RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Media

10/07/2015- Κοινωνικός Χώρος Μικρόπολις Θεσσαλονίκη

 

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος εκ μέρους της κυβέρνησης παρακολουθήσαμε μια τεράστια κινητοποίηση όλων των αριστερών οργανώσεων και ομάδων. Μολονότι η συντριπτική πλειοψηφία της Αριστεράς συντάχθηκε με την επιλογή του “όχι”, προέκυψε ένα ετερογενές σύνολο θέσεων που όλες διεκδικούν τη ριζοσπαστική οικειοποίησης της πολιτικής πρωτοβουλίας. Το γεγονός ότι η Αριστερά έδειξε έτοιμη να ενσωματώσει την καταφυγή στο δημοψήφισμα στις πολιτικές της επιδιώξεις, δεν μπορεί να παραγράψει ορισμένα αποφασιστικά ερωτήματα και προβληματισμούς. Η κυβερνητική πρωτοβουλία μετατράπηκε σε εργαλείο ριζοσπαστικοποίησης, ο εκ των πραγμάτων κλειστός χαρακτήρας του σχετικού ερωτήματος μετασχηματίσθηκε σε δυνατότητα ριζικής ρήξης με την πολιτική πραγματικότητα της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού. Σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε η πεποίθηση ότι η Αριστερά μπορεί να θέσει την ατζέντα και να καθοδηγήσει τις εξελίξεις προς όφελος των “καταπιεσμένων”. Με ποιο τρόπο άραγε μπορεί/μπορούσε η Αριστερά να διαμεσολαβήσει το πολιτικό πεδίο που άνοιξε με τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, δεδομένου ότι σε επίπεδο κινημάτων και οργανωμένου πολιτικού αγώνα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα μια αξιοσημείωτη απουσία πρωτοβουλιών; Στα στόματα των περισσοτέρων συνυπήρχαν δύο φαινομενικά αντίθετες προτάσεις: “Δεν ήμασταν εμείς που καθορίσαμε τους όρους του δημοψηφίσματος, αλλά μπορούμε να καθορίσουμε την τελική του έκβαση”. Τι χορηγεί τη βεβαιότητα στην Αριστερά ότι η πραγματικότητα κυοφορεί την πραγμάτωση των δικών της φιλοδοξιών;

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το επίδικο του δημοψηφίσματος; Γιατί θα έπρεπε να ενδιαφέρει την ελληνική αλλά και τη διεθνή Αριστερά;

Η πολιτική των οργανώσεων της ευρύτερης Αριστεράς σε σχέση με το δημοψήφισμα πολώνει κατά τη γνώμη σας τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και αν ναι με ποιο τρόπο; Η στρατηγική και πρακτική της Αριστεράς εξαντλείται σε μια δύναμη αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό; 

Τα δημοψηφίσματα είναι πάντα θεμιτά δημοκρατικά μέσα ή μπορεί να είναι και μέθοδοι απόσπασης συναίνεσης και νομιμοποίησης της ελευθερίας κινήσεων οποιασδήποτε κυβέρνησης; Προς ποια πολιτική κατεύθυνση είναι το δημοψήφισμα; Διαμεσολαβεί τον αγώνα ενάντια στη λιτότητα καθώς και τον αγώνα ενάντια στην ΕΕ, καπιταλισμό και αν ναι με ποιο τρόπο;

Ποιοι είναι οι συσχετισμοί των πολιτικών δυνάμεων αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, ποιες προκρίνουν τη διάλυσή της και για ποιους λόγους, και ποιες επιμένουν στη διατήρησή της, και γιατί; Πως διακρίνεται η αριστερή και η δεξιά εναντίωση στην Ευρώπη; Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη και μονάχα μετά απ' αυτό τα νέα ελεύθερα και επαναστατημένα έθνη-κράτη να συνενωθούν ξανά σε νέα βάση, ή μπορεί να απαλλοτριωθεί η ίδια προς επαναστατική κατεύθυνση χωρίς να ολοκληρωθεί υποχρεωτικά μια τέτοια κίνηση;

Τι σηματοδοτεί η κυβέρνηση Σύριζα για την Αριστερά; Είναι ο Σύριζα μία κυβέρνηση της Αριστεράς ή μία κυβέρνηση άλλου μίγματος αστικής διαχείρισης; Πρέπει να πιεστεί προς τα Αριστερά ή αντιθέτως να ανασυγκροτηθεί πέραν αυτού μία πραγματική Αριστερά; Ο Σύριζα έχει έρθει να αντικαταστήσει την παλιά σοσιαλδημοκρατία ή να την ξεπεράσει;

Ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα της Αριστεράς μετά το "όχι", ποιες είναι οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν;

Ομιλητές

Γιώργος Μαριάς- Νέο Αριστερό Ρεύμα

Γρηγόρης Τσιλιμαντός- Αντιεξουσιαστική Κίνηση

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Γιώργος Μαριάς: Οι εξελίξεις που ζούμε είναι ιστορικών διαστάσεων. Τα κοινωνικά δεδομένα μπορούν να αλλάζουν ακόμα και τη στιγμή που γίνεται αυτή η εκδήλωση. Ένας αυτοτελής απολογισμός του δημοψηφίσματος και του τι ακολούθησε δεν μπορεί παρά να ανοίγει μια συζήτηση. Ωστόσο τα συνειδησιακά, πολιτικά και τα πραγματικά αποτελέσματα αυτής της διεργασίας του δημοψηφίσματος δεν είναι άσχετα με αυτά που ζούμε και θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες.

Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν αρκετά ασαφές και όχι μονοσήμαντο από τη στιγμή που ξέφυγε από αυτόν που έθεσε το ερώτημα. Η κοινωνική και πολιτική διαπάλη που προκάλεσε διαπέρασε συνολικά και οριζόντια την κοινωνία, τις τάσεις της Αριστεράς τόσο τη εγχώρια όσο και τη διεθνή.

Σε σχέση με τις διεργασίες του δημοψηφίσματος μπορούμε να πούμε τα εξης. Σε μια χώρα που κατ’ επανάληψη «βιάστηκε» η λαϊκή βούληση, για πρώτη φορά ρωτήθηκε ευθέως ο λαός. Οι συγκεντρώσεις αλληλεγγύης σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες δείχνει και τον αντίκτυπο που είχε. Το ΌΧΙ στο δημοψήφισμα θα μπορούσε να αποτελεί ένα χαστούκι στην αλαζονεία και στην τεχνοκρατική διαχείριση που προτείνουν τα επιτελεία των Βρυξελλών. Επίσης τέθηκε με έντονο τρόπο το δημοκρατικό ζήτημα καθώς για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας ήταν σαφές ότι η στάση των θεσμών και συνολικότερα του αστικού στρατοπέδου που συνασπίστηκε γύρω από το «μένουμε Ευρώπη» σχετιζόταν είτε με μία ενδεχόμενη ανατροπή είτε με μία άτακτη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης. Σε αυτή την υποχώρηση και συνθηκολόγηση ο λαός αντιτάχθηκε.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του δημοψηφίσματος ήταν ότι η αντιπαράθεση ήταν καθόλης της ύλης. Το στρατόπεδο του ΝΑΙ, με ξεκάθαρα αντιδραστικό πρόσημο και συσπειρώνωντας όλες τις επίσημες κοινωνικές ομάδες και τους θεσμούς (ΓΣΕΕ, εργατικά κέντρα) έχασε με μεγάλη διαφορά από τους φτωχούς, από μια ταξική συνείδηση που πρώτη φορά σε εκλογική διαδικασία ευθυγραμμίστηκε με το δικό της ταξικό συμφέρον. Το μεγάλο ΌΧΙ ήταν ένα μεγάλο ΌΧΙ στο ΝΑΙ.

Η διαδικασία του δημοψηφίσματος ανεξαρτήτος αποτελέσματος φάνηκε ότι μπορεί να συμβάλλει στην αλλαγή του συσχετισμού. Η Ανταρσύα ρίχτηκε αμέσως στη μάχη υποστηρίζοντας ΌΧΙ. Το στρατόπεδο του ΌΧΙ μπορούμε να το χωρίσουμε σε τρία μεγάλα μπλόκ όχι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το πρώτο είναι ένα μεγάλο κομμάτι, ηγεμονευόμενο από την κυβέρνηση. Το δεύτερο είχε ένα εθνικό και πατριωτικό πρόσημο και τέλος ένα ΌΧΙ περισσότερο ταξικής απόχρωσης το οποίο συμπεριλάμβανε την άρνηση σε παλιά και νέα μνημόνια και είναι συνέχεια του ρήγματος που άνοιξαν οι κοινωνικοί αγώνες την τριετία 2010-2012.

Αφετηρία της Αριστεράς πρέπει να είναι μια πρακτική αντίστασης η οποία θα ξεκινάει στη συγκεκριμένη περίοδο από ένα ΌΧΙ στο δόγμα του «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική». Μέσα από την αντίσταση πρέπει να αναδεικνύονται οι παραγωγικές και τεχνικές δυνατότητες μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, πατώνατς από τη μία στην ιδεολογική αδυναμία που έχει πλέον ο καπιταλισμός και από την άλλη στο χτίσμο δομών και πολιτικών οι οποίες θα αρνούνται συνολικά την υπαγωγή των εργαζομένων τάξεων στο κεφάλαιο.

Τα δημοψηφίσματα δεν είναι μορφές άμεσης δημοκρατίας αλλά αποτυπώνουν ένα συσχετισμό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που ενδεχομένως να είναι και αρνητικός. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα όπως μετά από συζήτηση θέλαμε και επιδιώκαμε να γίνει καθώς θα ήταν ένα βήμα μπροστά από την ερμαφρόδιτη πολιτική γραμμή του Σύριζα που συμπυκνώνεται στο ούτε ρήξη ούτε υποταγή. Με την απάντηση του ΌΧΙ τόσο στις προτάσεις της τροικά, στα παλιά και νέα μνημόνια όσο και μια συνολική εναντίωση στην ευρωπαϊκή ένωση και το ευρώ προωθήκε μια ριζοσπαστική ατζέντα που με ευθύνη του Σύριζα είχε υποχωρήσει τον τελευταίο καιρό.

Η ευρωπαϊκή Αριστερά δυστυχώς στη μεγάλη της πλειοψηφία είναι είτε εντελώς αδύναμη είτε εντελώς ευρωλάγνα. Με μια διαφορετική αφετηρία από τη δικιά μου ο Ζίζεκ και η Μουφ μιλούν εύστοχα για τη δημιουργία χώρου για την λαϊκιστική ακροδεξιά μετά τη σύγκλιση κεντροαριστερά και κεντροδεξιάς στον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο. Αυτό που αποφεύγουν να θίξουν είναι ότι η ακροδεξία παρουσιάζεται σαν διαφορετική φωνή  στο μέτρο που υπάρχει απουσία ενός οργανωμένου σχεδίου παρουσίας μιας αντισυστημικής Αριστεράς. Θετικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι συμμαχίες, πλατφόρμες και μέτωπα ενάντια στην Ε.Ε.

Η δεξιά εναντίωση στην ευρωπαϊκή ένωση δεν μπορεί να συναντηθεί με την αριστερή εναντίωση καθόσον όπου υπάρχει εκφράζει κομμάτια της αστικής τάξης που μέσα στην κρίση υποβαθμίζονται ή χάνονται σε σχέση με άλλα. Με άλλα λόγια εκφράζει ενδοκαπιταλιστικούς-ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.

