Freitag, 27. Mai 2016, 19:00 Uhr
Neues Institutsgebäude, Universitätsstraße 7, 1010 Wien, Hörsaal 3
Mit:
Hanna Lichtenberger (Mosaik-Blog)
Sebastian Kugler (Sozialistische LinksPartei)
Ursula Jensen (Internationale Bolschewistische Tendenz)
Kurzfristig abgesagt: Dieter Alexander Behr (Afrique Europe Interact, Forum Civique Européen und viele andere Netzwerke und Initiativen)
"Heute scheint die Idee der politischen Partei als Mittel für die Linke – durch die sich in der Gesellschaft die Notwendigkeit von sozialen Umwälzungen entwickeln ließe – im Gegensatz zur politischen Partei als Selbstzweck theoretisch wie praktisch kaum greifbar. Doch die bestehende Alternative – Politik ohne Partei – scheint zu nichts in der Lage zu sein, als die Launen den Kapitalismus zu billigen, durch welche er sich verändert, doch unweigerlich bestehen bleibt. Schlimmer noch, ohne eigene Parteien ist die Linke dazu gezwungen, passiv oder aktiv andere Parteien zu unterstützen oder zumindest Hoffnungen in diese zu setzen. Es scheint unmöglich, die Frage der politischen Partei zu vermeiden."
9/5/2016- στέκι Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.
Σκεπτικό και ερωτήσεις
Η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, η (επαν-)εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και η κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τους “θεσμούς” έφερε με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα στο προσκήνιο τη στάση της Αριστεράς απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Πολύ σχηματικά, για κάποια τμήματα της Αριστεράς, η ΕΕ αποτελεί εγγενώς εκμεταλλευτικό και αντιδημοκρατικό μηχανισμό επιβολής των ισχυρών εθνών και τάξεων επί των αδυνάτων, ενώ για κάποια άλλα τμήματα, δυνητικά προοδευτικό διεθνιστικό ανάχωμα στους εθνικούς ανταγωνισμούς και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (παρότι προς το παρόν αναγνωρίζουν τον συντηρητικό και αντιδραστικό χαρακτήρα της). Για τα πρώτα, η ΕΕ είναι ένα όχημα εδραίωσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ή ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, ενώ για τα δεύτερα, μόνο σε επίπεδο ΕΕ μπορεί δυνητικά να ανατραπεί ο νεοφιλελευθερισμός και να περιοριστούν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Όπως είναι σαφές, οι σχετικές τοποθετήσεις καθορίζουν αποφασιστικά το πεδίο της πολιτικής πρακτικής και την επιλογή για παραμονή ή έξοδο από την ΕΕ. Εξίσου σχηματικά μπορούμε να πούμε το εξής: για τους μεν, η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται, συνεπώς κάθε αριστερή πολιτική εντός της είναι καταδικασμένη να αποτύχει· για τους δε, μια ενδεχομένως πετυχημένη πολιτική πρακτική της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση και τον χαρακτήρα της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε ότι η Δεξιά δεν εξαντλείται σε μία στήριξη της ΕΕ, αλλά τμήματά της, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, στέκονται ολοένα και πιο κριτικά απέναντί της. Το κύμα του δεξιού ευρωσκεπτικισμού αφορά κυρίως την ανασύσταση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών και τη διατήρηση της πολιτικής τους αυτοτέλειας, συχνά με ακροδεξιές κορόνες και ξενοφοβική ρητορική.
Στο πλαίσιο της παραπάνω προβληματικής, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την “προσφυγική κρίση” με τη μαζική μετακίνηση ανθρώπων προς αναζήτηση ασφάλειας και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Η “Ευρώπη Φρούριο” αποτελεί την κωδικοποίηση της στάσης και της κριτικής προς την ΕΕ, η οποία σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζει μια πολιτική κλειστών συνόρων στο όνομα της κοινωνικής σταθερότητας. Όσο κι αν φαίνεται να δικαιώνεται η γραμμή ανάλυσης όσων υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ, υπάρχουν ακόμα πολλοί που υποστηρίζουν ότι μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος μπορεί να συμβεί μέσα από μια αλλαγή κατεύθυνσης της ίδιας της ΕΕ.
Τέλος, σε όλα τα προηγούμενα προστίθεται το δημοψήφισμα του Ιουνίου στη Μ. Βρετανία σχετικά με την παραμονή ή την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, το αποκαλούμενο Brexit. Η στάση της βρετανικής Αριστεράς δεν είναι επίσης ομόφωνη, καθώς διατύπωνονται επιχειρήματα υπέρ του “ναι”, του “όχι” αλλά και της αποχής. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η γνωστότερη περίπτωση δεξιού ευρωσκεπτικισμού (πέρα απ’ τη Λεπέν) προέρχεται από τη Μ. Βρετανία με το UKIP του Νάιτζελ.
Μπορούμε συνεπώς ή όχι, και με ποια κριτήρια, να διακρίνουμε μεταξύ αριστερής και δεξιάς εναντίωσης στην ΕΕ, αλλά και μεταξύ αριστερής και δεξιάς υποστήριξής της;
Περαιτέρω, η ΕΕ αποτελεί μόρφωμα που κρατείται τεχνητά στη ζωή ή αποτελεί, καλώς ή κακώς, πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε; Υπάρχει μία ευρωπαϊκή εργατική τάξη ή η ταυτότητά της παραμένει εθνική; Ποιο πρέπει να είναι το σημείο αφετηρίας της Αριστεράς, το εθνικό ή το ευρωπαϊκό;
Ο καπιταλισμός προωθεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση ή την αναστέλλει; Μπορούμε να διακρίνουμε, ή ακόμα και να αποκόψουμε, την οικονομική από την πολιτική ενοποίηση;
Είναι εφικτή, και υπό ποιες προϋποθέσεις, η πραγμάτωση του συνθήματος για τις “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”; Αν ναι, υπάρχουν κίνδυνοι στο εγχείρημα αυτό, αν περιχαρακωθεί τόσο από τους ισχυρούς (π.χ. ΗΠΑ) όσο και από τους ανίσχυρους (Ασία, Αφρική, καθώς και τους μετανάστες που προέρχονται απ’ αυτές); Δηλαδή με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αποφευχθεί ένας ευρωπαϊκός σωβινισμός, υπέρ ενός πραγματικού διεθνισμού;
Έχει σημασία η διαφορά μεταξύ ευρωζώνης και ΕΕ ως πολιτικών προβλημάτων; Ή η εναντίωση στο “ευρώ” ταυτίζεται με την εναντίωση στην ΕΕ;”
Ομιλητές
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Δρ Φιλοσοφίας
Γιώργος Κρεασίδης: μέλος ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Cosmopolitan Communist: μέλος της αόρατης επιτροπής της αντεθνικής προλεταριακής εξέγερσης
Δημοσθένης Παπαδάτος: μέλος συντακτικής ομάδας του RedNotebook
Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης
Cosmopolitan Communist: Παρατηρώντας τους ριζοσπαστικούς χώρους της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε μια έντονη παραγωγή λόγων γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πραγματική έκρηξη της ιδεολογίας στο συγκεκριμένο θέμα. Στην εισήγησή μου θα προσπαθήσω να τους καταγράψω, να τους ταξινομήσω και να κάνω μια γενεαλογία τους, όχι για να επιβεβαιώσω την όποια δική μου κλειστή κοσμοθεωρία σε αυτό το ζήτημα, αλλά για να επανεκκινήσω μια διαδικασία κριτικής.
Δεν με ενδιαφέρει μια κριτική ουδέτερη, αντικειμενική και αμερόληπτη, αυτά τα αφήνω στους νεοφιλελεύθερους και στις νεοφιλελεύθερες, στα αυτοαποκαλούμενα ολοκληρωμένα Καρτεσιανά υποκείμενα που φαντασιώνονται ότι διαθέτουν καθαρή θέση για τα πάντα. Ο τρόπος που θέλω να παρέμβω στη συζήτησή μας, έχει μια ξεκάθαρα μεροληπτική και υποκειμενική θέση. Αυτή είναι προλεταριακή, φεμινιστική και αντιεθνιστική με αιχμή την εναντίωση στον εθνικισμό και την πατριαρχία της χώρας που ζω, στον τρόπο που διαμορφώνεται τόσο από τα πάνω όσο κι από τα κάτω.
“Ο εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα”, είναι η χαρακτηριστική φράση που είπε ο Κάρλ Λίμπνεχ, τη πρωτομαγιά του 1916 στο Βερολίνο μπροστά σε 10.000 διεθνιστές και διεθνίστριες, εργάτες και εργάτριες, που κατέβηκαν σε αντιπολεμικό συλλαλητήριο κόντρα στον Γερμανικό σοσιαλσοβινισμό του SPD. Αυτή ήταν η μόνη φράση που πρόλαβε να πει πριν τον συλλάβει η Γερμανική αστυνομία για την εθνοπροδοτική του προπαγάνδα και ακολουθήσουν ταραχές. Αυτό πρέπει να είναι το σύνθημα που να ορίζει και τη σύγχρονη Κομμουνιστική οπτική.
Επιστρέφοντας στην σημερινή συγκυρία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ας δούμε τις απόψεις των σημαντικότερων αριστερών ομάδων, στο θέμα.
Θα ξεκινήσω, προσεγγίζοντας τη θέση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ για την ΕΕ, όπως αποτυπώνεται στα προγραμματικά κείμενα διαβούλευσης για την εξωτερική πολιτική. Στα κείμενα αυτά το εθνικό συμφέρον είναι δεσπόζον σημαίνον. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ αποτελεί σημαντικό παράγοντα της εξωτερικής της πολιτικής, όσον αφορά το διεθνή της ρόλο και τη διαπραγματευτική της δύναμη, τις διεθνείς οικονομικές τις σχέσεις, τις σχέσεις της με χώρες εκτός ΕΕ και την αντιμετώπιση διεθνών προκλήσεων όπως η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων.
