Αντίσταση, Μεταρρύθμιση, Επανάσταση (Θεσσαλονίκη)
Platypus Review 53 | February 2013
5/30/2013- Στέκι συλλόγων φοιτητών Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.
Σκεπτικό και ερωτήσεις- Μια συζήτηση για τις προβληματικές μορφές αντικαπιταλισμού σήμερα
«Μετά την αποτυχία της Νέας Αριστεράς τη δεκαετία του 1960, η υποβόσκουσα απόγνωση αναφορικά προς την πραγματική αποτελεσματικότητα της πολιτικής βούλησης και παρέμβασης (σε μια ιστορική κατάσταση αυξημένης ανημπόριας) αυτοσυγκροτήθηκε ως κάτι παρείσακτο και αλλότριο, παρά ως εργαλείο μετασχηματισμού. Εστιάζοντας στη γραφειοκρατική στασιμότητα του φορντιστικού, όψιμου κόσμου του 20ού αιώνα, απηχούσε την καταστροφή αυτού του κόσμου από τη δυναμική του κεφαλαίου: τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.Η ιδέα ενός θεμελιώδους μετασχηματισμού απομονώθηκε και, αντ’ αυτού, αντικαταστάθηκε από την ασαφέστερη έννοια της “αντίστασης”. Η έννοια της αντίστασης, ωστόσο, δεν διευκρινίζει τη φύση του πράγματος που προκαλεί την αντίσταση, ή τη φύση των εμπλεκόμενων πολιτικών της αντίστασης – δηλαδή τον χαρακτήρα των προσδιορισμένων μορφών της κριτικής, της αντίθεσης, της εξέγερσης και της “επανάστασης”. Η έννοια της “αντίστασης” εκφράζει συχνά μια βαθιά δυιστική κσμοαντίληψη που τείνει να πραγμοποιήσει τόσο το σύστημα της κυριαρχίας όσο και την ιδέα της μεσολάβησης.Η “αντίσταση” στηρίζεται σπάνια σε μια αναστοχαστική ανάλυση των δυνατοτήτων για θεμελιώδη αλλαγή, οι οποίες παράγονται αλλά και καταπιέζονται από μία δυναμική ετερόνομη τάξη [του κεφαλαίου]. [Η "αντίσταση"] είναι μια μη διαλεκτική κατηγορία που δεν συλλαμβάνει τις δικές της συνθήκες δυνατότητας· αποτυγχάνει δηλαδή να συλλάβει το δυναμικό ιστορικό πλαίσιο του οποίου αποτελεί μέρος.» – Μόις Ποστόουν, “Ιστορία και ανημπόρια: Μαζική κινητοποίηση και σύγχρονες μορφές αντικαπιταλισμού”, 2006
Ομιλητές
Νικόλας Σεβαστάκης: αναπλ. καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Θοδωρής Καρυώτης: συμμετέχει σε εγχειρήματα άμεσης δημοκρατίας και αλληλέγγυας οικονομίας
Άρης Τσιούμας: μέλος της Κίνησης Εργατικής Χειραφέτησης και Αυτοοργάνωσης
Κώστας Γούσης: μέλος του ΝΑΡ (νέο αριστερό ρεύμα)
Νικόλας Σεβαστάκης: Παρά τα όρια που έχει η λογική των αντιστάσεων ( και της αντιστασιακής έκκλησης), παρά δηλαδή το γεγονός ότι όντως «φέρει εντός της» την εμπειρία των απωλειών και των πολλαπλών αποτυχιών των κινημάτων χειραφέτησης, θεωρώ προβληματική, πολιτικά και ηθικά, την «απώθηση» αυτής της εμπειρίας [της απώλειας ή της αποτυχίας] στο βωμό κάποιας νέας αλήθειας ως κατάφασης, ως πράξης με την οποία «απαλλασσόμαστε με ένα άλμα» από το βάρος μιας θλιμμένης ή ένοχης συνείδησης. Για να το εκφράσω διαφορετικά: πιστεύω ότι η εμπειρία της απώλειας ως αφετηρία για την τολμηρή αναγνώριση του ηθικού και πολιτικού κακού το οποίο αναδύθηκε και στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής παράδοσης (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά εντός του κομμουνισμού) είναι προτιμότερη από τη γοητεία την οποία ασκεί στις μέρες μας ένας ορισμένος δογματικός τόνος. Η αναγκαία απόσταση από τις παλαιότερες «αποπροσανατολιστικές» στιγμές της μεταμοντέρνας θρηνολογίας για το χαμένο Νόημα ή της φιλελεύθερης πτωματολογίας (αναφορικά, για παράδειγμα, με τις σκοτεινές πτυχές των επαναστατικών κινημάτων του εικοστού αιώνα) δεν πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα είδος «ηθικής αναισθησίας» καλυμμένης κάτω από το πέπλο της Ριζικής Πράξης, της ριζικής Απόφασης (σε αυτό το σημείο συνάντησης ενός Καρλ Σμιτ και ενός Λένιν το οποίο ελκύει πολλούς ριζοσπάστες της εποχής μας). Όσο κριτική και αν οφείλει να είναι η προσέγγισή μας στις παραλυτικές πλευρές της όποιας «μελαγχολικής» πολιτικής, δεν επιτρέπεται να λησμονήσουμε ούτε στιγμή το τεράστιο πλήγμα που υπέστη και υφίσταται ακόμα η ιδέα της χειραφέτησης από τις λογικές μιας δίχως αναστολές «θετικότητας», μιας «πολεμικής αποφασιστικότητας» η οποία έστηνε απέναντί της τη διαφωνία ως μικροαστικό συναισθηματισμό ή «ασυνάρτητη μελαγχολία»… […]
Νομίζω καταρχάς ότι όλοι εδώ θα συμφωνήσουμε στην παραδοχή ότι το σημερινό πλαίσιο (το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της κρίσης και της κατάρρευσης των «ευημεριστικών» συμβιβασμών του παρελθόντος) αλλάζει σημαντικά τους όρους των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Από τη σκοπιά της δομής (ή της κυρίαρχης τάσης πολιτικών συστημάτων και οικονομικής αρχιτεκτονικής) ο μεταρρυθμισμός, τουλάχιστον στην εξελικτική και ήπια θεσμοκρατική του εκδοχή, μοιάζει πράγματι «μπλοκαρισμένος» και δίχως περιθώρια κινήσεων. Αυτός ο παλιός, «αξιοσέβαστος» και καθηλωμένος στην ιδέα της ορθολογικής συναίνεσης ρεφορμισμός ανήκει, πράγματι, στις περιόδους των μεγάλων κοινωνικών συμβιβασμών και των σοσιαλδημοκρατικών συμβολαίων. Αλλά αν λάβουμε σοβαρά υπόψη το συλλογικό ήθος και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των εργαζομένων τάξεων (στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον κοινωνίες), η επανάσταση, η ιδέα της επανάστασης, δεν διαθέτει καμιά αξιοπιστία. Είναι εν πολλοίς κάτι εντελώς αόρατο και ξένο. Για πολλούς και διάφορους λόγους, το Επαναστατικό Εγχείρημα, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο εποχικό διάνυσμα από το 1789 ως το 1968, δεν αναγνωρίζεται πλέον ως «ιστορικά ενεργό» ούτε, για να είμαστε ειλικρινείς, ως ηθικά-πολιτικά επιθυμητό. Από τη μεγάλη πλειονότητα των λαϊκών τάξεων και όχι μόνο από τους διανοουμένους ή τους καθηγητές πανεπιστημίων. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε λοιπόν είναι να αποκαταστήσουμε τον δεσμό της μεταρρύθμισης με τη δομική ρήξη, με συγκεκριμένα δραστικά ρήγματα στο «καθεστώς παγίωσης» του «Δεν Υπάρχει Άλλος Δρόμος», there is no Alternative. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ανοιχτεί εκ νέου μια δυνατότητα: μέσα από τέτοια «μεταρρυθμιστικά ρήγματα» που στις σημερινές συνθήκες θα επιτρέψουν στους από κάτω την ελπίδα, την επιθυμία για το καλύτερο, ενδέχεται να επανεισαχτεί η «δυναμική της αμφισβήτησης» στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικής σημασίας. Και πιστεύω ότι μια ριζοσπαστική πολιτική, αν δεν θέλει να είναι απλώς αναμνηστική, οφείλει να επιμείνει πλέον στην ιδέα της δημοκρατίας έτσι όπως αυτή συναρθρώνεται ξανά με το κοινωνικό ζήτημα, με το ζήτημα της κατανομής της κοινωνικής εξουσίας.