Η ευρωπαϊκή ένωση είναι δομικά ένας τεράστιος γραφειοκρατικός, οικονομικός, ιδεολογικός μηχανισμός και η εναντίωση σε ένα τέτοιο μηχανισμό δεν είναι ιδεολογική. ‘Εχω βιώσει διασπάσεις και διαχωρισμούς της Αριστεράς για διατυπώσεις σε σχέση με τη ρήξη ή όχι από την Ε.Ε. , έξοδος ή ρήξη κ.ο.κ. Σε ένα βαθμό αυτές οι διαδικασίες είναι ο εκφυλισμός της πολιτικής εκτίμησης και άποψης. Η ίδια η ζωή αυτές τις μέρες αποδεικνύει πόσο κοντά μπορούν να έρθουν οι δυνάμεις που μάχονται για τον τρόπο και το είδος των διατυπώσεων.

Η Ανταρσύα καλεί τον κόσμο που ψήφισε ΌΧΙ να είναι το επόμενο διάστημα η εμπροστοφυλακή του λαού απέναντι στην συνασπισμένη αντίδραση του «μένουμε Ευρώπη» και των κυρίαρχων μίντια. Θα προσπαθήσουμε μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες να συγκροτήσουμε το μέτωπο της ρήξης με την Ε.Ε.

Με το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό τελείως τραυματισμένο οδηγούμαστε σε πολύ σοβαρές εξελίξεις που είτε θα ευνοήσουν μια ανασυγκροτημένη, εθνικιστική, ναζιστική ακροδεξιά που θα διαδεχτεί το Σύριζα είτε μια προσπάθεια οικοδόμησης μιας πραγματικά αντισυστημικής Αριστεράς.

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Η αριστερή ηγεμονία της ανάθεσης καθήλωσε κινήματα (Χαλκιδική), επέβαλλε νέους νόμους που έκαναν αγώνες παρένθεσης (ΕΡΤ3), επικαλέστηκε την παλιά νομιμότητα για να επικαλύψει την ατολμία της (Βιο.Με.), εμφανίστηκε σαν να έχει τον τυφλοσούρτη των κοινωνικών αναγκών προτάσσοντας επαναπροσλήψεις με καθεστώς υπαλληλίας (αγώνας καθαριστριών).

Το ΌΧΙ του δημοψηφίσματος σε αντίθεση με το ΝΑΙ είναι πολυσήμαντο. Η κυβέρνηση μέσω του δημοψηφίσματος επιδιώκει να μετατρέψει την κοινοβουλευτική ηγεμονία σε κοινωνική θέτοντας το ερώτημα του δημοψηφίσματος με τρόπο που την βολεύει. Εμφανίζοντας ως δίλημμα το «συμφωνία ή καταστροφή» μετατρέπει το δημοψήφισμα από υπόθεση της Αριστεράς σε διακομματική εθνική υπόθεση. Στην ίδια λογική με διαφορετικές προσδοκίες κινείται και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.

Αν κάτι ένωσε τον κόσμο του ΌΧΙ ήταν ο χρηματοπιστωτικός ολοκληρωτισμός του ευρώ που μετετρέπει τις κοινωνικές σχέσεις σε χρηματικές αξίες. Όμως αυτή η αντίθεση κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη μπορεί να χαρακτηριστεί. Σε ένα τηρουμένων των αναλογιών αντίστοιχο παράδειγμα στο Πολυτεχνείο του ’73 εκφράστηκε ένα μεγάλο ΌΧΙ από πολλές δυνάμεις οι οποίες από την επόμενη κιόλας μέρα πρόβαλλαν την ερμηνεία τους ως καθολική και μονοσήμαντη. Το κομμουνιστικό κόμμα διεκδικεί πάντα την αλάνθαστη και καθολική ερμηνεία των συμβάντων, ακόμα και για το δημοψήφισμα, ενώ συνήθως βρίσκεται έξω από τα γεγονότα..

Ότι είναι να ανιχνεύσουμε, θα το ανιχνεύσουμε στο ΌΧΙ. Το ΌΧΙ απαλλαγμένο από την ιδεολογική καθαρότητα του παρελθόντος, το οποίο μπορεί εξίσου εύκολα και μαζικά να συστρατεύει τον κόσμο αλλά και να τον αποδιοργανώνει, αποτελεί την ελπίδα πρόκλησης και πρόσκλησης σε ότι ριζοσπαστικό κρύβεται κάτω από το πέπλο της ηγεμονικής διαχείρισης. Το δημοψήφισμα άνοιξε μοναδικούς δρόμους, όχι για να τους εκφράσουμε αλλά για να εκφραστούμε μέσα από αυτούς.

Το δημοψήφισμα είναι μορφή λαϊκής έκφρασης, σημασία όμως έχει περισσότερο πως διαμορφώνεται αυτή η λαϊκή έκφραση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρούμε την παντελή απουσία της κοινωνίας από τη διαμόρφωση του ερωτήματος. Παρότι το ερώτημα τέθηκε με τέτοιο τρόπο που ευνοούσε τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση προς όφελος της κυβέρνησης δεν ήταν διαχειρίσιμο υπό τις δεδομένες συνθήκες πόλωσης, αφού εξέφραζε εναντίωση σε μία πρόταση (αυτή των δανειστών) και όχι μία θέση. Αυτό που κρύβει το 61% του ΌΧΙ μένει να το δούμε.

Ο Σύριζα δεν είναι ένα κόμμα που γεννήθηκε από τις πλατείες αλλά ο πυρήνας του, ο Συνασπισμός έχει τις ρίζες του και τις ιδεολογικές του αναφορές στο ρεύμα του ευρωκομμουνισμού. Η εκτίναξη των ποσοστών του από το 4 στο 37% δεν έχει να κάνει με τη συσπείρωση γύρω από ένα πρόγραμμα αλλά κυρίως με την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ. Λόγω μικρής απεύθυνσης σε συνδικάτα ο Σύριζα και κυρίως η νεολαία στράφηκε και «αγκάλιασε» κινήματα, χωρίς να έχει πρόθεση ή σκοπό να υιοθετήσει θέσεις των σύγχρονων κινημάτων.

Ο Σύριζα εξέφραζε την καθεστωτική-κρατική συνέχεια. Εκεί όπου οι αγώνες και τα κινήματα δημιουργούσαν ρωγμές ο Σύριζα λειτουργούσε κλεινοντάς τις.

Με τη ρευστή κατάσταση που επικρατεί σήμερα τουλάχιστον σε κοινοβουλευτικό επίπεδο δίνεται μία δυνατότητα ώστε να απελευθερωθεί ένα κοινωνικό δυναμικό πέρα από την οικονομία. Ένα από τα μεγάλα ρήγματα της περιόδου ήταν η κυριαρχία του χρήματος όχι πια ως γενικού ισοδύναμου των εμπορευμάτων αλλά γενικότερα των ανθρωπίνων σχέσεων και υπάρξεων. Απέναντι σε αυτόν τον σύγχρονο χρηματοπιστωτικό ολοκληρωτισμό ο κόσμος ενώθηκε και εκφράστηκε με πολλούς διαφορετικους τρόπους. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις και τον ολοκληρωτισμό οι παλιές διαιρέσεις Αριστεράς- Δεξιάς ή έννοιες όπως σοσιαλδημοκρατία έχουν χάσει το νόημά τους. Σε κεντρικό επίπεδο όλοι είναι διαχειριστές χρήματος. Οποιαδήποτε συνέχεια της σοσιαλδημοκρατίας ή των παλιών παραδόσεων είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη.

Πως το ΌΧΙ συνέβαλλε σε μια προοπτική ανάπτυξης της Αριστεράς; Το ΌΧΙ μπορεί να εξέφραζε την εναντίωση στο χρηματοπιστωτικό διευθυντήριο αλλά μπορεί εξίσου να ήταν δείγμα εθνικής εναντίωσης και εθνικής υπερηφάνειας. Διέσωσε το ΌΧΙ το διεθνισμό που συνήθως διέπει το επαναστατικό στρατόπεδο και αν ναι με ποιον τρόπο;

Γιώργος Μαριάς: Το ΌΧΙ αποτέλεσε συνέχεια των αγώνων από τα κάτω των προηγούμενων ετών και αποτέλεσε ρήγμα απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει ένα ταξικά συνειδητοποιημένο κομμάτι που μπορεί να προχωρήσει πέρα από διλήμματα και αυταπάτες. Ο όρος εθνικολαϊκισμός είναι πιθανότατα ο πιο προβληματικός όρος για να περιγράψει τις κοινωνικές διεργασίες των προηγούμενων ετών.

Το στοιχείο του διεθνισμού εμφανίστηκε πρώτα και κύρια από τη συμπαράσταση των υπολοίπων λαών και των αρχηγών κρατών (όπως ο Φιντέλ Κάστρο) οι οποίοι προσπαθούν να αντισταθούν στον οδοστρωτήρα του νεοφιλελευθερισμού.

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Ο διεθνισμός που εκφράστηκε ήταν επίσης πολυδιάσπαστος και πολυσυλλεκτικός. Το ΌΧΙ στηρίχτηκε από αντιεξουσιαστές, αριστερούς και εθνικόφρωνες.

Αναφέρθηκε ότι η ευρωπαϊκή ένωση σαν τέτοια εκφράζει το κεφάλαιο. Το ελληνικό κράτος σαν τέτοιο θεωρείτε ότι εκφράζει κάτι διαφορετικό από αυτό;

Γιώργος Μαριάς: Οι συνθήκες που υπάρχουν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι λίγο ιδιαίτερες. Παραδοσιακά πρώτα συγκροτούνταν το πολιτικό και μετά το ταξικό. Με άλλα λόγια στην Ελλάδα πρώτα ιδρύθηκε το ΚΚΕ και μετά η ΓΣΕΕ. Οι μεγάλες συγκρούσεις οι οποίες δόθηκαν εντός του ελληνικού χώρου είχαν ένα χαρακτήρα πολιτειακό και εθνικό. Αυτή είναι μία επαναστατική παράδοση που δεν πρέπει να απορρίψουμε. Η πρόταση που πρέπει να αναπτυχθεί είναι ένα σχέδιο που θα βάζει στο στόχαστρο τον πλούτο, την ιδιοκτησία και την εξουσία του κεφαλαίου και αυτή η διαδικασία περνάει μέσα από την έξοδο από την ΕΕ και την επιστροφή σε μία διαφορετική έννοια εθνικού κράτους.

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Κατά τη γνώμη μου το έθνος κράτος έχει ήδη συντριβεί από το ίδιο το παράδειγμα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει εθνικά χαρακτηριστικά στο δημοψήφισμα, δηλαδή ότι θα αποφασίζουμε σε εθνικό επίπεδο για εθνικά θέματα, και φυσικά απέτυχε. Υπάρχει ένα είδος εθνικού εγκλεισμού που μπορεί να εκφράζεται από αυτούς που πρκρίνουν το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα και τη συντηρητική επιστροφή του έθνους κράτους.