Αν λοιπόν, η σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι να χρησιμοποιεί οικονομικά τους μετανάστες για λογαριασμό του ελληνικού κεφαλαίου και ταυτόχρονα ως εργαλείο γεωπολιτικού εκβιασμού υποβιβάζοντάς τους σε κύματα και ροές, αυτό δεν είναι μια παρέκκλιση, αλλά είναι μια θέση ήδη κωδικοποιημένη με τρόπο ωμό και κομψό στο πρόγραμμά του. Στα ίδια προγραμματικά κείμενα υπογραμμίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί δύναμη ευρωσκεπτικισμού και απορρίπτει την άνοδο του εθνικισμού ως απάντηση στην πολιτική της ΕΕ. Αυτό το αξίωμα συνοδεύεται από μια εκτεταμένη ανάλυση που κατηγορεί την εξωτερική πολιτική της Βόρειας Ευρώπης για την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, ενώ μιλάει για ένα νέο ευρωαντλαντικό, ψυχροπολεμικό κλίμα με στόχο τη Ρωσία. Παράλληλα αναλύεται μια ασυμμετρία Βορρά-Νότου, σύμφωνα με την οποία οι Νότιες χώρες είναι αποικίες χρέους του Βορρά. Έχουμε δηλαδή μια αντιιμπεριαλιστική ανάλυση που προσωποποιεί την επέκταση του κεφαλαίου στις πολιτικές των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Αγγλίας, ενώ βλέπει παραδείγματος χάριν άλλες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες ως θύματα των ιμπεριαλιστών. Κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει όλους τους ανταγωνισμούς των καπιταλιστικών κρατών του τρίτου κόσμου σαν συνέπεια των δράσεων των μεγάλων δυνάμεων και υποβαθμίζει τις ενδογενείς αντιθέσεις στους εγγύς κυματισμούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται λοιπόν να γίνεται ο θιασώτης ενός εθνικού οράματος διαμεσολάβησης ανάμεσα στην Ευρώπη, τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή. Μια τριγωνική πολιτική που παραμένει ο πυρήνας του ελληνικού ιμπεριαλισμού, ακριβώς με τη μορφή της αυτοδύναμης εξωτερικής πολιτικής όπως εγκαινιάστηκε απ' το ΠΑΣΟΚ του '81. Ο βίαιος, εξοντωτικός χαρακτήρας της πολιτικής της δεκαετίας του '90 φάνηκε πολύ πιο άγρια και απροκάλυπτα. Ήταν το ίδιο κράτος, που με όλη του την αστική τάξη στήριξε την ελληνοσερβική φιλία και τη γενοκτονία 8000 Σλάβων στη Βοσνία ενώ την ίδια στιγμή έδωσε γη και ύδωρ στο ΝΑΤΟ στους βομβαρδισμούς του ‘99 για να εξασφαλίσει τα κεφάλαια του. Είναι η ίδια χώρα άλλωστε που χρόνια μόλις πριν, χρησιμοποιούσε τη θέση της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ για να αποικίσει οικονομικά τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με κορύφωση το εμπάργκο που της επέβαλλε το ’94-‘96. Ταυτόχρονα κατάφερνε να κινητοποιήσει τον εθνικό κορμό, μέσω των media, των κομμάτων, των συνδικάτων και της εκκλησίας σε ένα αντιαμερικανικό κίνημα αξιοποιώντας τις αριστερές και ακροδεξιές ιδεολογίες για τις ανάγκες της εξωτερικής του πολιτικής.
Η τριγωνική διπλωματία γενικά απέδωσε οφέλη απτά σε πολλά παραδείγματα, για παράδειγμα, το ελληνικό κεφάλαιο κατάφερε να διατηρήσει προνομιακή θέση στη Σερβία και να συμμετέχει μαζί με το ΝΑΤΟ στη στρατιωτική κατοχή του Κοσόβου.
Η φιλειρηνική πολιτική των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι παρά μια εμβάθυνση της διαχρονικής πολιτικής των ελληνικών think tanks που συνενώνει άκρα δεξιά και πατριωτική αριστερά. Επιδιώκεται μία γεωπολιτική πρόσοδος από την εκμετάλλευση της γεωγραφικής της θέσης μέσα απ' τη διαμεσολάβηση και τους επεκτατικούς στόχους ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών, με τρόπο που να οξύνει παράλληλα τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των δεύτερων. Υπάρχει σταθερά άλλωστε τα τελευταία 25 χρόνια επίσης, σε διάφορες μιλιταριστικές δεξαμενές σκέψης στον κρατικό και παρακρατικό μηχανισμό η φαντασίωση για μια στρατηγική συμμαχία των ορθόδοξων κρατών που θα αναπαράγει με σταθερό τρόπο τα συμφέροντα του ελληνικού ιμπεριαλισμού.
Φυσικά, απέναντι στους οπαδούς μιας οποιαδήποτε θεωρίας εξάρτησης, η θέση μου είναι ότι η Ελλάδα δεν εκπροσωπεί κάποια ευρωπαϊκά, ρωσικά ή αμερικανικά, συμφέροντα αλλά ελληνικά.
Επέλεξα να μιλήσω για την ελληνική γεωπολιτική και τη σημασία της ΕΕ σε αυτή για την υποτίμηση της εργατικής τάξης και των μεταναστών-μεταναστριών από την μεριά του ελληνικού κεφαλαίου και όχι να σταθώ σε δίπολα που θεωρώ εύκολα ενσωματώσιμα στη διαλεκτική του εθνικισμού και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η γεωπολιτική σημασία των διακρατικών συμφωνιών είναι αυτή που κάνει εντέλει τις διάφορες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου και κομμάτια της εργατικής τάξης να υποστηρίζουν την παραμονή στην Ε.Ε.
Ας δούμε όμως πως προσεγγίζουν το θέμα της Ε.Ε. και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις.
Η ΛΑΕ κινείται ξεκάθαρα προς την κατεύθυνση της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε συνεργασία με τους αναδυόμενους ιμπεριαλισμούς της Ρωσίας και της Κίνας και πλήρη ρήξη με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Επιδιώκει ένα φθηνό νόμισμα έτσι ώστε να καταστεί η χώρα μία ανταγωνιστική αγροτική και βιομηχανική οικονομία. Στην ουσία αποζητεί μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας για να σωθεί η παραγωγικότητα και η αξιοποίηση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί την πιο ριζοσπαστική εκδοχή αυτού του προγράμματος. Προβάλλει το μοτίβο μιας πιο άμεσης σοσιαλιστικής συσσώρευσης σε μία κρατικοποιημένη συνεταιριστική οικονομία που όμως θα συνεχίσει να λειτουργεί με γνώμονα την παραγωγικότητα και την αξιοποίηση. Το αίτημα για τη συγκρότηση της αυτονομίας του πολιτικού προλεταριάτου δεν αποτελεί καθόλου σημείο εκκίνησης. Έτσι έχουμε μια επανεδαφικοποίηση από το διεθνή ταξικό πόλεμο σε μία εθνική διαχείριση του προβλήματος.
Θέλω επίσης να αναφερθώ στην πιο καιροσκοπική γραμμή που εκφράστηκε εντός του ΣΥΡΙΖΑ από τον κύκλο του Γιάννη Μηλιού. Η άποψη αυτή συμπυκνώνεται στη θέση ότι η ανατίμηση της εργατικής τάξης θα γίνει χωρίς σύγκρουση απέναντι στο ελληνικό κεφάλαιο αλλά μέσω ενός διπλωματικού μηχανισμού παρατεταμένου οικονομικού πολέμου με το εσωτερικό της Ε.Ε. που θα περιλαμβάνει στάση πληρωμών. Όμως χωρίς πραγματική μάχη για την αναγνώριση των αναγκών του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στη μικρή, μεσαία και μεγάλη εργοδοσία κάτι τέτοιο δεν θα είναι παρά η διαιώνιση ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης όπου η κυβέρνηση θα αποδίδει την υποτίμηση στους ξένους τοκογλύφους και θα υπόσχεται παροχές που δεν θα μπορεί να εκπληρώσει.
Όσον αφορά το ΚΚΕ, η μη συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της αντιμνημονιακής εθνικής ενότητας, όπως οι αγανακτισμένοι και το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα υποτίθεται ότι είναι δείγμα δογματικής εμμονής στη διαρκή επανάσταση και στη μη αποδοχή κάθε είδους ενδιάμεσων δημοκρατικών αιτημάτων. Υπάρχει ακόμα και η σκανδαλολογία ότι το ΚΚΕ είναι υπέρ του ευρώ και της Ε.Ε.
Το ΚΚΕ ωστόσο παραμένει ένα εθνικιστικό κόμμα, πιστό στις αρχές του σοβιετικού μαρξισμού. Καταγγέλει το ΝΑΤΟ ότι υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία και θεωρεί ότι μόνο το δικό του σοσιαλιστικό πρόγραμμα μπορεί να εξασφαλίσει τη ρήξη με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.
Το βασικό ερώτημα κατά τη γνώμη μου είναι πως μπορεί να οργανωθεί ένας διεθνιστικό εσωτερικός εχθρός στις χώρες της Ευρώπης είτε αυτές ανήκουν στην Ε.Ε. είτε όχι. Πως θα αναπτυχθεί καλύτερα η συνεργασία ανάμεσα στις ριζοσπαστικές αντιστάσεις σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Είναι προτεραιότητα η ανάδειξη της σύνδεσης ανάμεσα στην έμφυλη, ταξική και φυλετική καταπίεση σε κάθε κοινωνία. Ή σύγκρουση με τον καπιταλισμό και το κράτος είναι αλληλένδετη με την πάλη ενάντια στην πατριαρχία και το ρατσισμό και αντισημιτισμό. Για να είναι πραγματικά αιχμηρή και μη ενσωματώσιμη η συνολική εναντίωση σε αυτά τα συστήματα εξουσίας βασικός όρος για κάθε κίνημα είναι να εναντιώνεται πρώτα και κύρια στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό της δικής του χώρας.
