RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category Greece

Μετάφραση: Θοδωρής Βελισσάρης

Επιμέλεια: Δώρα Βέττα

[English]  [Deutsch]

Ο Πλατύπους είναι το πρόταγμα της αυτοκριτικής, αυτομόρφωσης και, τελικά, της πρακτικής ανασυγκρότησης μιας μαρξιστικής Αριστεράς. Επί του παρόντος η μαρξιστική Αριστερά εμφανίζεται ως ιστορικό ερείπιο. Η κληροδοτημένη σημερινή σοφία υπαγορεύει ότι οι παρελθούσες αποτυχημένες απόπειρες προς τη χειραφέτηση δεν αποτελούν στιγμές γεμάτες με δυνατότητες που μπορούν ακόμη να εκπληρωθούν, παρά αποτελούν «ό,τι ήταν» — ουτοπισμό που ήταν καταδικασμένος να καταλήξει σε τραγωδία. Ως κριτικοί κληρονόμοι μιας συντετριμμένης παράδοσης αγωνιζόμαστε να καταδείξουμε ότι — μετά την αποτυχία της Νέας Αριστεράς της δεκαετίας του ’60, την αποσύνθεση του κράτους πρόνοιας και την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης τις δεκαετίες του ’80 και ’90 — ο σημερινός αποπροσανατολισμός της Αριστεράς δεν μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε τα καθήκοντα και τους στόχους της κοινωνικής χειραφέτησης καλύτερα από τους «ουτοπικούς» του παρελθόντος.

Καθήκον μας είναι η κριτική και η εκπαίδευση με σκοπό την ανασυγκρότηση της μαρξιστικής Αριστεράς. Υποστηρίζουμε ότι το ερείπιο της μαρξιστικής Αριστεράς, όπως υπάρχει σήμερα, ανήκει σε μια παράδοση της οποίας η ήττα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτοτραυματισμό. Έτσι, προς το παρόν, η μαρξιστική Αριστερά είναι ιστορική και σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης ώστε έχει καταστεί υπερβολικά δύσκολο να σχηματίζει συνεκτικά προγραμματικά κοινωνικοπολιτικά αιτήματα. Μπροστά σ’ ένα καταστροφικό παρελθόν και παρόν, πρώτο καθήκον για την ανασυγκρότηση μιας μαρξιστικής Αριστεράς ως χειραφετητικής δύναμης είναι η αναγνώριση των αιτιών της ιστορικής αποτυχίας του μαρξισμού και η διασαφήνιση της αναγκαιότητας μιας μαρξιστικής Αριστεράς για το παρόν και το μέλλον. — Εάν η Αριστερά πρόκειται να αλλάξει τον κόσμο, πρέπει πρώτα να μεταμορφώσει τον εαυτό της!

Η μη πιθανή — αλλά όχι αδύνατη — ανασυγκρότηση μιας χειραφετητικής Αριστεράς είναι ένα επιτακτικό καθήκον· πιστεύουμε ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται απ’ αυτό. Ενώ οι σαρωτικές δυνάμεις που εξαπέλυσε η νεώτερη [modern] κοινωνία — ο καπιταλισμός — διατηρούνται, η ανεκπλήρωτη υπόσχεση για κοινωνική χειραφέτηση καλεί ακόμα για την απολύτρωσή της. Η εγκατάλειψη της υπόσχεσης αυτής, ή η συσκότιση της βαρύτητας των παρελθουσών ηττών και αποτυχιών μέσω της αναζήτησης «αντίστασης» στη δυναμική της νεώτερης κοινωνίας «από τα έξω», σημαίνει την επιβεβαίωση του παρόντος της και εγγυάται τη μελλοντική καταστροφική πραγματικότητά της.

Ο Πλατύπους θέτει τα ερωτήματα: με ποιον τρόπο η σκέψη κριτικών θεωρητικών της νεώτερης κοινωνίας, όπως οι Μαρξ, Λούκατς, Μπένγιαμιν και Αντόρνο, αφορά τον αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση σήμερα; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη μακρά ιστορία της χρεοκοπημένης πολιτικής της Αριστεράς που φθάνει μέχρι το παρόν — από τη διεθνή μαρξιστική Αριστερά των Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκι, στη σημερινή στειρότητα — χωρίς να τρομοκρατηθούμε ή να αποθαρρυνθούμε από αυτή την ιστορία; — Πώς μπορούν οι απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις να συμβάλουν στο επιτακτικό καθήκον της ανασυγκρότησης της Αριστεράς στα πιο βασικά της επίπεδα θεωρίας και πράξης; Πώς μπορούμε να συμβάλουμε στην αποτελεσματική απόδραση από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Αριστερά;

Ελπίζουμε να αναζωογονήσουμε μια συζήτηση για την Αριστερά που έχει εδώ και καιρό ατονήσει ή σιωπήσει, ώστε να βοηθήσουμε στην επανεύρεση μιας χειραφετητικής πολιτικής πρακτικής που προς το παρόν είναι απούσα.

Τι ήταν η Αριστερά και τι μπορεί να γίνει ακόμη; — Ο Πλατύπους υπάρχει επειδή η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση, ακόμα και η βασική της διατύπωση, έχει εδώ και καιρό πάψει να είναι αυτονόητη.

Απρίλιος, 2007

 

Θοδωρής Βελισσάρης

15/2/2016

[Σημειώσεις επί των οποίων βασίστηκε η σχετική παρουσίαση στο συνεργατικό βιβλιοπωλείο “Ακυβέρνητες Πολιτείες” στη Θεσσαλονίκη]

Η αλήθεια είναι ότι ο μαρξισμός μοιάζει ιδιαίτερα παρωχημένος σήμερα. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο αιώνα, δεν υπάρχουν ούτε τόσα ισχυρά κόμματα και οργανώσεις διεθνώς, ούτε τόσοι διανοούμενοι που να εντάσσονται στη μαρξιστική παράδοση.

Όπως το έθεσε ένας Αμερικάνος σύντροφός μας σε ένα άρθρο του, σήμερα ο μαρξισμός μοιάζει να «έχει επιβιώσει ως ‘ανάλυση’, αλλά χωρίς σαφή πρακτική σημασία∙ ενώ ο ‘κομμουνισμός’ έχει επιβιώσει ως ηθική στάση, χωρίς αποτελεσματική πολιτική.»

Από την άλλη, τι έγινε μόλις ξέσπασε η πρόσφατη κρίση; Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις του «Κεφαλαίου», του μεγάλου έργου του Μαρξ, διεθνώς! Ίσως κάτι σημαίνει αυτό.

Επίσης, παρατηρείται συχνά οι μη-μαρξιστές, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει υποτίθεται τον Μαρξ και τον μαρξισμό, να νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν αναλυτικά γιατί ο Μαρξ έχει άδικο, γιατί είναι ξεπερασμένος, γιατί ένα μόνο μέρος των ιδεών του μπορεί να είναι χρήσιμο αλλά το υπόλοιπο άχρηστο (ας πούμε οι «οικονομικές» του θεωρίες είναι έγκυρες, ενώ οι πολιτικές “silly”, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Χόλογουεϊ απαντώντας σε μία ερώτησή μου εδώ στη Θεσσαλονίκη). Αν ο Μαρξισμός είχε ξεπεραστεί εντελώς ιστορικά, και δεν είχε καμία σημασία, αμφιβάλω αν θα ένιωθε κανείς την ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται σε τέτοιο βαθμό αρνητικά, μέσω του Μαρξ. (Ας πούμε οι αναρχικοί δικαιολογούν συχνά τις πολιτικές επιλογές τους αναδεικνύοντας περισσότερο τις αποτυχίες της μαρξιστικής πολιτικής,  ή ο Καστοριάδης αφιερώνει 100 σελίδες αποδόμησης του Μαρξ, όχι τόσο πετυχημένες κατά τη γνώμη μου, προτού να πει τα δικά του στη Φαντασιακή κλπ).  Είναι σαν κάτι να μας φαγουρίζει κάπου στην πλάτη, και να μην περνάει οριστικά όσο κι αν το ξύνουμε, ή σα να μην το φτάνουμε ποτέ ακριβώς… ή κάτι τέτοιο, ας μη συνεχίσω μ’ αυτή την αρκετά εξεζητημένη μεταφορά!

Ας έρθουμε όμως στο ψητό, τι είναι ή, ίσως, τι ήταν ο μαρξισμός.
Και εδώ μπορούμε σιγά σιγά να περάσουμε και στο διάγραμμα που έχετε στα χέρια σας.

Σήμερα τείνουμε να πιστεύουμε ότι όλες οι μεταβολές στην ιστορία ήταν πάνω-κάτω εξίσου σημαντικές, αν όχι εξίσου αδιάφορες. Και ότι για παράδειγμα ένα πιθανό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό (ή κάπου αλλού), θα είναι παρόμοιας τάξεως και σημασίας με το πέρασμα π.χ. από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Και ότι ο Μαρξ ασχολήθηκε μ’ αυτή την, άνευ ιδιαιτερότητας, πιθανή μετάβαση, μία μεταξύ πολλών άλλων.
Όμως για τους κλασικούς μαρξιστές ήταν κοινός τόπος η υπόθεση ότι η μετάβαση στην αστική κοινωνία σηματοδοτούσε μία αλλαγή παρόμοιας σημασίας και βεληνεκούς με αυτή που σηματοδοτούσε η άνοδος της νεολιθική κοινωνίας.

Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή.

Παλαιολιθική:

Κάποια στιγμή στην ιστορία της φύσης αναδύεται η ανθρωπότητα. Αυτό αποτελεί τρόπον τινά μία κρίση της φύσης, μία τομή που σηματοδοτεί μία πολύ σημαντική αλλαγή. Μιλάμε τότε μόνο για εμφάνιση του ανθρώπου, σε σχέση με τους προγόνους του Ανθρωπίδες, ή μεγάλους πιθήκους. Γιατί; Ίσως ιδιαίτερη σημασία έχει μία διαφορά που έρχεται στο επίπεδο της συνείδησης. Η ικανότητα συμβολικής έκφρασης των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση, αλλά και μεταξύ τους, κυρίως μέσω της ανάπτυξης της γλώσσας. Εδώ οι άνθρωποι είναι νομάδες, κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Δεν θέλω να επιμείνω πολύ εδώ, απλά να γίνει κατανοητή η ριζική διαφορά του τρόπου ζωής τότε από τον δικό μας. Το κοσμοείδωλό τους εικάζεται ότι κυριαρχούνταν από μία μυθική αλληλοδιαπλοκή ανθρώπου/φύσης/χρόνου/και κόσμου εν γένει. Για παράδειγμα κάθε κυνηγός την ώρα που κυνηγούσε ταυτιζόταν με τον πρώτο κυνηγό, και απαγορευόταν μέχρι οστρακισμού το να κυνηγάς διαφορετικά από τον τρόπο που υποτίθεται κυνηγούσε αυτός! Επικρατούσε ο Τοτεμισμός. Τα ζώα και η ανθρώπινη φυλή θεωρούνται συχνά ενιαία. Δοξασίες για παράδειγμα ότι αν αρρωστήσει το ζώο που κυνηγά, αρρωσταίνει και ο κυνηγός του. Επίσης υπήρχαν σημαντικά στοιχεία ισότητας/εξισωτισμού στις κοινωνίες αυτές (μητριαρχία, γεροντοκρατίες – όλοι κάποτε γερνάμε).

Δεν θα μπω τώρα σε μια αξιολόγηση του τρόπου ζωής στην Παλαιολιθική (δεν θέλω να τα παρουσιάσω όλα ρόδινα, – υπήρχε βία, απίστευτη ανασφάλεια, δεσμοί αίματος κλπ).
Αν ζούσαμε πάντως  σήμερα ακόμα όπως αυτοί, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για το πρόβλημα της ελευθερίας στην ιστορία της ανθρωπότητας! Μπορούμε να μιλάμε γιατί, περίπου 10.000 χρόνια πριν, λαμβάνει χώρα μία κοσμοϊστορικής σημασίας τομή.

Νεολιθική – Γεωργική επανάσταση [δεν έγινε αυτόματα, πρώτα γεωργική και σταδιακά νεολιθική]:

Γιατί συμβαίνει; Επηρεάστηκε ίσως από την κλιματική αλλαγή; Την εξάλειψη των μεγάλων ζώων; Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει ότι όντως έλαβε χώρα και σηματοδότησε μία κρίση για την ίδια την ανθρωπότητα, εγκαθιδρύοντας αυτόν που γνωρίζουμε ως παραδοσιακό πολιτισμό! Κολοσσιαίες αλλαγές: Εδώ έχουμε πλέον μόνιμη εγκατάσταση, αγροτικό τρόπο ζωής, εξημέρωση ζώων και φυτών. Αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής. Για παράδειγμα παρατηρείται δραματική πτώση του ατομικού επιπέδου ζωής και υγείας σε σχέση με Παλαιολιθική. Μόνο στον 20ό αι. πιάσαμε το προσδόκιμο της Παλαιολιθικής! Ακόμα και σήμερα μας ταλαιπωρούν σημάδια αυτής της μετάβασης. Γρίπη πτηνών, γρίπη χοίρων, ως κατάλοιπα των προβλημάτων που έφερε η εξημέρωση των ζώων και η συνύπαρξη μαζί τους.  Ό,τι δύναμη πάντως χάνεται ατομικά, κερδίζεται συλλογικά. Αυτή η συλλογική δύναμη άφησε εκτυφλωτικά μνημεία πολιτισμού τα οποία θαυμάζουμε ακόμα και σήμερα, καθώς και έναν πρωτοφανή πλούτο (βασίστηκαν βέβαια στην καταναγκαστική εργασία χιλιάδων…).

Εμφανίζονται πανίσχυρα διοικητικά κέντρα, οι πόλεις, στις οποίες αναδύεται η έννοια του πολίτη, και σπάει ο δεσμός αίματος και συγγένειας που καθόριζε τις κοινωνικές σχέσεις πρωτύτερα. (αν και η πλειοψηφία δεν ζει ακόμα τότε σε πόλεις, αυτό έγινε στις αρχές του 21ου αι. – η πόλη ζει τότε από το πλεόνασμα της υπαίθρου. Αργότερα, στην νεωτερικότητα η πόλη γίνεται το κέντρο παραγωγής!).

Βασικό χαρακτηριστικό της ζωής μετά τη νεολιθική επανάσταση είναι η προσαρμογή σε ό,τι θεωρείται «μεγάλη αλυσίδα των όντων»: θεϊκή τάξη – κάστες – γη
Κάστες: Βασιλιάς – παπάδες/κλήρος – αριστοκρατία/πολεμιστές – εργάτες γης/χωρικοί].
Αλλάζει η έννοια του χρόνου και του χώρου. Όσον αφορά το χρόνο: ημερολόγια ανάλογα με γεωργικές ανάγκες. Χώρος: κατάτμηση γης για καλλιέργεια (για πώληση από το 1500 κι έπειτα!). Έχουμε γραφή, εγγράματο πολιτισμό. Την επικράτηση της πατριαρχίας.
Όσον αφορά την εργασία θεωρείται καθήκον, όχι επιλογή, όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Όπως γεννιόσουν έτσι πέθαινες, είτε βασιλιάς, είτε δούλος.

Τώρα, μια σημείωση, παρότι εμείς συζητάμε την παλαιολιθική και νεολιθική κοινωνία ως «οικονομίες», ως «τρόπους παραγωγής», τότε δεν θα έβλεπαν τον εαυτό τους έτσι αναγκαστικά. Στον παραδοσιακό πολιτισμό αν ρωτούσες κάποιον δεν θα σου έλεγε ότι ζει σε φεουδαρχία ή δουλοκτητική κοινωνία, ίσως θα έλεγαν ότι ζούσαν σε μία θρησκεία, στο βασίλειο του Θεού.

Στα «θετικά», μπορούμε να διακρίνουμε μία στοιχειώδη εξατομίκευση, κάποια ίχνη ελευθερίας, αλλά για απειροελάχιστα μέλη των ελίτ. Μην ξεχνάμε ότι γι’ αυτή την ελευθερία προϋπόθεση ήταν η καταναγκαστική εργασία και η ύπαρξη δούλων.

Όσον αφορά την πολιτική, ο Αριστοτέλης δίνει τον κλασικό ορισμό του ανθρώπου για όλη αυτή την περίοδο.
«Ζώον πολιτικόν». [Ακόμα κι εδώ, που είναι πολύ προχωρημένη η σύλληψη, πέφτει βαριά η σκιά μιας ιδέας περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης]. Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι δημιουργούμε την πόλη μας – αλλά προσοχή, με ποια έννοια; Δημιουργούμε την πολιτική μας ζωή με βάση τις αξίες μας, οριζόμενες από μία συγκεκριμένη ιδέα του Αγαθού! Η πολιτική περιοριζόταν από πανίσχυρα έθιμα. Για τίποτα δεν μπορούσες να πεις: εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Ακόμα και για οικογενειακή υποθέσεις. Η Αθήνα αποτελεί ως ένα βαθμό την εξαίρεση που αποδεικνύει τον κανόνα (κάπως – μην ξεχνάμε την καταδίκη του Σωκράτη) λόγω ανάπτυξης εμπορίου: τους έκανε ανοιχτόμυαλους / και βεβαίως πλούσιους.

Παρότι την έχουμε ξεπεράσει, και θα δούμε αν και πως σε λίγο, η νεολιθική επανάσταση και η ιστορία του πολιτισμού που την ακολούθησε μας έχει επηρεάσει έντονα.
Ας πούμε, πολλοί σύγχρονοι επαναστάτες επικαλούνταν κινήματα χειραφέτησης του παραδοσιακού πολιτισμού. Οι χωρικοί και ο ηγέτης τους Τόμας Μύντσερ, επικαλούνταν στον πόλεμό τους εναντίον της απολυταρχίας τη διδασκαλία του Χριστού, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Μωϋσή που οδήγησε τους εβραίους μακριά από την αιγυπτιακή κυριαρχία. Η Λούξεμπουργκ επικαλούνταν την εξέγερση του Σπάρτακου. Αλλά αυτές οι εξεγέρσεις στον παραδοσιακό πολιτισμό, δεν αμφισβητούσαν τον κατεστημένο τρόπο ζωής και τις ίδιες τις κάστες. Ζητούσαν καλύτερο βασιλιά, όχι το τέλος των βασιλιάδων. Καλύτερη ιεραρχία, όχι το τέλος των ιεραρχιών. Για κάτι τέτοιο χρειάστηκαν οι αστικές επαναστάσεις!

Αλλά ήδη, προτού περάσουμε σ’ αυτές, και μόνο με τη νεολιθική και γεωργική επανάσταση και τις τομές που σηματοδότησαν, πως μπορούμε να μην είμαστε καχύποπτοι όταν ακούμε όλα αυτά περί αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, αυτά τα «καληνύχτα Κεμάλ, ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» του Χατζιδάκι κλπ! Παρά τις κοινοτοπίες αυτές, η ανθρωπότητα μετασχημάτισε ριζικά τον εαυτό της αρκετές φορές στην ιστορία. Και τώρα περνάμε στην κρισιμότερη ίσως τομή.

Αστική επανάσταση:

Εδώ μιλάμε για την κρίση σύνολου του παραδοσιακού πολιτισμού που κυριαρχούσε επί 10.000 χρόνια περίπου! Οι κάστες και η θρησκεία που τις νομιμοποεί αμφισβητούνται για πρώτη φορά! Ο όρος αστική εδώ  δεν αναφέρεται στην αστική τάξη ή την καπιταλιστική, αλλά κυρίως στις κοινωνικές σχέσεις της νεώτερης πόλης. Αστικός – άστυ. Οι πόλεις γίνονται κέντρα, όχι συγκέντρωσης του πλεονάσματος, πλέον,  αλλά παραγωγής του πλεονάσματος.
Οι κάστες είπαμε ότι κατά βάση διαχώριζαν αυτούς που προσεύχονται, αυτούς που πολεμούν, και αυτούς που εργάζονται. Αυτή η τελευταία είναι η Τρίτη Τάξη, όλοι όσοι εργάζονται, που εξεγείρεται ενάντια στις κατεστημένες ιεραρχίες και σχέσεις, σε μία σειρά από αστικές επαναστάσεις, από την εξέγερση των ολλανδικών πόλεων μέχρι τη μεγάλη Γαλλική επανάσταση. Τι είναι η Τρίτη Τάξη; ρωτάει ο επαναστάτης Αββάς Σεγιέ: Δεν είναι τίποτα. Αλλά θέλει να γίνει τα πάντα. (τότε δεν θεωρούνταν ακόμα μεγάλης σημασίας η διάκριση μεταξύ «καπιταλιστή» και «εργάτη»).

