RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for tag capitalism

Ι. Τι είναι η Αριστερά; Τι είναι ο μαρξισμός;


[ απαιτείται | + πρότεινε ]

Εβδομάδα A. Νεομαρξισμός

Μάρτιν Νικόλαους, “Ο άγνωστος Μαρξ” (1968)

Μόις Ποστόουν, “Αναγκαιότητα, εργασία, και χρόνος: μια επανερμηνεία της μαρξικής κριτικής του καπιταλισμού” (1978)

Εβδομάδα B. Φύλο και σεξουαλικότητα

Τζούλιετ Μίτσελ, “Γυναίκες: η διαρκέστερη επανάσταση” (1966)

Κλάρα Τσέτκιν και Βλάντιμιρ Λένιν, “Συνέντευξη για το γυναικείο ζήτημα” (1920)

Τέοντορ Αντόρνο, “Σεξουαλικά ταμπού και δίκαιο σήμερα” (1963)

Τζον Ντ’ Εμίλιο, “Καπιταλισμός και γκέι ταυτότητα” (1983)


Εβδομάδα C. Ρατσισμός στις H.Π.Α. και νέα Αριστερά

• Richard Fraser“Two lectures on the black question in America and revolutionary integrationism” (1953)

• James Robertson and Shirley Stoute“For black Trotskyism” (1963)

+ Spartacist League, “Black and red: Class struggle road to Negro freedom” (1966)

+ Bayard Rustin, “The failure of black separatism” (1970) 

• Adolph Reed“Black particularity reconsidered” (1979)

+ Reed, “Paths to Critical Theory” (1984)


Εβδομάδα 1. Το κεφάλαιο στην ιστορία

Μενάντ, απόσπασμα σχετικά με τη νεώτερη ιστορία και ελευθερία (διατίθεται μόνο στα αγγλικά) Εισαγωγικά παραθέματα του Λουί Μενάντ (επί του Έντμουντ Γουίλσον) και του Πήτερ Πρόυς (επί του Νίτσε) για τη νεώτερη έννοια της ιστορίας

• Κατρόουν, “Η μαρξιστική υπόθεση”  (2010)

+ Το κεφάλαιο στην ιστορία χρονοδιάγραμμα και το γράφημα των όρων

Καρλ Μαρξ περί του γίγνεσθαι

Κατρόουν “Το κεφάλαιο στην ιστορία” (2008)


Εβδομάδα 2. Ριζική αστική φιλοσοφία

Καντ, “ Ιδέα μίας καθολικής ιστορίας υπό πρίσμα κοσμοπολίτικο ” και
Τι είναι διαφωτισμός;  (1784)

Κονστάν, “ Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνη των νεωτέρων” (1819)

+ Ρουσσώ, “Πραγματεία περί της καταγωγής της ανισότητας” (1754) και  επιλογές από το “Κοινωνικό συμβόλαιο”  (1762)


Εβδομάδα 3

Χορκχάιμερ επιλογές από το “Λυκόφως”  (1926–31)

Αντόρνο, “Αμετροέπεια” (1944–47) (διατίθεται στα αγγλικά , και στα γερμανικά :GS4:297-300, Anhang in Minima Moralia, letzter Abschnitt)


Εβδομάδα 4

Κολακόφσκι Η έννοια της Αριστεράς  (1968)

Καρλ Μαρξ, “ Να καταστήσουμε τον κόσμο φιλοσοφικό” (από τη διδακτορική διατριβή του Μαρξ, 1839-41) και “Για μια αμείλικτη κριτική του υπάρχοντος” (γράμμα στον Ρούγκε, Σεπτέμβρης 1843)


Εβδομάδα 5

Καρλ Μαρξ, επιλογές από τα “Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα” (1844) – [μόνο τις σελίδες 90 – 106 (Αλλοτριωμένη εργασία), 122 – 140 (Ατομική ιδιοκτησία και κομμουνισμός), 140 – 155,  (Ανάγκη, παραγωγή και καταμερισμός εργασίας)]
– επιλογές από το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” (μαζί με τον Ένγκελς, 1848), [μόνο όλους τους προλόγους, πλην αυτόν του 1890 από τον Ένγκελς, και από το ίδιο το “Μανιφέστο”, την εισαγωγή, το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο μέρος]
– “Προσφώνηση της κεντρικής επιτροπής στην Ένωση των Κομμουνιστών” (1850)


Εβδομάδα 6

• Ένγκελς, “Η τακτική της σοσιαλδημοκρατίας” (εισαγωγή του Ένγκελς το 1895 στο βιβλίο του Μαρξ “Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία”)

Καρλ Μαρξ, επιλογές από τους “Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία” (1850) και τη “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” (1852)
[Τα κείμενα διατίθενται διαδικτυακά σ’ αυτόν τον τόμο, στις σελίδες:
– Πρόλογος Ένγκελς: 123-148
– Ταξικοί αγώνες: 149, 156-161, 171, 175-179, 191-192, 238-239, 250-252, 262-263
– 18η Μπρυμαίρ: Όλο το πρώτο μέρος (Ι), 282-293, και όλο το έβδομο (VII), 382-400]


Εβδομάδα 7

+ Κορς — “Ο Μαρξισμός της Πρώτης Διεθνούς” (1924) (διατίθεται μόνο στα αγγλικά)

Μαρξ — “Ιδρυτική διακήρυξη της Διεθνούς ένωσης των εργατών” (1864), επιλογές από τον “Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία” (1871, συμπεριλαμβανομένη της εισαγωγής του Ένγκελς του 1891) (σελ. 3-18, 58-91)

+ Κορς — “Εισαγωγή στην ‘Κριτική του προγράμματος της Γκότα’ του Μαρξ” (1922) (διατίθεται μόνο στα αγγλικά)

Μαρξ — “Κριτική του προγράμματος της Γκότα” (1875), “Πρόγραμμα του Γαλλικού εργατικού κόμματος” (1880) (διατίθεται στα αγγλικά)


Εβδομάδα 8

Μαρξ — επιλογές από τα “Grundrisse” (1857-61), “Ο φετιχιστικός χαρακτήρας των εμπορευμάτων” (από το “Κεφάλαιο”, τ.1, 1867)


Εβδομάδα 9

Λούκατς — “Το φαινόμενο της πραγμοποίησης” (πρώτο μέρος του κεφαλαίου “Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου” από το βιβλίο “Ιστορία και ταξική συνείδηση“, 1923, σελ. 149-182 του βιβλίου)


Εβδομάδα 10

Λούκατς — “Αρχικός Πρόλογος” (1922), “Τι είναι ο ορθόδοξος μαρξισμός;” (1919), “Ταξική συνείδηση” (1920)  (περιλαμβάνονται στο βιβλίο “Ιστορία και ταξική συνείδηση“, σελ. 45-82 και 105-148 του βιβλίου)

+ Μαρξ — “Πρόλογος στην πρώτη γερμανική έκδοση” (1867) και “Επίλογος στη δεύτερη γερμανική έκδοση” (1873) του τ.1 του “Κεφαλαίου”(σελ. 11-26 του βιβλίου)


Εβδομάδα 11

Κορς“Μαρξισμός και Φιλοσοφία” (1923)

+ Μαρξ — “Να καταστήσουμε τον κόσμο φιλοσοφικό” (από τη διδακτορική διατριβή του Μαρξ, 1839-41), “Για μια αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει”, γράμμα στον Ρούγκε, Σεπτέμβρης 1843) και “Θέσεις για τον Φόυερμπαχ” (1845) — υπάρχουν σ’ αυτόν τον τόμο.

Ο ανθρωπάκος και η φιλοσοφία της ελευθερίας 

Η ελευθερία πρέπει να πραγματωθεί στον σοσιαλισμό. Όσο το παρόν σύστημα φέρει το όνομα «ελευθερία» και εκλαμβάνεται ως φιλελεύθερο, τόσο περισσότερο ασαφείς είναι συνήθως οι παραστάσεις σχετικά με την ελευθερία.

Κατά συνέπεια, ο καθένας που έχει τα μάτια του ανοικτά και λιγοστά χρήματα στο πορτοφόλι του εξοικειώνεται συχνά με αυτήν τη φιλοσοφική έννοια. Π.χ. ζητά από κάποιον γνωστό του να προσληφθεί στην επιχείρησή του. Αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη φιλοσοφία. Όμως, ο γνωστός συνοφρυώνεται και παραπέμπει στην αντικειμενική αδυνατότητα· η επιχείρηση πηγαίνει χάλια, πρέπει μάλιστα να απολύσει πολλούς εργαζόμενους. Ο αιτών δεν πρέπει να του κρατάει κακία, διότι δεν είναι στο χέρι του, η ελευθερία του δεν φθάνει τόσο μακριά.

Ο επιχειρηματίας εξαρτάται από νόμους, οι οποίοι δεν έχουν σχεδιασθεί με γνώση και βούληση ούτε από τον ίδιο ούτε από κάποιον άλλο, ούτε από μια δύναμη στην οποία οι άνθρωποι έχουν αναθέσει αυτή την εντολή· αφενός, οι μεγάλοι καπιταλιστές και πιθανώς αυτός ο ίδιος χρησιμοποιούν με επιδεξιότητα αυτούς τους νόμους, αφετέρου, η ύπαρξή τους γίνεται δεκτή ως γεγονός. Η οικονομική άνθηση ή ύφεση, ο πληθωρισμός, οι πόλεμοι, όπως επίσης οι απαραίτητες για τη δεδομένη κοινωνική κατάσταση ιδιότητες των ανθρώπων και των πραγμάτων, καθορίζονται διαμέσου τέτοιων νόμων, διαμέσου της ανώνυμης κοινωνικής πραγματικότητας, όπως η περιστροφή της γης [καθορίζεται] διαμέσου των νόμων της νεκρής φύσης. Κανένα μεμονωμένο άτομο δεν μπορεί να προκαλέσει κάποια αλλαγή.

Ο αστικός τρόπος σκέψης δέχεται αυτή την πραγματικότητα ως υπεράνθρωπη· φετιχοποιεί την κοινωνική διαδικασία. Μιλά για τη μοίρα και είτε την ονομάζει τυφλή είτε προσπαθεί να την ερμηνεύσει μυστικιστικά· παραπονιέται για την απουσία νοήματος του όλου ή παραδίδεται στις άγνωστες βουλές του Κυρίου. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά ως τυχαία ή ερμηνεύονται μυστικιστικά εξαρτώνται από τους ανθρώπους και τη ρύθμιση της κοινωνικής τους ζωής. Ως εκ τούτου, αυτά μπορούν να αλλάξουν. Αν οι άνθρωποι συνειδητά έπαιρναν την κοινωνική διαδικασία της ζωής τους στα χέρια τους και αντικαθιστούσαν τον αγώνα των καπιταλιστικών επιχειρηματικών ομίλων με μια αταξική οικονομία που λειτουργεί βάσει σχεδίου, τότε, επίσης, οι επιδράσεις της παραγωγικής διαδικασίας πάνω στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους θα μπορούσαν να εποπτευθούν και να ρυθμισθούν. Ό,τι σήμερα στις ιδιωτικές και επιχειρηματικές συναλλαγές των ατόμων φαίνεται ως φυσικό γεγονός αφορά τις αδιαφανείς επιπτώσεις της κοινωνικής συμβίωσης συνολικά, συνεπώς τα ανθρώπινα και όχι τα θεϊκά προϊόντα.