Δουλεύοντας πάνω σε αυτό τον κόμβο (δημοκρατίας-κοινωνικού ζητήματος) θα μπορούσαμε ενδεχομένως να προσδοκούμε βάσιμα στην επανεμφάνιση ενός «πληθυντικού» στις πηγές του αντικαπιταλισμού. Γιατί ο αντικαπιταλισμός, παρά τη λαϊκή δυσφορία για τους πλούσιους και για τη διαφθορά των νέων αδίστακτων ολιγαρχιών, παρά τις «διάσπαρτες αντιπλουτοκρατικές» διαθέσεις που αναπτύσσονται στον αέρα των σκανδάλων και των διαψεύσεων του κόσμου, παραμένει μια εξαιρετικά μειονοτική ευαισθησία. Και σε πολλές άλλες κοινωνίες από τη δική μας, ο αντικαπιταλισμός είναι περισσότερο απόμακρος και από την ιδέα του εποικισμού του πλανήτη Άρη. Μπορεί παρόλα αυτά να ξαναϋπάρξει ως σοβαρή προοπτική, ως στοιχείο της «ενεργού πραγματικότητας» μόνο μέσα από μια εμπειρία της δημοκρατίας στην οποία θα «ενσωματώνονται» τα κριτικά στοιχεία και αυτής ακόμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εννοείται φυσικά ότι το πέρασμα από την ιδέα της δημοκρατίας στον αντικαπιταλισμό και ειδικότερα σε έναν αριστερό και σοσιαλιστικό αντικαπιταλισμό είναι μια υπόθεση που προϋποθέτει την άρση της κατάστασης του κοινωνικού ζόφου. Η μείωση της κοινωνικής καχεξίας και ατροφίας, η «αποτροπή» της περαιτέρω βιοτικής απαθλίωσης ευρύτερων στρωμάτων, η ανάσχεση ας πούμε του πιο επιθετικού πυρήνα των «μνημονιακών προγραμμάτων» δεν είναι έτσι κάτι ασήμαντο το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως Εμπόδιο, αυταπάτη ή παραπλάνηση. Σε συνθήκες όπου υφίσταται ουσιαστική αναστολή των όρων μιας φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας, η απαίτηση για πραγματική δημοκρατία και η συμβολική επικύρωση των συντακτικών αξιών της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας, μπορούν να είναι, εν δυνάμει, πολύ πιο δραστικές από άλλες «εκκλήσεις». […]
Η σύγχυση μεταξύ γλωσσικής «επαναστατικής» ευφορίας και ριζοσπαστισμού συνιστά κατά τη γνώμη μου κατάλοιπο μιας στατικής τοποθέτησης για τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης. Αυτή η μαγεία των ανατρεπτικών λέξεων έχει βέβαια μια αξία: μπορεί να είναι μια υπενθύμιση των «συγκρουσιακών» θεμελίων κάθε κανονιστικής τάξης, κάθε ορθολογικής συναίνεσης, κάθε πολιτικής μεσολάβησης σε μια ανταγωνιστική και βαθιά άνιση κοινωνία. Αλλά η αξία της υπενθύμισης μετατρέπεται συχνότατα σε αυταπάτη περί «καθαρότητας των μετώπων», σε ένα είδος πολιτικής της άρνησης των αποχρώσεων, της περιφρόνησης για τις πολύπλοκες μεταβάσεις και τις «μικτές στιγμές».
Τελειώνω, λέγοντας ότι κατά τη γνώμη μου ζούμε μια κατεξοχήν μικτή και ακάθαρτη πολιτική συγκυρία. Και η Αριστερά καλείται να «κάνει κάποια πράγματα» περισσότερο από το να εμμένει στα σεβάσμια λεξιλόγια και στις γνώριμες μεθόδους με τις οποίες αυτοσυντηρείται στο χρόνο με τους φίλους και τους αποστάτες της, τις ενοχές και τις προδοσίες της, τις ορθοδοξίες και τις αιρέσεις της…
Αυτά τα πράγματα, αν και εφόσον τα προσπαθήσει, είναι φυσικά «λίγα», είναι υποδεέστερα του σκοπού της, του ονείρου ή του σχεδίου της στη νεωτερικότητα. Αναδύονται ωστόσο ως ανάγκες από την ίδια την οδύνη του κοινωνικού είναι, από την σημερινή κατάπτωση των σωμάτων που ζητούν να στηθούν ξανά όρθια, να διεκδικήσουν περιθώρια συγκεκριμένης ελευθερίας από τον δεσποτισμό της «μνημονιακής τάξης» και των πολιτικών της κελευσμάτων.
Θοδωρής Καρυώτης: Ας τολμήσουμε να αντιστρέψουμε την – κοινή στην ελευθεριακή σκέψη – παραδοχή ότι το κράτος και η αγορά είναι «εξωκοινωνικοί θεσμοί». Πράγματι σήμερα είναι δύσκολο να βρούμε κάποια αγνή και αμόλυντη “κοινωνία” κάτω από το κράτος και την αγορά, με την έννοια ότι οι βασικοί δεσμοί που αναπαράγουν την κοινωνική ζωή είναι δομημένοι μέσα από το κράτος και την αγορά. Οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους και της αγοράς, όπως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και ο μηχανισμός του χρέους, είναι οι τελευταίοι σε μια σειρά μηχανισμών στους οποίους καταφεύγουν αυτοί οι θεσμοί για να επιβάλλουν τη λογική τους. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας εσωτερικεύουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγονται, για παράδειγμα μέσα από την αρχή της ανάθεσης/αντιπροσώπευσης ή μέσα από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους, κτλ.
Ακολουθώντας τον Φουκώ, ας ονομάσουμε «βιοπολιτικό» αυτό το πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων . Το υποκείμενο είναι προϊόν της εξουσίας: οι εμπορευματικές, ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις μάς έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό που είμαστε καταδικασμένοι να τις αναπαράγουμε. Κάθε ένας από εμάς είναι ένας φορέας αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Το κράτος και η αγορά λοιπόν δεν κυριαρχούν παρασιτικά, από έξω, αλλά από το εσωτερικό της κοινωνικής ζωής.
Φυσικά το βιοπολιτικό πεδίο δεν είναι αρκετό για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, απαιτείται επίσης ένα«πολιτικό» πεδίο με την παραδοσιακή έννοια του όρου: το κράτος, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι νόμοι, οι οικονομικοί θεσμοί, οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαχείριση της καπιταλιστικής ολότητας.
Υπό αυτή την οπτική, οι στρατηγικές κοινωνικής χειραφέτησης που επικεντρώνονται στην αλλαγή του «πολιτικού» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το «βιοπολιτικό», θα καταφέρουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ αποσπασματικές και πρόσκαιρες νίκες: είμαστε προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαια υπερβολή να πούμε ότι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθορίζονται από το κράτος και την αγορά. Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές συνεργατικές που βγαίνουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης.
Η παρούσα οικονομική κρίση δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και η επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής είχαν ως “παρενέργεια” την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας.
Θα ήταν βέβαια αφελές να υποστηρίξουμε ότι όλα αυτά τα νέα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ή ότι αποτελούν μια ξεκάθαρη και ομογενή πρόταση υπέρβασης του καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται περισσότερο για την ανάδειξη του «πλήθους» όπως το αντιλαμβάνονται οι Χαρντ και Νεγκρι, παρά για την ανάδειξη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με την μαρξιστική έννοια. […]
Εμείς λοιπόν φτιάχνουμε τον καπιταλισμό. Πρέπει να σταματήσουμε να τον φτιάχνουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της πληθώρας νέων εγχειρημάτων βασισμένων στην αρχή της ισότητας, της οριζοντιότητας, της συμμετοχής.
Κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, πειράματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, χαριστικά παζάρια, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, και η λίστα εμπλουτίζεται συνεχώς.
Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της κάθε μίας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες αυτές οι νέες συλλογικότητες εκφράζουν μία απογοήτευση από τα πολιτικά κόμματα και το κράτος, ως ενιαίων χώρων διοχέτευσης και επίλυσης των αιτημάτων τους, και προτάσσουν ένα στόχο ριζοσπαστικό: μια συνολική μεταμόρφωση του τρόπου δράσης και σκέψης. Σε περιορισμένο βαθμό, και με τις αντιφάσεις και αμφισημίες που χαρακτηρίζουνε όλα τα κοινωνικά κινήματα ως απόπειρες υπέρβασης του υπάρχοντος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους κοινωνικές σχέσεις αντίθετες στη δυναμική της αγοράς και στην “κρατικο-κεντρική” ιεραρχία.
Πρόκειται για πειράματα κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω τα οποία δεν επιβάλλουν αλλαγές σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Δημιουργούν ξεκάθαρες προτάσεις αλλά δεν έχουν ένα σχέδιο συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού από τα πάνω. Δεν θέλουν να επιβάλουν το όραμά τους, ίσως αυτό θα τους φαινόταν αντιφατικό . Η ίδια τους η πολυμορφία είναι ένδειξη ελευθερίας στην πράξη: Δεν έχουμε ένα μοναδικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά μία πληθώρα μοντέλων βασισμένων σε παρόμοιες αξίες, αρχές και πρακτικές.
Αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν ταυτόχρονα λύση σε άμεσες πρακτικές ανάγκες, αλλά και κοινωνικό πειραματισμό, δηλαδή απόπειρα κοινωνικής αλλαγής στο εδώ και στο τώρα, αφού δεν περιμένουν την αβέβαιη μαγική στιγμή της επανάστασης. Αλλά και όταν έρθει αυτή η στιγμή, θα έχουν μια καλή ιδέα για το τι μπορεί να λειτουργήσει στη μετεπανασταστική κοινωνία και τι όχι.
Το να τα χαρακτηρίσουμε «κινήματα αντίστασης» σημαίνει ελλιπή κατανόηση τους: πρόκειται για μικρά πειράματα «αυτονομίας» ή, καλύτερα, «αυτονόμησης», για να δοθεί έμφαση στην διαδικασία και όχι στην κατάσταση, που περνάν από την καταγγελία του υπάρχοντος προς την προεικονιστική οικοδόμηση διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων και δομών. Δεν περιορίζονται στο «βιοπολιτικό» πεδίο, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης τους, αλλά το παίρνουν ως αφετηρία με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου που συνειδητά θα απορρίψει τις αξίες του καπιταλισμού.
Φυσικά όπως είπα και πιο πάνω ούτε όλα αυτά τα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ούτε αποτελούν πανάκεια για όλα τα πολιτικά μας προβλήματα. Σίγουρα από μόνα τους δεν είναι αρκετά τα εγχειρήματα αυτονομίας. Το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται βάζει περιορισμούς και πρέπει να βρεθούν δημιουργικοί τρόποι υπέρβασης τους. Πάντα επίσης υποβόσκει ο κίνδυνος του αναχωρητισμού και της απομόνωσης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. […]
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η κίνηση προς την αυτονομία περνάει απαραίτητα από τη δημιουργία φορέων από την ίδια την κοινωνία για τη δικτύωση μεταξύ κοινοτήτων, τη διαχείριση των κοινών και την επίλυση διαφορών. Είναι απαραίτητη η δημιουργία θεσμών που θα ενώσουν το βιοπολιτικό πεδίο με το πολιτικό και θα συγκροτήσουν ένα νέο πόλο «από τα κάτω» στην πολιτική ζωή.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των νέων αυτών θεσμών θα πρέπει να είναι:
- Να επιτρέπουν έναν καταμερισμό εργασίας που να μην ευνοεί όμως την εξειδίκευση και την ανάθεση, πχ μέσω κληρωτών θέσεων ευθύνης.
