RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for category 2018

Κρις Κατρόουν[1]

Μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης

Σε μία από τις πρώτες παρεμβάσεις της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (στο εξής: ΣΔΚΓ)[2], συμμετέχοντας στην περιβόητη θεωρητική “ρεβιζιονιστική διαμάχη”, στην οποία ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν έκανε τη διαβόητη δήλωση ότι “το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος τίποτα”, στο Συνέδριο της Στουτγκάρδης τον Οκτώβριο του 1898, η εικοσιεπτάχρονη Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919) διατύπωσε ξεκάθαρα τον μαρξισμό της: “Μονάχα ο τελικός στόχος αποτελεί το πνεύμα και το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής πάλης μας, μετατρέποντάς την σε ταξική πάλη”[i].

Η κριτική του σοσιαλισμού

Τι σήμαινε ο ισχυρισμός ότι η σοσιαλιστική πολιτική ήταν αναγκαία για να υπάρχει “ταξική πάλη” εν γένει; Πρόκειται για τον πυρήνα του ίδιου του μαρξισμού της Λούξεμπουργκ και για τη διαρκέστερη συνεισφορά της στην ιστορία του μαρξισμού: για τη μαρξιστική της προσέγγιση στο πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό – μια διαλεκτική κατανόηση της τάξης και του κόμματος, στην οποία ο ίδιος ο μαρξισμός αντιμετωπιζόταν με έναν κριτικό και διαλεκτικό τρόπο. Όταν η Λούξεμπουργκ κατηγορούσε τον Μπέρνσταϊν ότι είναι “αντιδιαλεκτικός”, εννοούσε αυτό: ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό ήταν ο ίδιος αυτοαντιφατικός, ενώ το πολιτικό κόμμα ήταν το μέσο διαμέσου του οποίου εκφράσθηκε η αντίφαση αυτή. Υπήρχε μια διαλεκτική του μέσου και του σκοπού, ή του “κινήματος” και του “τελικού στόχου”, στην οποία συμμετείχε η διαλεκτική της θεωρίας και της πράξης: ο μαρξισμός απαιτούσε τη δική του κριτική. Για τη Λούξεμπουργκ η συζήτηση της ρεβιζιονιστικής διαμάχης ήταν μια ευκαιρία για την κριτική αυτή.

Με τη στάση της, η Λούξεμπουργκ ακολούθησε την καθοριστική διαλεκτική κριτική του νεαρού, στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, Καρλ Μαρξ (1818-83) στον σοσιαλισμό, από το περίφημο γράμμα στον Ρούγκε τον Σεπτέμβριο του 1943, όπου καλούσε σε μια “αμείλικτη κριτική του υπάρχοντος” μέχρι την κριτική στον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 και την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847), καθώς επίσης και στη Γερμανική Ιδεολογία και τις διάσημες Θέσεις για τον Φοϊερμπάχ (1845). Ο Μαρξ είχε γράψει για το σοσιαλιστικό κίνημα ότι,

Οι εσωτερικές δυσκολίες φαίνεται να είναι σχεδόν μεγαλύτερες από τα εξωτερικά εμπόδια. [...] [Π]ρέπει να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους δογματικούς να διευκρινίσουν τις προτάσεις τους στους εαυτούς τους. Έτσι, ο κομμουνισμός, συγκεκριμένα, είναι μια δογματική αφαίρεση· ωστόσο, με την έννοια αυτή δεν σκέφτομαι κάποιον φανταστικό ή πιθανό κομμουνισμό αλλά τον πραγματικά υπάρχοντα κομμουνισμό, όπως διδάχθηκε από τους Καμπέ, Ντεζαμί, Βάιτλινγκ κτλ. Ο κομμουνισμός αυτός είναι μόνο μια ιδιαίτερη έκφραση της ανθρωπιστικής αρχής, μια έκφραση που ακόμα μολύνεται από το αντίθετό της, το σύστημα της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ο κομμουνισμός δεν είναι με κανένα τρόπο ταυτόσημα, ενώ δεν είναι τυχαίο αλλά αναπόφευκτο ότι ο κομμουνισμός έχει δει άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες – όπως εκείνες του Φουριέ, του Προυντόν κτλ. – να προβάλουν για να τον αντιμετωπίσουν, επειδή ο ίδιος είναι μόνο μια ιδιαίτερη, μονόπλευρη πραγμάτωση της σοσιαλιστικής αρχής. [...]

Ως εκ τούτου, τίποτα δεν μας εμποδίζει να καταστήσουμε την κριτική στην πολιτική, στη συμμετοχή στην πολιτική και συνεπώς στους πραγματικούς αγώνες, το σημείο εκκίνησης της κριτικής μας, και να ταυτίσουμε την κριτική μας με αυτούς. Σε αυτή την περίπτωση, δεν αντιμετωπίζουμε τον κόσμο δογματικά, προσκομίζοντας μια καινούργια αρχή: εδώ είναι η αλήθεια, γονατίστε μπροστά της! Αναπτύσσουμε μεν νέες αρχές για τον κόσμο, αλλά από τις ίδιες τις αρχές του κόσμου. Δεν λέμε στον κόσμο: σταματήστε τους αγώνες σας, είναι ανόητοι· εμείς θα σας δώσουμε το αληθινό σύνθημα της μάχης. Απλά δείχνουμε στον κόσμο για ποιο πράγμα αγωνίζεται πραγματικά, ενώ η συνείδηση είναι κάτι που [ο κόσμος] πρέπει να αποκτήσει, ακόμα και αν δεν το θέλει.

Η αναμόρφωση της συνείδησης συνίσταται μόνο στο να κάνεις στον κόσμο γνωστή την ίδια του τη συνείδηση, στο να τον ξυπνάς από το όνειρο για τον εαυτό του, στο να εξηγείς σε αυτόν τη σημασία των δικών του πράξεων”.

Αντίστοιχες διατυπώσεις επαναλήφθηκαν στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ λίγα χρόνια αργότερα:

Όμως, το γεγονός ότι η εγκόσμια βάση αποκολλάται από τον εαυτό της και εγκαθιδρύεται ως ένα ανεξάρτητο βασίλειο στα σύννεφα μπορεί να εξηγηθεί μονάχα μέσω των χασμάτων και των αυτοαντιφάσεων εντός αυτής της εγκόσμιας βάσης. Ως εκ τούτου, η τελευταία πρέπει καθ' εαυτήν να κατανοηθεί στην αντίφασή της όσο και να επαναστατικοποιηθεί στην πράξη.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό σήμαινε ότι ο σοσιαλισμός ήταν η έκφραση της αντίφασης του καπιταλισμού και ως τέτοιος ήταν ο ίδιος δεμένος με την αντίφαση αυτή. Μια προσήκουσα διαλεκτική σχέση του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό απαιτούσε μια αναγνώριση της διαλεκτικής εντός του ίδιου του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ ακολούθησε τον Χέγκελ, θεωρώντας ότι η αντίφαση συνιστά μια αποκάλυψη της ανάγκης για αλλαγή. Το “προλεταριάτο” – η εργατική τάξη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση – βρισκόταν σε αντίφαση με την αστική κοινωνία, όχι όμως εξωτερικά αλλά εσωτερικά. Ως τέτοια, η αντίφαση του καπιταλισμού επικεντρωνόταν στο ίδιο το προλεταριάτο. Αυτό συμβαίνει διότι για τον Μαρξ ο “καπιταλισμός” δεν είναι τίποτα καθ' εαυτόν αλλά μονάχα η κρίση της αστικής κοινωνίας στη βιομηχανική παραγωγή· συνεπώς, η μοναδική σημασία του καπιταλισμού είναι η έκφραση της ανάγκης για σοσιαλισμό. Η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου – μια εργατική τάξη από την οποία έχουν απαλλοτριωθεί τα αστικά δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της εργασίας ως εμπορεύματος – απαιτούσε τον σοσιαλισμό.

Το λασαλικό κόμμα

Ήταν όμως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των εργατών από την ίδρυσή του μια δύναμη για την αντεπανάσταση – για τη διατήρηση του καπιταλισμού – παρά για τον επαναστατικό μετασχηματισμό και την επίτευξη του σοσιαλισμού; Ο Φερντινάντ Λασάλ είχε διατυπώσει τον σκοπό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ως τη “διαρκή πολιτική εκστρατεία της εργατικής τάξης”, αναδεικνύοντας έτσι μια δυνητική αντίφαση μεταξύ του λασαλισμού και του μαρξισμού του ίδιου του κόμματος. Οι μαρξιστές δεν είχαν εφεύρει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των εργατών, αλλά αντίθετα εισήλθαν στις τάξεις του ως ενός αναδυόμενου φαινομένου του ύστερου 19ου αιώνα. Το εργατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη Γερμανία, το κατοπινό ΣΔΚΓ, είχε αποκτήσει, διαμέσου της συγχώνευσης στη Γκότα το 1875, μαρξιστική ή “επαναστατική” ηγεσία. Όμως, αυτή η εξέλιξη είχε προκαλέσει τη διάσημη Κριτική του Προγράμματος της Γκότα του Μαρξ, για την οποία οι ίδιοι οι οπαδοί του, Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και Άουγκουστ Μπέμπελ, μπορούσαν μόνο να σηκώσουν τους ώμους απέναντι στη δυσκολία να ικανοποιήσουν τους “γέρους στο Λονδίνο” (δηλαδή τους Μαρξ και Ένγκελς). Η μετεξέλιξη του ΣΔΚΓ στη συνειδητή του κατεύθυνση πέρα από τον απλό λασαλισμό αρθρώθηκε με μεγαλύτερη καθαρότητα στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης του 1891. Παρ' όλα αυτά, το φάντασμα του Λασάλ φαινόταν να στοιχειώνει τις ακόλουθες εξελίξεις, ενώ, σύμφωνα με την κριτική του Ένγκελς, ήταν παρόν στο ίδιο το “μαρξιστικό” Πρόγραμμα της Ερφούρτης. (Πράγματι, ένα από πρώτα επιτεύγματα της Ρόζα Λούξεμπουργκ κατά τη συμμετοχή της στη ζωή του ΣΔΚΓ ήταν να ξεθάψει και να ανακαλύψει τη σημασία της κριτικής του Ένγκελς στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης των Μπέμπελ, Κάουτσκι και Μπέρνσταϊν.)

Ακολουθώντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική στο ΣΔΚΓ, αντιλαμβανόμενη το κόμμα ως την αποκάλυψη της αντίφασης, της οποίας η αναγνώριση αποτελούσε το μέσο για την προαγωγή πέρα από τον εαυτό του. Ο Λασάλ είχε κάνει το λάθος να αντιπαραθέσει και να υποβιβάσει την οικονομική απέναντι στην πολιτική δράση των εργατών, απορρίπτοντας τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία αποκαλούσε απλά “μάταιες προσπάθειες των πραγμάτων να συμπεριφερθεί σαν ανθρώπινα όντα”.[ii] Έτσι, ο Λασάλ είχε οντολογικοποιήσει τον πολιτικό αγώνα. Για τον Λασάλ, η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τους εργάτες θα ισοδυναμούσε με την επίτευξη του σοσιαλισμού, ενώ για τον Μαρξ αυτή θα ήταν απλά μια μεταβατική επαναστατική “δικτατορία του προλεταριάτου” που θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με τον Ένγκελς θα ήταν η μετάβαση από την “κυβέρνηση των ανθρώπων” στη “διαχείριση των πραγμάτων” – μια εξόχως διαλεκτική διατύπωση, δεδομένου ότι οι άνθρωποι είναι υποκείμενα και αντικείμενα της κοινωνίας.

Η λασαλική πολιτική οντολογία του σοσιαλισμού ήταν συμπληρωματική στις μονόπλευρες “αγοραίες μαρξιστικές” παρανοήσεις των ρεβιζιονιστών που, πράγματι, προέκριναν και οντολογικοποιούσαν το οικονομικό εις βάρος του πολιτικού, ανάγοντας το κοινωνικό στο οικονομικό και συσχετίζοντας το κοινωνικό και το πολιτικό “μηχανικά” και “αντιδιαλεκτικά” – παραγκωνίζοντας την αντίφασή τους ενόψει ενός “οικονομικού ντετερμινισμού” που υποβίβαζε την πολιτική. Ενώ ο Λασάλ υπέτασσε την οικονομία στην πολιτική σε έναν “κρατικό σοσιαλισμό”, ο Μαρξ θεωρούσε, αντίθετα, την υποταγή αυτή ως κρατικό καπιταλισμό. Πράγματι, παρά ή, πολύ περισσότερο, χάρη στην αντινομία αυτή, οι λασαλικοί και οι οικονομίζοντες ρεφορμιστές συνέκλιναν πραγματικά στις πολιτικές τους προοπτικές – πυροδοτώντας αργότερα τον καπιταλισμό του κράτους πρόνοιας στον 20ό αιώνα διαμέσου της διακυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Αντί να διαλέξει στρατόπεδο, η Λούξεμπουργκ, ως μαρξίστρια, προσέγγισε το πρόβλημα αυτό ως μια πραγματική αντίφαση: μια αντινομία και διαλεκτική του ίδιου του καπιταλισμού που αποκαλυπτόταν στην ίδια την εργατική δυσαρέσκεια και τους αγώνες εντός του, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Για παράδειγμα, η Λούξεμπουργκ ακολούθησε τον Μαρξ αναγνωρίζοντας ότι ο λασαλικός στόχος της κατάκτησης ενός “ελεύθερου κράτους” εκ μέρους των εργατών στην πολιτική επανάσταση ήταν μια αυτοαντίφαση: μια ανελεύθερη κοινωνία οδηγούσε σε ένα ανελεύθερο κράτος· ήταν μάλιστα η κοινωνία που χρειαζόταν να χειραφετηθεί από τον καπιταλισμό. Όμως επρόκειτο για μια αντίφαση που θα μπορούσε να τεθεί μόνον από την εργατική επαναστατική πολιτική δράση και την κατάληψη της κρατικής εξουσίας – υπό την προϋπόθεση της “απονέκρωσής” της κατά τον μετασχηματισμό της κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό. Υπό αυτή την έννοια, το λασαλικό κόμμα δεν ήταν ένα λάθος αλλά μάλλον ένα αναγκαίο στάδιο που αποκαλύφθηκε κατά την ιστορία του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό χρειαζόταν να αναγνωρισθεί δεόντως – διαλεκτικά – προκειμένου να αποφευχθούν οι μονόπλευρες παγίδες του στην αντίθεση του ρεβιζιονιστικού ρεφορμιστικού οικονομικού εξελικτισμού ενάντια στον λασαλικό πολιτικό επαναστατισμό. Ο Κάουτσκι ακολούθησε τον Μαρξ, αποδεχόμενος κριτικά τον λασαλισμό αναφορικά προς τη δικτατορία του προλεταριάτου ως την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από το εργατικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Συνεπώς, η Λούξεμπουργκ εξέφρασε την ειλικρινή “ευγνωμοσύνη” της που οι ρεβιζιονιστές έδωσαν την ευκαιρία για αυτή την κριτική αυτοαναγνώριση, θέτοντας το ερώτημα και το πρόβλημα του “κινήματος” και του “τελικού στόχου”.