Ο καπιταλισμός από τις εισηγήσεις φάνηκε ότι εκφράζεται με την κυριαρχία του χρήματος. Έτσι σαν σύστημα παρουσιάζεται σαν κάτι αρνητικό που πρέπει να παραμεριστεί και να επιστρέψουν οι ανθρώπινες σχέσεις που επικρατούσαν πριν την εποχή του κεφαλαίου. Σε αντίθεση ο Λένιν υποστήριζε την ανάγκη να πάμε πέρα από τον καπιταλισμό μέσα από τον καπιταλισμό. Η εναντίωση στο κεφάλαιο ως κριτήριο ορισμού της Αριστεράς πολλές φορές οδήγησε την Αριστερά σε συντηρητικές επιλογές, καθώς στον αγώνα εναντίον του μπορούμε να συνεργαστούμε και να ενωθούμε με αντιδραστικές δυνάμεις. Με ποιο τρόπο μπορούμε κατά τη γνώμη σας να πάμε πέρα από το κεφάλαιο;

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Η εναντίωση στο χρηματοπιστωτικό ολοκληρωτισμό φυσικά και μπορεί να περιέχει έναν εθνικό λαϊκισμό. Εξ ου και η παρατήρησή μου ότι το ΌΧΙ μπορεί να είναι μονοσήμαντο.

Σε σχέση με την Αριστερά και το κεφάλαιο: ο Μαρξ είχε μια διφορούμενη σχέση με το καπιταλιστικό φαντασιακό από την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Ο ίδιος ο Μαρξ και κατόπιν ο Λένιν υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει ανάγκη να ανακαλύψουμε ένα νέο τρόπο παραγωγής και νέο τρόπο οργάνωσης της εργασίας αλλά η αλλαγή θα γίνει στην κατοχή των μέσων παραγωγής. Το ιδεολογικό αυτό λάθος πρακτικά κατέληξε σε τραγωδία. Από την ιδεολογία του οικονομισμού οφείλουμε να ξεφύγουμε και να ρυθμιστεί η οικονομία στα όρια της πραγματικής ζωής. Η ενστικτώδης αντίδραση ότι δε θέλουμε η ζωή μας να καθορίζεται πλήρως από την οικονομία εκφράστηκε από το δημοψήφισμα.

Γιώργος Μαριάς: Αντίστοιχες διεργασίες που έχουν γίνει στη Λατινική Αμερική μπορούν να αποτελούν πρότυπο για μία στρατηγική άλλων συμμαχιών, το κυρίαρχο όμως παραμένει να μπορεί η εργατική τάξη και όσοι έχουν συμφέροντα να συμμαχούν μαζί τους να ασκούν την πολιτική τους ανεξάρτητα από το κράτος και το κεφάλαιο και η επιστορφή στο εθνικό να είναι ένας δρόμος για την ενίσχυση αυτής της διαδικασίας.

Ένα σχόλιο για τον ταξικό χαρακτήρα του ΌΧΙ: για το αν μια άποψη έχει ταξικό χαρακτήρα ή ΌΧΙ δεν αρκεί το κοινωνιολογικό κριτήριο δηλαδή αν τα φτωχά λαϊκά στρώματα εκφράζουν αυτή την άποψη, αλλά απαιτείται και ένα ιδεολογικό κριτήριο. Οι καταπιεσμένοι πολλές φορές στρατεύτηκαν πίσω από Βοναπάρτες ή φασίστες ακριβώς μέσα από μια αντικαπιταλιστική ρητορική.#

Η άποψή μου είναι ότι στο δημοψήφισμα υπήρχαν δύο απόψεις: αυτοί που θεώρησαν ότι αυτό που ζούμε δεν είναι το καλύτερο δυνατό αλλά δεν υπάρχει κάτι καλύτερο και ψήφισαν ΝΑΙ και αυτοί που συμφωνώντας ότι αυτό που ζούμε δε μας εκφράζει ήθελαν να πάνε πέρα από αυτό. Η εθνική κυβέρνηση υπό μία έννοια πήρε υπόψιν και τις δύο τάσεις μετατρέποντας το ΌΧΙ σε ΝΑΙ.#

Ακούστηκε η άποψη ότι η στάση της Αριστεράς στο δημοψήφισμα είναι συνέχιση της πρακτικής της εναντίωσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα μνημόνια και στην Ε.Ε. τα τελευταία 5 χρόνια και η συνακόλουθη  προσπάθεια να στραφεί ο κόσμος προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο ακόμα και αν δεν είχε τεθεί το δημοψήφισμα μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού θα συμφωνούσε ότι οι πολιτικές της Ε.Ε. είναι ενάντια στα συμφέροντά του. Το ποσοστό του κόσμου που ψήφισε ΝΑΙ δε ταυτίζει τα συμφέροντά του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από εδώ προκύπτει το ζήτημα ότι ο καπιταλισμός σε συνθήκες κρίσης δυσκολεύεται να συσπειρώσει και να εμπνεύσει κόσμο. Το εμφατικό αντίθετα είναι η παντελής έλλειψη του άλλου πόλου. Το να αποτυπωθεί η αντίθεση ενός κόσμου σε μία πολιτική δεν έχει ιδιαίτερο νόημα τόσο από τη σκοπιά της ταξικής συνειδητοποίησης όσο και από τη μεριά της πειθούς. Εν είδει μιας Αριστεράς που δεν έχει κάποια θέση από το 2009 ψευδής συνείδηση αποδεικνύεται το ΌΧΙ!

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Σήμερα το χρήμα το οποίο παράγεται δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική παραγωγή αλλά είναι εικονικό. Με αυτόν τον τρόπο δε δίνεται κανένα περιθώριο για διεκδικήσεις μέσω του συνδικαλισμού όπως παλιότερα. Πως θα γίνει η αναδιανομή βασισμένη σε ένα χρέος της παραγωγής προς το χρήμα;

Με ένα ιστορικό παραλληλισμό το ΌΧΙ του Μεταξά ο οποίος ήταν ιδεολογικά ταυτισμένος με το φασισμό, απελευθέρωσε ένα μεγάλο κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Το ΌΧΙ είναι πολυσήμαντο αλλά μόνο εκεί μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάτι που μπορεί να διασωθεί.

Όλα τα ζητήματα που μπαίνουν από τα κινήματα όπως η στήριξη των παραγωγών, η αναδιάρθρωση της γεωργικής παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγού-καταναλωτή, τα συνεταιριστικά εγχειρήματα επανέρχονται ξανά. Τα χιλιάδες παραδείγματα κοινωνικής και αυτοδιαχειριζόμενης οικονομίας δεν έχουν δυστυχώς καμία πολιτική στόχευση και δικτύωση. Αν οι αγρότες δεν στηρίζονταν στις επιδοτήσεις αλλά επένδυαν στην παραγωγή και τη συνεργασία ο Θεσσαλικός κάμπος θα μπορούσε σήμερα να θρέψει όλη την Ελλάδα! Και όταν η αναλογία παραγόμενων και εισαγόμενων ειδών διατροφής είναι 30-70 οδεύουμε σίγουρα προς την καταστροφή!

Σήμερα αυτές οι ιδέες είναι αδύναμες, θα μπορούσαν όμως να αποτελούν την εναλλακτική σε αυτή τη φάση της μεγάλης κρίσης. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική στόχευση για να σηκώσουν το βάρος όλου του παραγωγικού τομέα.

Γιώργος Μαριάς: Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μία τεράστια κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Τον ονομάζουμε έτσι με βάση κυρίως δύο στοιχεία: την παγκόσμια εξάπλωσή του και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας και της γνώσης που τη συνοδεύει στο κεφάλαιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το σύνολο των εργαζομένων και ανέργων εξαρτάται με απόλυτο τρόπο από το κεφάλαιο και αυτό αποτελεί επαναστατική κατάσταση με τη διαφορά ότι αυτό το πλειοψηφικό κομμάτι δεν έχει συγκροτηθεί και οργανωθεί ακόμα. Η διαπλοκή πολιτικής πρότασης, δομών και κοινωνικών υποκειμένων μπορεί να γεννήσει κάτι νέο. Το ζήτημα παραμένει κατά βάση ζήτημα οργάνωσης, πολιτικής συνειδητοποίησης και συγκρότησης εναλλακτικών δομών.

Από τις δύο εισηγήσεις τονίστηκε λιγότερο η δυσχέρεια στις κεφαλαιακές ροές διεθνώς που προκαλεί η κρίση και η υπερσυσσώρευση και περισσότερο η «ανυπαρξία» τοπικής ή εθνικής πραγματικής παραγωγής. Έτσι φαίνεται σαν να προκρίνεται η επιστροφή σε κάτι πριν από το χρήμα, στην παραγωγή σε τοπικό-εθνικό επίπεδο των βασικών αγαθών. Αναιρούν αυτές οι παρατηρήσεις την προσπάθεια να ξεφύγουμε από τον υπάρχοντα καταμερισμό της εργασίας και της παραγωγής και να πάμε πέρα από αυτή; Πως στέκονται αυτές οι λύσεις που είναι στραμένες στην παραγωγή σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο απέναντι στο διεθνισμό του κεφαλαίου;

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Το τοπικό δεν πρέπει να συνδέεται με το εθνικό. Είμαστε άνθρωποι που μένουμε σε έναν τόπο συγκεκριμένο. Το μήνυμα που εκπέμπεις ή προσλαμβάνεις μπορεί να είναι διάχυτο. Τα επαναστατικά κινήματα συνδέονταν με διεθνιστικό τρόπο αλλά δρούσαν τοπικά. Όπως έλεγε και ο Φουκώ η ύπαρξη αποκτάται νόημα με τη σωματική παρουσία.

Παλιότερα παγκόσμιοι φορείς αποτελούσαν οι ιδεολογίες. Οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν πια πεθάνει. Τα σύγχρονα προτάγματα είναι πολυκεντρικά και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας να τα εκφράσει. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική.

Το πιο σημαντικό ζήτημα είναι κατά τη γνώμη μου η κυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού. Η οικονομία ξεκινώντας από ηθική βάση μετατράπηκε σε οικονομισμό όπως τονίστηκε από τη δεύτερη εισήγηση. Η σημασία του δημοψηφίσματος έγκειται στο αν θα επικρατήσει το οικονομικό ή το πολιτικό στοιχείο. Το κρίσιμο ζήτημα για την Αριστερά είναι η πολιτική κυριαρχία επί του χρήματος και η νομισματική πολιτική η οποία δε θα προέρχεται από μια κεντρική εξουσία αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους.#

Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας μέσα σε μορφώματα καπιταλιστικών ολοκληρώσεων όπως αυτό της Ε.Ε ανεδειξε μία αντίφαση: η επιστροφή στην εθνική κυριαρχία και παραγωγή δεν μπορεί παρά να υποσχεθεί εξαθλίωση και την ίδια στιγμή η επίκληση σε ένα διεθνισμό φαίνεται εκ προοιμίου ξεγραμμένη. Πόσο ρεαλιστική θεωρείτε την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και της παραγωγής σε εθνικό επίπεδο και τι σηματοδοτεί αν συμβεί; Ποια είναι τα επαναστατικά καθήκοντα απέναντι σε αυτή την προοπτική;

Γιώργος Μαριάς: Η Ελλάδα σήμερα εντός Ε.Ε. έχει τα χαρακτηριστικά του αδύναμου κρίκου. Η θεωρία του αδύναμου κρίκου πρέπει να χρησιμοποιηθεί με σκοπό να καλυφθούν οι βασικές παραγωγικές και διατροφικές ανάγκες και να υπάρξουν διαφορετικές σχέσεις και κατευθύνσεις στην παραγωγή. Η υιοθέτηση εθνικού νόμισματος κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα πρέπει να λάβουμε υπόψιν τον ιμπεριαλισμό σε διεθνές επίπεδο καθώς και τον διαφοροποιημένο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.

