρώπων πίσω από κλειστές θύρες, ούτε σε διατάγματα υπουργικών γραφείων. Η Αριστερά ως μετασχηματιστική δύναμη δεν μπορεί να βασίζεται απλά στις ψήφους του λαού, αλλά στην οργανωμένη πλειοψηφία του, κάτι το οποίο στερείται σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο ο Σύριζα, αλλά ολόκληρη η Αριστερά, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η εφαρμογή ενός αριστερού προγράμματος δεν αρκεί να διακηρυχθεί αλλά πρέπει να εφαρμοστεί, κάτι που απαιτεί συγκρούσεις που διατρέχουν ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Αριστερά μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των επιδιώξεών της και των αποτελεσμάτων των κινήσεών της, άρα να διασαλεύσει ουσιαστικά της καθεστηκυία τάξη, και να μην εμφανίζεται ως ο καιροσκόπος ή τζογαδόρος της εκάστοτε συγκυρίας.

Η αδυναμία υπεύθυνης επαναστατικής πολιτικής από την πλευρά της Αριστεράς, γίνεται εξόφθαλμη από τα «παντός καιρού» καλέσματά της να μετατρέψει οποιαδήποτε κρίση σε ρήξη, εξέγερση, ή ακόμα και επανάσταση. Δεν είναι όμως «κάθε μέρα πασχαλιά» για την κοινωνική επανάσταση. Κάθε επαναστατική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της ξέρει πότε πρέπει να προχωρήσει σε καλέσματα επαναστατικής ρήξης, και πότε να επιδιώξει άσκηση επαναστατικής υπομονής. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να καταλήξουμε είτε υπερεπεναστάτες (χωρίς επανάσταση) των λόγων και των πληκτρολογίων, είτε αντεπαναστάτες της αιώνιας αναβλητικότητας.

Όλων αυτών δεδομένων, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβήθηκε, τουλάχιστον, να εμπλακεί σε μαζικές μορφές πολιτικής, σε αντίθεση με τους υπερεπαναστάτες κριτικούς του. Παρά τη στενότητα αυτής της εμπλοκής και τον μετριοπαθή αστικό χαρακτήρα της, και παρά την τελική αποτυχία της, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ διάνοιξε ελαφρώς τον πολιτικό ορίζοντα και την πολιτική συζήτηση γύρω από το κρίσιμο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας (ή έδειξε ότι ο ορίζονται αυτός δεν έχει ίσως ολοκληρωτικά συντριβεί).

Tην ευθύνη για την αποτυχία αυτή έχει βεβαίως περισσότερο η κυρίαρχη δύναμη εντός ευρωζώνης, δηλαδή η Γερμανία, ασχέτως αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σαν ερασιτέχνης στην παγίδα που του στήθηκε, χειροτερεύοντας δραματικά την κατάσταση. Η Γερμανία και οι υπόλοιπες δυνάμεις των «θεσμών», μπορούσαν να τελειώσουν το πρόγραμμα με την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση. Φοβόντουσαν όμως ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μία Ελλάδα εκτός προγράμματος θα αναιρούσε πολλές από τις βασικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί τα χρόνια των μνημονίων. Προτίμησαν λοιπόν να ρισκάρουν μία καταστροφή για να εξημερώσουν μία παρόμοια κυβέρνηση όταν θα ήταν ευκολότερο, προτού κλείσει το πρόγραμμα, όσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ευάλωτη και εξαρτημένη από τους «θεσμούς». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγόταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι «θεσμοί» θα είχαν πολύ πιο περιορισμένα μέσα για τον έλεγχο και τη χειραγώγησή του. Προτεραιότητα λοιπόν δόθηκε στην προσπάθεια απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων πιθανών κυβερνήσεων που θα αμφισβητούσαν τη λιτότητα. Οι θεσμοί λειτούργησαν άλλη μια φορά σαν τραπεζίτες και δανειστές ή, για να το θέσουμε χωρίς περιστροφές, σαν γκάνγκστερ, όχι ως υποτιθέμενοι «υπεύθυνοι» ηγέτες (με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησαν όταν, κατά το πρώτο μνημόνιο, επέβαλαν λιτότητα χωρίς ελάφρυνση χρέους, για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους). Η «σοδειά» αυτής της άθλιας πολιτικής των ισχυρών της Ευρώπης είναι μία περισσότερο ασταθής ευρωζώνη, βυθισμένη ακόμα στην κρίση, με τη Γερμανία πλέον να εξετάζει στα σοβαρά σενάρια που ήθελε να αποφύγει, όπως αυτό ενός «Grexit». Ένας αιώνας και βάλε, και η κατάσταση παραμένει ίδια όπως την περιέγραφε η μαρξιστική σύλληψη: η αστική τάξη δεν είναι ικανή πλέον να ηγείται, και η εργατική τάξη δεν είναι ικανή, προς το παρόν, να ηγηθεί.

Το μεγαλύτερο λάθος της νέας κυβέρνησης συνίσταται ίσως στο γεγονός ότι η ευρωζώνη ήδη άλλαζε σταδιακά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ: όχι προς ένα κράτος-πρόνοιας αλλά, ας πούμε, προς το «μοντέλο Ομπάμα», λιγότερο αυστηρής λιτότητας με έμφαση στη θεσμική συνεισφορά προς τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (δεν υπονοείται εδώ ότι το μοντέλο αυτό είναι όντως καλύτερο για την εργατική τάξη και τους λαούς γενικότερα). Ο Ντράγκι ήδη δικαιωνόταν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον των γερμανών, κερδίζοντας το δικαίωμα εφαρμογής του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», και το αδιέξοδο του «γερμανικού μοντέλου» γινόταν εμφανές με την καθυστέρηση ανάκαμψης της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ευθυγραμμιστεί και να ενισχύσει μια πολιτική που ήδη λάμβανε χώρα, θέλησε να «μηδενίσει το κοντέρ» και να επιχειρήσει να αναδομήσει ολόκληρη την ευρωζώνη, ωσάν κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό απλώς με θεωρίες παιγνίων και διαπραγματευτικές τακτικές. Αντί να εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες αυτές τάσεις καθώς και τις αντιθέσεις εντός των «θεσμών», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συνενώσει τις δυνάμεις αυτές εναντίον του! Κι όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής με το «αντιμνημονιακό» προφίλ που είχε ήδη οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη συμμαχία με τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Μία καλύτερη εκτίμηση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης θα οδηγούσε πιθανώς τον ΣΥΡΙΖΑ να κλείσει το προηγούμενο πρόγραμμα όταν αυτό ήταν εφικτό και η οικονομία σε φάση ελαφριάς ανάκαμψης, και μόνο στη συνέχεια, σταδιακά, να ενισχύσει τις τάσεις αλλαγής προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Φοβόταν ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν ως προδοσία, οπότε επιδόθηκε σ’ αυτό το απείκασμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» μέχρι, υποτιθέμενα, να καταλάβει εντελώς ότι δεν μπορεί παρά να συνθηκολογήσει. Συνθηκολόγηση τέτοιας καθυστέρησης που οδήγησε στην οπισθοδρόμηση της χώρας, ωσάν με χρονομηχανή, πίσω στο 2012 (όσον αφορά την ύφεση, τα ελλείμματα, το επισφαλές τραπεζικό περιβάλλον κ.α.). Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε σε τακτικές μάρκετινγκ και πειθούς ώστε να φανεί ότι «παλεύει τουλάχιστον για το καλύτερο», τακτικές κακού λαϊκισμού που έθρεψαν τον εθνικισμό και αδυνάτισαν δραματικά την οικονομία.

Αλλά υπάρχουν όρια στην ανάλυση των θεμάτων αυτών. Μία ανασυγκροτημένη διεθνής Αριστερά ως σοβαρή και οργανωμένη πολιτική δύναμη είναι προϋπόθεση τόσο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μας σήμερα όσο και για να τον αλλάξουμε. Στο μέτρο που λείπει η προϋπόθεση αυτή, η υφιστάμενη Αριστερά θα εμπλέκεται σε μία σειρά από ατυχή γεγονότα, στον άχαρο ρόλο του κομφορμιστή που μονίμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία.

 

 

Τo 1966, o Gomulka απέβαλε τον Κολακόφσκι από το ΚΚ Πολωνίας, διότι υπερασπίστηκε την εξέγερση του 1956, η οποία επανέφερε τον Gomulka στην εξουσία. Έκτοτε, ο Κολακόφσκι απομακρύνθηκε από το τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας.

Η ιστορία είναι πλέον πολύ γνωστή για να σχολιαστεί. Χρειάζεται μόνο να παρατηρήσουμε πως ό,τι κάνουν οι ΗΠΑ στο Ιράν, στη Γουατεμάλα και στο Βιετνάμ, η ΕΣΣΔ το προσεγγίζει στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία• και πως αυτό που το ανατολικό μπλοκ κάνει στους εξέχοντες διανοούμενούς του, το προσεγγίζουν οι ΗΠΑ με δεκάδες νέους καθηγητές τους. Το σήμα κατατεθέν της εποχής μας βρίσκεται εν μέρει στην τιμή που περιβάλλει ένα συγκεκριμένο είδος ήττας.

Σε όλη την έκταση της συλλογής από την οποία έχει ληφθεί το ακόλουθο κείμενο, «Προς έναν μαρξιστικό ανθρωπισμό», ο σταθερός στοχασμός του Κολακόφσκι - νηφάλιος, ισορροπημένος, χωρίς ποτέ να εκπίπτει σε μεμψιμοιρία - θεματοποιεί ακριβώς το ως άνω αδιέξοδο. Στην ευγένειά του που δεν είναι ποτέ συναισθηματική, στην αποστασιοποίησή του που ουδέποτε εγκαταλείπεται, στη μοναξιά του που δεν είναι ποτέ απόμακρη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν αληθινό Καμύ].

Κάθε ανθρώπινο έργο είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ του υλικού και του εργαλείου. Τα εργαλεία δεν ανταποκρίνονται ποτέ ικανοποιητικά στα καθήκοντά τους και κανένα δεν είναι υπεράνω βελτίωσης. Εκτός από τις διαφορές στην ανθρώπινη επιδεξιότητα, η ατέλεια του εργαλείου και η αντίσταση του υλικού θέτουν από κοινού τα όρια που καθορίζουν το τελικό προϊόν. Ωστόσο, το εργαλείο οφείλει να αρμόζει στο υλικό, αδιάφορο πόσο αμυδρά, αν δεν πρόκειται να παραγάγει ένα τερατούργημα. Δεν μπορείς να καθαρίσεις σωστά τα δόντια σου με ένα γεωτρύπανο, ούτε να εκτελέσεις χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο με ένα μολύβι. Οποτεδήποτε έγιναν τέτοιες προσπάθειες, τα αποτελέσματα υπήρξαν πάντοτε λιγότερο από ικανοποιητικά.

Η Αριστερά ως άρνηση

Οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της ουτοπίας και της ιστορικής πραγματικότητας. Το εργαλείο της επανάστασης είναι η ουτοπία και το υλικό είναι η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία θέλει κάποιος να προσδώσει μια νέα μορφή. Και το εργαλείο οφείλει σε κάποιον βαθμό να αρμόζει προς την υπόσταση, εάν τα αποτελέσματα δεν πρόκειται να γίνουν καταγέλαστα.