- Να επιτρέπουν έναν «ήπιο» βαθμό εκπροσώπησης χωρίς να φτάνουν όμως στην αντιπροσώπευση.
- Να οριοθετούν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συλλογικοτήτων που τους αποτελούν.
- Να θεσμίσουν μηχανισμούς συλλογικής απόφασης, σύνθεσης των απόψεων, επίλυσης διαφορών.
Με αυτό τον τρόπο τα εγχειρήματα βάσης θα μπορούν να μεταφέρουν την πολιτική κουλτούρα των συνελεύσεων τους σε ένα ανώτερο επίπεδο δικτύωσης, και θα αποτελέσουν έτσι εργαλεία «εποικισμού» της πολιτικής ζωής με τις αξίες των κινημάτων κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω, αντίθετα με τους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποτελούν ακριβώς το ανάποδο.
Άρης Τσιούμας: Η δική μου συνεισφορά στη κουβέντα θα γίνει μέσω της παρουσίασης ενός σχήματος το οποίο επιθυμεί να παράξει ένα πολιτικό πρόσημο μέσω της παρακολούθησης των ταξικών ανα-διαρθρώσεων του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, και την επακόλουθη αλληλεπίδραση τους με τις δυναμικές συγκροτήσεις, αφηγήσεις και τακτικές του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού κινήματος και των προβληματικών που αυτό ανέπτυξε.
Κάνοντας μια εισαγωγή, θα ορίσω ως ιστορική αφετηρία του σχήματος, το έτος 1933, όπου η ρύθμιση του New Deal, θα αποτελέσει την πρώτη διαμόρφωση μιας σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης, στην προσπάθεια της κυβέρνησης των ΗΠΑ να απαντήσει αποτελεσματικά στην κρίση του 1929. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας την ίδια χρονιά και η σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ την ίδια περίοδο θα καταδείξουν ένα σημαντικό πρόβλημα. Η ρύθμιση του New Deal και η νέα διαχείριση που εισάγει δεν αποτελούν ακόμα ένα οικουμενικό μοντέλο. Οι εναλλακτικές διαχειρίσεις του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο θα αποτελέσουν έναν ακόμα από τους πολλούς λόγους, εξ αιτίας των οποίων η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μια παγκόσμια πολεμική σύρραξη.
Η επόμενη μέρα του πολέμου θα βρει την Ευρώπη στη μέση δυο υπερδυνάμεων με μόνη ελπίδα μια μεγεθυμένη ανάπτυξη από αυτές που μπορούν να υπάρξουν μόνο πάνω στα ερείπια ενός ολοκληρωτικού πολέμου. Την περίοδο μεταξύ 1950–1970 η Ευρώπη – και οι λαοί της – θα γνωρίσουν την πλήρη ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου. Πρόκειται για την αναβάθμιση της σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης μέσω κυρίως του κρατικού παρεμβατισμού σε νέα βιοπολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού. […]
Ο τρόπος λειτουργίας του σοσιαλδημοκρατικού συστήματος υπήρξε σχετικά απλός. Ένα κρατικό πλέγμα προστασίας απλώνεται με όρους ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη. Παράλληλα καλλιεργείται ο χυδαίος ορισμός του δημόσιου αγαθού ως κρατικού προϊόντος. Παρακολουθούμε δηλαδή την ανάπτυξη της διαδικασίας εισδοχής των δημόσιων αγαθών στην αγορά, την εμπορευματοποίηση τους.
Οι βασικοί στόχοι της όλης διαδικασίας είναι: η διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η συνεχής διαχείριση της εξουσίας από την αστική ελίτ μέσω του ελέγχου του κράτους από το πολιτικό προσωπικό.
Με θεωρητικό πλαίσιο τις υποσχέσεις ευμάρειας και πρακτικό εργαλείο τους μαζικούς φορείς ενσωμάτωσης [τα πολιτικά κόμματα, και τα συνδικάτα ως μέρος του κρατικού μηχανισμού] ξεκινά η διαδικασία πρόσδεσης της εργατικής τάξης στο πλάνο ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Πρόκειται για την προσπάθεια ευνουχισμού μέσω της αποπολιτικοποίησης της εργατικής τάξης που εκ της θέσης της [είναι η τάξη η οποία αναπαράγει τον καπιταλισμό] είναι δυνάμει επαναστατική. Αυτή η διαπίστωση μας φέρνει και στο κύριο σώμα της σημερινής εκδήλωσης. […]
Με μήτρα και γέννημα ταυτόχρονα το Μάη του 1968, θα αναπτυχθεί η Νέα Αριστερά της οποίας βασικό στοιχείο χαρακτηροδομής θα αποτελέσουν τα νέα κοινωνικά κινήματα.
Σε ένα πρόχειρο πλαίσιο ο J. Alexander θα πει ότι: «τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν βάση έκφρασης των μεταμοντέρνων κοινωνιών και ταυτόχρονα βασικό χαρακτηριστικό τους».
Ο A. Touraine θα συμπληρώσει επεξηγηματικά: «το κοινωνικό κίνημα αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτισμικών μοντέλων που θέτουν κοινωνικές πρακτικές», ενώ τονίζει ότι: «οι υλικές απαιτήσεις και οι ταξικές διακρίσεις δεν βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο». Η δε συνοχή των κοινωνικών κινημάτων δεν εδράζεται στο έδαφος του ταξικού, αλλά μέσα από το σχήμα του «ενεργού πολίτη» [της ταυτότητας δηλαδή υπηκόου της κοινωνίας των πολιτών] εδράζεται πλέον σε διαταξικά σχήματα. Στόχος είναι είτε οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων ή η εδραίωση νέων συλλογικών συμπεριφορών[1]
Μη αναγνωρίζοντας ως βασική αντίθεση της καπιταλιστικής διάρθρωσης της κοινωνίας την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αυτά τα κινήματα μετακινούνται από την ταξική σύγκρουση στην ενασχόληση με ζητήματα εποικοδομήματος [φύλο, μειονότητες, μεταναστευτικό, αντιψυχιατρικό, εγκλεισμού κλπ].
Αυτή η διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα να μετατεθεί το βάρος από την επανάσταση ως μέσο απελευθέρωσης στη μεταρρύθμιση μέσω του συμπεριφορισμού του μαζικού ατόμου που πετυχαίνει τη νομοθετική ρύθμιση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ίδιο το πλαίσιο εξουσίας στο οποίο εναντιώνεται.
Στην Ελλάδα λόγω της λενινιστικής επικυριαρχίας το κίνημα αυτό θα εκπροσωπηθεί σχεδόν αποκλειστικά από το νεοελευθεριακό ρεύμα και μετά το 1990 από το μετα-αναρχικό[2]
Πρόκειται ουσιαστικά για τη θέσμιση του κοινωνικού ρεφορμισμού μέσω των διαταξικών σχημάτων πρωτοβουλίας πολιτών σε πολιτικό ρεφορμισμό, μια διορθωτική κίνηση εν τέλει μέσα στον καπιταλισμό με τη μορφή παρέμβασης στο νομοθετικό του πλαίσιο. Μια διαδικασία η οποία μιλά στο όνομα της επανάστασης, φέρει όμως το ονοματεπώνυμο «Μεταρρύθμιση».
Σε έναν εντελώς φανταστικό αντίποδα θα καλλιεργήσει μετά το 1990 και με αφορμή την κατάρρευση των σοσιαλιστικών σχηματισμών ένα κομμάτι της μετά-σταλινικής αριστεράς το δικό του κίνημα «αντίστασης».
Χρησιμοποιώντας μια επίφαση μαρξικής κληρονομιάς, αυτή η αριστερά θα επικαθορίσει το κοινωνικό με βάση μια πολιτική φαντασιακή θέσμιση. Συγκεκριμένα, ερμηνεύοντας τον κόσμο με όρους αναδίπλωσης των χειραφετησιακών κινημάτων, θα διατηρήσει τις αναφορές της στην ταξική πάλη, η οποία πλέον όμως στη βάση μιας «ρεαλιστικής προσέγγισης» θα συνδικαλιστικοποιηθεί.
Ενώ η συνοχή του κινήματος αντίστασης δεν διαφέρει ουσιαστικά από την διαταξική σύσταση του μεταμοντέρνου κινήματος μεταρρύθμισης, η διαφορά θα σημειωθεί στους όρους χρήσης.
Και πάλι στο όνομα της επανάστασης ένας πολιτικός ρεφορμισμός, ο οποίος συνέχεται στο πεδίο της άρνησης περιγραφής ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου, μιας «μεγάλης αφήγησης» της απελευθέρωσης με κοινωνικούς όρους, θα εκφυλιστεί σε έναν κοινωνικό ρεφορμισμό μέσω της οριοθέτησης αυστηρά συντεχνιακών αιτημάτων τα οποία μπορούν να βρουν πεδίο ανάπτυξης σε όλες τις κοινωνικές τάξεις διαμέσου μιας πολιτικής του χώρου.