Εδώ έχουμε πλέον τη μετάβαση από τον χωρικό στον εργάτη, με συντριβή όλων των παραδοσιακών καστών. Και αυτό το πέρασμα στην εργασία είναι πολύ ιδιαίτερο. Η εργασία δεν είναι πλέον προκαθορισμένη αλλά μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής. Συνήθως σκεφτόμαστε μόνο την αρνητική πλευρά της έννοιας εκμετάλλευση. Όμως με την άνοδό της ξεχνάμε αυτή την πλευρά της εργασίας, ότι πέρα από εκμετάλλευση, είναι αυτοεκμετάλλευση. Μπορώ να εκμεταλλευτώ τον εαυτό του κατά βούληση, να επιλέξω πως θα αξιοποιήσω τον εαυτό μου ως μέσο παραγωγής! Και όλοι μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Όπως το έθετε μία οξυδερκής, παρότι συντηρητική, στοχάστρια, η Χάννα Άρεντ, ακόμα και οι βασιλιάδες και οι πρωθυπουργοί σήμερα «κάνουν μία δουλειά» όπως όλοι  – πρέπει δηλαδή να δικαιολογούν την ύπαρξή τους μέσω της εργασίας τους! Η εργασία γίνεται το εισιτήριο εισόδου στην κοινωνική ζωή και στοιχίζεται με την υπόσχεση μίας άνευ προηγουμένου ελευθερίας για όλους. [Χέγκελ: αρχικά ένας, αργότερα μερικοί, σήμερα όλοι ελεύθεροι].

Μιλάμε για κοσμολογική αλλαγή (ο Μαρξ έλεγε ότι συντελείται η δημιουργία ενός ολόκληρου αστικού κόσμου): όλη η ανθρώπινη εμπειρία μεταμορφώνεται.

Δεν υπήρχε καν κοινωνία (π.χ. κοινωνιολογία), ή άτομο (π.χ. ψυχολογία) πριν την αστική κοινωνία. Αυτές οι αφηρημένες έννοιες απαιτούν την ισοπέδωση όλων κάτω από την εμπορευματική μορφή της εργασίας (γίναμε όλοι εμπορεύματα), σαν αυτά  τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, με τα καπέλα (που ίσως είναι πεπαλαιωμένα αισθητικά κατά τη γνώμη μου, αλλά περνάνε το μήνυμα).

Έχουμε πάλι αλλαγή στη σύλληψη χώρου και χρόνου. Χρόνος: απόλυτος, για μετρησιμότητα, ακρίβεια, σύγκριση, αποτελεσματικότητα. Χώρος: έθνη – κράτη. Σαφή σύνορα (Βεστφαλιανό σύστημα).

Ιδιοκτησία προκύπτει και νομιμοποιείται από την εργασία (Λοκ). Και η κοινωνία από συμβόλαιο (όχι από Θεό).

Εδραιώνεται η ιδέα της ελευθερίας και η υπόθεση περί ανεξάντλητων ανθρώπινων δυνατοτήτων. [Ναπολέοντας – Ιένα – Χέγκελ]

Άνθρωπος. Από πολιτικό ζώο, μετατρέπεται σε ζώο που παράγει αποτελεσματικά: Homo faber, Homo economicus.

Όραμα αστικής κοινωνίας συνοψίζεται καλά από τον  Άνταμ Σμιθ. Επιλογή εργασίας σημαίνει αύξηση παραγωγικότητας εργασίας, άρα και αξίας της εργασίας. Συνεπώς σημαίνει ικανοποίηση περισσότερων αναγκών. Ανάπτυξη/προαγωγή ανθρώπινων δυνατοτήτων και ελευθερίας.

Δεν ξέρω πόσο καλά ανταποκρίνεται η περιγραφή μου γι’ αυτή, αλλά μιλάμε για μία κοσμολογική μεταβολή απίστευτου βεληνεκούς. Η ζωή από τρόπος του είναι μεταμορφώνεται σε τρόπος του γίγνεσθαι. Και μιλάμε όχι απλά για την ελευθερία να είσαι κάτι, αλλά να γίνεσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Μαρξ και Μαρξισμός

Μια πολύ ωραία περιγραφή αυτής της τομής κάνει ο Λουί Μενάντ, αναδεικνύοντας και τη σημασία του Μαρξ.

Ας δώσουμε λίγο και τον λόγο στον ίδιο τον Μαρξ, σε ένα απόσπασμα από τα Γκρούντρισε.

Άρα σιγά σιγά γίνεται κατανοητό γιατί έπρεπε να κάνουμε όλο αυτό το ιστορικό ταξίδι για να καταλήξουμε στον Μαρξ, γιατί δεν αρκούν οι αστοί στοχαστές για την επαρκή συνείδηση των καθηκόντων της εποχής μας, και γιατί χρειάζεται ο 2ος Διαφωτισμός που αναφέρθηκε πριν μέσω του Μενάντ.

Η πορεία αστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων προς την ελευθερία δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ομαλά: η παραγωγικότητα του Σμιθ δεν αύξησε την αξία της εργασίας, και το όραμα του Καντ για την παγκόσμια ειρήνη έμεινε στα χαρτιά. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση η αστική επανάσταση έμπλεξε σε μία σειρά εμποδίων, επιπλοκών και αντιφάσεων, τις οποίες προσπάθησε να συλλάβει ο Μαρξ.

Η Βιομηχανική επανάσταση (χονδρικά 1750-1850) επηρέασε επίσης ολόκληρη την κοινωνική ζωή, δεν είχε αντίκτυπο μόνο στην οικονομία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν η μαζική υποκατάσταση εργασίας από μηχανές, με την οποία επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγικότητα με ταυτόχρονη υποβάθμιση της αξίας της εργασίας (εδώ αρχίζει να έχει σημασία η διάκριση μεταξύ μισθών και κεφαλαίου, γιατί η υποβάθμιση της αξίας της εργασίας δεν θίγει εξίσου εργάτες και καπιταλιστές, το αντίθετο). Πριν την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης, την περίοδο που ο Μαρξ περιγράφει ως μανιφακτούρα, οι ίδιοι οι εργάτες διαμόρφωναν την εργασία, τον ρόλο των μηχανών στην παραγωγή. Με τη μεγάλη βιομηχανία, οι μηχανές διαμορφώνουν την εργασία και τον ρόλο των εργατών.

Συνέπειες πολύ σοβαρές: Για πρώτη φορά έχουμε καθαρά οικονομικές κρίσεις  (μέχρι τότε τις αντιμετώπιζαν σαν σπάνια φυσικά φαινόμενα ή προσωρινά ατυχήματα). Μαζική φτωχοποίηση. Αναδύεται ο εφεδρικός στρατός εργασίας, οι άνεργοι, ένα σταθερά πλεονάζον, περιττό μέρος του πληθυσμού. Πρώτη φορά αναδύεται και το προλεταριάτο (ο Μαρξ δεν αναφέρεται πλέον στις εργαζόμενες τάξεις γενικά όπως οι ριζοσπάστες αστοί).

Η αντίφαση για Μαρξ στο νέο αυτό πλαίσιο συνοψιζόταν στο γεγονός ότι η εργασία παρέμενε μέτρο της αξίας: πουλάμε χρονικά καταμετρημένη εργασία για να επιβιώσουμε (ό,τι αποκαλούμε γενικότερα σχέσεις παραγωγής) ενώ συγχρόνως η εργασία απαξιωνόταν και γινόταν περιττή από τη σκοπιά της ανάπτυξης των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων. Φτώχεια εν μέσω πλούτου, ανεργία εν μέσω γιγαντιαίας αύξησης του κεφαλαίου, ο Μαρξ λέει ότι εν μέσω αφάνταστου πλούτου η σπηλιά του πρωτόγονου αρχίζει να μοιάζει πιο ζεστή και βολική από το δωμάτιο του εργάτη.

Αν προ-νεωτερικά υπήρχε απόλυτη εξάρτηση κάθε υποκειμένου από το περιβάλλον του, με την αστική επανάσταση φάνηκε να επικρατεί μία υποκειμενική αίσθηση ελευθερίας, και οι αντικειμενικές δυνάμεις έμοιαζαν να την ευνοούν. Στο κεφάλαιο, διατηρείται αυτή η υποκειμενική αίσθηση, αλλά ταυτόχρονα πέφτει βαριά η σκιά μίας αντικειμενικής εξάρτησης των υποκειμένων από μία διαδικασία που βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό τους – την τυφλή δυναμική του κεφαλαίου (που, ό,τι και να κάνουμε, φέρνει κρίσεις, ανεργία κλπ).

Αυτό δεν οδηγεί τον Μαρξ σε ένα είδος ρομαντικού αντικαπιταλισμού και μίσους των μηχανών. Αναγνωρίζει την οπισθοδρόμηση αλλά συγχρόνως ανιχνεύει τις δυνατότητες, μέσω των μαζικών σοσιαλιστικών κινημάτων που αναδύονται εν μέσω αυτής της κρίσης, να γίνει η οπισθοδρόμηση ευκαιρία για την πλήρωση της αστικής υπόσχεσης για ελευθερία. Ελευθερία τώρα όχι απλά μέσω της εργασίας, αλλά τόσο μέσω όσο και πέρα από την εργασία ως κοινωνικό μέτρο της αξίας. [Κοινωνική διάνοια. «Άλμα» έξω από την παραγωγή.]

Το κρίσιμο σημείο για τον Μαρξ είναι η έμφαση στο γεγονός ότι η αστική επανάσταση, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, συνεχίζεται (βλέπουμε μέχρι σήμερα να ξεσπούν κινήματα που διεκδικούν δημοκρατία εναντίον του αυταρχισμού!). Ότι είμαστε, λοιπόν, στα μισά μίας ατελούς μετάβασης, της αστικής κοινωνίας (και της κρίσης της υπό το κεφάλαιο) ως τελευταίου σταδίου της προϊστορίας και δυνητικά πρώτου σταδίου της πραγματικής ιστορίας.

Δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη και σταθερή αστική κοινωνία, αλλά μόνο μία διαδικασία αστικής επανάστασης την οποία συσκότισε και έκανε περισσότερη σύνθετη και προβληματική ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ θα ήταν η ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης, το τέλος της ιστορίας του παραδοσιακού πολιτισμού και η αρχή της ελευθερίας (δηλαδή ο σοσιαλισμός δεν είναι το τελευταίο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, επιτρέπει απλά την ιστορία να ξεκινήσει ελεύθερα προς μορφές που δεν μπορούμε να προβλέψουμε).

Η Αριστερά σήμερα έχει ξεχάσει αυτή τη διαλεκτική. Ότι η αστική επανάσταση παραμένει αντιφατική επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί. Ότι συγχρόνως παλεύουμε για την πραγμάτωση και το ξεπέρασμα της αστικής κοινωνίας (υπό το κεφάλαιο, το οποίο δεν είναι “σύστημα” αλλά μάλλον μία συνεχής κρίση, μία διαδικασία αποσύνθεσης).

Ο Μαρξ παρουσιάζεται συνήθως σαν γκρούπι του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ως «τέλους της ιστορίας», και της εργατικής τάξης ως υποτιθέμενα κυρίαρχης σ’ αυτούς, ενώ αντιθέτως θεωρούσε σημαντικότερο καθήκον του την κριτική τους (και φυσικά στόχος της εργατικής εξουσίας γι’ αυτόν ήταν η κατάργηση όλων των τάξεων, της εργατικής συμπεριλαμβανομένης).

Όπως έγραψε ο ίδιος, σ’ ένα γράμμα [το 1843] στον Άρνολντ Ρούγκε,  «ο κομμουνισμός είναι μια δογματική αφαίρεση και…  αποτελεί μονάχα μερική εκδήλωση της ανθρωπιστικής αρχής και έχει μολυνθεί από το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία».

Και στα χειρόγραφα του ’44: «Ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η δυναμική αρχή του άμεσουμέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός ως τέτοιος δεν αποτελεί τον σκοπό της ανθρώπινης ανάπτυξης, τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας».

Υπό αυτό το πρίσμα προσέγγισε ο Μαρξ τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της εποχής του.

Το 1848 οι εργάτες εξεγέρθηκαν απαιτώντας την εκπλήρωση των αστικών υποσχέσεων, απαιτώντας δουλειά. Μπορεί το αίτημα να ακουγόταν  συντηρητικό, και για την ακρίβεια καθαρά αστικό, αλλά για τον Μαρξ άνοιγε το θέμα του ελέγχου της παραγωγής από τους εργάτες, και των δυνητικά επαναστατικών χειρισμών των αντιφάσεων στις οποίες είχε εισέλθει η αστική κοινωνία εν γένει. Το προλεταριάτο είναι σημαντικό γιατί είναι αυτό που συγκροτεί με τους αγώνες του αυτή την περίοδο το κεφάλαιο (οδηγώντας την αστική τάξη στη διαδικασία απόσπασης σχετικής υπεραξίας).

Η αποτυχία της επανάστασης των εργατών και όσα ακολούθησαν οδήγησε τον Μαρξ στην έννοια του Βοναπαρτισμού ως πολιτική έκφραση της δυναμικής του κεφαλαίου. Ο Βοναπαρτισμός είναι μία κατάσταση όπου η αστική τάξη δεν είναι ικανή να ηγείται πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη ακόμα να αναλάβει αυτή τα ηνία. Το πρόβλημα τώρα δεν ήταν απλά η εκμετάλλευση μίας τάξης από μια άλλη, όπως της Τρίτης Τάξης από την αριστοκρατία και τον κλήρο, αλλά η κυριαρχία του κεφαλαίου επί σύνολης της κοινωνίας (αν δεν δούμε έτσι την πάλη, και μιλάμε απλά για εκμετάλλευση, τότε θα αναπαράγουμε στο διηνεκές την πάλη της Τρίτης Τάξης και θα ανασυγκροτούμε αυτό που θέλουμε να ξεπεράσουμε!).

Σχετικά με την κοινωνική κυριαρχία ως ίδιον γνώρισμα του καπιταλισμού: Ούτε οι καπιταλιστές δεν είναι ελεύθεροι – δεν μπορούν να αποτρέψουν οικονομικές κρίσεις, δεν μπορούν να σχεδιάσουν συνειδητά την οικονομία. Ασχέτως του ότι μοιράζονται τη λεία, τα λάφυρα, αυτής της απρόσωπης διαδικασίας κοινωνικής αποσύνθεσης υπό το κεφάλαιο, και ασχέτως του ότι αν μπορούσαν να σχεδιάσουν τον κόσμο, πιθανότατα να τον έκαναν έτσι όπως είναι. Για τον Μαρξ, μπορείς να έχεις καπιταλισμό ακόμα και χωρίς καπιταλιστές! Να πόσο διαφέρουν οι απόψεις του Μαρξ από όσα ακούγονται συνήθως γι’ αυτόν! [καπιταλιστές: ανθρώπινες μάσκες του κεφαλαίου – αντιστροφή αιτίας και αιτιατού].

Τι σημαίνει λοιπόν ότι ζούμε στον καπιταλισμό; Ότι υπάρχουν πλούσιοι; Ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση; Αυτά υπήρχαν και παλιότερα. Το βασικό ερώτημα είναι αν η κοινωνία μεσολαβείται ακόμα από την εμπορευματική μορφή της εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βασική αντίφαση είναι απλά εργάτης εναντίον καπιταλιστή, και όλα τ’ άλλα δευτερεύοντα. Όχι! Σημαίνει ότι η κοινωνία σε όλα τα επίπεδα πρέπει να αναπαράγεται γύρω από την αξία της εργασίας ως κοινωνικής σχέσης. Η εργασία ως αξία χρειάζεται εξίσου μία οικονομία, μία σεξουαλικότητα, μία οικογενειακή ζωή, μία θρησκεία, μία τέχνη που να εκφράζουν τις παθογένειες αυτής της αναπαραγωγής σε όλη την πολυπλοκότητά της. Δεν αδιαφορεί ο μαρξισμός για όλα αυτά τα πεδία! Με τη βιομηχανική επανάσταση, όλη η κοινωνία που βασίζεται στην ανταλλαγή της εργασίας μπαίνει σε κρίση!

Μαρξισμός λοιπόν είναι η κριτική συνείδηση του δυνητικά μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής μας, με όλες τις παθογένειές της, προς την κατεύθυνση μίας πρωτοφανούς ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Μετέχουμε ακόμα στον μεταβατικό αυτό χαρακτήρα της εποχής μας, αλλά η επίγνωσή της ως τέτοια φαίνεται να μας διαφεύγει. Ακόμα κι αν απέτυχε ο μαρξισμός, απέτυχε με τον πιο σημαντικό και συγκλονιστικό τρόπο (1917).  Αν τον αντιμετωπίζουμε ως καρικατούρα, τότε πιθανώς καρικατουρίστικες θα είναι και οι προσπάθειές μας ξεπεράσματός του. Αν τον ανακτήσουμε ουσιαστικά, ίσως θα τον ξεπεράσουμε και ουσιαστικά. Ο μαρξισμός δεν έχει από μόνος του σημασία. Μπορεί μόνο να γίνει σημαντικός από μας, εμείς να τον κάνουμε σημαντικό πετυχαίνοντας εκεί όπου αυτός απέτυχε.

Θοδωρής Βελισσάρης

22/8/2015

 

Ένα φάντασμα πλανάται τελευταία πάνω από την Αριστερά: το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας. Κι αν τα φαντάσματα των κυρίαρχων – όπως το «φάντασμα του κομμουνισμού» πάνω από την Ευρώπη – εξέφραζαν παλιότερα υπαρκτές κοινωνικές τάσεις, τα φαντάσματα της Αριστεράς μοιάζουν αντιθέτως να αγνοούν τις τάσεις αυτές. Το φάντασμα του κομμουνισμού αποτελούσε πραγματικό ιστορικό παράγοντα, ενώ το φάντασμα της εθνικής κυριαρχίας φαίνεται παρωχημένο και άνευ σημασίας.

Οι θιασώτες της εθνικής κυριαρχίας διαμαρτύρονται επειδή στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας οι λαοί παραμερίζονται και επικρατούν ως μονόδρομοι οι πολιτικές των υπερεθνικών τεχνοκρατών της εξουσίας. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε και την ελευθεριακή και αντεξουσιαστική Αριστερά μαζί με τα ιδεώδη τοπικής κυριαρχίας, αυτονομίας και αυτάρκειας που προωθεί. Από τη μία έχουμε το πρόταγμα ενός κρατισμού, από την άλλη το πρόταγμα ενός τοπικισμού. Όταν μιλάμε για εθνική αυτοκυριαρχία, η έμφαση είναι στην έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας, γι’ αυτό και μπορούμε να την αναγνωρίσου ακόμα και σε εχθρούς του έθνους-κράτους (πολλοί από τους οποίους, από την άλλη, θεωρούν ρητά την εθνική αυτοκυριαρχία ως βήμα προόδου προς την αντεθνική ή τοπική αυτοκυριαρχία που οραματίζονται). Με τον τρόπο αυτό η έννοια της (αυτο-)κυριαρχίας συνενώνει κρατιστές και αντικρατιστές .

Η προοπτική της χειραφέτησης μοιάζει να προκύπτει ως όραμα μόνο εφόσον οι λαοί κατορθώσουν πρώτα να ανακτήσουν την αυτοκυριαρχία τους από τις πανίσχυρες αγορές. Και αφού ανακτήσουν την εθνική ή τοπική κυριαρχία τους, και μόνο τότε, θα επιδοθούν στο έργο του αριστερού διεθνισμού. Κάθε διεθνισμός στην αντίληψη αυτή προϋποθέτει ισχυρά έθνη-κράτη και ισχυρές λαϊκές κοινότητες, ειδάλλως είναι ψευδεπίγραφος. Ιδού οι μαντικοί χρησμοί της κυρίαρχης Αριστεράς: δεν μπορούμε να περάσουμε από τον ψευδεπίγραφο διεθνισμό του συστήματος στον πραγματικό διεθνισμό. Ο τελευταίος προϋποθέτει μία μεγάλη παράκαμψη εθνικής και τοπικής αναδίπλωσης. Κάποια βήματα πίσω, και μετά ένα μπρος.

Εδώ προκύπτουν δύο προβλήματα: πρώτον, κατά πόσο είναι εφικτή μία παρόμοια αναδίπλωση, δεύτερον, κατά πόσο είναι πολιτικά επιθυμητή. Σχετικά με το πρώτο, ίσως αρκεί σε πρώτη φάση να σημειώσουμε ότι ακόμα και η ισχυρότερη δύναμη διεθνώς, οι ΗΠΑ, είναι οικονομικά εξαρτημένες από τη διεθνή αγορά, και σε καμία περίπτωση αυτάρκεις. Παρά το σχετικά μεγαλύτερο εύρος των επιμέρους πολιτικών που μπορούν να εφαρμόζουν, οι γενικές γραμμές της πολιτικής τους περιορίζονται από το διεθνές περιβάλλον. Οι ανάγκες σήμερα (ψευτο-)καλύπτονται μέσω ενός, άνευ προηγουμένου, διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας. Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, αναρωτιέται κανείς ποιο ιδιαίτερα αριστερό στοιχείο υπάρχει στα αιτήματα αυτά, ειδικά στο μέτρο που υποστηρίζονται και από τη Δεξιά. Για παράδειγμα, ο αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ για τερματισμό της λιτότητας στην Ελλάδα εντός της ευρωζώνης, κάλλιστα ήταν υπερασπίσιμος από τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Πως μπορεί κανείς να βρει τη διαφορά όταν τόσο ο Τσίπρας όσο και, ας πούμε, ο Φάρατζ του UKIP, ζητούν δημοκρατία στην Ευρώπη εννοώντας αναβάθμιση και σεβασμό του ρόλου και της εξουσίας κάθε έθνους-κράτους (ασχέτως του γεγονότος ότι ο πρώτος θέλει αυτή την αναβάθμιση εντός της ΕΕ) ; Πόσο πιο συντηρητικά μοιάζουν τα αιτήματα αυτά συγκρινόμενα ακόμα και με τις αστικές επαναστάσεις τις οποίες η Αριστερά φαντάζεται πως έχει ξεπεράσει πολιτικά, όπως την αμερικανική ή τη γαλλική, και τη διεθνή συναδέλφωση των λαών που επιδίωκαν;

Ένα πρόβλημα της Αριστεράς εν προκειμένω έγκειται στην πεποίθηση ότι ο εικοστός αιώνας ήταν ένας αιώνας προόδου για τις επαναστατικές ιδέες (και πράξεις). Αντιμετωπίζουμε μία πλήρη φυσικοποίηση του εθνικού ως θεμελιώδους, ή και μοναδικού, πλαισίου πολιτικής, εν είδει κληρονομιάς που συνεχίζουμε ασύνειδα. Ο σταλινισμός της ιδέας περί «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» κυριαρχεί σχεδόν αδιαμφισβήτητος μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών, με τόσο τους μεν όσο και τους δε να φαίνεται να ισχυρίζονται πως ένα έθνος μπορεί να ευδοκιμεί, ή έστω να βελτιώσει ριζικά την κατάστασή του, απλά με την εφαρμογή κατάλληλων εθνικών πολιτικών. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η ανάδυση της λεγόμενης «νέας Αριστεράς», η σημασία της οποίας υπερεκτιμάται παρά το στενά εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε, αποκομμένη από την ιδέα της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβαρής, στην πράξη, οργάνωσης προς την ιδέα αυτή.