Υφίσταται, εντούτοις, μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της εργασίας επί φυσικών αντικειμένων και της εργασίας επί της ιστορίας• διότι η τελευταία, η οποία αποτελεί την υπόσταση, παρέχει επιπλέον τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται ώστε να προσδώσουν μορφή στην εν λόγω υπόσταση. Οι ουτοπίες που επιχειρούν να προσδώσουν στην ιστορία μια νέα μορφή είναι και οι ίδιες ένα προϊόν της ιστορίας, ενώ η ιστορία καθ’ εαυτή παραμένει ανώνυμη. Γι’ αυτόν τον λόγο, ακόμη και αν τα εργαλεία αποδειχθούν χονδροειδώς ακατάλληλα για το υλικό, κανείς δεν πρέπει να κατηγορηθεί, και θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί οποιοσδήποτε υπεύθυνος.

Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αποτελεί ένα ανθρώπινο προϊόν. Μολονότι κανένα άτομο δεν είναι υπεύθυνο για τα αποτελέσματα μιας ιστορικής διαδικασίας, ωστόσο καθένας είναι υπεύθυνος για την προσωπική του εμπλοκή σε αυτήν. Ως εκ τούτου, καθένας είναι επίσης υπεύθυνος για τον ρόλο του στη διαμόρφωση των διανοητικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται επί της πραγματικότητας προκειμένου να τη μεταβάλλουν – για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας δεδομένης ουτοπίας και των χρησιμοποιούμενων μέσων για την πραγμάτωσή της.

Η κατασκευή μιας ουτοπίας είναι πάντοτε μια πράξη άρνησης προς μια υφιστάμενη πραγματικότητα, μια επιθυμία για τη μεταμόρφωσή της. Όμως, η άρνηση δεν αποτελεί το αντίθετο της κατασκευής – είναι μόνο το αντίθετο της κατάφασης των υφιστάμενων συνθηκών. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι πολύ λογικό να μεμφόμαστε κάποιον για την τέλεση μιας μάλλον καταστροφικής παρά μίας δημιουργικής πράξης• κάθε πράξη δημιουργίας συνιστά κατ’ ανάγκην μια άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Το πολύ, μπορεί κανείς να κατηγορήσει κάποιον πως δεν υποστηρίζει μια υφιστάμενη πραγματικότητα και πως επιθυμεί να την αλλάξει• ή, από την άλλη, για την άνευ όρων αποδοχή της, χωρίς την αναζήτηση αλλαγής• ή, τέλος, για την επιδίωξη επιζήμιων αλλαγών. Όμως, μια αρνητική στάση συνιστά μόνο το αντίθετο μίας συντηρητικής στάσης απέναντι στον κόσμο, με την άρνηση καθ’ εαυτή να αποτελεί απλώς μια επιθυμία για αλλαγή. Η διαφορά μεταξύ της καταστροφικής και της δημιουργικής εργασίας βρίσκεται σε μια λεκτική μυστικοποίηση που απορρέει από τα επίθετα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγράψουν τις αλλαγές, οι οποίες θεωρούνται είτε καλές είτε κακές. Κάθε αλλαγή συνιστά, πράγματι, μια πράξη εν ταυτώ θετική και αρνητική και αντίθετη μόνο προς την κατάφαση των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Η ανατίναξη ενός σπιτιού είναι εξίσου δημιουργική με την οικοδόμησή του – και την ίδια στιγμή είναι εξίσου αρνητική. Ασφαλώς, αυτό δεν σημαίνει πως είναι το ίδιο αν κάποιος καταστρέφει ή χτίζει ένα σπίτι. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πράξεις είναι πως η πρώτη, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποβαίνει επιζήμια για τους εμπλεκόμενους και η δεύτερη είναι σχεδόν πάντα επωφελής. Το αντίθετο της ανατίναξης ενός σπιτιού δεν είναι το χτίσιμο ενός νέου, αλλά η διατήρηση του ήδη υπάρχοντος.

Η ως άνω παρατήρηση θα χρησιμεύσει για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ο σκοπός των οποίων είναι να ορίσουν εγγύτερα το νόημα που αποδίδουμε στην έννοια της κοινωνικής Αριστεράς.

Η Αριστερά – και αυτή είναι μια αμετάβλητη και απαράγραπτη ποιότητά της, αν και επ’ ουδενί η μοναδική της – είναι ένα κίνημα άρνησης του υφιστάμενου κόσμου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο συνιστά, όπως έχουμε δει, μια δημιουργική δύναμη. Είναι, απλώς, μια επιδίωξη αλλαγής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά απορρίπτει την ένσταση πως το πρόγραμμά της είναι μόνο αρνητικό και όχι δημιουργικό.

Η Αριστερά μπορεί να ανταπεξέλθει στις μομφές που απευθύνονται στη δυνητική ζημία ή χρησιμότητα που μπορεί να επιφέρουν οι αρνήσεις της. Μπορεί, επιπλέον, να αντιμετωπίσει τη συντηρητική θέση που επιθυμεί να διαιωνίσει τα πράγματα όπως αυτά είναι. Δεν θα υπερασπιστεί τον εαυτό της, ωστόσο, απέναντι στην κατηγορία πως είναι αμιγώς αρνητική, διότι κάθε δημιουργικό πρόγραμμα είναι αρνητικό, και το αντίστροφο. Μια Αριστερά χωρίς ένα δημιουργικό πρόγραμμα δεν δύναται, συνεπώς, να έχει ένα αρνητικό πρόγραμμα, εφόσον αυτοί οι δύο όροι είναι συνώνυμοι. Αν δεν υπάρχει πρόγραμμα, δεν υπάρχει συγχρόνως ούτε άρνηση, ήτοι, δεν υπάρχει το αντίθετο της Αριστεράς – με άλλα λόγια, συντηρητισμός.

Η ουτοπία και η Αριστερά

Ωστόσο, το ενέργημα της άρνησης δεν προσδιορίζει αφ’ εαυτού την Αριστερά, καθώς υπάρχουν κινήματα με οπισθοδρομικούς σκοπούς. Ο χιτλερισμός ήταν η άρνηση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αριστερό. Σε χώρες που δεν ελέγχονται από τη Δεξιά, ένα ακραίο αντεπαναστατικό κίνημα αποτελεί πάντοτε την άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Συνεπώς, η Αριστερά ορίζεται από την άρνησή της, αλλά όχι μόνον από αυτήν· ορίζεται περαιτέρω από την κατεύθυνση της εν λόγω άρνησης, στην πραγματικότητα, από τη φύση της ουτοπίας της.

Χρησιμοποιώ τη λέξη «ουτοπία» σκοπίμως και όχι με το υποτιμητικό της νόημα, το οποίο εκφράζει την παράλογη έννοια πως όλες οι κοινωνικές αλλαγές αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός. Λέγοντας ουτοπία, εννοώ μια κατάσταση κοινωνικής συνείδησης, ένα νοητικό σύστοιχο του κοινωνικού κινήματος το οποίο αγωνίζεται για μια ριζοσπαστική αλλαγή στον κόσμο – ένα σύστοιχο καθ’ εαυτό αναντίστοιχο προς τις εν λόγω αλλαγές τις οποίες απλά αντανακλά με μια εξιδανικευμένη και ασαφή μορφή. Εμπλουτίζει το πραγματικό κίνημα με την αίσθηση της πραγμάτωσης ενός ιδανικού γεννημένου στο βασίλειο του καθαρού πνεύματος και όχι στην τρέχουσα ιστορική εμπειρία. Η ουτοπία, ως εκ τούτου, είναι μια μυστηριώδης συνείδηση μιας ενεργού ιστορικής τάσης. Για όσο χρόνο η τάση αυτή διαθέτει μόνο μια λαθραία ύπαρξη, χωρίς να βρίσκει έκφραση σε μαζικά κοινωνικά κινήματα, γεννά ουτοπίες με τη στενότερη έννοια, ήτοι, ατομικά κατασκευασμένα πρότυπα του κόσμου, όπως αυτός θα όφειλε να είναι. Όμως, μόλις η ουτοπία καθίσταται ενεργός κοινωνική συνείδηση, εισβάλλει στη συνείδηση ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος και καθίσταται μια από τις ουσιώδεις κινητήριες δυνάμεις του. Η ουτοπία, τότε, μεταβαίνει από την επικράτεια της θεωρητικής και ηθικής σκέψης στο πεδίο της πρακτικής σκέψης, και η ίδια αρχίζει να κυβερνά την ανθρώπινη δράση.

Ωστόσο, αυτό δεν την καθιστά πραγματοποιήσιμη. Η ουτοπία παραμένει πάντοτε ένα φαινόμενο του κόσμου της σκέψης· ακόμη και όταν υποβαστάζεται από την ισχύ ενός κοινωνικού κινήματος και, πιο σημαντικό, ακόμη και όταν εισδύει στη συνείδησή του, είναι αναντίστοιχη προς αυτό, καθόσον υπερβαίνει τις δυνατότητες του κινήματος. Είναι, τρόπον τινά, «παθολογική» (σύμφωνα με μια χαλαρή έννοια της λέξης, διότι η ουτοπική συνείδηση είναι πράγματι ένα φυσικό κοινωνικό φαινόμενο). Πρόκειται για μια στρεβλή προσπάθεια να επιβληθούν στόχοι σε ένα ιστορικό ρεαλιστικό κίνημα, οι οποίοι βρίσκονται πέραν της ιστορίας.
Παρ’ όλα αυτά – και αυτό είναι θεμελιώδες για μια κατανόηση των εσωτερικών αντιφάσεων των αριστερών κινημάτων – η Αριστερά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μια ουτοπία. Η Αριστερά παράγει ουτοπίες ακριβώς όπως το πάγκρεας απελευθερώνει ινσουλίνη – δυνάμει ενός εσωτερικού νόμου. Η ουτοπία είναι ο αγώνας για αλλαγές οι οποίες «ρεαλιστικά» δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν διαμέσου της άμεσης δράσης, οι οποίες κείτονται πέραν του προβλέψιμου μέλλοντος και ανθίστανται στον σχεδιασμό. Μολαταύτα, η ουτοπία είναι ένα εργαλείο της δράσης πάνω στην πραγματικότητα και τον σχεδιασμό της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αν μια ουτοπία αποδεικνύονταν τόσο μακρινή εν σχέσει προς την πραγματικότητα, ώστε η επιθυμία της επιβολής της να γίνεται γελοία, θα οδηγούσε σε μια τερατώδη παραμόρφωση, σε κοινωνικά επιζήμιες αλλαγές που θα απειλούσαν την ελευθερία του ανθρώπου. Η Αριστερά, αν επιτύγχανε, θα μετέπιπτε τότε στο αντίθετό της – στη Δεξιά. Αλλά τότε, επίσης, η ουτοπία θα έπαυε να είναι μια ουτοπία και θα καθίστατο ένα σύνθημα απολογητικό κάθε τρέχουσας πρακτικής.
Από την άλλη, η Αριστερά δεν δύναται να αποκηρύξει την ουτοπία· δεν μπορεί να παραιτηθεί από στόχους οι οποίοι είναι, επί του παρόντος, ανέφικτοι, αλλά προσδίδουν νόημα στις κοινωνικές αλλαγές. Μιλώ για την κοινωνική Αριστερά συνολικά, διότι, μολονότι η έννοια της Αριστεράς είναι σχετική – κάποιος είναι αριστερός μόνο σε σύγκριση με κάτι, όχι σε απόλυτους όρους – εντούτοις, το ακρότατο στοιχείο κάθε Αριστεράς είναι ένα επαναστατικό κίνημα. Το επαναστατικό κίνημα αποτελεί τη συμπερίληψη όλων των απώτατων αξιώσεων που εγείρονται επί της υφιστάμενης κοινωνίας. Αποτελεί μια καθολική άρνηση του υπάρχοντος συστήματος και, συνεπώς, αποτελεί επίσης ένα καθολικό πρόγραμμα. Ένα καθολικό πρόγραμμα είναι, πράγματι, μια ουτοπία. Μια ουτοπία είναι ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της επαναστατικής Αριστεράς· η τελευταία είναι το αναγκαίο προϊόν της κοινωνικής Αριστεράς συνολικά.