Η αντινομία του ρεφορμισμού

Η Λούξεμπουργκ έκανε την εντυπωσιακή της είσοδο στην πολιτική σκηνή της εποχής της με τη μπροσούρα Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; (1900). Σε αυτήν, η Λούξεμπουργκ εξέθετε πώς η πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού – μεταξύ των χαοτικών κοινωνικών σχέσεών του και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής του – είχε εξελιχθεί, οξυνθεί και βαθύνει από την ανάπτυξη μιας καινούργιας αντίφασης, δηλαδή της γιγάντωσης του εργατικού κινήματος τόσο σε πολιτική οργάνωση όσο και σε συνείδηση. Το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό ήταν μια αυτοαντιφατική έκφραση της αντίφασης του καπιταλισμού. Αυτή η θέση ερχόταν σε σύγκρουση με την άποψη του Μπέρνσταϊν ότι η γιγάντωση και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος ήταν η υπέρβαση της αντίφασης του καπιταλισμού και η βαθμιαία “εξέλιξη” του σοσιαλισμού. Για τον Μπέρνσταϊν, το κίνημα για τον σοσιαλισμό ήταν το ίδιο η επίτευξη του σοσιαλισμού, ενώ ο τελικός στόχος του σοσιαλισμού ήταν μια αναλώσιμη επινόηση, μια χρήσιμη κινητήρια φαντασιοκοπία.

Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, ωστόσο, η αντίφαση των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις αστικές κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό ανακεφαλαιωνόταν στην αντίφαση μεταξύ των μέσων και των σκοπών του εργατικού κινήματος για τον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός δεν οικοδομούνταν εντός του καπιταλισμού· μονάχα η αντίφαση του κεφαλαίου βάθαινε διαμέσου του αγώνα των εργατών ενάντια στην εκμετάλλευση. Με ποια έννοια; Το αίτημα των εργατών για το δικό τους μερίδιο από την αξία της παραγωγής ήταν ένα αστικό αίτημα: το αίτημα για την αξία της εργασίας τους ως εμπορεύματος. Ωστόσο, το όφελος από τις μισθολογικές αυξήσεις, την αναγνώριση των δικαιωμάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης, τη νομική προστασία των εργατών στα καπιταλιστικά συμβόλαια εργασίας και την αποδοχή της ευθύνης του κράτους για τις συνθήκες της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης εξίσου της αποδοχής του δικαιώματος στην πολιτική ένωση και τη δημοκρατική πολιτική συμμετοχή στο κράτος, δεν ήταν το ξεπέρασμα του προβλήματος του καπιταλισμού – δηλαδή το ξεπέρασμα της μεγάλης απόκλισης και κοινωνικής αντίφασης μεταξύ της αξίας του κεφαλαίου και των μισθών στην βιομηχανική παραγωγή – αλλά πολύ περισσότερο η όξυνση και το βάθεμά του διαμέσου της εξάπλωσής του στην κοινωνία συνολικά. Ό,τι λάμβαναν οι εργάτες από τις μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού δεν ήταν η αξία της εργατικής τους δύναμης ως εμπορεύματος, η οποία είχε σχετικά ελαχιστοποιηθεί από τις εξελίξεις της καπιταλιστικής τεχνικής, αλλά, μάλλον, ένα μερίδιο των κερδών του κεφαλαίου, είτε άμεσα διαμέσου της συλλογικής διαπραγμάτευσης με τους εργοδότες είτε έμμεσα διαμέσου της κρατικής διανομής των κοινωνικών προνοιακών επιδομάτων από τη φορολογία του κεφαλαίου. Αυτό που ο Μπέρνσταϊν περιέγραφε αισιόδοξα ως την κοινωνικοποίηση της παραγωγής διαμέσου τέτοιων μεταρρυθμίσεων ήταν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, η “κοινωνικοποίηση” της κρίσης της καπιταλιστικής παραγωγής.

Το εργατικό κόμμα για τον σοσιαλισμό, διαμέσου της γιγάντωσης και της ανάπτυξής του σε μαζική κλίμακα, αναλάμβανε έτσι ολοένα και περισσότερη πολιτική ευθύνη για τον καπιταλισμό. Συνεπώς, μια καινούργια αντίφαση αναπτύχθηκε που επικεντρώθηκε στο ίδιο το σοσιαλιστικό πολιτικό κόμμα. Ήταν άραγε ο σκοπός του να διαχειρισθεί τον καπιταλισμό ή, αντίθετα, όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στην ομιλία της στη Στουτγκάρδη το 1898, να “παίξει τον ρόλο του συνδίκου που θα εκκαθαρίσει τη χρεοκοπημένη εταιρία”; Στο Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, η Λούξεμπουργκ έθεσε συνοπτικά το πολιτικό καθήκον του σοσιαλιστικού κόμματος με τον ακόλουθο τρόπο:

Συνεπώς, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι το προλεταριάτο μπορεί να δημιουργήσει την οικονομική εξουσία εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μπορεί μονάχα να δημιουργήσει την πολιτική εξουσία και μετά να αναιρέσει [aufheben] την καπιταλιστική ιδιοκτησία”.

Το προλεταριακό σοσιαλιστικό κόμμα ήταν το μέσο για τη δημιουργία αυτής της πολιτικής εξουσίας. Η εξέλιξη αυτή ήταν διαφορετική από την ανάπτυξη των αστικών κοινωνικών σχέσεων στον φεουδαρχισμό που οδήγησε στην επανάσταση:

Τι σημαίνει ότι οι προηγούμενες τάξεις, ιδιαίτερα η Τρίτη Τάξη, κατάκτησαν την οικονομική πριν την πολιτική εξουσία; Τίποτα παραπάνω από το ιστορικό γεγονός ότι όλοι οι προηγούμενοι ταξικοί αγώνες έπρεπε να πηγάζουν από το οικονομικό γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη έχει συγχρόνως δημιουργήσει μια καινούργια μορφή ιδιοκτησίας πάνω στην οποία θα στηρίξει την ταξική κυριαρχία της.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, “η διαβεβαίωση ότι το προλεταριάτο, σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους ταξικούς αγώνες, διεξάγει τις μάχες του, όχι για να εγκαθιδρύσει ταξική κυριαρχία, αλλά για να καταργήσει κάθε ταξική κυριαρχία, δεν είναι μια απλή φράση”. Αυτό ισχύει διότι το προλεταριάτο δεν αναπτύσσει κάποια καινούργια μορφή “ιδιοκτησίας” εντός του καπιταλισμού, αλλά, αντίθετα, αγωνίζεται, κοινωνικά και πολιτικά, στη βάση της “αστικής ιδιοκτησίας” – δηλαδή στη βάση των αστικών κοινωνικών σχέσεων της εργασίας, ή της εργασίας ως εμπορεύματος. Ό,τι επιτυγχάνει ο αγώνας της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού είναι η συνείδηση της ανάγκης να ξεπερασθεί η εργασία ως εμπόρευμα, ή να μετασχηματισθεί το κεφάλαιο από αστική ιδιοκτησία σε κοινωνική ιδιοκτησία που δεν είναι πλέον μεσολαβημένη από την ανταλλαγή της εργασίας. Για τον Μαρξ, εδώ ακριβώς βρίσκεται η σημασία της θέσης ότι το προλεταριάτο δεν αγωνίζεται για να “πραγματοποιήσει” αλλά για να καταργήσει τον εαυτό του, ή, πως το προλεταριάτο μετατρέπεται από μια τάξη που είναι “καθ' εαυτή” σε μια τάξη που γίνεται “προς εαυτήν” (Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, 1847) στον αγώνα του για τον σοσιαλισμό.

Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, το επίτευγμα των μεταρρυθμίσεων εντός του καπιταλισμού δεν πετυχαίνει τίποτα άλλο παρά τη μεγαλύτερη πρακτική και θεωρητική επίγνωση, ή “συνείδηση”, της ανάγκης να καταργηθεί η εργασία ως εμπόρευμα, αφού η τελευταία έχει ξεπερασθεί από τη βιομηχανική παραγωγή. Οι περαιτέρω οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις μονάχα αυξάνουν δραματικά την αναντιστοιχία και αντίφαση μεταξύ της οικονομικής αξίας της εργασίας ως εμπορεύματος και της κοινωνικής αξίας του κεφαλαίου που η κοινωνία ως όλον πρέπει να ιδιοποιηθεί.

Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό και η θεσμοποίησή του ως πολιτικού κόμματος χρειάζονται για να καταστεί συνειδητό “υποκειμενικό” φαινόμενο της πολιτικής το κατά τα άλλα χαοτικό ασύνειδο “αντικειμενικό” φαινόμενο της οικονομικής αντίφασης (και κρίσης) μεταξύ της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου. Όπως έγραψε αργότερα η Λούξεμπουργκ στο Η Κρίση της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας (επίσης γνωστό ως η “Μπροσούρα του Γιούνιους”, 1915):

Ο σοσιαλισμός είναι το πρώτο λαϊκό κίνημα στην παγκόσμια ιστορία που έχει θέσει στον εαυτό του τον στόχο να φέρει την ανθρώπινη συνείδηση, και ως εκ τούτου την ελεύθερη βούληση, στο προσκήνιο της κοινωνικής δραστηριότητας της ανθρωπότητας. Για αυτό τον λόγο, ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτήρισε την τελική νίκη του σοσιαλιστικού προλεταριάτου άλμα της ανθρωπότητας από τον ζωικό κόσμο στο βασίλειο της ελευθερίας. Το 'άλμα' αυτό είναι επίσης ένας σιδερένιος νόμος της ιστορίας, δεμένος με τους χιλιάδες σπόρους της προηγούμενης βασανιστικής και αργόσυρτης εξέλιξης. Όμως το άλμα δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί μέχρι η ανάπτυξη πολύπλοκων υλικών συνθηκών να δημιουργήσει την πυροδοτούσα σπίθα της συνειδητής βούλησης των μεγάλων μαζών. Η νίκη του σοσιαλισμού δεν θα πέσει από τον ουρανό. Μπορεί μονάχα να κερδηθεί μέσω μιας μακράς αλυσίδας βίαιων δοκιμών δύναμης μεταξύ των παλιών και των καινούργιων δυνάμεων. Το διεθνές προλεταριάτο υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών θα μάθει έτσι να προσπαθεί να πάρει την ιστορία του στα δικά του χέρια· αντί να παραμένει μια άβουλη μπάλα, θα πάρει το πηδάλιο της κοινωνικής ζωής και θα γίνει ο κυβερνήτης προς τον τελικό στόχο της δικής του ιστορίας.

Γιατί “βίαιες δοκιμές δύναμης”; Επρόκειτο για απλό “επαναστατικό” πάθος, όπως διαβεβαίωνε ο Μπέρνσταϊν; Όχι. Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, στον αγώνα γύρω από την “εργάσιμη μέρα”, ή γύρω από τις κοινωνικές και νομικές συμβάσεις για τη διαμόρφωση του εργάσιμου χρόνου, οι εργάτες και οι καπιταλιστές αντιπαρατέθηκαν, αμφότεροι με το “αστικό δίκαιο” στο πλευρό τους. Όμως, “όπου δίκαιο συναντά δίκαιο, η ισχύς θα αποφασίσει”. Τέτοιοι διαγωνισμοί ισχύος δεν αποφάσισαν για το ζήτημα του δικαίου στον καπιταλισμό αλλά μονάχα το διοχέτευσαν σε μια πολιτική κατεύθυνση. Τόσο το κεφάλαιο όσο και η μισθωτή εργασία διατήρησαν τα κοινωνικά τους δικαιώματα, αλλά η πολιτική αρένα στην οποία κρίνονταν οι ισχυρισμοί τους μετατοπίσθηκε από την αστική κοινωνία στο κράτος, προκαλώντας μια κρίση – την ανάγκη για “επανάσταση”.

1848: κράτος και επανάσταση

Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, το σύγχρονο κράτος ήταν καθ' εαυτό απλώς ένα “προϊόν της τελευταίας επανάστασης”, δηλαδή η πολιτική θεσμοποίηση της κατάστασης του ταξικού αγώνα μέχρι εκείνο το σημείο. Η “τελευταία επανάσταση” ήταν αυτή του 1848, στην οποία το “κοινωνικό ζήτημα” τέθηκε ως μια κρίση του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού καθεστώτος. Ως τέτοιο, το κράτος παρέμεινε τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο της επαναστατικής πολιτικής. Ο Μαρξ είχε συγκρουστεί με τους αναρχικούς στην Πρώτη Διεθνή πάνω στο ζήτημα της ανάγκης για “πολιτική” καθώς και “κοινωνική δράση” στον αγώνα της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, οι ρεβιζιονιστές, όπως ο Μπέρνσταϊν, είχαν επιστρέψει στον προμαρξικό σοσιαλισμό του αναρχισμού, εγκαταλείποντας τον αγώνα για πολιτική εξουσία υπέρ της αμιγούς κοινωνικής δράσης. Σε σχέση με αυτό, η Λούξεμπουργκ κατηγόρησε τον Μπέρνσταϊν ότι είχε οπισθοχωρήσει (όπως οι αναρχικοί) στον απλό “φιλελευθερισμό”. Αυτό που ο Μπέρνσταϊν – όπως οι αναρχικοί – αρνούνταν ήταν η ανακάλυψη του Μαρξ στην εμπειρία των επαναστάσεων του 1848, δηλαδή η αναγκαιότητα της “δικτατορίας του προλεταριάτου” και συνεπώς ο αναγκαίος πολιτικός διαχωρισμός της εργατικής “κοινωνικής δημοκρατίας” από την απλή “δημοκρατία” της αστικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του αναγκαίου διαχωρισμού από τους “μικροαστούς δημοκράτες” που δέχθηκαν τη δριμύτερη περιφρόνηση από τον Μαρξ.