Όταν η συζήτηση μετατοπίζεται από τη συγκρότηση του εσωτερικού εχθρού ενάντια στο ελληνικό κράτος προς μία επαναστατική κατεύθυνση στο ποια θα είναι η εξωτερική του πολιτική, αν δηλαδή θα ασκεί την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στα πλαίσια διακρατικών συμφωνιών υπάρχει ένας εκτροχιασμός. Ο εκτροχιασμός αποπροσανατολίζει τις ενστάσεις των από τα κάτω και εγκλωβίζει το ανταγωνιστικό κίνημα σε ένα εθνικό επιβιωτισμό.
Δημοσθένης Παπαδάτος: Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει αριστερή υποστήριξη στην Ε.Ε. και μάλιστα μετά από την ελληνική εμπειρία.
Όταν αναφερόμαστε στην Ε.Ε. μιλάμε για την Ευρώπη όπως το κεφάλαιο κατάφερε να ενώσει μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Λένιν, όταν αναφερόταν στην ανάγκη δημιουργίας των ηνωμένων πολιτειών της Ευρώπης τόνιζε την σημασία του οικονομικού περιεχομένου αυτής της ένωσης: αν το οικονομικό περιεχόμενο είναι ο καπιταλισμός τότε η ένωση θα είναι είτε ανεφάρμοστη είτε αντιδραστική.
Κάποια χρόνια αργότερα ο Χάγιεκ θα πει: «ο διακρατικός φεντεραλισμός είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι τα ειδικά συμφέροντα (π.χ. τα εργατικά) δε θα επιδρούν στην κρατική πολιτική». Αν δεν υπάρχει δηλαδή ένα κέντρο επί του οποίου μπορούν τα εργατικά κινήματα να ασκήσουν πίεση και επιρροή.
Σύμφωνα με τον Πουλαντζά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από μία διπλή ταυτόχρονη τάση: η πρώτη είναι να αναπαράγεται ο καπιταλισμός σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό (συνήθως ένα έθνος) και η δεύτερη να επεκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια αυτού του σχηματισμού.
Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό δεν είναι αντικειμενικοί αλλά εξαρτώνται από μία ορισμένη ισορροπία δυνάμεων σε κάθε ιστορική συγκυρία. Συνεπώς δε νοείται Ε.Ε. χωρίς την ισορροπία που διαμορφώνεται από τους ταξικούς αγώνες σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό.
Η Ε.Ε. πρέπει να κατανοηθεί ως συνισταμένη τριών παραγόντων: 1) η ισορροπία εντός κοινωνικών σχηματισμών-κρατών, οι οποίοι έχουν διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με τη χώρα, 2) οι διακρατικοί ανταγωνισμοί μεταξύ άνισων εθνικών στρατηγικών και 3) οι παρεμβάσεις από άλλους υπερεθνικούς θεσμούς όπως η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και η Κομισιόν με σκοπό να εξαλείψουν οποιαδήποτε δυνατότητα λαϊκής κυριαρχίας η οποία έχει επιβιώσει σε επίπεδο εθνικού κράτους.
Η ελληνική περίπτωση πρόσφερε πολλά παραδείγματα παρεμβατικότητας των θεσμών προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η απόρριψη των ελληνικών ομολόγων λίγες μέρες μετά την άνοδο του Σύριζα, η απόφαση της ευρωπαϊκής τράπεζας να σταματήσει τη χρηματοδότηση των τραπεζών και να επιβάλλει capital controls λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα και η καθυστέρηση στη χρηματοδότηση για το προσφυγικό.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκρηκτική αντίθεση: από τη μία ο μόνος τρόπος να σκεφτούμε την οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή είναι μέσω κινημάτων και αντινεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων ενώ την ίδια στιγμή έχουμε την εμπειρία ότι τα κινήματα ή οι κυβερνήσεις αυτού του είδους είναι κραδασμοί που η Ε.Ε. μπορεί εύκολα να απορροφήσει και να εξουδετερώσει.
Η δεύτερη αντίφαση είναι ότι για να σκεφτούμε μία πολιτική υπέρ των δυνάμεων εργασίας χρειάζονται βαθμοί νομισματικής κυριαρχίας ενώ την ίδια στιγμή η εμπειρία αποδεικνύει ότι καμιά απόπειρα ανάκτησης εθνικής νομισματικής κυριαρχίας δεν μπορεί να περάσει αδιάφορη από την ίδια την Ε.Ε.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης σε σχέση με την Ε.Ε. θεωρούμε ότι είναι αναγκαία μια ευρεία συνδιάσκεψη των δυνάμεων της αντιπολιτευόμενης Αριστεράς που αντιλαμβάνονται το ζήτημα της Ε.Ε. ως διαχωριστική γραμμή απέναντι σε άλλες απόψεις. Αυτές οι δυνάμεις οφείλουν να συζητήσουν όχι μόνο τους όρους ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας αλλά και τους όρους ύπαρξης πέρα από τον καπιταλισμό. Έχει κεφαλαιώδη σημασία η προετοιμασία του πολιτικού υποκειμένου που θα είναι έτοιμο να αναλάβει τη ρήξη. Στα πλαίσια αυτά μπορούμε να σκεφτούμε ότι απέναντι στην ισχύ και στους εκβιασμούς οφείλουμε να αντιτάξουμε ισχύ και όχι επιχειρήματα και προπαγάνδα.
Με όρους λοιπόν πραγματικού σχεδιασμού στρατηγικής και όχι προπαγάνδας το κρίσιμο είναι να δούμε τις προϋποθέσεις για να σκεφτούμε στη χώρα μας αρχικά (αλλά όχι μόνο) τη ζωή μετά τον καπιταλισμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ασκείς έλεγχο στις χρηματικές ροές, στο δημόσιο προϋπολογισμό, στις πιστώσεις, στις εισαγωγές κτλ.
Ένα τέτοιο παράδειγμα δημιουργίας μίας συνθήκης που καλύπτει ανάγκες σε μικροκλίμακα είναι το City Plaza στην Αθήνα.
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Η δική μου ανάλυση δεν θα είναι ένας λόγο περί στρατηγικής αλλά για να σκεφτούμε πέρα απ' τη δεδομένη κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι' αυτό θα μπορούσε να έχει ως τίτλο “Η Ευρώπη ως μέθοδος”.
Πλέον γνωρίζουμε όλοι και έχουμε κάνει την απαραίτητη διάκριση μεταξύ Ευρώπης, ευρωπαϊκός χώρος, ευρωπαϊκά ιδεώδη, παράδοση και πολιτική και άλλο Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ είναι ο μηχανισμός αυτού του χώρου, στον οποίο μέσα υπάρχουν συγκρούσεις, πολιτικές κλπ.
Θα ήθελα, λοιπόν, να προσεγγίσω το ερώτημα μιας αριστερής πολιτικής όσων αφορά την ΕΕ με αφετηρία δύο γραμμές θέσεων: η πρώτη αφορά το τι είναι μια ολοκλήρωση και η δεύτερη όσων αφορά το θέμα της ισχύος, το οποίο περιλαμβάνεται στην στρατηγική, αλλά εγώ θέλω να το προσεγγίσω με έναν διαφορετικό τρόπο.
Σχετικά με το μοντέλο ολοκλήρωσης: δεν υπήρξε άλλο παράδειγμα εκτός από αυτό στο οποίο ήμασταν μάρτυρες και το οποίο πιθανά να βρίσκεται στο συγκλονιστικό τέλος του. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ίσως η μοναδική υπαρκτή παγκοσμιοποίηση.
Αντιλαμβάνομαι μια ολοκλήρωση με την έννοια της ενσωμάτωσης, δηλαδή φτιάχνω ένα όλο ενσωματώνοντας μέρη, σε δύο επίπεδα. Πρώτον ως μία πλειάδα σχέσεων σε ένα οριζόντιο επίπεδο όπου αναπτύσσονται σχέσεις μεταξύ των μελών (μέλη κράτη εντός της ΕΕ). Τα άτομα, οι ομάδες, οι τάξεις που υπάρχουν στο οριζόντιο επίπεδο βρίσκονται σε μια μη γραμμική σχέση, επιδρούν ο καθένας στον τρόπο του άλλου και όχι στην άμεση επίδραση στον χαρακτήρα. Συνεπώς είναι μια δικτυακή λειτουργία όπου όλες οι δράσεις αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Δεύτερον στον κάθετο άξονα, ο σχηματισμός ενός όλου, υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου το όλο φτιάχνεται με τρόπο κλειστό, σύμφωνα με τον τύπο του οργανικού όλου όπου τα μέρη του είναι όλα μέρη ενός συστήματος, χωρίς να έχει δυνατότητες να ανασχηματιστεί σε νέες μορφές. Η ολοκλήρωση και συγκεκριμένα η ΕΕ, έχει αυτό το χαρακτηριστικό.
Αυτό είναι μια αναδιατύπωση της παλιάς μαρξιστικής θέσης, ότι μπορεί να υπάρξει μια συμπύκνωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και τα αποτελέσματα της να είναι πολύ πιο αδύναμα απ' ότι στην Ισπανία, στην Πορτογαλία ή στη Γερμανία. Υπάρχει δηλαδή, όχι απλώς η ανισότητα στα αποτελέσματα των δράσεων και των σχέσεων αλλά και το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν ολοκληρώσεις ή να δημιουργούνται συνέχεια μορφές σε ένα μέρος και αυτό που είναι σήμερα μέρος να είναι αργότερα όλον.
