Panel discussion on the life and legacy of Karl Marx as a revolutionary intellectual, hosted by the Platypus Affiliated Society on March 27, 2019 at the University of Tennessee (Knoxville).
Speakers:
Dr. Harry Dahms, University of Tennessee (Sociology)
Dr. Arnold Farr, University of Kentucky (Philosophy)
Dr. Spencer Leonard, Platypus Affiliated Society
Moderated by AJ Knowles.
Description:
This past year marked the 200th birthday of Karl Marx, than whom, as even his ideological opponent Isaiah Berlin had to admit, “no thinker in the nineteenth century has had so direct, deliberate and powerful an influence upon mankind.” This panel seeks to bring together intellectuals committed to exploring Marx’s legacy in this post-Marxist age, those who, once more, seek somehow to bring that legacy to bear upon the world. Accordingly, we want to raise the question: What is the legacy of Marx’s life as a revolutionary intellectual -- that is, the legacy of the political writings and activities he contributed to the socialist workers’ movement?
20η συνάντηση
Λούξεμπουργκ: Τι ζητάει ο Σπάρτακος; (1918)
Λούξεμπουργκ: Για το πρόγραμμα του Σπάρτακου (1918) (αγγλικά – επικοινωνήστε μαζί μας για να το προμηθευτείτε στα ελληνικά)
+Λούξεμπουργκ: Γερμανικός μπολσεβικισμός (ή Σοσιαλιστικοποίηση της κοινωνίας) (1918) (αγγλικά)
+Λούξεμπουργκ: Η ρωσική τραγωδία (1918) (αγγλικά)
+Λούξεμπουργκ: Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο (1919) (αγγλικά)
+Χάφνερ: Η αποτυχία μιας επανάστασης: Γερμανία 1918-1919 (1968)
21η συνάντηση
Λένιν: Ο “αριστερισμός”, παιδική ασθένεια του κομμουνισμού (1920)
+Λένιν: Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου (1922) (αγγλικά)
22η συνάντηση
Λούκατς: Η σκοπιά του προλεταριάτου (τρίτο μέρος του “H πραγμοποίηση κα η συνείδηση του προλεταριάτου”) (1923) (σελ. 231-302)
23η συνάντηση
Τρότσκυ: Τα διδάγματα του Οκτώβρη (1924)
+Τρότσκυ: Σταλινισμός και μπολσεβικισμός (1937)
24η συνάντηση
+Τρότσκυ: Ας χτίσουμε εκ νέου κομμουνιστικά κόμματα και μία νέα Διεθνή (1933) (αγγλικά)
Τρότσκυ: Η επιθανάτια αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης διεθνούς (1938)
+Τρότσκυ: Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής (1940)
+Τρότσκυ: Γράμμα στον Τζέιμς Κάνον (12/9/1939) (αγγλικά)
25η συνάντηση
Πόλοκ: Κρατικός καπιταλισμός: οι δυνατότητες και οι περιορισμοί του (1941) – (μεταφράστηκε από την Ισιδώρα Στανιμεράκη και δημοσιεύτηκε στο τ. 4 του περιοδικού Κοινωνικός Αναρχισμός – εκδ. Κουρσάλ)
Χορκχάιμερ: Το αυταρχικό κράτος (1942) (αγγλικά – επικοινωνήστε μαζί μας για να το προμηθευτείτε στα ελληνικά)
26η συνάντηση
Εισαγωγικά παραθέματα του Λουί Μενάντ (επί του Έντμουντ Γουίλσον) και του Πήτερ Πρόυς (επί του Νίτσε) για τη νεώτερη έννοια της ιστορίας
+Μπωντλαίρ: από τη συλλογή “Οι πύραυλοι” (1867)
+Μπρεχτ: Στους μεταγενέστερους (1939)
+Μπένγιαμιν: Στο πλανητάριο (από τον “Μονόδρομο”) (1927)
+Μπένγιαμιν: Εμπειρία και φτώχεια (1933)
+Μπένγιαμιν: Θεολογικο-πολιτικό απόσπασμα (1921-1939?)
Μπένγιαμιν: Για την έννοια της ιστορίας “Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας” (1940) (σελ. 7-18). Εναλλακτικά εδώ.
Μπένγιαμιν: Παραλειπόμενα στο “Για την έννοια της ιστορίας” (1940) (σελ. 19-54)
27η συνάντηση
Αντόρνο: Στοχασμοί πάνω στην ταξική θεωρία (1942)
Αντόρνο: Αμετροέπεια (1944/1947)
+Αντόρνο: “Αφιέρωση“, “Κληροδότημα“, “Προειδοποίηση: να μη γίνει κατάχρηση”, “Φινάλε”, από τα Minima moralia (1944-1947)
+Χορκχάιμερ-Αντόρνο: Συζήτηση για τη θεωρία και την πράξη (ή Προς ένα καινούριο μανιφέστο;) (1956)
28η συνάντηση
+Αντόρνο: Για το υποκείμενο και το αντικείμενο (1969) (αγγλικά)
Αντόρνο: Σημειώσεις περιθωρίου για τη θεωρία και την πράξη (1969) (αγγλικά)
Αντόρνο: Παραίτηση (1969) (ελληνικά)
+Αντόρνο: Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία; (ή “Είναι παρωχημένος ο μαρξισμός;”) (1968) (ελληνικά)
+Λέσλυ: Εισαγωγή στην αλληλογραφία Αντόρνο-Μαρκούζε το 1969 (1999)
Αντόρνο-Μαρκούζε: Αλληλογραφία για τη γερμανική Νέα Αριστερά (1969) [αγγλικά – υπάρχει μεταφρασμένη στα ελληνικά στο τ.16 του περιοδικού Πανοπτικόν (Φεβρουάριος 2012)]
Το θεμελιώδες ζήτημα της δομής της κοινωνίας του παρόντος (υπότιτλος αγγλικής μετάφρασης)
Θα ήθελα να μιλήσω σχετικά με τις εναλλακτικές: ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία. Όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με το καθεστώς αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών θα μπορούσε να παρασυρθεί από την υποψία ότι πρόκειται για μια διαμάχη περί ονομασιών. Οι εμπειρογνώμονες μπορεί να θεωρηθεί ότι βασανίζονται από την μάταιη ανησυχία για το αν η παρούσα φάση ήταν το ένα ή το άλλο πράγμα και ως εκ τούτου άξιζε να αποκαλείται με το ένα όνομα αντί με το άλλο. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ουσίας στο θέμα. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να υπερισχύει σύμφωνα με το μοντέλο του, όσο και αν έχει τροποποιηθεί, ή αν η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει καταστήσει την έννοια του καπιταλισμού παρωχημένη, και μαζί με αυτή, την διάκριση μεταξύ καπιταλιστικών και μη-καπιταλιστικών κρατών και ακόμα και την κριτική του καπιταλισμού.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν αληθεύει ότι ο Μαρξ είναι ξεπερασμένος. Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, διαδεδομένο ανάμεσα στους κοινωνιολόγους σήμερα, ο κόσμος είναι τόσο απόλυτα καθορισμένος από την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη στην τεχνολογία ώστε οι κοινωνικές σχέσεις που κάποτε χαρακτήριζαν τον καπιταλισμό –δηλαδή ο μετασχηματισμός της ζωντανής εργασίας σε εμπόρευμα, με την συνακόλουθη σύγκρουση μεταξύ των τάξεων – έχουν χάσει πλέον την κρίσιμη αναφορά τους ή μπορούν ακόμη να ξαποστέλνονται/αποδίδονται στην σφαίρα της δεισιδαιμονίας. Την ίδια στιγμή, μπορούμε να επισημάνουμε τα καταφανή σημεία σύγκλισης μεταξύ των τεχνικά πιο ανεπτυγμένων εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Με όρους βιοτικού επιπέδου και συνείδησης, ιδιαίτερα στα πιο σημαντικά Δυτικά κράτη οι ταξικές διαφορές είναι αποδεδειγμένα πολύ λιγότερο ορατές τώρα απ’ ότι ήταν στις δεκαετίες κατά την διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης ή σε αυτές που την ακολούθησαν. Οι προγνώσεις της θεωρίας των τάξεων, όπως η εξαθλίωση και η κατάρρευση του καπιταλισμού δεν έχουν εκπληρωθεί κατά έναν τρόπο που να δικαιώνει το ριζοσπαστικό περιεχόμενό τους. Το να μιλάμε για «σχετική εξαθλίωση» είναι γελοίο. Ακόμα και αν ο όχι μονοσήμαντος νόμος της πτώσης του ποσοστού κέρδους του Μαρξ είχε αποδειχθεί αληθινός, θα έπρεπε να παραδεχτούμε πως ο καπιταλισμός έχει ανακαλύψει εντός του τους πόρους εκείνους οι οποίοι έχουν αναβάλει την κατάρρευσή του εις τον αιώνα τον άπαντα/ επ’ αόριστον. Αυτοί οι πόροι περιλαμβάνουν, στην κορυφή της λίστας, την τεράστια ανάπτυξη του τεχνικού δυναμικού και μαζί με αυτό τη μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, διαθέσιμα σε όλα τα μέλη των τεχνολογικά προηγμένων εθνών. Συνάμα, εν όψει αυτής της τεχνικής ανάπτυξης οι σχέσεις παραγωγής αποδείχτηκαν πιο ευέλικτες/ελαστικές απ’ ότι περίμενε ο Μαρξ .
Τα κριτήρια των ταξικών σχέσεων που οι εμπειρικοί κοινωνιολόγοι αρέσκονται να αποκαλούν κριτήρια κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή οι διαφορές των εισοδημάτων, το βιοτικό επίπεδο και η εκπαίδευση είναι γενικεύσεις [των] ευρημάτων που αφορούν μεμονωμένα άτομα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να τα αποκαλέσουμε υποκειμενικά. Τουναντίον ο παλαιός ορισμός της τάξης έμελλε να είναι αντικειμενικός, ανεξάρτητος από τους δείκτες που προέρχονταν απευθείας από τις ζωές των υποκειμένων τους, όσο και αν αυτοί οι δείκτες εκφράζουν αντικειμενικές κοινωνικές πραγματικότητες. Η Μαρξική θεωρία [marxische Theorie] βασιζόταν στην θέση των εργοδοτών και των εργατών μέσα στη διαδικασία της παραγωγής, και τελικά αναφερόταν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στις κυρίαρχες σχολές κοινωνιολογίας σήμερα, αυτή η προκείμενη απορρίπτεται ως δογματική. Η διένεξη/διαμάχη χρειάζεται να επιλυθεί θεωρητικά, όχι απλά με την παρουσίαση γεγονότων· αυτά ναι μεν συνεισφέρουν στην κριτική, μπορεί όμως επίσης –σύμφωνα με την κριτική θεωρία- να συσκοτίζουν κοινωνικές δομές. Ακόμα και οι αντίπαλοι της διαλεκτικής δεν είναι πλέον πρόθυμοι να αναβάλουν επ’ αόριστον την ανάπτυξη μιας θεωρίας που [θα] λαμβάνει υπόψη της τα κύρια ενδιαφέροντα της κοινωνιολογίας. Η διαμάχη είναι βασικά [διαμάχη] ερμηνείας [Deutung] –εκτός και αν θέλουμε να εξορίσουμε την επιθυμία για εξεύρεση λύσης στην λήθη/αφάνεια του μη-επιστημονικού.