Ενόσω οι φιλελεύθεροι αρνούνταν την ανάγκη για μια τέτοια “κοινωνική δημοκρατία” και θεωρούσαν ότι η πολιτική δημοκρατία επαρκεί, οι αναρχικοί απέκοπταν το κοινωνικό από το πολιτικό, αντιμετωπίζοντας το τελευταίο ως ένα φετιχοποιημένο βασίλειο συμπαιγνίας με το αστικό κράτος και συνεπώς με τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί – με πρώτο τον Προυντόν – είχαν αποφύγει το ζήτημα της πολιτικής επανάστασης και την ανάγκη για κατάληψη της κρατικής εξουσίας· αντίθετα, οι μαρξιστές είχαν αναγνωρίσει ότι η κρίση του καπιταλισμού οδηγούσε αναπόφευκτα στην πολιτική κρίση και τον αγώνα για το κράτος: αν η εργατική τάξη αποτύγχανε σε αυτό τον αγώνα, άλλοι θα έπαιρναν τη θέση της. Για τον Μαρξ, η ανάγκη της εργατικής πολιτικής επανάστασης για την επίτευξη του σοσιαλισμού εκφράσθηκε από το φαινόμενο της εκλογής του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1848 και το coup d’état το 1851, γεγονότα που εξέφρασαν την ανικανότητα της “αστικής τάξης να κυβερνήσει” πλέον διαμέσου της αστικής κοινωνίας, ενώ το προλεταριάτο ήταν ακόμα πολιτικά υπανάπτυκτο και έτσι “ανέτοιμο να κυβερνήσει” το κράτος. Όμως, για τον Μαρξ, η αναγκαιότητα της “δικτατορίας του προλεταριάτου” σήμαινε ότι οι “εργάτες πρέπει να κυβερνήσουν” πολιτικά προκειμένου ο καπιταλισμός να ξεπερασθεί οικονομικά και κοινωνικά.

Ο Μαρξ χαρακτήρισε την πολιτική του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ως “μικροαστική” και “λούμπεν προλεταριακή” συγχρόνως, βρίσκοντας υποστήριξη μεταξύ πλατιών μαζών από τους δυσαρεστημένους του καπιταλισμού. Αλλά, σύμφωνα με τον Μαρξ, η δυσαρέσκειά τους θα μπορούσε μόνο να αναπαραγάγει τον καπιταλισμό, αφού στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να ενταχθούν στην εργατική τάξη ή να παραμείνουν εξαρτημένοι από την πραγματοποίηση της αξίας της εργασίας της ως εμπορεύματος. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατή η απόσυρση από την κρίση της αστικής πολιτικής και το δημοκρατικό κράτος, όπως πρότειναν ελευθεριακοί και αναρχικοί, αλλά ανάγκη για ανάπτυξη πολιτικής εξουσίας προκειμένου να ξεπερασθεί ο καπιταλισμός. Για να καταργηθεί το καπιταλιστικό σύστημα της μισθωτής εργασίας με τις βαρύνουσες συνέπειές του σε ολόκληρη την κοινωνία απαιτούνταν η πολιτική δράση των μισθωτών εργατών. Ότι οι “εργάτες πρέπει να κυβερνήσουν” σήμαινε ότι έπρεπε να προσφέρουν πολιτική ηγεσία στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες μάζες. Αν η οργανωμένη εργατική τάξη δεν τα κατάφερνε, άλλοι θα πρόσφεραν αυτή την ηγεσία, όπως είχε πράξει ο Βοναπάρτης το 1848 και το 1851. Τα μέσα για αυτόν τον σκοπό ήταν το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στην ομιλία της στη Στουτγκάρδη το 1898:

[Μ]ε τον τελικό στόχο δεν πρέπει να εννοούμε [...] αυτή ή εκείνη την εικόνα του μελλοντικού κράτους, αλλά το προαπαιτούμενο για κάθε μελλοντική κοινωνία, δηλαδή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. [...] Αυτή η σύλληψη του καθήκοντός μας συνδέεται στενά με τη σύλληψη που έχουμε για την καπιταλιστική κοινωνία· πρόκειται για το στέρεο έδαφος που στηρίζει τη θέση μας ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι μπλεγμένη σε άλυτες αντιφάσεις που σε τελευταία ανάλυση θα προκαλέσουν μια έκρηξη, μια κατάρρευση, και τη στιγμή εκείνη θα παίξουμε τον ρόλο του τραπεζικού-δικηγόρου που ρευστοποιεί μια χρεοκοπημένη εταιρία.

Το σοσιαλιστικό πολιτικό κόμμα ήταν για τη Λούξεμπουργκ το μέσο για αυτή την αναγκαία κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Όμως, το κόμμα δεν ήταν καθ' εαυτό η λύση, αλλά μάλλον η αναγκαία εκδήλωση και συγκεκριμενοποίηση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας στον καπιταλισμό και, πράγματι, του προβλήματος της “κοινωνίας” ως τέτοιας.

Το μάθημα του 1905: Το πολιτικό κόμμα και τα εργατικά συνδικάτα

Με την ευκαιρία της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, η Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική στη σχέση των εργατικών συνδικάτων με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΣΔΚΓ) στη μπροσούρα της Μαζική Απεργία, Πολιτικό Κόμμα και Εργατικά Συνδικάτα (1906). Επρόκειτο για μια συνέχιση της κριτικής από την πλευρά της Λούξεμπουργκ στη ρεφορμιστική ρεβιζιονιστική θέση για τη σχέση των οικονομικών και των πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό, η οποία είχε βρει τη μεγαλύτερη υποστήριξη στην ηγεσία του εργατικού συνδικαλισμού. Στην προσπάθεια να μεταφέρει τη ρωσική εμπειρία στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ αντέστρεψε τη συχνά υποτιθέμενη ιεράρχηση της γερμανικής εμπειρίας ως ανώτερης σε σχέση με τη ρωσική “οπισθοδρομικότητας”· αντέστρεψε επίσης την εξελικτική σειρά των οικονομικών και των πολιτικών αγώνων, τη λανθασμένη υπόθεση ότι το οικονομικό πρέπει να προηγείται του πολιτικού. Η “μαζική” ή πολιτική απεργία είχε συνδεθεί με έναν κοινωνικό και πολιτικοϊστορικό πρωτογονισμό, με τους προβιομηχανικούς αγώνες και τον προμαρξικό σοσιαλισμό, ειδικά με τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό (ιδιαίτερα στις λατινογενείς χώρες), που είχαν δώσει προτεραιότητα στην οικονομική και κοινωνική δράση σε σχέση με την πολιτική δράση. Η Λούξεμπουργκ προσπάθησε να συλλάβει την αλλαγμένη ιστορική σημασία της πολιτικής απεργίας που είχε γίνει, πολύ περισσότερο, ένα σύμπτωμα του αναπτυγμένου, βιομηχανικού καπιταλισμού. Στη Ρωσική Επανάσταση του 1905, οι εργάτες είχαν αναλάβει πολιτική δράση πριν την οικονομική δράση, ενώ τα εργατικά συνδικάτα είχαν προέλθει από αυτή την πολιτική δράση, παρά το αντίστροφο.

Η δυτική Ρωσική Αυτοκρατορία εκβιομηχανίσθηκε ταχύτατα και παρουσίαζε μεγάλη κοινωνική αναταραχή στις δεκαετίες του 1890 και του 1900. Διέθετε την πιο εκσυγχρονισμένη τεχνική και οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής: την περίοδο εκείνη τα πιο σύγχρονα και μεγάλα εργοστάσια στον κόσμο βρίσκονταν στη Ρωσία. Η Λούξεμπουργκ δραστηριοποιούνταν στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ) στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας, διαμέσου της δικής της οργάνωσης, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (ΣΔΚΠΛ). Η Ρωσική Επανάσταση του 1905 είχε επισπευσθεί, ωστόσο, από μια πολιτική και όχι μια οικονομική κρίση: τον κλονισμό του τσαρικού κράτους από την ήττα στον πόλεμο με την Ιαπωνία το 1904-05. Δεν επρόκειτο, ωστόσο, για μια απλώς φιλελεύθερη-δημοκρατική δυσαρέσκεια απέναντι στην αυθαίρετη διακυβέρνηση του ρωσικού απολυταρχισμού. Για τη Λούξεμπουργκ, ο Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος ήταν καθ' εαυτόν ένα σύμπτωμα του καπιταλισμού, το ίδιο και η συνακόλουθη κρίση του τσαρισμού στη Ρωσία που πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ, η πολιτική απεργία ήταν μια εξέγερση της “αστικής Ρωσίας”, δηλαδή των σύγχρονων βιομηχανικών καπιταλιστών και εργατών, ενάντια στον τσαρισμό. Αυτό που είχε ξεκινήσει στη συνδυασμένη δράση των καπιταλιστών και των εργατών που χτυπούσαν οικονομικά το τσαρικό κράτος για φιλελεύθερους-δημοκρατικούς πολιτικούς λόγους, εκτυλίχθηκε σε ταξικό αγώνα των εργατών ενάντια στους καπιταλιστές. Αυτό οφειλόταν στις αναγκαιότητες της αναδιοργάνωσης των κοινωνικών παροχών κατά τη διάρκεια της απεργίας, στην οποία μαζικές απεργιακές επιτροπές είχαν αναλάβει τις λειτουργίες των συνηθισμένων διαδικασιών του καπιταλισμού και, πράγματι, του ίδιου του τσαρικού κράτους. Αυτή η εξέλιξη είχε καταστήσει αναγκαίο τον σχηματισμό οργανώσεων για τη συλλογική δράση των εργατών. Η Λούξεμπουργκ έδειξε πώς η οικονομική οργάνωση των εργατών είχε αναπτυχθεί από την πολιτική δράση ενάντια στον τσαρισμό, ενώ συγχρόνως έδειξε ότι η βάση για αυτήν ήταν οι αναγκαιότητες της αναπτυγμένης βιομηχανικής παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργατική ενεργητικότητα είχε αναπτυχθεί, πέρα από τις φιλελεύθερες-δημοκρατικές ή “αστικές” διαμαρτυρίες και αιτήματα, στα καθήκοντα του “προλεταριακού σοσιαλισμού”. Η πολιτική αναγκαιότητα είχε οδηγήσει σε οικονομική αναγκαιότητα (παρά το αντίστροφο: η οικονομική αναγκαιότητα να οδηγεί σε πολιτική αναγκαιότητα).

Έτσι, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, η συνηθισμένη παραδοχή στη Γερμανία ότι το πολιτικό κόμμα, το ΣΔΚΓ, “βασιζόταν” στα εργατικά συνδικάτα, είχε φανεί από τις εξελίξεις ότι αποτελούσε σοβαρό λάθος. Οι οικονομικές και κοινωνικο-συνεργατικές δράσεις των εργατικών συνδικάτων “βασίζονταν”, για τη Λούξεμπουργκ, στο πολιτικό καθήκον του σοσιαλισμού και το πολιτικό κόμμα του. Συνεπώς είχε προτεραιότητα η πολιτική δράση του σοσιαλιστικού κόμματος ως της πραγματικής βάσης ή υπόστασης της οικονομικής και άλλης κοινωνικής δράσης της εργατικής τάξης. Ο πολιτικός τελικός στόχος της δικτατορίας του προλεταριάτου διαμέσου της σοσιαλιστικής επανάστασης έδινε πραγματική υπόσταση στους εργατικούς οικονομικούς αγώνες, οι οποίοι, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, ήταν απλώς το αναγκαίο προπαρασκευαστικό “σχολείο της επανάστασης”.

Η Λούξεμπουργκ είχε γράψει τη μπροσούρα της ενώ παραθέριζε με τον Λένιν και άλλους Μπολσεβίκους σε ένα καταφύγιο στη Φινλανδία. Η μπροσούρα διαμορφώθηκε μέσα από τις καθημερινές συζητήσεις της με τον Λένιν για κάμποσες εβδομάδες. Ο Λένιν είχε γράψει προηγουμένως, στο Τι να κάνουμε; (1902) (το οποίο είχε ανατεθεί και συμφωνηθεί από όλη τη μαρξιστική φράξια του ΡΣΔΕΚ, η οποία αργότερα διασπάσθηκε στους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους), ότι ο οικονομισμός και ο εργατισμός στη Ρωσία είχαν βρει υποστήριξη στον μπερνσταϊνικό ρεβιζιονισμό στο ΣΔΚΓ και την ευρύτερη Δεύτερη Διεθνή, προσπαθώντας να υποτάξει τον πολιτικό στον οικονομικό αγώνα και έτσι να τους αποκόψει. Με αυτό τον τρόπο είχαν ταυτίσει, όπως οι ρεβιζιονιστές, την καπιταλιστική ανάπτυξη με τον σοσιαλισμό, αντί να αναγνωρίσουν ορθά την αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ τους. Όπως και η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν είχε θεωρήσει τον εργατισμό και τον οικονομισμό ως “ρεφορμιστικούς”, με την έννοια ότι απέκοπταν τους εργατικούς αγώνες για μεταρρυθμίσεις από τον τελικό στόχο του σοσιαλισμού που χρειαζόταν για να τροφοδοτεί τους αγώνες αυτούς. Η Λούξεμπουργκ, όπως και ο Λένιν, αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο “λικβινταρισμό” ή τη διάλυση του τελικού στόχου στο κίνημα, εξαλείφοντας την ανάγκη για το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Στο Τι να κάνουμε; ο Λένιν είχε υποστηρίξει τον σχηματισμό ενός πολιτικού κόμματος για τον αγώνα των εργατών για τον σοσιαλισμό στη Ρωσία. Θεώρησε εχθρούς αυτούς που, όπως οι ρεβιζιονιστές στη Γερμανία, είχαν υποβιβάσει την αναγκαιότητα του πολιτικού κόμματος, υποβιβάζοντας έτσι την πολιτική του αγώνα για τον σοσιαλισμό, περιορίζοντάς τον στην οικονομική δράση.[iii] Το πολιτικό κόμμα είχε έτσι ξαναβρεί τον δρόμο του στη Ρωσική Επανάσταση του 1905, δείχνοντας τον αναγκαίο ρόλο του για την εργατική πολιτική, κοινωνική και οικονομική δράση, επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα επιχειρήματα του Λένιν και της Λούξεμπουργκ ενάντια στον οικονομισμό.