Συγχρόνως, το αφήγημα περί τεχνοκρατών εναντίον δημοκρατίας, συσκοτίζει τη δυνατότητα να πολιτικοποιηθεί επαναστατικά αυτό που φαίνεται τεχνοκρατικό: το ξεμπέρδεμα με την αποστροφή «τεχνοκράτες!» υποκρύπτει το γεγονός ότι αυτοί εκφράζουν και χρησιμοποιούνται από κατεστημένες μορφές πολιτικής. Στην πραγματικότητα έχουμε τη σύγκρουση διαφορετικών πεδίων και μορφών πολιτικής, όχι τη σύγκρουση τεχνοκρατών και πολιτικής. Η εναντίωση στους τεχνοκράτες μπορεί να εκφράζει έναν φόβο απέναντι στις τρέχουσες μαζικές μορφές πολιτικής, και μάλιστα σε όσες είναι διεθνείς, άρα πιο ουσιαστικές. Ποιες συνθήκες όμως καθιστούν τους τεχνοκράτες σήμερα αναγκαίους, γιατί η μαζική πολιτική λαμβάνει σαν από αναγκαιότητα παρόμοια χαρακτηριστικά; Μια επαναστατική πολιτική δεν θα εργαλειοποιούσε τεχνοκράτες υπέρ της;

Μπορεί, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή να γίνει πεδίο επαναστατικής πολιτικής; Μπορεί μάλιστα η Αριστερά να ζητά τη διεύρυνση του πεδίου αυτού, πέρα από τον επαρχιώτικο αντιαμερικανισμό του ευρωπαϊκού κατεστημένου και τον ρατσισμό και τη φοβικότητά του απέναντι στις μεταναστευτικές ροές; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να είναι αυτομάτως αρνητική, χωρίς σοβαρή εξέτασή τους.

Δεν μπορούμε εδώ παρά να υπενθυμίσουμε, σε όσους στην Αριστερά υιοθετούν αβασάνιστα τα παραπάνω προτάγματα περί εθνικής και τοπικής κυριαρχίας, την πικρόχολη κριτική του Μαρξ απέναντι στο πρόγραμμα της Γκότα που υιοθέτησαν οι σύντροφοί του το 1875.

«Στην πραγματικότητα, ο διεθνισμός του προγράμματος στέκεται ακόμα απείρως χαμηλότερα από τον διεθνισμό του κόμματος του Ελεύθερου Εμπορίου. Το τελευταίο επίσης επιβεβαιώνει ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του θα είναι ‘η διεθνής συναδέλφωση των λαών’. Αλλά επίσης κάνει και κάτι ώστε να καταστήσει το εμπόριο διεθνές, και σε καμία περίπτωση δεν μένει ικανοποιημένο με τη συνείδηση ότι όλοι οι λαοί ασχολούνται με το εμπόριο στον τόπο τους».

Αναρωτήθηκε άραγε η Αριστερά εάν ο διεθνισμός της στέκεται απείρως χαμηλότερα από αυτόν της Δεξιάς όσο εκτυλίσσονταν τα πρόσφατα γεγονότα; Πόσο φτωχές σε σχέση με την αποτίμηση αυτή του Μαρξ ακούγονται διατυπώσεις όπως αυτές του νομπελίστα Στίγκλιτς ο οποίος, μέσω της προτίμησης του για το «όχι» κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα, ήλπιζε να μπορέσει ίσως η Ελλάδα «να πάρει το πεπρωμένο της στα χέρια της…», φράση σε διάφορες παραλλαγές της οποίας επιδίδεται συχνά η Αριστερά.

Όχι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διεθνιστική. Παραμένει μία τυπική συνένωση εθνών-κρατών, χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική δημοσιονομικής ενοποίησης, πόσο μάλλον πολιτικής (τουλάχιστον βραχυ- ή μεσο-πρόθεσμα). Και ακόμα κι αν η προοπτική αυτή μπει κάποια στιγμή στην ημερήσια διάταξη εντός του κατεστημένου πλαισίου, φαίνεται ότι θα έμπαινε και πάλι υπό την κρατικιστική οπτική μία κυρίαρχης Ευρώπης σε σχέση με τους μονίμως υφέρποντες «διεθνείς κινδύνους» (ΗΠΑ, Κίνα, και, το χειρότερο, μετανάστες).

Απέναντι στις, ψευδεπίγραφα διεθνιστικές, κατεστημένες δυνάμεις, η Αριστερά πρέπει να είναι πραγματικά διεθνιστική και όχι, λόγω αντανακλαστικών αντιδράσεων, εθνική ή τοπική στον προσανατολισμό. Και μάλιστα κατά φαντασία τοπική ή εθνική, στο μέτρο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί στην πράξη η τρέχουσα αλληλεξάρτηση που έχει επιτευχθεί διεθνώς (με όλες τις φρικτές ανισομέρειές της). Χωρίς την προοπτική επέκτασης μίας επανάστασης στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, καμία «οικονομική συμφωνία» δεν θα είναι αυτονόητα ουδέτερη, αθώα, ή προς το συμφέρον των καταπιεσμένων.

Ένα από τα πολλά ανεξέταστα «συμφωνημένα υπονοούμενα» της Αριστεράς είναι η αντίδραση, ως αυτοσκοπός, σε ό,τι θεωρείται κυρίαρχη καπιταλιστική πολιτική (με την παραγκωνισμένη ή πιο περιθωριακή καπιταλιστική πολιτική, ας πούμε του έθνους-κράτους, να θεωρείται αυτόματα προτιμότερη). Εντούτοις, η αφηρημένη απόλυτη αντίδραση στον καπιταλισμό δεν είναι αυτομάτως προοδευτική, μπορεί μάλιστα πολλές φορές να πολλαπλασιάζει τα δεινά που θέλει να ξεπεράσει. Για παράδειγμα, το κίνημα που καθαίρεσε τον εκπρόσωπο των κυρίαρχων καπιταλιστών, Σάχη, το 1979 στο Ιράν, δεν συνοδεύτηκε από την εδραίωση μίας αριστερής θεωρίας και πράξης, αλλά από τους αγιατολάδες και τη φυσική και ιδεολογική εξόντωση της Αριστεράς. Το παράδειγμα δεν αναφέρεται εδώ επειδή η Αριστερά έπρεπε να είναι υπέρ του Σάχη, αλλά ως κατάδειξη του γεγονότος ότι ο αντικαπιταλισμός από μόνος του δεν είναι αναγκαστικά προοδευτικός καθαυτός. Γι’ αυτό ο Λένιν στην κλασική πολεμική του εναντίον του «αριστερισμού» τόνιζε ότι οι μαρξιστές στοχεύουν στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού «επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού».

Οι Μαρξ και Λένιν δεν αναφέρονται εδώ φυσικά ως πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι επαναστάτες στο παρελθόν προσπαθούσαν, όχι απλά να αντισταθούν στον καπιταλισμό, αλλά να τον ξεπεράσουν, με τρόπο που μοιάζει να μας ξενίζει σήμερα. Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα από τη σκέψη του Λένιν:

«Η αστική τάξη κάνει τη δουλειά της προωθώντας τα τραστ, και οδηγώντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα εργοστάσια, μέσω φθοράς και βασάνων, καταδικάζοντας τες στην απόλυτη φτώχια. Δεν ‘απαιτούμε’ αυτή την εξέλιξη, δεν την ‘υποστηρίζουμε’. Την πολεμάμε. Αλλά πώς την πολεμάμε; Εξηγούμε ότι τα τραστ και η εργασία των γυναικών είναι προοδευτικά. Δεν θέλουμε την επιστροφή στο χειροτεχνικό σύστημα, στον καπιταλισμό όπως ήταν πριν από τα μονοπώλια, στην οικιακή αγγαρεία των γυναικών. Μπροστά μέσω των τραστ κλπ, και πέρα από αυτά στον σοσιαλισμό!» (Λένιν, The Military Programme of the Proletarian Revolution: II, δική μας μετάφραση).

Σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα συνδέονται με την ιδέα της Αριστεράς ως εργαλείου των καταπιεσμένων κατά την αντίδρασή τους απέναντι στους καταπιεστές τους. Η Αριστερά βλέπει τον εαυτό της υπό ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, θεωρώντας πως πρέπει να προωθεί τα αιτήματα των αδύναμων και εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είναι προβληματική αυτή η στάση ως τέτοια αλλά μονάχα στη μονομέρειά της, η οποία δεν αναγνωρίζει την Αριστερά ως δυνάμει επαναστατική πολιτική έκφραση των δυσχερειών των εκμεταλλευόμενων, χωρίς την οποία οι καταπιεσμένοι θα εκφραστούν μέσω αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων. Γίνεται αντιθέτως η υπόθεση περί μιας ήδη υπάρχουσας χειραφετητικής πολιτικής των καταπιεσμένων, στην ουρά της οποίας πρέπει να σταθεί και να «σπρώξει» η Αριστερά. Ο Μαρξ όμως προειδοποιούσε, όχι μόνο πως τα καταπιεσμένα πολιτικά στρώματα μπορεί να υποστηρίξουν αυθόρμητα αντιδραστικές πολιτικές (στην ανάλυσή του για το φαινόμενο του βοναπαρτισμού), αλλά ακόμα και πως θα μπορούσε να υπάρχει μία καπιταλιστική κοινωνία χωρίς καπιταλιστές η οποία θα καταπίεζε τον εαυτό της! Η ανάγκη μίας σοβαρής διεθνούς σοσιαλιστικής πολιτικής έχει παραμεριστεί για χάρη της ανάγκης κοινωνικής άμυνας απέναντι στην καπιταλιστική προέλαση, ενώ θα έπρεπε να τη συμπληρώνει και να την καθοδηγεί.

Στη δική μας περίπτωση, κατά την κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα, δεν φαινόταν η Αριστερά να εκφράζει ιδεολογικά την κινητοποίηση των καταπιεσμένων, αλλά περισσότερο ο αυτοματισμός της κινητοποίησης να καθοδηγεί την Αριστερά, καθώς το βασικό ιδεολογικό στίγμα της κινητοποίησης αυτής παρέμεινε το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» και «αξιοπρέπειας», το κύμα της οποίας παρέσυρε σε μεγάλο βαθμό κάποιους από τους βασικούς εκπροσώπους της Αριστεράς. Χονδρικά, το «όχι» υπερασπίστηκαν κυρίως, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντεξουσιαστικό χώρο (βασικά όσοι στον τελευταίο κινούνται γύρω από τα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας ή είναι περισσότερο «εργατιστές»). Την αποχή από το δημοψήφισμα στήριξε κατά βάση το ΚΚΕ, αλλά και άλλες μικρότερες σταλινικές ή μαοϊκές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, όπως και κάποιοι αναρχικοί (που ρέπουν προς τον κομμουνισμό ή την «κομμουνιστικοποίηση). Είναι συμπτωματικό της κατάστασης ότι ακόμα και η πιθανότητα ενός αριστερού «ναι» (το οποίοι προέταξε μία ελάχιστη μειοψηφία όσων θα αποκαλούσαμε μάλλον «φιλελεύθερους» αριστερούς) αποκλειόταν εκ των προτέρων ως προδοσία χωρίς την παραμικρή διάθεση διερεύνησης ή συζήτησης. Δεν υποστηρίζουμε εδώ βεβαίως, μέσω του κειμένου αυτού, την επιλογή ενός αριστερού «ναι», αλλά ακριβώς τη δυσκολία, ή ακόμα και αδυνατότητα, οποιασδήποτε σοβαρής αριστερής απάντησης στο πρόβλημα που έθεσε το δημοψήφισμα.

Για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, αυτή η κοινωνιολογική ημιτελής αυτοσυνείδηση της Αριστεράς είναι που έχει οδηγήσει και σε μία σειρά παρεξηγήσεων ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προωθούσε (κατά τις διακηρύξεις του) ένα πρόγραμμα λιγότερο επώδυνο για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αυτό τον κατέτασσε αυτόματα στην Αριστερά σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική (δεν θα αναλύσουμε εδώ τις εξόφθαλμες ανεπάρκειες μίας παρόμοιας κυβέρνησης σε σχέση με θέματα που αφορούν την εκκλησία, τον στρατό, τους εφοπλιστές κ.α.). Ένα παρόμοιο πρόγραμμα όμως, σε αντίθεση με αυτό της περισσότερο αυστηρής λιτότητας, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι επιδιώκει για παράδειγμα και ο Ομπάμα: αυτό τον καθιστά περισσότερο αριστερό από τη Μέρκελ; Η Αριστερά ως ιδέα έχει να κάνει με το αίτημα ριζικού μετασχηματισμού του κυρίαρχου πλαισίου προς την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, όχι στην πλήρη αποδοχή του πλαισίου αυτού και στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών εντός του. Όχι ότι δεν πρέπει να συνοδεύεται μία αριστερή πολιτική από μεταρρυθμίσεις και αιτήματα άμεσης ανακούφισης: το θέμα είναι η σύνδεσή τους με τον προαναφερθέντα μετασχηματισμό.

Περαιτέρω, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως εκπρόσωπο της Αριστεράς, που έχει να κάνει με τον κρατισμό που επισημάναμε πρωτύτερα. Μία αριστερή δύναμη που έχει επίγνωση των καθηκόντων που πρέπει να διεκπεραιώσει, δεν μπορεί να εξαντλείται σε διαπραγματευτικά παιχνίδια πέντε ανθρώπων πίσω από κλειστές θύρες, ούτε σε διατάγματα υπουργικών γραφείων. Η Αριστερά ως μετασχηματιστική δύναμη δεν μπορεί να βασίζεται απλά στις ψήφους του λαού, αλλά στην οργανωμένη πλειοψηφία του, κάτι το οποίο στερείται σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο ο Σύριζα, αλλά ολόκληρη η Αριστερά, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η εφαρμογή ενός αριστερού προγράμματος δεν αρκεί να διακηρυχθεί αλλά πρέπει να εφαρμοστεί, κάτι που απαιτεί συγκρούσεις που διατρέχουν ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Αριστερά μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των επιδιώξεών της και των αποτελεσμάτων των κινήσεών της, άρα να διασαλεύσει ουσιαστικά της καθεστηκυία τάξη, και να μην εμφανίζεται ως ο καιροσκόπος ή τζογαδόρος της εκάστοτε συγκυρίας.

Η αδυναμία υπεύθυνης επαναστατικής πολιτικής από την πλευρά της Αριστεράς, γίνεται εξόφθαλμη από τα «παντός καιρού» καλέσματά της να μετατρέψει οποιαδήποτε κρίση σε ρήξη, εξέγερση, ή ακόμα και επανάσταση. Δεν είναι όμως «κάθε μέρα πασχαλιά» για την κοινωνική επανάσταση. Κάθε επαναστατική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της ξέρει πότε πρέπει να προχωρήσει σε καλέσματα επαναστατικής ρήξης, και πότε να επιδιώξει άσκηση επαναστατικής υπομονής. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να καταλήξουμε είτε υπερεπεναστάτες (χωρίς επανάσταση) των λόγων και των πληκτρολογίων, είτε αντεπαναστάτες της αιώνιας αναβλητικότητας.

Όλων αυτών δεδομένων, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβήθηκε, τουλάχιστον, να εμπλακεί σε μαζικές μορφές πολιτικής, σε αντίθεση με τους υπερεπαναστάτες κριτικούς του. Παρά τη στενότητα αυτής της εμπλοκής και τον μετριοπαθή αστικό χαρακτήρα της, και παρά την τελική αποτυχία της, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ διάνοιξε ελαφρώς τον πολιτικό ορίζοντα και την πολιτική συζήτηση γύρω από το κρίσιμο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας (ή έδειξε ότι ο ορίζονται αυτός δεν έχει ίσως ολοκληρωτικά συντριβεί).

Tην ευθύνη για την αποτυχία αυτή έχει βεβαίως περισσότερο η κυρίαρχη δύναμη εντός ευρωζώνης, δηλαδή η Γερμανία, ασχέτως αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σαν ερασιτέχνης στην παγίδα που του στήθηκε, χειροτερεύοντας δραματικά την κατάσταση. Η Γερμανία και οι υπόλοιπες δυνάμεις των «θεσμών», μπορούσαν να τελειώσουν το πρόγραμμα με την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση. Φοβόντουσαν όμως ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μία Ελλάδα εκτός προγράμματος θα αναιρούσε πολλές από τις βασικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί τα χρόνια των μνημονίων. Προτίμησαν λοιπόν να ρισκάρουν μία καταστροφή για να εξημερώσουν μία παρόμοια κυβέρνηση όταν θα ήταν ευκολότερο, προτού κλείσει το πρόγραμμα, όσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ευάλωτη και εξαρτημένη από τους «θεσμούς». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγόταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι «θεσμοί» θα είχαν πολύ πιο περιορισμένα μέσα για τον έλεγχο και τη χειραγώγησή του. Προτεραιότητα λοιπόν δόθηκε στην προσπάθεια απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων πιθανών κυβερνήσεων που θα αμφισβητούσαν τη λιτότητα. Οι θεσμοί λειτούργησαν άλλη μια φορά σαν τραπεζίτες και δανειστές ή, για να το θέσουμε χωρίς περιστροφές, σαν γκάνγκστερ, όχι ως υποτιθέμενοι «υπεύθυνοι» ηγέτες (με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησαν όταν, κατά το πρώτο μνημόνιο, επέβαλαν λιτότητα χωρίς ελάφρυνση χρέους, για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους). Η «σοδειά» αυτής της άθλιας πολιτικής των ισχυρών της Ευρώπης είναι μία περισσότερο ασταθής ευρωζώνη, βυθισμένη ακόμα στην κρίση, με τη Γερμανία πλέον να εξετάζει στα σοβαρά σενάρια που ήθελε να αποφύγει, όπως αυτό ενός «Grexit». Ένας αιώνας και βάλε, και η κατάσταση παραμένει ίδια όπως την περιέγραφε η μαρξιστική σύλληψη: η αστική τάξη δεν είναι ικανή πλέον να ηγείται, και η εργατική τάξη δεν είναι ικανή, προς το παρόν, να ηγηθεί.

Το μεγαλύτερο λάθος της νέας κυβέρνησης συνίσταται ίσως στο γεγονός ότι η ευρωζώνη ήδη άλλαζε σταδιακά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ: όχι προς ένα κράτος-πρόνοιας αλλά, ας πούμε, προς το «μοντέλο Ομπάμα», λιγότερο αυστηρής λιτότητας με έμφαση στη θεσμική συνεισφορά προς τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (δεν υπονοείται εδώ ότι το μοντέλο αυτό είναι όντως καλύτερο για την εργατική τάξη και τους λαούς γενικότερα). Ο Ντράγκι ήδη δικαιωνόταν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον των γερμανών, κερδίζοντας το δικαίωμα εφαρμογής του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», και το αδιέξοδο του «γερμανικού μοντέλου» γινόταν εμφανές με την καθυστέρηση ανάκαμψης της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ευθυγραμμιστεί και να ενισχύσει μια πολιτική που ήδη λάμβανε χώρα, θέλησε να «μηδενίσει το κοντέρ» και να επιχειρήσει να αναδομήσει ολόκληρη την ευρωζώνη, ωσάν κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό απλώς με θεωρίες παιγνίων και διαπραγματευτικές τακτικές. Αντί να εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες αυτές τάσεις καθώς και τις αντιθέσεις εντός των «θεσμών», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συνενώσει τις δυνάμεις αυτές εναντίον του! Κι όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής με το «αντιμνημονιακό» προφίλ που είχε ήδη οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη συμμαχία με τους υπερδεξιούς ΑΝΕΛ. Μία καλύτερη εκτίμηση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης θα οδηγούσε πιθανώς τον ΣΥΡΙΖΑ να κλείσει το προηγούμενο πρόγραμμα όταν αυτό ήταν εφικτό και η οικονομία σε φάση ελαφριάς ανάκαμψης, και μόνο στη συνέχεια, σταδιακά, να ενισχύσει τις τάσεις αλλαγής προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Φοβόταν ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν ως προδοσία, οπότε επιδόθηκε σ’ αυτό το απείκασμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» μέχρι, υποτιθέμενα, να καταλάβει εντελώς ότι δεν μπορεί παρά να συνθηκολογήσει. Συνθηκολόγηση τέτοιας καθυστέρησης που οδήγησε στην οπισθοδρόμηση της χώρας, ωσάν με χρονομηχανή, πίσω στο 2012 (όσον αφορά την ύφεση, τα ελλείμματα, το επισφαλές τραπεζικό περιβάλλον κ.α.). Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε σε τακτικές μάρκετινγκ και πειθούς ώστε να φανεί ότι «παλεύει τουλάχιστον για το καλύτερο», τακτικές κακού λαϊκισμού που έθρεψαν τον εθνικισμό και αδυνάτισαν δραματικά την οικονομία.