Ωστόσο, γιατί αποτελεί η ουτοπία μια συνθήκη όλων των επαναστατικών κινημάτων; Διότι πολλή ιστορική εμπειρία, λιγότερο ή περισσότερο θαμμένη στην κοινωνική συνείδηση, μας λέει πως οι στόχοι που είναι επί του παρόντος ανέφικτοι δεν θα επιτευχθούν ποτέ, αν δεν αρθρωθούν όσο είναι ακόμη απραγματοποίητοι. Κάλλιστα, το αδύνατο σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να καταστεί δυνατό μόνο αν διατυπωθεί σε έναν χρόνο κατά τον οποίο είναι αδύνατο. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, μια σειρά μεταρρυθμίσεων δεν θα επιτύχουν ποτέ τους στόχους μιας επανάστασης. Ένα συνεπές μεταρρυθμιστικό κόμμα δεν θα γίνει ποτέ αδιόρατα η εκπλήρωση μιας επανάστασης. Η ύπαρξη μιας ουτοπίας ως ουτοπίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση ώστε τελικά αυτή να πάψει να είναι μια ουτοπία.

Ένα επαναστατικό κίνημα δεν δύναται να γεννηθεί ταυτόχρονα με την πράξη της επανάστασης, διότι, χωρίς ένα επαναστατικό κίνημα να προηγείται αυτής, η επανάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να λάβει χώρα. Στον βαθμό που η επαναστατική πράξη δεν έχει ολοκληρωθεί ή δεν είναι αδιαμφισβήτητα και ξεκάθαρα έκδηλη, είναι μια ουτοπία. Για το σημερινό προλεταριάτο της Ισπανίας μια σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί μια ουτοπία• ωστόσο, το ισπανικό προλεταριάτο δεν θα επιτύχει ποτέ μια επανάσταση, αν δεν την εξαγγέλλει ενόσω είναι αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο η παράδοση κατέχει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στο επαναστατικό κίνημα: το κίνημα δεν θα γνώριζε ποτέ νίκες, αν δεν είχε σε προηγούμενες φάσεις υποφέρει αναπόφευκτες ήττες – εάν δεν είχε ξεκινήσει την επαναστατική δραστηριότητα, όταν η ιστορική κατάσταση απέκλειε την επιτυχία.

Η επιθυμία για επανάσταση δεν είναι δυνατό να γεννηθεί μόνο όταν η κατάσταση είναι ώριμη, διότι μεταξύ των όρων αυτής της ωριμότητας περιλαμβάνονται οι επαναστατικές αξιώσεις που προβάλλονται σε μια ανώριμη πραγματικότητα. Η διαρκής επιρροή της κοινωνικής συνείδησης συνιστά έναν από τους αναγκαίους όρους για την ωρίμανση της ιστορίας μέχρι το σημείο της ριζοσπαστικής μεταβολής• η ουτοπία συνιστά προϋπόθεση των κοινωνικών εξεγέρσεων ακριβώς όπως οι μη ρεαλιστικές προσπάθειες αποτελούν την προϋπόθεση των ρεαλιστικών. Γι’ αυτόν τον λόγο η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή συμμετοχή σε αλλαγές που ήδη συντελούνται• δεν μπορεί απλώς να ακολουθεί τα γεγονότα, αλλά οφείλει να προπορεύεται αυτών σε μια στιγμή κατά την οποία αυτά δεν είναι ούτε σχεδιασμένα ούτε αναμενόμενα.

Συνεπώς – και αυτό αποτελεί ένα στοιχειώδες πρακτικό συμπέρασμα – η Αριστερά δεν ενοχλείται αν κατηγορηθεί πως πασχίζει για μια ουτοπία. Ίσως οφείλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην κατηγορία πως το περιεχόμενο της ουτοπίας της είναι επιζήμιο για την κοινωνία, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει απέναντι στην κατηγορία πως είναι ουτοπική.

Η Δεξιά, ως μια συντηρητική δύναμη, δεν χρειάζεται την ουτοπία• η ουσία της είναι η κατάφαση των υφιστάμενων συνθηκών – ένα γεγονός και όχι μια ουτοπία – ή αλλιώς η επιθυμία επιστροφής σε μια κατάσταση η οποία αποτελούσε κάποτε συντελεσμένο γεγονός. Η Δεξιά πασχίζει να εξιδανικεύσει τις παρούσες συνθήκες, όχι να τις αλλάξει. Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι η εξαπάτηση, όχι η ουτοπία.

Η Αριστερά δεν δύναται να παραιτηθεί από την ουτοπία, διότι αυτή αποτελεί μια πραγματική δύναμη ακόμη και όταν είναι απλώς ουτοπία. Η εξέγερση των Γερμανών χωρικών του 16ου αιώνα, το κίνημα των μπαμπεφικών και η παρισινή Κομμούνα υπήρξαν όλα ουτοπικά. Όπως αποδείχθηκε, χωρίς τέτοιες ουτοπικές δραστηριότητες, καμία μη ουτοπική, προοδευτική κοινωνική αλλαγή δεν θα είχε συντελεστεί. Προφανώς, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το έργο της Αριστεράς είναι να αναλαμβάνει ακραίες δράσεις σε κάθε ιστορική συγκυρία. Αυτό που λέμε συνίσταται μόνο στο ότι η καταδίκη της ουτοπίας για το απλό γεγονός πως είναι ουτοπία αποτελεί δεξιά θέση, είναι συντηρητική και παρεμποδίζει οριστικά την προοπτική της δημιουργίας μιας ουτοπίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν διατυπώνουμε επί του παρόντος κοινωνικά καθήκοντα. Εξετάζουμε την έννοια της Αριστεράς εντελώς αφηρημένα, επιχειρώντας να κάνουμε διαπιστώσεις και όχι αξιωματικές παραδοχές. Στον βαθμό που η Αριστερά συνιστά ένα «φυσιολογικό» κοινωνικό φαινόμενο όπως η Δεξιά και τα προοδευτικά κινήματα είναι όσο φυσιολογικά είναι και τα αντιδραστικά, είναι εξίσου φυσιολογικό για την Αριστερά, η οποία συνιστά μειοψηφία, να διώκεται από τη Δεξιά.

Η Αριστερά και οι κοινωνικές τάξεις

Η έννοια της Αριστεράς παραμένει ασαφής ως τις μέρες μας. Αν και μόνον 150 ετών περίπου, έχει αποκτήσει καθολικές ιστορικές διαστάσεις και εφαρμόζεται στην αρχαία ιστορία δυνάμει μιας διάχυσης του νοήματος, κοινής σε όλες τις γλώσσες. Στη γενική του χρήση, ο όρος έχει μια πρακτική λειτουργία, αλλά το νόημα του καθίσταται πολύ σκοτεινό, στηριζόμαστε περισσότερο στη διαίσθηση παρά στην κατανόηση. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: είναι περισσότερο εύκολο να πει κανείς ποια κινήματα, προγράμματα και στάσεις είναι αριστερά εν σχέσει προς άλλα, παρά να καθορίσει πού τελειώνει η Αριστερά και πού αρχίζει η Δεξιά στις σχέσεις πολιτικής ισχύος μέσα στο όλον της κοινωνικής δομής. Μιλάμε για μια Αριστερά εντός του χιτλερικού κόμματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, πως η γερμανική Δεξιά περιορίζονταν στη Δεξιά του εν λόγω κόμματος και πως οτιδήποτε άλλο, περιλαμβανομένης της αριστερής πτέρυγάς του, ήταν η Αριστερά με μια απόλυτη έννοια. Η κοινωνία δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μια Δεξιά και σε μια Αριστερά. Μια αριστερή στάση απέναντι σε ένα κίνημα δύναται να συνδέεται με μια δεξιά στάση απέναντι σε ένα άλλο. Μόνο στη σχετικότητα της σημασίας τους έχουν νόημα αυτές οι λέξεις.

Όμως τι εννοούμε όταν λέμε πως ένα κίνημα ή μια στάση είναι αριστερό σε σχέση προς ένα άλλο; Πιο συγκεκριμένα, ποια πτυχή της έννοιας της Αριστεράς ισχύει σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις; Για παράδειγμα, τι εννοούμε όταν μιλάμε για την Αριστερά στο Ριζοσπαστικό Κόμμα της Γαλλίας, ή για τη σοσιαλδημοκρατική, την καθολική ή την κομμουνιστική Αριστερά; Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο στη λέξη που χρησιμοποιείται σε τόσο διαφορετικά συγκείμενα; Ή δηλώνουμε απλώς πως κάθε πολιτική κατάσταση αποκαλύπτει κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα την οποία είτε εγκρίνουμε είτε θεωρούμε ως τη λιγότερο απεχθή, και την οποία επομένως αποκαλούμε «Αριστερά»; (Λέω «αποκαλούμε», διότι η Αριστερά χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ενώ η Δεξιά αντιμάχεται αυτήν τη διαίρεση συστηματικά – και επί ματαίω, διότι ο αυτοπροσδιορισμός της Αριστεράς είναι αρκετά ισχυρός ώστε να ορίσει τη Δεξιά, και, εν πάσει περιπτώσει, να καθιερώσει την ύπαρξη της διαχωριστικής γραμμής.)

Χωρίς αμφιβολία, επειδή έχει αποκτήσει μια θετική αύρα, ο όρος «Αριστερά» συχνά υιοθετείται από αντιδραστικές ομάδες. Για παράδειγμα, υπάρχει η «Ευρωπαϊκή Αριστερά», ένα πολιτικό παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Συνεπώς, η απλή χρήση του όρου δεν προσδιορίζει την Αριστερά. Οφείλουμε να αναζητήσουμε άλλους οδοδείκτες που θα μας βοηθήσουν να σταθεροποιήσουμε τη θέση μας σε αυτήν την ομιχλώδη περιοχή. Συνθήματα όπως «ελευθερία» και «ισότητα» ανήκουν, βεβαίως, στην παράδοση της Αριστεράς• όμως έχουν χάσει το νόημά τους από τη στιγμή που κατέστησαν καθολικά συνθήματα στα οποία καθένας αποδίδει τη δική του αυθαίρετη ερμηνεία. Με το πέρασμα του χρόνου, η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια. Διότι, όσο περισσότερο επηρεάζει την κοινωνική συνείδηση, τόσο περισσότερο τα συνθήματά της αποκτούν μια θετική αύρα, τόσο περισσότερο τα οικειοποιείται η Δεξιά και αυτά χάνουν την ορισμένη τους σημασία. Κανείς σήμερα δεν αντιτίθεται σε έννοιες όπως «ελευθερία» και «ισότητα»• αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να καταστούν εργαλεία εξαπάτησης, ύποπτες, εκτός εάν εξηγηθούν. Και, ακόμη χειρότερα, η λέξη «σοσιαλισμός» έχει, επίσης, αποκτήσει πολλές σημασίες.

Φυσικά, είναι αρκετά εύκολο να ορίσουμε την Αριστερά με γενικούς όρους, όπως μπορούμε να ορίσουμε την «πρόοδο». Ωστόσο, οι γενικοί ορισμοί είναι κατ’ ανάγκην παραπλανητικοί και είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένες συζητήσεις. Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως η «αριστεροσύνη» είναι ο βαθμός συμμετοχής στη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης που πασχίζει να εξαλείψει όλες τις συνθήκες στις οποίες η δυνατότητα της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών παρεμποδίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Από έναν τέτοιο ορισμό συνάγουμε έναν ορισμένο αριθμό εξίσου γενικών συνθημάτων τα οποία είναι τόσο καθολικώς αποδεκτά ώστε δεν είναι χρήσιμα για την εδραίωση πολιτικών διαχωρισμών. Οι έννοιες της Αριστεράς, της προόδου και της ελευθερίας βρίθουν εσωτερικών αντιφάσεων• οι πολιτικές διενέξεις δεν προκύπτουν από την απλή αποδοχή ή απόρριψη των εννοιών.