Η Λούξεμπουργκ θεώρησε τα μαθήματα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 μια δοκιμασία και συνεπώς μια “κρίση” – ένα δυνητικά κρίσιμο σημείο καμπής – του ΣΔΚΓ στη Γερμανία. Συνεχίζοντας την επίθεση εναντίον των αντιπάλων της κατά τη διάρκεια της ρεβιζιονιστικής διαμάχης, η Λούξεμπουργκ υποστήριξε τη συγκεκριμένη αναγκαιότητα για πολιτική ηγεσία του κόμματος επί των συνδικάτων, όπως είχε καταδειχθεί στη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Αντίθετα, η ένταση και πράγματι η αντίφαση ανάμεσα στον τελικό στόχο του σοσιαλισμού και τη διατήρηση των θεσμών του εργατικού κινήματος – ειδικά του ιδίου συμφέροντος των εργατικών συνδικάτων – που μπορούσε να απειληθεί από τη συντηρητική αντίδραση του κράτους ενάντια στην πολιτική δράση του σοσιαλιστικού κόμματος, αποκάλυψε μια σύγκρουση μεταξύ του κινήματος και του τελικού στόχου. Οι ρεβιζιονιστές πίστεψαν ότι μια μαζική πολιτική απεργία θα προκαλούσε απλώς τη Δεξιά σε ένα coup d’état.

Το αίτημα για λύτρωση

Στο προσχέδιο των θέσεών του “Πάνω στην έννοια της ιστορίας” (επίσης γνωστές ως “Θέσεις πάνω στη φιλοσοφία της ιστορίας”, 1940), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παραθέτει συγκεκριμένα τη Λούξεμπουργκ όταν περιγράφει την ίδια την ιστορία ως το “αίτημα για λύτρωση”. Όχι μόνο προέβαλε το αίτημα αυτό με τη διάσημη επίκληση του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με το σταυροδρόμι εντός του καπιταλιστικού μεταξύ “σοσιαλισμού ή βαρβαρότητας”, αλλά ως ιστορική φυσιογνωμία αυτή η ίδια αποζητά μια τέτοια λύτρωση.

Η σύγκρουση μέσα στο κόμμα και για το κόμμα στην οποία επικεντρώθηκε η Λούξεμπουργκ αποκαλύφθηκε αργότερα με φρικτό τρόπο από το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, όταν φάνηκε να τίθεται μια τρομακτική επιλογή, μεταξύ της πολιτικής αναγκαιότητας για ανατροπή του γερμανικού Ράιχ προκειμένου να αποφευχθεί ή να σταματήσει ο πόλεμος, και της ανάγκης να διατηρηθούν οι οικονομικές και πολιτικές οργανώσεις των εργατών στα συνδικάτα και το κόμμα. Ο πόλεμος ήταν το προληπτικό coup d’état του Γερμανικού Ράιχ ενάντια στο ΣΔΚΓ. Το κόμμα παραδόθηκε στο πραξικόπημα, καθώς διευκόλυνε και δικαιολόγησε την εκ μέρους των συνδικάτων βεβαίωση της αυτοσυντήρησής τους με τίμημα την προσχώρηση στον κρατικό πόλεμο. Η αυτοσυντήρηση αυτή – την οποία η Λούξεμπουργκ κατέκρινε ως προσπάθεια “να κρυφτούμε όπως ένας λαγός πίσω από ένα θάμνο”, προσωρινά, κατά τη διάρκεια του πολέμου – μπορεί να δικαιολογούνταν, αν οι ίδιες αυτές οργανώσεις είχαν συνδράμει αργότερα τη διευκόλυνση του πολιτικού αγώνα για τον σοσιαλισμό, αφότου η Πρωσική Αυτοκρατορία είχε κλονισθεί από την ήττα στον πόλεμο. Όμως, ο περιορισμός που επέβαλε το ΣΔΚΓ στους εργατικούς αγώνες για τη διατήρηση του κράτους, περιορίζοντας τη Γερμανική Επανάσταση του 1918-19 σε μια δημοκρατική επανάσταση, ενάντια στην απειλή του “μπολσεβικισμού”, σήμαινε την καταστολή εκ μέρους του κόμματος απέναντι στα ίδια του τα μέλη. Το γεγονός αυτό είχε ήδη προετοιμασθεί από προηγούμενες εξελίξεις. Η ρεβιζιονιστική προτεραιότητα του κινήματος και των οργανώσεών του εις βάρος του τελικού στόχου του σοσιαλισμού είχε επιβεβαιωθεί σε σχέση με αυτό απέναντι στο οποίο η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν είχαν πάντα προειδοποιήσει: την προσαρμογή και τη σύντηξη των εργατικών αγώνων όχι σε ένα δυνητικό εφαλτήριο για τον σοσιαλισμό αλλά, αντίθετα, σε ένα προπύργιο του καπιταλισμού: τον μετασχηματισμό του κόμματος από μια επαναστατική σε μια αντεπαναστατική δύναμη. Σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση της Λούξεμπουργκ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ΣΔΚΓ είχε γίνει ένα “αποσυντιθέμενο πτώμα” – δηλαδή κάτι που είχε, διαμέσου της δυσωδίας της αποσύνθεσης, αποκαλυφθεί πως είναι νεκρό εδώ και καιρό – νεκρό για τους σκοπούς του σοσιαλισμού. Το κόμμα είχε αυτοκτονήσει διαμέσου των παζαριών με τον διάβολο, της θυσίας του πραγματικού πολιτικού σκοπού του για χάρη της απλής αυτοσυντήρησης.

Με αυτό τον τρόπο, στο όνομα της υποτιθέμενης δράσης προς όφελος των εργατών, τα πραγματικά εργατικά συμφέροντα – στον σοσιαλισμό – προδόθηκαν. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στη Μπροσούρα του Γιούνιους, η αποτυχία του ΣΔΚΓ την κρίσιμη στιγμή του 1914 είχε θέσει ολόκληρη την ιστορία των προηγούμενων “σαράντα χρόνων” εργατικών αγώνων – από την ίδρυση του ΣΔΚΓ το 1875 – “εν αμφιβόλω”. Θα εξαλειφόταν άραγε η ιστορία αυτή χωρίς λύτρωση; Η ερώτηση αυτή υπογράμμιζε την παρατήρηση της Λούξεμπουργκ, δεκαετίες νωρίτερα, στην οποία προειδοποιούσε εναντίον της διάλυσης του τελικού στόχου στο κίνημα η οποία θα πρόδιδε, όχι μόνο τον τελικό στόχο, αλλά και το ίδιο το κίνημα. Ο ρεφορμιστικός ρεβιζιονισμός κατασπάραξε τον εαυτό του. Η μοναδική σημασία του κόμματος ήταν ο τελικός του στόχος της επανάστασης· χωρίς αυτόν, δεν ήταν “τίποτα” – πράγματι, χειρότερα από τίποτα: έγινε ένα θεόρατο εμπόδιο. Για τη Λούξεμπουργκ, το κόμμα δεν ήταν μόνον ή πρωτίστως το “υποκείμενο” αλλά, πολύ περισσότερο και ειδικά, το αντικείμενο του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης για να πετύχει τον σοσιαλισμό. Για αυτό τον λόγο, η επανάσταση που το κόμμα διευκόλυνε ήταν για τη Λούξεμπουργκ απλώς η αφετηρία και όχι το τέλος του αγώνα για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Το πολιτικό πρόβλημα του σοσιαλισμού ήταν έκδηλο στον τρόπο με τον οποίο το κόμμα παρέπεμπε πέρα από τον εαυτό του στην επανάσταση. Όμως, χωρίς το κόμμα, το πρόβλημα αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ καν να εκδηλωθεί, πόσο μάλλον να δείξει πέρα από τον εαυτό του.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης που προκλήθηκε από την κατάρρευση του Γερμανικού Ράιχ στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Λούξεμπουργκ αποσχίσθηκε και ίδρυσε το νέο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ), συμπράττοντας με τον Λένιν στον σχηματισμό της “Τρίτης” ή Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1919: προκειμένου να ξεκαθαρίσει τα πολιτικά καθήκοντα που είχαν αποκαλυφθεί και αναπτυχθεί αλλά τελικά απέτυχαν και εγκαταλείφθηκαν από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς στον πόλεμο και την επανάσταση. Όπως ακριβώς η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν πάντα υποστήριζαν ότι το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό ήταν αναγκαίο για να αναπτυχθεί η αντίφαση και η κρίση του καπιταλισμού, όπως αυτός εξελίχθηκε από την εποχή του Μαρξ μέχρι τη δική τους, έτσι είχε γίνει αναγκαίο, κατά τη διάρκεια της κρίσης, να διασπασθεί αυτό το κόμμα και να ιδρυθεί ένα νέο. Η μετατροπή του διεθνούς πολέμου του καπιταλισμού σε μια σοσιαλιστική επανάσταση συνέπιπτε με την ανάδειξη ενός εμφυλίου πολέμου εντός του εργατικού κινήματος και, πράγματι, εντός του ίδιου του μαρξισμού. Ενώ οι πρώην σύντροφοί της στο ΣΔΚΓ δείλιασαν μπροστά στον εμφανιζόμενο ως επαναστατικό φανατισμό της, και “έσωσαν” τον εαυτό τους και το κόμμα τους προδίδοντας τον τελικό του στόχο (αλλά στερούμενοι τελικά ιστορικής σημασίας), πράγματι η Λούξεμπουργκ, ως ένα πιστό κομματικό μέλος, θυσιάσθηκε για τον τελικό στόχο του σοσιαλισμού, λυτρώνοντας και καθιστώντας απολύτως αναγκαίο τον μαρξισμό της, επιφορτίζοντάς μας έτσι με το καθήκον της μνήμης και της ανάκτησής του σήμερα.

[1]     Chris Cutrone, λέκτορας στο SAIC και στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ιδρυτικό μέλος της διεθνούς ομάδας «Πλατύπους». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη μηνιαία επιθεώρηση The Platypus Review, τεύχος 86, τον Μάη του 2016.

[2]     Στα γερμανικά: Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD.

[i]     Selected Political Writings of Rosa Luxemburg, επ. Dick Howard (New York: Monthly Review Press, 1971), σελ. 38-39· διατίθεται επίσης διαδικτυακά: https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1898/10/04.htm. Στα ελληνικά βλ. τον παρόντα τόμο.

[ii]    Quoted in Georg Lukács,“The Standpoint of the Proletariat,” Part III of “Reification and the Consciousness of the Proletariat” in History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics (1923), trans. Rodney Livingstone (Cambridge, MA: MIT Press, 1971), 195. Διατίθεται διαδικτυακά: <https://www.marxists.org/archive/lukacs/works/history/hcc07_5.htm>. Στα ελληνικά: Γκέοργκ Λούκατς, “Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου”, μτφ. Κώστας Καβουλάκος, Εκκρεμές, 2006, σελ. 299.

[iii]   Βλ. επίσης το άρθρο μου ‘Lenin’s Liberalism’, Platypus Review 36 (June 2011): http://platypus1917.org/2011/06/01/lenins-liberalism/. Στα ελληνικά: http://tiny.cc/7yscuy

 

Μετάφραση (από το γερμανικό πρωτότυπο): Γιώργος Στεφανίδης

Ι. Ομιλία στο πλαίσιο της συζήτησης για ζητήματα τακτικής

3 Οκτωβρίου 1898

Οι ομιλίες του Χάινε και των υπολοίπων απέδειξαν ότι στο κόμμα μας έχει συσκοτισθεί ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο, δηλαδή η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στον τελικό μας στόχο και τον καθημερινό μας αγώνα. Εδώ αντιτάσσεται ότι στο πρόγραμμά μας υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι για τον τελικό στόχο, το οποίο βέβαια δεν θα έπρεπε να λησμονηθεί, αλλά δεν έχει καμία άμεση σχέση με την πραγματική μας πάλη. Ίσως υπάρχουν κάποιοι σύντροφοι που πιστεύουν ότι οι εικασίες γύρω από τον τελικό στόχο αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ακαδημαϊκό ερώτημα. Απέναντι σε αυτούς υποστηρίζω ότι για εμάς, ως ένα επαναστατικό προλεταριακό κόμμα, δεν υπάρχει κανένα πρακτικότερο ερώτημα από αυτό για τον τελικό στόχο.

Για σκεφτείτε: τι συνιστά πραγματικά τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα ολόκληρου του κινήματός μας; Η πραγματικά πρακτική πάλη χωρίζεται σε τρία σημεία: τη συνδικαλιστική πάλη, την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και την πάλη για εκδημοκρατισμό του καπιταλιστικού κράτους. Αποτελούν άραγε οι τρεις αυτές μορφές της πάλης μας πραγματικά σοσιαλισμό; Ούτε κατά διάνοια. Καταρχάς το συνδικαλιστικό κίνημα! Κοιτάξτε την Αγγλία: εκεί το κίνημα όχι μόνο δεν είναι σοσιαλιστικό, αλλά εν μέρει είναι ένα εμπόδιο για τον σοσιαλισμό. Η κοινωνική μεταρρύθμιση τονίζεται επίσης από τους καθέδρας σοσιαλιστές, τους εθνικοσοσιαλιστές και παρόμοιους ανθρώπους. Κι ο εκδημοκρατισμός όμως είναι μια ιδιαίτερα αστική διεκδίκηση. Η αστική τάξη είχε πριν από εμάς αναγράψει τη δημοκρατία στο λάβαρό της.