Καθόσον αυτές οι επιδράσεις της κοινωνικής ζωής υπάρχουν ανεξέλεγκτα, άβουλα, ασυνείδητα, ως συνισταμένη πολλών ατομικών βουλήσεων που έχουν ασαφή εξάρτηση και δύναμη, ακόμα και η ελευθερία του ατόμου ελαττώνεται σε εξωφρενικά μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με ό,τι θα ήταν αναγκαίο σύμφωνα με την κατάσταση των διαθέσιμων δυνάμεων. Όταν ο επιχειρηματίας που δέχθηκε την αίτηση για την πρόσληψη του γνωστού του απορρίπτει αυτή την επιθυμία, παραπέμποντας στις περιστάσεις που καθιστούν αδύνατη την εκπλήρωσή της, με αυτό τον τρόπο νομίζει ότι παραπέμπει σε κάτι εντελώς αντικειμενικό, τελείως ανεξάρτητο από αυτόν, στην πραγματικότητα όπως αυτή είναι καθ’ εαυτήν. Αφού όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου που ζητά να προσληφθεί, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αφού όλοι αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, που οι ίδιοι δημιούργησαν στην κοινωνική τους δραστηριότητα, ως ξένη, σύμφωνα προς την οποία πρέπει να ευθυγραμμισθούν, υπάρχουν μεν πολλοί αυτουργοί αλλά κανένα συνειδητό και, επομένως, ελεύθερο υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων· οι άνθρωποι πρέπει να υποταχθούν στις καταστάσεις, τις οποίες οι ίδιοι διαρκώς δημιουργούν ως ένα ξένο, πανίσχυρο πράγμα.

Βεβαίως, οι γνωστικές ενέργειες δεν επαρκούν προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Το λάθος δεν συνίσταται σε καμία περίπτωση στο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το υποκείμενο, αλλά στο γεγονός ότι αυτό δεν υπάρχει. Είναι σημαντικό να συνδράμουμε ώστε να δημιουργηθεί αυτό το υποκείμενο που διαμορφώνει συνειδητά την κοινωνική ζωή· αυτό το ίδιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σοσιαλιστική κοινωνία που ρυθμίζει το Είναι της και οργανώνεται ορθολογικά. Στην παρούσα κοινωνία υπάρχουν μεν μεμονωμένα υποκείμενα, των οποίων η ελευθερία περικόπτεται κατά πολύ διαμέσου του ασύνειδου χαρακτήρα της δράσης τους, αλλά δεν υπάρχει καμία ουσία που δημιουργεί την πραγματικότητα, καμία συνεκτική αιτία. Καθώς η θρησκεία και η μεταφυσική υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία τέτοια αιτία, προσπαθούν να εμποδίσουν τους ανθρώπους να τον δημιουργήσουν με τις δικές τους δυνάμεις.

Όπως είναι αυτονόητο, η παρούσα έλλειψη ελευθερίας δεν ισχύει για όλους με τον ίδιο τρόπο. Η συμφωνία του παραγόμενου [προϊόντος] με το συμφέρον του παραγωγού είναι μια στιγμή ελευθερίας. Όλοι οι εργαζόμενοι άνθρωποι, ακόμα και οι μη εργαζόμενοι, συμμετέχουν μεν στην παραγωγή της υπάρχουσας πραγματικότητας, αλλά ο βαθμός της προαναφερθείσας συμφωνίας είναι πάρα πολύ διαφορετικός. Εκείνοι στους οποίους υπάρχει η συμφωνία σε υψηλό βαθμό εμφανίζονται με ορισμένο τρόπο υπεύθυνοι για αυτήν· έχουν δίκιο, όταν μιλούν για τη «δική μας» πραγματικότητα σε πληθυντικό μεγαλοπρέπειας. Μολονότι δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι τον κόσμο, εντούτοις, δεν αποτινάσσεται η υποψία ότι θα είχαν διαμορφώσει τον κόσμο έτσι ακριβώς. Γι’ αυτούς, είναι απολύτως ορθό ότι η δημιουργία και η διατήρηση της πραγματικότητας στην παρούσα κοινωνική μορφή συντελείται τυφλά· έχουν κάθε λόγο να καταφάσκουν το προϊόν αυτής της τυφλής διαδικασίας. Συνεπώς, ενισχύουν τους μύθους γύρω από την καταγωγή της. Όμως, για εκείνον τον ανθρωπάκο, ο οποίος ζητούσε να προσληφθεί και απορρίφθηκε διαμέσου της παραπομπής στις αντικειμενικές συνθήκες, είναι, αντιθέτως, εξαιρετικά σημαντικό να έρθει στο φως η καταγωγή αυτών των αντικειμενικών συνθηκών, έτσι ώστε να μην παραμείνουν τόσο δυσμενείς για τον ίδιο. Όχι μόνον η δική του ανελευθερία αλλά και η ανελευθερία των άλλων μετατρέπεται στη συμφορά του. Το δικό του συμφέρον ωθεί τον ανθρωπάκο στη μαρξιστική διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας.

Συζήτηση για την επανάσταση

Ο γνήσιος αστός έχει την ικανότητα να παρατηρεί τα πάντα αντικειμενικά, στη μεταπολεμική Γερμανία μάλιστα, ακόμη και την επανάσταση. Μόλις ο αστός εισάγει αντικειμενικά την επανάσταση ή την πολιτική της προετοιμασία στη σφαίρα των σκέψεών του, η επανάσταση εμφανίζεται όπως οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εντός της δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας και αξιολογείται αντιστοίχως. Καθόσον ο επιχειρηματίας στην καπιταλιστική παραγωγή δεν αναλογίζεται τόσο τη χρηστική αξία των προϊόντων του όσο τις αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής και πώλησης, κατά την αντικειμενική αξιολόγηση μιας κοινωνικής δραστηριότητας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το περιεχόμενο όσο για την εκτέλεση. Ως εκ τούτου, στη Γερμανία το επαναστατικό κόμμα κατηγορείται περισσότερο για την κακή διεκπεραίωση παρά για τον στόχο, ο οποίος μετά το τέλος του πολέμου συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας· στιγματίζεται η ανικανότητα της ηγετών.

Βέβαια, αυτή η κατάσταση δεν καθορίζεται μόνον από τα προαναφερθέντα τυπικά στοιχεία της αστικής σκέψης αλλά επίσης από πολύ περισσότερο χειροπιαστές αιτίες. Όχι μόνο στον αριστερό αστικό χώρο αλλά στην ψυχή ευρύτερων αντεπαναστατικών στρωμάτων, τα οποία μετά την αποτυχημένη προλεταριακή δράση αποδοκιμάζουν την ηγεσία, ο ψυχολόγος θα διακρίνει το κρυφό αίσθημα της ενοχής, [δηλαδή] ότι κάποιος δεν συμμετείχε αυτός ο ίδιος, και τον ασυνείδητο θυμό, [δηλαδή] ότι δεν έγινε τίποτα. Επίσης, παίζει ρόλο η ανίερη, βαθιά ριζωμένη στην ευρωπαϊκή ζωή πίστη στην επιτυχία ως θεϊκή κρίση. Η επανάσταση είναι κακή, για όσο χρόνο δεν έχει νικήσει.

Τα ελαττώματα της επαναστατικής ηγεσίας μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μια ατυχία. Μολονότι ο πολιτικός αγώνας ενάντια στην απανθρωπιά της παρούσας κατάστασης διεξάγεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, [εντούτοις] αυτός είναι η μορφή που λαμβάνει η βούληση για μια καλύτερη τάξη πραγμάτων στην παρούσα ιστορική στιγμή, ενώ με αυτό τον τρόπο τον συλλαμβάνουν πολλές χιλιάδες καταπιεσμένων και βασανισμένων σε ολόκληρη τη γη. Οποιαδήποτε ανεπάρκεια των ηγετών δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτοί αποτελούν την κεφαλή αυτού του αγώνα. Όποιος συνδέεται άμεσα με ένα μαχητικό κόμμα μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία του· επίσης, αυτός που αναμφισβήτητα έχει θεωρητική και αγωνιστική συγγένεια με αυτό το κόμμα μπορεί ενδεχομένως για κάποιο χρονικό διάστημα να ασκήσει γόνιμη κριτική στην ηγεσία από τα έξω.

Όμως, ένα προλεταριακό κόμμα δεν μπορεί να μετατραπεί σε αντικείμενο θεωρητικής κριτικής, διότι κάθε λάθος του είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το κόμμα δεν αποτράπηκε από τη διάπραξη λαθών διαμέσου της αποτελεσματικής συμμετοχής καλύτερων δυνάμεων. Αν ο θεωρητικός κριτικός μπορούσε να έχει ενισχύσει αυτές τις δυνάμεις διαμέσου της δικής του δραστηριότητας στο κόμμα, αυτό δεν μπορεί να κριθεί από τις εκ των υστέρων δηλώσεις του σχετικά με τις ενέργειες του κόμματος, διότι μένει αιωνίως αβέβαιο, αν η άποψη του πάνω στη δεδομένη κατάσταση θα είχε διαφωτίσει τις μάζες, αν οι αναγκαίες οργανωτικές ικανότητες είχαν συνδεθεί με τη θεωρητική υπεροχή του, εν συντομία, αν η πολιτική του εν γένει ήταν ή δεν ήταν δυνατή. Η πρόχειρη αντίρρηση είναι ότι οι ηγέτες έχουν στην κατοχή τους τα εξουσιαστικά μέσα του κόμματος, ότι ο μηχανισμός του κόμματος καταπνίγει τα μεμονωμένα άτομα και, κατά συνέπεια, κάθε απόπειρα των συνετών στερείται εκ των προτέρων προοπτικής. Μήπως η πολιτική βούληση σε κάθε στιγμή της ιστορίας δεν συνάντησε αντίστοιχα εμπόδια προκειμένου να επικρατήσει! Σήμερα τα εμπόδια μπορεί να στοιβάζονται ακριβώς μπροστά στον διανοούμενο· όμως, ποιος θα μπορούσε να αποδείξει με διαφορετικό τρόπο, συγκριτικά με αυτούς που ξεπερνούν πρακτικά τις υπάρχουσες ελλείψεις, ότι αυτά τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συσχετίσεις τους, δεν είναι αμελητέα; Η αστική κριτική στον προλεταριακό αγώνα είναι μια λογική αδυνατότητα.

Ο αστικός τρόπος σκέψης αρμόζει στο οικονομικό σύστημα, από το οποίο έχει γεννηθεί. Η ισχύς των κυρίαρχων μοτίβων σκέψης ακυρώνεται στο πολιτικό κίνημα, το οποίο πασχίζει να αντικαταστήσει την παρούσα κοινωνική μορφή με μια καλύτερη, διότι αυτή [η ισχύς] δεν υπόκειται στην εξουσία των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού παρά μόνο με πολλαπλώς μεσολαβημένο και συγκεχυμένο τρόπο. Στον καπιταλισμό κάθε πρωτοβουλία που διεκπεραιώνεται ανεπαρκώς ρυθμίζεται αυτόματα. Η διαπίστωση ότι η [οικονομική] διεύθυνση είναι ανίκανη επαληθεύεται, καθώς η επιχείρηση χρεοκοπεί και η οικονομική λειτουργία της εκτελείται στο μέλλον από κάποια καλύτερη διεύθυνση. Συνεπώς, υπάρχει ένα αντικειμενικό μέτρο για την εκτέλεση των κοινωνικών δραστηριοτήτων, το οποίο δεν εξαρτάται από την κριτική. Το μέτρο στηρίζεται στην ακόλουθη διαπίστωση: όπου χρησιμοποιείται εργασία στο καπιταλιστικό σύστημα, βρίσκονται άνθρωποι που η εργασία τους ανταποκρίνεται στον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Όπου παρατηρείται μια δυσλειτουργία, αποκαθίσταται αμέσως. Αυτή η αποκατάσταση, όμως, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για την προλεταριακή ηγεσία. Όσοι σκοτώνονται ή σακατεύονται αναπληρώνονται κακήν κακώς από τις σειρές των αγωνιζόμενων, διότι ο εχθρός ξέρει να πετυχαίνει όσους είναι επικίνδυνοι για αυτόν. Ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει η προλεταριακή ελίτ δεν είναι ακαδημίες αλλά αγώνες στις φάμπρικες και τα συνδικάτα, πειθαρχικές ποινές, βρώμικες αντιπαραθέσεις εντός και εκτός κομμάτων, φυλακίσεις και παρανομία. Γι’ αυτό δεν συνωστίζονται οι φοιτητές όπως στις αίθουσες παραδόσεων και τα εργαστήρια της αστικής τάξης. Η επαναστατική καριέρα δεν διέρχεται μέσα από συμπόσια και τίτλους τιμής, ενδιαφέρουσες έρευνες και μισθούς καθηγητών αλλά μέσα από την αθλιότητα, τη ντροπή, την αχαριστία, τη φυλακή· οδηγείται στο άγνωστο που φωτίζεται μόνον από μια σχεδόν υπεράνθρωπη πίστη. Ως εκ τούτου, όσοι άνθρωποι είναι απλώς ταλαντούχοι ακολουθούν σπάνια την επαναστατική καριέρα.