Επομένως το όλον διαλύεται, φτιάχνεται, καταστρέφεται και ξαναδημιουργείται. Αυτή η παρατήρηση είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί αυτό στο οποίο εγώ θα ήθελα να κάνω κριτική είναι η λογική του απόλυτου τέλους της ΕΕ και του ευρωπαϊκού χώρου. Νομίζω ότι αυτή είναι μια μη υλιστική τοποθέτηση και θέση και αν θέλουμε να αποφύγουμε τέτοιες αντιλήψεις απόλυτης αποδυνάμωσης του κράτους, των μαζών και των υποκειμένων και καταστροφή (που κατά τη γνώμη μου είναι το χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στους λόγους μετά την ελληνική εμπειρία) νομίζω ότι αυτό πρέπει να αποφευχθεί και για να αποφευχθεί πρέπει να συλλάβουμε την ένωση σαν ανοιχτή ολοκλήρωση τόσο σε οριζόντιο όσο και σε κάθετο επίπεδο.
Υπάρχει μια πολύ μεγάλη παράδοση στο μαρξισμό, η οποία κατά τη γνώμη μου έχει πάρα πολύ μεγάλο πλούτο αλλά αυτή τη στιγμή θέτει ορισμένα εμπόδια στο να μπορέσουμε να συλλάβουμε τις σημερινές εξελίξεις. Δεν υπάρχει μαρξιστής που να μην αντιλαμβάνεται την έννοια της ισχύος με τον παραδοσιακό λενινιστικό τρόπο που υπονοούσε και το απόσπασμα που διάβασε και ο Δημοσθένης: ότι η ισχύς είναι μια απλή επιβολή ενός μέρους απέναντι σε ένα άλλο. Το μοντέλο το οποίο εγώ θα ήθελα να προτείνω είναι της σύνθετης ισχύος. Και νομίζω ότι μόνο μέσα από ένα μοντέλο ολοκλήρωσης μπορούμε να σκεφτούμε ένα τέτοιο μοντέλο.
Δε θα είχα καμιά αντίρρηση να αποδεχτώ το τι συμβαίνει στο επίπεδο του κράτους, με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Θα μπορούμε να ορίσουμε το ευρωπαϊκό κράτος ως το σύνολο των τυπικών και άτυπων μορφών, όπως είναι η Κομισιόν, το Eurogroup κτλ. που «φτιάχνουν» το ευρωπαϊκό κράτος που λειτουργεί με τον αυταρχικό-εξαναγκαστικό τρόπο που ήδη περιγράφηκε . Πρόκειται για μια νέα μορφή κυριαρχίας που κατά τη γνώμη μου είναι δείκτης αδυναμίας, των κυρίαρχων τάξεων και του νεοφιλελευθερισμού. Η κρίση ηγεμονίας που υπάρχει δεν θα έχει καμία σημασία αν δεν φανταστούμε και δεν δεχτούμε ότι εκτός απ' αυτήν την δομή, δηλαδή τη βαθμίδα του κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους, υπάρχει μέσα στον ίδιο χώρο, τον ευρωπαϊκό και η βαθμίδα των από τα κάτω, δηλαδή των κινήσεων των πολιτών, των μαζών, των κινημάτων. Αυτή όμως είναι μια βαθμίδα για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε με τον ίδιο τρόπο σε ότι αφορά το θέμα της ισχύος. Στο κράτος έχουμε Gewalt (λειτουργία), αλλά από τα κάτω έχουμε puissance δηλαδή ισχύς. Αυτό είναι το όριο του μαρξισμού, όσων αφορά την έννοια της ισχύος και της εξουσίας. Πρέπει να επαναφέρουμε μια διαλεκτική σχέση της ισχύος και της κρατικής εξουσίας για να μπορέσουμε να είμαστε κάπως πιο ρεαλιστές και ίσως πιο αισιόδοξοι.
Με αυτή την έννοια πρέπει πάντοτε να φανταζόμαστε την αντίδραση στον ευρωπαϊκό χώρο, ότι δηλαδή υπάρχει μια διαπάλη στο εσωτερικό αυτού του χώρου. Για μένα δεν υπάρχει έξω, διότι τα χαρακτηριστικά των ολοκληρώσεων που σας περιέγραψα νωρίτερα και ειδικότερα ότι μέσα στην ολοκλήρωση έχουμε έναν ενιαίο χώρο στον οποίο συνυπάρχουν δύο αντίθετες δυνάμεις, σημαίνει ότι ότι παίζεται είναι στο εσωτερικό αυτού του χώρου. Συνεπώς δεν μπορώ να εγκαλούμαι ως υποκείμενο, ηθικά, και να απαντήσω ναι ή όχι στην ΕΕ ούτε σήμερα ούτε τη δεκαετία του '80 η Ελλάδα έγινε μέλος σε αυτό το μηχανισμό. Δεν μπορώ να θεωρήσω ότι είναι παραγωγική η απλή αυτή απάντηση, διότι έτσι σημαίνει ότι εγκαλούμαι να απαντήσω σχεδόν ηθικολογικά, σε μια ερώτηση που μου επιβάλλει κάποιος άλλος ισχυρότερος από εμένα.
Αυτό η διαπίστωση μου δίνει ίσως το δικαίωμα να απαντήσω στα ερωτήματα που μου θέτετε με έναν τρόπο πλάγιο και διαγώνιο. Με αυτή την έννοια η βασική μου τοποθέτηση που εισάγω είναι μέσα και εναντίον. Δεν υπάρχει έξω από μια ολοκλήρωση. Αυτό δεν σημαίνει πειθαναγκασμό ή υποταγή. Αλλά ό,τι έχουμε να παλέψουμε, ότι έχουμε να αντισταθούμε και να επινοήσουμε πολιτική, βρίσκεται μέσα σε αυτόν τον ενιαίο χώρο, μαζί με όλα τα κινήματα και τις μορφές της ταξικής πάλης, εναντίων αυτού του αυταρχικού και βάναυσου μηχανισμού.
Θα ήθελα, τώρα, να εισάγω την εξής παρατήρηση όσων αφορά τη σκέψη πέρα απ' την ΕΕ. Η ΕΕ είναι προϊόν του Β' Παγκοσμίου πολέμου και αυτό προέκυψε από τις συμφωνίες που υπήρξαν από το '45, '47 μέχρι και το '57. Οι μεταπολεμικές ισορροπίες καθόρισαν τον τρόπο ίδρυσης της ΕΕ. Το '89, με τη πτώση του τοίχους υπήρξε μια επιβεβαίωση του οράματος της ολοκλήρωσης και ταυτοχρόνως η αρχή μιας καταστροφικής διαχείρισης με τη γνωστή νεοφιλελεύθερη διαμόρφωση που ακολούθησε και επιβεβαιώθηκε με το Μάαστριχτ. Το 2008 ήταν το τρίτο κομβικό στοιχείο ιστορικά, η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης και η περιπλοκή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με αφορμή την οικονομική κρίση, στο ειδικό σημείο που λέγεται Ελλάδα. Όλες οι αντιφάσεις της συμπυκνώθηκαν εκεί.
Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η ΕΕ με τον νεοφιλελεύθερο τρόπο που διαμορφώνονταν άρχισε να προσεγγίζει ένα σημείο μη αντιστροφής. Αυτή όμως η ιστορική αναδρομή, μας δείχνει ότι παρά τη γενική εντύπωση, ότι μετά τη πτώση του κομμουνισμού ο κόσμος κατευθυνόταν προς ένα παγκόσμιο σύστημα με πλοηγό την αγορά, η οικονομική κρίση του 2008 επαναφέρει τα έθνη-κράτη ως καθοριστικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. Είναι η επιστροφή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη; Η ενίσχυση των διμερών σχέσεων; Αυτές οι σχέσεις έχουν αρχίσει να παρακάμπτουν τις μεταπολεμικές πολυμερείς δομές, όπως η Ατλαντική συμμαχία, που υπήρχα για πάνω από έξι δεκαετίες και οργάνωναν τις Ευρωπαϊκές πολιτικές. Η επιστροφή της Κίνας, οι δημοσιονομικές κρίσεις και γενικά η μετάβαση από τη γεωπολιτική στη γεωστρατηγική είναι επίσης σημαντική. Για μένα όμως αυτό το σημείο της γεωστρατηγικής που χρησιμοποίησε και ο σύντροφος Τόνι, δεν είναι πρόσφορο έδαφος για να σκεφτούμε τι υπάρχει μετά την ΕΕ σε μια συνεχή εναλλαγή των ολοκληρώσεων.
Το βασικό πρόβλημα και αντίφαση σήμερα, είναι ότι ενώ παραμένουν τα προβλήματα πολύπλοκα, αναδεικνύεται μια σκέψη που αναζητεί την απλότητα και την απλοϊκότητα. Και σ' αυτό ανταποκρίνεται η παράσταση ότι στις μέρες μας τα πράγματα με τη γεωστρατηγική ή τη γεωπολιτική είναι ένας ανταγωνισμός εθνών κρατών. Νομίζω ότι η εξήγηση αυτής της περιπλοκότητας με μια απλοϊκότητα, είναι που πρέπει να ξεπεράσουμε. Και εδώ είναι το πρόβλημα της ΕΕ και κάθε ολοκλήρωσης, ότι γίνεται η παγκοσμιοποίηση και η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χωρίς να υπάρχει ένα όραμα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν η μόνη που διέπονταν παλιότερα απ' ένα όραμα κανονικοποίησης και πειθαρχίας, δηλαδή συγκρότησης των υποκειμένων.