Μια διαλεκτική θεωρία της κοινωνίας ασχολείται με τους δομικούς νόμους που διέπουν τα γεγονότα, που εκδηλώνονται σε αυτά, και που τροποποιούνται από αυτά. Με τον όρο δομικοί νόμοι εννοεί τάσεις που προκύπτουν, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά, από τα ιστορικά συστατικά μέρη του όλου συστήματος. Τα μαρξιστικά μοντέλα για αυτό ήταν ο νόμος της αξίας, ο νόμος της συσσώρευσης και ο νόμος της κατάρρευσης [του καπιταλισμού]. Με τον όρο δομή, η διαλεκτική θεωρία δεν εννοεί τύπους υπό τους οποίους τα κοινωνιολογικά ευρήματα εισάγονται κατά το δυνατόν πληρέστερα, αδιάλλειπτα και ελεύθερα αντιφάσεων.. Έτσι αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί συστηματοποιήσεων αλλά πολλώ μάλλον για το σύστημα της κοινωνίας που προϋπάρχει/που προϋποτίθεται των διαδικασιών και των δεδομένων της επιστημονικής γνώσης. Μια τέτοια θεωρία είναι η τελευταία που θα αντισταθεί στα γεγονότα και σίγουρα δεν θα τα στρεβλώσει προκειμένου να ικανοποιήσει μια προειλημμένη θέση. Διότι σε αυτήν την περίπτωση θα διολίσθαινε αναμφίβολα στον δογματισμό και θα επαναλάμβανε στο επίπεδο του στοχασμού αυτό που οι δυνάμεις της Ανατολικής Ευρώπης ενάσκησαν, μέσω του εργαλείου του διαλεκτικού υλισμού, στην πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, θα ακινητοποιούσε αντικείμενα τα οποία από την φύση τους δεν μπορούν παρά να συλληφθούν ως εν κινήσει. Έτσι ένας φετιχισμός του αντικειμενικού νόμου δημιουργείται κατ’ αντιστοιχία προς τον φετιχισμό των γεγονότων. Μια διαλεκτική θεωρία διαποτισμένη από την οδυνηρή εμπειρία της κυριαρχίας αυτών των νόμων, δεν τους αποθεώνει/υμνολογεί αλλά τους υποβάλλει σε κριτική, όπως υποβάλλει σε κριτική την ψευδαίσθηση/επίφαση ότι τα μεμονωμένα και συγκεκριμένα γεγονότα καθορίζουν την πορεία του κόσμου. Κατά πάσα πιθανότητα, υπό την επήρειά της, το μεμονωμένο και συγκεκριμένο δεν υφίσταται ακόμα. Η λέξη «πλουραλισμός» στηρίζει την ουτοπική πεποίθηση ότι η ουτοπία ήδη υπάρχει: χρησιμεύει για να μας κατευνάσει. Αυτός είναι ο λόγος που η διαλεκτική θεωρία, η οποία αναστοχάζεται τον εαυτό της κριτικά, δε δύναται να επαναπαυθεί από την πλευρά της στο μέσον του καθολικού. Το να ξεφύγει από αυτή την μεσολάβηση είναι πράγματι στις προθέσεις της.
Ούτε είναι απρόσβλητη από την ψευδή διάκριση μεταξύ καθαρού στοχασμού και εμπειρικής έρευνας. Πρόσφατα, ένας Ρώσος διανοούμενος με αξιοσημείωτη επιρροή μου είπε πως η κοινωνιολογία είναι μια νέα επιστήμη στην Σοβιετική Ένωση. Αυτό που εννοούσε ήταν η εμπειρική κοινωνιολογία. Το γεγονός ότι αυτό θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με την θεωρία της κοινωνίας που επέχει θέση κρατικής θρησκείας στην χώρα του τού ήταν τόσο λίγο προφανές, όσο το γεγονός ότι ο Μαρξ διεξήγαγε εμπειρική έρευνα. Η πραγμοποιημένη συνείδηση δεν παύει να υφίσταται εκεί όπου η έννοια της πραγμοποίησης κατέχει τιμητική θέση. Ο κομπασμός σχετικά με έννοιες όπως ο «ιμπεριαλισμός» ή το «μονοπώλιο», ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής τους και της πραγματικότητας που αντιστοιχούν σε αυτές, είναι ψευδής και παράλογος. Είναι σύστοιχος προς την στάση εκείνη, η οποία χάριν της τυφλής νομιναλιστικής της παράστασης περί «γεγονότων», οχυρώνεται έναντι της ιδέας ότι έννοιες, όπως η «ανταλλακτική κοινωνία», παραπέμπουν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα και εκφράζουν έναν καταναγκασμό του καθολικού που υπερβαίνει τα γεγονότα και που δεν δύναται πάντα να αναχθεί σε λειτουργικά καθορισμένες πραγματικότητες. Πρέπει να εργαστούμε ενάντια σε αμφότερες τις τάσεις αυτές. Με αυτή την έννοια το θέμα μας, ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία, μαρτυρά την μεθοδολογικής φύσης πρόθεσή μας να εξασκήσουμε την αυτοκριτική μέσα σε πνεύμα ελευθερίας/για αυτοκριτική εξ αφορμής της ελευθερίας [Selbstkritik aus Freiheit].
Μία απλή απάντηση στην ερώτηση που θέτει το θέμα μας ούτε αναμένεται ούτε αναζητείται. Οι εναλλακτικές λύσεις που μας αναγκάζουν να αποφασίσουμε υπέρ του ενός ή του άλλου, έστω και στο επίπεδο της θεωρίας, είναι ήδη οι ίδιες καταστάσεις καταναγκασμού οι οποίες αναπαρήχθησαν σε μια ανελεύθερη κοινωνία και μεταφέρθηκαν στην σκέψη εκείνων, των οποίων καθήκον είναι να άρουν τον ζυγό της ανελευθερίας, επιμένοντας πεισματικά στον στοχασμό. Ο διαλεκτικός, πάνω απ’ όλα, δεν θα πρέπει να αφήσει τον εαυτό του να εξαναγκαστεί σε μια δεσμευτική διάκριση μεταξύ ύστερου καπιταλισμού και βιομηχανικής κοινωνίας, ούτε να αρκεστεί σε μία χαλαρή απόφανση του τύπου «από την μια πλευρά … και από την άλλη». Αντίθετα προς την συμβουλή του Μπρεχτ, [ο διαλεκτικός] πρέπει να αποφύγει την απλούστευση επειδή η κοινότοπη σκέψη [Denkgewohnheit] θα του υποβάλλει και μια κοινότοπη απάντηση, ακριβώς όπως θα υποβάλλει στους αντιπάλους του την αντίθετη απάντηση. Όποιος δεν παραβλέπει την προτεραιότητα που έχει η δομή έναντι των γεγονότων [Sachverhalte], σε αντίθεση με τους περισσότερους αντιπάλους του, δεν θα μπει στον πειρασμό να απορρίψει αντιφάσεις ως λογικά σφάλματα ούτε να τις εξαλείψει προκειμένου να εξασφαλίσει την συνοχή του επιστημονικού πλαισίου. Αντίθετα, θα τις αναζητήσει μέσα την κοινωνική δομή, η οποία ήταν ανταγωνιστική από τότε που υπάρχει ρητά κοινωνία και η οποία παρέμεινε ανταγωνιστική όπως επέδειξαν αδρομερώς οι διαμάχες εξωτερικής πολιτικής, η μόνιμη απειλή του πολέμου και πρόσφατα η ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Αυτό παραγνωρίζεται από τον αντίθετο τρόπο σκέψης, ο οποίος συνεχώς προβάλλει την τυπικής λογικής ιδέα ότι η αντίφαση είναι φευκτέα στο εκάστοτε διανοητικό αντικείμενο. Αποστολή μας δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων, είτε για επιστημονικούς λόγους είτε για λόγους γούστου. Τουναντίον, σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων εκφράζει την αντίφαση που χαρακτηρίζει την σημερινή κατάσταση. Έργο της κοινωνιολογίας είναι να αρθρώσει αυτήν την αντίφαση στο επίπεδο της θεωρίας.
Πολλές από τις προγνώσεις της διαλεκτικής θεωρίας έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Κάποιες απλά δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Ορισμένες αναλυτικές κατηγορίες οδηγούν σε αδιέξοδα [Aporien] τα οποία μπορούν να αρθούν μόνο μέσω υπερβολικά τεχνητών επιχειρημάτων. Άλλες προγνώσεις, αρχικά στενά συνυφασμένες με αυτές, έχουν δικαιωθεί θεαματικά. Δοθέντων των ισχυρισμών της διαλεκτικής, ακόμα και εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι οι προγνώσεις είναι το νόημα της θεωρίας δεν θα ικανοποιηθούν με την βεβαίωση ότι αυτές είναι εν μέρει αληθείς και εν μέρει εσφαλμένες. Αυτές οι αποκλίσεις απαιτούν με την σειρά τους θεωρητική επεξήγηση. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια προλεταριακή ταξική συνείδηση στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες δεν αναιρεί από μόνο του τον ισχυρισμό ότι οι τάξεις υπάρχουν, ακόμα και αν αυτός έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη πεποίθηση [communis opinion]. Η τάξη οριζόταν από την σχέση των μελών της προς τα μέσα παραγωγής, όχι από την συνείδησή τους.
Ευλογοφανείς εξηγήσεις για την απουσία ταξικής συνείδησης δε λείπουν. Έχουμε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι εργάτες δεν εξαθλιώνονταν αλλά όλο και περισσότερο ενσωματώνονταν στην αστική κοινωνία και στις απόψεις της, μια εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά την Βιομηχανική Επανάσταση, όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο είχε στρατολογηθεί από τις τάξεις των απόρων και παρ’ όλα αυτά δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει πλήρως μια θέση στην κοινωνία. Το κοινωνικό Είναι δε δημιουργεί ευθέως ταξική συνείδηση [Nicht schafft gesellschaftliches Sein unmittelbar Klassenbewusstsein]. Λόγω της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία, οι μάζες δεν έχουν περισσότερο έλεγχο του κοινωνικού τους πεπρωμένου σήμερα από ότι είχαν πριν εκατόν είκοσι χρόνια. Κατά συνέπεια, δεν έχουν απλά χάσει την όποια αίσθηση ταξικής αλληλεγγύης αλλά επιπλέον αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι αυτοί είναι τα αντικείμενα και όχι τα υποκείμενα της κοινωνικής διαδικασίας, την οποία εντούτοις συντηρούν ως υποκείμενα. Η ταξική συνείδηση, από την οποία, σύμφωνα με την μαρξική θεωρία [marxische Theorie], υποτίθεται πως εξαρτάται το ποιοτικό άλμα, ήταν επίσης σύμφωνα με την ίδια αυτή συνείδηση ένα επιφαινόμενο. Ωστόσο, σε χώρες αρχετυπικές όσον αφορά τις ταξικές σχέσεις, όπως η Βόρεια Αμερική, η ταξική συνείδηση απουσίαζε για μεγάλες χρονικές περιόδους, αν υπήρξε πράγματι ποτέ. Αλλά εάν έτσι έχουν τα πράγματα και το ζήτημα για το προλεταριάτο απλά γίνεται αινιγματικό, τότε η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα και η υποψία ότι δημιουργούνται εννοιολογικοί μύθοι μπορεί να καταργηθεί μόνο δια διατάγματος: δεν μπορεί να παραμείνει κρυμμένη από την σκέψη.