Η απόφαση του κινήματος αντίστασης, [το οποίο στην Ελλάδα θα εκπροσωπήσουν όλες οι δυνάμεις του αριστερού εξωκοινοβουλίου] ότι οι εργαζόμενοι [με τους οποίους δεν θα αποκτήσουν ποτέ οργανική σχέση] βρίσκονται σε μαζική άμυνα, θα μετατρέψει την ίδια την αντίσταση σε ένα αποκομμένο, κούφιο νοήματος, κέλυφος, έναν φαύλο κύκλο, καθώς η διαλεκτική σχέση της αντίστασης, ως προοίμιο της επανάστασης, θα διακοπεί βίαια. Το όνομα που θα φέρει αυτή η διαδικασία είναι το όριο της αιώνιας αντίστασης· πρόκειται ουσιαστικά για την μετουσίωση του πολιτικού ρεφορμισμού σε κοινωνικό ρεφορμισμό. […]
Ρόλος των χειραφετησιακών κινημάτων σήμερα που μιλούν και όντως τάσσονται με την επαναστατική διαδικασία είναι να υπενθυμίζουν διαρκώς στην τάξη και την κοινωνία των καταπιεσμένων ότι:
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επαναστατική πολιτική, εάν δεν μιλάς για την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας από αυτούς που παράγουν τον πλούτο, εάν δεν μιλάς για την ολοκληρωτική άρση της διαχωρισμένης εξουσίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά χειραφετησιακή πολιτική από τα πάνω προς τα κάτω, κανένα λαϊκό κίνημα στη βάση επικυριαρχίας του πολιτικού στο κοινωνικό. Η άμεση δημοκρατία ως μια πολιτική μορφή κομμουνισμού αποτελεί απαραίτητο συντελεστή στην προσπάθεια χειραφέτησης του ανθρώπου.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αριστερά και καμιά αναρχία, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της κατάργησης της εξουσίας ανθρώπου σε άνθρωπο σε όλα τα επίπεδα.
Μένει να υπενθυμίζουμε και να δρούμε διαρκώς με βάση την αποστροφή: «Όσα είπαμε ισχύουν».
Κώστας Γούσης: Την ώρα που ξεσπά η μάχη αποτελεί πολυτέλεια και συχνά θρασυδειλία να κάθεσαι άπραγος, επειδή οι συνθήκες δεν είναι αρκετά ώριμες, ο διεθνής συσχετισμός είναι αρνητικός κ.ο.κ. Η λενινιστική τομή άλλωστε του Οκτώβρη του 1917 συνίσταται στην επαναστατική πολιτική παρέμβαση που αξιοποιεί τις δυνατότητες της κοινωνικής ρήξης με το ρίσκο των αντίξοων συνθηκών. Ταυτόχρονα όμως το λενινιστικό δίδαγμα μας υπενθυμίζει την ανάγκη να αναγνωρίζονται οι ανεπάρκειες, τα ελλείμματα, οι δυσκολίες, τα πράγματα με μια πιο γενική έννοια ως έχουν και να μη βαφτίζεται η ανάγκη αρετή.
Επομένως, η πρόσληψη της πραγματικότητας τοποθετεί στο κέντρο της την προτεραιότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής και τις συνολικές εξελικτικές τάσεις της ανθρωπότητας έναντι των τακτικών επιλογών μιας περιόδου. Το αντίθετο, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Λούκατς, αποτέλεσε το κέντρο της μεθόδου του Στάλιν, σαν ουσία της οντολογίας του κοινωνικού είναι[3]. Ο επαναστατικός μαρξισμός επομένως παρακμάζει όταν η θεωρία έχει την αποστολή να έρθει εκ των υστέρων για να καθαγιάσει την τακτική επιλογή και να την εμφανίσει σαν αναγκαίο συμπέρασμα της μαρξιστικής και λενινιστικής μεθόδου. […]
Σε αυτή την εισήγηση θα δώσουμε βαρύτητα στη θεωρητική πλευρά της σχέσης κοινωνικής αντίστασης, μεταρρύθμισης κι επανάστασης. Σπεύδω όμως να τονίσω πως σε κάθε περίπτωση ανάμεσα στη θεωρητική, την πολιτική, την οργανωτική και κινηματική διάσταση της συζήτησης δεν υπάρχουν σινικά τείχη και, όπως δεν πρέπει να ταυτίζονται, έτσι δεν πρέπει και να αυτονομούνται μεταξύ τους τα διαφορετικά επίπεδα μιας δυναμικής σχέσης αλληλεπίδρασης. Άλλωστε, μία σοβαρή παγίδα που μπορεί να εγκλωβίσει τον επαναστατικό μαρξισμό στον βάλτο της ακινησίας σε μια περίοδο, όπου όλα κινούνται και όλα αλλάζουν, βρίσκεται σε μια υποθετική θεώρηση των πραγμάτων σαν την παρακάτω ∙ η θεωρία ασχολείται με τον κομμουνισμό ως αφηρημένη ιδέα, το κίνημα περιορίζεται στην κοινωνική αντίσταση χωρίς άλλο ορίζοντα πάλης ή έστω προσδοκιών και οι επαναστατικές οργανώσεις – αριστερές περιθωριακές τάσεις μεγάλων κομμάτων προπαγανδίζουν την επανάσταση ως ιδεολογικό συμπλήρωμα σε μια κυρίαρχη στρατηγική που συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις με όρους προοδευτικής κυβερνητικής διαχείρισης κι ενός νέου ιστορικού συμβιβασμού για τη διέξοδο από την κρίση.
Προφανώς, οι ομοιότητες της παραπάνω υπόθεσης με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας και τα νέα διακυβεύματα της κρίσης δεν είναι καθόλου τυχαίες. Για να αντιληφθούμε όμως τους όρους και τους δρόμους επανεμφάνισης της προγραμματικής συζήτησης για μεταρρυθμίσεις, επαναστάσεις, τακτική και στρατηγική τη νέα περίοδο, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το σοκ της κατάρρευσης και την ισχύ της ρεβανσιστικής και αλαζονικής διακήρυξης του «τέλους της ιστορίας» τη δεκαετία του ’90. Το παράδοξο μάλιστα με το «τέλος της ιστορίας» είναι πως πολλοί απ’ όσους έριχναν κατάρες ενάντια στον Φουκουγιάμα κατά βάθος ήταν και οι ίδιοι πολύ απαισιόδοξοι σε σχέση με τη δυνατότητα των μαζών να καθορίσουν τις εξελίξεις. Δεν έλειψαν βέβαια κι εκείνη την περίοδο όσοι επεσήμαναν πως η ιστορία δεν τέλειωσε και αργά ή γρήγορα νέοι κοινωνικοί τριγμοί θα τραντάξουν την «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» των όπου γης κεφαλαιοκρατών. […]
Οι ουδέποτε ηγεμονεύουσες επαναστατικές απόπειρες του εξεγερσιακού κύκλου που άνοιξε με τον Μάη του ’68 κατέρρευσαν τότε μαζί με τις δεκαετίες των ιστορικών συμβιβασμών και αυταπατών για το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό και ειρηνικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού κράτους. Τη δεκαετία του ’90 με βάση τον πρώτο κύκλο ριζοσπαστισμού στη Λατινική Αμερική με το παράδειγμα των Ζαπατίστας και τις νέες κινηματικές εμπειρίες του κινήματος κατά της καπιταλιστικής διεθνοποίησης διάφορες αυτόνομες κι αναρχικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν δυσανάλογα σε σχέση με τη θεωρητική δυναμική τους.
Την ίδια στιγμή κι εντός της πολλαπλότητας των αναρχικών ρευμάτων πήρε προβάδισμα μια μετα–ηγεμονική και αντιπολιτική διάσταση, όπως χαρακτηριστικά εκφράζεται στο βιβλίο του Ρίτσαρντ Ντέι Gramsci is Dead[4], όπου το ίδιο το ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» θεωρείται παρωχημένο, καθώς δεσμεύεται σε παραδόσεις θεμελιώδους κοινωνικής αλλαγής που χαρακτήρισαν τόσο τον κλασσικό μαρξισμό όσο και τον κλασσικό αναρχισμό. Ο μετα-αναρχισμός μοιράζεται με τις μεταμαρξιστικές προσεγγίσεις των Λακλάου και Μουφ τις αναφορές στον Λακάν και την παραίτηση από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, εξουσία κι εκμετάλλευση.
Από διαφορετικές αφετηρίες μια σειρά από προσεγγίσεις με διαφορετικές θεωρητικές καταβολές και διαδρομές καταλήγουν στο να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία[5], όπως διακήρυξε ο Τζον Χόλογουεϊ. Ο περιορισμός σε αυτόνομες νησίδες κατέληξε στην αυτονόμησή τους από κάθε γενικό πολιτικό σχέδιο και μια αντιπολιτική των συμβάντων χωρίς προϋποθέσεις και προοπτική. Στον αντίποδα στήθηκε μια εξιδανίκευση της λογικής των αριστερών προοδευτικών κυβερνήσεων με βάση τους λατινοαμερικάνικους ριζοσπαστισμούς που υποτίμησε τη δυναμική της ενσωμάτωσης, τα δομικά όρια των «από τα πάνω» μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τις «από τα κάτω» λαϊκές συγκροτήσεις σαν καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Το ξέσπασμα της κρίσης του καπιταλισμού, η νέα ποιότητα και το βάθος της άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Έχοντας πλέον μια τετραετία πίσω μας ο αναρχικός χώρος φαίνεται να διαπερνιέται από μια στρατηγική αμηχανία απέναντι στα ερωτήματα της κρίσης, ενώ οι προτάσεις προοδευτικής διαχείρισης αυτού που ο Μπαντιού έχει αποκαλέσει καπιταλοκοινοβουλευτισμό συγκροτεί στη συγκυρία μια δυναμική σχέση με τα ρεύματα της κοινωνικής αντίστασης και της νέας πολιτικοποίησης. Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης θέτουμε αφοριστικά την εκτίμηση πως η δυναμική της περιόδου θα σπρώχνει αντικειμενικά είτε προς αντικαπιταλιστικές ανατρεπτικές απαντήσεις είτε προς μια επικίνδυνη αντιδραστική αναμόρφωση του συνολικού σκηνικού. Κι αυτό όχι μόνο με όρους μακροπρόθεσμου ξεδιπλώματος ενεργών αντιφάσεων, αλλά και όσον αφορά στις άμεσες απαντήσεις «εδώ και τώρα» για την επιβίωση – ανακούφιση του λαού.