Πρέπει κατά τη γνώμη μου να υπάρχει πάντα μια υπερκείμενη βαθμίδα αναφοράς, ένας κοινός ορίζοντας προσανατολισμού και κατασκευής παραστάσεων. Μια βαθμίδα φαντασίας στην οποία όλα όσα συμβαίνουν, οι αλληλεπιδράσεις σε οριζόντιο επίπεδο, να επιτρέπουν μια ισορροπία στην διαδικασία συγκρότησης και διάλυσης των υποκειμένων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πάντοτε απαραίτητη μια ολοκλήρωση.
Συνεπώς το θέμα της ολοκλήρωσης είναι η ιστορική απάντηση στο θέμα ότι για να προχωρήσουμε πρέπει να έχουμε μια κοινή παράσταση σε μια δεδομένη εποχή. Με αυτή την έννοια δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει τέλος μιας ολοκλήρωσης ή αν υπάρχει, σχετίζεται απλά με την έννοια της επανέναρξης της και του ανασχηματισμού της. Η τελική θέση είναι ότι το πλεονέκτημα μια ολοκλήρωσης, εκτός απ' τα προηγούμενα, είναι ότι κινούμαστε στο διεθνικό πεδίο και όχι στο εθνικό. Το σημείο που αναπτύσσονται οι ταξικοί αγώνες και έχουν καλύτερη τύχη, αλλά και ο τόπος του κομμουνισμού δεν είναι το έθνος, ούτε το διεθνές πεδίο. Είναι το ανάμεσα στα κράτη-έθνη , ανάμεσα στα άτομα και που μόνο μια ολοκλήρωση έχει αυτό το στοιχείο του ανάμεσα. Διότι εκεί στο ανάμεσα υπάρχει ή το κεφάλαιο ή η πολιτική. Έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα με το trans-national να εγγραφούμε σε αυτό το ανάμεσα υπερασπιζόμενη τη δυνατότητα της πολιτικής έναντι του κεφαλαίου.
Γιώργος Κρεασίδης: Να ξεκινήσω με μερικές αφετηριακές διαπιστώσεις μετά και την εμπειρία της κρίσης και του τρίτου μνημονίου.
Το πρώτο είναι ότι κάθε αγωνιστική διεκδίκηση που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια ενάντια στα μνημονιακά μέτρα με στόχο να υπερασπιστούμε δικαιώματα και ελευθερίες της κοινωνικής και εργαζόμενης πλειοψηφίας, σκοντάφτει στην ευρωπαϊκή ένωση, τους θεσμούς της, τις οδηγίες και συμφωνίες οι οποίες διέπουν τη λειτουργία της και τις στρατηγικές της επιλογές έτσι όπως διατυπώνονται στα κείμενα της. Το είδος των εργασιακών σχέσεων, το ύψος του βασικού μισθού, το αν θα επιβληθούν όρια στις πιστώσεις, το που θα πάνε οι δαπάνες της υγείας και αν θα αφορούν προσλήψεις ή τη λειτουργία του νοσοκομείου, σκοντάφτουν επίσης σε τέτοιου είδους ρυθμίσεις.
Δεύτερο στοιχείο, τα μνημόνια εφαρμόζονται και περιγράφονται μέσα απ' τους θεσμούς και τις συμφωνίες της ΕΕ και των επιμέρους θεσμών όπως είναι η ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το δημοψήφισμα και την πολύ μεγάλη πίεση προς τη κυβέρνηση για να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο η διαδικασία που θα ακολουθούνταν αν δεν είχε συμβιβαστεί η κυβέρνηση ήταν σύνοδος κορυφής της ΕΕ και όχι κάποιο άλλο όργανο της Ευρωζώνης.
Ένα τρίτο στοιχείο, που θα πρέπει να το ιεραρχήσουμε πολύ ψηλά είναι ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ σημαίνει δέσμευση απέναντι στη διατλαντική συμφωνία (TTIP) η οποία με σαφή τρόπο θέτει σε προτεραιότητα τις ανάγκες των πολυεθνικών και σε δεύτερη μοίρα τα δημοκρατικά εργασιακά δικαιώματα, τη προστασία του περιβάλλοντος και ότι έχει απομείνει από τη δημοκρατική διαδικασία.
Ένα τέταρτο στοιχείο είναι η έκρηξη του προσφυγικού και η αντιμετώπιση την οποία τυγχάνει, η οποία αναδεικνύει την ίδια τη φύση της ΕΕ, μέσα κυρίως από τη συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας. Ο μηχανισμός ο οποίος επιβάλλεται είναι ιμπεριαλιστικός, ρατσιστικός και εχθρικός καθώς δεν αναγνωρίζει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι πράγματα πρωτοφανή για την Ευρώπη μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, είμαστε όμως αναγκασμένοι να τα βιώσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε.
Η υπόθεση του δημοψηφίσματος και της πορείας προς την επαίσχυντη συμφωνία που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο θα πρέπει να συνδεθεί με έναν ευφημισμό του προηγούμενου διαστήματος, που περιγραφόταν σαν δημοκρατικό έλλειμμα. Είναι η οικονομική διακυβέρνηση, το καθεστώς επιτροπείας που περιγράφηκε και πριν όπου με μια σειρά από μηχανισμούς, η προτεραιότητα της κερδοφορίας του κεφαλαίου καταγράφεται με έναν απόλυτο τρόπο πέρα και μακριά από το τι θα μπορούσε να είναι η βούληση μιας κοινωνίας.
Πέρα απ’ τις διαπιστώσεις για το τρίτο μνημόνιο και το δημοψήφισμα, θα πρέπει να γίνει και ένα είδος απολογισμού της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ. Παλιότερα υπήρχαν διάφορα ιδεολογήματα που στήριζαν το ΝΑΙ στην ΕΕ (ή παλιότερα στην ΕΟΚ), όπως η σύγκλιση των οικονομιών και της κοινωνίας, η διευρυμένη αγορά που θα ανοίξει για την ελληνική οικονομία, η άνοδος βιοτικού επιπέδου, η εξασφάλιση της δημοκρατίας στη χώρα, η θωράκιση σε κινδύνους πολεμικούς, σε μια ταραγμένη περιοχή όπως είναι η μεσόγειος και τα Βαλκάνια. Σε όλα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε μια τραγική διάψευση.
Αυτό που θεωρήθηκε ως βασικό για τη κοινωνική σύγκλιση με τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, ήταν τα λεγόμενα πακέτα στήριξης, δηλαδή τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα τα οποία χρηματοδότησαν τη μεταστροφή της κοινής γνώμης, υπέρ της ΕΟΚ στη δεκαετία του '80 (ας μη ξεχνάμε ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του '81, τυπικά, τα κόμματα που λέγανε συνθηματικά ”ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” πήραν γύρω στο 60%). Τα κοινωνικά πλαίσια στήριξης και τα ΕΣΠΑ δεν είναι απλά λεφτά που δόθηκαν στην ελληνική κοινωνία επειδή την είχε μεγάλη ανάγκη το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο ή ως παραχώρηση. Συνήθως τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτούν πολιτικές με πολύ αυστηρό τρόπο για το που θα επενδυθούν τα χρήματα. Με μεγάλη αυστηρότητα αξιολογούν βήμα βήμα το πως εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πολιτική και ακολουθούν συγκεκριμένη κατεύθυνση νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα ότι δεν θα απασχολείται μόνιμο προσωπικό.
Κάθε πολιτική πρόταση που έχει στόχο τη κοινωνική απελευθέρωση προϋποθέτει τη τοποθέτηση ενάντια στη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ. Κάποια βασικά στοιχεία για να ξεκαθαριστεί αυτή η θέση είναι αρχικά ότι αυτό δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση, στην στιγμή που ήμασταν πριν γίνει η ένταξη. Όπως και το να πει κανείς όχι στην ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων δεν σημαίνει να υπερασπιστούμε το δημόσιο νοσοκομείο, αλλά υπεράσπιση της δυνατότητας για δημόσια υγεία. Δεύτερον, δεν είναι εθνικιστική επιλογή, αφού οι αγώνες μας έχουν διεθνιστικά χαρακτηριστικά και προσπαθούν να αναπτύξουν την πάλη σε συνεργασία με άλλες χώρες γύρω από κοινούς στόχους και απέναντι σε κοινό αντίπαλο. Θυμίζω ότι το 2003 υπήρξε παγκόσμιο κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ που είχε μέσα πολλές χώρες απ' όλο το κόσμο.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η τοποθέτηση μας για την ΕΕ δεν μπορεί να γίνει από αόριστες θέσεις εθνικής ανεξαρτησίας, αυτό είναι στοιχείο του λεγόμενου Ευρωσκεπτικισμού. Για μια άποψη που εκκινά από αντικαπιταλιστική, εργατική και διεθνιστική θέση, η ΕΕ είναι ένας μηχανισμός που φτιάχτηκε για να εξυπηρετήσει την άρχουσα τάξη στην Ευρώπη (ας μη ξεχνάμε ότι πρόδρομος της είναι η Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα). Είναι γεγονός ότι η ΕΕ καταφέρνει και προσφέρει μια συμμαχία ζωής η οποία γίνεται πολύ πιο σημαντική στις μέρες της καπιταλιστικής κρίσης, στις αστικές τάξεις ανά την Ευρώπη. Προφανώς η συμμετοχή εντός της ευρωπαϊκής ένωσης δεν είναι ισότιμη και δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι η αστική τάξη στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έχει το ίδιο ειδικό βάρος με την αντίστοιχη γερμανική. Παρόλα αυτά η σχέση ταυτόχρονης ολοκλήρωσης και ηγεμονίας τους εξασφαλίζουν το βασικό, δηλαδή μια δύναμη πυρός μεγάλη απέναντι στις εργατικές τάξεις και την κοινωνική πλειοψηφία.