Η ιστορική εξέλιξη δυσκολεύεται να διαχωριστεί από το επίκεντρο της μαρξικής θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Η τελευταία όφειλε να παράσχει μια αντικειμενική οικονομική εξήγηση των ταξικών σχέσεων και της ανάπτυξης του ταξικού ανταγωνισμού. Αν όμως χάρη στην τεχνολογική πρόοδο και την εκβιομηχάνιση το μερίδιο της ζωντανής εργασίας από την οποία και μόνο υποτίθεται πως θα προέκυπτε η υπεραξία συρρικνώνεται και μάλιστα γίνεται περιθωριακό, τουλάχιστον ως τάση, αυτό το γεγονός δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τον πυρήνα της θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Η σημερινή/παρούσα έλλειψη μιας αντικειμενικής θεωρίας της αξίας προσδιορίζεται, όχι μόνο από την σχολή της οικονομικής σκέψης η οποία είναι σχεδόν η μόνη που χαίρει ακαδημαϊκού σεβασμού σήμερα· αλλά και από τις σχεδόν απαγορευτικές δυσκολίες θεμελίωσης του σχηματισμού των τάξεων αντικειμενικά εν τη απουσία μιας θεωρίας της υπεραξίας.
Μη-οικονομολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι ακόμα και οι αποκαλούμενοι νέο-Μαρξιστές χρησιμοποιούν στοιχεία της υποκειμενικής οικονομικής για να καλύψουν τα κενά στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων. Δεν είναι μόνο η σταδιακή αποδυνάμωση της θεωρητικής ικανότητας την οποία πρέπει να κατηγορήσουμε για αυτό. Είναι πιθανό η σύγχρονη κοινωνία να υπεκφεύγει των δυσκολιών μιας εσωτερικά συνεκτικής θεωρίας. Για τον Μαρξ ήταν ευκολότερο από αυτήν την άποψη, καθώς στο πεδίο της επιστήμης το ανεπτυγμένο σύστημα του φιλελευθερισμού ήταν στη διάθεσή του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να εξετάσει αν ο καπιταλισμός αντιστοιχεί σε αυτό το μοντέλο κατά τις οικείες του δυναμικές κατηγορίες προκειμένου να παράγει/παραγάγει μια οιονεί συστηματική θεωρία, σε προσδιορισμένη άρνηση του συστήματος που βρήκε μπροστά του.
Στο μεταξύ, η οικονομία της αγοράς έχει γίνει τόσο διάτρητη ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε τέτοια αντιμετώπιση. Ο ανορθολογισμός της παρούσας κοινωνικής δομής παρεμποδίζει την ορθολογική εκδίπλωση της τελευταίας στη θεωρία. Η πιθανότητα να μεταβεί η διεύθυνση των οικονομικών διαδικασιών στην πολιτική εξουσία προκύπτει πράγματι από την δυναμική του παραγωγικού (deductive) συστήματος, αλλά επίσης τείνει προς ένα αντικειμενικό ανορθολογισμό. Αυτό είναι που μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν είχαμε καμία πειστική αντικειμενική θεωρία της κοινωνίας για τόσο μεγάλο διάστημα και όχι μόνο ο στείρος δογματισμός των υποστηρικτών του [ανορθολογισμού]. Με βάση αυτή την ερμηνεία η αποτυχία αυτή δεν είναι έκφραση της κριτικής εξέλιξης του επιστημονικού πνεύματος, αλλά καταναγκαστικής παραίτησης. Η οπισθοδρόμηση της ίδιας της κοινωνίας είναι παράλληλη προς την αδυναμία να παραχθεί μία θεωρία της κοινωνίας.
Μια τέτοια θεωρία θα βρει πολλά βαρυσήμαντα δεδομένα στην πορεία της. Καθώς δεν γίνεται χρήση της έννοιας-κλειδί καπιταλισμός αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευτούν μόνο με βίαιες και αυθαίρετες στρεβλώσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπόκεινται στην κυριαρχία της οικονομικής διαδικασίας. Τα αντικείμενά της έχουν από καιρό παύσει να είναι μόνο οι μάζες: αυτά περιλαμβάνουν τώρα τους εξουσιαστές και τους αντιπροσώπους τους. Οι τελευταίοι, συμφώνως με την παλαιότερη θεωρία, έχουν σε μεγάλο βαθμό υποβιβαστεί σε λειτουργίες του ίδιου του παραγωγικού μηχανισμού τους. Το πολυσυζητημένο ζήτημα/ερώτημα που αφορά την επανάσταση των διευθυντών [managerialrevolution-αγγλικά στο πρωτότυπο] μετά την υποτιθέμενη μεταφορά της εξουσίας/κυριαρχίας από τους νόμιμους ιδιοκτήτες στην διευθυντική γραφειοκρατία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η παραπάνω διαδικασία συνεχίζει να παράγει και να αναπαράγει τον εαυτό της όπως έκανε πάντα. Ακόμα και αν οι τάξεις δεν μοιάζουν πλέον με αυτές που παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα Germinal του Ζολά, δημιουργείται μία δομή σύμφωνα με αυτό που ο αντισοσιαλιστής Νίτσε προοικονομούσε με τη διατύπωση «ένα κοπάδι, αλλά κανένας βοσκός». Ωστόσο, η διατύπωση αυτή αποκρύπτει κάτι το οποίο ο ίδιος δεν ήθελε να δει, δηλαδή, την παλαιά κοινωνική καταπίεση. Μόνο που τώρα η καταπίεση έχει γίνει ανώνυμη. Αν η παλαιά θεωρία της εξαθλίωσης δεν επαληθεύτηκε κατά γράμμα αυτό συντελέστηκε υπό την όχι λιγότερο ανησυχητική σημασία ότι η ανελευθερία, η εξάρτηση από έναν μηχανισμό ο οποίος έχει ξεφύγει από τον έλεγχο αυτών που τον χρησιμοποιούν, έχει εξαπλωθεί πάνω σε όλη την ανθρωπότητα.
Η ευρέως θρηνούμενη ανωριμότητα των μαζών αντικατοπτρίζει απλά το γεγονός ότι αυτές είναι τόσο λίγο αυτόνομα κυρίαρχες των ζωών τους όσο ήταν πάντα. Όπως και στον μύθο, η ζωή τους τους συμβαίνει, σαν μοίρα. Περαιτέρω, εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και υποκειμενικά με όρους συνείδησης περί πραγματικότητας εκ μέρους των μαζών, οι ταξικοί διαχωρισμοί δεν έχουν σε καμία περίπτωση ισοπεδωθεί στον βαθμό που μερικές φορές υπονοείται. Ακόμα και οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού δεν έχουν καταστεί παρωχημένες με την αποχώρηση των μεγάλων δυνάμεων από τις αποικίες τους. Η διαδικασία που περιέγραφαν επιβιώνει σήμερα στον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ εξουσίας. Η κατ’ ισχυρισμόν παρωχημένη/γερασμένη θεωρία των κοινωνικών ανταγωνισμών με την τελική κατάρρευση υπερθεματίζεται πέραν κάθε μέτρου από τους έκδηλους πολιτικούς ανταγωνισμούς . Η υπόθεση εργασίας αν και σε ποιο βαθμό η ταξική σχέση μετατοπίστηκε στην σχέση μεταξύ των ηγετικών βιομηχανικών κρατών από τη μία και των σθεναρά υποταγμένων υπανάπτυκτων εθνών από την άλλη, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορώ να θίξω εδώ.
Από την άποψη της κριτικής διαλεκτικής θεωρίας, θα ήθελα να προτείνω για αρχή την αναγκαστικά αφηρημένη απάντηση ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι αναμφισβήτητα μια βιομηχανική κοινωνία σύμφωνα με το επίπεδο των παραγωγικών της δυνάμεων. Η βιομηχανική εργασία έχει γίνει παντού το πρότυπο της κοινωνίας ως τέτοιας, ανεξαρτήτως των συνόρων που χωρίζουν τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Έχει εξελιχθεί σε μια ολότητα επειδή μέθοδοι όμοιες προς εκείνες της βιομηχανίας αναγκαστικά επεκτείνονται δυνάμει των νόμων της οικονομίας σε άλλες σφαίρες της υλικής παραγωγής, στην διοίκηση, στην σφαίρα της κυκλοφορίας, και σε εκείνες που αυτο-αποκαλούνται κουλτούρα. Τουναντίον, η κοινωνία είναι καπιταλιστική στις παραγωγικές της σχέσεις/η κοινωνία υπάρχει ως καπιταλισμός στις παραγωγικές της σχέσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι αυτό που ήταν στην ανάλυση του Μαρξ στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα: προσαρτήματα της μηχανής, όχι μόνο κατά κυριολεξία εργάτες που πρέπει να προσαρμοστούν στην φύση του μηχανικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούν, αλλά πολλώ μάλλον μεταφορικά εργάτες που είναι αναγκασμένοι ως τις πιο μύχιες παρορμήσεις τους να καθυποτάξουν τον εαυτό τους στους κοινωνικούς μηχανισμούς και να υιοθετήσουν συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους χωρίς επιφυλάξεις. Η παραγωγή πραγματοποιείται σήμερα όπως και τότε, χάριν του κέρδους. Και ξεπερνώντας κατά πολύ αυτό που ήταν προβλέψιμο την εποχή του Μαρξ, οι ανθρώπινες ανάγκες που ήταν δυνητικά λειτουργίες του παραγωγικού μηχανισμού έχουν γίνει στην πραγματικότητα οι ίδιες οι λειτουργίες του πλέον, αντί να γίνει ο παραγωγικός μηχανισμός μια λειτουργία των ανθρώπινων αναγκών. Οι άνθρωποι τελούν πλέον υπό πλήρη έλεγχο. Ομολογουμένως οι ανθρώπινες ανάγκες, ακόμη και αν είναι σταθερές και προσαρμοσμένες προς τα συμφέροντα του μηχανισμού, εξακολουθούν να υπάρχουν συρόμενες, τρόπον τινά και ο μηχανισμός μπορεί, ως εκ τούτου, να τις επικαλείται. Όμως η χρηστική αξία των εμπορευμάτων έχει πλέον χάσει όλη την εναπομείνασα πηγαία της «φυσικότητα». Οι ανάγκες ικανοποιούνται όχι μόνο έμμεσα, διαμέσου της ανταλλακτικής αξίας τους, αλλά στους οικονομικά σχετικούς τομείς αυτές παράγονται από το κίνητρο του κέρδους, ακόμα και εις βάρος των αντικειμενικών αναγκών των καταναλωτών, όπως είναι οι κατάλληλες οικίες, για να μην αναφέρουμε την εκπαίδευση και την πληροφόρηση για τα πιο σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές τους. Στην σφαίρα των αγαθών που ξεπερνούν τις στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής, η τάση είναι οι ανταλλακτικές αξίες να διαλύονται, να αναλώνονται- ένα φαινόμενο που στην εμπειρική κοινωνιολογία εμφανίζεται διατυπωμένο με όρους όπως «γόητρο» και «σύμβολα του στάτους», παρ’ όλο που αυτοί [οι όροι] δεν συλλαμβάνουν την αντικειμενική τους ουσία [των ανταλλακτικών αξιών].