Σε ένα υποθετικό σενάριο μπορεί η διάλυση της Ε.Ε. να σημάνει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο αν αυτό συμβεί από τα δεξιά. Η ιστορία δεν σε αφήνει και πολύ να σκεφτείς πριν επιλέξεις. Οι ραγδαίες αλλαγές στις συνειδήσεις των υποκειμένων είναι αυτό στο οποίο ποντάρουμε.

Αν το πρόβλημα είναι η αναρχία της αγοράς και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ήδη παρατηρούμε την Ε.Ε. και άλλους θεσμούς να θωρακίζονται έτσι ώστε να «αντιμετωπίσουν» αυτό το πρόβλημα. Επίσης παρατηρούμε ότι ακόμα και σε χώρες όπως η Κίνα που υποτίθεται στηρίζεται στην πραγματική βιομηχανική παραγωγή δεν μπορεί να επιτευχθεί ένας διευρυμένος κύκλος αναπαραγωγής του κεφαλαίου όπως περίμεναν κάποιοι. Η Αριστερά έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να αναφέρεται στο ζήτημα της παραγωγής και των σχέσεων εντός της, δηλαδή ποιος κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Τα όρια που υπάρχουν στο Σύριζα δεν είναι αυτά μιας ρεφορμιστικής ή οπορτουνιστικής Αριστεράς. Αν δεν υπάρχει μία εναλλακτική ας κάνουμε καλύτερα ότι και το ΚΚΕ.

Γρηγόρης Τσιλιμαντός: Η συνθήκη ύπαρξης μέσα στο χρέος είναι η νέα συνθήκη σκλαβιάς που προσπαθούν να διευθετήσουν. Σήμερα ένα παιδί γεννιέται με 32.000 ευρώ χρέος! Αυτό αποτελεί εκρηκτική κοινωνική συνθήκη. Τα χρέη δεν διαγράφονται και η προσπάθεια από μεριάς του συστήματος είναι τα εσωτερικευτεί το χρέος. Από τη μεριά μας οφείλουμε να δράσουμε σε τοπικό επίπεδο χωρίς να εξαρτόμαστε συνεχώς από το εσωτερικευμένο και εικονικό χρέος.

Γιώργος Μαριάς: Το ζήτημα έχει τρεις διαστάσεις κατά τη γνώμη μου: την πολιτική, την οικονομική και τη γεωπολιτική διάσταση.

Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η αγορά είναι ένα καράβι ακυβέρνητο. Υπάρχει αδιανόητη σύμφηση του χρηματοπιστωτικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου και οι πολιτικές αποφάσεις που προκύπτουν καθορίζουν τους τρόπους και τις σχέσεις της κοινωνικής αναπαραγωγής. Δεν καθορίζουν απόλυτα το πολιτικό επίπεδο αλλά τις γενικές προκείμενες των συνθηκών τις οποίες βιώνουμε.

Σήμερα υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες για να ζούμε καλύτερα οι οποίες με την οργάνωση που υπάρχει οδηγούν είτε σε κακοπληρωμένη και πολύωρη εργασία είτε στην ανεργία. Ταυτόχρονα ανακύπτει το ζήτημα του περιεχομένου της εργασίας: δε θέλουμε να χτίζονται στρατόπεδα συγκέντρωσης για να αναπτύσσεται η οικοδομική δραστηριότητα και να ανοίγουν νέες δουλειές. Αν επιθυμούμε να εκφράσουμε τον κόσμο της εργασίας πρέπει να έρθουμε σε αντιπαράθεση με τις δύο συνθήκες που προανέφερα.

 

27/5/2015- Μικρόπολις Θεσσαλονίκη

Σκεπτικό και ερωτήσεις

"Το Κεφάλαιο δεν είναι ένα βιβλίο για την πολιτική, ούτε καν ένα βιβλίο για την εργασία· είναι ένα βιβλίο για την ανεργία", Φρέντρικ Τζέιμσον, "Αναπαριστώντας το Κεφάλαιο: Μια ανάγνωση του πρώτου τόμου".

"...η δυστυχία του να σε εκμεταλλεύονται οι καπιταλιστές δεν είναι τίποτα συγκρινόμενη με την δυστυχία του να μην σε εκμεταλλεύονται καθόλου", Τζόαν Ρόμπινσον.

"Το λάθος συνίσταται στην πεποίθηση πως η εργασία -υπό αυτόν τον όρο εννοώ την ετερόνομη και μισθωτή εργασία- μπορεί και πρέπει να παραμείνει το ουσιώδες ζήτημα. Απλώς δεν είναι έτσι. Σύμφωνα με αμερικανικές προβλέψεις, μέσα σε είκοσι χρόνια ο χρόνος εργασίας θα μειωθεί στο μισό του ελεύθερου χρόνου. Νομίζω ότι καθήκον της αριστεράς είναι η καθοδήγηση και η προαγωγή αυτής της διαδικασίας της κατάργησης της εργασίας με έναν τρόπο, ο οποίος δεν θα έχει ως αποτέλεσμα από τη μια πλευρά μια μάζα ανέργων και από την άλλη μια αριστοκρατία της εργασίας, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένα προλεταριάτο που διεκπεραιώνει τις πιο δυσάρεστες δουλειές επί σαράντα πέντε ώρες την εβδομάδα. Αντίθετα, ας αφήσουμε καθέναν να εργάζεται πολύ λιγότερο για τον μισθό του και, έτσι, ας είναι ελεύθερος να ενεργεί με έναν πολύ περισσότερο αυτόνομο τρόπο... Σήμερα, ο κομμουνισμός είναι μια πραγματική δυνατότητα και, ακόμη, μια ρεαλιστική πρόταση, καθώς η κατάργηση της μισθωτής εργασίας μέσω της αυτοματοποίησης διαβρώνει αμφότερες την καπιταλιστική λογική και την οικονομία της αγοράς", Αντρέ Γκορζ.

Υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως οι μαρξιστές και οι άλλοι αριστεροί έχουν την πολιτική ευθύνη να στηρίζουν μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών. Ωστόσο, ηγετικές μορφές της μαρξιστικής παράδοσης -όπως ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκι- κατάλαβαν επιπλέον ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα διεύρυναν την κρίση του καπιταλισμού και, δυνητικά, θα ενέτειναν τις αντιφάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αντιστρόφως την άμεση κατάσταση των εργατών. Για παράδειγμα, η πλήρης απασχόληση, ενώ αποτελεί μια αυτονόητη διεκδίκηση από την πλευρά των συμφεροντων όλων των εργατών, απειλεί επίσης τους όρους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (η οποία στηρίζεται σε ένα πλεόνασμα διαθέσιμης εργασίας), θέτοντας σε κίνδυνο το σύστημα της εργασίας συνολικά. Υπό το φως τέτοιων εύγλωττων παραδόξων, το πάνελ επιχειρεί να διερευνήσει την πολιτική της εργασίας από διάφορες αριστερές προοπτικές. Θα επιδιώξει να προκαλέσει τον αναστοχασμό και την συζήτηση των αμφισημιών και των διλημμάτων της πολιτικής της εργασίας συμπεριλαμβάνοντας ομιλητές από διαφορετικές προοπτικές, ορισμένες από τις οποίες επιδιώκουν την άμεση εγκατάλειψη της εργασία, ενώ άλλες επιδιώκουν να αυξήσουν την διαθεσιμότητα των ευκαιριών απασχόλησης. Ελπίζουμε πως αυτή η συζήτηση θα βαθύνει την κατανόηση των σύγχρονων προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει η αριστερά στις προσπάθειές της να συγκροτήσει μια πολιτική κατάλληλη για την αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης.

Πώς θα χαρακτηρίζατε την εργασία και την απασχόληση ως πολιτικό ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνία; Σε τι συνίσταται το πρόβλημα της ανεργίας; Και/ή σε τι συνίσταται το πρόβλημα της εργασίας;

Συνήθως γίνεται μια διάκριση μεταξύ της εργασίας ως σκόπιμης ανθρώπινης δραστηριότητας (προφανώς υπαρκτής πριν και μετά τον καπιταλισμό), αφενός, και της εργασίας υπό την έννοια της δουλειάς στον καπιταλισμό, αφετέρου, όπου ο εργαζόμενος αναλαμβάνει μια σκόπιμη δραστηριότητα έναντι χρημάτων υπό την απειλή της υλικής ένδειας (τυπικά με την μορφή της μισθωτής εργασίας). Έχει αυτή η διάκριση πολιτική σημασία όταν σκεπτόμαστε την εργασία; Σε μια ελεύθερη κοινωνία, η εργασία θα εμφανιζόταν με τη μία ή και με τις δύο σημασίες;

Αν το ευρέως παρατηρούμενο φαινόμενο της υπερεργασίας και της ανεργίας είναι ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας, γιατί και πώς συμβαίνει αυτό; Ποιες μορφές κοινωνικής αναγκαιότητας, στην σημερινή οργάνωση του κόσμου, αποτελούν τη βάση αυτού του φαινομένου; Σε συνάρτηση με τη δική σας ερμηνεία αυτής της αναγκαιότητας, ποια σημασία έχει ο ριζικός μετασχηματισμός της;

Στην ιστορία της αριστεράς, ποια παραδείγματα θεωρείτε πως διαμορφώνουν τη στάση σας απέναντι στη σημερινή πολιτική της εργασίας και της ανεργίας; Τι καθιστά αυτά τα ορόσημα σημαντικά για μας σήμερα;

Ιστορικά, η αριστερά έχει επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της υπερεργασίας και της ανεργίας με διάφορους τρόπους: πλήρης απασχόληση, εγγυημένο κατώτερο εισόδημα ανεξάρτητα από την απασχόληση και/ή λιγότερες ώρες εργασίας για όσους εργάζονται. Αν επιλέγατε κάποιες, ποιες θα θεωρούσατε επαρκείς απαντήσεις; Πώς θα έπρεπε η αριστερά να επιδιώξει την πραγμάτωσή τους;

Δεδομένου του εύρους των θεμάτων και των αγώνων που διεξάγει η αριστερά ιστορικά αλλά και σήμερα -φυλή και ρατσισμός, ισότητα των φύλων, περιβαλλοντικές ανησυχίες, παγκοσμιοποίηση, μιλιταρισμός κλπ-, ποια είναι η σχέση μεταξύ της πολιτικής της εργασίας και του ευρύτερου σχεδίου της κοινωνικής απελευθέρωσης; Πόσο ακριβώς περιφερειακή ή κεντρική είναι η πολιτική της εργασίας για την κοινωνική χειραφέτηση;

Ποιο ρόλο, εάν υπάρχει, αποδίδετε στην πολιτική οργάνωση, όπως ένα υπαρκτό ή δυνητικά υπαρκτό πολιτικό κόμμα, στην προσπάθεια του προοδευτικού μετασχηματισμού των σύγχρονων σχέσεων της εργασίας και της ανεργίας; Ποια θα όφειλε να είναι η σχέση μεταξύ ενός τέτοιου οργανισμού και της εργατικής τάξης;

Έναν αιώνα πριν, αυτές οι ερωτήσεις αντιμετωπίστηκαν συνειδητά από ένα πολιτικά οργανωμένο εργατικό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν μαρξιστές και σοσιαλιστές. Σήμερα, συζητήσεις αυτού του θέματος κινδυνεύουν να καταστούν ουτοπικές με την απολιτίκ έννοια. Με ποιο τρόπο καθορίζει η παρακμή των εργατικών κινημάτων και ο θάνατος της αριστεράς την ικανότητά μας να εμπλεκόμαστε στην πολιτική της εργασίας;

Ομιλητές:

Ανέστης Ταρπάγκος: Γραμματεία Συριζα Θεσσαλονίκης

Γιώργος Κρεασίδης: Νέο αριστερό Ρεύμα

Άρης Τσιούμας

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Ανέστης Ταρπάγκος: Θα ήθελα να μιλήσω για αυτό το θέμα κάνοντας μια μελέτη πεδίου με βάση την περίοδο από το 1980 μέχρι σήμερα και εξετάζοντας πως εξελίχθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός αυτά τα χρόνια, πως επέδρασε η πάλη των τάξεων σε αυτές τις εξελίξεις, ποιες ήταν οι συνέπειες και οι μορφές αυτής της εξέλιξης πάνω στο περιεχόμενο και στους όρους της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα. Το κάνω αυτό για να γίνει συγκεκριμένο και απτό το υλικό πεδίο στο οποίο μπορούμε να έχουμε αναφορά, δηλαδή το πεδίο της εργασίας σε σχέση με την καπιταλιστική ανάπτυξη και την ταξική πάλη.