Αλλά υπάρχουν όρια στην ανάλυση των θεμάτων αυτών. Μία ανασυγκροτημένη διεθνής Αριστερά ως σοβαρή και οργανωμένη πολιτική δύναμη είναι προϋπόθεση τόσο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μας σήμερα όσο και για να τον αλλάξουμε. Στο μέτρο που λείπει η προϋπόθεση αυτή, η υφιστάμενη Αριστερά θα εμπλέκεται σε μία σειρά από ατυχή γεγονότα, στον άχαρο ρόλο του κομφορμιστή που μονίμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία.

 

Chris Cutrone

(μετάφραση: Θοδωρής Βελισσάρης)

Εισαγωγή

Η μαρξιστική πολιτική του Λένιν έχει παρερμηνευτεί και διαστρεβλωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, τόσο θετικά όσο και αρνητικά: υποτίθεται ότι επιδίωξή της ήταν η απογύμνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας από το απατηλό της πέπλο και η κατάφαση του απλού προλεταριάτου ως αρχής και τέλους της “σοσιαλιστικής” κοινωνίας. Σίγουρα, όχι μόνο η σταλινική ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης αργότερα, αλλά επίσης και οι πρακτικές του σοβιετικού κράτους υπό την ηγεσία του Λένιν κατά τον εμφύλιο πόλεμο και τον λεγόμενο “πολεμικό κομμουνισμό”, καθώς και η “κόκκινη τρομοκρατία”, τροφοδοτούν την εικόνα του Λένιν ως αμείλικτου καταστροφέα των “αστικών” συνθηκών ζωής. Αν είναι όμως έτσι, πως εξηγούνται μπροσούρες του Λένιν όπως για παράδειγμα το “Κράτος και επανάσταση” και ο “Αριστερισμός: παιδική ασθένεια του κομμουνισμού”; Γιατί και οι δύο τονίζουν τόσο την αναγκαία επιβίωση του “αστικού δικαίου” μεταξύ των εργατών κατά τη μακρά μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, η οποία απαιτεί την κρατική μεσολάβηση, όσο και το γεγονός ότι οι μαρξιστές αντιλαμβάνονταν την προσπάθειά τους ως υπέρβαση του κεφαλαίου “επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού”. Πρωταρχικής σημασίας παράδειγμα για την επιμονή του Λένιν σχετικά με τη μεσολάβηση της πολιτικής στην κοινωνία, ήταν η αντίθεσή του στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών σωματείων και την υπαγωγή τους στο κράτος. Ο Λένιν ήθελα αντίθετα να διατηρήσει τη σημαντική μη-ταυτότητα μεταξύ τάξης, κόμματος και κράτους στο σοβιετικό “εργατικό κράτος”, το οποίο αναγνώριζε ότι θα συνέχιζε αναγκαστικά, για το κοντινό μέλλον, τον “κρατικό καπιταλισμό” (ο οποίος χαρακτηριζόταν από “γραφειοκρατικές στρεβλώσεις” λόγω των ρωσικών συνθηκών). Ο Λένιν μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα πολιτικής εντός της εργατικής τάξης, θέμα που είχε πραγματευτεί ήδη στην πρώτη σημαντική μπροσούρα του με τίτλο “Τι να κάνουμε;”. Η “τελευταία μάχη του Λένιν” [1] ήταν αφιερωμένη στην αποφυγή του στραγγαλισμού της πολιτικής στο σοβιετικό κράτος, κίνδυνο που διέβλεπε όχι μόνο σε σχέση με τη σταλινική ηγεσία αλλά γενικότερα με τις συνθήκες εντός των μπολσεβίκων. Για παράδειγμα ο Λένιν παρατηρούσε επικριτικά την προτίμηση του Τρότσκυ για “διοικητικές” λύσεις των προβλημάτων.

Οι Γκέοργκ Λούκατς, Καρλ Κορς και Τέοντορ Αντόρνο, αναδεικνύοντας μία “εγελιανή” διάσταση στον μαρξισμό του Λένιν, άντλησαν από τα θεωρητικά γραπτά και την πολιτική πρακτική του μία εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνικής μεσολάβησης στο κεφάλαιο, μέσω της πολιτικής του προλεταριακού σοσιαλισμού, η οποία επιδίωκε να ανακτήσει τον Λένιν από μία ουτοπική, με την αρνητική έννοια, προοπτική ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της πολιτικής. Αντιθέτως, αυτή η μαρξιστική κριτική θεωρία, ακολουθώντας τον Λένιν, κατανόησε την υπέρβαση της “αλλοτρίωσης” και “πραγμοποίησης” του κεφαλαίου ως έμφορτη δυνατοτήτων για την αληθινή άσκηση πολιτικής, θεωρώντας της ως τη λησμονημένη αλλά ζωτικής σημασίας συνεισφορά του Λένιν στην ανάπτυξη του μαρξισμού. Ο Λένιν δεν επιχείρησε να καταστρέψει τις νεώτερες μορφές πολιτικής μεσολάβησης αλλά μάλλον να πετύχει την αληθινή μεσολάβηση μεταξύ θεωρίας και πράξης σε μία πολιτική χειραφετημένη από μία κοινωνία κυριαρχούμενη από το κεφάλαιο. Αυτό ήταν το περιεχόμενο του φιλελευθερισμού του Λένιν, η “διαλεκτική” μαρξιστική του απόπειρα: όχι να αρνηθεί, αλλά μάλλον να εκπληρώσει τα desiderata της αστικής κοινωνίας, η εκπλήρωση των οποίων παρεμποδιζόταν μεν από το κεφάλαιο αλλά η πραγμάτωσή τους μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα “ενδογενώς”.

Η διαμάχη γύρω από τον Λένιν

Ο Λένιν αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού, και ίσως μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές σε όλη την ιστορία. Ως τέτοια είναι αδύνατη η ψύχραιμη αποτίμησή της, χωρίς την εμπλοκή πολεμικής. Ωστόσο έχει επίσης γίνει αδύνατη, μετά τον Λένιν, η αποτίμηση του μαρξισμού χωρίς αναφορά σ’ αυτόν. Σε γενικές γραμμές ο μαρξισμός διχάζεται σε δεδηλωμένες “λενινιστικές” και αντιλενινιστικές” τάσεις: με ποια έννοια ο Λένιν αποτελούσε προχώρημα ή καταστροφή για τον μαρξισμό; Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του Λένιν: ως έκφρασης της ιστορικής κρίσης του μαρξισμού. Με άλλα λόγια, ο Λένιν ως ιστορική μορφή είναι αναπόφευκτα σημαντικός ως εκδήλωση της κρίσης του μαρξισμού. Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Λένιν παρείχε μία βάση για την προαγωγή αυτής της κρίσης, ο τρόπος με τον οποίο η πόλωση γύρω από τον Λένιν θα μπορούσε να παρέχει τη βάση για την προαγωγή του δυνητικού μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού, σε σχέση με την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Αυτό που προκύπτει σαφώς από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους συνήθως προσεγγίζεται ο Λένιν, είναι πως η αναγκαιόρητα αυτού του μετασχηματισμού και προαγωγής του μαρξισμού έχει εκφραστεί μονάχα με στρεβλό τρόπο. Για παράδειγμα, το ζήτημα της μαρξιστικής “ορθοδοξίας” παρεμποδίζει την ορθή αποτίμηση του Λένιν. Υπήρχε μια θεμελιώδης αμφισημία στον τρόπο με τον οποίο ο μαρξισμός αντιμετώπισε τη δικιά του ιστορική κρίση, ως προς την πιστότητα ή αναθεώρηση του Μαρξ, π.χ. στην αποκαλούμενη “ρεβιζιονιστική διαμάχη” κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Λένιν ήταν ένας από τους ηγετικούς αντιρεβιζιονιστές ή “ορθόδοξους¨μαρξιστές. Κάτι που ισχύει και για άλλους ριζοσπάστες στοχαστές της Δεύτερης Διεθνούς, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Λέον Τρότσκυ. Το ερώτημα είναι: με ποιο τρόπο αυτοί οι ριζοσπάστες, και κυρίως ο Λένιν, νόμιζαν πως η αφοσίωση στον Μαρξ ήταν απαραίτητη για την προαγωγή και τον μετασχηματισμό του μαρξισμού;

Ο θεωρητικός της σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Αντόρνο, στο βιβλίο του Αρνητική Διαλεκτική (1966), έγραφε για την παρακμή του μαρξισμού λόγω “ταμπού στο τρόπο σκέψης και δογματισμού”. Καμία άλλη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού δεν ταλαιπωρήθηκε από τέτοιο δογματισμό και ταμπού όσο ο Λένιν. Για τον Αντόρνο, μορφές όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Κάουτσκυ δεν θα ‘πρεπε να προσεγγίζονται μονάχα σε σχέση με τη θεωρητική σκοπιά που πρότειναν ή τις έμπρακτες δράσεις που αναλάμβαναν, αλλά μάλλον κατά τον τρόπο που συσχέτιζαν θεωρία και πράξη, δηλαδή γιατί σκεπτόντουσαν πως έκαναν ό,τι έκαναν, όταν το έκαναν. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Αντόρνο, η θεωρία και πράξη έχουν μία μεταβαλλόμενη σχέση η οποία “κυμαίνεται” ιστορικά. [2]

Λένιν: ιστορία όχι γραμμική αλλά σπειροειδής

Ο Λένιν, και άλλοι μαρξιστές, θεωρούσαν πως το πολιτικό κόμμα εκτελούσε σημαντική λειτουργία σε σχέση με τη συνείδηση, και έγραψε στο “Τι να κάνουμε;” για την κεντρική “σημασία της θεωρητικής πάλης” για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου κόμματος. Η θεωρία για τον Λένιν δεν αποτελούσε απλώς ζήτημα γενίκευσης από την εμπειρία με όρους δοκιμής και λάθους, όπως στην παραδοσιακή (προκαντιανή) επιστημολογία, αλλά ζήτημα εγελιανής, “διαλεκτικής” έννοιας της ιστορίας: μ’ αυτόν τον τρόπο ο Λένιν κατανοούσε τη “θεωρία”. Γι’ αυτόν η ιστορία δεν προχωρούσε γραμμικά αλλά “σπειροειδώς”, μέσω επαναλήψεων και οπισθοδρομήσεων, όχι μέσω απλής γραμμικής “προόδου”. Μ’ αυτή την έννοια, το παρελθόν θα μπορούσε να αποτελεί προαγωγή του παρόντος ή το παρόν θα μπορούσα να εκπληρώσει στιγμές του παρελθόντος, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Και παρόμοιες διαφορετικές συνθήκες δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν απλώς ως “προοδευτικές”. Υπήρχε μάλλον για τον Λένιν μία σημαντική αμφισημία στην ιστορία, καθώς αυτή επιδεικνύει τόσο πρόοδο όσο και οπισθοδρόμηση. Στο λήμμα για τον Καρλ Μαρξ της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας (Γκρανάτ), περιγράφοντας τη διαλεκτική από μία μαρξική σκοπιά, ο Λένιν έγραφε:

“Στην εποχή μας η ιδέα της ανάπτυξης, της εξέλιξης, διαπέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά την κοινωνική συνείδηση, όμως από άλλους δρόμους, όχι μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδέα αυτή, όπως τη διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στηριγμένοι στον Χέγκελ, είναι πολύ πιο ολόπλευρη, πολύ πιο πλούσια σε περιεχόμενο, απ’ ό,τι η συνηθισμένη ιδέα της εξέλιξης. Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαμβάνει τις βαθμίδες που ήδη διέτρεξε, μα τις επαναλαμβάνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση («άρνηση της άρνησης»), μια ανάπτυξη, μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και όχι σε ευθεία γραμμή· –μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική· –«τομές εντός του συνεχούς»· μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα· –εσωτερικές ωθήσεις προς ανάπτυξη, που προέρχονται από την αντίφαση, από τη σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία· –αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία αποκαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει την ενιαία, την καθολική διαδικασία της κίνησης, η οποία ακολουθεί ορισμένους νόμους –αυτά είναι μερικά γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας (από τη συνηθισμένη) σε περιεχόμενο θεωρίας της ανάπτυξης.” [3]

Με τον μαρξισμό αναγνωρίστηκε η “κρίση” της αστικής κοινωνίας. Η κρίση της αστικής κοινωνίας περί το 1848 χαρακτηρίστηκε από τον Μαρξ, προκλητικά, “κεφάλαιο”. Ο Λένιν (μεταξύ άλλων ριζοσπαστών της Δεύτερης Διεθνούς όπως η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκυ) θεωρούσε πως η ιστορία της νεώτερης εποχής είχε οπισθοδρομήσει μέσω της “προόδου” από το 1848, τον καιρό των Μαρξ και Ένγκελς, από τη στιγμή του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”, ακριβώς μέσω της σπειροειδούς ανάπτυξης που καταδείκνυε πως και γιατί η επακόλουθη ανάπτυξη του μαρξισμού επιζητούσε την επανάκτηση του 1848. Αποτελούσε η ιστορία μετά το 1848 πρόοδο ή οπισθοδρόμηση; Με μία έννοια, και τα δύο. Σ’ αυτή την ιστορία, η αστική κοινωνία εμφανιζόταν συγχρόνως να ολοκληρώνει και να αρνείται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η αστική κοινωνία είχε γίνει ο εαυτός της περισσότερο από ποτέ. Από μια άλλη σκοπιά, ωστόσο, είχε απομακρυνθεί από τα προηγούμενα επιτεύγματά της, και μάλιστα τα υπονόμευε (για παράδειγμα με την επανεμφάνιση της δουλείας κατά τις δεκαετίες που οδήγησαν στον αμερικανικό εμφύλιο). Συνεπώς, οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς επιδίωξαν την επιστροφή στις πρωταρχικές δυνατότητες της αστικής κοινωνίας κατά την πρώτη στιγμή της κρίσης της, περί το 1848. Όπως το έθεσε ο Καρλ Κράους, με τρόπο που επηρέασε βαθιά τους Μπένγιαμιν και Αντόρνο, “η καταγωγή είναι ο στόχος”.[4] Παρότι η κρίση του κεφαλαίου ή της αστικής κοινωνίας μεγάλωνε, το ζήτημα ήταν εάν η κρίση προαγόταν, αναπτυσσόταν. Οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς αναγνώριζαν πως ενώ η κρίση του κεφαλαίου, με την έννοια του Μαρξ, μεγάλωνε, η κρίση έπρεπε να οδηγηθεί σε ανάπτυξη/προαγωγή, καθώς η ιστορία δεν προοδεύει αυτόματα. Μ’ αυτήν την έννοια υπήρχε δυνητικά μία επιστροφή της στιγμής του 1848 κατά την ανάπτυξη του ίδιου του μαρξισμού, η οποία δεν ήταν παρά η δυνατότητα να γίνει η αυξανόμενη κρίση – ό,τι η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν αποκαλούσαν “ιμπεριαλισμό” και ό,τι ο Λένιν όριζε ως “ανώτερο στάδιο” του καπιταλισμού – ιστορική ανάπτυξη.

Το παράδοξο αυτής της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού μέσω της επιστροφής σε μία παρελθούσα στιγμή δυνατότητας και συνακόλουθης “κρίσης”, εκφράστηκε οξυδερκώς από τον Καρλ Κορς, ο οποίος έγραψε το 1923 στο δοκίμιό του “Μαρξισμός και φιλοσοφία” τα εξής:

“Η μεταμόρφωση και ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας έγινε υπό το ιδεολογικό κάλυμμα της επιστροφής στην αποκαθαρμένη διδασκαλία ενός αυθεντικού ή αληθινού μαρξισμού. Εύκολα καταλαβαίνουμε όμως τόσο τις αιτίες γι’ αυτήν την κάλυψη, όσο και τον πραγματικό χαρακτήρα που αποκρύβεται εξαιτίας της. Αυτό που έκαναν και κάνουν στο πεδίο της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρητικοί όπως η Λούξεμπυοργκ στη Γερμανία και ο Λένιν στη Ρωσία, είναι η απελευθέρωσή της από τις παραλυτικές παραδόσεις [της σοσιαλδημοκρατίας]. Ανταποκρίνονταν συνεπώς στις πρακτικές ανάγκες ενός νέου επαναστατικού σταδίου προλεταριακής ταξικής πάλης, εφόσον αυτές οι παραδόσεις βάραιναν “σαν εφιάλτης” στον νου των εργαζόμενων μαζών, των οποίων η αντικειμενικά επαναστατική κοινωνικο-οικονομική θέση δεν συμβάδιζε πλέον μ’ αυτές τις πρώιμες εξελικτικές θεωρίες. Η εμφανής αναβίωση της αυθεντικής μαρξιστικής θεωρίας στην Τρίτη Διεθνή είναι απλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σε μία νέα επαναστατική περίοδο πρέπει να λάβουν σαφή επαναστατική μορφή, όχι μόνο το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και οι θεωρητικές έννοιες των κομμουνιστών που το εκφράζουν. Γι’ αυτόν τον λόγο αναβιώνεται τώρα μεγάλο μέρος του μαρξιστικού συστήματος το οποίο φαινόταν να έχει ουσιαστικά ξεχαστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.” [5]

Ποιες ήταν συνεπώς αυτές οι “επαναστατικές” πτυχές του μαρξισμού που ανακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της “κρίσης του μαρξισμού” (όπως το έθεσε ο Κορς), και με ποιον τρόπο συνέβαλε ο Λένιν στην ανάτκησή τους;

Ο Λένιν και το πολιτικό κόμμα

Σε μία σκοτεινή αλλά ενδεικτική παρατήρηση στην πρώτη υποσημείωση του βιβλίου “Τι να κάνουμε;”, ο Λένιν τόνιζε:

“Με την ευκαιρία, σημειώνουμε ότι στην ιστορία του νεώτερου σοσιαλισμού […] υπάρχει το εξαιρετικά παρήγορο φαινόμενο […] της σύγκρουσης διαφόρων κατευθύνσεων εντός του σοσιαλιστικού κινμήματος […]. Σ’ αυτές τις διαμάχες μεταξύ λασσαλικών και αϊζεναχικών, γκεντιστών και ποσσιμπιλιστών, φαβιανών και σοσιαλδημοκρατών, οπαδών της Ναρόντναγια Βόλια και των σοσιαλδημοκρατών […], σ’ αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό οπορτουνισμό, η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία ίσως δυναμώσει αρκετά ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση που από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη” [6]

Με άλλα λόγια, θα μπορούσε η επεξεργασία του προβλήματος του οπορτουνιστικού και ρεφορμιστικού “ρεβιζιονισμού” εντός του μαρξισμού να αποτελέσει μέσο υπέρβασης του κεφαλαίου; Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε σαν ο εγωκεντρισμός του μαρξισμού να έφτανε στο απόγειό του. Υπήρχε όμως επαρκής αιτιολόγηση γι’ αυτό. Δεν ήταν μόνο ο Λένιν (μετά το “Τι να κάνουμε;”) που ήθελε τους μενσεβίκους έξω από τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία (ο Λένιν συμφωνούσε με τους μενσεβίκους ως προς την ανάγκη αποκλεισμού των αποκαλούμενων “οικονομιστικών” τάσεων του μαρξισμού και των εργατικών οργανώσεων της εβραϊκής Μπουντ), αλλά και όπως σπάνια τονίζεται η Λούξεμπουργκ επίσης ήθελε του ρεφορμιστές ρεβιζιονιστές έξω από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (ο Κάουτσκυ φλυαρούσε ατελείωτα επί του θέματος αυτού). Οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήθελαν να διασπάσουν τη Δεύτερη Διεθνή ενάντια στους ρεφορμιστές (ή “οπορτουνιστές”).

Ο Λένιν δεν πίστευε μονάχα ότι οι διασπάσεις, δηλαδή οι πολιτικές διαιρέσεις, στην αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος ήταν εφικτές και επιθυμητές, αλλά και ότι ήταν απαραίτητες. Οι μόνες διαφορές του Λένιν με μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Κάουτσκυ αφορούσαν μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες παρόμοιες ρήξεις λάμβαναν ή μπορούσαν ή έπρεπε να λάβουν χώρα. Η Λούξεμπουργκ για παράδειγμα πίστευε ότι η ρήξη εντός της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903 ήταν πρώιμη κι έτσι διαφωνούσε με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους για τα οφέλη της. Και, κυρίως, το πρόβλημα δεν ήταν απλώς εάν μία πολιτική διάσπαση μπορούσε ή έπρεπε να λάβει χώρα, αλλά πως, και ακόμα, πότε. Η πολιτική θεωρούνταν ένα ιστορικό φαινόμενο.