Στις βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες, όσο δεν προκύπτουν φυσικές οικονομικές καταστροφές σε πείσμα του Keynes, οι άνθρωποι έχουν μάθει να προλαμβάνουν μια κραυγαλέα φτώχεια, αν και όχι στον βαθμό που προβλεπόταν/διαβεβαιωνόταν από την σκοπιά της κοινωνίας της αφθονίας. Ωστόσο, το ξόρκι του συστήματος πάνω στην ανθρωπότητα –στο μέτρο που μία τέτοια παρομοίωση έχει νόημα– έχει ισχυροποιηθεί μέσω της διαδικασίας της ενσωμάτωσης. Είναι αδιαμφισβήτητο το ότι με την αυξανόμενη ικανοποίηση των υλικών αναγκών, και ανεξάρτητα από την παραμόρφωσή τους από τον μηχανισμό, μία ζωή που δεν υπόκειται στην ανάγκη έχει γίνει ασύγκριτα πιο εφικτή. Ακόμα και στις πιο φτωχές χώρες όλοι μπορούν να τραφούν πλέον. Συνάμα, το γεγονός ότι το πέπλο, το οποίο αποκρύπτει από την συνείδηση αυτό που είναι εφικτό, έχει καταστεί διάφανο αποδεικνύεται από τον πανικό που δημιουργείται παντού από μορφές κοινωνικής διαφώτισης που δεν έχουν καλυφθεί από τις επίσημες μορφές επικοινωνίας. Αυτό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι επιθυμούσαν μια ανθρώπινη οργάνωση της κοινωνίας, κατήγγειλαν ως ουτοπία, ισχυριζόμενοι ότι απλώς υπονόμευε μια τέτοια οργάνωση, κατέστη μία χειροπιαστή/απτή δυνατότητα. Σήμερα, η κριτική της ουτοπίας εκφυλίστηκε σε απόθεμα της ιδεολογίας, ενώ ο θρίαμβος της τεχνικής παραγωγικότητας μας εξαπατά στο να πιστεύουμε ότι η ουτοπία, η οποία είναι ασύμβατη με τις σχέσεις παραγωγής, έχει ήδη πραγματωθεί. Αλλά οι αντιφάσεις στην νέα, διεθνή τους μορφή – έχοντας στο νου μου τον αγώνα εξοπλισμού στην Ανατολή και στην Δύση – κάνουν το εφικτό ανέφικτο.
Προκειμένου να αποκτήσουμε μία διαυγή εικόνα όλων αυτών απαιτείται βέβαια να μην κατηγορήσουμε την τεχνολογία, δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις, ή να υποκύψουμε σε κάποιο είδος θεωρητικού Λουδισμού μεγάλης κλίμακας, ακόμα κι αν η κριτική μας καλεί πάντα να το κάνουμε. Δεν είναι η τεχνολογία που είναι καταστροφική αλλά η διαπλοκή της με τις κοινωνικές σχέσεις που την πλαισιώνουν . Θα πρέπει απλώς να υπενθυμίσουμε ότι το ενδιαφέρον για κέρδος και κυριαρχία είναι αυτό που έχει κατευθύνει την τεχνολογική ανάπτυξη: κατά περίσταση αυτή συμπίπτει κατά ένα καταστροφικό τρόπο με την ανάγκη για άσκηση ελέγχου. Η εφεύρεση μέσων καταστροφής δεν έχει γίνει τυχαία το νέο αρχέτυπο της τεχνολογίας. Ενώ αντιθέτως οι τεχνολογίες εκείνες που στρέφουν την πλάτη τους στην κυριαρχία, στον συγκεντρωτισμό και τη βία ενάντια στην φύση και που αναμφίβολα θα βοηθούσαν στην επούλωση πολλών από αυτά που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχουν υποστεί βλάβη από την τεχνολογία που έχουμε, [αυτές] αφήνονται στον μαρασμό.
Παρά όλες τις διαβεβαιώσεις της περί του αντιθέτου, παρά όλο της τον δυναμισμό και την ανάπτυξή της στην παραγωγή, η τωρινή κοινωνία εμφανίζει ορισμένες στατικές τάσεις. Αυτές ανήκουν στις σχέσεις παραγωγής. Οι τελευταίες έχουν παύσει να είναι απλώς σχέσεις ιδιοκτησίας: τώρα περιλαμβάνουν και σχέσεις που εκτείνονται από τη διαχείριση/διοίκηση μέχρι υψηλότερες λειτουργίες του κράτους, το οποίο επιτελεί πλέον τον ρόλο ενός καπιταλιστή που εμπερικλείει εντός του το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων [Gesamtkapitalist]. Καθώς η ορθολογικοποίησή τους ομοιάζει με την τεχνική ορθολογικότητα, δηλαδή την ορθολογικότητα των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές έχουν αναμφισβήτητα γίνει πιο ευέλικτες. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το καθολικό συμφέρον συνάδει με την διατήρηση του statusquo και ότι το ιδεώδες είναι η πλήρης απασχόληση – όχι η απελευθέρωση από την ετερόνομη εργασία. Αλλά η κατάσταση αυτή, η οποία με όρους εξωτερικής πολιτικής είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ασταθής, είναι μόνο προσωρινά σε ισορροπία· είναι προϊόν δυνάμεων των οποίων η ένταση απειλεί να την συντρίψει. Στο πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, η ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά η ίδια ο εφεδρικός της στρατός και υποστηρίζεται ως τέτοια. Η προσδοκία του Μαρξ ότι η πρωτοκαθεδρία/προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ιστορικά κατοχυρωμένη και ότι αυτή θα οδηγήσει αναγκαία στην καταστροφή/διάλυση των παραγωγικών σχέσεων, αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη. Από την άποψη αυτή ο Μαρξ, ο ορκισμένος εχθρός του Γερμανικού ιδεαλισμού, παρέμεινε πιστός στην καταφατική θεώρηση του τελευταίου για την ιστορία. Η εμπιστοσύνη στο παγκόσμιο πνεύμα συνέβαλε στην παγίωση ύστερων εκδοχών της παγκόσμιας τάξης οι οποίες υποτίθεται πως έπρεπε να ανατραπούν, σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση για τον Φοϋερμπαχ. [1]Το καθαρό ένστικτο για επιβίωση επέτρεψε στις σχέσεις παραγωγής να διατηρήσουν τον έλεγχο των απελευθερωμένων παραγωγικών δυνάμεων μέσω μιας σειράς ειδικών διατάξεων και τεχνασμάτων. Το ειδοποιό γνώρισμα/σήμα κατατεθέν της εποχής είναι η επικράτηση/υπερίσχυση των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, παρόλο που στα μάτια των τελευταίων οι παραγωγικές σχέσεις δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας περίγελος . Το γεγονός ότι η μακρά χειρ της ανθρωπότητας μπορεί να φτάσει μακρινούς, ακατοίκητους πλανήτες αλλά είναι ανίκανη να ιδρύσει μια αιώνια ειρήνη στην γη καθιστά εμφανή τον παραλογισμό προς τον οποίο προσανατολίζεται η κοινωνική διαλεκτική.
Αυτή η επίμονη επικράτηση των παραγωγικών σχέσεων δεν ήταν κάτι που ήλπιζε ο Μαρξ. Προκλήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν σε θέση να απορροφήσει αυτό που ο Veblen ονόμασε «υποκείμενο πληθυσμό». Μόνον αυτός που θέτει αφηρημένα την ευδαιμονία του συνόλου υπεράνω αυτής των ζωντανών μεμονωμένων ατόμων, ενδέχεται να απεύχεται την ως άνω απορρόφηση. Από την πλευρά της, η εξέλιξη αυτή βασίστηκε σε αυτήν των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο δεν ήταν ταυτόσημη με το προβάδισμα των δυνάμεων παραγωγής έναντι των σχέσεων παραγωγής. Το προβάδισμα αυτό δε θα πρέπει να νοηθεί με μηχανιστικούς όρους. Η πραγματοποίηση της υπερίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων θα απαιτούσε την αυθόρμητη δράση εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, και των οποίων ο αριθμός έχει ξεπεράσει κατά πολύ εκείνον του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ωστόσο, το αντικειμενικό συμφέρον και ο υποκειμενικός αυθορμητισμός ακολουθούν εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο αυθορμητισμός στέρεψε κάτω από το αφόρητο βάρος του δεδομένου. Η απόφανση του Μαρξ ότι η θεωρία γίνεται υλική δύναμη όταν διακατέχει τις μάζες ανατράπηκε κατάφορα από την πορεία των γεγονότων.Εάν η οργάνωση της κοινωνίας, τυχαία ή μέσω σχεδίου, χρησιμοποιεί την πολιτιστική βιομηχανία, τη βιομηχανία της συνείδησης και τον μονοπωλιακό έλεγχο της γνώμης για να φράξει τον δρόμο στις πιο βασικές γνώσεις και εμπειρίες των πλέον επικίνδυνων διαδικασιών και των ουσιωδέστερων κριτικών ιδεών· εάν πηγαίνοντας ακόμη πιο πέρα, η κοινωνία παραλύει την ικανότητα των ανθρώπων να συλλάβουν τον κόσμο με συγκεκριμένους όρους ως οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό που φαίνεται να είναι, τότε η παγιωμένη και χειραγωγημένη κατάσταση του πνεύματος γίνεται επίσης μια υλική δύναμη. Αλλά γίνεται δύναμη καταπίεσης, η οποία είναι τόσο ισχυρή με τον δικό της τρόπο όσο ήταν, κάποτε, το αντίθετό της, δηλαδή, το ελεύθερο πνεύμα το οποίο ήθελε να καταργήσει την καταπίεση μια για πάντα.