Το 1980 εκδηλώθηκε ετεροχρονισμένα στην ελληνική πραγματικότητα η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973. Την περίοδο 1980-1985 έχουμε μία πρώτη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου η οποία οδηγεί στην κατακόρυφη μείωση στην κερδοφορία του κεφαλαίου, των παγίων επενδύσεων και του τζίρου των επιχειρήσεων. Αυτά σε μία περίοδο σοσιαλδημοκρατικής μεταλλαγής όπου στόχοι ήταν η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ταυτόχρονα οι μεταρρυθμίσεις φιλολαϊκού χαρακτήρα που θα διασφάλιζαν μία ορισμένη πολιτική υποστήριξη.

Η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης την περίοδο αυτή, μέσα κυρίως από τα εργοστασιακά-επιχειρησιακά σωματεία και σε ένα βαθμό από τα κλαδικά συνδικάτα εκπροσωπούνταν πολιτικά από το ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας (στην ομοσπονδία βιομηχανικών εργατοϋπαλληλικών σωματείων επί 100 επιχειρησιακών σωματείων τα 95 ανήκαν στη δύναμη της ΠΑΣΚΕ).

Η πρώτη αυτή περίοδος κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης καθόρισε την ανάγκη για μια σοβαρή μεταστροφή και ανασυγκρότηση του κεφαλαίου την περίοδο 1985-1995. Αυτή ήταν η απαρχή εφαρμογής του μονεταρισμού και στη συνέχεια του ανοιχτού νεοφιλελευθερισμού.

Την περίοδο 1980-1985 η ανάπτυξη του κινήματος και η πολιτική του εκπροσώπηση από τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα είχε ως προϋπόθεση το γεγονός ότι η ανεργία ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μία ανεργία τριβής της τάξης του 3-4% και όχι μία μαζική ανεργία η οποία θα μπορούσε να επιδράσει στις εξελίξεις.

Τη δεύτερη περίοδο την οποία συζητάμε δηλαδή τη δεκαετία ’85-’95 παρατηρούμε: 1) έναν τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού καπιταλισμού με την εισαγωγή διαδικασιών ρομποτικής αυτοματοποίησης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ελληνική κλωστοϋφαντουργία όπου η μαζική εισαγωγή μηχανών και τεχνολογιών οδήγησε στη μαζική μείωση του εργατικού δυναμικού 2) με τη λήψη νεοφιλελεύθερων μέτρων όπως η προσωρινή και η μερική απασχόληση, τα οποία αποσκοπούσαν στο να εφαρμόσουν τις πρώτες μορφές ελαστικοποίησης της μισθωτής εργασίας και 3) μία μαζική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, δηλαδή όσων επιχειρήσεων η λειτουργία είχε καταστεί ζημιογόνα λόγω κρίσης γεγονός που εκτόξευσε την ανεργία καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 στο 10-12%.

Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να κάμπτουν και να μετασχηματίζουν και την ίδια τη σύνθεση, τη μορφή, τις παρεμβάσεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ενώ ταυτόχρονα τα αυξημένα επίπεδα ανεργίας άρχισαν να παίζουν περισσότερο σημαντικό ρόλο.

Το 1986 το ενεργητικό του εταιρικού τομέα της οικονομίας βρίσκονταν στο επίπεδο των 13 τρισεκατομμυρίων δραχμών ενώ μέχρι το 2000 εκτινάχτηκε στα 88 τρις. Η κερδοφορία αυτών των επιχειρήσεων τα ίδια χρόνια ήταν για το 1986 (με την κρίση υπερσυσσώρευσης) στα 82 δις δραχμές ενώ το 2000 εκτινάχτηκε στα 4,3 τρις δραχμές. Μιλάμε δηλαδή για μια επιτυχημένη ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού με τη συνέργεια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής η οποίο προώθησε μια ισχυρή συσσώρευση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου κάνοντας τον ελληνικό καπιταλισμό ισχυρό και την αστική τάξη να επιδιώκει την ένταξη στην οικονομική και νομισματική ένωση καθώς και στην ενιαία ζώνη του ευρώ.

Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και την περίοδο 2000-2008, με όρους σημαντικής κερδοφορίας για το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων (οι 22.500 επιχειρήσεις του εταιρικού τομέα) περίπου στο 12-15 δις ευρώ το χρόνο.

Στο τέλος αυτής της περιόδου έχουμε τη μεγάλη έκρηξη της κρίσης της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου το 2008, του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και ταυτόχρονα της μεταβίβασης αυτής της κρίσης στο επίπεδο της πραγματικής παραγωγής, στο επίπεδο της πραγματική οικονομίας. Το 2008 κλονίζεται κυριολεκτικά ο ελληνικός καπιταλισμός, δηλαδή η αποδοτικότητα του κεφαλαίου πέφτει κατακόρυφα σε αρνητικά επίπεδα, οι επιχειρήσεις συσσωρεύουν τεράστια ζημιογόνα αποτελέσματα της τάξης των 10 δις ευρώ για το 2010-2011 και ξεκινάει η διαδικασία αντιμετώπισης αυτής της κρίσης.

Η πρώτη απάντηση που δόθηκε ήταν να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός εκκαθάρισης αυτής της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή το σταδιακό κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων από το 2008 μέχρι σήμερα. Αυτό το φαινόμενο εκτίναξε την ανεργία από το 7 στο 27% και αυτή ήταν η πιο σπουδαία μεταλλαγή στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας και θα αποτελέσει από δω και πέρα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για όλους μας, για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ξεπεραστεί αφού εξακολουθεί να δρα με τρόπο παραλυτικό πάνω στην ενεργό εργατική τάξη.

Ωστόσο η ανεργία που δημιουργήθηκε με το κλείσιμο των επιχειρήσεων δεν έφτανε. Έτσι υιοθετήθηκε η πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή η πολιτική των μνημονίων η οποία είχε πρωτίστως σαν σκοπό να καταστήσει την εργατική δύναμη φθηνή, πειθήνια και ελαστικοποιημένη και να συμβάλλει κατά αυτόν τον τρόπο στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου και δευτερευόντως την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα.

Αν στην Ευρώπη μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ο καπιταλισμός της εξαγωγής μορφών σχετικής υπεραξίας, μοντέλο που βασιζόταν σε τεχνολογικές επαναστάσεις και εκσυγχρονισμούς, με την κρίση ξεκίνησε να εισάγεται στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, κάτι που βασίστηκε στην απόλυτη μείωση μισθών, στην πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αυτό συνέβη τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες, όμως στην Ελλάδα με την τόσο βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού απαιτούνταν δραστικά μέτρα από την πλευρά της αστικής τάξης ούτως ώστε να επανέλθει στο επίπεδο κερδοφορίας.

Στη Γαλλία αυτό πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με το νόμο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος κατοχυρώνει τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών μεταξύ μισθωτού εργαζόμενου και εργοδότη απευθείας, εκφεύγει του πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων και υπάγει αυτές τις επιμέρους συμφωνίες στη δικαιοδοσία όχι του εργατικού αλλά του αστικού και εμπορικού δικαίου. Αντίστοιχα και στη Γερμανία στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 επί κυβέρνησης Σρέντερ με τη χάρτα Χαρτς η οποία είχε εισάγει τη μορφή εβδομαδιαίας απασχόλησης 15 ωρών με την αντίστοιχη μηνιαία πληρωμή 400 ευρώ, ή στην Αγγλία επί Μπλέρ με τη σύμβαση μηδενικής απασχόλησης, όπου ένας εργαζόμενος καλούνταν να εργαστεί όποτε υπήρχε ανάγκη με αντίστοιχη πληρωμή μόνο για τις ώρες αυτές.

Όλα αυτά τα μέτρα κατόρθωσαν να συγκρατήσουν την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Από το 2013-2014 έχουμε μία σαφή ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού αφού μηδενίστηκαν οι ζημίες των ελληνικών επιχειρήσεων και στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων το 60% μπήκε πλέον στην τροχιά της κερδοφορίας με ετήσια κέρδη 11 δις ευρώ. Αυτή όμως η καπιταλιστική ανάπτυξη δε συνοδεύεται από κοινωνική ανάπτυξη. Για τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης απαραίτητος όρος είναι η πλήρης απορρύθμιση της εργασίας και η μαζική ανεργία.

Γιώργος Κρεασίδης: Στη συζήτηση μας οφείλουμε να πάρουμε υπόψιν τρία πολύ σημαντικά στοιχεία: 1) την νεοφιλελεύθερη εμπειρία σαν απάντηση στην καπιταλιστική κρίση το 1973, 2) τη σημερινή κρίση και πως απαντάει σε αυτή η άρχουσα τάξη και 3) την κατάσταση του εργατικού κινήματος έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το 1989 και την στρατηγική υποχώρηση της Αριστεράς αλλά και μετά την ανάκαμψη των αγώνων με νέα θετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά το 2000.

Η εκμετάλλευση της εργασίας είναι το θεμέλιο της κοινωνικής θέσης και της εξουσίας που έχει η άρχουσα-αστική τάξη. Η ανεργία, ο αποκλεισμός από την εργασία καθιστά διπλά ευάλωτο τον κόσμο της εργασίας τόσο στους καταναγκασμούς του κεφαλαίου όσο και στην επακόλουθη περιθωριοποίηση και βίαιη έξοδο από την κοινωνική ζωή.

Έχει σημασία να δούμε τη σχέση που έχει ο παραγωγός εργαζόμενος με το προϊόν που παράγει, τους όρους της εργασίας του καθώς και τι είδους προϊόντα παράγει, αν δηλαδή είναι χρήσιμα ή άχρηστα.

Από μία κομμουνιστική απελευθερωτική προοπτική, η απελευθέρωση της εργασίας θα την μετατρέψει σε κάτι δημιουργικό απαλλάσσοντας την από τα σημερινά χαρακτηριστικά της μισθωτής εργασίας.