Cosmopolitan Communist: Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ελληνικό κράτος ακολουθεί μαζική δολοφονική πολιτική απέναντι στους μετανάστες, ενώ παρουσιάζει τον εαυτό του σαν πρωτοπορία της ανθρωπιστικής πολιτικής. Το να μετατίθεται αυτό σε ένα διαπραγματευτικό θεσμό απομακρύνει το πρόβλημα του ελληνικού ρατσισμού. Όταν η όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού έχει σαν αναφορά την ευρωπαϊκή ένωση σαν συνασπισμό κρατών και όχι το ίδιο το κρατικό κεφάλαιο όπως λειτουργεί τώρα με συγκεκριμένα παραδείγματα οικονομικών δομών η καταγγελία της ευρωπαϊκής ένωσης μετατρέπεται σε ένα δίπολο εκτόνωσης για να ξεθυμάνει ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Το ζήτημα έχει να κάνει με τα όρια μιας ριζοσπαστικής πολιτικής σήμερα. Σήμερα δεν έχουμε κανένα παράδειγμα καπιταλισμού που να μην λειτουργεί σε πλαίσια λιτότητας. Ο αποκλεισμός της εργατικής δύναμης είναι ο κανόνας σε κάθε καπιταλιστικό σύστημα.
Δημοσθένης Παπαδάτος: Με αφορμή το δημοψήφισμα τέθηκε το ζήτημα αν πρέπει ο Σύριζα να εφαρμόσει μνημόνιο ή να ακολουθήσει μία εναλλακτική πολιτική. Υπήρχε ένα κομμάτι μέσα στο Σύριζα που πρότεινε ρήξη με την ευρωπαϊκή ένωση και κατηγορήθηκε για εθνικό απομονωτισμό και απομάκρυνση από το ευρωπαϊκό πεδίο. Καμία εθνική στρατηγική δεν είναι επαρκής για το ξεπέρασμα της κρίσης. Αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Αριστερά αποδυναμωθεί λόγω της εφαρμογής μέτρων λιτότητας και οπισθοχώρησης σε εθνικές λύσεις, θα αποδυναμωθεί και σαν πόλος συσπείρωσης της αντίστασης.
Αν όπως είπε ο Γιώργος κάναμε έναν απολογισμό της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα βλέπαμε πολλά αρνητικά αποτελέσματα. Παρά την επιδείνωση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας ο ελληνικός αστισμός δεν διανοείται την αποχώρηση από την Ε.Ε. αφού η συμμετοχή του σε αυτήν του διασφαλίζει την έκθεσή του στον διεθνή ανταγωνισμό. Αντίθετα εμείς δεν έχουμε κάτι να χάσουμε, ούτε κάνουμε τον ίδιο απολογισμό.
Σε σχέση με αυτό που είπε ο Μπαρτσίδης για το κοινό ευρωπαϊκό όραμα: αυτή τη στιγμή στο πεδίο που λέγεται Ε.Ε. οι υπάρχουν δύο στρατηγικές, μία της ΕΚΤ και ορισμένων κεντροαριστερών κυβερνήσεων η οποία προτείνει την αντιμετώπιση της κρίσης με ενέσεις ρευστότητας και η δεύτερη (αυτή του Σόιμπλε) που προτάσσει την εξασφάλιση της χρηματοδότησης των πλεονασμάτων του Βορρά από τον ευρωπαϊκό νότο. Οι δύο αυτές υποτίθεται αντιτιθέμενες απόψεις δεν είναι παρά συμπληρωματικές. Συνεπώς δε θεωρώ ότι υπάρχει κοινό πεδίο και όραμα που μπορούμε να μοιραστούμε και να αναπτύξουμε.
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Το ζήτημα του προσφυγικού ήταν αυτό που έφερε την Ε.Ε. στα πρόθυρα της διάλυσης και όχι η κρίση στην Ελλάδα. Η ροή μεταναστών από τα έξω έθεσε σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις αξίες της Ε.Ε. που δεν είναι οι αξίες της αταξικής κοινωνίας και του σοσιαλισμού όπως εμείς μπορούμε να σκεφτόμαστε αλλά το κοινό όραμα δεξιών, αριστερών, ευρωπαίων και τριτοκοσμικών που να μπορεί να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους.
Το πραγματικό σημείο του κομμουνισμού είναι το διεθνικό και όχι το διεθνές. Η Ε.Ε. δεν είναι το άθροισμα των κρατών μελών της αλλά και το ζήτημα με τους μετανάστες που δεν μπορεί να συμπεριλάβει. Πρέπει να επινοήσουμε έναν τόπο που θα λάβει χώρα το διεθνικό στοιχείο. Το νέο όραμα δεν μπορεί να είναι το δικό μας όραμα συν το όραμα των άλλων αλλά η κοινή παράσταση με την οποία μπορούμε να συλλάβουμε τον κόσμο. Παλιότερα αυτή η παράσταση ήταν η έννοια της προόδου.
Γιώργος Κρεασίδης: Το προσφυγικό ζήτημα έχει το αποτύπωμα της πολιτικής των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Επίσης ο αριθμός των μεταναστών που εισέρχονται στην Ε.Ε. είναι πολύ μικρότερος από χώρες όπως π.χ. η Ιορδανία.
Όσον αφορά την ακροδεξιά θα ήταν λάθος να υποτιμούσαμε την πολιτική πτυχή που την κάνει ελκτική για τις μάζες. Η γραμμή αυτή υπερασπίζεται κάποια θετικά της Ε.Ε. όπως κάποια υπολείμματα του κοινωνικού κράτους, αλλά το υπερασπίζεται μόνο για τους ντόπιους αποκλείοντας τους ξένους.
Μπορούμε να ξέρουμε τι μπορεί να υπάρξει εντός ευρωπαϊκής ένωσης. Δεν μπορούμε όμως να ξέρουμε τι μπορεί να υπάρξει εκτός.
Συζήτηση-ερωτήσεις
Σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στο έθνος κράτος και στην εθνική ταυτότητα δηλαδή την εσωτερίκευση της εθνικής κυριαρχίας. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μονάχα η κρατική παγκοσμιοποίηση της Ε.Ε. αλλά και δομές όπως το ίντερνετ το οποίο διαχέεται και αποδομεί τις ταυτότητες. Η Ε.Ε. ζει παράλληλα και έχει να αντιμετωπίσει εξίσου παγκοσμιοποιημένες μορφές και δυνάμεις κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν.#
Η συνεργασία εθνικών εργατικών τάξεων και κομμάτων ή η έμφαση στον αντιεθνικισμό μπορεί να «κρύβει» μία πολιτική επικεντρωμένη στο εθνικό. Επίσης υπονοήθηκε ότι η εναντίωση στην ευρωπαϊκή ένωση μπορεί να πάρει τη μορφή πολιτική εναντίον κεφαλαίου. Για το μαρξισμό η πολιτική γίνεται πάνω στη βάση του καπιταλισμού και όχι πίσω από αυτή, η πολιτική «χρησιμοποιεί» το κεφάλαιο και χαρακτηριστικά όπως ο διεθνικός του χαρακτήρας, η παγκόσμια συσσώρευση πλούτου. Με ποιο συγκεκριμένο τρόπο μπορεί να αντανακλάται οργανωτικά ο διεθνισμός με στόχο το διεθνικό μετασχηματισμό;
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Εγώ δεν έχω κάτι να προτείνω αλλά μπορώ να δω τι έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Θα επισημάνω 3 πράγματα. Το πρώτο είναι η συγκλονιστική κατ’ εμέ εμπειρία της περιόδου μετά το 2000 όπου τα παγκόσμια κοινωνικά φόρουμ εισήγαγαν το στοιχείο της δικτυακής οργάνωσης της παρέμβασης και δράσης σε παγκόσμιο-τοπικό επίπεδο. Το δεύτερο είναι οι πλατείες ως εμβληματικές μορφές πολιτικής οργάνωσης και στατική-χωρική απάντηση στο κράτος. Το τρίτο είναι η οργάνωση σε χρονική βάση και η χρονική διασύνδεση και επικοινωνία των αντιστάσεων που εκφράζεται κυρίως με το νέο γαλλικό κίνημα. Η αξία-έννοια που θα μπορούσε να συνδέσει αυτές τις εναλλακτικές μορφές και να αποτελέσει μία κοινή παράσταση των παραστάσεων είναι κατά τη γνώμη μου η αξιοπρέπεια.
Cosmopolitan Communist: Το βασικό στοιχείο περάσματος από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα είναι ότι ο έλεγχος γίνεται πιο μοριακός, περνάει στην μικροφυσική της εξουσίας. Αυτό δε σημαίνει ότι οι συμπαγείς κυρίαρχες ταυτότητες καταργούνται. Όσον αφορά την Ε.Ε. θα ήταν λάθος αν οποιοδήποτε ριζοσπαστικό κίνημα φυσικοποιήσει σαν οντολογία την ευρωπαϊκής ένωσης, σκεφτόμενο είτε ότι θα λυθεί μέσα από μία επανάσταση είτε ότι θα μείνει αναπάντητο δεδομένο το οποίο θα αντιμάχεται. Σήμερα μιλάμε για μία συνθήκη όπου οι ρατσιστικοί και εθνικιστικοί θεσμοί διατηρούνται όπως και ο αποκλεισμός των από τα κάτω από την οικονομία. Αυτό το δεδομένο θα υπάρχει είτε η Ε.Ε. συνεχίσει να υπάρχει είτε διαλυθεί.
Το ερώτημα για τη διεθνή συνεργασία των κινημάτων δε θα πρέπει να επικεντρωθεί μέσα από μία ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η διεθνής συνεργασία μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν τίθενται τόσο οι κριτικές όσο και οι συσχετισμοί και στρατηγικές εξουσίας σε κάθε κοινωνία. Το παράδειγμα των εργαζομένων της Coca Cola είναι χαρακτηριστικό της οριοθέτησης της εργατικής ταυτότητας μέσα από το φαντασιακό του έθνους.