Τι μας καθιστά τότε σοσιαλιστικό κόμμα στην καθημερινή πάλη μας; Μονάχα η σχέση αυτών των τριών μορφών του πρακτικού αγώνα με τον τελικό στόχο. Μονάχα ο τελικός στόχος αποτελεί το πνεύμα και το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής πάλης μας, μετατρέποντάς την σε ταξική πάλη. Μάλιστα, ως τελικό στόχο δεν πρέπει να εννοούμε, όπως είπε ο Χάινε, αυτή ή εκείνη την ιδέα για το μελλοντικό κράτος, αλλά αυτό που πρέπει να προηγηθεί μιας μελλοντικής κοινωνίας, δηλαδή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. (Φωνές: “Τότε είμαστε σύμφωνοι!”) Αυτή η αντίληψη των καθηκόντων μας βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με την αντίληψή μας για την καπιταλιστική κοινωνία: αυτή αποτελεί το στέρεο έδαφος της αντίληψής μας ότι η καπιταλιστική κοινωνία βρίσκεται μπλεγμένη σε άλυτες αντιφάσεις, οι οποίες τελικά καθιστούν αναγκαία μια έκρηξη, μια κατάρρευση, στην οποία εμείς πρέπει να παίξουμε τον ρόλο του συνδίκου που θα εκκαθαρίσει τη χρεοκοπημένη εταιρία.

Όμως, αν υιοθετούμε τη σκοπιά ότι μπορούμε να ικανοποιήσουμε πλήρως τα συμφέροντα του προλεταριάτου, τότε θα ήταν απαράδεκτες τέτοιες δηλώσεις, όπως αυτές στις οποίες αρέσκεται τελευταία ο Χάινε, ότι μπορούμε και εμείς να κάνουμε παραχωρήσεις στο ζήτημα του μιλιταρισμού· όπως και η δήλωση του Κόνραντ Σμιτ στο κεντρικό όργανο της σοσιαλιστικής πλειοψηφίας στο αστικό κοινοβούλιο και προπαντός δηλώσεις όπως αυτές του Μπέρνσταϊν ότι αν κάποτε πάρουμε την εξουσία, τότε και εμείς ακόμα δεν θα είμαστε σε θέση να απαλλαχθούμε από τον καπιταλισμό. Μόλις διάβασα αυτή τη δήλωση, μονολόγησα: πρόκειται για πραγματική τύχη που το 1871 οι Γάλλοι σοσιαλιστές εργάτες δεν ήταν τόσο έξυπνοι, διότι τότε θα είχαν πει: “Παιδιά, ας μείνουμε στα κρεβάτια μας, δεν έχει φθάσει ακόμα η ώρα μας, η παραγωγή δεν έχει συγκεντροποιηθεί αρκετά για να μπορέσουμε να πάρουμε το πηδάλιο.” Όμως τότε, αντί για το μεγαλειώδες δράμα, τον ηρωικό αγώνα, θα είχαμε παρακολουθήσει μια διαφορετική παράσταση, τότε οι εργάτες δεν θα ήταν ήρωες, αλλά απλώς γριούλες. Πιστεύω ότι έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα η συζήτηση γύρω από τα παρακάτω ερωτήματα: [1.] αν θα είμαστε σε θέση, όταν πάρουμε την εξουσία, να κοινωνικοποιήσουμε την παραγωγή, και [2.] αν αυτή θα είναι ώριμη για κάτι τέτοιο. Εμείς δεν επιτρέπεται να αμφιβάλουμε ποτέ ότι πρέπει να επιδιώξουμε την κατάκτηση της

πολιτικής εξουσίας. Ένα σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει πάντα να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, δεν επιτρέπεται να διστάζει ποτέ μπροστά στα πραγματικά του καθήκοντα. Συνεπώς, οι απόψεις μας για τον τελικό μας στόχο πρέπει να είναι απολύτως σαφείς. Παρά τις θύελλες και τους ανέμους, θα τον πραγματώσουμε. (Χειροκρότημα.)

ΙΙ. Ομιλία για τη σχέση της συνδικαλιστικής με την πολιτική πάλη

4 Οκτωβρίου 1898

Αποδοκιμάστηκα με δριμύτητα από τον Βόλμαρ, διότι θέλω ως νεοσύλλεκτη στο κίνημα να νουθετήσω τους παλιούς βετεράνους. Δεν πρόκειται περί αυτού. Θα ήταν περιττό, διότι έχω την πεποίθηση ότι οι βετεράνοι μοιράζονται με σταθερότητα τις ίδιες απόψεις με μένα. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται καθόλου περί νουθεσίας αλλά περί της σαφούς και αδιαμφισβήτητης διατύπωσης μιας ορισμένης τακτικής. Γνωρίζω ότι πρέπει πρώτα να κερδίσω τις επωμίδες μου στο γερμανικό κίνημα· όμως θέλω να τις πάρω στο αριστερό μέτωπο, όπου κανείς πολεμά με τον εχθρό, και όχι στο δεξιό μέτωπο, όπου κανείς θέλει να συμβιβασθεί μαζί του. (Αντιδράσεις.)

Όταν όμως ο Βόλμαρ ενάντια στις πραγματολογικές παρατηρήσεις μου επικαλείται το επιχείρημα: “Νιάνιαρο, θα μπορούσα να είμαι ο παππούς σου”, αυτό για μένα αποδεικνύει ότι τα λογικά του επιχειρήματα είναι φτερό στον άνεμο. (Γέλια.) Στην πραγματικότητα, στην πορεία των παρατηρήσεών του έκανε μια σειρά από δηλώσεις που αν μη τι άλλο είναι παράξενο να βγαίνουν από το στόμα ενός βετεράνου.

Απέναντι στην αποστομωτική ρήση Μαρξ για την εργατική νομοθεσία που παρέθεσε ο Βόλμαρ αντιπαραθέτω μια άλλη μαρξική ρήση σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή της εργατικής νομοθεσίας στην Αγγλία σήμανε πολύ περισσότερο τη σωτηρία της ίδιας της αστικής κοινωνίας. Ο Βόλμαρ ισχυρίσθηκε επίσης ότι είναι λάθος να μην εξετάζουμε το συνδικαλιστικό κίνημα ως σοσιαλιστικό και παρέπεμψε στα [αγγλικά] συνδικάτα. Μα δεν άκουσε ο Βόλμαρ τίποτα για τη διαφορά μεταξύ του παλιού και του νέου συνδικαλισμού; Δεν γνωρίζει ότι οι παλιοί συνδικαλιστές υιοθετούν πλήρως τη σκληροπυρηνική αστική σκοπιά; Δεν γνωρίζει άραγε ότι ο ίδιος ο Ένγκελς εξέφρασε την ελπίδα ότι το σοσιαλιστικό κίνημα στην Αγγλία θα πάει τώρα μπροστά επειδή η Αγγλία έχασε την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια αγορά και κατά συνέπεια το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ακολουθήσει καινούργιους δρόμους; Ο Βόλμαρ επικαλέσθηκε τον μπλανκισμό ως μπαμπούλα. Δεν ξέρει άραγε τη διαφορά μεταξύ μπλανκισμού και σοσιαλδημοκρατίας; Δεν γνωρίζει άραγε ότι στους μπλανκιστές μια χούφτα απεσταλμένων κατακτά την πολιτική εξουσία στο όνομα της εργατικής τάξης; Ότι στη σοσιαλδημοκρατία η ίδια η εργατική τάξη [κατακτά την εξουσία]; Πρόκειται για μια διαφορά που δεν επιτρέπεται κανείς να ξεχνά, αν είναι βετεράνος του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.

Τρίτον, μου καταλόγισε ψευδώς ότι ονειρεύομαι βίαια μέσα. Ούτε στις αναλύσεις μου ούτε στα άρθρα μου ενάντια στον Μπέρνσταϊν στη Λαϊπτσίγκερ Φολκστσάιτουνγκ έχω δώσει την παραμικρή αφορμή για κάτι τέτοιο. Υιοθετώ την ακριβώς αντίθετη σκοπιά και ισχυρίζομαι ότι το μοναδικό βίαιο μέσο που θα μας οδηγήσει στη νίκη είναι ο σοσιαλιστικός διαφωτισμός της εργατικής τάξης στην καθημερινή πάλη.

Δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση στις αναλύσεις μου παρά να ισχυρισθεί ότι είναι αυτονόητες. Δίχως άλλο πρέπει να είναι αυτονόητες για έναν σοσιαλδημοκράτη, αλλά δεν είναι αυτονόητες για όλους εδώ στην κομματική συνδιάσκεψη (“Ω!”), π.χ. για τον σύντροφο Χάινε με τη συμψηφιστική πολιτική του. Πώς συμβιβάζεται αυτή η πολιτική με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας; Εμείς ζητάμε ενίσχυση των λαϊκών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών· το καπιταλιστικό κράτος ζητά ενίσχυση των εξουσιαστικών του μέσων και των κανονιών του. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι, στην ευνοϊκότερη περίπτωση, η συμφωνία των δύο πλευρών ολοκληρώνεται με δίκαιο τρόπο και διατηρείται, αυτό που αποκτούμε βρίσκεται μόνο στα χαρτιά. Ο Μπέρνε έχει ήδη πει: “Δεν συμβουλεύω κανέναν να βάλει υποθήκη ένα γερμανικό σύνταγμα, διότι όλες οι γερμανικές συνταγματικές συνθήκες ανήκουν στην κατηγορία της κινητής περιουσίας”. Οι συνταγματικές ελευθερίες, αν πρόκειται να έχουν κάποια σταθερή αξία, πρέπει να κερδηθούν με αγώνα, όχι με συμβόλαιο. Αυτό όμως που το καπιταλιστικό κράτος θα ζητούσε από

εμάς ως αντάλλαγμα είναι στέρεα και ωμά πραγματικό. Τα κανόνια και οι στρατιώτες που εγκρίνουμε μετατοπίζουν τις αντικειμενικές υλικές σχέσεις εξουσίας εις βάρος μας. Δεν ήταν όμως άλλος παρά ο Λασάλ που είπε: “Το αληθινό σύνταγμα μιας χώρας δεν συνίσταται στη γραμμένη συνταγματική συνθήκη αλλά στις πραγματικές σχέσεις εξουσίας”. Συνεπώς, το αποτέλεσμα της συμψηφιστικής πολιτικής είναι πάντα ότι οι σχέσεις ρυθμίζονται προς όφελός μας μονάχα στο χαρτί, προς όφελος του αντιπάλου όμως στην αντικειμενική πραγματικότητα· ότι κατά βάθος αποδυναμώνουμε τη θέση μας και ενισχύουμε τη θέση του αντιπάλου. Αναρωτιέμαι αν κανείς μπορεί να ισχυρισθεί για έναν άνθρωπο που προτείνει κάτι τέτοιο ότι ειλικρινά επιδιώκει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Πιστεύω ότι η αγανάκτηση, με την οποία ο σύντροφος Φέντριχ υπογράμμισε τον αυτονόητο χαρακτήρα αυτής της επιδίωξης, λανθασμένα απευθύνθηκε σε μένα· βασικά, κατευθύνεται ενάντια στον Χάινε. Ήταν απλώς η έκφραση της ριζικής αντίθεσης στην οποία ενεπλάκη ο Χάινε προς το προλεταριακό φρόνημα του κόμματός μας, όταν τόλμησε να μιλήσει για μια συμψηφιστική πολιτική απέναντι στο καπιταλιστικό κράτος.

Ας πάρουμε στη συνέχεια τη δήλωση του Κόνραντ Σμιτ ότι η αναρχία της καπιταλιστικής κυριαρχίας μπορεί να εξαλειφθεί διαμέσου των συνδικαλιστικών και των συναφών αγώνων. Αν κάτι παρακίνησε την προγραμματική μας θέση για την αναγκαιότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, αυτό ήταν η πεποίθηση ότι στο έδαφος της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν ευδοκιμεί κανένα φαρμακευτικό βότανο για την καταπολέμηση της καπιταλιστικής αναρχίας. Κάθε μέρα μεγαλώνουν η αναρχία, οι φοβερές συμφορές της εργατικής τάξης, το άγχος της επιβίωσης, η εκμετάλλευση, η απόσταση μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Μπορούμε άραγε να δεχθούμε ότι κάποιος που θέλει να εισαγάγει τη λύση διαμέσου καπιταλιστικών μέσων θεωρεί αναγκαία την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας διαμέσου της εργατικής τάξης; Συνεπώς, κι εδώ ακόμα, η αγανάκτηση του Φέντριχ και του Βόλμαρ δεν κατευθύνεται προς εμένα αλλά προς τον Κόνραντ Σμιτ. Και στη συνέχεια ας πάρουμε τη γνωστή δήλωση [του Μπέρνσταϊν] στη Νόιε Τσάιτ: “Ο τελικός στόχος, όποιος και αν είναι αυτός, δεν είναι για μένα τίποτα, το κίνημα είναι για μένα τα πάντα!”. Όποιος λέει κάτι τέτοιο δεν υπερασπίζεται την αναγκαιότητα κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Διαπιστώνετε ότι αρκετοί κομματικοί σύντροφοι δεν υπερασπίζονται τον τελικό στόχο του κινήματός μας· γι' αυτό, είναι αναγκαίο να τον διατυπώσουμε με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Τα χτυπήματα της αντίδρασης πέφτουν πάνω μας σαν χαλάζι. Η συζήτησή [που κάνουμε] πρέπει να δώσει απάντηση στην τελευταία ομιλία του Κάιζερ. Ορθά κοφτά πρέπει να πούμε, όπως ο αρχαίος Κάτων: “Κατά τα άλλα, είμαι της άποψης ότι αυτό το κράτος πρέπει να καταστραφεί”. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας παραμένει ο τελικός στόχος και ο τελικός στόχος παραμένει η ψυχή του αγώνα. Η εργατική τάξη δεν επιτρέπεται να υιοθετήσει την παρακμιακή σκοπιά του φιλοσόφου: “Ο τελικός στόχος δεν είναι για μένα τίποτα, το κίνημα είναι για μένα τα πάντα”· όχι, αντίστροφα: το κίνημα ως τέτοιο, χωρίς σχέση με τον τελικό στόχο, το κίνημα ως αυτοσκοπός δεν είναι για μένα τίποτα, ο τελικός στόχος είναι για μας τα πάντα. (Χειροκρότημα.)