Η υπερεργασία και η ανεργία είναι επιλογές του κεφαλαίου στον αγώνα του ενάντια τόσο στην κρίση του όσο και απέναντι στην εργασία και στο εργατικό κίνημα. Με το χειρισμό της υπερεργασίας, της ελαστικοποίησης της εργασίας καθώς και της ανεργίας αντιμετωπίζεται το κόστος της εργασίας, διασφαλίζεται ο έλεγχος της παραγωγής, καθώς και η διάσπαση και διαφοροποίηση της εργατικής τάξης. Απέναντι σε αυτές τις μορφές ελέγχου ένα εργατικό κίνημα θα έπρεπε να προτείνει την κατάργηση κάθε μορφή ελαστικοποίησης της εργασίας και συμπίεσης των μισθών, η απαίτηση για συλλογικές συμβάσεις εργασίας με βάση τις σύγχρονες εργατικές ανάγκες, η ισότητα των δικαιωμάτων μέσα στους χώρους δουλειάς.

Θεωρούμε κληρονομιά του εργατικού κινήματος το σύνολο της σκέψης και της πάλης των οργανωμένων ρευμάτων των εργατών από τις απαρχές του. Με αυτή τη λογική δεν μπορούμε να μη δούμε, με κριτικό τρόπο φυσικά, τη συνεισφορά  και την προσφορά ρευμάτων όπως το αναρχικό, το μαοϊκό, το τροτσκιστικό ακόμα και το ευρωκομμουνιστικό. Οφείλουμε να αντλήσουμε από την ιστορική εμπειρία ούτως ώστε να πετύχουμε το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας που είναι ένα νέο πολιτικό, δημοκρατικό, διεκδικητικό και συγκρουσιακό εργατικό κίνημα που θα ξεπεράσει τις παθογένειες του παρελθόντος.

Η αντιμετώπισης της μαζικής ανεργίας του 30% και της «μαζικής» μαύρης εργασίας δεν μπορεί να λυθεί αν δεν μειωθεί ριζικά ο χρόνος εργασίας με αμοιβή στη βάση των σύγχρονων αναγκών. Επίσης είναι αναγκαίο να απαιτηθούν προσλήψεις σε δημόσιους τομείς με εργασιακά δικαιώματα για τους εργαζόμενους.

Χωρίς απελευθέρωση της εργασίας δεν μπορεί να απελευθερωθεί η ανθρωπότητα και ταυτόχρονα ένα κίνημα για την απελευθέρωση της εργασίας δεν μπορεί να μιλάει μόνο για τους χώρους απασχόλησης αλλά οφείλει να είναι ταυτόχρονα αντιρατσιστικό, αντιφασιστικό, αντισεξιστικό και να υπερασπίζεται τον πολιτισμό, τις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα που αντιστοιχούν στη σύγχρονη εποχή μας. Υπάρχει επίσης αναγκαιότητα για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα (η οργάνωσή μου πιστεύει ότι δεν είναι αυτό το κόμμα) που θα «μπολιάσει» το εργατικό κίνημα με στρατηγική σκέψη, δηλαδή ότι η δικαίωση του κόσμου της εργασίας δεν μπορεί να έρθει παρά με την ανατροπή του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το κόμμα μπορεί να αποτελέσει φορέα αναζήτησης της γενικευμένης ιστορικής εμπειρίας του εργατικού κινήματος και τέλος να συμβάλλει στην κοινωνική και ταξική ενότητα στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο.

Η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς μετά το 1989 έγινε και κρίση του εργατικού κινήματος. Η μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος έρχεται όταν από τις σημαίες του εργατικού κινήματος «φεύγει» η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και η στόχευση μιας άλλης κοινωνίας και μπαίνει ο ανταγωνισμός και ο ευρωπαϊσμός, ιδέες της αστικής τάξης που οδηγούν πρώτα στην κοινωνική συναίνεση και μετά στην στρατηγική ήττα και τη διάσπαση. Αντίθετα με αυτή τη λογική εμείς πιστεύουμε ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να αντιστέκεται στον κυβερνητικό συνδικαλισμό, να ενώνει κοινωνικές δυνάμεις πέρα από πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα πάνω σε ένα πλαίσιο διεκδικήσεων και εκεί να κριθεί το κάθε ρεύμα.

Άρης Τσιούμας: Οι πολιτικές απελευθέρωσης της εργασίας μπορούν να νοηθούν μέσα στο σχήμα απελευθέρωσης από την εργασία. Αντιστρέφοντας το μότο της Ρόμπινσον θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι «η ευτυχία του να μη σε εκμεταλλεύονται εντατικά οι καπιταλιστές δεν είναι τίποτα συγκρινόμενη με την ευτυχία να μην υπάρχουν καθόλου εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι».

Μπορούμε να κατηγορηθούμε ότι ήδη από τον πρώτο λόγο μας έχουμε πάει πολύ μακριά. Ποιος άνθρωπος ή πολιτικός φορέας τολμά να αναφέρεται στην ευτυχία μέσα στην έρημο του πραγματικού όπως διαμορφώνεται στη σύγχρονη καπιταλιστική συνθήκη;

Για να αγγίξουμε έστω και λίγο τα ζητήματα που προκύπτουν από τα ερωτήματα της εκδήλωσης θα περιορίσουμε τον πυρήνα του κακού στο διογκούμενο πρόβλημα της ανεργίας. Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση στο πρόβλημα αυτό;

Η προφανής απάντηση είναι η ίδια η εργασία. Όμως εδώ προκύπτει το εξής πρόβλημα: δεδομένης της αλληλένδετης σχέσης εργασίας-ανεργίας και του γεγονότος ότι στον καπιταλισμό η εργασία είναι εμπόρευμα για τη μείωση της τιμής του οποίου διαγωνίζονται το σύνολο των δυνάμεων της κυριαρχίας το εμπόρευμα εργασία βρίσκεται σε υπερπροσφορά από τη μεριά των εργατών-προλεταριάτο. Η μηχανή του αυτοματοποιημένου εκβιασμού έχει πάρει ήδη φωτιά χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια εξαιτίας της απλής, δήθεν αντικειμενικής παρατήρησης από τη μεριά των αφεντικών ότι «η δουλειά δεν φτάνει για όλους». Αυτή η ανακοίνωση των καπιταλιστών συστήνεται ως η κοινωνική μηχανική ενός κοινωνικού δαρβινισμού με βασική φιλοσοφική ύλη την υποτιθέμενη ικανότητα του καθενός ξεχωριστά.

Η κατάκτηση του 8ώρου έστω σε επίπεδο αναγνώρισης δικαιώματος έγινε δυνατή στη βάση της δολοφονίας των 4 τεσσάρων αναρχικών εργατών  το 1886. Ας θέσουμε το κεντρικό ερώτημα που προκύπτει: αν το 1886 ο καπιταλισμός υπό την πίεση ενός επαναστατικά οργανωμένου επαναστατικού κινήματος να υποχωρήσει στην παραχώρηση του 8ώρου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής που έχει συντελεστεί τα τελευταία 130 χρόνια πως είναι δυνατόν να μην έχει μειώσει συνολικά τις θέσεις εργασίας αλλά να έχει οδηγήσει ουσιαστικά στην αύξησή τους;

Η ρίζα του προβλήματος είναι και προφανής: ο μοναδικός τρόπος για να εκμηδενιστεί η ανεργία είναι η εκμετάλλευση του ξέφρενου αυτοματισμού στην παραγωγή με τρόπο βέβαια που θα σέβεται το περιβάλλον, η στροφή υπέρ των εργατικών αναγκών με ριζική μείωση των ωρών εργασίας σε τέτοια ελάχιστα επίπεδα ώστε να εργάζονται όλοι οι άνθρωποι χωρίς φυσικά μείωση των μισθών. Σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε διατυπώσει τουλάχιστον ένα ριζοσπαστικό αίτημα εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, με την έννοια ότι το αίτημα αυτό αναδεικνύει ποιος ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει πόσο πιο απλή και ευκολότερη θα ήταν η ζωή αν είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε διαφορετικές δυνατότητες όπως π.χ. την καταστροφή της μηχανής παραγωγής του καπιταλιστικού κέρδους δηλαδή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας.

Η επίνευση στην οριστική ματαίωσής μιας τέτοιας δυνατότητας αποτελεί τον λόγο που οι εξουσιαστές διεξάγουν τέτοιο ανηλεή πόλεμο, απαιτώντας την άνευ όρων παραίτησή μας από τη διεκδίκησή της.

Μέσα στα συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα της ανεργίας, υπερεργασίας, φτώχειας, πολέμων στην περιφέρεια, σκλαβιάς και παιδικής εργασίας στις χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αν από τη μία πλευρά δικαιώνεται η θέση πως με βάση τις δυνατότητες της παραγωγής βρισκόμαστε αντικειμενικά πιο κοντά από ποτέ στην περίπτωση της εξάλειψης της υλικής σπάνης των αγαθών, από την άλλη πλευρά παραμένει αναπάντητη η διερώτηση: γιατί υποκειμενικά απέχουμε τόσο πολύ από την πυροδότηση αυτής της διαδικασίας συνολικής απαλλοτρίωσης του παραγόμενου πλούτου από τους παραγωγούς του;

Ίσως το σημείο ενδείκνυται για να κατονομάσουμε τη διαδικασία ως κοινωνική επανάσταση, όχι για να προκαλέσουμε την αξία χρήσης μιας ακραίας ρητορικής σε μία εποχής διευρυμένης απάθειας αλλά γιατί θα δυσκολευτούμε πολύ να εφεύρουμε κάποια άλλη διαδικασία πέρα από την κοινωνική επανάσταση που να απαντά στο ποιος και τι θα εξαναγκάσει τα αφεντικά να μειώσουν την εργάσιμη ημέρα σε 3-4 ώρες χωρίς να μειώσουν τους μισθούς.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων τόσο σημαντική στον κλασσικό μαρξισμό αποδείχτηκε ανίκανη από μόνη της να πυροδοτήσει από μόνη της μια αναμενόμενη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους. Η υποβάθμιση από την Αριστεράς του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός αποτελεί μία κοινωνική σχέση αλλοτρίωσης που ταυτόχρονα υπαγορεύει την αναπαραγωγή της εξουσίας στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο περιβάλλον του αλλοίωσε σε βάθος μια προοπτική της εργασίας που θα στρεφόταν ανυποχώρητα σε ένα χειραφετητικό προσανατολισμό. Ακόμα περισσότερο αγνοήθηκε και η ίδια η μαρξική προσταγή για κατάργηση της μισθωτής εργασίας και το σύνολο των Αριστερών δυνάμεων επανέφερε θριαμβικά το σύνθημα «δίκαιο μεροκάματο για μια μέρα δουλειάς». Εδώ θα μου επιτρέψετε να εξαιρέσω τη γενναία άρνηση των αναρχικών να συνεισφέρουν σε αυτή την αναστήλωση.

Το πρόβλημα είναι όπως έχει περιγράψει έγκυρα ο Ράσελ Τζάκομπι ότι «έχει πάψει ο κοινωνικός οραματισμός». Καμιά Αριστερά δεν σκέφτεται ένα κόσμο λυτρωτικά απολυτρωμένο από την καπιταλιστική προσταγή. «Η ιδέα της ουτοπίας» σχολίαζε ο Αντόρνο «εξαφανίστηκε ολοσχερώς από την αντίληψη του σοσιαλισμού, αυτός είναι ο λόγος που η τεχνική υποδομή, ο τρόπος και τα μέσα έχουν προσλάβει κάθε δυνατό περιεχόμενο». Εδώ η ρητορική ερώτηση του Ράιτ Μιλλς «δεν είναι άλλωστε ο ουτοπισμός η κύρια πηγή της δύναμής μας;» διατυπωμένη ήδη από τη δεκαετία του ’60 παραμένει επίκαιρη.