Το χτύπημα του οποιουδήποτε εθνικισμού απαιτεί μια εξειδίκευση όσον αφορά την ειδική μυθολογία αποκλεισμού των άλλων πάνω στην οποία χτίστηκε κάθε εθνική κοινότητα. Παρά τις δικτυακές πρωτοβουλίες και προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση λείπουν τα θεωρητικά εργαλεία και οι πρακτικές αιχμές που μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσουν τα πράγματα και να μη αποτελούν ένα πλαίσιο εναλλακτικής φαντασίωσης.
Γιώργος Κρεασίδης: Καταρχήν χρειάζεται να υπάρξει μία συνάντηση των κοινωνικών κινημάτων και ρευμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο στο επίπεδο των αρχών. Δηλαδή ένα κίνημα στην Ελλάδα το οποίο είναι αντικυβερνητικό, αντιμνημονιακό, αντιιμπεριαλιστικό και ενάντια στην Ε.Ε. μπορεί να συναντηθεί είτε στο επίπεδο της αλληλεγγύης είτε στο επίπεδο των άμεσων κοινών πολιτικών στόχων στον αγώνα για το προσφυγικό, στον αγώνα ενάντια στην ευρωατλαντική συμμαχία, στον αγώνα για τη διαγραφή του χρέους, στον αγώνα ενάντια στις απολύσεις κτλ. Έτσι μπορούμε να περιγράψουμε τον κομμουνισμό της εποχής μας και να περιγράψουμε ένα σύγχρονο, κοινό εργατικό όραμα και ταυτότητα των δυνάμεων που αντιπαλεύουν τον καπιταλισμό.
Ο ευρωπαϊσμός χτίζεται γύρω από συνθήκες όπως το Μάαστριχτ, τα μνημόνια, το ευρωσύμφωνο plus τα οποία δεν είναι μόνο σύμβολα αλλά και δεσμεύσεις. Έξοδος από την Ε.Ε. σημαίνει ακύρωση αυτών των συμφωνιών. Επίσης είναι ένα ιδεολόγημα το οποίο συστηματικά καλλιεργείται και αποτέλεσε στήριγμα του κεφαλαίου στην περίοδο πριν την κρίση και εμπόδισαν την αριστερή στροφή του κόσμου.
Αν η Ε.Ε. φτιάχτηκε για να υπηρετήσει το κεφάλαιο όπως ακούστηκε, γιατί δεν ισχύει κάτι παρόμοιο για τα έθνη κράτη; Θα μπορούσαμε με αυτή τη λογική να υποστηρίξουμε ότι μας διευκολύνει η επιστροφή σε κοινοτικές προεθνοκρατικές μορφές;
Δημοσθένης Παπαδάτος: Αυτή τη στιγμή που μιλάμε υπάρχει μία άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη χωρίς οι ευρωπαϊκές ελίτ να διανοούνται ότι μπορούν να αλλάξουν αυτό το κλίμα πολιτικής. Με αυτή την έννοια αυτό που ζούμε είναι και ευρωπαϊσμός και εθνικισμός. Με τη συνεπικουρία της Ε.Ε. έχουμε μία
Απόσχιση του κράτους από τις συνθήκες αναπαραγωγής. Η Ε.Ε. όμως δεν είναι κράτος στην οποία θα προσαρμόζαμε τη θεωρία του κράτους και θα μπορούσε να ισχύει η πρόταση «δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτήν». Αν θέλουμε να μιλάμε για ένα χώρο που μπορεί να παιχτεί ένα πείραμα κοινωνικού μετασχηματισμού γιατί αυτός ο χώρος να μην ήταν κάτι διαφορετικό από την Ε.Ε. π.χ. η περιοχή της Μεσογείου; Ο τόπος του κομμουνισμού κατά τη γνώμη μου είναι ο τόπος που το κίνημα μπορεί να αλλάζει τα πράγματα του σήμερα. Η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα ή η κομισιόν δεν είναι ο χώρος αυτός.
Cosmopolitan Communist: Το γεγονός ότι στο κίνημα των αγανακτισμένων υπήρξε από τα κάτω μια επιτελεστική λειτουργία από τα κάτω, δεν αναιρεί ότι αυτό που κυριάρχησε ήταν το εθνικό σημαίνον και μία λατρεία επιστροφής σε μία αυθεντική παραγωγική οικονομία. Κινήματα όπως το 15$/h στην Αμερική έθεσαν με ξεκάθαρο τρόπο το ζήτημα της ταξικής ανατίμησης με τρόπο που έμπαιναν και ζητήματα φυλής και φύλου σε αντίθεση με την ουτοπία του 99% του Occupy που υπονοούσε μία εθνική ομοιογενής ταυτότητα ενάντια στην ελίτ της Wall Street. Στην Ελλάδα επίσης υπάρχει η απόκλιση μεταξύ του συντάγματος στο οποίο κυριαρχούν συγκεκριμένα αιτήματα και σε τοπικές συνελεύσεις που τίθενται πραγματικά ζητήματα αντιφασισμού και ικανοποίησης πραγματικών αναγκών.
Θα ήθελα να θέσω και τη φαντασιακή διάσταση γύρω από την Ε.Ε. δηλαδή το πώς ο ευρωπαϊσμός έχει γίνει κομμάτι του φαντασιακού μας. Η Αριστερά τείνει να επικεντρώνεται στον καταπιεστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, όμως ο καπιταλισμός είναι κάτι που «πλασάρεται» και αγοράζεται υπό το μανδύα της ελευθερίας. Το κυρίαρχο φαντασιακό εντός της Ε.Ε. είναι τα δικαιώματα, η ελευθερία κίνησης και η συνύπαρξη ανθρώπων. Ο ευρωσκεπτικισμός, ο οποίος δεν παίρνει μόνο δεξιό πρόσημο είναι και η αντίδραση στην απώλεια πολιτικής κυριαρχίας σε τοπικό επίπεδο, η οποία βάζει πολλές φορές σαν ανάχωμα το κράτος. Για την Αριστερά το ζήτημα είναι ποιο είναι το άλλο φαντασιακό που μπορούμε να προτάξουμε, διαφορετικό και από αυτό της ολοκλήρωσης και από αυτό της οπισθοδρόμησης στο έθνος κράτος;
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Συμφωνώ απόλυτα με αυτή την τοποθέτηση. Το μεγάλο ζήτημα στις μέρες μας είναι η ενίσχυση ενός τέτοιου κοινού φαντασιακού. Η φαντασία είναι η μοναδική δυνατότητα να πάρουμε μία φιλοσοφική έννοια που θα μας βοηθήσει να δημιουργήσουμε την κοινή μεσολαβούσα παράσταση που έχουμε σήμερα τόσο ανάγκη.
Το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε. τίθεται εκ των πραγμάτων στη σημερινή πραγματικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι λύνει το πρόβλημα. Η ολοκλήρωση της Ε.Ε. δεν είναι ούτε ολοκληρωμένη, ούτε και ολοκληρώσιμη, αλλά μπορεί να καταρρεύσει από εσωτερικές εμφανείς αντιφάσεις. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να δούμε το εξής σχιζοφρενικό παράδοξο: να διαλύεται η ολοκλήρωση και να την υπερασπιζόμαστε. Στιγμές αμφισβήτησης και εναντίωσης στην Ε.Ε. ήρθαν και ίσως ξαναέρθουν. Η πραγματικότητα όμως θέτει σήμερα ερωτήματα όπως υπάρχουν πρακτικά όρια στο τι μπορεί να υποστεί ένας λαός;
Μια παρατήρηση: ο Μαρξ δεν έλεγε ποτέ να επιστρέψουμε σε προηγούμενες μορφές κράτους αλλά την ίδια στιγμή τόνιζε ότι το ιρλανδικό ζήτημα κρίνει αν η εργατική τάξη της Αγγλίας είναι επαναστατική.
Κατά τη γνώμη μου η Ε.Ε. δεν είναι ούτε ολοκληρωμένη αλλά ούτε και ολοκληρώσιμη. Στο μεσοπόλεμο ο χρυσός κανόνας, κάτι παρόμοιο με την οικονομική ολοκλήρωση, διαλύθηκε αφού προσπάθησε μάταια για πολλά χρόνια να κρατηθεί. Συνεπώς αυτή η κατάσταση μπορεί να επαναληφθεί και να προκύψει το εξής οξύμωρο και σχιζοφρενικό: να διαλύεται η ολοκλήρωση της Ε.Ε. και να την υπερασπιζόμαστε!
Δημοσθένης Παπαδάτος: Η μεταπολεμική Ευρώπη είχε δύο στιγμές που άρρητα σήμαιναν την αδυνατότητα επιστροφής στην αιματοχυσία του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η πρώτη ήταν η σύμβαση της Γενεύης του 1951 και η δεύτερη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η ίδρυση της Ε.Ο.Κ. Πολλές διαφορετικές τάσεις όπως σοσιαλδημοκρατία, δεξιά και κομμουνιστικά κόμματα για τους δικούς της λόγους συναίνεσαν στη πορεία αυτή. Και οι δύο συνθήκες όμως με πρωταγωνιστικό ρόλο της Ε.Ε., με το ρόλο της απέναντι στους πρόσφυγες και την κατάργηση του κράτους πρόνοιας, έχουν τελειώσει. Το να λέμε ότι λείπει το ηγεμονικό όραμα από την Ευρώπη δε λέμε τίποτα διαφορετικό από την παραδοχή ότι λείπει το ηγεμονικό όραμα από τον καπιταλισμό.
Τονίστηκε ότι δεν υπάρχει έξω από την Ε.Ε. ενώ στη συνέχεια ειπώθηκε ότι οι μετανάστες έρχονται από έξω. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποια πράγματα υπάρχει έξω και να διευκρινίζεται.