Σημείωση:
Είναι πιθανόν ότι σε στιγμές όπως οι παρούσες η επαναστατική πίστη συνδυάζεται δύσκολα με τη μεγαλύτερη διορατικότητα για την πραγματικότητα· βέβαια, οι αναγκαίες ιδιότητες μιας ηγεσίας του προλεταριακού κόμματος θα μπορούσαν να βρεθούν τώρα ακριβώς σε ανθρώπους, οι οποίοι ακριβώς σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους δεν είναι οι βέλτιστοι. Το «υψηλότερο επίπεδο» της αστικής κριτικής, το λεπτότερο ηθικό της συναίσθημα δεν κατάγονται από την απομάκρυνσή της από τον ενεργό πολιτικό αγώνα; Ειλημμένη ως γενικό αξίωμα, αυτή η απομάκρυνση δεν θα ήταν η θανατική καταδίκη της ελευθερίας; Δικαιολογούνται οι άνθρωποι με «υψηλότερο επίπεδο» να καταδικάζουν τους ανθρώπους που αγωνίζονται ενεργά;

Ενδείξεις

Ο ηθικός χαρακτήρας των ανθρώπων μπορεί να γίνει γνωστός με βεβαιότητα διαμέσου απαντήσεων σε καθορισμένα ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα είναι διαφορετικά για κάθε εποχή και κυρίως, επίσης, για κάθε κοινωνικό στρώμα. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται πάντα σε αντικείμενα της ίδιας τάξης μεγέθους. Στις πρώτες εκατονταετίες του δικού μας ημερολογίου το ερώτημα για τον χριστιανισμό μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων σε ορισμένα τμήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν σαφώς ένα τέτοιο κλειδί, ενώ στη Γερμανία του 1917 το ερώτημα για την ποιότητα του ψωμιού από πατάτα. Εν έτει 1930 η στάση απέναντι στη Ρωσία ρίχνει φως στη νοοτροπία των ανθρώπων. Η κατάσταση που επικρατεί εκεί είναι εξόχως προβληματική. Δεν έχω την πεποίθηση ότι γνωρίζω προς τα πού κατευθύνεται η χώρα· αναμφίβολα υπάρχει πολλή αθλιότητα. Όμως, όποιος μεταξύ των μορφωμένων δεν αντιλαμβάνεται τίποτα από την προσπάθεια [που γίνεται] στη Ρωσία και κομπάζει με ελαφριά καρδιά, όποιος σε αυτό το σημείο αποφεύγει να σκεφθεί την αναγκαιότητα, είναι ένας μίζερος σύντροφος, του οποίου η συναναστροφή δεν αποφέρει κανένα κέρδος. Όποιος έχει μάτια να βλέπει τη μάταιη αδικία του ιμπεριαλιστικού κόσμου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί διαμέσου της τεχνικής αδυναμίας, θα αντιληφθεί τα γεγονότα στη Ρωσία ως τη συνεχιζόμενη επώδυνη προσπάθεια να ξεπερασθεί αυτή η φοβερή κοινωνική αδικία ή, τουλάχιστον, θα ρωτήσει καρδιοχτυπώντας αν διαρκεί ακόμη αυτή η προσπάθεια. Αν τα φαινόμενα διέψευδαν την προσπάθεια, θα γαντζωνόταν στην ελπίδα, όπως ένας καρκινοπαθής στην αμφίβολη είδηση ότι τα μέσα για την καταπολέμηση της ασθένειάς του έχουν βρεθεί.

Όταν ο Καντ έλαβε τις πρώτες ειδήσεις για τη Γαλλική Επανάσταση, έπρεπε να αλλάξει εφεξής τον συνηθισμένο του περίπατο. Επίσης, οι φιλόσοφοι του παρόντος διαισθάνονται την έλευση μιας καινούργιας εποχής, όχι όμως για την ανθρωπότητα αλλά για το απαίσιο βασίλειο φαντασμάτων της μεταφυσικής τους.

Σοσιαλισμός και μνησικακία

Η αποδοκιμασία των κινήτρων που ωθούν στην πραγμάτωση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, όπως η σύγχυση και η αποθάρρυνση των ανθρώπων που καθορίζονται από αυτά τα κίνητρα, έχει τρομερή επιτυχία!

Στις συζητήσεις για τη δυνατότητα του σοσιαλισμού μπορεί κάποιος να ακούσει συχνά τον ενημερωμένο αντίπαλο να λέει ότι ο ενθουσιασμένος με τον σοσιαλισμό συνομιλητής του πρέπει πρώτα να μελετήσει την πραγματικότητα. Θα αντιληφθεί τότε ότι στον σοσιαλισμό ακόμη και για τον εργάτη τα πράγματα δεν θα ήταν καλύτερα από σήμερα. Προφανώς, για τον πολιτισμένο εργάτη – τουλάχιστον αυτής της γενιάς – τα πράγματα θα γίνουν κατά πολύ χειρότερα από σήμερα, μπορεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του να τρώει φασόλια. Ο υπεροπτικός αντίπαλος ίσως διασαφηνίσει τη γνώμη του διαμέσου του αισχρού αστείου του βαρόνου Rothschild, ο οποίος χάρισε σε έναν σοσιαλιστή ένα τάλαρο και εξήγησε: «Να είστε ικανοποιημένος τώρα, αυτό είναι πολύ περισσότερο από ό,τι σας αναλογεί κατά κεφαλήν στη συνολική ανακατανομή».

Αν ο νεαρός συνομιλητής έχει μαθητεύσει στον μαρξισμό, θα εξηγήσει ότι οι σοσιαλιστές δεν πασχίζουν για την ανακατανομή αλλά για την κοινωνικοποίηση και την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Ενδεχομένως, θα δώσει μια θεωρητική διάλεξη. Όμως, μπορεί να ισχυρισθεί ότι με την ανακατανομή κυριαρχεί τουλάχιστον δικαιοσύνη. Σε αυτή την περίπτωση είναι χαμένος· διότι τώρα έχει αποκαλύψει το χυδαίο του φρόνημα, τη γεμάτη με μνησικακία σκέψη του. Σύμφωνα με αυτόν, στην πρώτη γραμμή δεν βρίσκεται καθόλου η υλική βελτίωση· όσοι σήμερα ζουν υποφερτά πρέπει απλώς να μην έχουν περισσότερα από τον ίδιο. Πίσω από τα επιχειρήματά του κρύβεται απλώς το μίσος. Κάποιος μπορεί να τρώει ευχαρίστως φασόλια σε όλη του τη ζωή, αρκεί μόνον ο άλλος να μην τρώει μπριζόλα! Ο νεαρός σοσιαλιστής θα σιωπήσει αμήχανα μπροστά σε αυτήν τη μομφή και ίσως υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε αυτήν. Βρίσκεται σε σύγχυση. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την καθολική αποδοκιμασία της βούλησης για ελευθερία και δικαιοσύνη, στην οποία αποδίδεται ο τίτλος της μνησικακίας.

Όμως, η ακίνδυνη μπριζόλα, την οποία φθονεί αυτό το απαγορευμένο φρόνημα, είναι το σύμβολο της εξουσίας πάνω στους ανθρώπους, της αυτοτέλειας που στηρίζεται στην πλάτη της αθλιότητας. Ο κίνδυνος, τα βάσανα, ο καταναγκασμός, οι ελλείψεις, η αβεβαιότητα, η συγκέντρωση αυτών των αρνητικών στιγμών της ζωής στην εκμεταλλευόμενη τάξη καθορίζονται σήμερα διαμέσου της συγκέντρωσης των θετικών στιγμών στον εξωφρενικά μικρό αριθμό των ελεύθερων. Στα σχολικά βιβλία η αστική τάξη διηγείται τον ιδεαλισμό των ηρώων, οι οποίοι προτιμούν να πεθάνουν παρά να υποδουλωθούν· απέναντι στον σοσιαλισμό, όμως, η αστική τάξη είναι αρκούντως υλιστική ώστε να αντικρούσει την ορμή για την αποτίναξη του ζυγού, για την κατάλυση της ανισότητας, παραπέμποντας στη φαινομενική αναλήθεια των υλικών βελτιώσεων. Η αγάπη για την ελευθερία καλλιεργείται μόνο στην ψευδή μορφή του εθνικιστικού σωβινισμού. Η συνθήκη των Βερσαλλιών προκαλεί πραγματικά περιττή αθλιότητα· όμως, στη Γερμανία κατηγορείται με σφοδρότητα από αυτούς που διατηρούν αμείλικτα την καπιταλιστική ιδιοκτησιακή τάξη πραγμάτων, η οποία καθιστά δυνατή τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Αυτή η τάξη πραγμάτων, στην οποία καταδικάζονται τα παιδιά του προλεταριάτου σε λιμό και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των ανώνυμων εταιρειών σε λουκούλλεια γεύματα, γεννά στην πράξη τη μνησικακία.

Πρόοδος

Ο κατασκευαστής πυρομαχικών, ο πολιτικός του και ο στρατηγός του εξηγούν: «Όσο υφίσταται ο κόσμος, θα υπάρχουν πάντα πόλεμοι· δεν υπάρχει καμία πρόοδος». Ως εκ τούτου, κατά πρώτον, η ευχή είναι ο πατέρας της σκέψης· κατά τα άλλα, αυτή η πεποίθηση πρέπει επίσης να αφομοιωθεί από τις μάζες. Αυτό είναι πολύ κατανοητό – τρόπον τινά, φανερή, ειλικρινής αποβλάκωση. Οι λογοτεχνικοί υπηρέτες των κυρίαρχων έχουν επιπρόσθετα την ξεδιαντροπιά να θέτουν – με ύφος αμερόληπτων ανθρώπων που γνωρίζουν όλες τις θεωρητικές δυσκολίες – το ερώτημα: «Τι σημαίνει πρόοδος; Το μέγεθος της προόδου μπορεί μόνον να προσεγγίζει την πραγμάτωση κάποιας μεμονωμένης και σχετικά τυχαίας αξίας. Εφόσον εξετάζουμε τη συνολική ιστορία υπό μια τέτοια οπτική γωνία, απολυτοποιούμε κάτι σχετικό, υποστασιοποιούμε κάτι υποκειμενικό, εν συντομία, εισάγουμε τον περιορισμό και τη μονομέρεια στην επιστήμη». Εξαιτίας της οργής τους απέναντι στον σοσιαλιστικό αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, ο οποίος αντλεί την ελπίδα του από τα αποτελέσματα των προηγούμενων αγώνων, πρωτίστως από τις επαναστάσεις των τελευταίων αιώνων, δημιουργούν την αποκαλούμενη φιλοσοφία της ιστορίας τους. Σάμπως δεν θα ήταν σαφές ποια πρόοδος εννοείται από τους σοσιαλιστές και καταπολεμείται θεωρητικά και πρακτικά από την αντίδραση: η βελτίωση της υλικής ύπαρξης διαμέσου μιας περισσότερο σκόπιμης διαμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων! Για την πλειονότητα των ανθρώπων, είτε γνωρίζουν είτε δεν γνωρίζουν τα παραπάνω, αυτή η βελτίωση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απλώς την πραγμάτωση μιας σχετικά τυχαίας αξίας αλλά το σπουδαιότερο στον κόσμο. Μπορεί η ιστορία υπό αυτή την άποψη να ακινητοποιείται ή να οπισθοδρομεί για μεγάλα διαστήματα, μπορεί η συγκάλυψη αυτού του γεγονότος τα τελευταία εκατό χρόνια να χρησιμοποιήθηκε συχνά ως μέσο εξαπάτησης των μαζών, εντούτοις ο λόγος περί της προόδου είναι ξεκάθαρος και δικαιολογημένος. Η πεποίθηση ότι η πρόοδος ολοκληρώνεται υπό την κυριαρχία των κυρίαρχων ήταν για πολύ καιρό ένα ψέμα στο στόμα των τελευταίων, από το οποίο απομακρύνονται σήμερα οι ίδιοι οι λογοτέχνες τους· ως εκ τούτου, είναι φανερό ότι αυτοί θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την έννοια της προόδου προκειμένου να διατηρήσουν την κυριαρχία, διότι όπως ακριβώς οι άλλες αστικές ψευδαισθήσεις, όπως η ελευθερία και η ισότητα, αυτή δεν ενεργεί σήμερα, δυνάμει της ιστορικής διαλεκτικής, ως ιδεολογική υπεράσπιση αλλά ως κριτική στις υπάρχουσες καταστάσεις και ως προτροπή για την αλλαγή τους.