Με αυτή την έννοια χρειαζόμαστε μια πολιτική των καταπιεσμένων που να συγκροτηθεί ως μεταβατικό πρόγραμμα που θα ανοίξει τον δρόμο προς τον θεμελιώδη κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η λογική του μεταβατικού προγράμματος είναι η λογική της διαρκούς επαφής και πολιτικοποίησης της κοινωνικής αντίστασης με στόχο τη γέννηση νέων πρωτοποριών, αλλά και την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας μέσα από την πείρα των ίδιων των μαζών. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν προτείνει στο μαζικό κίνημα ένα τέτοιο πρόγραμμα με βασικούς άξονες: την αύξηση μισθών και συντάξεων, την κατάργηση των μνημονίων και των μέτρων τους, την παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ με διεθνιστική προοπτική, το πέρασμα στο Δημόσιο των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο και προς όφελος του λαού, την απαγόρευση των απολύσεων – κοινωνική προστασία των ανέργων και των φτωχών, την εκδίωξη της τρόικας και την απελευθέρωση από τη σύγχρονη δικτατορία ΕΕ, κεφαλαίου.
Ένα σχέδιο ηγεμονίας όμως και μετασχηματισμού των ρευμάτων της κοινωνικής αντίστασης σε ρεύματα της επαναστατικής ανατροπής δεν θα κριθεί μόνο από ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, αλλά και από την επαναθεμελίωση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Ενός κομμουνισμού ως ρυθμιστικής στρατηγικής υπόθεσης (hypothèse stratégique régulatrice) με τους όρους που το έθετε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σε ένα από τα τελευταία του κείμενα[6]. Μια στρατηγική υπόθεση που δίνει προσανατολισμό στην καθημερινή δράση και αποτελεί ασπίδα προστασίας απέναντι στον εκφυλισμό μιας ενσωματωμένης πολιτικής χωρίς αρχές. Η επανεξόρμηση των κομμουνιστικών ιδεών δεν δημιουργεί από μόνη της επαναστατικά γεγονότα, αλλά δημιουργεί το πιο προωθημένο ρεύμα που θα αποτελέσει πόλο έμπνευσης και πυξίδα προοπτικής στις κρίσιμες επόμενες καμπές, όπου η κοινωνική αντίσταση ή θα κάνει άλμα προς τα μπρος τα μπρός ή άλμα στο κενό.
Συζήτηση-ερωτήσεις
Ακούω όλη αυτή την κουβέντα για τον μαρασμό του κράτους, για τον κομμουνισμό, για την ιδιωτικοποίηση και για την κρατικοποίηση των τραπεζών κι όλα αυτά, και αναρωτιέμαι αν έχουμε πάρει χαμπάρι συνολικά ότι δεν μιλάμε πια για ένα κράτος αλλά για ένα σύμπλεγμα κρατών, που συνιστά την Ε.Ε. Άλλο το εθνικό κράτος, άλλο αυτό που λέγεται Ε.Ε., που αύριο πιθανό μπορεί να μας οδηγήσει σε εθνικά κράτη, μπορεί να μας οδηγήσει και σε άλλα πράγματα. Λέω αν αντιλαμβανόμαστε εκ των πραγμάτων ότι αυτή τη στιγμή το πιο πιθανό για τη χώρα δεν είναι μια κυβέρνηση προς την αριστερή ή σοσιαλιστική κατεύθυνση, αλλά ως προς τη φασιστική κατεύθυνση. Αυτό είναι για μένα ορατό, δεν ξέρω αν είναι ορατό στους υπόλοιπους.
Κώστας Γούσης: Δύο ζητήματα. Το ένα είναι ότι νομίζω υπάρχει ένας συλλογικός εκφασισμός της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ο οποίος αυτή τη στιγμή τροφοδοτεί την άνοδο του ρεύματος του φασισμού, χωρίς να εκκινεί όμως από τα φασιστικά ρεύματα. Είναι δηλαδή ένας νεοφασισμός ο οποίος ξεκίνησε με κοστούμια και γραβάτες από αξιωματούχους διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών όπως η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. και από κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, καθ’ όλα αρεστούς στο σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Έτσι μπήκε μια ολόκληρη διαπαιδαγώγηση πολιτική, πολιτισμική, και συνολική της κοινωνίας, μιντιακή κλπ, που δημιούργησε το υπόστρωμα για την ανάδυση του φασισμού. Κοινωνικός κανιβαλισμός, να θυμηθούμε την επίθεση στην Κούνεβα από πασόκο εργολάβο πριν από λίγα χρόνια, μια σειρά στοιχείων τα οποία έφτιαχναν το έδαφος. Τελικά μπήκε και το ζήτημα της μετανάστευσης στο προσκήνιο, και βγήκαν αυτοί με τη ριζικότερη λύση εν μία νυκτί με συντριπτικά ποσοστά. Σήμερα, επειδή βρισκόμαστε στα πλαίσια της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, υπάρχει ο κίνδυνος να πάρει προβάδισμα το ρεύμα του φασισμού, στον βαθμό που θα ηττηθεί και δεν θα πάρει προβάδισμα η δυνατότητα ενός αντικαπιταλιστικού και χειραφετητικού ρεύματος να απαντήσει και στο ερώτημα της επιβίωσης αλλά και στο ερώτημα μίας άλλης εναλλακτικής προοπτικής. Γι’ αυτό και έθεσα και το δίπολο ως τέτοιο. Θεωρώ ότι θα στρέφονται αντικειμενικά τα πράγματα είτε στην ανατρεπτική, αντικαπιταλιστική κι επαναστατική λύση, είτε προς την αντιδραστική αναμόρφωση και φασιστική απειλή, και ποιος θα πάρει προβάδισμα θα κριθεί στο κοινωνικό πεδίο. Μ’ αυτή κιόλας την έννοια, μία κυβερνητική διαχείριση η οποία θα συντριβεί στις συμπληγάδες της σχέσης της με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, του προγραμματικού ρεφορμισμού της και του κοινωνικού καθωσπρεπισμού, νομίζω ότι μπορεί να ανοίξει και τον δρόμο για τον εκφασισμό αντί να τον προλάβει.
Νικόλας Σεβαστάκης: Η αίσθησή μου από τις περισσότερες ομιλίες είναι όντως σαν να κάνω ένα ταξίδι πίσω στη δεκαετία του ’80 (όχι του ’70, δεν την πρόλαβα). Δηλαδή ίσως δεν έχουμε καταλάβει το τι συμβαίνει γύρω, και το στοιχείο αυτό δείχνει μια περιφρόνηση ακόμα και για τα ζητήματα επιβίωσης ή για τα ζητήματα της μερικότητας, είτε μέσα από το κράτος και μία κυβέρνηση είτε μέσα από κοινωνικούς αγώνες. Δηλαδή μια περιφρόνηση για κάποια έγνοια για μια αποτελεσματικότητα. Η οποία δεν είναι ανάγκη να προσδιορίζεται με όρους αποκλεισμού, δηλαδή, ένα μέρος των όσων ανέφερες, εγώ το προσυπογράφω, το συμμερίζομαι. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η προβληματική π.χ. προϋποθέτει τη ρήξη γενικά με την πολιτική αντιπροσώπευση ή με ένα κοινωνικό το οποίο φτιάχνει δικά του πράγματα αλλά δεν θέλει και κάποια εργαλεία βοήθειας ή, εν πάσει περιπτώσει, κάποιες καλύτερες συνθήκες για να λειτουργήσει. Γιατί είναι δεδομένο ότι το κράτος ή οι κεντρικοί μηχανισμοί πολιτικής, και όχι μόνο η κυβέρνηση – που όντως δεν είναι η κυβέρνηση το κέντρο, ούτε είναι το πρωταρχικό στοιχείο, ούτε μπορεί να γίνει ποτέ υποκείμενο αλλαγής – αλλά γιατί πρέπει ας πούμε να σκεφτόμαστε την κυβέρνηση ως κυβέρνηση ή κίνημα, ή αγώνας, αντιπροσώπευση ή κοινωνικές αυτοθεσμίσεις, με όρους πάντα αποκλεισμού; Μπορούμε να το σκεφτούμε με όρους έντασης, και με όρους ακόμα και αντιπαράθεσης, αλλά όχι με όρους αποκλεισμού.