Αντιστρόφως, κατά κάποιο τρόπο ο όρος «βιομηχανική κοινωνία» φαίνεται να υπονοεί ότι το τεχνοκρατικό στοιχείο στον Μαρξ, τον οποίο ορισμένοι θα ήθελαν να εξορίσουν στην σφαίρα της ανυπαρξίας, είχε μια εγκυρότητα, ως εάν η φύση της κοινωνίας έπεται απευθείας από το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες που τις διέπουν. Είναι εκπληκτικό πόσα λίγα έχουν ειπωθεί σχετικά με αυτές τις συνθήκες στους καθιερωμένους κοινωνιολογικούς κύκλους, και πόσο λίγο έχουν αναλυθεί. Η καλύτερη πτυχή αυτού του επιχειρήματος –το οποίο με κανένα τρόπο δεν είναι το καλύτερο- έχει πολύ απλά ξεχαστεί. Αυτή είναι η έμφαση στην ολότητα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο του Χέγκελ, στον αιθέρα που διαπερνά όλη την κοινωνία. Ωστόσο, αυτός ο αιθέρας είναι κάθε άλλο παρά αιθέριος: είναι, πολλώ μάλλον, το ensreallisimum[2]. Αν αυτό φαίνεται αφηρημένο, δε φέρει την υπαιτιότητα η φαντασιόπληκτη, η εχθρική προς τα γεγονότα αυθαίρετη σκέψη, αλλά η ανταλλακτική σχέση, η αντικειμενική αφαίρεση στην οποία υπάγεται η κοινωνική διαδικασία της ζωής. Η ισχύς αυτής της αφαίρεσης πάνω στους ανθρώπους είναι πιο απτή από την ισχύ οποιουδήποτε άλλου μεμονωμένου θεσμού που έχει δομηθεί σιωπηρά επί τη βάσει αυτής της αρχής, η οποία, έτσι, εσωτερικεύεται στους ανθρώπους. Η αδυναμία του ατόμου μπροστά στην ολότητα είναι η δραστική έκφραση της ισχύος της ανταλλακτικής σχέσης. Στην κοινωνιολογία, βέβαια, με την παραδοσιακή της τάση να ταξινομεί τα φαινόμενα, οι συντηρούμενες κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, φαίνονται πολύ λιγότερο ισχυρές από το συγκεκριμένο καθολικό.[3]Έχουν εξουδετερωθεί σε έννοιες όπως η εξουσία και ο κοινωνικός έλεγχος. Η χρήση τέτοιων κατηγοριών συγκαλύπτει το κεντρί και μαζί με αυτό, θα έλεγε κανείς, το τι είναι πραγματικά κοινωνικό στην κοινωνία, δηλαδή, τη δομή της.
Ωστόσο, το να θεωρήσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις απλώς ως αντίθετους πόλους θα ήταν ανάξιο μιας διαλεκτικής θεωρίας. Αυτές είναι αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα: το ένα περιέχει το άλλο εντός του. Αυτό είναι που μας δελεάζει να εστιάσουμε αποκλειστικά στις παραγωγικές δυνάμεις, παρόλο που οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που έχουν το πάνω χέρι. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι διαμεσολαβημένες περισσότερο από ποτέ από τις παραγωγικές σχέσεις· ίσως τόσο απόλυτα, ώστε οι τελευταίες φαίνεται να είναι η ουσία: έχουν γίνει δεύτερη φύση. Αυτές είναι υπεύθυνες για το γεγονός ότι, σε αντίφαση προς το εφικτό, σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη οι άνθρωποι ζουν μέσα στην ένδεια. Ακόμη και όταν τα αγαθά αφθονούν, φαίνεται να είναι υπό την επήρεια μιας κατάρας. Οι ανάγκες, οι οποίες τείνουν να είναι επίφαση μολύνουν τα αγαθά με αυτόν τον επιφατικό χαρακτήρα. Θα ήταν δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ αληθινών και ψευδεπίγραφων αναγκών, χωρίς να παραχωρείται το δικαίωμα σε κάποια γραφειοκρατία κάπου στον κόσμο να τις ρυθμίσει. Καλώς ή κακώς, ολόκληρη η κοινωνία είναι θεμελιωμένη πάνω σε αυτές τις ανάγκες: μπορούν κάλλιστα να είναι η προσεχής κίνηση για τις έρευνες αγοράς, αλλά δεν αποτελούν την ύψιστη προτεραιότητα στον διοικούμενο κόσμο. Αυτό που θα απαιτείτο για την διάκριση μεταξύ των αληθινών αναγκών και των ψευδεπίγραφων είναι η επίγνωση της δομής της κοινωνίας στο σύνολό της, μαζί με όλες τις διαμεσολαβήσεις της. Το πλασματικό στοιχείο που παραμορφώνει την ικανοποίηση όλων των αναγκών γίνεται σήμερα αντιληπτό ασυνείδητα, αλλά δεν αμφισβητείται· αυτό συμβάλλει αναμφίβολα στην παρούσα δυσφορία μέσα στον πολιτισμό.
Ωστόσο, ακόμα πιο σημαντική από την σχεδόν αδιαπέραστη διαδικασία ανταλλαγής αγαθών, ηδονής και του κινήτρου για κέρδος ή εξουσία είναι η μόνιμη απειλή για τη μία ανάγκη πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι υπόλοιπες, δηλαδή, αυτήν της καθαρής επιβίωσης. Εγκλωβισμένοι σε έναν ορίζοντα μέσα στον οποίο μια βόμβα μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή, ακόμα και η πιο πλούσια προσφορά σε καταναλωτικά αγαθά φαίνεται σαν μια κοροϊδία. Όμως, οι διεθνείς συγκρούσεις που εντείνονται/κορυφώνονται σε σημείο ενός πραγματικά ολοκληρωτικού πολέμου έχουν μια σαφή σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου. Η απειλή της μιας καταστροφής απωθείται από την απειλή της άλλης [καταστροφής]. Οι παραγωγικές σχέσεις θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν την θέση τους τόσο επίμονα χωρίς τους αποκαλυπτικούς κατακλυσμούς των ανανεωμένων οικονομικών κρίσεων. Γιατί με αυτό τον τρόπο μία μεγάλη ποσότητα του κοινωνικού προϊόντος η οποία διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να βρει αγορά, στρέφεται στην παραγωγή όπλων καταστροφής. Η ίδια διαδικασία μπορεί να εντοπιστεί στην Σοβιετική Ένωση, παρά την εξάλειψη της οικονομίας της αγοράς. Οι οικονομικές αιτίες για αυτό είναι προφανείς: η επιθυμία για ταχεία ανάπτυξη στην παραγωγή σε μια οπισθοδρομική οικονομία παρήγαγε μια άκαμπτη δικτατορική διοίκηση. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε σε μια ανανέωση των περιοριστικών παραγωγικών σχέσεων: η παραγωγή χάριν της παραγωγής έγινε απώτερος στόχος και εμπόδισε την επίτευξη του πραγματικού στόχου της ανεμπόδιστης ελευθερίας. Και στα δύο συστήματα υπάρχει μια πραγματικά διαβολική παρωδία της αστικής αντίληψης για την κοινωνικά χρήσιμη εργασία, η οποία διακρίθηκε στην αγορά από την ικανότητά της να παράγει κέρδος, και όχι από τη προφανή χρησιμότητά της για τους ανθρώπους ή για την ευδαιμονία τους. Ωστόσο μία τέτοια κυριαρχία των παραγωγικών σχέσεων επί της ανθρωπότητας προϋποθέτει ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν επιτύχει ένα ορισμένο στάδιο εξέλιξης.
Ενώ οι δύο αυτές έννοιες χρήζουν διάκρισης, όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την διαβολική φύση της κατάστασης πρέπει να αντιληφθεί τη μία προκειμένου να αντιληφθεί και την άλλη. Η υπερπαραγωγή, η οποία περιπλέκει και αντικαθιστά τις φαινομενικά υποκειμενικές ανάγκες, απορρέει από ένα τεχνικό μηχανισμό που έχει καταστήσει τον εαυτό του τόσο αυτόνομο ώστε κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο παραγωγής αυτός γίνεται ανορθολογικός· με άλλα λόγια ασύμφορος. Η υπερπαραγωγή, επομένως, εντείνεται αναγκαστικά από τις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές σχέσεις έχουν αποτύχει να δεσμεύσουν τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο από μια άποψη: αυτήν του αφανισμού/της εκμηδένισης. Αλλά οι διευθυντικές μέθοδοι ελέγχου των μαζών προϋποθέτουν μια πυκνότητα και ένα συγκεντρωτισμό που έχουν μια οικονομική διάσταση καθώς και μια τεχνολογική, όπως θα έμενε να καταδειχθεί στο πεδίο των μέσων μαζικής ενημέρωσης: [θα καταδεικνυόταν δηλαδή] ότι είναι δυνατόν, εκκινώντας από ορισμένα σημεία, να συντονιστεί η συνείδηση αναρίθμητων ανθρώπων απλώς και μόνον με την επιλογή και παρουσίαση tων ειδήσεων και του σχολιασμού.
Η δύναμη των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες δεν έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ωστόσο, εν ταυτώ ως αντικειμενικά αναχρονιστικές, αυτές είναι νοσηρές, τραυματισμένες και διάτρητες. Δεν λειτουργούν πλέον αυτόνομα. Ο οικονομικός παρεμβατισμός δεν είναι, όπως πίστευε η παλαιότερη φιλελεύθερη σχολή, ένα ξένο στοιχείο εμβολιασμένο από έξω, αλλά ένα αναπόσπαστο μέρος του συστήματος, η επιτομή της αυτοάμυνας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να παράσχει μια πιο αποκαλυπτική εικόνα της έννοιας της διαλεκτικής. Κάποιος θα έβρισκε εδώ μια αναλογία με την Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ, στην οποία η αστική ιδεολογία και η διαλεκτική της αστικής κοινωνίας είναι τόσο βαθιά περιπλεγμένες/συνυφασμένες. Ο Χέγκελ κάλεσε το κράτος προς αρωγή της εσωτερικής διαλεκτικής της κοινωνίας, η οποία πίστευε ότι διαφορετικά θα κατέρρεε. Κατέθεσε αυτή την έκκληση έστω και αν το κράτος έπρεπε να σταθεί έξω από τις συγκρούσεις της κοινωνίας και να μετριάσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς με την βοήθεια της αστυνομίας. Η εισβολή δυνάμεων εξωτερικών προς το σύστημα είναι ομοίως ένα παράδειγμα της εμμενούς διαλεκτικής για τον Χέγκελ. Παρομοίως, στον αντίθετο πόλο, ο Μαρξ συνέλαβε την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων τόσο ως επιβαλλόμενη από την πορεία της ιστορίας και συνάμα ως προκαλούμενη μόνο από μια ενέργεια ποιοτικά διαφορετική από το συνεκτικό σύστημα της κοινωνίας.