Υπάρχει το συγκεκριμένο ζήτημα του “κόμματος” ως μορφή πολιτικής. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι “οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο στα υπόλοιπα κόμματα της εργατικής τάξης”. Αυτό φαινομενικά αποτελεί πρόβλημα για την περίπτωση του Λένιν, ο οποίος είναι διαβόητος σχετικά με το “κομματικό πρόβλημα”. Θέτει όμως ένα πρόβλημα για το ζήτημα του μαρξισμού γενικότερα, στο μέτρο που ο μαρξισμός εναντιώθηκε σε άλλες, αντιτιθέμενες, πολιτικές τράσεις εντός της εργατικής τάξης, όπως για παράδειγμα στον αναρχισμό κατά την Α’ Διεθνή. Τι είχε αλλάξει από την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς σε σχέση με αυτή του Λένιν;

Ως μαρξιστές, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ θεωρούσαν πως αγωνίζονταν για την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και του πολιτικού του κόμματος. Αλλά δεν ταυτίζονταν απλώς είτε με το κόμμα είτε με το κίνημα, η καταγωγή των οποίων ήταν ανεξάρτητη απ’ αυτούς. Τόσο το εργατικό κίνημα όσο και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα υπήρχαν ακόμα και χωρίς τον μαρξισμό. Συνεπώς το κόμμα ήταν ένα εργαλείο, όπως και το ίδιο το εργατικό κίνημα. Απαντώντας στην παρατήρηση του Μπερνστάιν ότι “το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα”, η Λούξεμπουργκ προχώρησε μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι χωρίς τον σκοπό του σοσιαλισμού το εργατικό κίνημα δεν ήταν τίποτα ή, ίσως ακόμα χειρότερα από το τίποτα, επιδείνωνε τα προβλήματα του καπιταλισμού, για παράδειγμα συμβάλλοντας στην ανάδυση της “ιμπεριαλιστικής” μορφής του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Πως κατανόησαν οι μαρξιστές το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα και τα πολιτικά του κόμματα; Για να αντιληφθούμε κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την κριτική του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα, επί του οποίου ιδρύθηκε το γερμανικό SPD, καθώς και τη συνακόλουθη κριτική του Ένγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης που κατέστησε τον μαρξισμό επίσημη γραμμή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εάν άσκησαν κριτική στα προγράμματα αυτά, η αιτία ήταν πως αυτή είναι η δουλειά των μαρξιστών: η κριτική. Ό,τι και να γραφόταν σ’ αυτά τα προγράμματα είναι σίγουρο ότι θα προκαλούσαν τις κριτικές παρατηρήσεις των Μαρξ και Ένγκελς.

Οι μαρξιστές, δηλαδή οι Μαρξ και Ένγκελς, φαίνεται πως διστακτικά συμφώνησαν με τη διαμόρφωση ενός μόνιμου κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όχι χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις και προειδοποιήσεις. Η υποστήριξη της κομματικής πολιτικής ήταν προσωρινή και υπό όρους. Για παράδειγμα, το 1917, ο ίδιος ο Λένιν απείλησε να παραιτηθεί από το κόμμα των μπολσεβίκων. Ο Λένιν θεωρούσε ότι θα μπορούσε να παραιτηθεί από το κόμμα και να συνεχίσει να ηγείται της επανάστασης, ότι θα παραιτούνταν από το κόμμα ώστε να ηγηθεί της επανάστασης.

Ο βιογράφος της Λούξεμπουργκ, ο βρετανός πολιτικός επιστήμονας J.P.Nettl, επικέντρωσε το ζήτημα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα σύνολο προβληματικών εννοιών, οι οποίες συνολικά είχαν αμφισβητηθεί από τη ριζοσπαστική Αριστερά της Β’ Διεθνούς, από μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν. Το κόμμα μπορούσε να συλληφθεί σα συσσωρευτής συμφερόντων και ομάδα πίεσης επί του κράτους ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ή θα μπορούσε να συλληφθεί, όπως και το είχε συλλάβει απροκάλυπτα η ηγεσία του υπό την οργανωτική πρωτοβουλία του Μπέμπελ και τη θεωρητική πρωτοβουλία του Κάουτσκυ, σαν “κράτος εντός του κράτους” ή, σύμφωνα με την ορολογία του Νετλ, σαν “κόμμα-κληρονόμος”, το οποίο στόχευε στην κατάκτηση της εξουσίας. [7] Εδώ εμπλεκόταν μια προβληματική θεωρία όχι μόνο της επανάστασης αλλά και του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η ιδέα της οικοδόμησης της οργάνωσης της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού ώστε όταν η τελική του κρίση κατέφθανε, η πολιτική εξουσία θα έπεφτε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι οργάνωναν την εργατική τάξη προβλέποντας μία παρόμοια εξέλιξη των γεγονότων. Όμως οι θεωρητικές αυτές συλλήψεις αμφισβητήθηκαν και δέχθηκαν κριτική, όχι μόνο από μετέπειτα ριζοσπάστες όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, αλλά επίσης από τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς. Μαρξιστές όπως οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν, ορθά, βαθιά καχύποπτοι απέναντι στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως ένα διαρκή και μόνιμο πολιτικό θεσμό της εργατικής τάξης.

Το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής

Για την κατάλληλη εστίαση αυτής της συζήτησης σημαντική προϋπόθεση είναι η επιστροφή στην κλασική φιλελεύθερη περιφρόνηση για τα πολιτικά κόμματα. Δεν υπήρχε όρος που να προκαλεί μεγαλύτερη πολιτική καταφρόνηση από τον “άνθρωπο του κόμματος”, ή την “κομματική” πολιτική, όροι που παραβίαζαν όχι μόνο την αξία των σκεπτόμενων ατόμων αλλά, επίσης, και ίσως πιο σημαντικά, την ίδια την έννοια της πολιτικής στη φιλελεύθερη και δημοκρατική της σύλληψη, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Ενώ το κράτος ήταν καταναγκαστικό, οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών ήταν εθελοντικοί. Στο μέτρο που τα πολιτικά κόμματα, ως μορφές συνένωσης, μπορούσαν να θεωρηθούν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η συνάρθρωσή τους, ως σχηματισμών, με την πολιτική εξουσία του κράτους φάνηκε στους κλασικούς φιλελεύθερους στοχαστές ως ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ο Χέγκελ ας πούμε, προτιμούσε ρητά την κληρονομική μοναρχία επί της δημοκρατίας ως μορφή εκτελεστικής εξουσίας, ακριβώς επειδή η πρώτη δεν ανέγειρε παρόμοια προβλήματα. Για τον Χέγκελ, η κοινωνία των πολιτών θα παρέμενε περισσότερο ελεύθερη υπό μοναρχικό παρά υπό δημοκρατικό πολίτευμα, καθώς στο τελευταίο θεωρούσε πως η πολιτική εξουσία θα στρεβλωνόταν από ιδιωτικά συμφέροντα. Ο κίνδυνος εντοπιζόταν στη δυνατότητα μίας ομάδας της κοινωνίας των πολιτών να καταλάβει την κρατική εξουσία για τα στενά, ιδιωτικά της συμφέροντα. Επιπλέον, στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, η ιδέα του “επαγγελματία πολιτικού” ήταν αυστηρά ελεγχόμενη. Όσοι εμπλέκονταν στην κρατική πολιτική το έκαναν μάλλον μέσω άλλων θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, ως επιχειρηματίες, καθηγητές, ιερείς κλπ, και μόνο διστακτικά αναλάμβαναν το καθήκον ενός δημόσιου αξιώματος: “είναι μια βρώμικη δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει”.

Αυτό το πρόβλημα της νεώτερης πολιτικής και οι μορφές του επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με στοχαστές όπως ο Ρόμπερτ Μίχελς, μαθητής και συνεργάτης του Μαξ Βέμπερ, που ασχολήθηκε επίσης με το πρόβλημα της νεώτερης “γραφειοκρατίας” και, σε μία έρευνα που αποτέλεσε ορόσημο, συνέκρινε το γερμανικό SPD με το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, ειδικά σε σχέση με το ζήτημα της “κομματικής μηχανής”, με τα “εκλογικά της αφεντικά”, ή αλλώς της μηχανικής κομματικής πολιτικής, και με τη συνακόλουθη τάση προς ό,τι ο Μίχελς αποκάλεσε “ολιγαρχία”. Ο Μίχελς υπήρξε μέλος του SPD, στη ριζοσπαστική του τάση, μέχρι το 1907. (Ο Μίχελς, που μελέτησε επίσης το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας, στρατεύτηκε αργότερα στον ιταλισμό φασισμό υπό τον πρώην σοσιαλιστή Μπενίτο Μουσολίνι, επειδή νόμιζε πως ο φασισμός αποτελούσε λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Συνεπώς, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής ήταν οικείο θέμα την εποχή του Λένιν. Για τους ριζοσπάστες μαρξιστές της Β’ Διεθνούς, όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, το εργατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν προοριζόταν να αποτελέσει συσσωρευτή συμφερόντων και διαρκή πολιτικό θεσμό κοινωνικής εξουσίας, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ (το οποίο έγινε εν τέλει το κόμμα των εργατικών συνδικάτων). Ποια ήταν, τότε, η λειτουργία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σύμφωνα με τους Λένιν και Λούξεμπουργκ;

Προφανώς, οι πολιτικοί προβληματισμοί του Λένιν δεν ήταν ίδιοι μ’ αυτούς των φιλελεύθερων οι οποίοι επιδίωκαν να αποτρέψουν την παρεμπόδιση του δυναμισμού της κοινωνίας των πολιτών στον καπιταλισμό από την αποστέωση της πολιτικής εξουσίας. Γιατί ο προβληματισμός του Λένιν αφορούσε πάνω απ’ όλα την επανάσταση, δηλαδή τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ήταν όμως το πρόβλημα της πολιτικής κατά συνέπεια τόσο διαφορετικό στην περίπτωση του Λένιν; Αυτό εγείρει το σημαντικό πρόβλημα της συσχέτισης της κοινωνικής επανάστασης και μετασχηματισμού με την “πολιτική” στη νεώτερη σημασία της. Δηλαδή, εάν ο Λένιν ενδιαφερόταν για το “τέλος” της πολιτικής όπως την είχε συλλάβει ο φιλελευθερισμός και όπως ασκούνταν στον καπιταλισμό, ή αντίθετα εάν ενδιαφερόταν για την αφαίρεση του εμποδίου που είχε καταλήξει να είναι ο καπιταλισμός ως προς την άσκηση της πολιτικής. Με ποιον τρόπο η υπέρβαση του κοινωνικού προβλήματος του καπιταλισμού είχε γίνει μία νέα αρχή για την αληθινή άσκηση της πολιτικής; Μ’ αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική μεσολάβηση γεννήθηκε αλλά εν τέλει διαμορφώθηκε και διαστρεβλώθηκε από τη νεώτερη κοινωνία του κεφαλαίου, ειδικά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Η “πολιτική” είναι νεώτερο φαινόμενο. Η νεώτερη πολιτική καθορίζεται από την κρίση του κεφαλαίου στη νεώτερη ιστορία. Ο παραδοσιακός πολιτισμός, πριν από την αστική καπιταλιστική εποχή, βίωνε κρίσεις οι οποίες μπορούσαν να θεωρούνται μόνο φυσικές ή θεϊκές ως προς τις αιτίες τους. Η νεώτερη κοινωνία, για τους μαρξιστές (αλλά και τους φιλελεύθερους) βιώνει μάλλον ανθρωπογενείς κρίσεις, οι οποίες συνεπώς μπορούν να υπαχθούν στη σφαίρα της πολιτικής. Πράγματι η αστική πολιτική απαντά στη διαρκή κρίση του καπιταλισμού – με μία έννοια, μόνο αυτό κάνει – όμως απαντά ανεπαρκώς, φυσικοποιώντας πτυχές του καπιταλισμού οι οποίες θα έπρεπε να θεωρούνται μεταβλητές, αλλά οι οποίες, σύμφωνα με τους μαρξιστές, μπορούν να θεωρούνται ως τέτοιες, ριζικά και με συνέπεια μεταβλητές, από μία προλεταριακή ή εργατική σοσιαλιστική σκοπιά. Συνεπώς, η νεώτερη πολιτική κατατρύχεται από το “φάντασμα του κομμουνισμού” ή σοσιαλισμού. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, “κάθε αίτημα για την απλούστερη αστική οικονομική μεταρρύθμιση, τον πιο κοινό φιλελευθερισμό, τον πιο τυπικό ρεπουμπλικανισμό, την πιο ανούσια δημοκρατία, […] στιγματίζεται ως ‘σοσιαλισμός’.”[8] Περαιτέρω, το συγκεκριμένο νόημα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού υπόκειται σε αλλαγή. Για τους μαρξιστές, το αίτημα για σοσιαλισμό τον 19ο αιώνα αποτέλεσε μηχανή καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την ιστορική έννοια. Η ιστορία (story) του σοσιαλισμού είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του κεφαλαίου, και το πρόβλημα του εάν και πως η κρίση του μεγαλώνει και προάγεται.

Επιπλέον, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής per se είναι ένα φαινόμενο της μετά-το-1848 εποχής, αξεδιάλυτο από τον νεώτερο σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η κρίση της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και η αποτυχία της “κοινωνικής δημοκρατίας” (“social republic”) το 1848, ήταν η κρίση της αστικής κοινωνίας ως φιλελεύθερης. Η άνοδος της κομματικής πολιτικής συνεπώς ήταν στοιχείο του αυξανόμενου αυταρχισμού της αστικής κοινωνίας, της αποτυχίας του φιλελευθερισμού. Ως τέτοιος, ο σοσιαλισμός χρειαζόταν να αναλάβει τα προβλήματα της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου τα οποία η αστική πολιτική είχε εγκαταλείψει στον μετά-το-1848 κόσμο. Για τον Μαρξ, το πρόβλημα εντοπιζόταν κατεξοχήν στον δημοφιλή αυταρχισμό του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ενάντια στους φιλελεύθερους της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, με κορύφωση το coup d’état και την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, οι καπιταλιστές δεν ήταν πλέον ικανοί, και οι εργάτες δεν ήταν ακόμα ικανοί να διαφεντεύουν την αστική κοινωνία του κεφαλαίου. Η κομματική πολιτική συνεπώς ήταν συνδεδεμένη με το ιστορικό φαινόμενο του Βοναπαρτισμού.

Ο Λένιν και η κρίση του μαρξισμού

Κατά την περίοδο στενής συνεργασίας μεταξύ της Λούξεμπουργκ και του Λένιν κατά τη Ρωσική Επανάσταση του 1905, η Λούξεμπουργκ εξαπέλυσε μία κριτική της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των εργατικών συνδικάτων στην μπροσούρα της “Μαζική απεργία, πολιτικό κόμμα και συνδικάτα”. (Επίσης, την ίδια περίοδο η Λούξεμπουργκ υπερασπίστηκε τον Λένιν γράφοντας ενάντια στην κατηγορία περί “μπλανκισμού” που του είχαν προσάψει οι μενσεβίκοι, την οποία αποκαλούσε “σχολαστική”, θεωρώντας πως λέει πολλά περισσότερα για τον ρεφορμιστικό οπορτουνισμό αυτών που εξαπέλυαν τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν, παρά για τον ίδιο τον στόχο τους [9]). Στην μπροσούρα της για τη μαζική απεργία, η Λούξεμπουργκ σκιαγράφησε εξειδικευμένους και μη-ταυτόσημους ρόλους για τα διάφορα στοιχεία που επισήμαινε στον τίτλο της, δηλαδή για τις απεργιακές επιτροπές, τα πολιτικά κόμματα, και τα εργατικά συνδικάτα (δεν έκανε αναφορά συγκεκριμένα στα “σοβιέτ”, ή αλλιώς εργατικά συμβούλια). Μ’ αυτή την έννοια, η “μαζική απεργία” ήταν για τη Λούξεμπουργκ ένα σύμπτωμα της ιστορικής ανάπτυξης και κρίσης της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτό δημιουργούσε ένα πρόβλημα πολιτικής, και όχι απλά τακτικής. Δηλαδή, για τη Λούξεμπυργκ, η μαζική απεργία αποτελούσε φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία είχε αναπτύξει τα πολιτικά της κόμματα και εργατικά συνδικάτα, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες ιστορικές αναγκαιότητες. Η μποροσούρα της Λούξεμπουργκ ήταν, πάνω απ’ όλα, μία κριτική του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο αντιμετώπιζε ως ιστορικό σύμπτωμα. Αυτό προεικόνιζε η πρότερη μπροσούρα της Λούξεμπουργκ (“Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;”) όπου διευθετούσε το ζήτημα της raison d’être του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος (τον συνδυασμό πολιτικού κόμματος και εργατικών συνδικάτων).

Μέσω αυτής της σκοπιάς σύλληψης της ιστορίας του εργατικού κινήματος και του ίδιου του μαρξισμού ως ενδογενών στοιχείων της ιστορίας του καπιταλισμού, γίνεται εφικτή η κατανόηση της περαιτέρω έκφρασης της πολιτικής στα μετέπειτα έργα του Λένιν, όπως το “Κράτος και επανάσταση” και τον “Αριστερισμό”, όπως και η κατανόηση των πολιτικών συγκρούσεων που συνόδευαν το νεαρό σοβιετικό κράτος από τη Ρωσική Επανάσταση μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο και τη σταθεροποίηση του διεθνούς καπιταισμού μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λένιν διατήρησε μια αυστηρά μινιμαλιστική σύλληψη του κράτους, περιορίζοντάς το στο μονοπώλιο της εξουσίας για την άσκηση εξαναγκασμού, με σκοπό ακριβώς την αποφυγή της πανπεριεκτικής σύλληψης του κράτους ως το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής. Παρομοίως, ο Λένιν έκρινε ως “παδική” την ανυπομονησία των υποτιθέμενων ριζοσπαστών απέναντι στις υπάρχουσες μορφές πολιτικής μεσολάβησης, όπως τα κοινοβούλια, τονίζοντας αταλάντευτα πως ενώ ο μαρξισμός μπορεί να έχει ξεπεράσει “θεωρητικά” μια φιλελεύθερη σύλληψη του κράτους, αυτό δεν είχε ακόμα επιτευχθεί “πολιτικά”, δηλαδή στην πράξη. Απαντώντας στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών συνδικάτων στο σοβιετικό κράτος, ο Λένιν επέμενε ότι τα συνδικάτα ήταν απαραίτητο να παραμείνουν ανεξάρτητα, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Οι εργάτες χρειάζονταν την ικανότητα, σύμφωνα με τον Λένιν, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους απέναντι στο κόμμα και το κράτος. Αναγνώριζε την αναγκαιότητα μίας ρητώς εκφρασμένης μη-ταυτότητας μεταξύ του κράτους, των πολιτικών κομμάτων, και άλλων εθελοντικών θεσμών της κοινωνίας των πολιτών όπως τα συνδικάτα. Θεμελίωση αυτής της πεποίθησης αποτελούσε η οπτική του Λένιν επί των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες θεωρούσε πως δεν μπορούσαν να καταργηθούν με ένα χτύπημα μέσω της πολιτικής επανάστασης. Παρά τη “συντριβή” του, το κράτος θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, όχι επί τη βάσει μίας νέας κοινωνικής αρχής, αλλά της συνέχισης αυτού που ο Λένιν αποκαλούσε “αστικό δίκαιο”, για μεγάλο διάστημα μετά την πολιτική ανατροπή, και την κοινωνική εξάλειψη ακόμα, της διακριτής καπιταλιστικής τάξης. Το “αστικό δίκαιο” επιβίωνε ακριβώς μεταξύ των εργατών (και άλλων πρότερα εκμεταλλευόμενων μελών της κοινωνίας) κι έτσι αναπόφευκτα καθοδηγούσε τις κοινωνικές τους σχέσεις, καθιστώντας αναγκαίο ένα κράτος το οποίο θα μπορούσε μονάχα να “απονεκρωθεί”. Η πολιτική θα μπορούσε μονάχα με αργούς ρυθμούς να μετασχηματιστεί.

Τέλος, προκύπτει το ζήτημα της επίμονης προσκόλλησης του Αντόρνο στον Λένιν, παρά τις φαινομενικές, με την πρώτη ματιά, παράταιρες αντιφάσεις σε σχέση με την οπτική και πολιτική πρακτική του ίδιου του Λένιν. Για παράδειγμα, σε ένα όψιμο δοκίμιο του 1969, ο Αντόρνο επαινούσε το συνταγματικό σύστημα των ΗΠΑ για τον “διαχωρισμό των εξουσιών” και το σύστημα “ελέγχου και ισορροπιών” ως κρίσιμα για τη διατήρηση της κριτικής λειτουργίας του Λόγου (reason) στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.[10] Αλλά αυτό για τον Αντόρνο ήταν ένα παράδειγμα, το οποίο δεν θα έπρεπε να υποστασιοποιείται ως τέτοιο. Η ταύτιση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στο “σοβιετικό” σύστημα των “εργατικών συμβουλίων” συλλαμβανόταν από τον Λένιν, όπως πολύ καλά ήξερε ο Αντόρνο, ως συνυπάρχουσα με διακριτές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών όπως τα πολιτικά κόμματα, τα εργατικά συνδικάτα και άλλες εθελοντικές ομάδες, κι έτσι δεν παραβίαζε αναγκαστικά, και σίγουρα όχι από πρόθεση, τον κριτικό ρόλο της πολιτικής μεσολάβησης στα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας.