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

 

Η προλεταριακή επανάσταση που μόλις ξεκίνησε δεν μπορεί να έχει άλλο στόχο και άλλο αποτέλεσμα από την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Η εργατική τάξη πρέπει πάνω απ’ όλα να παλέψει για να πάρει όλη την πολιτική εξουσία του κράτους στα χέρια της. Η πολιτική εξουσία, ωστόσο, είναι για εμάς τους σοσιαλιστές μονάχα ένα μέσο. Ο σκοπός για τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη είναι ο ριζικός μετασχηματισμός όλων των οικονομικών σχέσεων.

Επί του παρόντος, όλος ο πλούτος, τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα χτήματα, καθώς επίσης τα ορυχεία, τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, ανήκουν σε μια χούφτα αριστοκράτες και σε ιδιώτες καπιταλιστές. Η μεγάλη μάζα των εργατών παίρνει από αυτούς ένα ξεροκόμματο για να ζήσει ως αντάλλαγμα για τη σκληρή της δουλειά. Ο στόχος της σημερινής οικονομίας είναι ο πλουτισμός μιας μικρής τάξης αρχόσχολων.

Πρέπει να τελειώνουμε με αυτή την κατάσταση πραγμάτων δια παντός. Το σύνολο του κοινωνικού πλούτου, η γη και όλες οι φυσικές πηγές που κρύβονται στα σπλάχνα και στο έδαφός της, όλα τα εργοστάσια και τα εργαστήρια πρέπει να παρθούν από τα χέρια των εκμεταλλευτών και να καταστούν κοινή περιουσία του λαού. Το πρώτο καθήκον μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης που κατέχει την εξουσία είναι να εκδώσει μια σειρά διαταγμάτων, τα οποία θα καταστήσουν τα μείζονα μέσα παραγωγής εθνική ιδιοκτησία και θα τα θέσουν υπό κοινωνικό έλεγχο.

Αλλά τότε και μόνον ξεκινά το πραγματικό και πιο δύσκολο έργο: η αναδόμηση της οικονομίας σε μια ολότελα καινούργια βάση.

Σήμερα, η παραγωγή σε κάθε επιχείρηση διευθύνεται από μεμονωμένους καπιταλιστές βάσει της προσωπικής τους πρωτοβουλίας. Τι -και με ποιο τρόπο- πρόκειται να παραχθεί, πού, πότε και πώς θα πουληθούν τα παραγόμενα αγαθά, αποφασίζεται από τον βιομήχανο. Οι εργάτες δεν έχουν καμιά έγνοια για όλα αυτά, είναι μικρές μηχανές που πρέπει απλώς να κάνουν τη δουλειά τους.

Σε μια σοσιαλιστική οικονομία όλα αυτά πρέπει ν’ αλλάξουν! Η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα εξαφανιστεί. Η παραγωγή δεν θα στοχεύει στον πλουτισμό του ατόμου, αλλά στο να προσφέρει τα μέσα για την ικανοποίηση όλων των αναγκών της εργατικής τάξης. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και οι αγροτικές επιχειρήσεις πρέπει να αναδιοργανωθούν κάτω από μια νέα προοπτική.

Καταρχάς, εάν η παραγωγή πρόκειται να έχει ως στόχο την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής για τον καθένα, την παροχή επαρκούς τροφής, ρουχισμού και όλων των άλλων πολιτισμικών μέσων διαβίωσης, τότε η παραγωγικότητα της εργασίας θα πρέπει να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή. Η γη πρέπει να αποδίδει πλουσιότερες σοδειές, πρέπει να εισαχθούν στα εργοστάσια οι πλέον προηγμένες τεχνολογίες, και πρέπει να τύχουν εντατικής εκμετάλλευσης μόνον τα πιο παραγωγικά ανθρακωρυχεία και ορυχεία κ.λπ. Από τούτο προκύπτει ότι η διαδικασία της κοινωνικοποίησης πρέπει πρωτίστως να επεκταθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις της βιομηχανίας και της γεωργίας. Δεν είναι αναγκαίο, μα ούτε και το θέλουμε, να στερήσουμε από τους μικροκαλλιεργητές και τους τεχνίτες το κομματάκι γης ή το μικροεργαστήρι που έχουν για να βγάζουν το ψωμί τους. Όταν έρθει η ώρα, θα συνειδητοποιήσουν τα οφέλη του σοσιαλισμού έναντι της ατομικής ιδιοκτησίας και θα έρθουν σε εμάς με τη θέλησή τους.

Δεύτερον: προκειμένου όλα τα μέλη της κοινωνίας να μπορούν να απολαμβάνουν την ευμάρεια, πρέπει όλοι να εργάζονται. Μόνον κάποιος που θα προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, είτε αυτές είναι πνευματικές είτε χειρωνακτικές, θα δικαιούται να λαμβάνει από την κοινωνία τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών του. Μια ζωή σχόλης σαν κι αυτή που σήμερα διάγουν οι πλούσιοι εκμεταλλευτές θα λάβει τέλος. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, η εργασία θα είναι καθολική και υποχρεωτική για όσους είναι ικανοί να την προσφέρουν, εξαιρουμένων προφανώς των παιδιών, των ηλικιωμένων και των αρρώστων. Το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να μεριμνά πάραυτα για όσους είναι ανίκανοι να εργαστούν – όχι όπως γίνεται σήμερα με πενιχρή ελεημοσύνη, αλλά με πλούσια πρόνοια, κοινωνικοποιημένη ανατροφή των παιδιών, φροντίδα για τους ηλικιωμένους, δημόσια υγεία για τους αρρώστους και ούτω καθεξής.

Τρίτον, προκειμένου να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή η γενική ευμάρεια, η κοινωνία πρέπει να είναι οικονόμα και ορθολογική στη διαχείριση τόσο των μέσων παραγωγής όσο και αυτών της εργασίας. Η σπατάλη που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνει παντού ολόγυρά μας πρέπει να σταματήσει. Όλες οι βιομηχανίες πολέμου και παραγωγής όπλων πρέπει το δίχως άλλο να εκλείψουν, καθώς μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν έχει ανάγκη από φονικά όπλα· αντ’ αυτού, οι πολύτιμες ύλες και η ανθρώπινη εργασία που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να αξιοποιηθούν για την παραγωγή χρήσιμων αγαθών. Οι βιομηχανίες πολυτελείας που φτιάχνουν κάθε λογής άχρηστα προϊόντα για τους αργόσχολους πλουσίους πρέπει επίσης να εξαφανιστούν, όπως και οι προσωπικές υπηρεσίες. Έτσι, το σύνολο της ανθρώπινης εργασίας που απελευθερώνεται θα βρει μια πολύ πιο άξια και χρήσιμη απασχόληση.

Εάν εγκαθιδρύσουμε με αυτόν τον τρόπο μια κοινότητα εργατών, όπου όλοι θα δουλεύουν για όλους με γνώμονα το γενικό καλό και συμφέρον, η ίδια η εργασία θα πρέπει να οργανωθεί τελείως διαφορετικά. Στις μέρες μας, η εργασία στη βιομηχανία, στη γεωργία και στις δουλειές γραφείου αποτελεί συνήθως βάσανο και τυράννια για τους προλετάριους. Όλοι εργάζονται απλώς και μόνον επειδή πρέπει, ειδεμή δεν θα είχαν τα μέσα για να ζήσουν. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όπου όλοι θα δουλεύουν μαζί για το γενικό καλό, η υγεία της εργατικής δύναμης και ο ενθουσιασμός της για εργασία θα πρέπει να ενδυναμώνονται και να συντηρούνται ενσυνείδητα. Μικρά ωράρια εργασίας που δεν θα υπερβαίνουν τη φυσιολογική ανθρώπινη ικανότητα, υγιή εργασιακά περιβάλλοντα, περίοδοι ανάπαυσης και ποικιλία στην εργασία θα πρέπει να εισαχθούν, προκειμένου όλοι να κάνουν αυτό που τους αναλογεί πρόθυμα και με χαρά.

Όμως, η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει και το αντίστοιχο ανθρώπινο υλικό που θα τις φέρει εις πέρας. Σήμερα, ο καπιταλιστής, ο επιστάτης ή ο προϊστάμενος στέκονται πάνω από τον εργάτη με το μαστίγιο στο χέρι. Η πείνα οδηγεί τον προλετάριο στο εργοστάσιο, στα γραφεία, στον τσιφλικά ή τον γαιοκτήμονα. Οι εργοδότες φροντίζουν να μην σπαταλιέται ούτε χρόνος ούτε ύλες και να γίνεται η δουλειά σωστά και αποτελεσματικά.

Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ο καπιταλιστής με το μαστίγιο στο χέρι εξαφανίζεται. Οι εργάτες είναι ελεύθεροι και ισότιμοι άνθρωποι που δουλεύουν για το δικό τους καλό και το δικό τους συμφέρον. Τούτο σημαίνει πως δουλεύουν από μόνοι τους, με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να σπαταλούν τον κοινωνικό πλούτο, προσφέροντας αξιόπιστη και σχολαστική εργασία. Φυσικά, κάθε σοσιαλιστικό εργοστάσιο χρειάζεται τεχνικούς διευθυντές που γνωρίζουν επακριβώς τη λειτουργία του και μπορούν να επιβλέπουν την παραγωγή, ούτως ώστε όλα να βαίνουν ομαλώς και να επιτυγχάνεται ο καλύτερος εργασιακός καταμερισμός και η μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από το αν θα ακολουθήσει κανείς πιστά τις οδηγίες, αν θα διατηρήσει την πειθαρχία και την τάξη και αν θα προκαλέσει τριβές ή σύγχυση.

Κοντολογίς: σε μια σοσιαλιστική οικονομία, ο εργάτης πρέπει να δείξει ότι είναι σε θέση να δουλέψει σκληρά και σωστά, ότι διέπεται από πειθαρχία και ευσυνειδησία, χωρίς το μαστίγιο της πείνας και τον καπιταλιστή ή τον επιστάτη πίσω από την πλάτη του. Τούτο απαιτεί αυτοπειθαρχία, πνευματική ωριμότητα, ηθικό ζήλο, αίσθημα αξιοπρέπειας και υπευθυνότητας, ολοκληρωτική πνευματική αναγέννηση του προλετάριου.

Δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τον σοσιαλισμό με τεμπέληδες, επιπόλαιους, εγωιστές, ασυνείδητους και αδιάφορους ανθρώπους. Μια σοσιαλιστική κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους που, όλοι από τη θέση τους, θα είναι γεμάτοι πάθος και ενθουσιασμό για το γενικό καλό, γεμάτοι πνεύμα αυτοθυσίας και συμπόνιας για τους συνανθρώπους τους, γεμάτοι κουράγιο και επιμονή, ούτως ώστε να τολμήσουν να αναμετρηθούν με τις μεγαλύτερες των δυσκολιών.

Αλλά δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε αιώνες ή δεκαετίες για να εξελιχθεί ένα τέτοιο είδος ανθρώπου. Εδώ και τώρα, μέσα στην πάλη, μέσα στην Επανάσταση, οι προλεταριακές μάζες διδάσκονται τον αναγκαίο ιδεαλισμό και σύντομα θα αποκτήσουν και την πνευματική ωριμότητα. Προκειμένου να μπορέσουμε όλοι να οδηγήσουμε την επανάσταση στη νίκη, χρειαζόμαστε επίσης κουράγιο και αντοχή, πνευματική διαύγεια και αυτοθυσία. Στρατολογώντας ικανούς αγωνιστές για την επανάσταση του σήμερα, δημιουργούμε τους σοσιαλιστές εργάτες του αύριο, που η νέα τάξη προϋποθέτει ως θεμέλιό της.

Η νεολαία της εργατικής τάξης καλείται να αναλάβει αυτό το σπουδαίο καθήκον. Ως η γενιά του μέλλοντος, θα αποτελέσει το δίχως άλλο το πραγματικό θεμέλιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Είναι καθήκον της να δείξει, ήδη από τώρα, ότι μπορεί να αναλάβει το μεγάλο έργο του να κουβαλήσει το μέλλον της ανθρωπότητας στην πλάτη της. Υπάρχει ένας παλιός κόσμος για να ανατρέψουμε κι ένας ολότελα καινούργιος για να χτίσουμε. Και θα το κάνουμε νεαροί μου φίλοι, έτσι δεν είναι; Θα το κάνουμε! Ακριβώς όπως λένε κι οι στίχοι του τραγουδιού:

Τίποτε δε μας λείπει,

γυναίκα μου, παιδιά μου,

μονάχα εκείνο που μεσ’ από μας ζει

για να γίνουμε λεύτεροι σαν τα πουλιά.

Ο χρόνος, μόνον αυτός!

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβρη του 1918. Ευχαριστούμε τον Florian Walch για την αντιπαραβολή της αγγλικής μετάφρασης με το γερμανικό πρωτότυπο.

https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/12/20.htm

http://archiv2007.sozialisten.de/politik/publikationen/disput/view_html?zid=3483&bs=1&n=0

Μετάφραση: Θοδωρής Βελισσάρης

 

Με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η πολιτική που καθοδηγεί τη δράση των μπολσεβίκων είναι ξεκάθαρη: ειρήνη με οποιοδήποτε τίμημα, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορέσουν να επεκτείνουν και να εδραιώσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία, εφαρμόζοντας όσο πιο πολλές σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις γίνεται. Σχεδιάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο να περιμένουν το ξέσπασμα της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης και ταυτόχρονα να την επισπεύσουν με το ρωσικό παράδειγμα. Δεδομένης της απόλυτης πολεμικής εξάντλησης των ρωσικών μαζών και της ταυτόχρονης στρατιωτικής αποδιοργάνωσης που άφησε πίσω του ο τσαρισμός, η συνέχιση του πολέμου φαινόταν σε κάθε περίπτωση ανώφελη σπατάλη ρωσικού αίματος, κι έτσι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από την τάχιστη σύναψη ειρήνης. Έτσι αποτιμούσαν την κατάσταση ο Λένιν και οι σύντροφοί του.