Αλλά εάν προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο ύστερος καπιταλισμός έχει διασωθεί από την αναρχία της εμπορευματικής παραγωγής μέσω του παρεμβατισμού και πέραν αυτού μέσω του σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας και ως εκ τούτου έπαυσε να είναι πλέον καπιταλισμός, μπορούμε να απαντήσουμε ότι το κοινωνικό πεπρωμένο που επιφυλάσσεται για το άτομο είναι τόσο αυθαίρετο όσο ήταν πάντα. Το γεγονός είναι ότι το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο λειτουργούσε ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ τόσο αγνό όσο υπέθεταν οι φιλελεύθερες απολογίες. Ήδη από τον Μαρξ, το μοντέλο πήρε την μορφή ιδεολογικής κριτικής: δηλαδή, έπρεπε να δείξει πόσο λίγο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα η αντίληψη που είχε η αστική κοινωνία για τον εαυτό της. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η κρίσιμη διάσταση – το γεγονός ότι ακόμα και στην περίοδο της ακμής του ο φιλελευθερισμός δεν ήταν τέτοιος – μπορεί σήμερα να μεταφραστεί στον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός δεν είναι τέτοιος πλέον. Αυτό, επίσης, παραπέμπει σε έναν μετασχηματισμό. Εκείνες οι πτυχές της αστικής κοινωνίας που ήταν ανέκαθεν ανορθολογικές, δηλαδή, ανελεύθερες και άδικες – έναντι της ορθολογικότητας της ελεύθερης και δίκαιης ανταλλαγής – έχουν πλέον ενταθεί σε τέτοιο σημείο όπου ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός θεωρείται πλέον ως θετικό από την σκοπιά ενός συστήματος του οποίου ο ενιαίος/ολοκληρωτικός χαρακτήρας είναι στην πραγματικότητα ένα κάλυμμα για την εσωτερική αποσύνθεση. Ο,τι είναι ξένο προς το σύστημα αποκαλύπτεται ως ένα εκ των συστατικών του και βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής του. Με την τάση προς παρέμβαση, η ελαστικότητα/ανθεκτικότητα του συστήματος έχει επιβεβαιωθεί, αλλά το ίδιο ισχύει, έμμεσα, και για την θεωρία της κατάρρευσής του. Η μετάβαση σε μια μορφή κυριαρχίας ανεξάρτητης από τους μηχανισμούς της αγοράς είναι ο στόχος του συστήματος. Το σύνθημα «ενοποιημένη [formiert] κοινωνία» έβγαλε κάπως απρόσεκτα στη φόρα την παραπάνω διαπίστωση.[4] Μια τέτοια οπισθοδρόμηση εκ μέρους του φιλελεύθερου καπιταλισμού είχε την αναλογία της στην οπισθοδρόμηση της συνείδησης, των ανθρώπων σε μια πιο καθυστερημένη μορφή κοινωνίας εν σχέσει με αυτή που είναι δυνατή σήμερα. Οι άνθρωποι χάνουν τις ιδιότητες που δεν τους χρησιμεύουν πλέον και που απλά τους παρακωλύουν: ο πυρήνας της ατομικότητάς [Individuation] τους έχει αρχίσει να αποσυντίθεται.
Μόνο σε πιο πρόσφατες εποχές τα ίχνη της αντισταθμιστικής τάσης έχουν γίνει ορατά μεταξύ διαφόρων τμημάτων της νέας γενιάς: η αντίσταση στον τυφλό κομφορμισμό, η ελευθερία επιλογής ορθολογικών στόχων, η αποστροφή για τις απάτες και τις αυταπάτες του κόσμου, η ανάμνηση/περισυλλογή της δυνατότητας για αλλαγή. Αντιθέτως, αν παρ’ όλα αυτά η κοινωνικά αυξανόμενη παρόρμηση για καταστροφή θριαμβεύσει, αυτό μένει να το δούμε. Η υποκειμενική οπισθοδρόμηση ευνοεί την οπισθοδρόμηση του συστήματος. Επειδή έχει γίνει δυσλειτουργική (για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που ο Merton χρησιμοποίησε μάλλον διαφορετικά), η συνείδηση των μαζών έχει γίνει ταυτόσημη με το σύστημα καθώς έχει ολοένα και περισσότερο αποξενωθεί από εκείνη την ορθολογικότητα του παγιωμένου/σταθερού, ταυτού εαυτού, η οποία [ορθολογικότητα] υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή στην έννοια της λειτουργικής κοινωνίας.
Η ιδέα ότι οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής είναι σήμερα ένα και το αυτό, και ότι η έννοια της κοινωνίας μπορεί εύκολα να δομηθεί αποκλειστικά και μόνο με αναφορά τις παραγωγικές δυνάμεις, είναι η τρέχουσα μορφή της κοινωνικά αναγκαίας ψευδαίσθησης [Schein]. Είναι κοινωνικά αναγκαία επειδή τα στοιχεία της κοινωνικής διαδικασίας που προηγουμένως ήταν ξεχωριστά –και αυτό περιλαμβάνει και τους ανθρώπους – έχουν αναχθεί σε ένα είδος κοινού παρανομαστή. Η υλική παραγωγή, η διανομή και η κατανάλωση διευθύνονται από κοινού. Τα σύνορά τους συγχέονται το ένα με το άλλο, παρόλο που πρωτύτερα, εντός της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας, ήταν διαχωρισμένα και ταυτοχρόνως συσχετισμένα μεταξύ τους, και για αυτόν τον λόγο σέβονταν αυτό που ήταν ποιοτικά διαφορετικό. Όλα πλέον έχουν γίνει ένα. Το σύνολο των διαδικασιών διαμεσολάβησης, η οποία ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με την αρχή της ανταλλαγής, παρήγαγε μια δεύτερη, απατηλή αμεσότητα. Αυτή κάνει τους ανθρώπους να παραγνωρίζουν τις ενδείξεις που τους παρέχει η δική τους εμπειρία και να αγοούν/λησμονούν την διαφορά και τη σύγκρουση ή να την απωθούν από την συνείδηση. Όμως αυτή η συνείδηση της κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση [Schein], διότι ενώ δικαιώνει την διαδικασία της τεχνολογικής και οργανωτικής τυποποίησης, παραβλέπει το γεγονός ότι αυτή η τυποποίηση δεν είναι απόλυτα ορθολογική αλλά εξακολουθεί να υπόκειται στους τυφλούς, ανορθολογικούς νόμους. Δεν υπάρχει συνολικό κοινωνικό υποκείμενο [Kein gesellschaftliches Gesamtsubjekt]. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε αυτή την ψευδαίσθηση λέγοντας ότι όλα τα κοινωνικά φαινόμενα σήμερα είναι τόσο απόλυτα διαμεσολαβημένα που ακόμα και το στοιχείο της διαμεσολάβησης είναι παραμορφωμένο από τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του. Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα να υιοθετήσουμε μία πλεονεκτική θέση εκτός αυτής της αναταραχής που θα μας επέτρεπε να δώσουμε στην φρίκη ένα όνομα: είμαστε αναγκασμένοι να εκλάβουμε της ασυνέπειές της ως αφετηρία μας.
Αυτό εννοούσαμε ο Χόρκχαϊμερ κι εγώ όταν μιλούσαμε, πριν κάτι δεκαετίες, για το τεχνολογικό πέπλο. Η ψευδής ταυτότητα ανάμεσα στην οργάνωση του κόσμου και τους κατοίκους του, μία ταυτότητα που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ισοδυναμεί με την επιβεβαίωση των παραγωγικών σχέσεων, τους επωφελημένους των οποίων αναζητούμε σήμερα τόσο μάταια όσο και τους προλετάριους, οι οποίοι έχουν καταστεί αόρατοι. Το σύστημα έχει γίνει ανεξάρτητο ακόμα και από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά αυτή η διαδικασία έχει φτάσει πλέον στα όριά της. Έχει γίνει πλέον μοίρα και βρίσκει την έκφρασή της σε αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε πανταχού παρόν, ρέον άγχος: ρέον επειδή δεν είναι σε θέση πλέον να συνδεθεί με τα ανθρώπινα όντα, είτε πρόκειται για άτομα ή τάξεις. Αλλά ,τελικά, αυτό που έχει απελευθερωθεί είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που είχαν καταχωνιαστεί κάτω από τις παραγωγικές σχέσεις. Ως εκ τούτου και η ακατανίκητη τάξη πραγμάτων παραμένει η δικιά της ιδεολογία και είναι συνεπώς ουσιαστικά ανίσχυρη. Αν και αδιαπέραστο το ξόρκι της, είναι μόνο ένα ξόρκι. Εάν η κοινωνιολογία πρόκειται να κάνει κάτι περισσότερο από το να παράσχει στους παράγοντες και στα συμφέροντα τις πληροφορίες που χρειάζονται, αν πρόκειται να κατορθώσει κάτι από αυτό που οραματιζόταν κατά την γέννησή της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το καθήκον της να χρησιμοποιήσει μέσα που δεν έχουν υποκύψει στον καθολικό φετιχισμό και έτσι να συμβάλει τη δική της σεμνή συνεισφορά στο να λυθεί αυτό το ξόρκι.
[1]. Σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση του Μαρξ για τον Φόϋερμπαχ , «οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο, με διάφορους τρόπους. το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
[2]. [Σ.τ.Μ] ensreallisimum: το πιο πραγματικό Ον, το πιο πραγματικό Είναι
[3]. [Σ.τ.Μ] Συγκεκριμένο καθολικό (concreteuniversal): Στον Χέγκελ το συγκεκριμένο καθολικό είναι κοινό στοιχείο ανάμεσα σε διαφορετικά πράγματα στην κοινωνία, η διαμεσολάβηση όλων των κοινωνικών «οντοτήτων» από ένα συγκεκριμένο πράγμα. Εδώ ο Αντόρνο εννοεί την ανταλλακτική σχέση ως το συγκεκριμένο καθολικό που διαμεσολαβεί κάθε πτυχή της ολότητας.
[4]. Το σύνθημα «formierteGesellschaft», η «ενοποιημένη» ή «συγκροτημένη» κοινωνία προέρχεται από τονLudwigErhard, συντηρητικό δυτικογερμανό ομοσπονδιακό Καγκελάριο (1963-66). Ο όρος εξέφραζε την επιθυμία του για μια αρμονική κοινωνία στην οποία η εγωιστική συμπεριφορά και ο φατριασμός θα έχουν εκλείψει. Αν και μάλλον ασαφής, η ιδέα αυτή κινητοποίησε την αντιπολιτευόμενη Αριστερά, η οποία θεώρησε ότι αποτελούσε μία έκκληση για επιστροφή σε μια αυστηρά οργανωμένη, ιεραρχική κοινωνία με φασιστικές συνεκδοχές.