Η σύγχυση και συνταύτιση του μοντέλου κομματικής πολιτικής του Λένιν σα μορφή κρατικής πολιτικής κατά την επιδίωξη του σοσιαλισμού, αποτελεί μεγάλο λάθος. Ο Λένιν προϋπέθετε τη σημαντική μη-ταυτότητά τους. Αντιλαμβανόταν το κόμμα ως ένα μόνο μεταξύ πολλών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλαπλών κομμάτων της εργατικής τάξης τα οποία θα συανγωνίζονταν να κερδίσουν την υποστήριξή της, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και πολλαπλών “μαρξιστικών” κομμάτων, τα οποία θα διαφοροποιούνταν ως προς τον τρόπο συσχέτισης θεωρίας και πράξης, μέσων και σκοπών.

Αντιθέτως, δεν υπήρχε τίποτα τόσο καταπιεστικό και αυταρχικό όσο το σοσιαλδημοκρατικό “κόμμα ολόκληρης της τάξης” όπως το εννοούσε ο Κάουτσκυ (ή ο Μπέμπελ) – όσο το σοσιαλδημοκρατικό σύνθημα “μία τάξη, ένα κόμμα”, σύμφωνα με το οποίο στο μέτρο που οι καπιταλιστές έχουν ενιαίο συμφέρον ενάντια στους εργάτες, οι εργάτες πρέπει να ενοποιηθούν ενάντια στους καπιταλιστές. Εξάλλου ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που εξαπέλυσε την αντεπανάσταση ενάντια στους Λένιν και Λούξεμπουργκ.

Ο Λένιν διατήρησε την πολιτική διχάζοντας τον μαρξισμό. Αυτό δεν συγχωρέθηκε ποτέ στον Λένιν. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό είναι που πρέπει να τον θυμόμαστε.

Υποσημειώσεις:

[1]. Moshe Lewin, Lenin’s Last Struggle (Ann Arbor: University of Michigan Press, 2005).

[2]. Adorno, Negative Dialectics, trans. E. B. Ashton (New York: Continuum, 1973), 143.

[3]. Lenin, Karl Marx: A Brief Biographical Sketch with an Exposition of Marxism, II. “The Marxist Doctrine,” in Lenin, Collected Works vol. 21 (Moscow: Progress Publishers, 1974). Originally published in 1915. Available on-line at: <http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1914/granat/ch02.htm>.
Τροποιήσαμε τη μετάφραση του TVXS
http://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%BF-%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CF%81-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BB-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BE

[4]. Cited by Benjamin in “On the Concept of History,” Selected Writings vol. 4 1938–40 (Cambridge, MA: Harvard, 2003), 395.

[5]. Korsch, “Marxism and Philosophy,” in Marxism and Philosophy, ed. and trans. Fred Halliday (New York: Monthly Review Press, 2008), 67–68.

[6]. Lenin, What Is to Be Done? Burning Questions of Our Movement (1902), available on-line at: <http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1901/witbd/i.htm>.

[7]. Peter Nettl, “The German Social Democratic Party 1890-1914 as Political Model,” Past and Present 30 (April 1965).

[8]. Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, in Robert Tucker, ed., Marx-Engels Reader 2nd edition (New York: Norton, 1978), 602.

[9]. Rosa Luxemburg, “Blanquism and Social Democracy” (1906). Available on-line at: http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1906/06/blanquism.html.

[10]. Adorno, “Critique,” Critical Models: Interventions and Catchwords, trans. Henry W. Pickford (New York: Columbia University Press, 1998).

 

Το θεμελιώδες ζήτημα της δομής της κοινωνίας του παρόντος (υπότιτλος αγγλικής μετάφρασης)

Θα ήθελα να μιλήσω σχετικά με τις εναλλακτικές: ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία. Όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με το καθεστώς αντιπαράθεσης  στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών θα μπορούσε να παρασυρθεί από την υποψία ότι πρόκειται για μια διαμάχη περί ονομασιών. Οι εμπειρογνώμονες μπορεί να θεωρηθεί ότι βασανίζονται από την μάταιη ανησυχία για το αν η παρούσα φάση ήταν το ένα ή το άλλο πράγμα και ως εκ τούτου άξιζε να αποκαλείται με το ένα όνομα αντί με το άλλο. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ουσίας στο θέμα. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να υπερισχύει σύμφωνα με το μοντέλο του, όσο και αν έχει τροποποιηθεί, ή αν η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει καταστήσει την  έννοια του καπιταλισμού παρωχημένη, και μαζί με αυτή, την διάκριση μεταξύ καπιταλιστικών και μη-καπιταλιστικών κρατών και ακόμα και την κριτική του καπιταλισμού.

Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν αληθεύει ότι ο Μαρξ είναι ξεπερασμένος. Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, διαδεδομένο ανάμεσα στους κοινωνιολόγους σήμερα, ο κόσμος είναι τόσο απόλυτα καθορισμένος από την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη στην τεχνολογία ώστε οι κοινωνικές σχέσεις που κάποτε χαρακτήριζαν τον καπιταλισμό –δηλαδή ο μετασχηματισμός της ζωντανής εργασίας σε εμπόρευμα, με την συνακόλουθη σύγκρουση μεταξύ των τάξεων – έχουν χάσει πλέον την κρίσιμη αναφορά τους ή μπορούν ακόμη να ξαποστέλνονται/αποδίδονται στην σφαίρα της δεισιδαιμονίας. Την ίδια στιγμή, μπορούμε να επισημάνουμε τα καταφανή σημεία σύγκλισης μεταξύ των τεχνικά πιο ανεπτυγμένων εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Με όρους βιοτικού επιπέδου και συνείδησης, ιδιαίτερα στα πιο σημαντικά Δυτικά κράτη οι ταξικές διαφορές είναι αποδεδειγμένα πολύ λιγότερο ορατές τώρα απ’ ότι ήταν στις δεκαετίες κατά την διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης ή σε αυτές που την ακολούθησαν. Οι προγνώσεις της θεωρίας των τάξεων, όπως η  εξαθλίωση και η κατάρρευση του καπιταλισμού δεν έχουν εκπληρωθεί κατά έναν τρόπο που να δικαιώνει το ριζοσπαστικό περιεχόμενό τους. Το να μιλάμε για «σχετική εξαθλίωση» είναι γελοίο. Ακόμα και αν ο όχι μονοσήμαντος νόμος της πτώσης του ποσοστού κέρδους του Μαρξ είχε αποδειχθεί αληθινός, θα έπρεπε να παραδεχτούμε πως ο καπιταλισμός έχει ανακαλύψει εντός του τους πόρους εκείνους οι οποίοι έχουν αναβάλει την κατάρρευσή του εις τον αιώνα τον άπαντα/ επ’ αόριστον. Αυτοί οι πόροι περιλαμβάνουν, στην κορυφή της λίστας, την τεράστια ανάπτυξη του τεχνικού δυναμικού και μαζί με αυτό τη μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, διαθέσιμα σε όλα τα μέλη των τεχνολογικά προηγμένων εθνών. Συνάμα, εν όψει αυτής της τεχνικής ανάπτυξης οι σχέσεις παραγωγής αποδείχτηκαν πιο ευέλικτες/ελαστικές  απ’ ότι περίμενε ο Μαρξ .

Τα κριτήρια των ταξικών σχέσεων που οι εμπειρικοί κοινωνιολόγοι αρέσκονται να αποκαλούν κριτήρια κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή οι διαφορές των εισοδημάτων, το βιοτικό επίπεδο και η εκπαίδευση είναι γενικεύσεις [των] ευρημάτων που αφορούν μεμονωμένα άτομα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να τα αποκαλέσουμε υποκειμενικά. Τουναντίον ο παλαιός ορισμός της τάξης έμελλε να είναι αντικειμενικός, ανεξάρτητος από τους δείκτες που προέρχονταν απευθείας από τις ζωές των υποκειμένων τους, όσο και αν αυτοί οι δείκτες εκφράζουν αντικειμενικές κοινωνικές πραγματικότητες. Η Μαρξική θεωρία [marxische Theorie] βασιζόταν στην θέση των εργοδοτών και των εργατών μέσα στη διαδικασία της παραγωγής, και τελικά αναφερόταν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στις κυρίαρχες σχολές κοινωνιολογίας σήμερα, αυτή η προκείμενη απορρίπτεται ως δογματική. Η διένεξη/διαμάχη χρειάζεται να επιλυθεί θεωρητικά, όχι απλά με την παρουσίαση γεγονότων· αυτά ναι μεν  συνεισφέρουν στην κριτική, μπορεί όμως επίσης –σύμφωνα με την κριτική θεωρία- να συσκοτίζουν κοινωνικές δομές. Ακόμα και οι αντίπαλοι της διαλεκτικής δεν είναι πλέον πρόθυμοι να αναβάλουν επ’ αόριστον την ανάπτυξη μιας θεωρίας που [θα] λαμβάνει υπόψη της τα κύρια ενδιαφέροντα της κοινωνιολογίας. Η διαμάχη είναι βασικά [διαμάχη] ερμηνείας [Deutung] –εκτός και αν θέλουμε να εξορίσουμε την επιθυμία για εξεύρεση λύσης στην λήθη/αφάνεια του μη-επιστημονικού.

Μια διαλεκτική θεωρία της κοινωνίας ασχολείται με τους δομικούς νόμους που διέπουν τα γεγονότα, που εκδηλώνονται σε αυτά, και που τροποποιούνται από αυτά. Με τον όρο δομικοί νόμοι εννοεί τάσεις που προκύπτουν, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά, από τα ιστορικά συστατικά μέρη του όλου συστήματος. Τα μαρξιστικά μοντέλα για αυτό ήταν ο νόμος της αξίας, ο νόμος της συσσώρευσης και ο νόμος της κατάρρευσης [του καπιταλισμού]. Με τον όρο δομή, η διαλεκτική θεωρία δεν εννοεί τύπους υπό τους οποίους τα κοινωνιολογικά ευρήματα εισάγονται κατά το δυνατόν πληρέστερα, αδιάλλειπτα και ελεύθερα αντιφάσεων.. Έτσι αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί συστηματοποιήσεων αλλά πολλώ μάλλον για το σύστημα της κοινωνίας που προϋπάρχει/που προϋποτίθεται των διαδικασιών και των δεδομένων της επιστημονικής γνώσης. Μια τέτοια θεωρία είναι η τελευταία που θα αντισταθεί στα γεγονότα και σίγουρα δεν θα τα στρεβλώσει προκειμένου να ικανοποιήσει μια  προειλημμένη θέση. Διότι σε αυτήν την περίπτωση θα διολίσθαινε αναμφίβολα στον δογματισμό και θα επαναλάμβανε στο επίπεδο του στοχασμού αυτό που οι δυνάμεις της Ανατολικής Ευρώπης ενάσκησαν, μέσω του εργαλείου του διαλεκτικού υλισμού, στην πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, θα ακινητοποιούσε αντικείμενα τα οποία από την φύση τους δεν μπορούν παρά να συλληφθούν ως εν κινήσει. Έτσι ένας φετιχισμός του αντικειμενικού νόμου δημιουργείται κατ’ αντιστοιχία προς τον φετιχισμό των γεγονότων. Μια διαλεκτική θεωρία διαποτισμένη από την οδυνηρή εμπειρία της κυριαρχίας αυτών των νόμων, δεν τους αποθεώνει/υμνολογεί  αλλά τους υποβάλλει σε κριτική, όπως υποβάλλει σε κριτική την ψευδαίσθηση/επίφαση ότι τα μεμονωμένα και συγκεκριμένα γεγονότα καθορίζουν την πορεία του κόσμου.  Κατά πάσα πιθανότητα, υπό την επήρειά της, το μεμονωμένο και συγκεκριμένο δεν υφίσταται ακόμα. Η λέξη «πλουραλισμός» στηρίζει την ουτοπική πεποίθηση ότι η ουτοπία ήδη υπάρχει: χρησιμεύει για να μας κατευνάσει. Αυτός είναι ο λόγος που η διαλεκτική θεωρία, η οποία αναστοχάζεται τον εαυτό της κριτικά, δε δύναται να επαναπαυθεί από την πλευρά της στο μέσον του καθολικού. Το να ξεφύγει από αυτή την μεσολάβηση είναι πράγματι στις προθέσεις της.

Ούτε είναι απρόσβλητη από την ψευδή διάκριση μεταξύ καθαρού στοχασμού και εμπειρικής έρευνας. Πρόσφατα, ένας Ρώσος διανοούμενος με αξιοσημείωτη επιρροή μου είπε πως η κοινωνιολογία είναι μια νέα επιστήμη στην Σοβιετική Ένωση. Αυτό που εννοούσε ήταν η εμπειρική κοινωνιολογία. Το γεγονός ότι αυτό θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με την θεωρία της κοινωνίας που επέχει θέση κρατικής θρησκείας στην χώρα του τού ήταν τόσο λίγο προφανές, όσο το γεγονός ότι ο Μαρξ διεξήγαγε εμπειρική έρευνα. Η πραγμοποιημένη συνείδηση δεν παύει να υφίσταται εκεί όπου  η έννοια της πραγμοποίησης κατέχει τιμητική θέση. Ο κομπασμός σχετικά με έννοιες όπως ο «ιμπεριαλισμός» ή το «μονοπώλιο», ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής τους και της πραγματικότητας που αντιστοιχούν σε αυτές, είναι ψευδής και παράλογος. Είναι σύστοιχος προς την στάση εκείνη, η οποία χάριν της τυφλής νομιναλιστικής της παράστασης περί «γεγονότων», οχυρώνεται έναντι της ιδέας ότι έννοιες, όπως η «ανταλλακτική κοινωνία», παραπέμπουν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα και εκφράζουν έναν καταναγκασμό του καθολικού  που υπερβαίνει τα γεγονότα και που δεν δύναται πάντα να αναχθεί σε λειτουργικά καθορισμένες πραγματικότητες. Πρέπει να εργαστούμε ενάντια σε αμφότερες τις τάσεις αυτές. Με αυτή την έννοια το θέμα μας, ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία, μαρτυρά την μεθοδολογικής φύσης πρόθεσή μας να εξασκήσουμε την αυτοκριτική μέσα σε πνεύμα ελευθερίας/για αυτοκριτική εξ αφορμής της ελευθερίας [Selbstkritik aus Freiheit].

Μία απλή απάντηση στην ερώτηση που θέτει το θέμα μας ούτε αναμένεται ούτε αναζητείται. Οι εναλλακτικές λύσεις που μας αναγκάζουν να αποφασίσουμε υπέρ του ενός ή του άλλου, έστω και στο επίπεδο της θεωρίας, είναι  ήδη οι ίδιες καταστάσεις καταναγκασμού οι οποίες αναπαρήχθησαν σε μια ανελεύθερη κοινωνία και μεταφέρθηκαν στην σκέψη εκείνων, των οποίων καθήκον είναι να άρουν τον ζυγό της ανελευθερίας, επιμένοντας πεισματικά στον στοχασμό. Ο διαλεκτικός, πάνω απ’ όλα, δεν θα πρέπει να αφήσει τον εαυτό του να εξαναγκαστεί σε μια δεσμευτική διάκριση μεταξύ ύστερου καπιταλισμού και βιομηχανικής κοινωνίας, ούτε να αρκεστεί σε μία χαλαρή απόφανση του τύπου «από την μια πλευρά … και από την άλλη». Αντίθετα προς την συμβουλή του Μπρεχτ, [ο διαλεκτικός] πρέπει να αποφύγει την απλούστευση επειδή η κοινότοπη σκέψη [Denkgewohnheit] θα του υποβάλλει και μια κοινότοπη απάντηση, ακριβώς όπως θα υποβάλλει στους αντιπάλους του την αντίθετη απάντηση. Όποιος δεν παραβλέπει την προτεραιότητα που έχει η δομή έναντι των γεγονότων [Sachverhalte], σε αντίθεση με τους περισσότερους  αντιπάλους του, δεν θα μπει στον πειρασμό να απορρίψει αντιφάσεις ως λογικά σφάλματα ούτε να τις εξαλείψει προκειμένου να εξασφαλίσει την συνοχή του επιστημονικού πλαισίου. Αντίθετα, θα τις αναζητήσει μέσα την κοινωνική δομή, η οποία ήταν ανταγωνιστική από τότε που υπάρχει ρητά κοινωνία και η οποία παρέμεινε ανταγωνιστική όπως επέδειξαν αδρομερώς οι διαμάχες εξωτερικής πολιτικής, η μόνιμη απειλή του πολέμου και πρόσφατα η ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Αυτό παραγνωρίζεται  από τον αντίθετο τρόπο σκέψης, ο οποίος συνεχώς προβάλλει την τυπικής λογικής ιδέα  ότι η αντίφαση είναι φευκτέα στο εκάστοτε διανοητικό αντικείμενο. Αποστολή μας δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων, είτε για επιστημονικούς λόγους είτε για λόγους γούστου. Τουναντίον, σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων εκφράζει την αντίφαση που χαρακτηρίζει την σημερινή κατάσταση. Έργο της κοινωνιολογίας είναι να αρθρώσει αυτήν την αντίφαση στο επίπεδο της θεωρίας.

Πολλές από τις προγνώσεις της διαλεκτικής θεωρίας έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Κάποιες απλά δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Ορισμένες αναλυτικές κατηγορίες οδηγούν σε αδιέξοδα [Aporien] τα οποία μπορούν να αρθούν μόνο μέσω υπερβολικά τεχνητών επιχειρημάτων. Άλλες προγνώσεις, αρχικά στενά συνυφασμένες με αυτές, έχουν δικαιωθεί θεαματικά. Δοθέντων των ισχυρισμών της διαλεκτικής, ακόμα και εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι οι προγνώσεις είναι το νόημα της θεωρίας δεν θα ικανοποιηθούν με την βεβαίωση ότι αυτές είναι εν μέρει αληθείς και εν μέρει εσφαλμένες. Αυτές οι αποκλίσεις απαιτούν με την σειρά τους θεωρητική επεξήγηση. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια προλεταριακή ταξική συνείδηση στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες δεν αναιρεί από μόνο του τον ισχυρισμό ότι οι τάξεις υπάρχουν, ακόμα και αν αυτός έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη πεποίθηση [communis opinion]. Η τάξη οριζόταν από την σχέση των μελών της προς τα μέσα παραγωγής, όχι από την συνείδησή τους.

Ευλογοφανείς εξηγήσεις για την απουσία ταξικής συνείδησης δε λείπουν. Έχουμε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι εργάτες δεν εξαθλιώνονταν αλλά όλο και περισσότερο ενσωματώνονταν στην αστική κοινωνία και στις απόψεις της, μια εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά την Βιομηχανική Επανάσταση, όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο είχε στρατολογηθεί από τις τάξεις των απόρων και παρ’ όλα αυτά δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει πλήρως μια θέση στην κοινωνία. Το κοινωνικό Είναι δε δημιουργεί ευθέως ταξική συνείδηση [Nicht schafft gesellschaftliches Sein unmittelbar Klassenbewusstsein]. Λόγω της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία, οι μάζες δεν έχουν περισσότερο έλεγχο του κοινωνικού τους πεπρωμένου σήμερα από ότι είχαν πριν εκατόν είκοσι χρόνια. Κατά συνέπεια, δεν έχουν απλά χάσει την όποια αίσθηση ταξικής αλληλεγγύης αλλά επιπλέον αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι αυτοί είναι τα αντικείμενα και όχι τα υποκείμενα της κοινωνικής διαδικασίας, την οποία εντούτοις συντηρούν ως υποκείμενα. Η ταξική συνείδηση, από την οποία, σύμφωνα με την μαρξική θεωρία [marxische Theorie], υποτίθεται πως εξαρτάται το ποιοτικό άλμα, ήταν επίσης  σύμφωνα με την ίδια αυτή συνείδηση ένα επιφαινόμενο. Ωστόσο, σε χώρες αρχετυπικές όσον αφορά τις ταξικές σχέσεις, όπως η Βόρεια Αμερική, η ταξική συνείδηση απουσίαζε για μεγάλες χρονικές περιόδους, αν υπήρξε πράγματι ποτέ. Αλλά εάν έτσι έχουν τα πράγματα και το ζήτημα για το προλεταριάτο απλά γίνεται αινιγματικό, τότε η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα και η υποψία ότι δημιουργούνται εννοιολογικοί μύθοι μπορεί να καταργηθεί μόνο δια διατάγματος: δεν μπορεί να παραμείνει κρυμμένη από την σκέψη.