Εξάλλου, αυτή η πρόοδος υπό υλιστική έννοια, συνεπώς μια σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας, δεν καθορίζει στην παρούσα στιγμή μόνον τον επόμενο και άμεσα επιδιωκόμενο σκοπό μιας καλύτερης τροφοδοσίας της ανθρωπότητας με τα αναγκαία, αλλά επίσης την πραγμάτωση όλων των αποκαλούμενων πολιτιστικών ή ιδεατών αξιών. Στην πραγματικότητα είναι ορθό ότι η κοινωνική πρόοδος δεν πρέπει [είναι αναγκαίο] να λάβει χώρα· ότι αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα είναι ένα χοντροκομμένο ψέμα· όμως, ότι θα ήταν μονόπλευρο να μετρήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας με την ακόλουθη κλίμακα, σε ποιο βαθμό η ανθρωπότητα εξασφαλίζει μια υποφερτή ύπαρξη στα μέλη της, είναι πραγματικά απλώς φιλοσοφική κενολογία.

Σημείωση:
Η κοινωνική πρόοδος είναι κάθε φορά ένα ιστορικό καθήκον, αλλά δεν είναι μια μυστική αναγκαιότητα. Ότι ο μαρξισμός εξηγεί τη θεωρία της κοινωνίας ως τη θεωρία της πραγματικότητας είναι πολύ κατανοητό. Οι μάζες, οι οποίες υποφέρουν κάτω από την απαρχαιωμένη μορφή της κοινωνίας και περιμένουν τα πάντα από την ορθολογική τους οργάνωση, δεν αντιλαμβάνονται πλήρως ότι η εξαχρείωσή τους, από την οπτική γωνία της αιωνιότητας, είναι ένα γεγονός μεταξύ πολλών άλλων και ότι η θεώρηση του κόσμου από αυτή την οπτική γωνία είναι ακριβώς μόνον μία οπτική γωνία. Όπως ο μεμονωμένος άνθρωπος θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν, ότι ο θάνατός του συμπίπτει με την κατάρρευση του κόσμου, έτσι οι μάζες θεωρούν ότι η εκμετάλλευση και η εξαχρείωσή τους είναι η κατ’ εξοχήν εξαχρείωση και ότι η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη βελτίωση της ύπαρξής τους. Όμως, η ιστορία δεν πρέπει [είναι αναγκαίο] να πάρει αυτή την κατεύθυνση, εκτός αν εξαναγκασθεί.

Ο ιδεαλισμός του επαναστάτη

Η άποψη ότι ο μαρξισμός προπαγανδίζει απλώς την ικανοποίηση της πείνας, της δίψας και των σεξουαλικών ορμών του ατόμου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικρουστεί διαμέσου του ισχυρισμού ότι ο μαρξισμός είναι πολύ περισσότερο λεπτός, ευγενής, βαθύς και εσωτερικός. Διότι η εξέγερση, η αλληλεγγύη, η αυταπάρνηση είναι εξίσου «υλιστικές» όπως η πείνα· ο αγώνας για τη βελτίωση της μοίρας της ανθρωπότητας εμπεριέχει εγωισμό και αλτρουισμό, πείνα και αγάπη ως φυσικά μέλη αιτιακών αλυσίδων. Φυσικά, η υλιστική θεωρία δεν έχει κανέναν λογικό αποδεικτικό λόγο για την αυταπάρνηση της ζωής. Δεν επιβάλλει τον ηρωισμό ούτε με τη Βίβλο ούτε με τον βούρδουλα, δεν αντικαθιστά την αλληλεγγύη και τη γνώση της αναγκαιότητας της επανάστασης με καμία «πρακτική φιλοσοφία», με καμία θεμελίωση της θυσίας. Πολύ περισσότερο, αυτή είναι το αντίθετο κάθε τέτοιας «ιδεαλιστικής» ηθικότητας. Απελευθερώνει από ψευδαισθήσεις, αποκαλύπτει την πραγματικότητα και εξηγεί τα συμβάντα. Δεν διαθέτει λογικούς αποδεικτικούς λόγους για «υψηλότερες» αξίες· επίσης, όμως, δεν διαθέτει σίγουρα κανέναν αντίλογο απέναντι στην παραδοχή ότι κάποιος συνδράμει με κίνδυνο της ζωής του ώστε να πραγματωθούν οι «κατώτερες» αξίες, τουτέστιν μια υλικά υποφερτή ύπαρξη για όλους. Ο «ιδεαλισμός» εκκινεί από το σημείο στο οποίο αυτή η συμπεριφορά δεν ικανοποιείται με μια φυσιολογική εξήγηση του εαυτού της, αλλά αρπάζεται από το δεκανίκι «αντικειμενικών» αξιών, «απόλυτων» καθηκόντων ή οποιασδήποτε ιδεατής εξασφάλισης και «καθαγιασμού»· συνεπώς, εκκινεί από το σημείο στο οποίο η ανατροπή της κοινωνίας εξαρτάται από τη μεταφυσική – αντί από τους ανθρώπους.

Μεταστροφή της σκέψης

Μεταξύ των μαρξιστών θεωρητικών, η ομολογία των ηθικών κινήτρων – προπαντός του συμπάσχειν, το οποίο μάλιστα ενεργεί ως μυστικό ελατήριο της σκέψης και της δράσης τους – αποδοκιμάζεται, όχι μόνον εξαιτίας της ντροπής [που προκαλεί], αλλά επίσης διότι έχουν αποκομίσει την εμπειρία ότι αυτή η διακήρυξη αντικαθιστά συνήθως την πράξη. Συνειδητά ή μη υποθέτουν ότι η ηθική παρόρμηση επιδρά είτε στην πραγματική δράση είτε στα λόγια. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσπιστοι απέναντι στα τελευταία.

Έτσι, όμως, οδηγούνται σε έναν παρόμοιο κίνδυνο όπως κατά τη διαπίστωσή τους ότι η πραγματικότητα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τα υλικά αγαθά. Απέναντι στην εμφατική παρατήρηση ότι υπάρχουν επίσης άλλες ανάγκες και άλλες ποιότητες πέρα από την πείνα και την εξουσία, στρέφουν την προσοχή στην πεζή πραγματικότητα, στην οποία όλα περιστρέφονται γύρω από την ικανοποίηση των πιο πρωτόγονων αναγκών· τείνουν να μετατρέψουν την πικρία αυτής της διαπίστωσης σε μια απολογία. Ο ισχυρισμός ότι στην παρούσα πραγματικότητα το ιδεατό είναι μόνο μια ιδεολογική συγκάλυψη μιας κακής υλικής πράξης μεταστρέφεται εύκολα στη σύμφωνη με την πραγματικότητα ορθοφροσύνη ορισμένων δημοσιογράφων και ρεπόρτερ: «Αφήστε μας ήσυχους με την κουλτούρα, ξέρουμε ότι είναι μια απάτη». Είναι πλήρως ικανοποιημένοι και συμφιλιωμένοι με αυτή την κατάσταση.

Σκεπτικισμός και ηθική

Από τους οικονομικούς νόμους που αποκάλυψε ο Μαρξ δεν «ακολουθεί» ο σοσιαλισμός. Βέβαια, υπάρχουν αρκετές επιστημονικές προβλέψεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ύψιστη αληθοφάνεια, π.χ. ότι αύριο θα ανατείλει ο ήλιος. Αυτές είναι το αποτέλεσμα ενός τεράστιου εμπειρικού υλικού. Όμως, ποιος θα πιστέψει ότι έτσι έχουν τα πράγματα αναφορικά με την πρόβλεψη του σοσιαλισμού;

Ο σοσιαλισμός είναι μια καλύτερη, περισσότερο σκόπιμη κοινωνική μορφή, της οποίας τα στοιχεία υπάρχουν με ορισμένο τρόπο στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό υπάρχουν «τάσεις», οι οποίες συντελούν στην αλλαγή του συστήματος. Το εμπειρικό υλικό, πάνω στο οποίο στηριζόμαστε για να υποθέσουμε ότι οι τάσεις θα επικρατήσουν πραγματικά, είναι πολύ πενιχρό. Διατρέχουμε ύψιστο κίνδυνο, καθώς ριψοκινδυνεύουμε να διασχίσουμε την άβυσσο πάνω σε γέφυρες, των οποίων οι αρχές κατασκευής δεν θα μπορούσαν να θεμελιωθούν σε ακριβέστερες εμπειρίες παρά στην [ίδια την] έλευση του σοσιαλισμού. –

Παρά την ορθότητά της, αυτή η συνολική εξέταση προσβλέπει ασφαλώς τόσο στην επιδοκιμασία όλων των ευμενών αστών φίλων του σοσιαλισμού όσο και στην ανοχή των εχθρών του. Κάποιος μπορεί να πρεσβεύει τον Μαρξ, όταν διακρίνεται από τον αναγκαίο βαθμό σκεπτικισμού. Όμως, η ευμένεια και η ανοχή εξαφανίζονται αμέσως, όταν συμπληρώσουμε την εικόνα της γέφυρας. Αν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αδικίας, της ατροφίας των ανθρώπινων ταλέντων, της ψευδολογίας, της άσκοπης ταπείνωσης, εν συντομία, των περιττών υλικών και πνευματικών οδυνών πρόκειται να εξαφανισθούν ή όχι· με άλλα λόγια, αν κάποιος πρέπει να παλέψει για τον σοσιαλισμό· όλα εξαρτώνται από την παράτολμη ενέργεια να φθάσουμε στο άλλο άκρο της γέφυρας. Η σκεπτικιστικά περιοριστική αναγνώριση της μαρξικής θεωρίας, η ευσεβής κατάταξή της στην ιστορία της φιλοσοφίας αντιμετωπίζεται με ευχαρίστηση από την αστική τάξη· το συμπλήρωμα αυτής της θεωρητικής πραγμάτευσης είναι ο πρακτικός προσανατολισμός μέσα στο υπάρχον. Η διαπίστωση ότι από την μαρξιστική θεωρία του σοσιαλισμού δεν «ακολουθεί» τίποτα, μολονότι αυτός καθ’ εαυτόν θα έπρεπε να είναι επιθυμητός, παράγει, χωρίς περαιτέρω προσθήκη, την επιστημονική και ηθική θεμελίωση του καπιταλισμού. Αυτή [η διαπίστωση] εμφανίζεται ως έκφραση του κοινωνικού σκεπτικισμού.

Στην πραγματικότητα, όμως, από τη διασάφηση ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν έχουν «αποδείξει» τον σοσιαλισμό δεν ακολουθεί καμία απαισιοδοξία αλλά η ομολογία της πράξης, την οποία χρειάζεται η θεωρία. Ο Μαρξ έχει αποκαλύψει τον νόμο της κυρίαρχης απάνθρωπης τάξης πραγμάτων και έχει δείξει τον μοχλό, τον οποίο πρέπει να θέσουμε σε κίνηση προκειμένου να δημιουργηθεί μια περισσότερο ανθρώπινη τάξη πραγμάτων.