Αγγλική μετάφραση: RodneyLivingstone, 1969
Μετάφραση στα ελληνικά : Χάρης Λ., με τις πολύτιμες επισημάνσεις του Χαράλαμπου Παναγιωτάκη, Θοδωρή Βελισσάρη και Δημήτρη Τζωρτζόπουλου.
Αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο: Δώρα Βέττα
* Πρόκειται για υπότιτλο που φέρει η αγγλική μετάφραση
Εμείς οι παλιότεροι εκπρόσωποι αυτού που καθιερώθηκε υπό την ονομασία «Σχολή της Φραγκφούρτης» κατηγορηθήκαμε πρόσφατα με προθυμία για παραίτηση. Είχαμε όντως αναπτύξει στοιχεία μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας, αναφέρει η κατηγορία, αλλά δεν ήμασταν έτοιμοι να εξαγάγουμε τις πρακτικές της συνέπειες. Και έτσι, ούτε παρείχαμε προγράμματα δράσης, ούτε καν υποστηρίξαμε τη δράση αυτών που ένιωθαν πως εμπνέονται από την κριτική θεωρία. Δεν θα καταπιαστώ με το ερώτημα, αν αυτό μπορεί να απαιτείται από θεωρητικούς διανοητές, οι οποίοι είναι σχετικά ευαίσθητοι δέκτες, κατά κανένα τρόπο απρόσβλητοι από κραδασμούς. Η αποστολή που τους έχει ανατεθεί μέσα στην κοινωνία της καταμερισμένης εργασίας μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού οι ίδιοι μπορεί να παραμορφώνονται από αυτή. Όμως εξίσου διαμορφώνονται από αυτή• βέβαια, δεν μπορούν να καταργήσουν με την απλή βούλησή τους αυτό το οποίο έγιναν. Δεν θα ήθελα να αρνηθώ το στοιχείο της υποκειμενικής αδυναμίας που ακολουθεί την περιοριστική επικέντρωση στη θεωρία. Πιστεύω πως η αντικειμενική πλευρά είναι περισσότερο σημαντική. Η αντίρρηση, εύκολα διατυπωμένη, είναι πάνω-κάτω η εξής: όποιος αυτή την ώρα αμφισβητεί τη δυνατότητα ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, επομένως, ούτε συμμετέχει σε θεαματικές και βίαιες ενέργειες ούτε τις προτείνει, αυτός έχει παραιτηθεί. Θεωρεί πως αυτό που έχει στο μυαλό του δεν μπορεί να πραγματωθεί• στην πραγματικότητα, ούτε καν θέλει να το πραγματώσει. Αφήνοντας τις συνθήκες ανέγγιχτες, τις αποδέχεται ανομολόγητα.
Η απόσταση από την πράξη θεωρείται κακόφημη από όλους. Όποιος δεν θα ήθελε πραγματικά να στρωθεί στη δουλειά και να λερώσει τα χέρια του, είναι ύποπτος, λες και η αποστροφή δεν είναι θεμιτή, αλλά έχει παραμορφωθεί από το προνόμιο. Η δυσπιστία προς αυτόν που δυσπιστεί απέναντι στην πράξη εκτείνεται από αυτούς που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά και επαναλαμβάνουν το παλιό σύνθημα «τα πολλά λόγια είναι φτώχια», μέχρι το αντικειμενικό πνεύμα της διαφήμισης που διαδίδει το παράδειγμα – το οποίο αποκαλούν παράδειγμα προς μίμηση – του δραστήριου, ενεργητικού ατόμου, είτε είναι βιομήχανος, είτε αθλητής. Ο καθένας πρέπει να συμμετάσχει. Όποιος μοναχά σκέφτεται, αποσύρεται, θεωρείται αδύναμος, δειλός, κατ’ ουσίαν προδότης. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό, το εχθρικό κλισέ του διανοούμενου διεισδύει βαθιά μέσα στην ομάδα εκείνων των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι με τη σειρά τους λοιδορούνται ως διανοούμενοι.
Οι σκεπτόμενοι πρακτικιστές απαντούν ως εξής: ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν περιλαμβάνεται ακριβώς η κατάσταση του διαχωρισμού θεωρίας και πράξης. Η πράξη είναι αναγκαία, ακριβώς, προκειμένου να απαλλαγούμε από την κυριαρχία των πρακτικών ανθρώπων και του πρακτικού ιδεώδους. Όμως αυτή η πράξη μετασχηματίζεται ταχύτατα σε μια απαγόρευση της σκέψης. Το παραμικρό αρκεί ώστε η αντίσταση απέναντι στην καταπίεση να στραφεί καταπιεστικά απέναντι σε αυτούς, οι οποίοι, όσο λίγο κι αν θέλουν να εκθειάσουν την ύπαρξή τους, δεν εγκαταλείπουν αυτό που έγιναν. Η συχνά επικαλούμενη ενότητα θεωρίας και πράξης έχει την τάση να μετατρέπεται σε κυριαρχία της πράξης. Πολλές τάσεις δυσφημίζουν την ίδια τη θεωρία ως μια μορφή καταπίεσης• λες και η πράξη δεν συνδέεται πολύ πιο άμεσα με την καταπίεση. Στον Μαρξ, η διδασκαλία αυτής της ενότητας εμπνεόταν από την πραγματική δυνατότητα δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν πραγματώθηκε.[1] Αυτό που αναδύεται σήμερα είναι το ακριβώς αντίθετο. Κάποιοι γαντζώνονται στη δράση χάριν της αδυνατότητας για δράση. Ήδη στον Μαρξ, ωστόσο, υπάρχει κρυμμένη μια πληγή. Ίσως παρουσίασε την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ τόσο απόλυτα, διότι δεν ήταν εντελώς βέβαιος για αυτή. Κατά τη νεότητά του είχε απαιτήσει την “αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος”.[2] Στη συνέχεια χλευάζει την κριτική. Αλλά η περίφημη σαρκαστική του διάθεση απέναντι στους νέους Εγελιανούς, η φράση “κριτική κριτική” [“critical critique”] ήταν κάτι άχρηστο και εξανεμίστηκε σαν απλή ταυτολογία.[3]Η κριτική που εφάρμοζε ο ίδιος ο Μαρξ ανακόπηκε με ανορθολογικό τρόπο από την επιβληθείσα πρωτοκαθεδρία της πράξης [praxis]. Στη Ρωσία και στην ορθοδοξία άλλων χωρών, η χαιρέκακη χλεύη της κριτικής κριτικής έγινε ένα εργαλείο έτσι ώστε οι υπάρχουσες συνθήκες να επιβληθούν με τρομακτικό τρόπο. Η μοναδική σημασία της πράξης ήταν η αυξημένη παραγωγή των μέσων παραγωγής. Η μόνη κριτική που ήταν ανεκτή ήταν αυτή που στρεφόταν κατά των ανθρώπων κατηγορώντας τους ότι δεν εργάζονται αρκετά σκληρά. Η υπαγωγή της θεωρίας στην πράξη μεταστρέφεται τόσο εύκολα σε εξυπηρέτηση μιας επαναλαμβανόμενης καταπίεσης.
Η καταπιεστική αδιαλλαξία απέναντι στη σκέψη, η οποία δεν συνοδεύεται άμεσα από οδηγίες για δράση, εδράζεται στο άγχος. Ο καθένας πρέπει να φοβάται την απερίσπαστη σκέψη και τη στάση που δεν αφήνει την τελευταία να ξεπουληθεί, διότι γνωρίζει βαθιά ό,τι δεν μπορεί να παραδεχτεί ανοικτά: πως η σκέψη έχει δίκιο. Ένας πανάρχαιος αστικός μηχανισμός, με τον οποίο ήταν πολύ εξοικειωμένοι οι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, λειτουργεί ξανά, αλλά απαράλλακτα: ο πόνος που προκαλείται από μια αρνητική κατάσταση, αυτή τη φορά από την αποκλεισμένη πραγματικότητα, γίνεται οργή προς αυτόν που την θεματοποιεί. Η σκέψη, ο αυτοσυνείδητος διαφωτισμός, απειλεί να απομαγεύσει την ψευδο-πραγματικότητα στην οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Habermas[4], κινείται ο πρακτικισμός. Ο πρακτικισμός είναι ανεκτός μόνο για τον εξής λόγο, επειδή θεωρείται ψευδο-πραγματικότητα. Η ψευδο-πραγματικότητα συνδυάζεται με την ψευδο-δραστηριότητα ως την υποκειμενική της διάσταση: τη δράση που υπερβάλλει εαυτόν και φθάνει σε παροξυσμό για χάρη της δικής της publicity [δημοσιότητας] δίχως να παραδέχεται στον ίδιο του τον εαυτό τον βαθμό στον οποίο λειτουργεί ως υποκατάστατη ευχαρίστηση, ανυψώνοντας τον εαυτό του σε αυτοσκοπό. Οι εγκλωβισμένοι θέλουν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν σκέφτεται πια κανείς, ή σκέφτεται υπό πλασματικές προκείμενες. Καθώς απολυτοποιείται η πράξη, μόνο η αντίδραση είναι δυνατή, άρα και λανθασμένη. Μόνον η σκέψη θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο, μια σκέψη που δεν προδιαγράφει τα αποτελέσματά της, όπως συμβαίνει συχνά σε συζητήσεις στις οποίες είναι προκαθορισμένο ποιος πρέπει να έχει δίκιο, συζητήσεις οι οποίες δεν προωθούν τον σκοπό τους, αλλά μάλλον αναπόφευκτα εκφυλίζονται σε τακτικισμούς. Αν οι πόρτες είναι αμπαρωμένες, τότε, περισσότερο από ποτέ, η σκέψη δεν πρέπει να παραλύσει. Θα έπρεπε να αναλύσει τις αιτίες και συνακόλουθα να εξαγάγει τα συμπεράσματα. Εναπόκειται στη σκέψη να μην αποδεχτεί την κατάσταση ως τελική. Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, εφόσον είναι δυνατόν, μέσω μιας αδιάκοπης εξέτασης. Το άλμα προς την πράξη [praxis] δεν θεραπεύει τη σκέψη από την παραίτηση, καθόσον το άλμα έχει ως αντίτιμο την κρυφή γνώση πως το ίδιο οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η ψευδο-δραστηριότητα είναι γενικά η απόπειρα να διασωθούν νησίδες αμεσότητας εν μέσω μιας πέρα για πέρα διαμεσολαβημένης και άκαμπτης κοινωνίας. Αυτή η απόπειρα εκλογικεύεται με τον ισχυρισμό ότι μια μικρή αλλαγή εκλαμβάνεται ως ένα μικρό βήμα στο μακρύ δρόμο προς τον μετασχηματισμό του όλου. Το καταστροφικό μοντέλο της ψευδο-δραστηριότητας είναι το «Do it yourself», κάν’ το μόνος σου: δραστηριότητες που επιτυγχάνουν ό,τι εδώ και καιρό μπορεί να επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, μόνο για να εμπνεύσουν στα ανελεύθερα άτομα, τα οποία έχουν παραλύσει μέσα στον αυθορμητισμό τους, την αυτοπεποίθηση πως όλα εξαρτώνται από τους ίδιους. Η ανοησία του «κάν’ το μόνος σου» στην παραγωγή υλικών αγαθών, ακόμη και σε πολλές επιδιορθώσεις, είναι εντελώς προφανής. Ομολογουμένως, η ανοησία δεν είναι καθολική. Με την ελάττωση των λεγόμενων services [υπηρεσιών], κάποιες φορές περιττά – σύμφωνα με την τεχνική ανάπτυξη – μέτρα, τα οποία διεκπεραιώνονται από ιδιώτες, εκπληρώνουν κάποιο σχεδόν έλλογο σκοπό. Η προσέγγιση του «κάν’ το μόνος σου» στην πολιτική δεν έχει εντελώς τον ίδιο χαρακτήρα. Η κοινωνία που απροσπέλαστα αντίκειται στους ανθρώπους είναι εντούτοις αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εμπιστοσύνη στην περιορισμένη δράση μικρών ομάδων ανακαλεί τον αυθορμητισμό, ο οποίος ατροφεί κάτω από την συγκαλυμμένη ολότητα και χωρίς τον οποίο αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Ο διοικούμενος κόσμος έχει την τάση να στραγγαλίζει κάθε αυθορμητισμό, ή τουλάχιστον να τον διοχετεύει σε ψευδο-δραστηριότητες. Τουλάχιστον αυτό δεν λειτουργεί τόσο ομαλά όσο θα προσδοκούσαν οι παράγοντες του διοικούμενου κόσμου. Ωστόσο, ο αυθορμητισμός δεν πρέπει να απολυτοποιείται• εξίσου δεν πρέπει να αποσπάται από την αντικειμενική κατάσταση ή να ειδωλοποιείται όπως ο ίδιος ο διοικούμενος κόσμος. Ειδάλλως, το τσεκούρι στο σπίτι, το οποίο ποτέ δεν υποκαθιστά την εργασία του ξυλουργού, θα σπάσει την κοντινότερη πόρτα, ενώ η ομάδα επιδρομών είναι σε επιφυλακή.[5] Ακόμη και πολιτικές ενέργειες μπορούν να βουλιάξουν μέσα στις ψευδο-δραστηριότητες και μέσα στη θεατρικότητα. Δεν είναι τυχαίο πως το ιδεώδες της άμεσης δράσης, ακόμη και οι προπαγανδιστικές ενέργειες, έχουν αναστηθεί, αφότου πρώην προοδευτικές οργανώσεις έχουν ενσωματωθεί με προθυμία και αναπτύσσουν σε όλες τις χώρες της γης τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα οποία κάποτε αντιτάσσονταν. Αλλά με αυτόν τον τρόπο δεν ακυρώνεται η κριτική στον αναρχισμό. Η επιστροφή του είναι αυτή ενός φαντάσματος. Η ανυπομονησία απέναντι στη θεωρία, η οποία αποκαλύπτεται εντός αυτής της επιστροφής, δεν ωθεί τη σκέψη πέρα από τον εαυτό της. Λησμονώντας τη σκέψη, η ανυπομονησία υπολείπεται αυτής.