Ως εκ τούτου, αντί να κατασκευάσουμε μια εύκολη, αν και αναποτελεσματική, έννοια Αριστεράς εφαρμόσιμη σε όλες τις εποχές, ας αποδεχθούμε την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα ως δεδομένη και ας αναζητήσουμε τις βασικές συγκρούσεις που προσδιορίζουν την τρέχουσα ιστορία. Αυτές είναι, πρωτίστως, ταξικές συγκρούσεις, και, δευτερευόντως, πολιτικές. Ωστόσο, η πολιτική μάχη δεν ταυτίζεται πλήρως με το πρότυπο των ταξικών σχέσεων• δεν είναι ένα αντίγραφό τους που βρίσκει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων. Αυτό συμβαίνει διότι οι ταξικές διαιρέσεις δεν είναι οι μοναδικές και διότι οι τάξεις καθ’ εαυτές καθίστανται περισσότερο, και όχι λιγότερο, πολύπλοκες, καθώς διασπώνται εκ των έσω από την εθνικότητα και την ιδεολογία. Τέλος, υπάρχουν πολιτικές διαιρέσεις, στον βαθμό που αυτές αποκτούν ποικίλες μορφές αυτονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική ζωή δεν μπορεί να αντανακλά τις ταξικές συγκρούσεις καθαρά και άμεσα, αλλά, τουναντίον, ακόμη περισσότερο έμμεσα και συγκεχυμένα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήταν διαφορετικά – αν ήταν, όλες οι ιστορικές συγκρούσεις θα είχαν επιλυθεί αιώνες πριν. Γι’ αυτόν τον λόγο η δήλωση πως κάποιος πρέπει να ανήκει στην Αριστερά χάριν της εργατικής τάξης δεν ισχύει πάντοτε. Από τη μια πλευρά, χαρακτηριστικό της Αριστεράς είναι ότι δεν επιχειρεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες των ανθρώπων ενάντια στη βούλησή τους και ότι δεν τους αναγκάζει να αποδέχονται οφέλη που δεν επιθυμούν. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη μιας δεδομένης χώρας μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον εθνικισμό, ωστόσο η Αριστερά δεν θα υποστηρίξει εθνικιστικές διεκδικήσεις• αλλού, η εργατική τάξη είναι δυνατόν να έχει βαθιές ρίζες στη θρησκευτική παράδοση, ωστόσο η Αριστερά είναι ένα κοσμικό κίνημα. Ακόμη και πραγματικά άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορεί να αντιτίθενται προς τα αιτήματα της Αριστεράς. Για παράδειγμα, για πολύ καιρό οι Άγγλοι εργάτες είχαν οφέλη από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση – ωστόσο η Αριστερά είναι εχθρός της αποικιοκρατίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά δεν μπορεί να οριστεί λέγοντας πως αυτή θα πρέπει πάντοτε, σε κάθε περίπτωση, να υποστηρίζει κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης, ή πως είναι πάντα στο πλευρό της πλειοψηφίας. Η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί στο επίπεδο των ιδεών, ομολογώντας πως σε πολλές περιστάσεις θα βρεθεί στη μειοψηφία. Μολονότι στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχει αριστερή στάση ανεξάρτητη από τον αγώνα για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, μολονότι καμία αριστερή θέση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί έξω από την ταξική δομή, και, μολονότι μόνο ο αγώνας των καταπιεσμένων μπορεί να καταστήσει την Αριστερά μια υλική δύναμη, εντούτοις, η Αριστερά πρέπει να οριστεί με διανοητικούς, και όχι με ταξικούς, όρους. Αυτό προϋποθέτει πως η συγκεκριμένη διανοητική ζωή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα πιστό αντίγραφο των ταξικών συμφερόντων.

Πάνω σε αυτήν τη βάση μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της θέσης της Αριστεράς σε διάφορες κοινωνικές συνθήκες:
Στις καπιταλιστικές χώρες η μάχη της Αριστεράς είναι να καταργήσει όλα τα κοινωνικά προνόμια. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, είναι να αφαιρέσει τα προνόμια που έχουν αναπτυχθεί μέσα σε μη καπιταλιστικές συνθήκες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις μορφές αποικιακής καταπίεσης. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, αξιώνει την κατάργηση των ανισοτήτων, των διακρίσεων και τις εκμετάλλευσης ορισμένων χωρών από άλλες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται ενάντια στους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Το ίδιο κάνει και στις μη καπιταλιστικές χώρες. Στις μεν και στις δε η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις αντιφάσεις της ελευθερίας που αναδύονται σε αμφότερες μορφές των κοινωνικών συνθηκών: μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να προωθήσει το αίτημα για ανεκτικότητα χωρίς να στραφεί έναντι της ίδιας της ιδέας της ανεκτικότητας; Πώς μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι η ανεκτικότητα δεν θα οδηγήσει στη νίκη εκείνων των δυνάμεων που θα καταπνίξουν την αρχή της ανεκτικότητας; Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα όλων των αριστερών κινημάτων. Προφανώς, είναι επίσης αληθές πως η Αριστερά μπορεί να κάνει λάθη και να δρα αναποτελεσματικά, και έτσι να δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία είναι εχθρική προς την ίδια. Ωστόσο, η λανθασμένη τακτική δεν αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της Αριστεράς, διότι, όπως έχουμε πει, τα κριτήριά της τίθενται στο ιδεολογικό επίπεδο.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται για την εκκοσμίκευση της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι αληθές και για τις μη καπιταλιστικές χώρες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η καταστροφή κάθε ρατσισμού είναι ένα ουσιώδες τμήμα της θέσης της Αριστεράς. Ομοίως στις μη καπιταλιστικές χώρες.

Η Αριστερά αγωνίζεται παντού ενάντια στην εισβολή κάθε είδους σκοταδισμού στην κοινωνική ζωή· μάχεται για τη νίκη της έλλογης σκέψης, η οποία δεν αποτελεί επ’ ουδενί πολυτέλεια που φυλάσσεται για τους διανοούμενους, αλλά ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής προόδου αυτού του αιώνα. Χωρίς αυτήν [την έλλογη σκέψη] κάθε μορφή προόδου καθίσταται παρωδία των δικών της προϋποθέσεων.

Τέλος, σε αμφότερα συστήματα, η Αριστερά δεν αποκλείει τη χρήση βίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο, αν και η χρήση βίας δεν αποτελεί ανακάλυψη της Αριστεράς, αλλά μάλλον μια αναπόφευκτη μορφή κοινωνικής ύπαρξης. Η Αριστερά αποδέχεται την αντινομία της βίας, αλλά μόνον ως αντινομία και όχι ως δώρο της μοίρας. Η Αριστερά είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με τα ιστορικά δεδομένα οπουδήποτε, όμως απορρίπτει τους ιδεολογικούς συμβιβασμούς, δηλαδή δεν παραιτείται του δικαιώματος να διακηρύττει τις βασικές αρχές της ύπαρξής της ανεξάρτητα από την πολιτική της τακτική.

Η Αριστερά είναι ελεύθερη από το αίσθημα του ιερού· στερείται του αισθήματος της ιερότητας απέναντι σε οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση. Λαμβάνει τη θέση ενός μόνιμου αναθεωρητισμού απέναντι στην πραγματικότητα, κατά τον τρόπο που η Δεξιά λαμβάνει μια θέση οπορτουνισμού εν αναφορά προς τον κόσμο όπως αυτός είναι. Η Δεξιά είναι η ενσάρκωση της αδράνειας της ιστορικής πραγματικότητας – γι’ αυτό και είναι όσο αιώνια είναι και η Αριστερά.

Σε αμφότερα τα συστήματα η Αριστερά πασχίζει να στηρίξει τις προσδοκίες της στην εμπειρία και τις εξελικτικές τάσεις της ιστορίας, ενώ η Δεξιά αποτελεί την έκφραση της συνθηκολόγησης με την κατάσταση της στιγμής. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δύναται να έχει πολιτική ιδεολογία, ενώ η Δεξιά δεν έχει τίποτα παρά μόνο τακτική.

Εντός του πλαισίου των δύο συστημάτων, η Αριστερά γνωρίζει πως κάθε ανθρώπινη ελευθερία ικανοποιεί μια ειδική ανάγκη, αλλά πως υπάρχει επιπλέον και μια ανάγκη για την ελευθερία ως τέτοια.

Η Αριστερά δεν φοβάται την ιστορία. Πιστεύει στη μεταβλητότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης φύσης – στη δυνατότητα να τις αλλάξει. Εντός και των δύο στρατοπέδων απορρίπτει κάθε ταπεινοφροσύνη ενώπιον των υφιστάμενων καταστάσεων, αρχών, δογμάτων, της πλειοψηφίας, των προκαταλήψεων ή των υλικών πιέσεων.

Σε αμφότερα [τα συστήματα], η Αριστερά – χωρίς να αποκλείει τη χρήση της βίας, χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτήν και χωρίς να την αποκαλεί «αγωγή» ή «αγαθοεργία» ή «μέριμνα για τα παιδιά», κλπ. – παρ’ όλα αυτά απορρίπτει κάθε μέσο πολιτικής σύγκρουσης που οδηγεί σε ηθικές συνέπειες που αντιφάσκουν με τις δικές της προκείμενες.

Όλη αυτήν την ώρα περιέγραφα την Αριστερά ως μια ορισμένη ιδεολογική και ηθική στάση. Διότι η Αριστερά δεν συνιστά ένα μοναδικό, πολιτικά καθορισμένο κίνημα ή κόμμα ή ομάδα κομμάτων. Η Αριστερά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό το οποίο, κατά το μάλλον ή ήττον, μπορεί να υπηρετήσει συγκεκριμένα κινήματα ή κόμματα, όπως και δεδομένα άτομα και ανθρώπινες δραστηριότητες, στάσεις και ιδεολογίες. Κάποιος μπορεί να είναι αριστερός από μια άποψη και όχι από μια άλλη. Σπάνια απαντώνται πολιτικά κινήματα τα οποία είναι εξ ολοκλήρου αριστερά από κάθε άποψη και καθ’ όλη την πορεία της ύπαρξής τους. Ένας αριστερός μπορεί να συμμετέχει στον πολιτικό αγώνα και να είναι πολιτικός σε ένα αριστερό κόμμα, ενώ να αρνείται να εγκρίνει πράξεις και γνώμες [στο κόμμα ή του κόμματος] που είναι ξεκάθαρα εχθρικές έναντι μιας αριστερής στάσης. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει πως η αριστερή θέση δεν οδηγεί σε εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις.