Ό,τι για τον αστό διανοούμενο είναι μια μετάβαση από το ένα μέρος του συστήματος σε κάποιο άλλο, ένα «πρόβλημα» ανάμεσα στα άλλα, ένα θέμα αναφορικά προς το οποίο αυτά τα προβλήματα στην καλύτερη περίπτωση «διορθώνονται» διαμέσου μερικών επεξηγηματικών σελίδων σε ένα διδακτικό εγχειρίδιο – ήτοι η απάντηση στην ερώτηση, αν η ταξική κοινωνία διαιωνίζεται ή αν καταλήγει να αντικατασταθεί από τον σοσιαλισμό, έχει αποφασιστική σημασία για την πρόοδο της ανθρωπότητας ή την πτώση της στη βαρβαρότητα. Ο τρόπος που διάκειται κάποιος απέναντι στην προηγούμενη ερώτηση δεν προσδιορίζει απλώς τη σχέση της ζωής του προς τη ζωή της ανθρωπότητας αλλά επίσης τον βαθμό της ηθικότητάς του. Ένα φιλοσοφικό σύστημα, μια ηθική, μια διδασκαλία περί ηθικότητας, η οποία [απλώς και μόνο] «τακτοποιεί» τις απαρχαιωμένες σχέσεις ιδιοκτησίας που εμποδίζουν την πρόοδο, την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας και το καθήκον της υπέρβασής της, αντί η ίδια να ταυτίζεται με αυτό το καθήκον είναι το αντίθετο της ηθικότητας, διότι η μορφή που [η ηθικότητα] έχει προσλάβει στο παρόν είναι η πραγμάτωση του σοσιαλισμού. Διαμέσου της σκεπτικιστικής πραγμάτευσης του σοσιαλισμού οι διανοούμενοι χρησιμοποιούν την κυρίαρχη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι καθηγητές και οι συγγραφείς, οι οποίοι στον κατεστημένο κόσμο απολαμβάνουν υποστήριξη, αναγνώριση και τιμές, συμφωνούν σίγουρα με την «ηθική» αποδοκιμασία μιας εγκληματικής κλοπής. Παρατηρούν ατάραχοι τη νόμιμη κλοπή που υφίστανται αναρίθμητα παιδιά, γυναίκες και άνδρες στα καπιταλιστικά κράτη και ακόμη περισσότερο στις αποικίες, ενώ καρπώνονται το μερίδιό τους από τη λεία. Υποστηρίζουν το σύστημα, καθώς πραγματεύονται με «επιστημονική» γλώσσα τη διδασκαλία της σοσιαλιστικής κοινωνίας δίπλα στα διάφορα προβλήματα των πολιτισμένων βιβλίων και περιοδικών και, αφού χρησιμοποιήσουν μια σκεπτικιστική φράση, επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη.

Είναι γνωστό ότι η αστική τάξη μπορεί να «συζητήσει» για τα πάντα. Αυτή η δυνατότητα ανήκει στη δύναμή της. Γενικά, [η αστική τάξη] παρέχει ελευθερία της σκέψης. Μόνον όπου η σκέψη λαμβάνει μια μορφή που ωθεί άμεσα στην πράξη, όπου η σκέψη γίνεται «μη επιστημονική» στην ακαδημαϊκή σφαίρα, εκεί σταματά η βολή. Ο καθαρός σκεπτικισμός είναι ουσιαστικά μια έκφραση του γεγονότος ότι διατηρούνται τα όρια της θεωρίας. Το αντίθετο αυτού του σκεπτικισμού δεν είναι ούτε η αισιοδοξία ούτε το δόγμα αλλά η προλεταριακή πράξη. Αν ο σοσιαλισμός φαίνεται να στερείται αλήθειας, χρειάζεται μια περισσότερο απεγνωσμένη αποφασιστικότητα για να επαληθευθεί. Ό,τι αντιπαρατίθεται στον σοσιαλισμό δεν είναι oι τεχνικές δυσκολίες της διεκπεραίωσης αλλά ο εξουσιαστικός μηχανισμός των κυρίαρχων.

Όμως, αν ο σκεπτικισμός είναι φαύλος, η βεβαιότητα δεν είναι καλύτερη. Η ψευδαίσθηση της φυσικής αναγκαίας έλευσης της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων δεν θέτει την ορθή δράση σε μικρότερο κίνδυνο από τη σκεπτικιστική δυσπιστία. Αν ο Μαρξ δεν έχει αποδείξει τον σοσιαλισμό, [εντούτοις] έχει καταδείξει ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν εξελικτικές τάσεις, οι οποίες καθιστούν τον σοσιαλισμό δυνατό. Όσοι ενδιαφέρονται για τον σοσιαλισμό ξέρουν πού πρέπει να επιτεθούν. Η σοσιαλιστική κοινωνική τάξη πραγμάτων δεν παρεμποδίζεται από την παγκόσμια ιστορία, είναι ιστορικά δυνατή· όμως, δεν πραγματώνεται από μια εμμενή στην ιστορία λογική αλλά από ανθρώπους που είναι εκπαιδευμένοι στη θεωρία και αποφασισμένοι να βελτιώσουν τα πράγματα· διαφορετικά, δεν θα πραγματωθεί καθόλου.


Μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Στεφανίδης

3/7/2016- αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Σκεπτικό και ερωτήσεις

Δανειζόμενες/οι τον τίτλο από το δοκίμιο που έγραψε η Τζούλιετ Μίτσελ (Juliet Mitchell) το 1966, σκοπός της συζήτησης είναι η διερεύνηση της  μακράς ιστορίας  του αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση από τη σκοπιά της Αριστεράς σήμερα. Η Μίτσελ ασκεί κριτική στις αστικές φεμινιστικές διεκδικήσεις, όπως το δικαίωμα στην εργασία και την ίση αμοιβή, για να  προτάξει αντ' αυτών την ανάγκη για ίση εργασία· υποστηρίζει πολιτικές που προάγουν τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και αμεσότερες  διεκδικήσεις με μία «κριτική της γυναικείας κατάστασης συνολικά».

Στο πνεύμα του δοκιμίου αυτού, θέτουμε πάλι το ερώτημα της πιθανής σχέσης μεταξύ του αγώνα για τη γενική κοινωνική χειραφέτηση και των συγκεκριμένων απαιτήσεων του φεμινισμού.

Ενώ το γυναικείο ζήτημα έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Αριστεράς, ο τρόπος που θεματοποιείται και ενσωματώνεται στην τρέχουσα ρητορική της  Αριστεράς δεν αντανακλά απαραίτητα μία σε βάθος κατανόηση του πολιτικού  νοήματος του αγώνα για τη γυναικεία απελευθέρωση· πολλές φορές, η “αυτονόητη” σημασία του φεμινισμού συσκοτίζει παρά αποκαλύπτει την κριτική δυναμική της ανάγκης για γυναικεία χειραφέτηση στον καπιταλισμό.

Με ποιον τρόπο ακριβώς αποτελεί το γυναικείο ζήτημα «τη διαρκέστερη επανάσταση»;

Πότε ξεκίνησε ο αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση ως τέτοια; Αποτελεί έναν αγώνα που διατρέχει το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας; Ποια είναι η σχέση του με τη νεωτερικότητα και την εμφάνιση του καπιταλισμού; Πώς ερμηνεύετε τη συνάφεια μεταξύ της πατριαρχικής και της καπιταλιστικής κοινωνίας;

Αν η κρίση της αστικής κοινωνίας κατά τη βιομηχανική επανάσταση έθεσε την ανάγκη για τη γυναικεία απελευθέρωση σε απόλυτη συνάφεια με το στόχο της ανθρώπινης χειραφέτησης, τότε, πώς θα σχολιάζαμε την ύστερη αποσύνδεση του φεμινιστικού κινήματος από το εργατικό κίνημα για το σοσιαλισμό; Ποια είναι η γενικότερη πορεία της σύζευξης μεταξύ μαρξισμού και  φεμινισμού; Μπορούν αυτά τα δύο πολιτικά κινήματα να συνυπάρξουν ή να συνδυαστούν;

Η κατάσταση των γυναικών στις  σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και παγκοσμίως έχει βελτιωθεί ή όχι από τη  δεκαετία του 1960 και έπειτα; Τι θα συμπεραίναμε από τη φαινομενική επίτευξη κάποιων στόχων του φεμινισμού σε συνάρτηση με την αποτυχία του προλεταριακού αγώνα για την εμπέδωση του στόχου της ανθρώπινης ελευθερίας και ξεπεράσματος του καπιταλισμού;

Πώς εντάσσεται ο αγώνας για τη γυναικεία απελευθέρωση στο ευρύτερο πλαίσιο του αγώνα για την ανθρώπινη ελευθερία; Τι απαιτείται για τη χειραφέτηση των γυναικών; Σχετίζεται αυτή με τη γενικότερη κοινωνική αλλαγή και πάλη; Είναι η επανάσταση προαπαιτούμενο για τη γυναικεία απελευθέρωση;

Ομιλήτριες

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Ακαδημαϊκός, μέλος του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης

Μαργαρίτα Κουταλάκη: ΟΚΔΕ

Α. Θεωδόρογλου: queer ακτιβιστ@, εικαστικ@

 

Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης

Μαργαρίτα Κουταλάκη: Εκπροσωπώ την οργάνωση ΟΚΔΕ, που είναι κομμάτι του τροτσκιστικού ρεύματος και είμαι εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα.

Η απαρχή της γυναικείας καταπίεσης ξεκινάει από το πέρασμα από την προταξική στην ταξική κοινωνία. Μία ομάδα ανθρώπων (που συνήθως ήταν ιερείς ή μεγαλύτερης ηλικίας) ιδιοποιείται το παραπάνω κοινωνικό προϊόν που παράγει η κοινότητα, εις βάρος της ίδιας της κοινότητας κομμάτι της οποίας είναι και οι γυναίκες. Η γυναίκα έχει το προσόν να γεννάει, δηλαδή να παράγει ανθρώπους που θα παράγουν αυτό το κοινωνικό υπερπροϊόν, λειτουργώντας έτσι σαν περιουσιακό στοιχείο, όπως τα ζώα και οι δούλοι. Η δημιουργία της πατριαρχίας περνάει μέσα από την καταστροφή της κοινοκτημοσύνης και της πρωτόγονης κομμουνιστικής κοινωνίας.

Με το πέρασμα του χρόνου η ανισότητα αυτή δημιούργησε το κράτος (λίγο πολύ όπως το γνωρίζουμε σήμερα με το στρατό, την αστυνομία και τα δικαστήρια) δηλαδή την κυρίαρχη ιδεολογία που βασίζεται στη λογική της διαίρεσης και της ανισότητας. Με λίγα λόγια η πατριαρχία είναι ο κοινωνικός και οικονομικός δεσμός που μεταφέρει από γενιά σε γενιά τις ταξικές διακρίσεις. Συνεπώς η αφετηρία της γυναικείας καταπίεσης έχει κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα.

Το σύστημα της οικογένειας, το οποίο προσαρμόζεται πάντα στα νέα δεδομένα και στους τρόπους παραγωγής, είναι ο θεμελιώδης θεσμός της ταξικής κοινωνίας καθώς καθορίζει και διατηρεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της καταπίεση του γυναικείου φύλου. Ο ρόλος της οικογένειας είναι διαφορετικός για κάθε κοινωνική τάξη, αφού στην οικογένεια των πιο πλούσιων τάξεων εξυπηρετεί τη διατήρηση του πλούτου εντός της, στην τάξη των μικροβιοτεχνών χρησιμεύει ως μέσο για να διατηρείται και να αυξάνεται η περιουσία και τέλος στην εργατική τάξη η οικογένεια λειτουργεί ως πόλος υποστήριξης και αλληλεγγύης σε μία κοινωνία που δεν της παρέχει σχεδόν τίποτα.

Η οικογένεια υπάρχει και διατηρείται από την κυρίαρχη τάξη κάθε εποχής γιατί με αυτόν τον τρόπο καταργεί κάθε ευθύνη για τη συλλογική φροντίδα των μελών της κοινωνίας, μεταφέροντας την ευθύνη σε ατομικό επίπεδο. Επίσης μεταφέρει τον πλούτο και τις κοινωνικές διαιρέσεις από γενιά σε γενιά ενώ διευκολύνει και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αποδίδοντας έτσι στις γυναίκες ένας συγκεκριμένος ρόλος π.χ. ο ρόλος της τροφού ή της νοικοκυράς. Τέλος είναι ένας συντηρητικός θεσμός που αναπαράγει τις αυταρχικές και ιεραρχικές σχέσεις που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ταξικής κοινωνίας.