Παρ’ όλο που αντιλαμβάνομαι ότι δεν υπάρχει μια ενιαία γραμμή, κι ούτε αξιώνει κανείς κάτι τέτοιο από τους ομιλητές, είχα την αίσθηση συνολικά ότι, παρ’ όλο που διατυπωνόταν κάπως το αντίθετο, υπάρχει μια αγωνία για τον προσδιορισμό του επαναστατικού υποκειμένου με ταξικούς όρους, και είδα και διάχυτη σε κάποιες τοποθετήσεις μία δυσπιστία απέναντι στα ταυτοτικά κινήματα, ειδικά από το ’90 και μετά. Το ερώτημά μου είναι απλό και έχει διατυπωθεί πολλά χρόνια πριν, με κλασικές ρήσεις του τύπου «άμα δεν μπορώ να χορέψω σ’ αυτήν, δεν είναι η επανάστασή μου»: αυτή τη στιγμή, στην πολυπλοκότητα των υποκειμένων, και χωρίς να θέλω να βάλω έναν γενικό, αφηρημένο, μεταμοντέρνο σχετικισμό του στυλ ότι από παντού μπορεί να έρθει η όποιου είδους εξέγερση, είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ριζικά τη διαφορά ανάμεσα στην καταπίεση και την εκμετάλλευση; Είμαστε δηλαδή σε θέση να αντιληφθούμε ότι ένας γενικά αντικαπιταλιστικός λόγος δεν είναι επαρκής για να διαμορφώσει αυτό που θα θέλαμε να είναι το επαναστατικό υποκείμενο σήμερα;
Άρης Τσιoύμας: Μια παρένθεση, σ’ αυτό που θίχτηκε μόλις τώρα, για να απαντήσω όσο πιο γρήγορα και εύστοχα γίνεται: εάν είχαμε κερδίσει στην Ισπανική επανάσταση, αν είχε κερδίσει το επαναστατικό κομμάτι, CNT, FAI κλπ, σήμερα θα μπορούσαμε να μιλάμε πολύ πιο εύκολα γι’ αυτά τα ζητήματα. Δηλαδή γνωρίζοντας ότι η οικονομική ισότητα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη χειραφέτηση του ανθρώπου, τότε θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να μιλάμε για την πολιτική ισότητα. Εδώ πέρα όμως βλέπω ότι έχουμε κάνει μια παράκαμψη – και απαντώ γιατί νομίζω ήμουνα αρκετά δριμύς όσον αφορά τα ταυτοτικά κινήματα. Ότι ακόμα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε καλώς ή κακώς, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, τον καπιταλισμό. Δηλαδή άμα κέρδιζε η Σοβιετική Ένωση προφανώς θα είχαμε να αντιπαλέψουμε έναν καπιταλισμό σε μία νέα βιοπολιτική, αυτήν ας πούμε που παράγει γραφειοκρατικοποίηση, δηλαδή, η εξουσία της εντολής και όχι τόσο του ζητήματος της ιδιοκτησίας. Αν και φυσικά αναπαράχθηκε η ιδιοκτησία ακόμα και μέσα στη Σοβιετική Ένωση, δεν είναι μόνο ζήτημα γραφειοκρατίας. Υπ’ αυτούς τους όρους λέω ότι αυτά τα ταυτοτικά κινήματα είναι σύμπτωμα της προηγούμενης σοσιαλδημοκρατικής ύπαρξης. Το ότι ερχόμαστε σήμερα, έχοντας περάσει μια τετρακονταετία που έχουν παρέλθει, μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα (πού οδήγησε ο Μάης του ’68). Δεν λέμε για τη συνεισφορά τους αλλά τι σχέση έχουν τελικά με το ζήτημα «αντίσταση, μεταρρύθμιση, επανάσταση». Ο Βαλλερστάιν, ας πουμε, έλεγε το 1989 ότι δύο εκρήξεις ήτανε παγκόσμιες, άλλαξαν τον κόσμο, αλλά τελικά δεν κυριάρχησαν: ήταν η άνοιξη των λαών το 1848, με τον εκδημοκρατισμό, τη μετέπειτα νίκη της αστικής τάξης, και το 1968, το οποίο άλλαξε τον κόσμο σίγουρα αλλά όχι με επανάσταση. Τον άλλαξε με αλλαγή της ατζέντας του κοινωνικού ζητήματος, το οποίο δεν μπορούμε να το βάλουμε σ’ αυτούς τους όρους. Σήμερα, όταν βλέπουμε ότι δεν έχουν αντιληφθεί αυτό το μεγάλο ζήτημα τα μετανεωτερικά κινήματα, όταν επανέρχεται ο Χόλογουεϊ συνέχεια και συνέχεια και συνέχεια λέγοντας πώς θ’ αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, το θέμα είναι πώς εννοούμε την εξουσία. Αυτή έχει ξεκάθαρα μια απόφυση σε μία ρήση, που είναι διαχρονική, νομίζω, του Μπακούνιν από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν είπε ότι «ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό είναι προνόμιο και αδικία, σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία είναι τυραννία». Νομίζω ότι έχει ξεφύγει απ’ αυτό το επίπεδο αυτή η συζήτηση.
Θοδωρής Καρυώτης: Όσον αφορά το θέμα των ταυτοτικών κινημάτων, ακριβώς γι’ αυτό το πράγμα μιλάω όταν μιλάω για μια πολυπλοκότητα του υποκειμένου. Δηλαδή, από όλα αυτά τα κινήματα, ακριβώς αυτό έχουμε μάθει, ότι δεν υπάρχει μία κεντρική διαμάχη. Οι κυριαρχίες είναι πολλαπλές. Το οποίο σημαίνει ότι ίσως θα πρέπει, εγώ θα ήθελα, να εγκαταλείψουμε αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε υλική βάση και εποικοδόμημα. Δεν με βοηθάει. Μάλλον, με την έννοια της βιοπολιτικής, το γυρίζω στο κεφάλι του κατά κάποιο τρόπο. Όχι εγώ – αλλά έτσι το αντιλαμβάνομαι ας πούμε. Ότι δεν είναι η υλική βάση που γεννάει την κουλτούρα. Είμαστε εμείς οι ίδιοι που γεννάμε τον κόσμο, που τον αναπαράγουμε. Είναι η θεσμιζόμενη κοινωνία και η θεσμίζουσα κοινωνία κατά κάποιον τρόπο. Εμείς οι ίδιοι θεσμίζουμε την κοινωνία ως υποκείμενα. Το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επικεντρωθούμε σε μία κεντρική διαμάχη, και όλα τα υπόλοιπα να θεωρήσουμε ότι υπόκεινται σ’ αυτή την κεντρική διαμάχη. Και εδώ μιλάω ξεκάθαρα για τη διαμάχη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, η οποία, αποτελεί από μόνη της ένα παράδοξο. Θα έπρεπε δηλαδή να ξεπεράσουμε και την ίδια την έννοια της εργασίας, αν θέλαμε πραγματικά να χτίσουμε έναν διαφορετικό πολιτισμό, δηλαδή να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πάρα πολύ στα σοβαρά πώς μπορούμε να δώσουμε μια καινούργια έννοια στην εργασία μέσα από την έννοια της κοινότητας κατά κάποιο τρόπο και παίρνοντας σοβαρές αποφάσεις για το πώς και ποιος παράγει με τρόπο δημοκρατικό.
Έχω μια ερώτηση προς τον ΘΚ: Αν πούμε για παράδειγμα, όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί, ότι θα γυρίσω την πλάτη απέναντι στο κράτος, απέναντι στο κεφάλαιο και τα αφεντικά, μπορεί να σταθεί πραγματική άμεση δημοκρατία, αν αυτή η άμεση δημοκρατία έχει το πιστόλι στον κρόταφο των εργαζομένων; Μπορεί δηλαδή το αφεντικό, το δικό μου, κι εγώ, που είμαι εργαζόμενος, με την απειλή της απόλυσης, με την απειλή της ανεργίας, να κάνω κάποιου τύπου συνδιαλλαγή γιατί θέλουμε το καλό της ανθρωπότητας και οι δύο; Είναι πολύ καλός άνθρωπος, ισχύει. Αλλά είναι και πολύ καλός επιχειρηματίας επίσης.
Θοδωρής Καρυώτης: Σε καμιά περίπτωση δεν υπονοώ ότι η άμεση δημοκρατία αυτή… κατ’ αρχήν δεν χρησιμοποίησα τη λέξη μέσα στην παρέμβασή μου (και ήταν ατυχής η περιγραφή στην αφίσα). Δεν υπονοώ ότι όλη αυτή η κατάσταση θα έρθει με έναν πολύ ειρηνικό τρόπο, όπου όλοι θα τα βρούμε ξαφνικά μεταξύ μας και θα είμαστε μια ευτυχισμένη κοινωνία στην οποία δεν θα υπάρχουν αντιθέσεις. Ακριβώς το αντίθετο. Όλη αυτή η διαδικασία της αυτονομίας είναι μια διαδικασία πολλαπλών συγκρούσεων και αγώνων σε πάρα πολλά διαφορετικά πεδία, τα οποία όμως θα πρέπει να έχουν πάντα αυτήν τη διάσταση, την αμεσοδημοκρατική, δηλαδή τη διάσταση του πολιτικού ελέγχου από το σύνολο των ανθρώπων, οι οποίοι επηρεάζονται από αυτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα χτυπηθεί, ότι δεν είναι απαραίτητο να χτυπηθεί η ταξική διάσταση. Δηλαδή δεν σημαίνει ότι πρέπει να πείσουμε το αφεντικό να μας παραχωρήσει…, όχι, έχει πολλές διαστάσεις αυτός ο αγώνας. Δηλαδή είπαμε, μέσα, ενάντια και πέρα από το κράτος, την εργασία, την αγορά. Σημαίνει ότι μέσα στον χώρο της εργασίας θα πρέπει αρχικά, έστω και να παλέψουμε για κάποια μεταρρύθμιση, βλέποντας πάντα πέρα από την εργασία, βλέποντας πώς θα υπερβούμε την εργασία, όχι βλέποντας πώς θα ενταχθούμε στη λογική της εργασίας. Σίγουρα όλη αυτή η διαδικασία της αυτονόμησης θα περνά από πάρα πολλές συγκρούσεις, σε πάρα πολλά διαφορετικά πεδία, όχι σε ένα πεδίο. Αυτό είναι [το σημείο] στο οποίο διαφοροποιούμαι ίσως από τους ομιλητές. Δεν είναι ένα το πεδίο στο οποίο πρέπει να συγκρουστούμε.