Την απόφασή τους υπαγόρευαν δύο επαναστατικές απόψεις: η ακλόνητη πίστη στην ευρωπαϊκή επανάσταση του προλεταριάτου ως μοναδική διέξοδο και αναπόφευκτη συνέπεια του παγκοσμίου πολέμου, και η εξίσου ακλόνητη αποφασιστικότητα υπεράσπισης με κάθε δυνατό μέσο της εξουσίας που είχαν κερδίσει στη Ρωσία, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν για δραστικές και ριζοσπαστικές αλλαγές.

Κι όμως, οι υπολογισμοί αυτοί παρέβλεψαν σε μεγάλο βαθμό τον κρισιμότερο παράγοντα, δηλαδή τον γερμανικό μιλιταρισμό, στον οίκτο του οποίου παραδόθηκε η Ρωσία με τη χωριστή υπογραφή ειρήνης. Η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η συνθηκολόγηση του επαναστατικού ρωσικού προλεταριάτου με τον γερμανικό μιλιταρισμό. Ομολογουμένως, ο Λένιν και οι φίλοι του δεν εξαπάτησαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους υπόλοιπους σχετικά με τα γεγονότα. Παραδέχθηκαν ευθέως τη συνθηκολόγησή τους. Δυστυχώς, διατήρησαν την ψευδαίσθηση ότι με τη συνθηκολόγηση αυτή, μέσω της υπογραφής χωριστής ειρήνης, εξαγόρασαν χρόνο που θα τους επέτρεπε να σωθούν από την κόλαση του παγκοσμίου πολέμου. Δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός πως η συνθηκολόγηση της Ρωσίας στο Μπρεστ-Λιτόφσκ σήμαινε μία κολοσσιαία ενδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής πανγερμανικής πολιτικής, συνεπώς και μία αποδυνάμωση των πιθανοτήτων επαναστατικής εξέγερσης στη Γερμανία. Ούτε διέβλεψαν ότι η συνθηκολόγηση αυτή δεν θα επέφερε το τέλος του πολέμου εναντίον της Γερμανίας, αλλά μονάχα την αρχή ενός νέου κεφαλαίου του ίδιου πολέμου.

Στην πραγματικότητα, η «ειρήνη» του Μπρεστ-Λιτόφσκ είναι μια ψευδαίσθηση. Ούτε για μια στιγμή δεν υπήρξε ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Ο πόλεμος συνεχίστηκε από το Μπρεστ-Λιτόφσκ μέχρι σήμερα, αλλά είναι ένα πόλεμος ιδιαίτερος, καθώς διεξάγεται μόνο από τη μία πλευρά: συστηματική γερμανική προέλαση και, βήμα-βήμα, σιωπηλή μπολσεβίκικη οπισθοχώρηση. Η κατοχή της Ουκρανίας, της Φινλανδίας, της Εσθονίας και της Κριμαίας – ιδού το αποτέλεσμα της «ειρηνικής κατάστασης» μετά το Μπρεστ-Λιτόφσκ.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Καταρχήν, τον στραγγαλισμό της επανάστασης και τη νίκη της αντεπανάστασης στα επαναστατικά ρωσικά προπύργια. Γιατί η Φινλανδία, οι Βαλτικές επαρχίες, η Ουκρανία, ο Καύκασος, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, δεν αποτελούν παρά μέρος της Ρωσίας, δηλαδή το έδαφος της Ρωσικής Επανάστασης, όσο κι αν φλυαρούν για το «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης» οι κενοί μικροαστοί αερολόγοι.

Δεύτερον, σημαίνει την απομόνωση του μεγάλου ρωσικού τμήματος του επαναστατικού εδάφους από τις περιοχές σιτοκαλλιέργειας και εξόρυξης άνθρακα, καθώς και από τις πηγές σιδηρομεταλλεύματος και νεφτιού, δηλαδή από τους πλέον σημαντικούς και ζωτικούς οικονομικούς πόρους της επανάστασης.

Τρίτον, την ενθάρρυνση και ενδυνάμωση όλων των αντεπαναστατικών στοιχείων εντός της Ρωσίας, επιτρέποντάς σθεναρή αντίσταση στους μπολσεβίκους και τις πολιτικές τους.

Τέταρτον, η Γερμανία θα αναλάβει ρόλο διαιτητή στις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις της Ρωσίας με τις επαρχίες της: Φινλανδία, Λιθουανία, Ουκρανία, Καύκασο, καθώς και με τους γείτονές της, για παράδειγμα τη Ρουμανία.

Το γενικό αποτέλεσμα αυτού του απόλυτου ελέγχου της Γερμανίας επί της Ρωσίας ήταν, φυσικά, η τεράστια ενδυνάμωση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά και, ως εκ τούτου, η τροφοδότηση της ενεργητικής αντίστασης και πολεμικής ετοιμότητας των δυνάμεων της Αντάντ, δηλαδή η παράταση και εντατικοποίηση του παγκοσμίου πολέμου. Και, πραγματικά, όχι μόνο αυτά: η ανυπεράσπιστη Ρωσία, όπως αποκαλύπτεται από την προελαύνουσα γερμανική κατοχή, θα πρέπει να οδηγήσει φυσικά την Αντάντ και την Ιαπωνία στην υποκίνηση αντίδρασης επί του ρωσικού εδάφους, έτσι ώστε να χαλιναγωγήσουν τη μεγάλη υπεροχή της Γερμανίας και, ταυτόχρονα, να ικανοποιήσουν τις ιμπεριαλιστικές ορέξεις τους εις βάρος του ανυπεράσπιστου κολοσσού. Αυτή τη στιγμή, ο βοράς και η ανατολή της ευρωπαϊκής Ρωσίας, καθώς και ολόκληρη η Σιβηρία, έχουν αποκοπεί, και οι μπολσεβίκοι έχουν απομονωθεί από τις τελευταίες πηγές ζωτικών προμηθειών.

Το τελικό αποτέλεσμα της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ είναι λοιπόν η περικύκλωση, η λιμοκτονία και ο στραγγαλισμός της Ρωσικής Επανάστασης από όλες τις πλευρές.

Αλλά και εντός της χώρας, στο έδαφος που οι γερμανοί άφησαν στους μπολσεβίκους, η εξουσία και οι πολιτικές της επανάστασης εξωθήθηκαν σε δύσκολες στενωπούς. Οι δολοφονίες των Μίρμπαχ και Άιχορν αποτελούν απτή απάντηση στο βασίλειο τρόμου που έχει επιβάλλει ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός εντός της Ρωσίας. Η σοσιαλδημοκρατία, βεβαίως, πάντα απέρριπτε την τρομοκρατία ως ατομική δράση, αλλά μονάχα επειδή θεωρούσε πως ο μαζικός αγώνας είναι αποτελεσματικότερη μέθοδος, όχι επειδή προτιμούσε να ανέχεται παθητικά την αντιδραστική τυραννία. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν παρά μία από τις διαστρεβλώσεις της Τηλεγραφικής Υπηρεσίας του Βολφ ο ισχυρισμός ότι οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες διεκπεραίωσαν τις δολοφονίες αυτές υποκινούμενοι, ή υπό την άμεση καθοδήγηση της Αντάντ. Αυτές οι δολοφονίες είτε προορίζονταν για κάλεσμα σε μαζική εξέγερση ενάντια στη γερμανική κυριαρχία, είτε αποτελούσαν παρορμητικές πράξεις εκδίκησης που πήγαζαν από την απόγνωση και το μίσος για την αιματηρή γερμανική κυριαρχία. Ωστόσο, παρά τις προθέσεις τους, διακινδύνευσαν σοβαρά τον σκοπό της επανάστασης στη Ρωσία, σπέρνοντας τη διχόνοια μεταξύ των, μέχρι τώρα, κυβερνώντων σοσιαλιστικών οργανώσεων. Δημιούργησαν ρήγμα μεταξύ των μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών· πράγματι, δημιούργησαν χάσμα και θανάσιμη εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του επαναστατικού στρατού.

Ομολογουμένως, οι κοινωνικές διαφορές – η αντίθεση μεταξύ των χωρικών με ατομική ιδιοκτησία και των προλεταρίων της υπαίθρου και άλλων – αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στη ρήξη μεταξύ των μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Μέχρι τη δολοφονία του Μίρμπαχ, εντούτοις, τα πράγματα δεν φάνηκε να είχαν φτάσει ως εκεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες παρείχαν στήριξη στους μπολσεβίκους. Η Οκτωβριανή Επανάσταση που έφερε τους μπολσεβίκους στο πηδάλιο, η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, οι μεταρρυθμίσεις των μπολσεβίκων, δεν θα ήταν μάλλον εφικτές χωρίς τη συνεργασία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Μόνο το Μπρεστ-Λιτόφσκ και οι επιπτώσεις του οδήγησαν σε χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Τώρα ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται σαν διαιτητής μεταξύ των μπολσεβίκων και των, μόλις χθεσινών, επαναστατικών συμμάχων, ακριβώς όπως είναι ο διαιτητής των σχέσεών τους με τις ρωσικές συνοριακές επαρχίες και τα γειτονικά κράτη. Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, η αντίσταση στην εξουσία των μπολσεβίκων και στις θεσπισμένες μεταρρυθμίσεις τους, η οποία είναι ήδη πολύ μεγάλη, θα κορυφωθεί. Η βάση, συνεπώς, επί της οποίας στηρίζεται η κυριαρχία τους, έχει σε μεγάλο βαθμό εξασθενήσει. Πιθανώς, αυτό το σχίσμα και η διαίρεση των ετερογενών στοιχείων της επανάστασης, να ήταν αναπόφευκτα, όπως και είναι αναπόφευκτα σε κάθε σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση μίας αναπτυσσόμενης επανάστασης. Τώρα, ωστόσο, η αντιπαράθεση σχετικά με την ωμή γερμανική στρατιωτική δικτατορία εισήλθε για τα καλά στη Ρωσική Επανάσταση. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είναι το αγκάθι στη σάρκα της Ρωσικής Επανάστασης.

Κι όμως, όλα αυτά δεν εξαντλούν το πλήρες μέγεθος του κινδύνου! Ο σιδερένιος κύκλος του πολέμου, ο οποίος φαινόταν να σπάει στην ανατολή, περικυκλώνει αδυσώπητα, άλλη μια φορά, τον κόσμο ολόκληρο: η Αντάντ προελαύνει με τσέχικα και γιαπωνέζικα στρατεύματα από τον βορά και την ανατολή, αναπόφευκτη συνέπεια της γερμανικής επίθεσης από τη δύση και τον νότο. Οι φλόγες του παγκοσμίου πολέμου εξαπλώνονται στο ρωσικό έδαφος και ανά πάσα στιγμή μπορούν να καταπνίξουν τη Ρωσική Επανάσταση. Η απόσυρση από τον παγκόσμιο πόλεμο – ακόμα και με αντίτιμο τις μέγιστες θυσίες – είναι κάτι, σε τελική ανάλυση, απλώς αδύνατο για τη Ρωσία.

Και τώρα, η πλέον τερατώδης προοπτική δεσπόζει στο βάθος για τους μπολσεβίκους, το τελευταίο στάδιο του ακανθώδους μονοπατιού τους – μία συμμαχία μεταξύ των μπολσεβίκων και της Γερμανίας! Αυτό, χωρίς αμφιβολία, θα σφυρηλατούσε τον τελευταίο κρίκο στην καταστροφική αλυσίδα που ο παγκόσμιος πόλεμος έχει κρεμάσει στον λαιμό της Ρωσικής Επανάστασης: αρχικά υποχώρηση, μετά συνθηκολόγηση και, τελικά, μία συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Ρωσική Επανάσταση θα σερνόταν από τον παγκόσμιο πόλεμο, από τον οποίο προσπάθησε να αποσυρθεί με κάθε τίμημα, προς το αντίθετο στρατόπεδο – από το πλευρό της Αντάντ υπό την ηγεσία του Τσάρου, στο πλευρό των γερμανών υπό την ηγεσία των μπολσεβίκων.

Αποτελεί αιώνια τιμή για το ρωσικό επαναστατικό προλεταριάτο το γεγονός πως η πρώτη του κίνηση μετά το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν να αρνηθεί να συνεχίσει να πολεμά υπέρ του γαλλο-αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή κατάσταση, η προσφορά στρατιωτικών υπηρεσιών στον γερμανικό ιμπεριαλισμό είναι ακόμα χειρότερη.

Ο Τρότσκι φέρεται να δήλωσε πως εάν η Ρωσία είχε να διαλέξει μεταξύ ιαπωνικής και γερμανικής κατοχής, θα επέλεγε τη δεύτερη, καθώς η Γερμανία ήταν πολύ πιο ώριμη για την επανάσταση, σε σχέση με την Ιαπωνία. Η αγωνιώδης πτυχή της εικασίας αυτής είναι προφανής. Γιατί η Ιαπωνία δεν είναι ο μοναδικός αντίπαλος της Γερμανίας· αντίπαλοι είναι και η Αγγλία και η Γαλλία, και μεταξύ αυτών κανείς δεν είναι σε θέση να πει εάν η εσωτερική τους κατάσταση είναι πιο ευνοϊκή από της Γερμανίας σε σχέση με την προλεταριακή επανάσταση.

Ο συλλογισμός του Τρότσκι είναι, όμως, εντελώς λανθασμένος, στο μέτρο που οι προοπτικές και οι πιθανότητες της επανάστασης στη Γερμανία φθίνουν όποτε ο γερμανικός μιλιταρισμός ενδυναμώνεται ή κερδίζει μια νίκη.