Γι’ αυτούς του λόγους η Αριστερά, ως τέτοια και ως ολότητα, δεν μπορεί να είναι ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα. Η Αριστερά είναι πάντοτε στα αριστερά από ορισμένες απόψεις εν σχέσει προς μερικά πολιτικά κινήματα. Κάθε κόμμα έχει την αριστερή του πτέρυγα, ένα ρεύμα το οποίο είναι περισσότερο προς τα αριστερά από το υπόλοιπο κόμμα εν αναφορά προς κάποιο χαρακτηριστικό που μπορεί να αναφερθεί ως παράδειγμα. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει πως αν όλα τα αριστερά στοιχεία όλων των κομμάτων ληφθούν μαζί σχηματίζουν ένα ενιαίο κίνημα, ούτε πως συνδέονται στενότερα μεταξύ τους παρά με το κόμμα που τα γέννησε. Αυτό θα ίσχυε αν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να είναι αριστερά από κάθε άποψη· όμως σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα αποτελούσαν, καταρχάς, τμήματα τόσο πολλών διαφορετικών κομμάτων με τόσο ποικίλα προγράμματα. Η αριστερή πτέρυγα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων έχει, κατά κανόνα, απείρως περισσότερα κοινά με αυτά, παρά με τη σοσιαλιστική Αριστερά, εντούτοις αποτελεί τη χριστιανοδημοκρατική αριστερά ακριβώς σε αυτήν τη βάση. Η «αριστεροσύνη» της δύναται να καταδειχθεί από μια στάση επί του ενός ή του άλλου πραγματικού πολιτικού προβλήματος, η οποία, τη συγκεκριμένη στιγμή, τη φέρνει πιο κοντά στην Αριστερά άλλων κομμάτων – για παράδειγμα, μια καταδίκη της αποικιοκρατίας ή του ρατσισμού. Από την άλλη πλευρά, οι διεκδικήσεις της Αριστεράς ικανοποιούνται σε ποικίλους βαθμούς από διαφορετικά κόμματα, τα οποία γι’ αυτόν τον λόγο καλούνται, περισσότερο ή λιγότερο, αριστερά.

Η Αριστερά και ο κομμουνισμός στην Πολωνία

Μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα αμιγές κόμμα της Αριστεράς, και αν ναι, πότε; Είναι τέτοιο το κομμουνιστικό κόμμα; Εφόσον δεν μπορούμε επί του παρόντος να καθορίσουμε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, ας εξετάσουμε αυτό το ερώτημα σε σχέση με το ΚΚ Πολωνίας.

Για πολύ καιρό η διαίρεση σε Αριστερά και Δεξιά στο κόμμα δεν υπήρχε, παρόλο που κάποια μέλη ήταν κατά το μάλλον ή το ήττον στα αριστερά. Δεν υπήρχε διότι το κόμμα στερούνταν οποιαδήποτε πραγματική πολιτική ζωή, διότι η ιδεολογία του δεν αναπτύχθηκε από τη δική του ιστορική εμπειρία, αλλά σε μεγάλο βαθμό του επιβλήθηκε ανεξάρτητα από την εμπειρία. Η διαίρεση σε μια Αριστερά και σε μια Δεξιά δημιουργήθηκε μόνον όταν εμφανίστηκε η πολιτική ζωή του κόμματος.

Η διάσπαση συνέβη σύμφωνα με θέσεις πάνω σε ζητήματα που πάντοτε διχάζουν ένα κίνημα σε μια Αριστερά και μια Δεξιά. Η Αριστερά του κόμματος σχηματίστηκε από αυτούς που αγωνίζονταν να καταργήσουν τα προνόμια κάθε μορφής στην κοινωνική ζωή, να αναγνωρίσουν την αρχή της ισότητας στις συμφωνίες μεταξύ των εθνών και να αντιταχθούν στον ντόπιο και ξένο εθνικισμό, διαφυλάσσοντας το δικαίωμα να τον αποκαλούν με το αληθινό όνομα του εθνικισμού. Η Αριστερά υποστηρίζει την κατάργηση, χωρίς εξαπατήσεις, όλων των ειδών του αντισημιτισμού στην Πολωνία, υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου και της συζήτησης, τη νίκη ενάντια στο δόγμα και στην ανιαρή, δογματική ή κατ’ άλλον τρόπο μαγική σκέψη στην πολιτική, τη νομιμότητα στις δημόσιες σχέσεις, τη μέγιστη αύξηση του ρόλου της εργατικής τάξης εντός του συστήματος της διακυβέρνησης, την κατάργηση της ανομίας της αστυνομίας. Μάχεται ενάντια στο να αποκαλούνται τα εγκλήματα «κομμουνισμός» και οι γκάνγκστερ «κομμουνιστές» – και ενάντια σε χιλιάδες άλλα πράγματα.

Παραθέτω αυτά τα θέματα συνοπτικά, χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες, μόνο για να καταδείξω πως την κατεύθυνση των αλλαγών που σκόπευαν να οδηγήσουν στον θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ενέπνευσε στο κόμμα η Αριστερά του, της οποίας οι διεκδικήσεις σε όλα τα ζωτικά ζητήματα συμπεριλαμβάνονται σε αυτό που αποκαλούμε αριστερή θέση. Η Δεξιά του Κόμματος αποτελείται από τις δυνάμεις της σταλινικής αδράνειας, υπερασπιζόμενη ένα σύστημα βασισμένο σε αρχές που αποκηρύσσουν την πολωνική κυριαρχία χάριν ενός ξένου εθνικισμού. Υποστηρίζει τη δικτατορία δογματικών σχημάτων στην πνευματική ζωή, τη δικτατορία της αστυνομίας στη δημόσια ζωή και τη στρατιωτική δικτατορία στην οικονομική ζωή. Καταστέλλει την ελευθερία του λόγου και χρησιμοποιεί την ορολογία της διακυβέρνησης του λαού ώστε να συγκαλύψει τη διακυβέρνηση από έναν πολιτικό μηχανισμό ο οποίος παραβλέπει τη γνώμη του λαού και τις ανάγκες του. Οι δυνάμεις του σταλινισμού μέσα στο Κόμμα ήταν και είναι μια συγκέντρωση όλων των θεμελιωδών χαρακτηριστικών που ορίζουν τη Δεξιά, τον συντηρητισμό και την αντίδραση.

Ωστόσο, η Αριστερά του ΚΚΠ βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη θέση, στην οποία οι πολιτικές τάσεις δεν καλύπτουν μια ενιαία αδιάσπαστη κλίμακα «από τα αριστερά στα δεξιά», αλλά βρίθουν περιπλοκών. Οι δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται μεταξύ δύο δεξιών τάσεων: την αντίδραση εντός του Κόμματος και την παραδοσιακή αντίδραση. Αυτή είναι μια καινούρια ιστορική εξέλιξη, η επίγνωση της οποίας εμφανίστηκε μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια. Μέχρι σήμερα αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο φαινόμενο, όμως οι επιπλοκές του είναι διεθνείς. Θα απέχουμε από την περιγραφή των ιστορικών αιτίων αυτής της κατάστασης, η οποία σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής της δημιούργησε μια κρίση στο κομμουνιστικό κίνημα, και απλώς θα υποστηρίξουμε πως η Νέα Αριστερά έκανε την εμφάνισή της στο κίνημα μόλις έγινε προφανές πως υπήρχε μια Νέα Δεξιά. Δεν θα πραγματευθούμε επί του παρόντος το ερώτημα για το πώς ακριβώς η Παλαιά Αριστερά εκφυλίστηκε και επιβίωσε με τη μορφή μιας Δεξιάς – μια διαδικασία για την οποία η ιστορία του σταλινισμού προσπορίζει ένα διδακτικό παράδειγμα – όμως, δεν φαίνεται πως η ως άνω διαδικασία προκλήθηκε από το απλό γεγονός της ανάληψης της εξουσίας από την Αριστερά. Τουτέστιν, δεν φαίνεται πως η Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο σε μια αντιπολιτευτική θέση, ή πως η κατοχή της εξουσίας είναι ασύμβατη με τη φύση της Αριστεράς και οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή της.

Μολονότι η άρνηση της πραγματικότητας είναι μέρος της φύσης της Αριστεράς, δεν συνεπάγεται αναγκαία πως η πραγματικότητα οφείλει πάντα να είναι αντίθετη προς τις αξιώσεις της Αριστεράς. Αληθεύει ότι η ιστορία παρέχει αναρίθμητες εμπειρίες που μοιάζουν να συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας άποψης και μας δελεάζουν να αντικρύσουμε την Αριστερά ως καταδικασμένη να αποτελεί μια «αιώνια αντιπολίτευση». Εντούτοις, με την πάροδο των ετών, η ιστορία έγινε μάρτυρας πολλών υποχωρήσεων σε σχέση με αιτήματα (για παράδειγμα, την ισότητα απέναντι στον νόμο) τα οποία ακολούθως, έπειτα από αιώνες δυστυχίας και ήττας, έγιναν πραγματικότητα. Η αγάπη του μαρτυρίου και οι ηρωισμοί είναι τόσο ξένα για την Αριστερά, όσο ο οπορτουνισμός σε μια τρέχουσα κατάσταση ή η αποκήρυξη ουτοπικών στόχων. Η Αριστερά διαμαρτύρεται ενάντια στον υφιστάμενο κόσμο, αλλά δεν λαχταρά το κενό. Συνιστά ένα εκρηκτικό φορτίο που διαρρηγνύει τη σταθερότητα της κοινωνικής ζωής, αλλά δεν είναι ένα κίνημα προς το τίποτα.

Οι αδυναμίες της Αριστεράς

Η κύρια αδυναμία της Αριστεράς δεν υπήρξε το ότι αναδύθηκε από την άρνηση, αλλά ότι η άρνησή της έφτασε μόνο ως το επίπεδο της ηθικής διαμαρτυρίας και όχι της πρακτικής σκέψης. Μια αριστερή στάση η οποία σταματά στο στάδιο της ηθικής εμπειρίας έχει μικρό πρακτικό αποτέλεσμα. Η πονοψυχία [“Bleeding-heartism”] δεν αποτελεί πολιτική θέση.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό, το οποίο ήταν αναπόφευκτο στις δικές μας περιστάσεις, ήταν πως η Αριστερά δεν μπορούσε να αποτελεί ένα οργανωμένο κίνημα, παρά μόνο μια ασαφή, κατακερματισμένη, αρνητική συνείδηση αντιτιθέμενη στη Δεξιά, η οποία [Δεξιά] δεν δεσμευόταν από ενδοιασμούς πίστης αναφορικά προς τον σχηματισμό φραξιών εντός του Κόμματος. Τοιουτοτρόπως, η Αριστερά δεν κατέστη ένα πολιτικό κίνημα με την αληθινή έννοια, αλλά απλώς το άθροισμα αυθόρμητων ηθικών στάσεων.

Μια αδυναμία της Αριστεράς προκλήθηκε από τις οπισθοδρομικές συνθήκες στη διεθνή κατάσταση. Δεν θα υπεισέλθω στις λεπομέρειές της, όμως αυτή ευνοούσε ιδιαίτερα τις δεξιές δραστηριότητες.