Νικόλας Σεβαστάκης: Γιατί να παρουσιάζεται απόλυτη διάζευξη ανάμεσα σε αυτόν τον κοινωνικό ρεφορμισμό, κινηματικού τύπου – που είναι ουσιαστικά αυτό το πλάνο, άσχετα αν δεν το ονομάζεις έτσι, μεταρρυθμιστικό είναι αυτό που λες – και στην πολιτική διαμεσολάβησή του; Δεν είναι το ίδιο πράγμα, ας πούμε, μια αυταρχική δομή με μια λιγότερο αυταρχική δομή. Μπορεί να σου φαίνεται πως είναι ποσοτικές αποχρώσεις, αλλά ιστορικά έχει μεγάλη σημασία. Οι χώροι της ελευθερίας, κοινωνικά, σχετίζονται, ακόμη και όταν γυρνάν την πλάτη, με το πολιτικό σύστημα και δομές τέτοιου τύπου, άρα πρέπει να ενδιαφέρονται, παρά το ότι δεν επενδύουν εκεί, δεν πρέπει να γυρίζουν την πλάτη. Δεν πρέπει να θεωρούν κατά κάποιο τρόπο ότι κάθε λογική της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι το ίδιο πράγμα, είναι ένα ενιαίο πράγμα, ας πούμε. Δεν είναι το ίδιο πράγμα το Νιου Ντηλ με τον φασισμό, έτσι;
Θοδωρής Καρυώτης: Κατ’ αρχήν, δεν μπορώ να δεχθώ την έννοια κοινωνικός ρεφορμισμός, γιατί ο ρεφορμισμός σε όλες του τις εκφάνσεις μιλάει για μια αλλαγή στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Σε όλες τις εκφάνσεις στις οποίες τον έχω δει εγώ είναι μια αλλαγή από τα πάνω…
Νικόλας Σεβαστάκης: Δηλαδή οι σύνδεσμοι αλληλοβοήθειας και οι πειραματισμοί με τους συνεταιρισμούς είναι τέτοιες δομές που τις είχε η ιστορία του εργατικού κινήματος δεν ήταν πάντα από τα πάνω. Ξεκινούσε και από τα κάτω.
Θοδωρής Καρυώτης: Ακριβώς, ξεκινούσε από τα κάτω και το κοινωνικό κράτος ήταν ακριβώς η ενσωμάτωση αυτών των μηχανισμών στη λογική του κράτους και του κεφαλαίου. Και τότε έγινε ρεφορμισμός. Αλλά πάντα ήταν μια μικρή περιορισμένη επανάσταση, ήταν μία νησίδα στην οποία επικρατούσαν εντελώς διαφορετικοί όροι. Δηλαδή ήταν μια νησίδα αυτονομίας. Το κράτος ενσωματώνει και ουσιαστικά τους κάνει ετερόνομους. Γι’ αυτό δεν μπορώ να δεχθώ την έννοια του ρεφορμισμού. Από την άλλη, το κράτος δεν μπορώ να το δεχθώ ως μια ενσωμάτωση κοινωνικής βούλησης ή ως ένα προνομιούχο πεδίο ανταγωνισμού ή διοχέτευσης των αιτημάτων. Θεωρώ ότι το κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις έχει σκοπό την ενσωμάτωση συνολικά του πληθυσμού στη λογική της αγοράς. Το κράτος είναι συνυφασμένο με τον καπιταλισμό, είναι ο καπιταλισμός, είναι εργαλείο του καπιταλισμού. Τώρα, αυτό δεν σημαίνει ότι γυρνάμε την πλάτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για τους σκοπούς μας.
Εξεπλάγην από την τοποθέτηση όλων, γιατί είδα ότι «τρέξατε» με κάποιο τρόπο να δικαιολογήσετε αρνητικά την έννοια της αντίστασης, να τη φορτίσετε εντελώς αρνητικά εν όψει της μεταρρύθμισης και της επανάστασης, ενώ όλο το κλίμα της εποχής μας και του παρόντος μας είναι θετικό προς της έννοια της αντίστασης, η έννοια της αντίστασης έχει ένα θετικό περιεχόμενο. Η αντίσταση επικρατεί κι εμείς μετέχουμε σε αυτήν. Αυτό σημαίνει, δηλ., ήδη μία έκπτωση από την επαναστατική προοπτική. Αλλά αυτό σαν αναγνώριση του παρόντος μας και από αυτή την άποψη μπορεί «οι λέξεις που ψεύδονται» να βγαίνουν και μέσα από το στόμα μας. Αυτό είναι το πρόβλημα.
Άρης Τσιούμας: Νομίζω ότι δεν βάλαμε στην αντίσταση ένα αρνητικό πρόσημο, εγώ τουλάχιστον δεν της έβαλα ένα αρνητικό πρόσημο, δεδομένου ότι αντίσταση υπάρχει de facto, όταν μιλάμε για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, είναι, ακριβώς αυτό είπα, το ζήτημα της διακοπής, της διακοπής της διαλεκτικής σχέσης ως προοίμιο της επανάστασης. Αυτό είναι το ένα ζήτημα, δηλ. πώς μπορεί να τροφοδοτεί μόνο τη μεταρρύθμιση, το ένα είναι αυτό. Όπως επίσης σε πολιτικό επίπεδο – σε κοινωνικό επίπεδο το προοίμιο του μετασχηματισμού είναι ας πούμε η αμφισβήτηση, όπως λένε κι οι μεγάλοι. Ούτε μπορείς να βάλεις ένα αρνητικό ή θετικό πρόσημο στην αμφισβήτηση γιατί κι αυτή υπάρχει de facto. Εγώ, ας πούμε, αποκλείω κάποιες μορφές, ή μάλλον τονίζω ποιες μορφές μπορεί να οδηγήσουν σε μια επαναστατική προκείμενη και ποιες όχι. Παραδείγματος χάριν, και είναι πάλι μια απάντηση στο ζήτημα του τι είναι εφικτό σήμερα: Όταν π.χ. ήρθαμε σε επαφή με τους χαλυβουργούς κάτω στην Αθήνα, ας πούμε, προφανώς θα στηρίξεις το να μην απολυθούν, τη συλλογική σύμβαση και χίλια δυο ζητήματα. Αυτό που μας κάνει τρομερή εντύπωση, και ως ΚΕΧΑ μπορώ να το πω αυτό, είναι ότι ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να υπάρχει στο μυαλό των εργαζομένων το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης, μπορεί να μην μπορεί να γίνει σήμερα, λόγω των τραστ, αλλά σαν συνείδηση θα έπρεπε να μπαίνει μέσα. Δεν μπορείς να πηγαίνεις συνέχεια σε μία αντίσταση η οποία σου διώχνει εκατό σήμερα, προσπαθείς να τους ξαναπάρεις, μα αύριο όταν η ανεργία φτάσει στο 38% και είναι η χειρότερη ώρα στην επόμενη στροφή, στη διαπραγμάτευση της εργατικής δύναμης, της δύναμής της αυτής καθεαυτής, θα βρεθείς πάντα στην ήττα. Και κλείνω σε αυτό.
Ήθελα να πω ότι υπάρχουν δύο τάσεις στο επαναστατικό στρατόπεδο. Υπάρχει μία αρχετυπικά «προυντονική» που θεωρεί τον καπιταλισμό ένα ¨Κακό¨ στο οποίο πρέπει να αντισταθούμε με κάποιο τρόπο, οπότε έβαζε προκαπιταλιστικές μορφές, κοινοτικές, πολλά κινήματα γνωρίζουμε τύπου Ζαπατίστας, όλα αυτά έχουν ένα κοινοτικό προκαπιταλιστικό μοντέλο, το οποίο αντιστέκεται στην επίθεση του κεφαλαίου. Η άλλη, η μαρξιστική πλευρά, λέει ότι, ό,τι γίνεται, γίνεται στη βάση του καπιταλισμού, δηλαδή ο καπιταλισμός δεν είναι κάτι ¨Κακό¨ από μόνος του. Οπότε, θα ήθελα, αν μπορείτε, στις καταληκτικές παρατηρήσεις σας να τοποθετηθείτε απέναντι σε αυτό: ποια είναι η σχέση σας, η άποψή σας σε σχέση με τον καπιταλισμό; Είστε κάτι έξω από αυτό που θα του αντισταθείτε ή κάτι που προσπαθεί να κάνει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού ακόμα πιο οξείες, πιο έντονες;
Νικόλας Σεβαστάκης: Να πω κάτι πάνω σε αυτό; Αν πάρεις, ας πούμε, τον ορίζοντα του Μανιφέστου, υπάρχει περίπου, όχι έπαινος, αλλά μία έκσταση μπροστά στη δυναμική του καπιταλισμού, στη δυναμική καταστροφών που έχει σε σχέση με όλα τα παραδοσιακά συστήματα πεποιθήσεων, ιδεών, σε όλες τις φαντασμαγορίες αρχαιότητας, ας πούμε, εκεί ο Μαρξ δείχνει να είναι γοητευμένος παράδοξα από την ίδια τη δυναμική ενός συστήματος του οποίου προβλέπει την παγκοσμιότητα, την παγκόσμια δυναμική κ.ο.