Οι ρίζες του γυναικείου κινήματος (δεύτερο κύμα φεμινισμού) βρίσκονται στις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η γυναίκα με την ανάπτυξη και της ιατρικής και της επιστήμης μαθαίνει να ελέγχει το σώμα της, μέσω των γεννήσεων, αντισύλληψης και των εκτρώσεων. Η οικονομική ανάπτυξη και η ανύψωση του μέσου μορφωτικού επιπέδου τους μετατρέπει τις γυναίκες σε εργατικό δυναμικό και σε κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας βοηθώντας τες έτσι στην αναγνώριση του διπλού καταπιεστικού ρόλου τους ως εργαζόμενες και γυναίκες. Ταυτόχρονα όμως οι γυναίκες είναι αναγκασμένες να δουλεύουν πολλές ώρες.

Ενώ ο καπιταλισμός βγάζει τη γυναίκα από το σπίτι, την ίδια στιγμή είναι αναγκασμένος να διατηρήσει την οικογένεια. Η αντίφαση αυτή μεταξύ μύθου (η γυναίκα μητέρα είναι κολόνα της οικογένειας) και πραγματικότητας γίνεται φανερή και ανυπόφορη. Τα δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί δεν ικανοποιούν τις γυναίκες, ιδίως τις νέες μορφωμένες γυναίκες που ζουν στις πόλεις και ζητούν περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο τόσο τα κινήματα των ομοφυλοφίλων και των λεσβιών, καθώς και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τα κινήματα των μαύρων, η δυναμική του εργατικού κινήματος καθώς τέλος και η υποχώρηση των παραδοσιακών θρησκειών και της εκκλησίας.

Το κίνημα μετά τις δεκαετίες ’70-’80 αρχίζει να υποχωρεί, ακολουθώντας την υποχώρηση του εργατικού κινήματος. Η σοσιαλδημοκρατία που ανεβαίνει στην εξουσία όπως επίσης και τα σταλινικά κόμματα προσπαθούν να αγκαλιάσουν το γυναικείο κίνημα με σκοπό να το χειραγωγήσουν και να το καταπνίξουν.

Για μας η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου φεμινιστικού κινήματος, ικανού να διεξάγει αγώνες για όλες τις πτυχές της καταπίεσης της γυναίκας είναι καθοριστική. Οι γυναίκες δεν είναι μόνο εργάτριες, καθώς υπάρχουν πολλά είδη καταπίεσης που πρέπει να αντιμετωπίζονται με μια σοβαρότητα. Μόνο με την καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος  μπορεί η γυναίκα να διεκδικήσει τη θέση που της αξίζει. Οι γυναίκες πρέπει επίσης να μπουν στα συνδικάτα και στα σωματεία.

Η μορφή ή το σχήμα ενός τέτοιου ανεξάρτητου γυναικείου κινήματος θα ποικίλει από χώρα σε χώρα ανάλογα με την ιστορία και τους αγώνες που διεξάγονται σε κάθε χώρα και ανάλογα με την συγκεκριμένη περίοδο και συγκυρία. Παρόλα αυτά η ανάγκη για συνέχεια και μεταφορά των θεωρητικών κατακτήσεων, των συζητήσεων για την στρατηγική και την εμπειρία των προηγούμενων αγώνων το καθιστά ένα παγκόσμιο κεντρικό ζήτημα.

Α. Θεοδώρογλου: Ασχολούμαι τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά με queer ζητήματα και θα μιλήσω από μία queer θέση. Στην εισήγησή μου θα προσπαθήσω να συνδέσω το κείμενο της Mitchell με κάποιες βασικές θέσεις της queer θεωρίας, δείχνοντας ότι το ζήτημα του φύλου και της σεξουαλικότητας είναι διαθεματικό με προεκτάσεις που συνδέονται άμεσα με τον καπιταλισμό.

Η Mitchell έγραψε το κείμενο το 1966 και σε αυτό προσπάθησε να συνδέσει ιδεολογικά την πατριαρχία με τον καπιταλισμό. Δηλαδή, πέρα από τις υλικές συνθήκες που ο καπιταλισμός δημιούργησε για να χειραγωγήσει τις γυναίκες υπήρχαν και κάποιες ιδεολογικές συνθήκες (υποτίμηση της γυναικείας-οικιακής εργασίας, η ιδέα ότι η γυναικεία σωματική υπόσταση είναι αδυναμία), οι οποίες επέτρεψαν σε αυτό να συμβεί. Η σύνδεση αυτή είναι σημαντική δεδομένου ότι γυναίκες της νέας Αριστεράς υποτιμούσαν το έμφυλο ζήτημα και το φεμινισμό θεωρώντας το κίνημα με αστικές καταβολές.

Στην queer θεωρία η πατριαρχία είναι κάτι που αναπαράγεται ιδεολογικά. Παράλληλα με την πατριαρχία αναπαράγεται και αυτό που αποκαλούμε ετεροκανονικότητα, δηλαδή ότι το φύλο υπάρχει σε μια διπολική κατάσταση, την φυσική κατάσταση του άντρα και της γυναίκας. Αυτή η ετεροκανονικότητα συλλειτουργοί με την πατριαρχία και τη συνολικότερη υποτίμηση της γυναικείας υπόστασης. Η queer θεωρία θέλει να πάει πέρα από αυτό το δίπολο αμφισβητώντας σε κάποιες περιπτώσεις και την βιολογική διάκριση άντρα-γυναίκας, αφού θεωρεί ότι και αυτή είναι κοινωνικά κατασκευασμένη.

Μέσα από μια queer θέση υπάρχει μία μεγάλη κίνηση προς αυτό που αποκαλούμε μικροπολιτικές, οι οποίες όμως μπορούν να ενεργοποιηθούν μόνο αν υπάρχει κριτική τόσο στον καπιταλισμό όσο και στη δυτική ηγεμονία. Σε αυτό το σημείο υπάρχει σαφώς μία ρήξη με τα λεγόμενα της Mitchell η οποία αναφέρει ότι μόνο σε μία δυτική ανεπτυγμένη κοινωνία μπορεί να υπάρξει γυναικεία χειραφέτηση, αγνοώντας ότι είναι αυτή η δυτική κοινωνία η οποία υπήρξε σημείο δημιουργίας και αναπαραγωγής καταπιέσεων έξω από το δυτικό κόσμο. Επίσης η θέση της Mitchell αγνοεί του ς αγώνες που γίνονται έξω από τα δυτικά πλαίσια για έμφυλη ισότητα όπως και τους αγώνες των μη δυτικών υποκειμένων μέσα στο δυτικό κόσμο.

Μια queer θεωρία είναι μία διαθεματική θεωρία που πέρα από το φύλο και σεξουαλικότητα λαμβάνει υπόψιν και την τάξη, την φυλή, την κατάσταση αναπηρίας και διάφορες άλλες καταπιέσεις που μπορεί να σχετίζονται με την ηλικία, το σώμα, και οι οποίες αναπαράγονται τόσο μέσα σε ατομικά όσο και σε συλλογικά υποκείμενα. Έτσι ενώ η Mitchell αναφέρεται σε μία ενιαία γυναικεία κατάσταση η queer αντίθετα φέρνει περισσότερα ζητήματα στην επιφάνεια και προσεγγίζει πολλαπλά την καταπίεση. Πόσο μπορεί να καταπιέζεται μία λευκή τρανς γυναίκα με ετεροφυλόφιλες έλξεις και μία μαύρη cis λεσβία οι οποίες και οι δύο ανήκουν στην εργατική τάξη;

Οι καταπιέσεις αυτές έχουν κοινές βάσεις τόσο στον καπιταλισμό όσο και στην δυτική ηγεμονία, στην πατριαρχία και στην ετεροκανονικότητα. Εντέλει αποτελούν πλέγματα καταπιέσεων και λειτουργούν σαν πολλά κεφάλια πάνω σε ένα σώμα παρά σαν πολλά μικρά κομμάτια πάνω σε ένα μεγαλύτερο σύστημα.

Στην queer θεωρία η έμφυλη σεξουαλικότητα έχει μια κεντρική θέση. Η queer συνείδηση, που μπορεί να δημιουργήσει μία τέτοια πολιτικοποίηση, έχει ως ρόλο να αντιλαμβάνεται τις πολλαπλές προκλήσεις που παρουσιάζονται μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο και στα διάφορα πλέγματα καταπίεσης και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία κριτική πολιτική και αμφισβήτηση και ένα εν δυνάμει σπάσιμο κανονικοτήτων με βάση τις μικροπολιτικές, τα βιώματα. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ομάδων αλληλεγγύης και αμφισβήτησης αυτών των καταπιέσεων έμπρακτα.

Είναι επίσης χρήσιμο να αντιληφθούμε τον περιορισμό που έχουν οι queer μικροπολιτικές, καθώς δεν αποτελούν το στόχο αλλά την ενδυναμωτική βάση για την αμφισβήτηση σε μεγαλύτερα επίπεδα των κυριαρχιών που μας βασανίζουν. Για να δημιουργηθεί αυτό το δυναμικό μέσα από μια queer θέση-προσέγγιση πρέπει να υπάρχει μια πολιτικοποιημένη ορατότητα αυτής της προσέγγισης αφού τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αποπολιτικοποίηση του κυρίως μέσα από κυρίαρχα media.

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Είμαι ακαδημαϊκός και ανθρωπολόγος και η τοποθέτησή μου σε σχέση με αυτή την εκδήλωση σχετίζεται με τη δουλειά μου και την επιτόπια έρευνά μου τόσο εντός Ελλάδας όσο και εκτός, κυρίως σε φεμινιστικές οργανώσεις-κινήματα trans στην Κωνσταντινούπολη. Προέρχομαι από το κοινωνικό εργαστήριο της Θεσσαλονίκης όπου μεταξύ των άλλων συζητάμε και τέτοια θέματα.

Στη διερώτηση αυτής της συζήτησης «Γυναίκες, η διαρκέστερη επανάσταση;» θα απαντούσα διαγωνίως, διατρέχοντας τα ερωτήματα και όχι απαντώντας ένας προς ένα.

Δύο είναι οι πηγές του κακού, δύο έννοιες του συστήματος στις οποίες πρέπει να εστιάσουμε. Ένα είναι το ζήτημα της κυριαρχίας του αρσενικού επί του θηλυκού και το δεύτερο είναι το ζήτημα της αναπαραγωγής που επαφίεται στα χέρια των γυναικών. Και τα δύο συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τους ρυθμούς ανάπτυξης και  το είδος της ανάπτυξης σε κάθε γωνιά της γης με διαφορετικό τρόπο σε μία διάδραση τοπικού-παγκόσμιου.

Η κυριαρχία του αρσενικού επί του θηλυκού θα πρέπει να μας ενδιαφέρει ως τρόπος, αντίθετα με το δεύτερο κύμα φεμινισμού που εστίαζε περισσότερο στην πολιτική της ταυτότητας, στη σεξουαλικότητα και στη γυναικεία υποτέλεια. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει σήμερα είναι η κυριαρχία ως τεχνολογία διαχείρισης της υποτέλειας με όρους ισχύος και βίας. Η αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής ως όλον και όχι ως επιμέρους σφαίρες και έννοιες, παραγωγή σε σχέση με την εργασία, την οικογένεια, τα κοινά. Η αναπαραγωγή αυτή σχετίζεται με τη φυσικοποίηση της γυναίκας ως τροφού και καταλήγει σήμερα για τις γυναίκες ως βιοπολιτική ανάπτυξη του καπιταλισμού, είτε με τις μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης είτε με τις νέες περιφράξεις που ασκεί ο καπιταλισμός πάνω στα σώματα των γυναικών.

Τόσο το πρόβλημα της κυριαρχίας όσο και το πρόβλημα της αναπαραγωγής θα πρέπει να μην παραμείνει στενά φεμινιστικό ζήτημα αλλά να ενταχθεί ως συστατικό και όχι ως συμπληρωματικό σε κάθε συζήτηση που κάνει η Αριστερά για την επανάσταση. Αν η Αριστερά στραφεί στη λεπτομερή παρατήρηση της κυριαρχίας επί των γυναικών βλέποντας και κατανοώντας χωρίς απλά να κοιτάζει ως απλός παρατηρητής, τη σημασία των γυναικών για την ανθρώπινη ζωή τότε μόνο θα αποκομίσει όλη τη γκάμα των εργαλείων και των τρόπων που χρειάζεται για να αναλύσει τις σχέσεις εξουσίας και υποτέλειας.

Αυτή η παρατήρηση είναι πολύ βοηθητική για την Αριστερά σε σχέση με τα δύο θεμελιώδη ταμπού της δηλαδή της διαρκής τροφοδότησης της προτεραιότητας των αρσενικών ως υποκείμενα, όσο και της αορατότητας-αντικειμενοποίησης των γυναικών ως αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης σε κάθε συζήτηση και προβληματισμό για την επανάσταση. Ο συνεχής αποκλεισμός της γυναικείας ανισότητας ως συστατικό και όχι ως συμπληρωματικό κομμάτι της επανάστασης διαιωνίζει τις παθογένειες και μας εμποδίζει να οραματιστούμε ένα άλλο μέλλον.

Παρατηρώντας τι συμβαίνει στις γυναίκες και συσχετίζοντας τις δικές τους εμπειρίες με άλλες μειονοτικές κατηγορίες της διαφοράς και της εξαίρεσης π.χ. λόγω τάξης, φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, στις εκάστοτε συνθήκες περιφράξεων από μεριάς κεφαλαίου αφενός πάμε τη μελέτη για τις σχέσεις εξουσίας σε βάθος αφετέρου οραματιζόμαστε τις κοινωνίες με όρους αλληλεγγύης και ανοχής, κάτι που μας επιτρέπει να οργανωνόμαστε αλλιώς.

Η κυριαρχία ασκείται επί των σωμάτων χωρίς σημασία, αναλώσιμα, αόρατα, άσεμνα, άσχημα αλλά και όμορφα, σώματα που πάντα χρειάζονται συμμόρφωση, ξεκινώντας πάντα από το γυναικείο σώμα. Η κυριαρχία και η αναπαραγωγή γίνονται αόρατες γιατί πατούν σε σχέσεις οικειότητας, πρώτα από όλα μέσα στην οικογένεια.

Η οικογένεια είναι ένας θεσμός που δεν αφορά μόνο τις δυτικές κοινωνίες, αλλά όλες τις κοινωνίες. Ο συγκεκριμένος τύπος της πυρηνικής οικογένειας γεννήθηκε και εδραιώθηκε από 17ο αιώνα στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Οι σχέσεις οικειότητας γίνονται αόρατες μέσα στην οικογένεια και αφού φυσικοποιούνται παράγουν νόρμες υπαγωγής και οδηγούν στην πατριαρχία.

Η πατριαρχία συνεπάγεται μία διπλή υπαγωγή: την υποταγή του θηλυκού στο αρσενικό και την υπαγωγή του μικρότερου σε ηλικία στους μεγαλύτερους. Μόνο υπό αυτή τη διπλή υπαγωγή μπορούμε να μιλάμε για πατριαρχία. Η πατριαρχία συνεχίζεται και αναπαράγεται ανά εποχές, φτάνοντας στο σημείο να μιλάμε για κρατική πατριαρχία, η οποία αναπαράγεται μέσα από πρακτικές και εφαρμογές του νόμου.

Σε περιόδους κρίσεις του καπιταλισμού η αναπαραγωγή της ζωής επαφίεται κυριολεκτικά στις γυναίκες κυρίως στις πρώην αποικιοκρατούμενες περιοχές του νότου. Στις παλιές μητροπόλεις αλλά και σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη ή το Σάο Πάολο, η αναπαραγωγή του κοινωνικού δεσμού ξεκινά από τις κινηματικές δράσεις του φεμινισμού ως κεντρικό κίνημα, που μαζί με την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό, το μιλιταρισμό, το αυταρχικό κράτος και την πατριαρχία συμπορεύεται με κινήματα των μειονοτήτων, με τους υποστηρικτές δικαιωμάτων και ανοχής σε ένα άλλο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Με το να αποσιωπούμε τις σχέσεις πατριαρχίας στις γυναίκες και σε όσους υποφέρουν σε κάθε κοινωνία και σε κάθε συνθήκη, αγνοούμε συνάμα τις σχέσεις ανισότητας στην αναπαραγωγή της ζωής. Αν το κεφάλαιο χρειάζεται την ανισότητα για να αναπαραχθεί, η Αριστερά έχει ανάγκη την εμπειρία αυτών που αναπαράγουν ζωή σε πείσμα της αορατότητας και των θανατοπολιτικών των περιφράξεων για συνεχή πρωταρχική συσσώρευση.

Με άλλα λόγια χρειάζεται να καταλάβουμε σε βάθος πως κυριαρχεί κάποιος σε ποιον εξετάζοντας και ξεκινώντας από την κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών. Επίσης πως οι περιφράξεις του κεφαλαίου στην ιστορία του καπιταλισμού ξεκινούν και καταλήγουν στις γυναίκες, οι οποίες τελικά αναλαμβάνουν την αναπαραγωγή της ζωής ως όλον.

Αν με ρωτούσατε πως θα ήθελα να κάναμε αυτή τη συζήτηση θα πρότεινα να ξεκινούσαμε δείχνοντας μία σημαίνουσα ταινία η οποία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, την ταινία Pride. Αφορά τη διάδραση μεταξύ δύο κινηματικών δράσεων, την πρωτοβουλία των κοινοτήτων ομοφυλοφίλων, λεσβιών και queer που θέλησαν να στηρίξουν οικονομικά τα συνδικάτα των ανθρακωρύχων στην Αγγλία. Η ταινία με τον ποιητικό της τρόπο δείχνει το πώς πρακτικές αλληλεγγύης και ανοχής στη διαφορετικότητα, όταν δικαιώματα συναισθήματα διαδρούν σε μικροκλίμακα κοινοτήτων και όχι σε μακροκλίμακα θεσμών αλλάζουν το τοπίο της επανάστασης στην καθημερινότητα.

Συζήτηση-ερωτήσεις

Αναφερθήκατε στον τρόπο που η αστική οικογένεια είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του συστήματος. Αυτό συνεπάγεται κατά τη γνώμη σας κάποιο πολιτικό αίτημα όπως π.χ. υπήρχαν τη δεκαετία του ’60 για κατάργηση του θεσμού της οικογένειας; Η Μίτσελ κάνοντας κριτική σε αυτό το αίτημα, δηλώνει ότι μπορεί εξίσου να αφομοιωθεί από τον καπιταλισμό. Επίσης πως ακριβώς εννοείτε το ανεξάρτητο φεμινιστικό κίνημα; Πρέπει να υπάρχουν ξεχωριστές πολιτικές οργανώσεις  γυναικών, ομοφυλοφίλων, τρανς;

Μαργαρίτα Κουταλάκη: Αν πάμε σε μία λαϊκή περιοχή μιας μεγάλης πόλης και ρωτήσουμε μια οποιαδήποτε γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας: τι αιτήματα θα υπέβαλλες απέναντι σε μία κυβέρνηση που θα μπορούσε να στα ικανοποιήσει; Εγώ πιστεύω θα έλεγε ότι δε θα ήθελε να ψηφιστεί το νομοσχέδιο που καταργεί νηπιαγωγεία και σχολεία και καταργεί θέσει εκπαιδευτικών. Επίσης θα έλεγε ότι θέλει νοσοκομεία και γηροκομεία, να μη πληρώσουμε τα δημόσια χρέη, να δουλεύει λιγότερο και όχι 12 ώρες, να μην είναι ο βασικός μισθός 500 ευρώ.

Κάθε επαναστατική οργάνωση πρέπει να αφουγκράζεται την κοινωνία και ιδιαίτερα με τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια. Στην σημερινή τραγική κοινωνική κατάσταση δεν πιστεύω ότι οι γυναίκες θα έβαζαν αιτήματα π.χ. για την οικογένεια με τον ίδιο τρόπο που τα βάζουν οι επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν ζητήματα επιβίωσης, πως γίνεται να τεθούν θέματα που αφορούν την οικογένεια; Τώρα η συζήτηση και η πράξη πρέπει να στραφεί στην οργάνωση γυναικείων επιτροπών αντίστασης.

Ο καπιταλισμός δημιουργεί συνεχώς διαιρέσεις. Το να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κόμμα γυναικών είναι ακόμα μία διαίρεση. Όταν λέμε αυτόνομο εμείς εννοούμε: κάθε σωματείο θα βάλει ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες; Θα βοηθήσει τις γυναίκες να κάνουν συνδικαλισμό και να οργανώνεται πολιτικά; Το ότι μπαίνουν αιτήματα από επαναστατικές οργανώσεις δε σημαίνει ότι αυτά γίνονται αποδεκτά από τις ίδιες τις γυναίκες, όμως πρέπει να βρούμε τον τρόπο να επικοινωνούμε.

Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ξεκινήσει η γυναικεία χειραφέτηση από τις μη δυτικές κοινωνίες δεδομένου ότι προϋποθέσεις όπως αυτές που αναφέρει η Μίτσελ όπως δομές για την φροντίδα των παιδιών, μέτρα αντισύλληψης και άλλες οικονομικές και κοινωνικές δομές απουσιάζουν;

Α. Θεοδώρογλου: Κινήματα υπάρχουν και σε μουσουλμανικές και σε μη δυτικές χώρες, όπως και κινήματα μη δυτικών σε δυτικά περιβάλλοντα. Δεν μπορώ να θέσω εγώ τις προϋποθέσεις για το πώς θα κάνει τον αγώνα της η μουσουλμάνα φεμινίστρια. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αλληλεγγύη καθώς και αυτό που προαναφέρθηκε δηλαδή να ακούμε τι έχουν να μας πουν οι άλλοι.

Φωτεινή, στη διπλή υπαγωγή που περιέγραψες για την πατριαρχία θα προσέθετες την υπαγωγή του άνδρα στην πατριαρχία; Επίσης ποια είναι η σχέση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας δεδομένου ότι ο καπιταλισμός ξεκίνησε ως μια εξέγερση ενάντια στην πατριαρχία; Σήμερα η πατριαρχία είναι υπόλειμμα από το παρελθόν που δεν έχει καταφέρει ο καπιταλισμός να εξαλείψει ή η πατριαρχία είναι σήμερα κάτι ριζικά νέο που έχει να κάνει με τον τρόπο που το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία και συνεπώς ο αγώνας εναντίον της πρέπει να θίξει το κεφάλαιο σαν κοινωνική κατηγορία;

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Η υπαγωγή περιλαμβάνει και την υπαγωγή των ανδρών. Δεν το τόνισα αρκετά, γιατί συνήθως όταν μιλάμε για το γυναικείο ζήτημα επικεντρωνόμαστε στις γυναίκες. Σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε παράδειγμα πρέπει να μελετάμε πως και με ποιους τρόπους δημιουργούνται αυτές οι σχέσεις οικειότητας και απόκρυψης της πατριαρχίας και επιπρόσθετα το πώς «κάθεται» κάθε φορά σε αυτές τις παραδοσιακές κοινότητες πατριαρχίας το κράτος αναπαράγοντας τις δικές του κρατικές πατριαρχίες. Η ταινία που προανέφερα το “Pride” έδειχνε το πώς διαφορετικές κατηγορίες ακτιβιστών, οι ανθρακωρύχοι από τη μία και οι τρανς-γκέυ-λεσβιακές κοινότητες μπορούν να ξεπεράσουν το ταμπού της συμπόρευσης και να αγωνιστούν από κοινού για το δικαίωμα στην εργασία, στην αλληλεγγύη. Ο ρόλος της αναπαραγωγή της ζωής από μεριάς των γυναικών ως όλον πρέπει να μας παραδειγματίσουν για να επεκτείνουμε αυτή την έννοια της κυριαρχίας και της αναπαραγωγής και στις άλλες μειονοτικές καταστάσεις. Πιστεύω ότι το αντίθετο από αυτό που λέει η Μαργαρίτα θα πρέπει να συμβεί: η αμηχανία να μιλήσουμε για το γυναικείο ζήτημα σε διάφορες αριστερές οργανώσεις δηλώνει ότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν τα έχουν επεξεργαστεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Το να μη μιλάμε για το γυναικείο ζήτημα επειδή τώρα προέχει να μιλάμε για την κρίση δηλώνει την υποβάθμιση του γυναικείου ζητήματος σε ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας.