Άλλες αδυναμίες της Αριστεράς αποτέλεσαν εκείνα τα συστατικά στοιχεία της άμεσης κατάστασης από τα οποία οι προσπάθειες της Δεξιάς μπορούσαν να αντλήσουν δύναμη. Η Δεξιά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό για τη χρήση κάθε είδους δημαγωγίας, κάθε πολιτικού και ιδεολογικού συνθήματος που θα την καθιστούσε ικανή να κυριαρχήσει στη δεδομένη κατάσταση. Όταν είναι αναγκαίο, χρησιμοποιεί τον αντισημιτισμό ώστε να κερδίσει έναν ορισμένο αριθμό συμμάχων μεταξύ των φανατικών εντός ή εκτός του κόμματος. Πρωταρχικά, η Δεξιά κυνηγά την εξουσία. Στη μάχη για την εξουσία (την οποία, για παράδειγμα, δεν κατέχει σήμερα στην Πολωνία) είναι προετοιμασμένη να προωθήσει οποιαδήποτε αριστερά συνθήματα θεωρεί πως θα προκαλέσουν το λαϊκό ενδιαφέρον. Ας μιλήσουμε ανοιχτά: η περιφρόνηση για την ιδεολογία είναι η δύναμη της Δεξιάς, διότι της επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στην πράξη και την αυθαίρετη χρήση οποιουδήποτε λεκτικού προσωπείου διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Η Δεξιά στηρίζεται όχι μόνο από την αδράνεια των παλαιών ηθών και θεσμών, αλλά και από τη δύναμη του ψεύδους· σε μικρό βαθμό, είναι αλήθεια, ωστόσο αρκετά ώστε να της επιτρέψει να ελέγξει την κατάσταση. Κάποια δεδομένη στιγμή αυτά τα ιδεολογικά συνθήματα αποκαλύπτονται ως τακτική εξαπάτηση• ωστόσο, το τέχνασμα είναι να διασφαλίσει κανείς πως αυτή η στιγμή έρχεται μόνον αφότου η κατάσταση είναι υπό τον έλεγχό του και η αστυνομία στη διάθεσή του. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για την Αριστερά να έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα κριτήρια αναγνώρισης, με τη μορφή των στάσεων απέναντι σε εκείνα τα πραγματικά πολιτικά θέματα που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αναγκάζουν τη Δεξιά να αποκαλύψει τον εαυτό της ως αυτό που [πραγματικά] είναι. Σήμερα τέτοια κριτήρια υπάρχουν κυρίως στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.

Η Αριστερά αποδυναμώθηκε επιπλέον από το γεγονός πως η γενική κοινωνική διαμαρτυρία εναντίον των συμβιβασμένων μεθόδων της κυβέρνησης υπήρξε πολύ συχνά συνδεδεμένη με αντιδραστικά αιτήματα, απαράδεκτα για την Αριστερά. Αλλά σε εκείνο το στάδιο της ανάπτυξής της, η Αριστερά δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να ηγηθεί εκείνης της διαμαρτυρίας.

Ως αποτέλεσμα αυτών των περιστάσεων, η Αριστερά (σε διεθνή κλίμακα) δεν μπορούσε παρά να ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η Αριστερά, αν πρόκειται να υπάρχει, οφείλει να έχει επίγνωση του κινδύνου της ιδεολογικής της θέσης.

Ο κίνδυνος έγκειται στη διπλή της έκθεση σε δύο μορφές δεξιάς πίεσης. Η Αριστερά οφείλει να βρίσκεται σε ιδιαίτερη εγρήγορση σε σχέση με την ανάγκη της να ορίζει την ειδική θέση της ως σταθερά και συγχρόνως αντιτιθέμενη και στις δύο εκείνες δυνάμεις. Οφείλει ξεκάθαρα και διαρκώς να διακηρύττει την αρνητική της στάση απέναντι σε αμφότερα τα δεξιά ρεύματα, από τα οποία το ένα αποτελεί την έκφραση της σταλινικής αδράνειας και το άλλο [την έκφραση] της αδράνειας του καπιταλισμού στην πιο οπισθοδρομική και σκοταδιστική του μορφή. Η Αριστερά διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο, αν κατευθύνει την κριτική της μονάχα έναντι της μίας πίεσης, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά δυσδιάκριτους τους πολιτικούς της διαχωρισμούς. Η θέση της οφείλει να εκφράζεται σε μια ταυτόχρονη άρνηση. Η Αριστερά οφείλει να αντιτίθεται στον πολωνικό εθνικισμό τόσο ανυποχώρητα όπως και στους ξένους εθνικισμούς που απειλούν την Πολωνία. Οφείλει να λαμβάνει την ίδια σαφή και έλλογη στάση τόσο προς την αρτηριοσκληρωτική θρησκοληψία της σταλινικής εκδοχής του μαρξισμού όσο και προς τον σκοταδισμό του κλήρου. Οφείλει ταυτόχρονα να απορρίπτει τη σοσιαλιστική φρασεολογία ως ένα προσωπείο αστυνομικών κρατών και τη δημοκρατική φρασεολογία ως μεταμφίεση της αστικής εξουσίας. Μόνον έτσι δύναται η Αριστερά να διατηρήσει την ξεχωριστή, διακριτή θέση της, τη θέση μιας μειοψηφίας. Εξάλλου, η Αριστερά δεν επιθυμεί να γίνει πλειοψηφία με οποιοδήποτε τίμημα.

Στην τρέχουσα συγκυρία, η σπουδαιότερη αξίωση της Αριστεράς είναι ιδεολογική. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, είναι να διαφοροποιήσει με ακρίβεια την ιδεολογία από την τρέχουσα πολιτική τακτική. Η Αριστερά δεν αρνείται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα στον βαθμό που οι συμβιβασμοί χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι. Θα αντιδρά πάντοτε σε κάθε απόπειρα ευθυγράμμισης της ιδεολογίας στις απαιτήσεις της στιγμής, στις προσωρινά αναγκαίες παραχωρήσεις, τους τακτικισμούς. Ενώ η Αριστερά αναγνωρίζει πως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ανίσχυρη ενώπιον του εγκλήματος, αρνείται να αποκαλέσει το έγκλημα «ευλογία».

Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επουσιώδες ή δευτερεύον ζήτημα. Ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο δεν βασίζεται σε μια αυθεντική ιδεολογική βάση, μπορεί να φυτοζωεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως θα καταρρεύσει σαν σπίτι από τραπουλόχαρτα μόλις αντιμετωπίσει δυσκολίες. Ένα παράδειγμα αποτελεί το ουγγρικό Κόμμα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα το οποίο καθυποτάσσει την ιδεολογία στην άμεση τακτική είναι καταδικασμένο να παρακμάσει και να ηττηθεί. Μπορεί να υπάρχει μόνο με την υποστήριξη της εξουσίας και της κρατικής ικανότητας για καταστολή. Οι πνευματικές και ηθικές αξίες του κομμουνισμού δεν αποτελούν πολυτελή στολίδια της δραστηριότητάς του αλλά τους όρους της ύπαρξής του. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι δύσκολο να δημιουργηθεί αριστερός σοσιαλισμός σε μια αντιδραστική χώρα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα, του οποίου η μοναδική μορφή ύπαρξης είναι η αμιγής τακτική και το οποίο επιτρέπει την απώλεια των αυθεντικών του πνευματικών και ηθικών προκείμενων, παύει να αποτελεί αριστερό κίνημα. Ως εκ τούτου, η λέξη «σοσιαλισμός» έφτασε να έχει περισσότερες της μίας σημασίες και δεν αποτελεί πλέον συνώνυμο της Αριστεράς. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αναγκαία μια αναγέννηση της έννοιας της Αριστεράς – έτσι ώστε, επιπλέον, να καθοριστεί το νόημα των αριστερών συνθημάτων. Συνεπώς, προτείνουμε τον όρο «αριστερός σοσιαλισμός».

Χωρίς να εγκαταλείπει οποιαδήποτε από τις προκείμενες της ύπαρξής της, η Αριστερά είναι προφανώς έτοιμη να συγκροτήσει συμμαχίες με οποιαδήποτε ομάδα, αδιάφορο πόσο μικρή, και με όλες τις «αριστερές εστίες», οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Πρέπει, ωστόσο, να αρνείται να υποστηρίξει δεξιές καταστάσεις και δραστηριότητες· ή, αν υποχρεώνεται να κάνει κάτι τέτοιο υπό καταναγκασμό, οφείλει να το αποκαλεί «καταναγκασμό» και να απέχει από την αναζήτηση ιδεολογικής δικαιολόγησης των πράξεών της.

Η Αριστερά γνωρίζει πως αυτές οι απαιτήσεις μοιάζουν απλώς μετριοπαθείς και συνειδητοποιεί πως μπορεί να οδηγήσουν σε νέες ήττες – όμως, αυτές οι ήττες είναι περισσότερο γόνιμες από τη συνθηκολόγηση. Για αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δεν φοβάται να είναι μειοψηφία, όπως είναι σε διεθνή κλίμακα. Γνωρίζει πως η ιστορία καθ’ εαυτήν παράγει σε κάθε περίσταση μια αριστερή πλευρά η οποία αποτελεί εξίσου αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής με τη συντηρητική και αδρανή πλευρά της.

Οι αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής δεν είναι δυνατόν να καταργηθούν· αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη ιστορία θα υπάρχει όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Και η Αριστερά αποτελεί παράγοντα ζύμωσης ακόμη και στις πλέον απαθείς μάζες του ιστορικού παρόντος. Ακόμη και αν είναι κατά καιρούς αδύναμη και αφανής, αποτελεί ωστόσο τον δυναμίτη της ελπίδας που ανατινάσσει το νεκρό φορτίο των απολιθωμένων συστημάτων, θεσμών, ηθών, διανοητικών συνηθειών και κλειστών δογμάτων. Η Αριστερά ενώνει τα διασκορπισμένα και συχνά κρυμμένα άτομα των οποίων η κίνηση αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που αποκαλούμε πρόοδο.

Μετάφραση: Ορέστης Γούλας (από την αγγλική έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Κολακόφσκι)

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης, Γιώργος Στεφανίδης

Το παραπάνω δοκίμιο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Leszek Kolakowski: Toward a Marxist Humanism: Essays on the Left Today, Grove/Atlantic, Inc., 1968.

24/6/2017- αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Μετά την αποσύνθεση των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, το 2015 εμφανίστηκαν καινούργιοι πολιτικοί σχηματισμοί όπως ο Σύριζα και οι Ποδέμος. Το 2016 σημειώθηκαν η άνοδος του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας και η μαζική υποστήριξη προς τον Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Η συζήτηση που διοργανώνουμε σκοπεύει να διερευνήσει το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα, υπό το πρίσμα τόσο των προαναφερόμενων πολιτικών σχηματισμών όσο και της μακράς ιστορίας της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στο πλαίσιο της Αριστεράς.

Κάποτε η σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε ένα παγκόσμιο κίνημα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, βασισμένο στη μαρξιστική επαναστατική πολιτική. Σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αντικαταστήσει πλήρως το καθήκον να οργανώσουν τους εργαζόμενους για να ανατρέψουν τον καπιταλισμό με το καθήκον να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν τις προϋποθέσεις για μια πιο δίκαιη οικονομία της αγοράς. Η σημερινή σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας είναι καθηλωμένη στην κοινωνία ως έχει, οριοθετημένη από τις εθνικές οικονομίες και τις διαμεσολαβημένη από τα εθνικά κράτη. Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα υπόσχεται να καταπολεμήσει την κοινωνική αδικία στο όνομα των λαών, αλλά δεν υπόσχεται πλέον να πραγματώσει τον σοσιαλισμό. Αυτό που έχει μείνει είναι μόνο το όνομα, και μαζί με αυτό η υπόσχεση και η προβληματική της «σοσιαλδημοκρατίας».