Μιχάλης Μπαρτσίδης: Ο διαχωρισμός με κάθετους όρους του μέσα και του έξω, του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι μία παλιά συζήτηση. Σήμερα το θέμα είναι πως μπορούμε να φανταστούμε την επικοινωνία του έσω και του έξω. Μεγάλη παρόμοια προσπάθεια ήταν ο συνδυασμός μαρξισμού και ψυχανάλυσης. Πρότεινα την Ευρώπη ακριβώς γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διδαχθούμε από την ιστορία των επιστημών, αλλιώς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι η απλή και ρηχή κριτική στην Ε.Ε. ως καπιταλιστικό εργαλείο.
Η πραγματοποίηση του πνεύματος του κράτους είναι η Ε.Ε. η οποία προφανώς έχει έξω από αυτήν με την έννοια του παγκόσμιου χώρου. Η μέθοδος Ευρώπη με την έννοια της ολοκλήρωσης δεν έχει έξω, αλλά είναι το όλον που όλα συμβαίνουν εντός της.
Μπορεί η Ελλάδα να οικοδομήσει ένα είδος σοσιαλισμού με ένα επίπεδο ζωής καλύτερο από αυτό που προσφέρει η Ε.Ε.;
Γιώργος Κρεασίδης: Επειδή συνδέουμε τη σύγκρουση μεταξύ της αντεργατικής πολιτικής που υπάρχει σήμερα μετη στρατηγική του σοσιαλισμού, είμαστε ενάντια στην Ε.Ε. Για να υπερασπιστείς τις ελευθερίες και τα δικαιώματα της κοινωνίας πρέπει να συγκρουστείς με την Ε.Ε. χωρίς αυτό να μπαίνει ως προϋπόθεση του σοσιαλισμού.
Είναι εύλογο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μία μόνο χώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα κίνημα το οποίο να αμφισβητεί τη βασική στρατηγική του κεφαλαίου και αυτό να μένει μόνο στην Ελλάδα.
Δημοσθένης Παπαδάτος: Το ερώτημα δεν είναι το «αν θα βγούμε θα είναι καλύτερα;» αλλά πως προχωρήσουμε στην υιοθέτηση μίνιμουμ όπως επιδόματα ανεργίας και 14ος μισθός. Το ερώτημα είναι «μπορούμε να το κάνουμε εντός;».
Thursday 11 February 2016, 7pm, Goldsmiths, University of London
N.B. An audience question has been removed from audio at the request of the questioner.
Speakers in order:
Jack Conrad - CPGB / Weekly Worker
Elaine Graham-Leigh - Counterfire
Jamie Green - Goldsmiths Labour Students / Momentum
Judith Shapiro - London School of Economics
Panel Description
The conditions for the novel political formations of Syriza and Podemos developed out of the disintegration of the traditional Social Democratic parties in Greece and Spain. Jeremy Corbyn, the new leader of the Labour Party in Britain, argued for greater democracy in the party and invoked Labour's origins in working-class organisation and socialism. Yet it is unclear by the invocation exactly what is being remembered, and what is being forgotten. The Bernie Sanders campaign as a "socialist" candidate for leadership of the US Democratic Party appears equally obscure. Precisely when historical consciousness is most necessary, the project of Social Democracy seems to be fading from memory. Little remains of the foundation moment of Social Democracy today, both in practice and thought.
In the late nineteenth century, working people’s response to capital was expressed in the political demand for Socialism. This demand galvanized the formation of European Social Democratic parties guided by the ideology of Marxism. Among the most influential members of the German Social Democratic Party, the political leaders of the Second International, agreed that the primary task of Social Democratic parties was bringing about the dictatorship of the proletariat, that is, the decisive political struggle between capital and labor. And while some of these leftist ultimately found the revolution too risky in the decisive decades of the 1910s and 1920s, even their political judgment is far to the left to those Social Democratic party members who, after World War II, openly espoused the integration of workers into a more just and thus more democratic capitalist order.
Once a global movement for the self-emancipation of the working class, today’s social democratic parties have fully substituted the task of educating workers in order to overthrow capitalism, with the task of creating and maintaining the conditions for a more just market economy. The present standpoint of social democracy is society as such, bound by national economies and mediated by the state. Social Democracy today promises to fight socialinjustice in the name of the people, but it no longer promises to realize socialism.
Yet what remains is the name, and with it the promise and the problem of Social Democracy.
In this panel we would like to investigate this transformation by looking at the history, the birth and decline, of Social Democracy. How can we understand the historical crisis of social democracy for the Left today? How, if at all, could the trajectory of social democracy shed light on problems yet to be superseded on the Left today?
Questions to panellists:
1. What was Social Democracy? How was it constituted, how did it form and what was it ideological foundation? What problem did it address and what promises did it make?
2. What role did Social Democracy play for the Left throughout the 19th and 20th century? How has this role changed? How did it affect the world and how was it affected by a changing world? When did it come into its own?
3. Was the promise of Social Democracy fulfilled? If yes, how, if no, why did it fail? The current crisis of the Left reveals a need for a reconsideration of Socialist Politics, yet Social Democratic parties are on the retreat and are unable to offer a credible alternative. What does this crisis tell us about the success, failure and the need for Social Democracy?
4. What would you characterize as the beginning moment of the crisis of Social Democracy? Was it the revisionist dispute in 1903, the voting of the war credits in 1914, the Russian Revolution of 1917, the New Left of 1960, the crisis of Fordism in the 1970s, the Reagan and Thatcher era of 1980s, the creation of New Labour in 1994 or the economic crisis of 2008?
5. Taken at face value today, is Social Democracy still project of the Left? Does Social Democracy represent a way forward, or a road block? Do we need a return of the politics of Social Democracy? What problems would they address today, and what lessons could be gained from its reconsideration?
The Platypus Affiliated Society at Loyola presents:
Women: The Longest Revolution
Speakers:
Margaret Power
Yasmin Nair
Brit Schulte
Wednesday Nov. 4th at 6pm
Regis Hall Multi-Purpose Room
North Shore Campus
Loyola University
Panel Description:
Named for Juliet Mitchell’s 1966 essay, this panel will explore the long history of the struggle for women’s liberation from the vantage point of the Left today. Mitchell critiques bourgeois feminist demands such as the right to work and equal pay to posit the need instead for equal work. She calls for a politics capable of taking on the fundamental transformation of society and more immediate demands “in a single critique of the whole of women’s situation.” In keeping with the spirit of this essay, we ask again what the relationship might be between the struggle for social emancipation and the particular tasks of feminism. How have Leftists imagined this relationship historically? What do we make of it today?
While the “woman question” has played an important role in the history of the Left, its knee-jerk inclusion in current Leftist politics does not necessarily reflect a greater understanding of what the struggle for women’s liberation might mean politically. How exactly is it “the longest revolution?” When did it begin? If the crisis of bourgeois society in the industrial revolution posed the need for women’s freedom as inseparable from the project of human emancipation, then what do we make of the later separation of the feminist movement from the workers’ movement for socialism? What do the seeming successes of feminism tell us when considered in relation to the failure of the proletarian struggle to deepen/realize the task of human freedom?
For more information on our activities in Chicago and around the world, go to: http://platypus1917.org/
Christina Kaindl (Die LINKE)
Jakub Baran - (Partia Razem)
Ursula Jensen - (IBT)
Manuel Kellner - (ISL)
Moderator: Lucy Parker
In spite of many different political currents and tendencies, perhaps the most significant question informing the "Left" today is the issue of "political party.” Various "Left unity" initiatives have been taking place in the aftermath of the 2008 economic crisis and subsequent downturn, following Occupy Wall Street and the Arab Spring, alongside continuing "post-political" tendencies inherited from the 1980s-90s (perspectives such as expressed by Hardt and Negri's Empire, Multitude, and Commonwealth, John Holloway's Change the World without Taking Power, the Invisible Committee's The Coming Insurrection, the California student protestors' Communique from an Absent Future), the formation of SYRIZA in Greece, and the new party Podemos in Spain (who reject the organized "Marxist Left" as well as the established labor unions as part of the existing "political caste"). In Germany, Die Linke appears poised to break into high political office. At the same time, there has been a growing crisis of the largest "orthodox Marxist" ("Trotskyist") political organizations in the Anglophone and Western European countries, which has been characterized as the "crisis of ('actually existing') Leninism" in the developed capitalist countries. New publications have emerged such as Jacobin magazine, N+1 and Endnotes journals, as a new "millennial Marxism." And there has emerged a related discussion of the legacy of Marxism in principles of political organization going back to the Second International 1889-1914 ("neo-Kautskyism"), for instance in Lars Lih's revisionist history of Lenin and Bolshevism and the Communist Party of Great Britain's member Mike Macnair's book Revolutionary Strategy (2008), the latter occasioned by the formations of the Respect Party in the U.K. and the Nouveau Parti Anticapitaliste in France. Today, perhaps the most significant question facing the "Left" internationally is goes all the way back to Marx’s dispute with the anarchists in the First International: What would it mean for the Left to take "political action" today?
However, the issue of “political party” seems to generate more problems for the Left than it solves. Formalized political organization would appear indispensable for a long term perspectives beyond the ebb and flow of movements. Yet the role of a party in sustaining activity and discontents over time -- of building towards a revolution -- has had, at best an ambivalent legacy, leading as much to rationalizing politically ineffective strategies or giving cover for various forms of opportunism (e.g. reformism, careerism, etc.). Today the idea of political parties as a means for the Left -- through which the necessity for social transformation could be developed within society -- as opposed to an end in itself, is difficult to envision both theoretically and practically. Yet the existing default --politics without parties -- seems unable to do more than give sanction to the vicissitudes through which capitalism changes, but invariably persists. Worse still, without parties of its own, the Left is forced to either passively or actively support or at least place hopes in other parties. There appears no escaping the question of Political Party for the Left.