Αλλά τότε, άλλες παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη, αρκετά διαφορετικές απ’ όσες φαίνονται ρεαλιστικές. Μία συμμαχία μεταξύ των μπολσεβίκων και του γερμανικού ιμπεριαλισμού θα ήταν το τρομερότερο ηθικό πλήγμα που καταφέρθηκε μέχρι σήμερα εναντίον του διεθνούς σοσιαλισμού. Η Ρωσία δεν ήταν παρά μία τελευταία γωνιά όπου ο επαναστατικός σοσιαλισμός, ως προς την καθαρότητα αρχών και ιδανικών, έμενε ακόμα ανέπαφος. Ήταν ένα μέρος προς το οποίο μπορούσαν να κοιτάξουν όλα τα έντιμα σοσιαλιστικά στοιχεία από τη Γερμανία και την Ευρώπη ώστε να ανακουφιστούν από την αηδία που ένιωθαν μπροστά στις πρακτικές του δυτικο-ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, έτσι ώστε να εξοπλιστούν με το θάρρος της υπομονής και με την πίστη στης καθαρές πράξεις και τις ιερές λέξεις. Το τραγελαφικό «ζευγάρωμα» των Λένιν και Χίντενμπουργκ θα εξολόθρευε την πηγή του ηθικού φωτός στην ανατολή. Προφανώς, οι γερμανοί εξουσιαστές κρατούν ένα όπλο στραμμένο στο κεφάλι της σοβιετικής κυβέρνησης και εκμεταλλεύονται την απελπιστική της κατάσταση με στόχο την επιβολή αυτής της τερατώδους συμμαχίας. Ελπίζουμε όμως ότι ο Λένιν και οι φίλοι του δεν θα παραδοθούν σε καμία περίπτωση, και θα απαντήσουν σ’ αυτή την παράλογη απαίτηση με ένα κατηγορηματικό: «Ως εδώ και μη παρέκει!»

Μια σοσιαλιστική επανάσταση υποστηριζόμενη από τις γερμανικές ξιφολόγχες, η δικτατορία του προλεταριάτου υπό την προστασία του γερμανικού ιμπεριαλισμού – αυτό θα ήταν ό,τι πιο τερατώδες από όσα θα μπορούσε κανείς να περιμένει να δει. Πέρα από το γεγονός ότι σε όλη τη χώρα το ηθικό γόητρο των μπολσεβίκων θα καταβαραθρωνόταν, θα έχαναν επίσης κάθε περιθώριο κίνησης και ανεξαρτησίας, ακόμα και στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, και πολύ σύντομα θα εξαφανίζονταν εντελώς από το προσκήνιο. Ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να καταλάβει ότι η Γερμανία περιμένει την ευκαιρία να ενώσει τις δυνάμεις της με τους Μιλιούκωφ, Χέτμαν, κι ένας Θεός ξέρει με ποιους ακόμα σκοτεινούς κυρίους και πολιτικούς ερασιτέχνες, προκειμένου να βάλει ένα τέλος στη μεγαλειώδη προσπάθεια των μπολσεβίκων. Περιμένει απλώς μία ευκαιρία για να υποβιβάσει τον Λένιν και τους συντρόφους του (όπως υποβίβασαν τους Ουκρανούς, τους Λυμπίνσκι και τους υπόλοιπους) σε ρόλο Δούρειου Ίππου, ρόλου που σημαίνει αυτοκτονία για τους παίκτες της παρτίδας όταν τον αναλαμβάνουν.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χάσουν οποιαδήποτε αξία όλες οι μέχρι τώρα θυσίες, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης θυσίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ, καθώς τίμημα της θυσίας θα αποτελούσε πλέον η ηθική χρεωκοπία. Κάθε είδους πολιτική συντριβή των μπολσεβίκων σε έναν έντιμο αγώνα εναντίων υπέρμετρων και εχθρικών πιέσεων της ιστορικής συγκυρίας θα ήταν προτιμότερη από την ηθική συντριβή.

Σίγουρα οι μπολσεβίκοι έκαναν, και ίσως κάνουν ακόμα, μία σειρά από λάθη στις πολιτικές επιλογές τους – αλλά δεν υπάρχει αλάνθαστη επανάσταση! Η έννοια της αλάνθαστης επαναστατικής πολιτικής, και μάλιστα εντός μίας απολύτως πρωτοφανούς κατάστασης, είναι τόσο παράλογη που είναι αντάξια μόνο γερμανού δασκαλάκου. Όταν οι αυτοαποκαλούμενοι ηγέτες του γερμανικού σοσιαλισμού έχασαν τα αυτοαποκαλούμενα λογικά τους σε μια κατάσταση τόσο απλή όσο μία ψήφος στο Ράιχσταγκ, κι όταν η καρδιά τους βούλιαξε μέχρι τις μπότες τους και ξέχασαν ολόκληρο τον σοσιαλισμό που είχαν μάθει, σε μία κατάσταση όπου η απλή αλφαβήτα του σοσιαλισμού έδειχνε ξεκάθαρα τον δρόμο – θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα μπλεγμένο σε μία πραγματικά ακανθώδη κατάσταση, κατά την οποία ήδη ανταποκρίθηκε με καινοφανή θαυμαστό τρόπο, να μην κάνει λάθη;

Εντούτοις, η κατάσταση θανάσιμου κινδύνου στην οποία έχουν περιέλθει οι μπολσεβίκοι σήμερα είναι, μαζί με τα περισσότερα λάθη τους, συνέπεια του ανεπίλυτου προβλήματος που τους έθεσε το διεθνές, και κυρίως το γερμανικό, προλεταριάτο. Η πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία μόνο χώρα, περικυκλωμένη από αντιδραστική ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ μαίνεται με μανία ο πιο αιματηρός πόλεμος της ανθρώπινης ιστορίας, είναι σαν την προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Κάθε σοσιαλιστικό κόμμα θα αποτύγχανε σ’ αυτή την προσπάθεια και θα αφανιζόταν – είτε καθιστούσε την αυταπάρνηση καθοδηγητικό άστρο των πολιτικών επιλογών του, είτε όχι.

Θα θέλαμε να δούμε τις ασπόνδυλες τσούχτρες, τους γκρινιάρηδες, τους Άξελροντ, τους Ντανς και τους Γκριγκόριαντς, όπως κι αν τους λένε, που με αφρίζοντα στόματα τραγουδούν το θρηνητικό τους άσμα όντας οι ίδιοι εκτός Ρωσίας. Και – για κοιτάξτε! – βρίσκουν ευήκοα ώτα σε ήρωες τέτοιου βεληνεκούς όπως οι Στρέμπελ, Μπερνστάιν και Κάουτσκι∙ θα θέλαμε να δούμε αυτούς τους γερμανούς στη θέση των μπολσεβίκων! Ολόκληρη η ανώτερη διάνοιά τους θα εξαντλούνταν γρήγορα σε μία συμμαχία με τους Μιλιούκωφ στην εσωτερική πολιτική και με την Αντάντ στην εξωτερική. Σ’ αυτό θα πρόσθεταν μία συνειδητή αποκήρυξη κάθε σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης, ή κάθε κίνησης προς αυτή την κατεύθυνση, όσον αφορά την εσωτερική πολιτική – κι όλα αυτά λόγω της συνειδητής σοφίας ευνούχου που θέλει τη Ρωσία απλά αγροτική χώρα και τον ρωσικό καπιταλισμό ανεπαρκώς ψημένο.

Αυτή είναι η παράλογη λογική της αντικειμενικής κατάστασης: οποιοδήποτε σοσιαλιστικό κόμμα κατακτούσε την εξουσία στη Ρωσία σήμερα, θα ακολουθούσε λανθασμένη τακτική στο μέτρο που, ως μέρος του διεθνούς προλεταριακού στρατού, θα είχε αφεθεί αβοήθητο από το κύριο σώμα αυτού του στρατού.

Την ευθύνη για τις αποτυχίες των μπολσεβίκων φέρει, σε τελική ανάλυση, το διεθνές προλεταριάτο και, πάνω απ’ όλα, η πρωτοφανής και επίμονη ποταπότητα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα αυτό που παρίστανε, σε καιρό ειρήνης, πως πορευόταν στην κεφαλή του παγκόσμιου προλεταριάτου, που τολμούσε να συμβουλεύει και να ηγείται του κόσμου όλου, που στη χώρα του μετρούσε τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια υποστηρικτές και των δύο φύλων – αυτό είναι το κόμμα που κάρφωνε τον σοσιαλισμό στον σταυρό εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, για τέσσερα χρόνια, κατ’ εντολή της κυρίαρχης τάξης, σαν αργυρώνητος μεσαιωνικός μισθοφόρος.

Τα νέα που καταφθάνουν από τη Ρωσία για την κατάσταση των μπολσεβίκων αποτελούν συγκινητική επίκληση σε όσα κατάλοιπα τιμής παραμένουν στις μάζες των γερμανών εργατών και στρατιωτών. Επέτρεψαν, εν ψυχρώ, τη συντριβή, την περικύκλωση, και τη λιμοκτονία της Ρωσικής Επανάστασης. Ας παρέμβουν τώρα, ακόμα και την ύστατη ώρα, για να σώσουν την επανάσταση από το τρομακτικότερο πεπρωμένο: από την ηθική αυτοκτονία, από μία συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Μία λύση μονάχα υπάρχει στη ρωσική τραγωδία: μία εξέγερση στα νώτα του γερμανικού ιμπεριαλισμού, μια γερμανική μαζική εξέγερση ικανή να δώσει το σύνθημα για τη διεθνή επανάσταση η οποία θα βάλει τέλος σ’ αυτή τη γενοκτονία. Αυτή τη μοιραία στιγμή, η διαφύλαξη της τιμής της Ρωσικής Επανάστασης ταυτίζεται με την ανάκτηση της τιμής του γερμανικού προλεταριάτου και των διεθνών σοσιαλιστών.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918. Ευχαριστούμε τη Dorna Darabi για την αντιπαραβολή της αγγλικής μετάφρασης με το γερμανικό πρωτότυπο. https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/09/11.htm

http://www.aaap.be/Pages/Theme-Brest-Litovsk.html#russ

Γιώργος Στεφανίδης – Θοδωρής Βελισσάρης

Στο μικρό αφιέρωμα που φιλοξένησε το περιοδικό «Ουτοπία» στο τεύχος 123, παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, εξ όσων γνωρίζουμε, δύο πολύ σημαντικά άρθρα της Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μία διάσημη ομιλία της, συνοδευόμενα από ένα άρθρο που γράφτηκε πρόσφατα για την ίδια. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι το διάσημο έργο της για τη «Ρωσική επανάσταση» η Ρόζα Λούξεμπουργκ το έγραψε στη φυλακή, με περιορισμένες πηγές πληροφόρησης, και δεν το δημοσίευσε η ίδια εν ζωή. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, με επιμέλεια του Paul Levi. Εκτός φυλακής, έγραψε και δημοσίευσε η ίδια το, άγνωστο στους περισσότερους, άρθρο «Η Ρωσική τραγωδία». Νομίζουμε ότι το άρθρο αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη όταν διερευνάται η αποτίμησή της για τη Ρωσική επανάσταση εν γένει. Εδώ επικεντρώνει την κριτική της στην εξωτερική πολιτική των μπολσεβίκων, φυσικά στα πλαίσια μίας αμέριστης εκτίμησης και αλληλεγγύης. Στο άρθρο της για τον «Γερμανικό μπολσεβικισμό», καθίσταται ξεκάθαρη η άποψη της Λούξεμπουργκ για τη σοσιαλιστική πειθαρχία που απαιτείται σε μία επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, εάν η τελευταία θέλει να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους της. Παράλληλα, δίνεται το περίγραμμα των βασικών βημάτων ενός μετασχηματισμού των οικονομικών σχέσεων προς τον σοσιαλισμό, μέσω της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Οι ομιλίες της στο συνέδριο της Στουτγκάρδης συνοψίζουν την ισχυρή της πεποίθηση ότι κανένας συνδικαλιστικός αγώνας δεν είναι από μόνος του σοσιαλιστικός, και κανένα κίνημα δεν είναι από μόνο του επαναστατικό. Χωρίς την πλαισίωση και τους στόχους μίας σοσιαλιστικής πολιτικής, τόσο ο συνδικαλισμός όσο και το «κίνημα», μπορούν για τη Λούξεμπουργκ να μετατραπούν στα μεγαλύτερα εμπόδια για την κατάκτηση του σοσιαλισμού. Το κόκκινο νήμα που διατρέχει όλα αυτά τα κείμενα είναι αυτό του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας, το οποίο παρέμενε κεντρικό για τη Λούξεμπουργκ μέχρι το τραγικό της τέλος. Το άρθρο του Κρις Κατρόουν παρουσιάζει την προσπάθεια, εκ μέρους της Λούξεμπουργκ, μίας διαλεκτικής σύλληψης του προβλήματος αυτού, πέρα από την απόρριψη της μαζικής πολιτικής και της δημοκρατίας, αλλά συγχρόνως και πέρα από την απλή απολογητική και ωραιοποίηση του ίδιου του κράτους. Το κράτος, αλλά και το επαναστατικό κόμμα (και ο ίδιος ο μαρξισμός ακόμα!), συμμετείχαν στη βαθιά κοινωνική κρίση, αποτελούσαν συμπτώματα της παθολογίας των κοινωνικών σχέσεων, και έπρεπε να γίνουν αντικείμενο έκφρασης, πραγμάτευσης, χειρισμού, των κοινωνικών αυτών σχέσεων ως μέσα δυνητικής (αυθ)υπέρβασής τους. Στην καρδιά του μαρξισμού της Λούξεμπουργκ βρίσκεται η ζωντανή σύλληψη του προβλήματος της ελευθερίας, τόσο στον αντικειμενικό όσο και στον υποκειμενικό του ορίζοντα. Ελπίζουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα να υπενθυμίσει, έστω και ελάχιστα, τη βαρύτητα της προσφοράς της Λούξεμπουργκ στον αγώνα για την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, και να παρακινήσει την περαιτέρω ενασχόληση με το έργο της.