Προσφέρει ακόμη η «σοσιαλδημοκρατία» μια προοπτική για την Αριστερά; Ενώ η σοσιαλδημοκρατία αναδύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως έκφραση της πολιτικής απαίτησης των εργαζόμενων τάξεων για σοσιαλισμό, πέρασε μια σειρά κρίσεων στην πορεία του 20ου αιώνα. Πώς αυτές οι κρίσεις έχουν μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά αντιλαμβάνεται τόσο την ιστορική μορφή της σοσιαλδημοκρατίας όσο και τους σοσιαλδημοκρατικούς πολιτικούς σχηματισμούς του σήμερα; Έχουν οδηγήσει οι διάφοροι μετασχηματισμοί –π.χ. η ρεβιζιονιστική διαμάχη στα έτη 1890-1900, η υποστήριξη των εθνικών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, η διαμάχη σχετικά με τη ρωσική και τη γερμανική επανάσταση μεταξύ των ετών 1917 και 1919, η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960, η κρίση της δεκαετίας του 1970, η νεοφιλελεύθερη στροφή της δεκαετίας του 1980, η ανάδυση πολιτικών του «τρίτου δρόμου» κατά τη δεκαετία του 1990, η οικονομική κρίση του 2008– στον θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας; Έχει αλλάξει για την Αριστερά η έννοια της κοινωνικής επανάστασης και του σοσιαλισμού, δεδομένου του μετασχηματισμού που έχει υποστεί η έννοια της «σοσιαλδημοκρατίας»; Θα μπορούσε η τροχιά που ακολούθησε η σοσιαλδημοκρατία να φωτίσει τους στόχους της Αριστεράς; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Ομιλητές

Δημήτρης Μάνος: ΚΚΕ μ-λ

Κώστας Παλούκης: Ιστορικός, μέλος ΝΑΡ

Γιώργος Οικονόμου: Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Κώστας Παλούκης: Αν πούμε ότι πέθανε η σοσιαλδημοκρατία τι μπορούμε άραγε να κάνουμε;

Η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα σοσιαλιστικό κίνημα που υποστηρίζει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας μέσα από πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το θεμελιώδες  χαρακτηριστικό της είναι η απόρριψη της επανάστασης και η πεποίθηση της ότι ο ρεφορμισμός είναι ένας επιθυμητός δρόμος για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Στην πράξη αποδέχεται την ανάληψη της διακυβέρνησης ενός καπιταλιστικού πλαισίου αποδεχόμενη κάποιους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Δεν υπάρχει ιστορικά μία τυπική μορφή σοσιαλδημοκρατίας αλλά πολλές, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες μορφές σοσιαλδημοκρατίας.

Η πρώτη είναι η κλασσική δυτικοευρωπαϊκή μορφή με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το πλατύ, μαζικό, δημοκρατικό κόμμα του γερμανικού SPD, το οποίο εκπροσωπεί κοινοβουλευτικά την εργατική τάξη και στο οποίο συμμετέχουν πλατιά τμήματά της. Παράλληλα αναπτύσσει πολιτικές και πολιτιστικές δράσεις ενώ πάντα δρα στο όριο της πολιτικής νομιμότητας του εκάστοτε καθεστώτος.

Η δεύτερη είναι κάποιες πολύ μικρές ομαδοποιήσεις διανοουμένων και συνδικαλιστών που δεν μπορούν να αναδειχτούν σε μαζικό ρεύμα. Πολλές φορές έχουν έναν αναντίστοιχα με το μέγεθός τους και τη μικρή οργανωτική τους βάση μεγάλο και σημαντικό ρόλο και δράση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Ενίοτε οι ομάδες αυτές εντάσσονται σε μεγαλύτερα φιλελεύθερα κόμματα με δημοκρατικό χαρακτήρα. Τέτοια παραδείγματα σοσιαλιστικών ομάδων μπορεί να βρει κανείς εντός του δημοκρατικού κόμματος των Η.Π.Α. ή άλλων δημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης.

Μία τρίτη μορφή σοσιαλδημοκρατίας είναι η ένοπλη σοσιαλδημοκρατία. Εμφανίζεται σε περιόδους επικράτησης αυταρχικών καθεστώτων και έχει έντονα εθνικοαπελευθερωτικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Τέτοιου είδους κόμματα μπορούν να χαρακτηριστούν το PKK και το Sinn Fein-IRA και παλαιότερα το κόμμα των μενσεβίκων.

Η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα πολιτικό ρεύμα που κινείται σε προοδευτική κατεύθυνση αλλά κρίνεται από τη στάση των εκάστοτε κομμάτων σε κρίσιμα κομβικά ιστορικά ζητήματα.

Στη σοσιαλδημοκρατία μπορεί κανείς να αναγνώσει και δύο ρεύματα με επαναστατικό χαρακτήρα. Το ένα θεωρεί αναγκαία και επιθυμητή την επανάσταση και υποτάσσει την τακτική του γύρω από αυτό το στόχο, ενώ μία δεύτερη εκδοχή αρνείται πλήρως οποιαδήποτε μεταβατική λογική και αίτημα στις σημερινές συνθήκες προβάλλοντας ως μόνη λύση την επαναστατική διαδικασία στο παρόν, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις. Το ΚΚΕ σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους είχε είτε τη μία είτε την άλλη μορφή.

Για την ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε πλατύ κοινωνικό ρεύμα απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις: η ύπαρξη ενός πλατιού στρώματος εργατικής αριστοκρατίας, ένα πλαίσιο οικονομικών λειτουργιών μέσα στο οποίο η αστική τάξη δέχεται παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη και τέλος ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ενδοαστική διαμάχη εντός ενός κράτους ή η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη μεταξύ κρατών.

Στην Ελλάδα μέχρι το 1981 δεν υπήρχαν οι παραπάνω προϋποθέσεις για την εμφάνιση και την άνοδο μιας μαζικής σοσιαλδημοκρατίας. Τη δεκαετία του 1930 έχουμε την πρώτη εμφάνιση ενός πλατιού μετώπου κομμουνιστών και σοσιαλιστών το οποίο προλαμβάνεται από το Μεταξά, μέτωπο το οποίο θα πραγματωθεί με την εμφάνιση του Ε.Α.Μ. λίγα χρόνια αργότερα. Με την ήττα του Ε.Α.Μ.-ΕΛΑΣ το μέτωπο θα διαλυθεί. Αργότερα συσπειρώσεις των δύο ρευμάτων θα υπάρξουν και εντός της ΕΔΑ γύρω από μια πλατιά σωματειακή βάση. Ωστόσο και στην τελευταία περίπτωση δε δημιουργείται εργατική αριστοκρατία η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είχαμε νωρίτερα από το 1980 σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα ήταν όχι γιατί η ελληνική αστική τάξη δεν υπήρξε ή δεν ήταν αναπτυγμένη αλλά γιατί δεν είχε τη διάθεση να κάνει παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη, αναγκάζοντας τους σοσιαλδημοκράτες είτε να αποτελούν το μακρύ χέρι του κράτους είτε να συμμαχούν με τους κομμουνιστές.

Στην Ελλάδα η σοσιαλδημοκρατία δημιουργήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Είναι η περίοδος που οι προϋποθέσεις που προανέφερα μπορούν να πραγματωθούν έστω παροδικά. Ωστόσο η είσοδος στην ΕΟΚ και την ευρωπαϊκή ένωση θα επιφέρει την αναγκαστική υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Με την κρίση του 2010 στην Ελλάδα δοκιμάστηκαν ξανά οι δυνατότητες για μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατίας με την άνοδο του Σύριζα και πάλι φάνηκαν τα όρια αυτής της πολιτικής εντός ευρωπαϊκής ένωσης. Ο θάνατος της σοσιαλδημοκρατίας σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος από την αντικαπιταλιστική λύση.

Δημήτρης Μάνος: Ας μη βιαστούμε να μιλήσουμε για το θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας.

Η ένταξη της σοσιαλδημοκρατίας στο κυρίαρχο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα συνέβη αμετάκλητα και οριστικά στον πρώτο παγκόσμιο όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμμάχησαν με τις εθνικές αστικές τάξεις τους για τη διεξαγωγή του πολέμου. Σήμερα η πολιτική έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας υπό τις δεδομένες συνθήκες και το συσχετισμό δύναμης είναι δύναμη του συστήματος. Σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές εφαρμόστηκαν και από το Φράνκο στην Ισπανία ή τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα σε Ιταλία και Γερμανία (αλλά όχι από τον Πινοσέτ στη Χιλή) στη βάση της ρήσης του Τσώρτσιλ ότι από τις χώρες του παραπετάσματος πρέπει να αντιγράψουμε το κοινωνικό τους κράτους.

Η εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας σύμφωνα με το Λένιν ήταν η εργατική αριστοκρατία.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας καθορίστηκε τόσο από την εξάρτηση της χώρας από το διεθνή ιμπεριαλισμό που δεν επέτρεπε στην ελληνική αστική τάξη παραχωρήσεις όσο και από την υποχώρηση και ήττα της Αριστεράς. Η εργατική αριστοκρατία δεν δημιουργήθηκε στην Ελλάδα παρά από το ΠΑΣΟΚ το οποίο όμως είχε την «ατυχία» να αναπτύσσεται παράλληλα με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.

Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς δεν υπάρχει η εναλλακτική επαναστατική πρόταση στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό που να θέτει ζητήματα αμφισβήτησης του καπιταλισμού και εργατικής εξουσίας. Η λενινιστική λύση δηλαδή η κατάληψη του κράτους, η καταστροφή του αστικού κράτους και η οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο που αποτέλεσε την εργατική απάντηση αν και σημαντική είναι ακόμα αδύναμη. Στο έδαφος αυτής της αδυναμίας υπάρχει ακόμα η δυνατότητα ανάπτυξης σοσιαλδημοκρατικών φαινομένων όπως για παράδειγμα στη χώρα μας.

Η επίθεση του ιμπεριαλιστικού συστήματος στη σημερινή φάση της κρίσης του, η οποία συμπιέζει τα μικροαστικά στρώματα, δεν δημιουργεί οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών υπό την κυριαρχία των αστικών τάξεων. Η επίθεση γίνεται ακόμα και στις ιμπεριαλιστικές χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Γαλλία. Το φαινόμενο κατάρρευσης των μεσοστρωμάτων είναι σημαντικό για την ανάλυση της σοσιαλδημοκρατίας.

Οι μετακομμουνιστικές λύσεις όπως οι πλατείες, το Occupy άνθισαν στο βαθμό που η κομμουνιστική λύση είναι ακόμα αδύνατη. Ανάλογα με τις τοπικές περιστάσεις δημιουργήθηκαν συμμαχίες μεταξύ κομματιών της αστικής τάξης και κομμάτια των λαϊκών κινημάτων προηγούμενων ετών. Σε ένα παράδειγμα διαμάχης των δύο αυτών ρευμάτων το κομμουνιστικό κόμμα Ινδίας μαοϊκό που διεξάγει έναν κοινωνικό και απελευθερωτικό αγώνα συγκρούεται ένοπλα με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις με συμμετοχή ακόμα και μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων! Η προβιά της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να φορεθεί από πολλούς.

Το φαινόμενο Σύριζα αναπτύχθηκε κάτω από την έλλειψη της κομμουνιστικής πολιτικής, από την πίεση του συστήματος, της συνειδητοποίησης των μικροαστικών κομμάτων ότι είναι και αυτά αναλώσιμα όπως η εργατική τάξη η οποία δεχόταν την κρίση και πριν την κρίση. Η αριστερά εντός και εκτός κοινοβουλίου «στήριξε» το Σύριζα κυρίως μέσω των μεταβατικών προγραμμάτων.

Ποια πρέπει να είναι η άλλη κατεύθυνση δεδομένης της συνέχισης της επίθεσης από τη μεριά του συστήματος; Ο αγώνας σήμερα οφείλει να είναι διμέτωπος τόσο απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές λύσεις που ενδεχομένως θα πλασαριστούν στο μέλλον αλλά και απέναντι στις φασιστικές λύσεις που προβάλλονται υπό το μανδύα του λαϊκισμού.

Πρέπει να διαχωριστεί η πάλη που δίνουμε σήμερα με τους στρατηγικούς στόχους. Πάνω σε αυτό το έδαφος των στρατηγικών στόχων λαμβάνει χώρα η άνοδος των απόψεων του Σύριζα.