Η ιστορική εξέλιξη δυσκολεύεται να διαχωριστεί από το επίκεντρο της μαρξικής θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Η τελευταία όφειλε να παράσχει μια αντικειμενική οικονομική εξήγηση των ταξικών σχέσεων και της ανάπτυξης του ταξικού ανταγωνισμού. Αν όμως χάρη στην τεχνολογική πρόοδο και την εκβιομηχάνιση το μερίδιο της ζωντανής εργασίας από την οποία και μόνο υποτίθεται πως θα προέκυπτε η υπεραξία συρρικνώνεται και μάλιστα γίνεται περιθωριακό, τουλάχιστον ως τάση, αυτό το γεγονός δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τον πυρήνα της θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Η σημερινή/παρούσα έλλειψη μιας αντικειμενικής θεωρίας της αξίας προσδιορίζεται, όχι μόνο από την σχολή της οικονομικής σκέψης η οποία είναι σχεδόν η μόνη που χαίρει ακαδημαϊκού σεβασμού σήμερα· αλλά και από τις σχεδόν απαγορευτικές δυσκολίες θεμελίωσης του σχηματισμού των τάξεων αντικειμενικά εν τη απουσία μιας θεωρίας της υπεραξίας.

Μη-οικονομολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι ακόμα και οι αποκαλούμενοι νέο-Μαρξιστές χρησιμοποιούν στοιχεία της υποκειμενικής οικονομικής για να καλύψουν τα κενά στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων. Δεν είναι μόνο η σταδιακή αποδυνάμωση της θεωρητικής ικανότητας την οποία πρέπει να κατηγορήσουμε για αυτό. Είναι πιθανό η σύγχρονη κοινωνία να υπεκφεύγει των δυσκολιών μιας εσωτερικά συνεκτικής θεωρίας. Για τον Μαρξ ήταν ευκολότερο από αυτήν την άποψη, καθώς στο πεδίο της επιστήμης το ανεπτυγμένο σύστημα του φιλελευθερισμού ήταν στη διάθεσή του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να εξετάσει αν ο καπιταλισμός αντιστοιχεί σε αυτό το μοντέλο κατά τις οικείες του δυναμικές κατηγορίες προκειμένου να παράγει/παραγάγει μια οιονεί συστηματική θεωρία, σε προσδιορισμένη άρνηση του συστήματος που βρήκε μπροστά του.

Στο μεταξύ, η οικονομία της αγοράς έχει γίνει τόσο διάτρητη ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε τέτοια αντιμετώπιση. Ο ανορθολογισμός της παρούσας κοινωνικής δομής παρεμποδίζει την ορθολογική εκδίπλωση της τελευταίας στη θεωρία. Η πιθανότητα  να μεταβεί η διεύθυνση των οικονομικών διαδικασιών στην πολιτική εξουσία προκύπτει πράγματι από την δυναμική του παραγωγικού (deductive) συστήματος, αλλά επίσης τείνει προς ένα αντικειμενικό ανορθολογισμό. Αυτό είναι που μπορεί να εξηγήσει  γιατί δεν είχαμε καμία πειστική αντικειμενική θεωρία της κοινωνίας για τόσο μεγάλο διάστημα και όχι μόνο ο στείρος δογματισμός των υποστηρικτών του [ανορθολογισμού]. Με βάση αυτή την ερμηνεία η αποτυχία αυτή δεν είναι έκφραση της κριτικής εξέλιξης του επιστημονικού πνεύματος, αλλά  καταναγκαστικής παραίτησης. Η οπισθοδρόμηση της ίδιας της κοινωνίας είναι παράλληλη προς την αδυναμία να παραχθεί μία θεωρία της κοινωνίας.

Μια τέτοια θεωρία θα βρει πολλά βαρυσήμαντα δεδομένα στην πορεία της. Καθώς δεν γίνεται χρήση της έννοιας-κλειδί καπιταλισμός αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευτούν μόνο με βίαιες και αυθαίρετες στρεβλώσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπόκεινται στην κυριαρχία της οικονομικής διαδικασίας. Τα αντικείμενά της έχουν από καιρό παύσει να είναι μόνο οι μάζες: αυτά περιλαμβάνουν τώρα τους εξουσιαστές και τους αντιπροσώπους τους. Οι τελευταίοι, συμφώνως με την παλαιότερη θεωρία, έχουν σε μεγάλο βαθμό υποβιβαστεί σε λειτουργίες του ίδιου του παραγωγικού μηχανισμού τους. Το πολυσυζητημένο ζήτημα/ερώτημα που αφορά την επανάσταση των διευθυντών [managerialrevolution-αγγλικά στο πρωτότυπο] μετά την υποτιθέμενη μεταφορά της εξουσίας/κυριαρχίας από τους νόμιμους ιδιοκτήτες στην διευθυντική γραφειοκρατία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η παραπάνω διαδικασία συνεχίζει να παράγει και να αναπαράγει τον εαυτό της όπως έκανε πάντα. Ακόμα και αν οι τάξεις δεν μοιάζουν πλέον με αυτές που παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα Germinal του Ζολά, δημιουργείται μία δομή σύμφωνα με αυτό που ο αντισοσιαλιστής Νίτσε προοικονομούσε με τη διατύπωση «ένα κοπάδι, αλλά κανένας βοσκός». Ωστόσο, η διατύπωση αυτή αποκρύπτει κάτι το οποίο ο ίδιος δεν ήθελε να δει, δηλαδή, την παλαιά κοινωνική καταπίεση. Μόνο που τώρα η καταπίεση έχει γίνει ανώνυμη. Αν η παλαιά θεωρία της εξαθλίωσης  δεν επαληθεύτηκε κατά γράμμα αυτό  συντελέστηκε υπό την όχι λιγότερο ανησυχητική σημασία ότι η ανελευθερία, η εξάρτηση από έναν μηχανισμό ο οποίος έχει ξεφύγει από τον έλεγχο αυτών που τον χρησιμοποιούν, έχει εξαπλωθεί πάνω σε όλη την ανθρωπότητα.

Η ευρέως θρηνούμενη ανωριμότητα των μαζών αντικατοπτρίζει απλά το γεγονός ότι αυτές είναι τόσο λίγο αυτόνομα κυρίαρχες των ζωών τους όσο ήταν πάντα. Όπως και στον μύθο, η ζωή τους τους συμβαίνει, σαν μοίρα. Περαιτέρω, εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και υποκειμενικά  με όρους συνείδησης περί πραγματικότητας εκ μέρους των μαζών, οι ταξικοί διαχωρισμοί δεν έχουν σε καμία περίπτωση ισοπεδωθεί στον βαθμό που μερικές φορές υπονοείται. Ακόμα και οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού δεν έχουν καταστεί παρωχημένες με την αποχώρηση των μεγάλων δυνάμεων από τις αποικίες τους. Η διαδικασία που περιέγραφαν  επιβιώνει σήμερα στον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ εξουσίας. Η κατ’ ισχυρισμόν παρωχημένη/γερασμένη θεωρία των κοινωνικών ανταγωνισμών με την τελική κατάρρευση υπερθεματίζεται πέραν κάθε μέτρου από τους έκδηλους πολιτικούς ανταγωνισμούς Η υπόθεση εργασίας αν και σε ποιο βαθμό η ταξική σχέση μετατοπίστηκε στην σχέση μεταξύ των ηγετικών βιομηχανικών κρατών από τη μία και των σθεναρά υποταγμένων υπανάπτυκτων εθνών από την άλλη, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορώ να θίξω εδώ.

Από την άποψη της κριτικής διαλεκτικής θεωρίας, θα ήθελα να προτείνω για αρχή την αναγκαστικά αφηρημένη απάντηση ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι αναμφισβήτητα μια βιομηχανική κοινωνία σύμφωνα με το επίπεδο των παραγωγικών της δυνάμεων. Η βιομηχανική εργασία έχει γίνει παντού το πρότυπο της κοινωνίας ως τέτοιας, ανεξαρτήτως των συνόρων που χωρίζουν τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Έχει εξελιχθεί σε μια ολότητα επειδή μέθοδοι όμοιες προς  εκείνες της βιομηχανίας αναγκαστικά επεκτείνονται δυνάμει των νόμων  της οικονομίας σε άλλες σφαίρες της υλικής παραγωγής, στην διοίκηση, στην σφαίρα της κυκλοφορίας, και σε εκείνες που αυτο-αποκαλούνται κουλτούρα. Τουναντίον, η κοινωνία είναι καπιταλιστική στις παραγωγικές της σχέσεις/η κοινωνία υπάρχει ως καπιταλισμός στις παραγωγικές της σχέσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι αυτό που ήταν στην ανάλυση του Μαρξ στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα: προσαρτήματα της μηχανής, όχι μόνο κατά κυριολεξία εργάτες που πρέπει  να προσαρμοστούν στην φύση του μηχανικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούν, αλλά πολλώ μάλλον μεταφορικά  εργάτες που είναι αναγκασμένοι ως τις πιο μύχιες παρορμήσεις τους να καθυποτάξουν τον εαυτό τους στους κοινωνικούς μηχανισμούς και να υιοθετήσουν συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους χωρίς επιφυλάξεις. Η παραγωγή πραγματοποιείται σήμερα όπως και τότε, χάριν του κέρδους. Και ξεπερνώντας κατά πολύ αυτό που ήταν προβλέψιμο την εποχή του Μαρξ, οι ανθρώπινες ανάγκες που ήταν δυνητικά λειτουργίες του παραγωγικού μηχανισμού έχουν γίνει στην πραγματικότητα οι ίδιες οι λειτουργίες του πλέον, αντί να γίνει ο παραγωγικός μηχανισμός μια λειτουργία των ανθρώπινων αναγκών. Οι άνθρωποι τελούν πλέον υπό πλήρη έλεγχο. Ομολογουμένως οι ανθρώπινες ανάγκες, ακόμη και αν είναι σταθερές και προσαρμοσμένες προς τα συμφέροντα του μηχανισμού, εξακολουθούν να υπάρχουν συρόμενες, τρόπον τινά και ο μηχανισμός μπορεί, ως εκ τούτου, να τις επικαλείται. Όμως η χρηστική αξία των εμπορευμάτων έχει πλέον χάσει όλη την εναπομείνασα πηγαία της «φυσικότητα». Οι ανάγκες ικανοποιούνται όχι μόνο έμμεσα, διαμέσου της ανταλλακτικής αξίας τους, αλλά στους οικονομικά σχετικούς τομείς αυτές παράγονται από το κίνητρο του κέρδους, ακόμα και εις βάρος των αντικειμενικών αναγκών των καταναλωτών, όπως είναι  οι κατάλληλες οικίες, για να μην αναφέρουμε την εκπαίδευση και την πληροφόρηση για τα πιο σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές τους. Στην σφαίρα των αγαθών που ξεπερνούν τις στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής, η τάση είναι οι ανταλλακτικές αξίες να διαλύονται, να αναλώνονται- ένα φαινόμενο που στην εμπειρική κοινωνιολογία εμφανίζεται διατυπωμένο με όρους όπως «γόητρο» και «σύμβολα του στάτους»,  παρ’ όλο που αυτοί [οι όροι] δεν συλλαμβάνουν την αντικειμενική τους ουσία [των ανταλλακτικών αξιών].

Στις βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες, όσο δεν προκύπτουν φυσικές οικονομικές καταστροφές σε πείσμα του Keynes, οι άνθρωποι έχουν μάθει να προλαμβάνουν μια κραυγαλέα φτώχεια, αν και όχι στον βαθμό που προβλεπόταν/διαβεβαιωνόταν από την σκοπιά της κοινωνίας της αφθονίας. Ωστόσο, το ξόρκι του συστήματος πάνω στην ανθρωπότητα –στο μέτρο που μία τέτοια παρομοίωση έχει νόημα– έχει ισχυροποιηθεί μέσω της διαδικασίας της ενσωμάτωσης. Είναι αδιαμφισβήτητο το ότι με την αυξανόμενη ικανοποίηση των υλικών αναγκών, και ανεξάρτητα από την παραμόρφωσή τους από τον μηχανισμό,  μία ζωή που δεν υπόκειται στην ανάγκη έχει γίνει ασύγκριτα πιο εφικτή. Ακόμα και στις πιο φτωχές χώρες όλοι μπορούν να τραφούν πλέον. Συνάμα, το γεγονός ότι το πέπλο, το οποίο αποκρύπτει από την συνείδηση αυτό που είναι εφικτό, έχει  καταστεί διάφανο αποδεικνύεται από τον πανικό που δημιουργείται παντού από μορφές κοινωνικής διαφώτισης που δεν έχουν  καλυφθεί από τις επίσημες μορφές επικοινωνίας. Αυτό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι επιθυμούσαν μια ανθρώπινη οργάνωση της κοινωνίας, κατήγγειλαν ως ουτοπία, ισχυριζόμενοι ότι απλώς υπονόμευε μια τέτοια οργάνωση, κατέστη μία χειροπιαστή/απτή δυνατότητα. Σήμερα, η κριτική της ουτοπίας εκφυλίστηκε σε απόθεμα της ιδεολογίας, ενώ ο θρίαμβος της τεχνικής παραγωγικότητας μας εξαπατά στο να πιστεύουμε ότι η ουτοπία, η οποία είναι ασύμβατη με τις σχέσεις παραγωγής, έχει ήδη πραγματωθεί. Αλλά οι αντιφάσεις στην νέα, διεθνή τους μορφή – έχοντας στο νου μου τον αγώνα εξοπλισμού στην Ανατολή και στην Δύση – κάνουν το εφικτό ανέφικτο.

Προκειμένου να αποκτήσουμε μία διαυγή εικόνα όλων αυτών απαιτείται βέβαια να μην κατηγορήσουμε την τεχνολογία, δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις, ή να υποκύψουμε σε κάποιο είδος θεωρητικού Λουδισμού μεγάλης κλίμακας, ακόμα κι αν η κριτική μας καλεί πάντα να το κάνουμε. Δεν είναι η τεχνολογία που είναι καταστροφική αλλά η διαπλοκή της με τις κοινωνικές σχέσεις που την πλαισιώνουν . Θα πρέπει απλώς να υπενθυμίσουμε ότι το ενδιαφέρον για κέρδος και κυριαρχία είναι αυτό που έχει κατευθύνει την τεχνολογική ανάπτυξη: κατά περίσταση αυτή συμπίπτει κατά ένα καταστροφικό τρόπο με την ανάγκη για άσκηση ελέγχου. Η εφεύρεση  μέσων καταστροφής δεν έχει γίνει τυχαία το νέο αρχέτυπο της τεχνολογίας. Ενώ αντιθέτως οι τεχνολογίες εκείνες που στρέφουν την πλάτη τους στην κυριαρχία, στον συγκεντρωτισμό και τη βία ενάντια στην φύση και που αναμφίβολα θα βοηθούσαν στην επούλωση πολλών από αυτά που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχουν υποστεί βλάβη από την τεχνολογία που έχουμε, [αυτές] αφήνονται στον μαρασμό.

Παρά όλες τις διαβεβαιώσεις της περί του αντιθέτου, παρά όλο της τον δυναμισμό και την ανάπτυξή της στην παραγωγή, η τωρινή κοινωνία εμφανίζει ορισμένες στατικές τάσεις. Αυτές ανήκουν στις σχέσεις παραγωγής. Οι τελευταίες έχουν παύσει να είναι απλώς σχέσεις ιδιοκτησίας: τώρα περιλαμβάνουν και σχέσεις που εκτείνονται από  τη διαχείριση/διοίκηση μέχρι υψηλότερες λειτουργίες του κράτους, το οποίο επιτελεί πλέον τον ρόλο  ενός καπιταλιστή που εμπερικλείει εντός του το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων [Gesamtkapitalist]. Καθώς η ορθολογικοποίησή τους ομοιάζει με την τεχνική ορθολογικότητα, δηλαδή την ορθολογικότητα των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές έχουν αναμφισβήτητα γίνει πιο ευέλικτες. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το καθολικό συμφέρον συνάδει με την διατήρηση του  statusquo και ότι το ιδεώδες είναι η πλήρης απασχόληση –  όχι η απελευθέρωση από την ετερόνομη εργασία. Αλλά η κατάσταση αυτή, η οποία  με όρους εξωτερικής πολιτικής είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ασταθής, είναι μόνο προσωρινά σε ισορροπία· είναι προϊόν δυνάμεων των οποίων η ένταση απειλεί να την συντρίψει. Στο πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, η ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά η ίδια ο εφεδρικός της στρατός και υποστηρίζεται ως τέτοια. Η προσδοκία του Μαρξ ότι η πρωτοκαθεδρία/προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ιστορικά κατοχυρωμένη και ότι αυτή θα οδηγήσει αναγκαία στην καταστροφή/διάλυση των παραγωγικών σχέσεων, αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη. Από την άποψη αυτή ο Μαρξ, ο ορκισμένος εχθρός του Γερμανικού ιδεαλισμού, παρέμεινε πιστός στην καταφατική θεώρηση του τελευταίου για την ιστορία. Η  εμπιστοσύνη στο παγκόσμιο πνεύμα συνέβαλε στην παγίωση ύστερων εκδοχών της παγκόσμιας τάξης οι οποίες υποτίθεται πως έπρεπε να ανατραπούν, σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση για τον Φοϋερμπαχ. [1]Το καθαρό ένστικτο για επιβίωση επέτρεψε στις σχέσεις παραγωγής να διατηρήσουν τον έλεγχο των απελευθερωμένων παραγωγικών δυνάμεων μέσω μιας σειράς ειδικών διατάξεων και τεχνασμάτων. Το ειδοποιό γνώρισμα/σήμα κατατεθέν της εποχής είναι η επικράτηση/υπερίσχυση των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, παρόλο που στα μάτια των τελευταίων οι παραγωγικές σχέσεις δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας περίγελος . Το γεγονός ότι η μακρά χειρ της ανθρωπότητας μπορεί να φτάσει μακρινούς, ακατοίκητους πλανήτες αλλά είναι ανίκανη να ιδρύσει μια  αιώνια ειρήνη στην γη καθιστά  εμφανή τον παραλογισμό προς τον οποίο προσανατολίζεται η κοινωνική διαλεκτική.

Αυτή η επίμονη επικράτηση των παραγωγικών σχέσεων δεν ήταν κάτι που ήλπιζε ο Μαρξ. Προκλήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν σε θέση να απορροφήσει αυτό που ο Veblen ονόμασε «υποκείμενο πληθυσμό». Μόνον αυτός που θέτει αφηρημένα την ευδαιμονία του συνόλου υπεράνω αυτής των ζωντανών μεμονωμένων ατόμων, ενδέχεται να απεύχεται την ως άνω απορρόφηση. Από την πλευρά της, η εξέλιξη αυτή βασίστηκε σε αυτήν των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο δεν ήταν ταυτόσημη με το προβάδισμα των δυνάμεων παραγωγής έναντι των σχέσεων παραγωγής. Το προβάδισμα αυτό δε θα πρέπει να νοηθεί με μηχανιστικούς όρους. Η πραγματοποίηση της υπερίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων θα απαιτούσε την αυθόρμητη δράση εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, και των οποίων ο αριθμός έχει ξεπεράσει κατά πολύ εκείνον του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ωστόσο, το αντικειμενικό συμφέρον και ο υποκειμενικός αυθορμητισμός ακολουθούν εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο αυθορμητισμός στέρεψε κάτω από το αφόρητο βάρος του  δεδομένου. Η απόφανση του Μαρξ ότι η θεωρία γίνεται υλική δύναμη όταν διακατέχει τις μάζες ανατράπηκε κατάφορα από την πορεία των γεγονότων.Εάν η οργάνωση της κοινωνίας, τυχαία ή μέσω σχεδίου, χρησιμοποιεί την πολιτιστική βιομηχανία, τη βιομηχανία της συνείδησης και τον μονοπωλιακό έλεγχο της γνώμης για να φράξει τον δρόμο στις πιο βασικές γνώσεις και εμπειρίες των πλέον επικίνδυνων διαδικασιών και των ουσιωδέστερων κριτικών ιδεών· εάν πηγαίνοντας ακόμη πιο πέρα, η κοινωνία παραλύει την ικανότητα των ανθρώπων να συλλάβουν τον κόσμο με συγκεκριμένους όρους ως οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό που φαίνεται να είναι, τότε η παγιωμένη και χειραγωγημένη κατάσταση του πνεύματος γίνεται επίσης μια υλική δύναμη. Αλλά γίνεται δύναμη καταπίεσης, η οποία είναι τόσο ισχυρή με τον δικό της τρόπο όσο ήταν, κάποτε, το αντίθετό της, δηλαδή, το ελεύθερο πνεύμα το οποίο ήθελε να καταργήσει την καταπίεση μια για πάντα.

Αντιστρόφως, κατά κάποιο τρόπο ο όρος «βιομηχανική κοινωνία» φαίνεται να υπονοεί ότι το τεχνοκρατικό στοιχείο στον Μαρξ, τον οποίο ορισμένοι θα ήθελαν να  εξορίσουν στην σφαίρα της ανυπαρξίας, είχε μια εγκυρότητα, ως εάν η φύση της κοινωνίας έπεται απευθείας από το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες που τις διέπουν. Είναι εκπληκτικό  πόσα λίγα έχουν ειπωθεί σχετικά με αυτές τις συνθήκες στους καθιερωμένους κοινωνιολογικούς κύκλους, και πόσο λίγο έχουν αναλυθεί. Η καλύτερη πτυχή αυτού του επιχειρήματος –το οποίο με κανένα τρόπο δεν είναι το καλύτερο- έχει πολύ απλά ξεχαστεί. Αυτή είναι η έμφαση στην ολότητα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο του Χέγκελ, στον αιθέρα που  διαπερνά όλη την κοινωνία. Ωστόσο, αυτός ο αιθέρας είναι κάθε άλλο παρά  αιθέριος: είναι, πολλώ μάλλον, το ensreallisimum[2]. Αν αυτό φαίνεται αφηρημένο, δε φέρει την υπαιτιότητα η φαντασιόπληκτη, η εχθρική προς τα γεγονότα αυθαίρετη σκέψη, αλλά η ανταλλακτική σχέση, η αντικειμενική αφαίρεση στην οποία υπάγεται η κοινωνική διαδικασία της ζωής. Η ισχύς αυτής της αφαίρεσης πάνω στους ανθρώπους είναι πιο απτή από την ισχύ οποιουδήποτε άλλου μεμονωμένου θεσμού που έχει δομηθεί σιωπηρά επί τη βάσει αυτής της αρχής, η οποία, έτσι, εσωτερικεύεται στους ανθρώπους. Η αδυναμία του ατόμου μπροστά στην ολότητα είναι η δραστική έκφραση της ισχύος της ανταλλακτικής σχέσης. Στην κοινωνιολογία, βέβαια, με την παραδοσιακή της τάση να ταξινομεί τα φαινόμενα, οι συντηρούμενες κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, φαίνονται πολύ λιγότερο ισχυρές από το συγκεκριμένο καθολικό.[3]Έχουν εξουδετερωθεί σε έννοιες όπως η εξουσία και ο κοινωνικός έλεγχος. Η χρήση τέτοιων κατηγοριών συγκαλύπτει το κεντρί και μαζί με αυτό, θα έλεγε κανείς, το τι είναι πραγματικά κοινωνικό στην κοινωνία, δηλαδή, τη δομή της.

Ωστόσο, το να θεωρήσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις απλώς ως αντίθετους πόλους θα ήταν ανάξιο μιας διαλεκτικής θεωρίας. Αυτές είναι αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα: το ένα περιέχει το άλλο εντός του. Αυτό είναι που μας δελεάζει να εστιάσουμε αποκλειστικά στις παραγωγικές δυνάμεις, παρόλο που οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που έχουν το πάνω χέρι. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι διαμεσολαβημένες περισσότερο από ποτέ από τις παραγωγικές σχέσεις· ίσως τόσο απόλυτα, ώστε οι τελευταίες φαίνεται να είναι η ουσία: έχουν γίνει δεύτερη φύση. Αυτές είναι υπεύθυνες για το γεγονός ότι, σε αντίφαση προς το εφικτό, σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη οι άνθρωποι ζουν μέσα στην ένδεια. Ακόμη και όταν τα αγαθά αφθονούν, φαίνεται να είναι υπό την επήρεια μιας κατάρας. Οι ανάγκες, οι οποίες τείνουν να είναι επίφαση μολύνουν τα αγαθά με αυτόν τον επιφατικό χαρακτήρα. Θα ήταν δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ αληθινών και ψευδεπίγραφων αναγκών, χωρίς να παραχωρείται το δικαίωμα σε κάποια γραφειοκρατία κάπου στον κόσμο να τις ρυθμίσει. Καλώς ή κακώς, ολόκληρη η κοινωνία είναι θεμελιωμένη πάνω σε αυτές τις ανάγκες: μπορούν κάλλιστα να είναι η προσεχής κίνηση για τις έρευνες αγοράς, αλλά δεν αποτελούν την ύψιστη προτεραιότητα στον διοικούμενο κόσμο. Αυτό που θα απαιτείτο για την διάκριση μεταξύ των αληθινών αναγκών και των ψευδεπίγραφων είναι η επίγνωση της δομής της κοινωνίας στο σύνολό της, μαζί με όλες τις διαμεσολαβήσεις της. Το πλασματικό στοιχείο που παραμορφώνει την ικανοποίηση όλων των αναγκών γίνεται σήμερα αντιληπτό ασυνείδητα, αλλά δεν αμφισβητείται· αυτό συμβάλλει αναμφίβολα στην παρούσα δυσφορία μέσα στον πολιτισμό.

Ωστόσο, ακόμα πιο σημαντική από την σχεδόν αδιαπέραστη διαδικασία ανταλλαγής αγαθών, ηδονής και του κινήτρου για κέρδος ή εξουσία είναι η μόνιμη απειλή για τη μία ανάγκη πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι υπόλοιπες, δηλαδή, αυτήν της καθαρής επιβίωσης. Εγκλωβισμένοι σε έναν ορίζοντα μέσα στον οποίο μια βόμβα μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή, ακόμα και η πιο πλούσια προσφορά σε καταναλωτικά αγαθά φαίνεται σαν μια κοροϊδία. Όμως, οι διεθνείς συγκρούσεις που εντείνονται/κορυφώνονται σε σημείο ενός πραγματικά ολοκληρωτικού πολέμου έχουν μια σαφή σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου. Η απειλή της μιας καταστροφής απωθείται από την απειλή της άλλης [καταστροφής]. Οι παραγωγικές σχέσεις θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν την θέση τους τόσο επίμονα χωρίς τους αποκαλυπτικούς κατακλυσμούς των ανανεωμένων οικονομικών κρίσεων. Γιατί με αυτό τον τρόπο μία μεγάλη ποσότητα του κοινωνικού προϊόντος η οποία διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να βρει αγορά, στρέφεται στην παραγωγή όπλων καταστροφής. Η ίδια διαδικασία μπορεί να εντοπιστεί στην Σοβιετική Ένωση, παρά την εξάλειψη της οικονομίας της αγοράς. Οι οικονομικές αιτίες για αυτό είναι προφανείς: η επιθυμία για ταχεία ανάπτυξη στην παραγωγή σε μια οπισθοδρομική οικονομία παρήγαγε μια άκαμπτη δικτατορική διοίκηση. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε σε μια ανανέωση των περιοριστικών παραγωγικών σχέσεων: η παραγωγή χάριν της παραγωγής έγινε απώτερος στόχος και εμπόδισε την επίτευξη του πραγματικού στόχου της ανεμπόδιστης ελευθερίας. Και στα δύο συστήματα υπάρχει μια πραγματικά διαβολική παρωδία της αστικής αντίληψης για την κοινωνικά χρήσιμη εργασία, η οποία διακρίθηκε στην αγορά από την ικανότητά της να παράγει κέρδος, και όχι από τη προφανή χρησιμότητά της για τους ανθρώπους ή για την ευδαιμονία τους. Ωστόσο  μία τέτοια κυριαρχία των παραγωγικών σχέσεων επί της ανθρωπότητας προϋποθέτει ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν επιτύχει  ένα ορισμένο  στάδιο εξέλιξης.

Ενώ οι δύο αυτές έννοιες χρήζουν διάκρισης, όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την διαβολική φύση της κατάστασης πρέπει να αντιληφθεί τη μία προκειμένου να αντιληφθεί και την άλλη. Η υπερπαραγωγή, η οποία περιπλέκει και αντικαθιστά τις φαινομενικά υποκειμενικές ανάγκες, απορρέει από ένα τεχνικό μηχανισμό που έχει καταστήσει τον εαυτό του τόσο αυτόνομο ώστε κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο παραγωγής αυτός γίνεται ανορθολογικός· με άλλα λόγια ασύμφορος. Η υπερπαραγωγή, επομένως, εντείνεται αναγκαστικά από τις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές σχέσεις έχουν αποτύχει να δεσμεύσουν τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο από μια άποψη: αυτήν του αφανισμού/της εκμηδένισης. Αλλά οι διευθυντικές μέθοδοι ελέγχου των μαζών προϋποθέτουν μια πυκνότητα και ένα συγκεντρωτισμό που έχουν μια οικονομική διάσταση καθώς και μια τεχνολογική, όπως θα έμενε να καταδειχθεί στο πεδίο των μέσων μαζικής ενημέρωσης: [θα καταδεικνυόταν δηλαδή] ότι είναι δυνατόν, εκκινώντας από ορισμένα σημεία, να συντονιστεί η συνείδηση αναρίθμητων ανθρώπων απλώς και μόνον με την επιλογή και παρουσίαση tων ειδήσεων και του σχολιασμού.

Η δύναμη των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες δεν έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ωστόσο, εν ταυτώ ως αντικειμενικά αναχρονιστικές, αυτές είναι νοσηρές, τραυματισμένες και διάτρητες. Δεν λειτουργούν πλέον αυτόνομα. Ο οικονομικός παρεμβατισμός δεν είναι, όπως πίστευε η παλαιότερη φιλελεύθερη σχολή, ένα ξένο στοιχείο εμβολιασμένο από έξω, αλλά ένα αναπόσπαστο μέρος του συστήματος, η επιτομή της αυτοάμυνας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να παράσχει μια πιο αποκαλυπτική εικόνα της έννοιας της διαλεκτικής. Κάποιος θα έβρισκε εδώ μια αναλογία με την Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ, στην οποία η αστική ιδεολογία και η διαλεκτική της αστικής κοινωνίας είναι τόσο βαθιά περιπλεγμένες/συνυφασμένες. Ο Χέγκελ κάλεσε το κράτος προς αρωγή της εσωτερικής διαλεκτικής της κοινωνίας, η οποία πίστευε ότι διαφορετικά θα κατέρρεε. Κατέθεσε  αυτή την έκκληση έστω και αν το κράτος έπρεπε να σταθεί έξω από τις συγκρούσεις της κοινωνίας και να μετριάσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς με την βοήθεια της αστυνομίας. Η εισβολή δυνάμεων εξωτερικών προς το σύστημα είναι ομοίως ένα παράδειγμα της εμμενούς διαλεκτικής για τον Χέγκελ. Παρομοίως, στον αντίθετο πόλο, ο Μαρξ συνέλαβε την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων τόσο ως επιβαλλόμενη από την πορεία της ιστορίας και  συνάμα ως προκαλούμενη μόνο από μια ενέργεια ποιοτικά διαφορετική από το συνεκτικό σύστημα της κοινωνίας.

Αλλά εάν προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο ύστερος καπιταλισμός έχει διασωθεί από την αναρχία της εμπορευματικής παραγωγής μέσω του παρεμβατισμού και πέραν αυτού μέσω του σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας και ως εκ τούτου έπαυσε να είναι πλέον καπιταλισμός, μπορούμε να απαντήσουμε ότι το κοινωνικό πεπρωμένο που επιφυλάσσεται για το άτομο είναι τόσο αυθαίρετο όσο ήταν πάντα. Το γεγονός είναι ότι το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο λειτουργούσε ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ τόσο αγνό όσο υπέθεταν οι φιλελεύθερες απολογίες. Ήδη από τον Μαρξ, το μοντέλο πήρε την μορφή ιδεολογικής κριτικής: δηλαδή, έπρεπε να δείξει πόσο λίγο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα η αντίληψη που είχε η αστική κοινωνία για τον εαυτό της. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η κρίσιμη διάσταση – το γεγονός ότι ακόμα και στην περίοδο της ακμής του ο φιλελευθερισμός δεν ήταν τέτοιος – μπορεί σήμερα να μεταφραστεί στον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός δεν είναι τέτοιος πλέον. Αυτό, επίσης, παραπέμπει σε έναν μετασχηματισμό. Εκείνες οι πτυχές της αστικής κοινωνίας που ήταν ανέκαθεν ανορθολογικές, δηλαδή, ανελεύθερες και άδικες – έναντι της ορθολογικότητας της ελεύθερης και δίκαιης ανταλλαγής – έχουν πλέον ενταθεί σε τέτοιο σημείο όπου ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός θεωρείται πλέον ως θετικό από την σκοπιά ενός συστήματος του οποίου ο  ενιαίος/ολοκληρωτικός χαρακτήρας είναι στην πραγματικότητα ένα κάλυμμα για την εσωτερική αποσύνθεση. Ο,τι είναι ξένο προς το σύστημα αποκαλύπτεται ως ένα εκ των συστατικών του και βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής του. Με την τάση προς παρέμβαση, η ελαστικότητα/ανθεκτικότητα του συστήματος έχει επιβεβαιωθεί, αλλά το ίδιο ισχύει, έμμεσα, και για την θεωρία της κατάρρευσής του. Η μετάβαση σε μια μορφή κυριαρχίας ανεξάρτητης από τους μηχανισμούς της αγοράς είναι ο στόχος του συστήματος. Το σύνθημα «ενοποιημένη [formiert] κοινωνία» έβγαλε κάπως απρόσεκτα στη φόρα την παραπάνω διαπίστωση.[4] Μια τέτοια οπισθοδρόμηση εκ μέρους του φιλελεύθερου καπιταλισμού είχε την αναλογία της στην οπισθοδρόμηση της συνείδησης, των ανθρώπων σε μια πιο καθυστερημένη μορφή κοινωνίας εν σχέσει με αυτή που είναι δυνατή σήμερα. Οι άνθρωποι χάνουν τις ιδιότητες που δεν τους χρησιμεύουν πλέον και που απλά τους παρακωλύουν: ο πυρήνας της ατομικότητάς [Individuation] τους έχει αρχίσει να αποσυντίθεται.

Μόνο σε πιο πρόσφατες εποχές τα ίχνη της αντισταθμιστικής τάσης έχουν γίνει ορατά μεταξύ διαφόρων τμημάτων της νέας γενιάς: η αντίσταση στον τυφλό κομφορμισμό, η ελευθερία επιλογής ορθολογικών στόχων, η αποστροφή για τις απάτες και τις αυταπάτες του κόσμου, η ανάμνηση/περισυλλογή της δυνατότητας για αλλαγή. Αντιθέτως, αν παρ’ όλα αυτά η κοινωνικά αυξανόμενη παρόρμηση για καταστροφή θριαμβεύσει, αυτό μένει να το δούμε. Η υποκειμενική οπισθοδρόμηση ευνοεί την οπισθοδρόμηση του συστήματος. Επειδή έχει γίνει δυσλειτουργική (για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που ο Merton χρησιμοποίησε μάλλον διαφορετικά), η συνείδηση των μαζών έχει γίνει ταυτόσημη με το σύστημα καθώς έχει ολοένα και περισσότερο αποξενωθεί από εκείνη την ορθολογικότητα του παγιωμένου/σταθερού,  ταυτού εαυτού, η οποία [ορθολογικότητα] υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή στην έννοια της λειτουργικής κοινωνίας.

Η ιδέα ότι οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής είναι σήμερα ένα και το αυτό, και ότι η έννοια της κοινωνίας μπορεί εύκολα να δομηθεί αποκλειστικά και μόνο με αναφορά τις παραγωγικές δυνάμεις, είναι η τρέχουσα μορφή της κοινωνικά αναγκαίας ψευδαίσθησης [Schein]. Είναι κοινωνικά αναγκαία επειδή τα στοιχεία της κοινωνικής διαδικασίας που προηγουμένως ήταν ξεχωριστά –και αυτό περιλαμβάνει και τους ανθρώπους – έχουν αναχθεί σε ένα είδος κοινού παρανομαστή. Η υλική παραγωγή, η διανομή και η κατανάλωση διευθύνονται από κοινού. Τα σύνορά τους συγχέονται το ένα με το άλλο, παρόλο που πρωτύτερα, εντός της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας, ήταν διαχωρισμένα και ταυτοχρόνως συσχετισμένα μεταξύ τους, και για αυτόν τον λόγο σέβονταν αυτό που ήταν ποιοτικά διαφορετικό. Όλα πλέον έχουν γίνει ένα. Το σύνολο των διαδικασιών διαμεσολάβησης, η οποία ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με την αρχή της ανταλλαγής, παρήγαγε μια δεύτερη, απατηλή αμεσότητα. Αυτή κάνει τους ανθρώπους να παραγνωρίζουν τις ενδείξεις που τους παρέχει η δική τους εμπειρία και να αγοούν/λησμονούν την διαφορά και τη σύγκρουση ή να την απωθούν από την συνείδηση. Όμως αυτή η συνείδηση της κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση [Schein], διότι ενώ δικαιώνει την διαδικασία της τεχνολογικής και οργανωτικής τυποποίησης, παραβλέπει το γεγονός ότι αυτή η τυποποίηση δεν είναι απόλυτα ορθολογική αλλά εξακολουθεί να υπόκειται στους τυφλούς, ανορθολογικούς νόμους. Δεν υπάρχει συνολικό κοινωνικό υποκείμενο [Kein gesellschaftliches Gesamtsubjekt]. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε αυτή την ψευδαίσθηση λέγοντας ότι όλα τα κοινωνικά φαινόμενα σήμερα είναι τόσο απόλυτα διαμεσολαβημένα που ακόμα και το στοιχείο της διαμεσολάβησης είναι παραμορφωμένο από τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του. Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα να υιοθετήσουμε μία πλεονεκτική θέση εκτός αυτής της αναταραχής που θα μας επέτρεπε να δώσουμε στην φρίκη ένα όνομα: είμαστε αναγκασμένοι να εκλάβουμε της ασυνέπειές της ως αφετηρία μας.

Αυτό εννοούσαμε ο Χόρκχαϊμερ κι εγώ όταν μιλούσαμε, πριν κάτι δεκαετίες, για το τεχνολογικό πέπλο. Η ψευδής ταυτότητα ανάμεσα στην οργάνωση του κόσμου και τους κατοίκους του, μία ταυτότητα που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ισοδυναμεί με την επιβεβαίωση των παραγωγικών σχέσεων, τους επωφελημένους των οποίων αναζητούμε σήμερα τόσο μάταια όσο και τους προλετάριους, οι οποίοι έχουν καταστεί αόρατοι. Το σύστημα έχει γίνει ανεξάρτητο ακόμα και από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά αυτή η διαδικασία έχει φτάσει πλέον στα όριά της. Έχει γίνει πλέον μοίρα και βρίσκει την έκφρασή της σε αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε πανταχού παρόν, ρέον άγχος: ρέον επειδή δεν είναι σε θέση πλέον να συνδεθεί με τα ανθρώπινα όντα, είτε πρόκειται για άτομα ή τάξεις. Αλλά ,τελικά, αυτό που έχει απελευθερωθεί είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που είχαν καταχωνιαστεί κάτω από τις παραγωγικές σχέσεις. Ως εκ τούτου και η ακατανίκητη τάξη πραγμάτων παραμένει η δικιά της ιδεολογία και είναι συνεπώς ουσιαστικά ανίσχυρη. Αν και αδιαπέραστο το ξόρκι της, είναι μόνο ένα ξόρκι. Εάν η κοινωνιολογία πρόκειται να κάνει κάτι περισσότερο από το να παράσχει στους παράγοντες και στα συμφέροντα τις πληροφορίες που χρειάζονται, αν πρόκειται να κατορθώσει κάτι από αυτό που οραματιζόταν κατά την γέννησή της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το καθήκον της να χρησιμοποιήσει  μέσα που δεν έχουν υποκύψει στον καθολικό φετιχισμό και έτσι να συμβάλει τη δική της σεμνή συνεισφορά στο να λυθεί αυτό το ξόρκι.


[1]. Σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση του Μαρξ για τον Φόϋερμπαχ , «οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο, με διάφορους τρόπους. το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
[2]. [Σ.τ.Μ] ensreallisimum: το πιο πραγματικό Ον, το πιο πραγματικό Είναι
[3]. [Σ.τ.Μ] Συγκεκριμένο καθολικό (concreteuniversal): Στον Χέγκελ το συγκεκριμένο καθολικό είναι κοινό στοιχείο ανάμεσα σε διαφορετικά πράγματα στην κοινωνία, η διαμεσολάβηση όλων των κοινωνικών «οντοτήτων» από ένα συγκεκριμένο πράγμα. Εδώ ο Αντόρνο εννοεί την ανταλλακτική σχέση ως το συγκεκριμένο καθολικό που διαμεσολαβεί κάθε πτυχή της ολότητας.
[4]. Το σύνθημα «formierteGesellschaft», η «ενοποιημένη» ή «συγκροτημένη» κοινωνία προέρχεται από τονLudwigErhard, συντηρητικό δυτικογερμανό ομοσπονδιακό Καγκελάριο (1963-66). Ο όρος εξέφραζε την επιθυμία του για μια αρμονική κοινωνία στην οποία η εγωιστική συμπεριφορά και ο φατριασμός θα έχουν εκλείψει. Αν και μάλλον ασαφής, η ιδέα αυτή κινητοποίησε την αντιπολιτευόμενη Αριστερά, η οποία θεώρησε ότι αποτελούσε μία έκκληση για επιστροφή σε μια αυστηρά οργανωμένη, ιεραρχική κοινωνία με φασιστικές συνεκδοχές.

 

Αγγλική μετάφραση: RodneyLivingstone, 1969

 

Μετάφραση στα ελληνικά : Χάρης Λ., με τις πολύτιμες επισημάνσεις του Χαράλαμπου Παναγιωτάκη, Θοδωρή Βελισσάρη και Δημήτρη Τζωρτζόπουλου.

Αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο: Δώρα Βέττα


* Πρόκειται για υπότιτλο που φέρει η αγγλική μετάφραση