κ. Αυτή είναι η μία πλευρά – που έχει μία κληρονομιά, η οποία δεν είναι ενιαία, υπήρξε και επαναστατική αλλά υπήρξε και στη Β΄ Διεθνή – η κληρονομιά των παραγωγικών δυνάμεων, της προόδου, της καινοτομίας και της καταστροφής ταυτόχρονα του χωριού, της κοινότητας. Εγκωμιάστηκε αυτό το πράγμα. Από την άλλη υπάρχει η άμυνα, ας πούμε, ένα αντινεωτερικό, κοινοτικό, πιο συντηρητικό στοιχείο, συντηρητικό με την έννοια, όμως, από την πλευρά των εργατικών ταυτοτήτων, το οποίο έχει αναδείξει πολύ και ο Όργουελ και άλλοι συγγραφείς που λένε ότι η προοδευτική ταυτότητα του σοσιαλισμού είναι πιο κοντά στον συντηρητισμό, εννοώντας ως σοσιαλισμό τον ίδιο τον από κάτω σοσιαλισμό, όχι τον σοσιαλισμό των διανοουμένων. Ήθελε, δηλαδή, να διασώσει ταυτότητες, να διασώσει τρόπους ζωής απέναντι σε εκσυγχρονισμούς που έρχονταν από τα πάνω. Και οι δυο παραδόσεις ή μήτρες, νομίζω ότι έχουν αναδείξει ας πούμε τερατογενέσεις, προβληματικές πλευρές: και η αντίληψη αυτή που βλέπει τον καπιταλισμό ως απελευθέρωση από το έδαφος, από τις ρίζες, ως την αφηρημένη ελευθερία, η οποία όμως μπορεί να ενισχυθεί, αν κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής με κομμουνιστικούς όρους· και η άλλη όμως πλευρά, που είναι η πλευρά του κοινοτισμού, με την ευρεία έννοια, κι αυτή έχει για άλλους λόγους, ας πούμε, αναδείξει άλλα όρια μέσα στον 20ο αιώνα. Αλλά υπάρχουν κι οι δυο μήτρες αυτές που παράγουν δύο διαφορετικούς τρόπους να βλέπεις το πρόβλημα, δηλαδή πρέπει να δούμε τον καπιταλισμό και να δούμε και τις ανθρωπολογικές του όψεις και τις πολιτισμικές του όψεις, δηλαδή το ζήτημα είναι, ας πούμε, ότι είμαστε από την πλευρά αυτών που δεν φοβούνται την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αυτών που πιστεύουν ότι θα είναι προϋπόθεση του κομμουνισμού. Θα έχει επιβιώσει ο ανθρωπολογικός τύπος που προϋποθέτει μια βούληση, προϋποθέτει, ας πούμε, κάποιους ηθικούς και πολιτιστικούς πόρους, ούτως ώστε να μπορέσει να γίνει ο τύπος της κομμουνιστικής κοινωνίας; Ή πρέπει να μπουν κάποια όρια στην ανάπτυξη, την καπιταλιστική ανάπτυξη, που είναι ουσιαστικά το πρότυπο της ανάπτυξης, της μεγέθυνσης; Είναι μια προβληματική που πρέπει να την κρατάμε, ανεξάρτητα αν κάποιος επιμένει νομίζω να συνομιλεί με τη μια ή την άλλη ευαισθησία…
Άρης Τσιούμας: Να πω κι εγώ σύντομα. Αυτό που νομίζω πρέπει να ειπωθεί είναι ότι δεν μπορούμε να αναιρέσουμε αυτό που υπάρχει, δηλαδή πεπεισμένοι ότι, όντως το καινούριο δυστυχώς θα προέλθει μέσα από το παλιό. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής είναι αυτό που είπα πριν, είναι κάτι αναγκαίο, αλλά όχι ικανό από μόνο του, οπότε νομίζω ότι είναι μέχρι ενός σημείου άσκοπο να αντιπαραβάλλουμε τον ύστερο Αντόρνο, ας πούμε με τον Τράβεν – τον ύστερο Αντόρνο, τον μαρξιστή, με τον Τράβεν, τον αναρχοατομικιστή – που πάμε να τον συνδυάσουμε από τα καλαθάκια… γιατί; Γιατί χρειαζόμαστε μία νέα κουλτούρα της μη εκμετάλλευσης. Που σημαίνει τι; Ότι χρειαζόμαστε ασφαλώς τα μέσα αναπαραγωγής του καπιταλισμού, για να μην πεινάμε μεν, αλλά χρειαζόμαστε και την κοινοτική κληρονομιά, για να τρώμε όλοι. Έτσι; Νομίζω αυτό είναι το νόημα. Τώρα αν μπορεί ακριβώς πάνω σε αυτό το νόημα του ανθρωπότυπου, δηλαδή αν μπορείς να τραβήξεις έναν ανθρωπότυπο, ο οποίος αναιρώντας το προηγούμενο πλαίσιο θα διαμορφώσει έναν καινούριο, ε, αυτό είναι όλο το ζήτημα της επανάστασης, δηλαδή όσο ζούμε, ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει η επανάσταση. Μπορεί να φέρει τραγωδία.
Θοδωρής Καρυώτης: Εγώ νομίζω ότι εδώ θα συμφωνήσουμε αναφέροντας αυτές τις δύο διαφορετικές ευαισθησίες. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ένα παράδοξο, το οποίο δεν μπορούμε να αναιρέσουμε. Το παράδοξο είναι ότι ποτέ δεν ήμασταν τόσο εξατομικευμένοι και ταυτόχρονα ποτέ δεν ήμασταν τόσο εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον. Ποτέ δεν ήμασταν τόσο κοντά γεωγραφικά και ποτέ δεν είχαμε τόση απόσταση ουσιαστικά όσον αφορά τους κοινωνικούς μας δεσμούς. Αυτό δεν μπορούμε να το αναιρέσουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οπότε, και μία ευαισθησία πιο κοινοτιστική, όσον αφορά τον Προυντόν, θα πρέπει απλά έμπνευση να δώσει σε αυτό το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Δεν μιλάμε να γυρίσουμε πίσω σε προκαπιταλιστικές μορφές. Όχι, είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να διατηρήσουμε, δηλαδή, έχουν επιβιώσει στην κοινωνία μορφές μη καπιταλιστικές. Έχει επιβιώσει κάποιου είδους συνεργατισμός, κάποιου είδους σχέση που να μην στηρίζεται πάνω στη μεγιστοποίηση του κέρδους και του οφέλους. Πάνω σε αυτές τις αξίες μπορούμε να χτίσουμε αυτόν τον καινούριο ανθρωπολογικό τύπο, για τον οποίο μιλάμε.
Κώστας Γούσης: Κατ’ αρχήν και ξεκινώντας από το πολιτισμικό πεδίο νομίζω ότι δεν πρέπει να χάσουμε αυτό που έλεγα πριν, το μεταμοντέρνο ως πολιτισμική κρίση του καπιταλισμού έχει ήδη οδηγήσει σε έναν συγκεκριμένο ανθρωπότυπο της ύστερης νεωτερικότητας, τον οποίο τον βρίσκουμε ως όριο σε σχέση με τα συλλογικά πολιτικά σχέδια είτε του μαρξιστικού, είτε του αναρχικού αυτόνομου χώρου. Γιατί, το είχε εκφράσει πολύ ωραία ο Νικόλας, στο ότι είναι ένας ανθρωπότυπος που δεν έχει συλλογικό προσανατολισμό προς το μέλλον και επομένως ειδικά την περίοδο του ξεσπάσματος της καπιταλιστικής κρίσης σε μια πρώτη φάση είδε τις αλλαγές σαν ένας πρωτόγονος, χωρίς κανένα εργαλείο να τις αναλύσει και χωρίς κανένα πεδίο να εκφραστεί απέναντί τους. Αυτό νομίζω ότι είναι ένα πρώτο όριο και έχει να κάνει με τη δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού, αν αντιληφθούμε το μεταμοντέρνο στην σχέση του και την αλληλοδιαπλοκή του με τις αλλαγές που κινούσαν από την οικονομία, εγώ δέχομαι το σχήμα ότι είναι υλικοί οι όροι που γεννούν την συνείδηση και το εποικοδόμημα, βέβαια με πιο διαλεκτικό τρόπο πολλές φορές από τη διαλεκτική ανάγνωση που είχαμε στο ορθόδοξο κυρίως μαρξιστικό ρεύμα αλλά χωρίς να πάρουμε το βασικό αυτής της θέσης κατά την γνώμη μου. Η δεύτερη πλευρά είναι ότι η δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού έχει γεννήσει τεράστια καταστροφή, έχει γεννήσει νομίζω συνθήκες όπου το οικολογικό δένεται με άλλο τρόπο και μπαίνει στο επίκεντρο της κουβέντας μας, έχει σχέση με τη δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού, το γεγονός ότι πολλές φορές κι εμείς το χάνουμε από την κουβέντας μας. Η τρίτη όμως πλευρά και με αυτήν θέλω να κλείσω είναι ότι η δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού αποτελεί και αφετηρία για τη δυνατότητα της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Το υπαινίχθηκα στην εισήγηση λέγοντας ότι η κομμουνιστική προοπτική πρέπει να τεκμηριωθεί κιόλας επιστημονικά – εκεί θα τεκμηριωθεί επιστημονικά – αυτό δηλαδή που αντικειμενικά μπαίνει στην σημερινή συζήτηση, και μπήκε σε ορισμένες ερωτήσεις, και διαρκώς εμφανίζεται ως όριο είναι η μελέτη του ποια είναι η κοινωνική βάση σήμερα, πώς διαρθρώνονται οι κοινωνικές τάξεις, ποιες είναι οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, πώς έχουν αναπτυχθεί, τι αποτελέσματα έχουν παράξει; Αυτή η μεγάλη συζήτηση, κατά τη γνώμη μου οδηγεί σε ένα συμπέρασμα και με αυτό θέλω να κλείσω. Το συμπέρασμα που λέει ότι, ενώ σήμερα η επανάσταση είναι πολύ πιο δύσκολο να προσεγγιστεί ως διαδικασία, η κομμουνιστική απελευθέρωση είναι πολύ πιο εύκολο ως δυναμική συγκρότησης, εάν και εφ’ όσον έχεις καταφέρει το πεδίο της κοινωνικής επανάστασης να το εγκαθιδρύσεις.
[1]. Πάνω ακριβώς στην ίδια περιγραφόμενη βάση θα πρέπει να ενσκήψουμε για να ανακαλύψουμε τις ρίζες των (κατά Bookchin) life-style κινημάτων που θα ξεπηδήσουν την αμέσως επόμενη περίοδο.
[2]. Πρόκειται για το ρεύμα του μεταμοντέρνου αναρχισμού.
[3]. Λούκατς Γκ., Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία, Κριτική, Αθήνα, 1987, σελ. 92, 118.
[4]. Ντέι, Ρ., Το τέλος της ηγεμονίας, αναρχικές τάσεις στα νεότατα κοινωνικά κινήματα, Ελευθεριακή κουλτούρα, Αθήνα, 2007.
[5]. Χόλογουεϊ Τζ., Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Σαββάλας, Αθήνα, 2006.
Bensaid D., The powers of communism, στο <http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article1799>.