Αυτό καθίσταται ευκολότερο για το άτομο μέσω της συνθηκολόγησης απέναντι στη συλλογικότητα, με την οποία ταυτίζεται. Το άτομο απαλλάσσεται από την αναγνώριση της ανημπόριας του• οι λίγοι φαντάζονται πως είναι πολλοί. Αυτή η ενέργεια, και όχι η αταλάντευτη σκέψη, αντιστοιχεί σε παραίτηση. Δεν κυριαρχεί κάποια διαφανής σχέση ανάμεσα στο συμφέρον του εγώ και της συλλογικότητας στην οποία παραδίδει τον εαυτό του. Το εγώ πρέπει να εγκαταλείψει τον εαυτό του έτσι ώστε να ευλογηθεί από τη χάρη της επιλογής του εκ μέρους της συλλογικότητας. Άρρητα έχει τεθεί μια σχεδόν καντιανή κατηγορική προσταγή: πρέπει να συνυπογράψεις. Το αίσθημα μιας καινούργιας ασφάλειας εξαγοράζεται με τη θυσία της αυτόνομης σκέψης. Η παρηγοριά πως η σκέψη βελτιώνεται στο πλαίσιο της συλλογικής δράσης είναι παραπλανητική: η σκέψη, ως ένα απλό εργαλείο της δράσης, αμβλύνεται όπως κάθε εργαλειακός λόγος. Αυτή τη στιγμή καμία ανώτερη μορφή της κοινωνίας δεν είναι ορατή με συγκεκριμένο τρόπο: γι’ αυτό, οτιδήποτε δρα ωσάν [η ανώτερη μορφή κοινωνίας] να αποτελούσε εύκολο στόχο, ενέχει κάτι οπισθοδρομικό. Όμως, με βάση τον Φρόιντ, αυτός που οπισθοδρομεί δεν έχει ακόμη επιτύχει τον ενορμητικό σκοπό του. Αντικειμενικά, η οπισθοδρόμηση είναι ματαίωση, ακόμη και όταν θεωρεί τον εαυτό της το αντίθετο και ανυποψίαστα προπαγανδίζει την αρχή της ηδονής.
Αντιθέτως, αυτός που στην πραγματικότητα δεν υποκύπτει είναι ο ασυμβίβαστα κριτικός διανοητής, ο οποίος ούτε παραδίδει τη συνείδησή του ούτε επιτρέπει τον εαυτό του να δρα υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας. Η σκέψη δεν είναι η νοητική αναπαραγωγή αυτού που ούτως ή άλλως υπάρχει. Στο βαθμό που δεν διακόπτεται, η σκέψη συντηρεί τη δυνατότητα. Η ακόρεστη πλευρά της, η αποστροφή της απέναντι στη βιαστική ικανοποίηση, αρνείται την ανόητη σοφία της παραίτησης. Η ουτοπική στιγμή στη σκέψη είναι τόσο ισχυρότερη όσο λιγότερο αυτή – επίσης μια μορφή υποτροπής – εξαντικειμενικεύεται σε ουτοπία, υπονομεύοντας συνακόλουθα την πραγμάτωσή της. Η ανοικτή σκέψη παραπέμπει πέρα από τον εαυτό της. Από την πλευρά της, αποτελεί μια συμπεριφορά, μια μορφή πράξης, που συγγενεύει περισσότερο με τη μετασχηματιστική πράξη παρά με μια συμπεριφορά που είναι συγκαταβατική για χάρη της πράξης. Προτού αποκτήσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο, η σκέψη είναι πραγματικά η δύναμη της αντίστασης και μόνο με μεγάλη δυσκολία έχει αποξενωθεί από αυτήν. Μια τέτοια εμφατική έννοια της σκέψης δεν προστατεύεται πράγματι ούτε από τις υπάρχουσες συνθήκες ούτε από τον προς επίτευξη σκοπό, ούτε από οποιαδήποτε τάγματα. Οτιδήποτε είχε υπάρξει αντικείμενο της σκέψης, μπορεί να απωθηθεί, να ξεχαστεί, να αφανισθεί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως κάτι από αυτό επιζεί. Διότι η σκέψη έχει το στοιχείο του καθολικού. Αυτό που η σκέψη συνέλαβε με πειστικό τρόπο, έστω για μια φορά, πρέπει να το σκεφτούν άλλοι, αλλού: αυτή η εμπιστοσύνη συνοδεύει ακόμη και την πιο μοναχική και αδύναμη σκέψη. Όποιος σκέπτεται, δεν είναι εξοργισμένος, παρά την κριτική του: η σκέψη έχει μετουσιώσει την οργή. Καθώς το σκεπτόμενο άτομο δεν χρειάζεται να στρέψει την οργή στον εαυτό του, δεν επιθυμεί να την στρέψει και στους άλλους. Η ευτυχία που χαράζει στη ματιά του σκεπτόμενου ατόμου είναι η ευτυχία της ανθρωπότητας. Η καθολική τάση της καταπίεσης αντιτίθεται στην σκέψη ως τέτοια. Η σκέψη είναι ευτυχία ακόμη κι όταν ορίζει τη δυστυχία: καθώς την εκφράζει. Μόνον έτσι εκτείνεται η ευτυχία μέχρι την καθολική δυστυχία. Όποιος δεν την αφήνει να ατροφήσει, αυτός δεν έχει παραιτηθεί ακόμη.
[Σ.τ.μ.: Οι αγγλικές λέξεις που αφήσαμε στο κείμενο (με τη μετάφρασή τους εντός αγκυλών) παρατίθενται από τον Αντόρνο στα αγγλικά στο πρωτότυπο. Οι σημειώσεις είναι του άγγλου μεταφραστή].
[1]. Ραδιοφωνική έκδοση: «Στον Μαρξ, η διδασκαλία της ενότητας θεωρίας και πράξης εμπνεόταν από τη δυνατότητα της δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν είχε πραγματοποιηθεί αλλά ούτε είχε γίνει ακόμη αισθητή».
[2]. Αναφορά στο γράμμα του Μαρξ στον Άρνολντ Ρούγκε, τμήμα της δημόσιας αλληλογραφίας μεταξύ αυτών και του Μπακούνιν και του Φόιερμπαχ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Deutsch-Französische Jahrbücher (1844): «Αν δεν έχουμε δουλειά με την οικοδόμηση του μέλλοντος ή με την παντοτινή του οργάνωση, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για το έργο με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι στο παρόν: Εννοώ την αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος, αμείλικτη με την έννοια πως δεν πρόκειται να περιοριστεί ούτε από τις ίδιες της τις ανακαλύψεις ούτε από την σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις». (Marx, Early Writings, μετάφραση R. Livingstone and G. Benton, Penguin Books, 1992, σελ. 207)
[3]. Βλ. την πρώτη κοινή έκδοση των Μαρξ και Ένγκελς, μια σατιρική πολεμική στον Μπρούνο Μπάουερ και τους Νέους Εγελιανούς: “Η αγία οικογένεια, ή κριτική της κριτικής κριτικής”.
[4]. Βλ. Γιούργκεν Χάμπερμας, «Η φαινομενική επανάσταση και τα τέκνα της: έξι θέσεις για την τακτική, τους στόχους και τις αναλύσεις της κατάστασης της αντιπολιτευόμενης νεολαίας», Frankfurter Rundshau, Ιούνιος 5, 1968, σελ. 8.
[5]. Αναφορά στην τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, του Γουλιέλμου Τέλλου (1804) του Σίλερ.
Μετάφραση: Γιάννης Ντούρος (από τα αγγλικά)
Αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο και επιμέλεια: Δώρα Βέττα, Γιώργος Στεφανίδης, Θοδωρής Βελισσάρης
Ο παραπάνω αφορισμός περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αντόρνο: Stichworte. Kritische Modelle 2. Frankfurt am Main 1969