Αυτό που κατά τη γνώμη μου θα παλέψουμε στο μέλλον είναι η αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που συνδέει τη σημερινή και τη μελλοντική πάλη είναι η δημιουργία μετώπων αντίστασης, ο συντονισμός των εστιών αντίστασης και η συνεργασία με τους λαούς που δέχονται αυτή την επίθεση.

Γιώργος Οικονόμου: Θα προσπαθήσω να συνδέσω την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας ως λύση για τα κοινωνικά προβλήματα με τους στόχους και τη φυσιογνωμία ευρύτερα της Αριστεράς.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις περιπτώσεις σοσιαλιστικών κομμάτων, στα προγράμματά τους και στο πολιτικό αποτέλεσμα που επέφεραν.

Το 1971 γίνεται το συνέδριο του σοσιαλιστικού κόμματος της Γαλλίας όπου υπερνικά η μετριοπαθής τάση του Μιττεράν, που είχε στο πρόγραμμά της την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Δέκα χρόνια μετά από την κατάληψη της εξουσίας καμία από τις προγραμματικές δηλώσεις δεν εφαρμόστηκε. Το δεύτερο παράδειγμα είναι το ελληνικό ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα αυτό το 1974 μιλούσε για σοσιαλισμό, για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Μετά από πολύχρονη διακυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Τέλος η περίπτωση  του Σύριζα, που μιλούσε επίσης για σοσιαλισμό και μη αποδοχή των μνημονίων και δεν εφάρμοσε ούτε το μετριοπαθές πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.

Οι τρεις αυτές περιπτώσεις δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος που δεν αφορά μόνο τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς. Το πρόβλημα που θέλω να θίξω είναι αυτό της τεράστιας αποτυχίας της Αριστεράς τόσο σε ιδεολογικό όσο και οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο. Όταν λέω Αριστερά εννοώ όχι μόνο τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και τα κομμουνιστικά κόμματα.

Η σοσιαλδημοκρατία προσπάθησε να ενταχθεί μέσα στο σύστημα εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις. Επειδή το αίτημα για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί κατέφυγε σε οικονομικά και κοινωνικά μέτρα και καλύτερη διανομή του κοινωνικού προϊόντος.

Το στοιχείο ωστόσο που καθόρισε και καθορίζει ακόμα και σήμερα την αποτυχία της Αριστεράς κατά τη γνώμη μου είναι αυτό της αντιπροσώπευσης. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια κρίση του συστήματος της αντιπροσώπευσης όπως την εννοεί η Αριστερά αφού ακόμα και στις χώρες του υπαρκτού ολοκληρωτισμού όπως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ, το κόμμα που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης οδήγησε σε αυταρχικές, ανελεύθερες, δικτατορικές δομές.

Η Αριστερά επίσης εμφανίζει τεράστιο έλλειμα όσον αφορά τη δημοκρατία. Αυτό που έδειξαν οι πλατείες αλλά και όλα τα κινήματα από τη δεκαετία του 1960 και τα γνήσια εργατικά κινήματα ήταν η αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων, αίτημα και πρακτική που η Αριστερά απεμπόλησε. Ήδη από την εποχή της ρωσικής επανάστασης η επικράτηση του λενινιστικού κόμματος και της γραφειοκρατίας ενάντια στην αυτοδιεύθυνση των εργατών υπήρξε η ταφόπλακα της εξουσίας των σοβιέτ.

Εκ γενετής η Αριστερά και ολόκληρη η μαρξική ιδεολογία έπασχε από την αδυναμία σύλληψης της έννοιας της δημοκρατίας. Η έμφαση στο οικονομικό στοιχείο και στην πάλη ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και στις παραγωγικές δυνάμεις υπήρξε καταστροφική για το εργατικό κίνημα.

Η Αριστερά ευνοεί τέλος τον καταμερισμό της πολιτικής εργασίας αφού το κόμμα ή η οργάνωση παρέχει τη μοναδική δυνατότητα για επιστημονική ανάλυση και η κοινωνία πρέπει να υπακούει. Μιλάμε δηλαδή για μία τεχνική έννοια της πολιτικής και όχι της δυνατότητας των εργατών-πολιτών να αυτοκυβερνηθούν και να αυτοοργανωθούν.

Η βασική διαίρεση με βάση τη μαρξική θεωρία είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η έμφαση στην οικονομική αυτή διαίρεση απεμπολεί το πολιτικό και δημοκρατικό στοιχείο. Ο Καστοριάδης από πολύ νωρίς έδειξε ότι η κεντρική δομή της κοινωνίας και η ρίζα της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης δεν είναι η καπιταλιστική αγορά αλλά η ιεραρχική, γραφειοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Η γραφειοκρατία είναι μια πολιτική και όχι οικονομική δομή εξουσίας.

Η κύρια διαίρεση σήμερα είναι μεταξύ αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις και θεσπίζουν τους νόμους και σε αυτούς που τις εκτελούν. Συνεπώς αυτό που προέχει είναι κυρίως η πολιτική ισότητα των ατόμων και η συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και όχι η αφηρημένη κατάργηση του καπιταλισμού σε οικονομικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη μου αυτό καταδεικνύουν και οι σύγχρονες μορφές αντίστασης όπως οι πλατείες οι οποίες αντιτίθενται στην αντιπροσώπευση των κομμάτων και τονίζουν το στοιχείο της αυτοδιεύθυνσης. Πρέπει να υπάρξουν ανεξάρτητες πολιτικές κινήσεις που θα δημιουργήσουν ένα δημοκρατικό κίνημα και θα προωθήσουν θεσμικές αλλαγές.

Κώστας Παλούκης: Το μεταβατικό πρόγραμμα όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ σχετίζεται με μια σειρά αιτημάτων από τη μεριά των εργαζομένων. Η διεκδίκησή των μερικών μεταβατικών αιτημάτων δημιουργεί τις συνθήκες για την επόμενη κλίμακα αιτημάτων και τη σταδιακή κατανόηση της σημερινής πολιτικής κατάστασης από τη μεριά των εργαζομένων καθώς και την πάλη για ολοένα πιο διευρυμένα και ριζοσπαστικά αιτήματα. Τα μεταβατικά αιτήματα δεν μπαίνουν για να εφαρμοστούν στον καπιταλισμό αλλά ως σημείο αφετηρίας για την πάλη ενάντια στην εργοδοσία και απέναντι στο κράτος και στο κεφάλαιο.

Σε σχέση με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης και της αποτυχίας της αριστεράς: πως είμαστε σίγουροι ότι όσοι αναφέρονται σε τέτοια ζητήματα δεν είναι και οι ίδιοι κομμάτια της ήττας και της αποτυχίας; Αυτές οι ομάδες ή οι συλλογικότητες δε γέννησαν άραγε γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους καθώς και προβλήματα που δεν μπορούν να ξεπεράσουν;

Δημήτρης Μάνος: Η βασικότερη σύγκρουση με τη σοσιαλδημοκρατία έγινε το 1917. Η πορεία κατάκτησης της εξουσίας από τους εργάτες δεν είναι γραμμική και δεν έρχεται από ολοένα και πιο προχωρημένα αιτήματα. Ενδεχομένως σε μία κοινωνία που έχει κατακτηθεί η εξουσία από τους εργαζόμενους θα μπορούσα ίσως να συμφωνήσω με τον Οικονόμου ότι η διαίρεση είναι μεταξύ των διευθυντών και διευθυνομένων. Σήμερα όμως που ακόμα και ο συνδικαλισμός τείνει να εξαφανιστεί προέχει η συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ο ταξικός συσχετισμός.

Γιώργος Οικονόμου: Βασικά δικαιώματα όπως η ελευθερία του λόγου δεν υπήρχαν ούτε υπάρχουν σε κράτη που επικράτησαν κομμουνιστικά καθεστώτα. Τα συνθήματα περί σοσιαλισμού και κομμουνισμού έχουν πεθάνει. Το μόνο αίτημα που μπορεί να διασωθεί είναι το δημοκρατικό αίτημα, δηλαδή αν θέλουμε να είμαστε πολίτες και υποκείμενα της πολιτικής μας. Η μαρξιστική λενινιστική λογική δεν έχει δώσει απολύτως τίποτα θετικό.  Ότι κερδήθηκε οφείλεται στο γνήσιο εργατικό και λαϊκό κίνημα που απέκτησε δικαιώματα μέσω των αγώνων του .

Συζήτηση-ερωτήσεις

Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και στη βάση του κομμουνιστικού κινδύνου και της ανάγκης για ανοικοδόμηση του καπιταλισμού επενδύθηκαν μέσω της σοσιαλδημοκρατίας αντικομμουνιστικές τάσεις. Η σοσιαλδημοκρατία εξέφραζε τα μεσαία στρώματα και την αυταπάτη ότι μπορούν να μοιραστούν την εξουσία με το μεγάλο κεφάλαιο. Ακόμα και σήμερα η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να υπάρξει με πολλές μορφές.

Αν παίρναμε μία εφημερίδα εκατό χρόνια πριν την περίοδο της ρώσικης επανάστασης θα διαβάζαμε ότι είπε ο Γιώργος Οικονόμου. Αυτή είναι η δειλή, έμμεση σοσιαλδημοκρατία. Ενώ κατηγορεί το κόμμα για την απόλυτη αλήθεια την ίδια στιγμή μιλάει και καθορίζει το πότε ένα κίνημα είναι γνήσιο ή όχι.

Γιώργος Οικονόμου: Το εργατικό κίνημα διεκδίκησε και πέτυχε την καθιέρωση πολλών δικαιωμάτων χωρίς τη βοήθεια των κομμουνιστών. Τα κομμουνιστικά κόμματα εξέφρασαν τα συμφέροντα και τους σκοπούς της κομμουνιστικής γραφειοκρατίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δυσφημιστεί τόσο πολύ το αίτημα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού ώστε σήμερα τέτοια συνθήματα υπάρχουν μόνο σε περιθωριακές αριστερές ομάδες. Η κοινωνία σήμερα δεν ακολουθεί τα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Το δικαίωμα να ασκούμε κριτική είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να δούμε κάθε πολιτική άποψη και να την κριτικάρουμε μέσω επιχειρημάτων. Κατά τη γνώμη μου ο Καστοριάδης άσκησε μια πολύ σημαντική κριτική στο μαρξισμό και στο κομμουνιστικό κίνημα η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί αλλά πρέπει να απαντηθεί.

Αν πούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει εκπνεύσει πολιτικά και ιστορικά πως θα μπορούσε ένας σχηματισμός όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΚΚΕ μ-λ, που είναι εξαιρετικά κριτικός στις παρούσες μορφές σοσιαλδημοκρατίας, να πραγματώσει το πρόγραμμά του αν ερχόταν στην εξουσία;

Κώστας Παλούκης: Η απάντηση είναι ότι την εξουσία δε θα την πάρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά η εργατική τάξη και ο λαός. Η χρήση των μεταβατικών αιτημάτων γίνεται στο βαθμό που επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα εκεί όπου αυτά υπάρχουν. Κατά τη γνώμη μου μπορεί να υπάρχουν επιμέρους νίκες σε διάφορα αιτήματα αλλά όχι ένα πρόγραμμα εφαρμογής μιας σειράς τέτοιων αιτημάτων μέσα στον υπαρκτό καπιταλισμό.

Δημήτρης Μάνος: Η εμπειρία του Σύριζα αναδεικνύει πόσο μακρύς είναι ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε. Ίσως αυτό το πισωγύρισμα να ήταν αναγκαίο, δηλαδή να φανερωθεί ο Σύριζα ως αστική δύναμη στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού.