RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Richard Rubin: Τέσσερις τύποι αμφισημίας

Richard Rubin: Τέσσερις τύποι αμφισημίας

Ο τίτλος αυτής της ομιλίας, «Τέσσερις τύποι αμφισημίας»,[1] αποτελεί παιγνιώδη παραλλαγή του κλασικού βιβλίου του William Empson, γραμμένο τη δεκαετία του ’30, με τίτλο Επτά τύποι αμφισημίας [Seven Types of Ambiguity],[2] το οποίο προανήγγειλε το ξεκίνημα της Νέας Κριτικής. Η βασική θέση της ομιλίας είναι ότι το εγχείρημα του Platypus μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα εξετάζοντας τις εύλογες παρερμηνείες του και τον τρόπο με τον οποίο ο Platypus και επαληθεύει και διαψεύδει τις παρανοήσεις σχετικά μ’ αυτόν. Έτσι προκύπτει και η έμφαση στην ίδια την αμφισημία μας. Αλλά ίσως αυτό ακριβώς θα περίμενε κανείς από ένα εγχείρημα που έχει πάρει το όνομά του από ένα ωοτόκο θηλαστικό που μοιάζει με διασταύρωση πάπιας και κάστορα!

Ωστόσο, η έννοια της αμφισημίας είναι αμφίσημη η ίδια. Για να παραπέμψω στον Empson: «Στην καθομιλουμένη, η αμφισημία σημαίνει κάτι εμφατικό και κατά κανόνα πνευματώδες ή παραπλανητικό. Θα χρησιμοποιήσω τη λέξη με μια ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνοντας κάθε λεκτική απόχρωση, οσοδήποτε ανεπαίσθητη, που δίνει χώρο για εναλλακτικές αντιδράσεις στην ίδια γλωσσική εκφορά. Κάποιες φορές […] η λέξη μπορεί να ερμηνευτεί υπερβολικά χαλαρά, αλλά να παραμένει περιγραφική επειδή υποδεικνύει την αναλυτική μέθοδο, και αυτό ακριβώς είναι που με απασχολεί».[3]

 Στο τέλος αυτής της ομιλίας, ελπίζω να μείνετε με την αίσθηση ότι υπήρξα πράγματι πνευματώδης και ίσως να νιώσετε εξίσου ότι ήμουν παραπλανητικός. Ακολουθώντας τον Empson, ενίοτε θα ερμηνεύω τον όρο «αμφισημία» πολύ ανοιχτά· σε αντίθεση με εκείνον, όμως, θα θεματοποιήσω τις αμφισημίες της σκέψης και της ιδεολογίας και όχι εκείνες της γλώσσας.

 Θα εξετάσω τέσσερα είδη αμφισημίας που σχετίζονται με τον Platypus, ή, καλύτερα, τέσσερα ερωτήματα. Οι πρώτοι τρεις τύποι αμφισημίας είναι αρκετά σαφείς και αφορούν πολιτικές παρερμηνείες. Ο τέταρτος, όμως, είναι περισσότερο σύνθετος και αφορά επιστημολογικά προβλήματα. Οι τρεις πρώτοι σχετίζονται με ορισμένες μομφές που έρχονται απ’ έξω. Ο τέταρτος, όμως, τον οποίο και αφήνουμε για το τέλος, αποτελεί ένα πρόβλημα που προκύπτει από το εσωτερικό μας. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανό εμείς οι ίδιοι να παρερμηνεύουμε τα προβλήματα που θέτουμε και όχι το πώς παρερμηνεύουν το εγχείρημά μας όσοι βρίσκονται έξω από αυτό.

 Οι τρεις πολιτικές κατηγορίες που θα εξετάσουμε είναι οι εξής: ότι είμαστε Σπαρτακιστές,[4] ότι είμαστε νεοσυντηρητικοί και ότι είμαστε φιλελεύθεροι. Όπως οι κλασικές αντισημιτικές θεωρίες συνδυάζουν αντιφατικές αντιλήψεις για τους Εβραίους τόσο ως πλουτοκράτες όσο και ως κομμουνιστές, η εχθρότητα και το άγχος που γεννάει ο Platypus μοιάζει να παίρνει αντιφατικές μορφές, με αποτέλεσμα ορισμένοι από τους εχθρούς μας να νιώθουν ότι είμαστε μια ομάδα αποκρουστικών, Σπαρτακιστών, νεοσυντηρητικών φιλελεύθερων, όλα σε ένα! Κάτι τέτοιο μου θυμίζει τον Ιππόγρυπα, ένα μυθολογικό τέρας που κατά το ένα μέρος του είναι αετός, κατά ένα άλλο λιοντάρι, κατά ένα τρίτο άλογο και κατά ένα τέταρτο φίδι.

 Ο δημιουργός αυτού του πολιτικού τέρατος είναι ένας δήθεν μοχθηρός χαρακτήρας που ακούει στο όνομα Chris Cutrone, ένας χαρισματικός δάσκαλος και διαφθορέας της ευκολόπιστης νεολαίας. Προτού ξεκινήσω να εξετάζω το διανοητικό περιεχόμενο του Platypus, σειρά έχουν κάποιες παρατηρήσεις για τις προσωπικές και παιδαγωγικές πτυχές του εγχειρήματος. Ως κάποιος που γνώριζε τον Chris προτού γίνει Κατροουνικός, έχω μια κάπως διαφορετική στάση απέναντι στο ζήτημα του «Κατροουνισμού». Σε αντίθεση με πολλούς από εσάς, στους οποίους οι ιδέες του Platypus και η ίδια η ύπαρξή του έφτασαν ως ένα συνεκτικό σύνολο, οδηγήθηκα σε αυτές παράλληλα με τον Chris ―όχι ως φοιτητής του, αλλά ως κάποιος που κινείται σε παρόμοια ιδεολογική τροχιά. Δεδομένου ότι η παιδαγωγική του Chris έχει κεντρική σημασία για την ανάπτυξη του Platypus, η δική μου μακρά, μη παιδαγωγική σχέση μαζί του, μου εξασφαλίζει μια καλύτερη σκοπιά απ’ την οποία θα μπορούσα να μιλήσω για τον Platypus. Παρόλο που ο Chris ήταν κεντρική φιγούρα στην εξέλιξη του Platypus —αναμφίβολα το εγχείρημα δεν θα υπήρχε χωρίς αυτόν—, δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή των ιδεών του, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται να συσκοτίζεται από το γεγονός ότι παραμένει ο κύριος εκπρόσωπός μας. Έχει λοιπόν «ιδεολογία» ο Platypus; Από πού προήλθε; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να είναι τόσο άμεση όσο θα ήλπιζε κανείς. Θα χρησιμοποιώ εκφράσεις όπως «εμείς» και «ο Platypus», με σκοπό να υποδηλώσω μια εξιδανικευμένη συλλογική συνείδηση και όχι τις αποφάσεις ενός συγκεκριμένου σώματος ή συγκεκριμένων ατόμων. Αντιπροσωπεύει αυτό που εκτιμώ ότι αποτελεί τη βασική και κοινή αντίληψη εκείνων των μελών του Platypus που έχουν την καλύτερη δυνατή κατανόηση των διανοητικών θεμελίων του εγχειρήματος. Ασφαλώς, δεν αποτελούν, όπως υπέδειξα, μια εξήγηση [exegesis] της «Κατροουνικής σκέψης». Προσωπικά, έχω σημαντικές διαφωνίες με πολλές από τις διατυπώσεις του Chris. Από την άλλη πλευρά, δεν πρόκειται ούτε για ένα δημοκρατικά συμφωνημένο πρόγραμμα. Ως πολιτική οργάνωση ο Platypus φροντίζει να λειτουργεί με μία δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία, αλλά στο ιδεολογικό επίπεδο επικρατεί το παιδαγωγικό μοντέλο. Αυτή είναι μια κάπως αντιφατική και ανεπιθύμητη συνθήκη, αλλά προς το παρόν αναγκαία, ακόμα κι αν προσφέρει ερείσματα στην άποψη ότι ο Platypus είναι μια Κατροουνική αίρεση [Cutronist cult].

 Ο Platypus δεν είναι ένα πολιτικό κόμμα και δεν έχει «γραμμή». Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα αξιώνει πως εμφορείται από συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις. Η προσπάθεια να εξηγήσουμε την ένταση μεταξύ αυτών των δύο διατυπώσεων μπορεί να αποβεί εξίσου περίπλοκη με το να εξηγήσουμε τη δυαδικότητα κύματος-σωματιδίου στη φυσική. Η ακρίβεια σε συγκεκριμένες περιοχές επιτυγχάνεται εις βάρος της ακρίβειας σε άλλες. Ο Platypus είναι ακόμα ένα εγχείρημα εν προόδω. Τα ερωτήματα που επιζητεί να θέσει είναι εξαιρετικά δύσκολα και δεν χωρούν εύκολες απαντήσεις. Κάποια από αυτά μπορεί κάλλιστα να παραμείνουν αναπάντητα και το εγχείρημα του Platypus να αποδειχθεί μια αυταπάτη. Όμως, δεν θέλουμε να προσποιούμαστε ότι το εγχείρημά μας συνίσταται απλώς σε μια αέναη αναζήτηση της αλήθειας. Ο Platypus διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο αισθητήριο και ενσωματώνει ένα σύνολο ιδεών που τον καθιστούν μοναδικό μέσα στην Αριστερά ή, θα λέγαμε καλύτερα, ανάμεσα στα ερείπια της ιστορικής Αριστεράς. Όπως άλλωστε το λέει και τ’ όνομά μας, είμαστε ένα παράξενο πλάσμα.

 Θα προσπαθήσω σε αυτό το σημείο να εξερευνήσω τις ιδιομορφίες μας με έναν σχετικά ιδιόμορφο τρόπο. Αντί να απορρίψω με αγανάκτηση τις μομφές εναντίον μας, θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω όσα θραύσματα ενυπάρχουν σε αυτές και να δείξω ότι, στην κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ένα μέρος της αλήθειας έχει ληφθεί εσφαλμένα ως το όλον. Θα ρίξουμε μια ματιά σε κάθε μέρος του Ιππόγρυπα ξεχωριστά και θα διερωτηθούμε τι σημαίνει για εμάς ο τρόπος με τον οποίο μας έχουν κατανοήσει.

 Η πρώτη κατηγορία που θα εξετάσουμε είναι ότι ο Platypus συνιστά μια μορφή Σπαρτακισμού και ότι είμαστε κρυφο-Σπαρτακιστές. Όπως θα γνωρίζετε οι περισσότεροι από εσάς, η σχέση του Platypus με την υπάρχουσα Λίγκα των Σπαρτακιστών είναι κάπως ασύμμετρη. Οι Σπαρτακιστές δεν νιώθουν για εμάς τίποτα άλλο πέρα από καυστική περιφρόνηση. Για εκείνους είμαστε «φιλο-ιμπεριαλιστές», μια «ομάδα θεωρητικολογίας», κ.λπ. Οι πραγματικοί Σπαρτακιστές δεν μας αναγνωρίζουν επουδενί ως όμοιους. Εμείς, ωστόσο, τρέφουμε μεγάλο σεβασμό για τη Λίγκα των Σπαρτακιστών ή, τουλάχιστον, για τον ιστορικό της ρόλο. Για παράδειγμα, ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να διαβάζουν πολλές από τις μπροσούρες τους και να τους αντιμετωπίζουν ως ποιοτικά διαφορετικούς από άλλες ομάδες της σεκταριστικής Αριστεράς.[5] Πώς πρέπει να κατανοηθεί, λοιπόν, αυτή η ασυμμετρία; Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος γυαλιού που, από τη μία πλευρά, μοιάζει με κανονικό καθρέπτη και, από την άλλη, με ένα διάφανο, αλλά σκούρο παράθυρο, περίπου όπως όταν κοιτάζει κανείς μέσα από ένα τεράστιο ζευγάρι γυαλιών ηλίου. Χρησιμοποιείται συχνά στα νηπιαγωγεία, ούτως ώστε οι γονείς να μπορούν να παρατηρούν τα παιδιά τους να παίζουν και να αλληλεπιδρούν με τα άλλα παιδιά, χωρίς τα ίδια να γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται. Οι Σπαρτακιστές, λοιπόν, βρίσκονται από εκείνη την πλευρά του καθρέπτη που δεν μπορούν να μας δουν και βλέπουν μόνο τις αντανακλάσεις τους, με αποτέλεσμα να μπορούν να μας αντιληφθούν μόνο σαν παραμορφωμένες αντανακλάσεις· ως ανθρώπους που, όπως το θέτουν, «χρησιμοποιούν τα κείμενά μας για να απομυζήσουν το επαναστατικό τους περιεχόμενο». Εμείς, όμως, είμαστε σε θέση να «δούμε» τους Σπαρτακιστές από την άλλη πλευρά του καθρέφτη, όπως μέσα από ένα σκούρο κομμάτι γυαλί.