Ο Άντονυ Γκίντενς στο βιβλίο του «η μεταμόρφωση της οικειότητας» αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια ζούμε μία από τις μεγαλύτερες σιωπηλές επαναστάσεις των 5000 τελευταίων χρόνων, αυτή των γυναικών. Η επανάσταση αυτή σύμφωνά με τον Γκίντενς έχεις ως πυρήνα της τη μεταμόρφωση της σεξουαλικότητας, δηλαδή την αποδέσμευση της σεξουαλικής πράξης από την αναπαραγωγή αλλά και τη διεκδίκηση και ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας από μεριάς των γυναικών.

Ένα δεύτερο σχόλιο που ήθελα να κάνω είναι ότι αν θέλουμε σήμερα να μιλάμε για πατριαρχία ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι υπάρχει μια ριζική διαφορά του καπιταλισμού ως το 1950 και του καπιταλισμού σήμερα. Περίπου μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα ο καπιταλισμός στηριζόταν στην αναβολή της απόλαυσης ενώ ο καπιταλισμός στη σύγχρονη εποχή έχει την επιταγή «απόλαυσέ το». Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα: μία σοβιετική ταινία το 1949 στη Σοβιετική Ένωση απεικονίζει το Στάλιν σαν μεγάλο πατέρα και από κάτω τους άνδρες εργάτες να πολεμούν. Το μήνυμα είναι σαφές: θα έρθουν καλύτερες μέρες όμως τώρα υπάρχει ανάγκη για αύξηση της παραγωγής και πόλεμο. Στο gay parade που διοργανώθηκε πρόσφατα παρακολούθησα το λόγο μίας ομιλήτριας στο βήμα « Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στην Αμερική αλλά δεν μας ταιριάζει, για αυτό λοιπόν ας χειροκροτήσουμε!».

Α. Θεοδώρογλου: Σε σχέση με την αποδοχή και τις ορατότητες των ομοφυλοφίλων, τρανς και άλλων ατόμων: υπάρχει μία παγίδα που ονομάζεται ομοκανονικότητα δηλαδή ζητήματα γκέυ ή λεσβιών γίνονται ορατά αλλά απολιτικοποιούνται, αφού δεν αμβισβητούνται σχέσεις ταξικού προνομίου, φυλετικού προνομίου. Επίσης πέρα από το δίπολο ομοφυλοφιλία-ετεροφυλία υπάρχουν και άτομα που δεν εντάσσονται σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες όπως τρανς ή ιντερσέξ άτομα. Συνεπώς και λόγω των πολλών διασπάσεων πρέπει και εμείς οι ίδιοι να κάνουμε κριτική εντός της κοινότητας και να θέτουμε τα παραπάνω ζητήματα. Δεν είναι μόνο η σεξουαλικότητα η οποία μπορεί να μας ενώσει.

Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν αποδεκτή στους πανεπιστημιακούς κύκλους η άποψη ότι πριν τη πατριαρχία υπήρχε ένα άλλο είδος κοινωνικής οργάνωσης με τη γυναίκα στο επίκεντρο και υποστήριζε την ισότητα ανάμεσα στα φύλα και στα μέλη της κοινότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μία αμφισβήτηση αυτής της άποψης λόγω της ανεπάρκειας ιστορικών στοιχείων για αυτό. Θα ήθελα την άποψή σας για αυτό. Υπήρξε αυτή η περίοδος και αν ναι πως συνέβη η μετάλλαξη;

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Οι ανθρωπολόγοι έχουμε καταλήξει ότι η μητριαρχία δεν υπήρξε ποτέ μία κοινωνία ιδανική. Ακόμα και στις κοινωνίες όπου είχαμε εξισωτικές τάσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών πάντα υπήρξε ένα μικρό προβάδισμα υπέρ των ανδρών. Το γεγονός ότι η κοινωνία οδεύει από πιο εξισωτικές σε πιο πατριαρχικές κοινωνίες έχει αποσιωπηθεί και είναι αρνητικό. Αν κανείς μελετήσει τον οικονομικό τύπο συστημάτων πριν τον καπιταλισμό (κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών – κατά φυλές- κοινωνίες αρχηγίες- σύγχρονες κοινωνίες), όσο προχωράμε από το ένα στάδιο στο άλλο τόσο η ισότητα μεταξύ ανδρών γυναικών στενεύει εις βάρος των γυναικών. Αυτή η διαπίστωση είναι πολύ σημαντική για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε αυτή την πρότερη ισότητα.

Με αφορμή τον πόλεμο στη Συρία, στην Ροτζάβα υπάρχει το μόνο στον κόσμο αποκλειστικά γυναικείο αντάρτικο, το οποίο ταυτόχρονα πίεσε σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο για να επικρατήσει η οργάνωση στη βάση της άμεσης δημοκρατίας, στην βάση των λαϊκών συνελεύσεων, της ισότιμης συμμετοχής κατά 50% από άνδρες και γυναίκες, της δημιουργίας μικτών πολιτοφυλακών. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για την τοποθέτηση του γυναικείου ζητήματος σαν κεντρικό ζήτημα και πως αυτό οδηγεί στις πολιτικές δομές που προανέφερα. Αν αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα γιατί δεν αναφέρεται;

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Θα πρέπει να δούμε τις καταβολές αυτού του κινήματος στο οποίο αναφέρεσαι. Πρώτα και κύρια το νέο είδος φεμινιστικής κινηματικής δράσης που ξεκινάει στην Τουρκία τη δεκαετία του 1980, αφού το παλιό είδος έχει υποστεί τεράστια δίωξη. Επίσης το γεγονός ότι οι Κούρδοι έχουν διεθνείς διασυνδέσεις και μεταφέρουν πολιτική εμπειρία από το εξωτερικό και τέλος η σύνδεση και επιρροή του κινήματος των Ζαπατίστας.

Μαργαρίτα Κουταλάκη: Το παράδειγμα αυτό αποτελεί απόδειξη τη δύναμη της αυτοοργάνωσης και της μη αποδοχής από τη μεριά των γυναικών του ρόλου που τους έχει ανατεθεί. Οι γυναίκες μπορούν να αποτελέσουν πρωτοπορία και να παλέψουν για αιτήματα όπως αλλαγή της κοινωνίας. Αποτελούν σίγουρα παράδειγμα προς μίμηση και παρακαταθήκη για τις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή πολέμων και επαναστάσεων.

Από τον τρόπο που μίλησαν οι ομιλήτριες μένει εντελώς θολός ο τρόπος της πολιτικής κατεύθυνσης που θα πάρουν τα διάφορα αιτήματα και διεκδικήσεις. Η περιγραφή του τρόπου που δομούνται οι ταυτότητες, ο τρόπος αυτοκατανόησης των ομοφυλοφίλων τον 20ο αιώνα και οι νέες μορφές συνείδησης που έρχονται να προστεθούν στις παραδοσιακές μορφές του εργατικού κινήματος παραπέμπουν σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική μορφή; Ποια πολιτική μορφή είναι εγγύτερα σε αγώνες των ομοφυλοφίλων, τρανς κτλ; Είναι η άμεση δημοκρατία; Επίσης το πολιτικό κόμμα αποκλείεται ως μια ντε φάκτο αυταρχική μορφή; Πως γίνεται η μεταφορά της πολιτικής εμπειρίας εντός των ατόμων και των ομάδων χωρίς μια πολιτική οργάνωση;

Α. Θεοδώρογλου: Μέσα από αυτοοργανωτικές δομές μπορούν τέτοιες συνειδήσεις να λειτουργήσουν και να ενεργοποιηθούν και όχι μέσα από κόμματα. Αν μείνουν χωρίς πολιτική οργάνωση οδηγούμαστε σε όχι τόσο ευχάριστες πολιτικές αφομοιώσεις.

Φωτεινή Τσιμπιρίδου: Για να απαντήσω θα πρέπει να αντιστρέψω το ερώτημα, γιατί θεωρείς ότι αυτό που υποστηρίζεις είναι πολιτική και όχι αυτό που υποστηρίζουμε εμείς; Με την αντιστροφή του παραδείγματος θέτουμε ερωτήματα όπως πως ασκείται η πολιτική. Στην πράξη φαίνεται πως διαμορφώνεται μία νέα πολιτική η οποία κρατάει επιλεκτικά από το παρελθόν, εμπλουτίζεται. Η πολιτική στην οποία αναφέρεσαι, αυτή δηλαδή του μοντερνισμού, η οποία αφορά τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις και αποκλείει για παράδειγμα το συναίσθημα. Όμως όλο και περισσότερο διαπιστώνεται στην πράξη φαίνεται ότι δεν μπορούμε να δράσουμε ορμώμενοι από τον ορθό λόγο. Αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει μία ανοικτότητα και όχι ταμπού μεταξύ των κινημάτων.

Τι σημαίνει διαθεματικότητα και πως αυτή η έννοια διαφοροποιείται από το παρελθόν; Σε κινήματα για παράδειγμα όπως το σοσιαλιστικό γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, τρανς συμμετείχαν χωρίς να αυτοπροσδιορίζονται κάπως συγκεκριμένα πέρα από το ότι ήταν σοσιαλιστές.

Α. Θεοδώρογλου: Παλιότερα κινήματα όντως αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα πέραν του κεντρικού της ταξικής επανάστασης ως επιμέρους παραμέτρους οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψιν ενώ όταν μιλάμε για διαθεματικότητα εννοούμε μία κατάσταση στην οποία λαμβάνουμε υπόψιν με ίσο τρόπο τα ζητήματα. Το ένα ζήτημα παραπέμπει στο άλλο δηλαδή η ταξική καταπίεση από μόνη της δεν λειτουργεί χωρίς την έμφυλη καταπίεση τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο δικτύων.

Συμμετέχω από θέση αρχής στο gay parade  και το θεωρώ πολύ θετικό που γίνεται. Η εμπορευματοποίηση ήταν εμφανής στο gay parade, για παράδειγμα μοίραζαν περιοδικά που απευθύνονταν με διαφημίσεις σε αυτό το κοινό. Υπάρχει κριτική μέσα στο ομοφυλόφιλο κίνημα για αυτά τα φαινόμενα;

Α. Θεοδώρογλου: Βασική ερώτηση. Όταν λέμε pride δεν εννοούμε μόνο γκέυ και λεσβίες αλλά μία κοινότητα που αποτελείται από διάφορους έμφυλους προσανατολισμούς. Τα pride οργανώνονται με θεσμικό τρόπο, υπάρχουν για να ικανοποιήσουν κάποιες νόρμες σε σχέση με τα μη ετεροφυλόφιλα υποκείμενα. Έτσι πολλές φορές αποσιωπούνται ζητήματα που σχετίζονται με προσανατολισμούς πέραν από των γκέυ ανδρών και γυναικών. Πάνω σε αυτό υπάρχει κριτική: η queer κριτική. Επίσης υπάρχει κριτική και στην εμπορευματοποίηση της όλης κατάστασης και στον πραγματισμό που υπάρχει μέσα στις θεσμικές προσεγγίσεις του ζητήματος της σεξουαλικότητας δηλαδή ότι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο μία ικανοποίηση σε επίπεδο δικαιωμάτων και τίποτα παραπάνω.

Workshop on Trans Liberation, held at the Platypus Affiliated Society international convention 2016, by Xavier Danae Maatra, Saturday 2nd April 2016

HORKHEIMER’S REMARKABLE ESSAY “On the sociology of class relations” (1943) is continuous with Adorno’s contemporaneous “Reflections on class theory” (1942) as well as his own “The authoritarian state” (1940/42), which similarly mark the transformation of Marx and Engels’s famous injunction in the Communist Manifesto that “history is the history of class struggles.”