Από τη θορυβώδη πτώση των φιλοσοφικών στοχασμών της μαρξιστικής Αριστεράς γύρω από την εργασία και την κοινωνική απελευθέρωση επιλέγουμε να αναφερθούμε εν συντομία κυρίως στην αποτυχία της νέας Αριστεράς επειδή αυτή τουλάχιστον προσπάθησε να επαναδιατυπώσει την επαναστατική συνθήκη ορμώμενη από την ουτοπική δύναμη της σκέψης της. Η αναγνώριση μιας επίφασης ως να επρόκειτο για την ίδια την ουσία των πραγμάτων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα αδιέξοδα αυτού του τρόπου σκέψης. Όταν ο Αντρέ Γκόρζ ένας μεταξύ των πολλών καταπιάνεται με το τέλος των εργατικών κινημάτων ρίχνει το βάρος στη σημασία των νέων μεταϋλιστικών κινημάτων, συγχέει σε τεράστιο βαθμό την πρόνοια για μείωση της εργασίας με τη νεοφιλελεύθερη αναμόρφωση της δομικής ανεργίας, η οποία επιλέγεται από τις καπιταλιστικές ελίτ ως η πλέον πρόσφορη λύση σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό δανεισμό σε ατομικό και διακρατικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των συνθηκών εκείνης της περιόδου δηλαδή την αύξηση του πάγιου κεφαλαίου έναντι του μεταβλητού στις αρχές του 1970.

Η συνθήκη αυτή φθάνει γρήγορα σε ένα όριο, η δε διατήρηση της εργασίας σε εξάρτηση από την εργοδοσία σηματοδοτεί σταθερά την κατάσταση της εργατικής δύναμης σαν ένα εμπόρευμα που πρέπει να υποτιμηθεί. Ο κρισιακός κύκλος που ανοίγει εξαιτίας του ελλείμματος στην κατανάλωση απαντάται με τον δανεισμό, ήτοι την επιλογή αποικιοποίησης του μελλοντικού εργασιακού χρόνου από το μεταφορντικό μοντέλο του καπιταλισμού, η δε ελαστικοποίηση της εργασίας δε συνοδεύτηκε από αύξηση των εισοδημάτων.

Η εξάντληση των δυνατοτήτων της σκέψης του είδους του Αντρέ Γκόρζ υπογραμμίστηκε από τις αστοχίες των θεωρητικών επεξεργασιών τόσο του ύστερου Νέγκρι όπως τον διαβάζουμε στις εργασίες του Διόνυσου με το ολοένα επαναφερόμενο ζήτημα του τέλους της εργασίας όσο και με τις θεωρητικές κατασκευές του Πάολο Βίρνο στη “γραμματική του πλήθους». Η αντιμετώπιση ως εν δυνάμει θετικών των αναδιαρθρώσεων της μεταφορντικής παραγωγής στις εργασιακές σχέσεις πάσχει από διάφορες οπτικές.

Όλα αυτά τα αμιγώς ευρωπαϊκά σκεπτικά αν και ελλιπώς απηχούν ίσως κάποιους προβληματισμούς των λευκών δυτικών εργαζόμενων και ανέργων, μοιάζουν να φλερτάρουν ανοικτά με μία αποικιακού τύπου θεώρηση στο βαθμό που επιμένουν να υποβαθμίζουν την υπόθεση της εργασίας στην καπιταλιστική περιφέρεια εκεί που οι θεωρίες περί τέλους της εργασίας δεν μπορούν να γίνουν μήτε παιχνίδι στα χέρια των νηπίων που περνούν το χρόνο τους σε εργάσιμες μέρες των 12 ωρών. Ο George Kaffentzis με σειρά άρθρων του βάζει ένα όριο σε αυτό τον θεωρητικό ακροβατισμό και στην ανοησία ότι το καπιταλιστικό κέρδος έχει αυτονομηθεί από την παραγωγική διαδικασία.

Που βρισκόμαστε λοιπόν; Το «Κεφάλαιο» μπορεί να ήταν ένα εγχειρίδιο απομάγευσης της καπιταλιστικής συνθήκης όμως το φιλοσοφικό εγχειρίδιο της απελευθέρωσης από την εργασία μπορούμε να το αναζητήσουμε σε ένα λιγότερο γνωστό βιβλίο «το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πωλ Λαφάργκ.

Είτε ως υποτιθέμενη στρατηγική απελευθέρωση της εργασίας από τα καπιταλιστικά δεσμά είτε ως κρατικές πολιτικές επαναθεμελίωσης της προτεσταντικής ηθικής περί εργασίας τα επιμέρους αιτήματα περί πλήρους εργασίας έχουν χάσει την όποια δυναμική τους αφού έχασαν το πραγματικό τους ρόλο στη υπόθεση της ταξικής πάλης. Για παράδειγμα ο συνδικαλισμός από αρένα αντιπαράθεσης των εργατών με τα αφεντικά έχει μετατραπεί με τη μεσολάβηση του κράτους στην πλέον χυδαία μεσολάβηση παρασίτων που στοχεύουν αποκλειστικά στην απονέκρωση των διεκδικήσεων των εργαζομένων.

Αν δεν μπορέσουμε να φανταστούμε ένα κίνημα που θα οραματίζεται την άμεση, αδιαμεσολάβητη και ριζοσπαστική διαπάλη με τους εκμεταλλευτές ως απαραίτητη συνθήκη για την ολική απελευθέρωση τότε θα καταλήξουμε με έναν σωρό υποτακτικών εργαζομένων που διαρκώς θα χάνουν τα αυτονόητα. Στον καπιταλισμό το πρόβλημα της εργασίας έγκειται στην οντολογία της εργασίας δηλαδή στον τρόπο που αυτή υφίσταται ή εκλείπει. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε σε καθημερινό επίπεδο, όμως έχει απόλυτη σημασία η αποσαφήνιση των τρόπων που θα παλέψουμε όπως και οι στόχοι μας. Η ανάπτυξη σωματείων βάσης με ταξικά χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συνδικαλιστική και κομματική γραφειοκρατία, τα όποια κινούνται σε σταθερή τροχιά σύγκρουσης με το κράτος ανεξαρτήτως του πολιτικού διαχειριστή των υποθέσεών του, με αντικαπιταλιστική στρατηγική αλλά και απτή καθημερινή ριζοσπαστική δράση στους χώρους δουλειάς αποτελεί την αρχή της καθημερινής παρέμβασης στο πεδίο της εργασίας. Ο συντονισμός αυτών των πρωτοβουλιών, η ποιοτική αναβάθμιση των χαρακτηριστικών τους, η κατάληψη και αυτοδιαχείριση δομών, η προετοιμασία των εργαζομένων μέσα σε συνεταιρισμούς και συνεργατικά εγχειρήματα, το σπάσιμο της νομιμότητας και η πυροδότηση της οργής των καταπιεσμένων ενάντια στους θεσμούς και στη νομιμότητα αποτελούν θετικά και αναγκαία βήματα.

Θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: η ιστορία δεν έχει φερθεί γενναιόδωρα σε ιστορικά παραδείγματα απελευθέρωσης και όχι μόνο αντίστασης από την εργασία. Ένα τέτοιο αποκαλυπτικό και ίσως μοναδικό παράδειγμα είναι η επαναστατημένη Ισπανία όπου η χειρότερη πραγματικότητα ενός εμπόλεμου παραδείγματος έμπρακτης αλληλεγγύης με εθελοντικές κοινωνικοποιήσεις των παραγωγικών μέσων, την άρνηση της μισθωτής εργασίας και τη σταθερή αποστροφή απέναντι στο κράτος και τη γραφειοκρατία είναι πολύ πιο αισιόδοξη από την απατηλή υπόσχεση του καπιταλιστικού κόσμου.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Πως εννοείτε την πάλη σε ένα πρώτο επίπεδο στους χώρους δουλειάς; Αν το αίτημα είναι η κατάργηση της εργασίας πως παλεύουμε στην καθημερινότητά μας μαζί με άλλους εργαζόμενους και ανέργους ενάντια στα αφεντικά;

Άρης Τσιούμας: Κατανοούμε το συνδικαλισμό ως μέσο πάλης αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ιστορική θέση που είχε μέσα στην ταξική πάλη, της προετοιμασίας των εργαζομένων για την ολική ανατροπή. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αγώνες που αναγνωρίζουν την πάλη κατά των αφεντικών στους χώρους δουλειάς ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν μία πληθώρα ζητημάτων είτε από φορείς αλληλεγγύης είτε από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Η μεταφορά από τη διαμεσολάβηση στην πράξη σε πρώτο χρόνο και πρόσωπο έχει τεράστια αξία.

Νομίζω ότι διανοίγονται δύο προτάσεις: η μία είναι αυτή που ανέφερε ο Άρης με τους αδιαμεσολάβητους αγώνες ενάντια στο κράτος και η άλλη που ίσως είναι πιο κυρίαρχη, που είναι η αποστασιοποίηση από αυτή την παραδοσιακή τακτική και η εργασία σε εναλλακτικές δομές παράλληλα με την αγνόηση του κράτους. Διακρίνω μία αντίφαση στο να θέλουμε την κατάργηση του καπιταλισμού και της εργασίας αλλά να διεκδικώ ταυτόχρονα την επαναπρόσληψή μου στα πλαίσια μιας επιβίωσης.

Γιώργος Κρεασίδης: Η απομάκρυνση από την εργασία ως ανεργία οδηγεί στην περιθωριοποίηση. Σήμερα πρέπει να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην εργασία. Κάτι τέτοιο είναι αντιφατικό φυσικά, αλλά για να έχουμε ένα ιδεολογικό ρεύμα που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου αμφισβητώντας παράλληλα ότι εργασία μπορεί να υπάρχει μόνο αν υπάρχει αφεντικό ή ότι κάθε εργασία είναι κοινωνικά θετική. Το διευθυντικό δικαίωμα για δυνατότητα απολύσεων, η ανοχή στη μαύρη εργασία, η δυνατότητα της εργοδοσίας να μην καλύπτει τις εργοδοτικές εισφορές όλα αυτά τα παραδείγματα πρέπει να χτυπηθούν από τη συλλογική δράση του εργατικού κινήματος. Με αυτό τον τρόπο βελτιώνουμε τη θέση μας και τη δυνατότητά μας να αγωνιζόμαστε.

Σε σχέση με τα συνεργατικά εγχειρήματα: είναι μεγάλη η συζήτηση για το αν μπορούν να διαμορφώσουν μία κοινωνική ζώνη απελευθερωμένου καταναγκασμού από το κεφάλαιο, ενώ το κεφάλαιο έχει την πολιτική και οικονομική εξουσία. Καταναγκασμοί δεν είναι μόνο τα αφεντικά αλλά εξίσου η εφορία ή η σχέση με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε διαφορετικό καταμερισμό του κοινωνικού πλούτου για την κοινωνική πλειοψηφία αν δεν θίξουμε την ίδια την εξουσία του κεφαλαίου.

Ανέστης Ταρπάγκος: Θα ήθελα να θέσω το ζήτημα με τις δυνατότητες των συνεργατικών εγχειρημάτων με μία διαφορετική μορφή, πιο σύγχρονη και πιο πιεστική. Το γεγονός ότι ο σύγχρονος ελληνικός καπιταλισμός προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση υπερσυσσώρευσης οδηγήθηκε στο να κλείσει και να καταστρέψει τις ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις και πάγια κεφάλαια σε εκατοντάδες χιλιάδες εργοστάσια και ευρύτερα εμπορικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Αυτό είναι ένα πεδίο δόξης λαμπρό για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Η λύση απέναντι σε αυτή την εκκαθάριση κεφαλαίων θα ήταν η κήρυξη αυτών των επιχειρήσεων καταρχήν σε δημόσια κυριότητα. Το εγχείρημα του κατειλημμένου εργοστασίου της Βιομε είναι και άκρως περιορισμένο και είχε και ως στοιχείο της εγκατάλειψης του εργοστασίου από τους εργοδότες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που κλείνουν δεν εγκαταλείπονται από τους εργοδότες αλλά τα πάγια κεφάλαια παραμένουν στην ιδιοκτησία των καπιταλιστών. Συνεπώς μία προϋπόθεση είναι να έχεις μία κυβερνητική και πολιτική εξουσία που να θέσει αυτές τις επιχειρήσεις σε δημόσια κυριότητα. Η δεύτερη είναι να τις θέσεις σε λειτουργία.

Άρης Τσιούμας: Αναφέρθηκα ήδη στην εξάντληση των παραδοσιακών αιτημάτων από το εργατικό κίνημα. Τα αιτήματα για πλήρη εργασία υπήρξαν ως στρατηγικές για την Αριστερά μέσα από την ανάλυση ότι μέσω αυτής της στρατηγικής ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε αυτά τα αιτήματα. Μετά από 40 χρόνια σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε. Η μόνη διαφορά είναι η διαμεσολάβηση του συνδικαλισμού από επαγγελματίες πολιτικούς κηφήνες.

Όσο η εργασία παραμένει εμπόρευμα, ακόμα και σε συνεταιριστικά εγχειρήματα, και καθώς κανένα κίνημα δεν έχει στα χέρια του τον καταμερισμό της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά είναι στα χέρια του κεφαλαίου, το να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο αυτοθέσμισης δεν ευσταθεί. Αυτό όμως που μπορούν να κάνουν τέτοιου είδους πλαίσια είναι να προεικονίσουν κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και να πάρουν πίσω αυτό άφησε η προηγούμενη πολιτική της Αριστεράς πάνω στην εργασία δηλαδή το τρίπτυχο διαμεσολάβηση- συνδικαλισμός-μεγαλύτερα μεροκάματα μετατρέποντάς το σε παλεύω μόνος μου-κερδίζω και προεικονίζω. Τα συνεργατικά εγχειρήματα δεν είναι η ίδια η επανάσταση.

Υπάρχει ελληνικός καπιταλισμός; Τι είναι αυτό που συγκροτεί το φαινόμενο του ελληνικού καπιταλισμού;

Άρης Τσιούμας: Αν δεν υπάρχει μία ολοκληρωμένη ανάλυση για το που βρίσκεται ο ελληνικός και ο διεθνής καπιταλισμός δεν μπορεί να δοθεί καμία ακριβής απάντηση. Κατά τη γνώμη μου η διεθνοποίηση του κεφαλαίου είναι η παγκόσμια τάση και μεταφράζεται σε συγκεντροποίηση του κεφαλαίου διεθνώς, σύμπτυξη του βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η χρησιμοποίηση της κρίσης χρέους σε παγκόσμιο επίπεδο από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο με εκβιαστικό τρόπο. Στα πλαίσια του διεθνοποιούμενου κεφαλαίου υπάρχουν κεφαλαιακές δυνάμεις που έχουν αναφορά στην ελληνική επικράτεια με την έννοια ότι χρησιμοποιούν το ελληνικό νομικό σύστημα για την εκμετάλλευση των ελλήνων και ξένων εργαζομένων. Το γεγονός ότι υπάρχει ελληνικός καπιταλισμός δε σημαίνει ότι υπάρχει ενιαία γραμμή για τα συμφέροντά του αυτή την περίοδο και για τις διεθνείς συμμαχίες στις οποίες πρέπει ενταχθεί.

Γιώργος Κρεασίδης: Η αναφορά στον ελληνικό καπιταλισμό έγινε ως σύμβαση για να κάνουμε συζήτηση, ο κόσμος της εκμετάλλευσης είναι παγκόσμιος. Εμείς αναφερόμαστε σε ένα ολοκληρωτικό καπιταλισμό ο οποίος επιτείνει χαρακτηριστικά που είχε ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός και διέπεται από διεθνοποίηση, καπιταλιστικές ολοκληρώσεις όπως είναι η Ε.Ε. Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πχ. το θεσμικό πλαίσιο το οποίο τον διέπει. Η ταξική πάλη πολλές φορές γίνεται με εθνικούς και όχι ιδεολογικούς όρους. Το ελληνικό κεφάλαιο για παράδειγμα χρειάστηκε τον εμφύλιο πόλεμο του ’46-’49 για να επιβληθεί πράγμα που δεν χρειάστηκε να γίνει σε χώρες όπως η Ιταλία. Κοινωνική απελευθέρωση σε μια χώρα δεν μπορεί να υπάρξει. Παρόλα αυτά νίκη σε επαναστατικά γεγονότα μπορούμε να έχουμε, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα (όπως η επανάσταση στην Ισπανία) για τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο καπιταλισμός είναι σήμερα πιο διεθνοποιημένος από ότι πριν 30 χρόνια με την έννοια ότι έχει μεταφερθεί σε περιοχές που δεν ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, του καπιταλισμού και των σχέσεων αγοράς όπως τις έχουμε μάθει στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, αλλά στηρίζονταν σε φεουδαρχικές, ημιφεουδαρχικές και άλλες κοινωνικές δομές.

Ας κρατήσουμε τέλος τη σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με την Ε.Ε. που είναι συμμαχία ζωής για το ελληνικό κεφάλαιο με το βορειοευρωπαϊκό κεφάλαιο.

Επαναστάτες προηγούμενων αιώνων όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ εστίαζαν στην κρίση του καπιταλισμού και στο πως αυτή μεταφέρεται ή αντανακλάται μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι ομιλητές της συζήτησης εστίασαν στο πως φαίνεται αντικειμενικά ο καπιταλισμός από τη σκοπιά του καθενός, και φάνηκε σαν να μην έχουν ιδεολογικές διαφορές. Υπάρχει ανάγκη για ιδεολογική διαμάχη σήμερα ή αυτή εξαντλείται στην περιγραφή του αντικειμένου του καπιταλισμού;

Γιώργος Κρεασίδης: Η ιδεολογική διαμάχη εντός της Αριστεράς υπάρχει, αυτό που λείπει είναι η ιδεολογική διαμάχη για ένα πολιτικό δια ταύτα, δηλαδή μια κοινωνικοπολιτική πρόταση που σε δοσμένο χρόνο θα βοηθήσει αν επικρατήσει η μία ή η άλλη αντίληψη έτσι ώστε να ξεπεραστούν εμπόδια και να πάνε τα πράγματα σε μια καλύτερη πορεία.

Ένα παράδειγμα είναι η συζήτηση για την Ε.Ε. Η εναντίωση στην Ε.Ε. από θέσεις εργατικές δεν είναι η κυρίαρχη θέση εντός της Αριστεράς. Πολλές φορές παρατηρούμε ότι ακόμα και οργανώσεις ή κόμματα με διεθνιστικές επαναστατικές αντιλήψεις υποτιμούν του θέματος της Ε.Ε. και τη στρατηγική συμμαχία για την ελληνική αστική τάξη. Αυτή η στάση είναι υπεκφυγή στον πολιτικό στόχο της εναντίωσης στην Ε.Ε.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η συνδικαλιστική δομή. Θα διαφωνήσω με τον Άρη. Είναι διαφορετικό πράγμα η συμμετοχή με πρωτοβάθμια σωματεία και στο διοικητικό συμβούλιο αυτού ως εργαζόμενος και διαφορετικό η συμμετοχή επαγγελματιών σε δομές όπως η ΓΣΕΕ. Πολλές δυνάμεις προβάλλουν το αίτημα για τον καλύτερο συσχετισμό δυνάμεων κάτι που όμως δεν εξηγεί πολλά πράγματα όπως π.χ. ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων και η διεκδίκηση συνολικότερων αιτημάτων όπως συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Υπήρξαν αναφορές τόσο για κατάργηση όσο και για απελευθέρωση της εργασίας. Θεωρείτε ότι αυτά είναι ταυτόσημα;

Άρης Τσιούμας: Το ιστορικό παράδειγμα της Ισπανίας ήταν η απόπειρα που ενείχε τα περισσότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να ξεκινήσει επαναστατικά η απελευθέρωση από την εργασία. Αν έμενε στο παράδειγμα της Ισπανίας αυτό θα σήμαινε μία ήττα πρώτου μεγέθους.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε πως μπορεί να είναι η απελευθέρωση της εργασίας σε ένα κόσμο ο οποίος θα κινείται σύμφωνα με τη ρήση του Μαρξ «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτό που κρύβεται πίσω από «τις δυνατότητες» δεν μπορούμε να το ονομάσουμε εργασία. Αυτό που εννοούμε λέγοντας απελευθέρωση συνίσταται στην πλήρη αποεμπορευματοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Γιώργος Κρεασίδης: Θα συμφωνήσω εν μέρει με τον Άρη. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία για να σταματήσει να βυθίζεται στην καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι η εργασία να μην έχει τα χαρακτηριστικά του εμπορεύματος με όλους τους καταναγκασμούς που αυτό φέρνει.

Σε μεγάλες σύγχρονες βιομηχανίες αυτό που διαχειρίζεται και ελέγχεται είναι περισσότερο το περιεχόμενο (content) της πληροφορίας και λιγότερο το κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό. Υπό μία έννοια το να τραφεί ο πληθυσμός της γης είναι αστείο αλλά ταυτόχρονα φαίνεται ότι ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως πηγή πλούτου.

Άρης Τσιούμας: Η αναφορά στα έξυπνα δίκτυα, στις τεχνολογίες και στους αυτοματισμούς ως ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού έχει ένα συγκεκριμένο όριο. Δεν έχει ακόμα εφευρεθεί ο άνθρωπος ο οποίος θα τρέφεται μόνο με πληροφορίες. Για να υπάρχουν όλα τα παραπάνω απαραίτητη προϋπόθεση είναι να καταπιέζεται ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού το οποίο ούτε καν έχει κάποιο όφελος από όλες αυτές τις εξελίξεις.

Γιώργος Κρεασίδης: Αν παρατηρήσουμε τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν από το κλείσιμο των επιχειρήσεων και τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το νέο στοιχείο είναι περισσότερο η ελαστικοποίηση της εργασίας. Αν ο μονοπωλιακός καπιταλισμός ήταν η εποχή της απόλυτης υπεραξίας και της υπερεκμετάλλευσης, ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός γίνεται η εποχή της σχετικής υπεραξίας και της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας η δική μας εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι μία προσπάθεια του κεφαλαίου να συνδυάσει και τα δύο.