 Αν αναφέρει κανείς τους Σπαρτακιστές στους περισσότερους Αριστερούς, η πιθανότερη απάντηση που θα πάρει είναι ότι πρόκειται για κάποιους «τρελούς» ή «δογματικούς ακροαριστερούς». Στην πραγματικότητα, οι Σπαρτακιστές είναι όντως «τρελοί» και «δογματικοί», αλλά μόνο με μια δευτερεύουσα έννοια· οδηγήθηκαν, δηλαδή, σε μια στάση που κατ’ ανάγκη μοιάζει «τρελή» και «δογματική», ενώ στην πραγματικότητα αυτό που τους καθιστά «τρελούς» και «δογματικούς» είναι η ίδια η ανάγκη να διατηρήσουν αυτήν τη θέση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν είναι «Ακροαριστεροί». Το γεγονός ότι έτσι τους αντιλαμβάνεται σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς αποτελεί απλώς μια ένδειξη για το πόσο προς τα Δεξιά έχει κινηθεί το μεγαλύτερο κομμάτι της. Η τραγωδία των Σπαρτακιστών δεν είναι ότι στοχοποιούνται από το μίσος των άλλων για τις πραγματικές τους παθολογίες, αλλά μάλλον ότι στοχοποιούνται για τις μη παθολογικές πλευρές τους. Ο πραγματικός λόγος του μίσους δεν είναι η αδιαλλαξία τους, αλλά μάλλον η γνήσια διορατικότητά τους ως προς τη φύση της πολιτικής πραγματικότητας. Οι Σπαρτακιστές αντιλαμβάνονται ότι η συντριπτική πλειονότητα της αυτοαποκαλούμενης «Αριστεράς» είναι πράγματι μια «ψευδο-Αριστερά», καθώς και ότι αυτό το γεγονός αποτελεί έναν από τους βασικότερους λόγους για την εξαθλίωση γύρω μας . Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που δεν λαμβάνει υπόψη της η Λίγκα των Σπαρτακιστών, είναι ο λόγος που εκατομμύρια ή δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους. Αλλά, όπως και η Κόκκινη Βασίλισσα στο Η Αλίκη μέσα από τον Καθρέφτη, οι Σπαρτακιστές τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν μόνο και μόνο για να παραμείνουν στο ίδιο σημείο. Αυτή είναι και η θεμελιώδης μας διαφορά. Εμείς δίνουμε έμφαση στην ιστορική οπισθοδρόμηση. Και παρόλο που εκείνοι συμπεραίνουν αναπόφευκτα ότι οι διαφορές μας βασίζονται σε ένα σύνολο πολιτικών διαφωνιών —όπως ο πόλεμος στο Ιράκ—, οι πραγματικές μας διαφορές είναι μετα-ιστορικές και αφορούν τη φύση του Μαρξισμού, ήτοι, τη φύση της ίδιας της ιστορίας. Η γλώσσα των Σπαρτακιστών αδυνατεί να εκφραστεί με αυτούς τους όρους. Μια μαθηματική αναλογία ίσως μας φανεί χρήσιμη εδώ. Η αντίληψη του Riemann για τον καμπύλο χώρο δεν μπορεί να εκφραστεί στη γλώσσα της Ευκλείδειας γεωμετρίας. Τα πράγματα μπορούν να καμπυλώνονται στον χώρο, αλλά ο ίδιος ο χώρος δεν μπορεί να καμπυλωθεί. Για έναν Ευκλείδειο γεωμέτρη, ο καμπυλωμένος χώρος είναι απλώς μια ασυναρτησία. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η Ευκλείδεια γεωμετρία είναι πολύ εύκολο να κατανοηθεί μέσα από την προοπτική του Riemann: αποτελεί μια ειδική περίπτωση, όπου η καμπυλότητα του χώρου είναι μηδενική. Εντούτοις, αποδεχόμενοι τη λογική συνέπεια των μη Ευκλείδειων γεωμετριών, το ερώτημα ως προς το κατά πόσο είναι αληθείς ή όχι παραμένει ακόμη ανοικτό. Για αρκετές δεκαετίες μετά την αποδοχή των μη Ευκλείδειων γεωμετριών από τους μαθηματικούς, το ερώτημα σχετικά με το αν ο πραγματικός φυσικός χώρος ήταν Ευκλείδειος ή όχι παρέμεινε ανοικτό. Τελικά, οι φυσικοί αποφάσισαν ότι ο χώρος δεν είναι Ευκλείδειος, αλλά αυτό αποτελεί απλώς ένα εμπειρικό δεδομένο. Ο Kant πίστευε εσφαλμένα και ότι ο χώρος ήταν a priori κατ’ ανάγκη Ευκλείδειος, αλλά είναι εξίσου σαφές ότι, στο επίπεδο της λογικής, ο χώρος θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι ευκλείδειος, όπως φαινόταν να είναι για χιλιάδες χρόνια. Με παρόμοιο τρόπο, ενώ μια θέση σαν αυτή του Platypus μοιάζει στους Σπαρτακιστές αναγκαστικά ασυνάρτητη, το αντίθετο δεν ισχύει και από τη μετα-ιστορική σκοπιά μας κάποιος θα μπορούσε να εγείρει σοβαρά το ερώτημα μήπως εν τέλει οι Σπαρτακιστές έχουν δίκιο. Προφανώς, εγώ δεν πιστεύω ότι έτσι έχουν τα πράγματα, διότι εάν το πίστευα δεν θα ήμουν εδώ. Ωστόσο, αυτός δεν είναι λόγος και για να πανηγυρίσουμε. Πράγματι, αν οι Σπαρτακιστές έχουν δίκιο και ο Platypus όντως κάνει λάθος, αυτός θα ήταν πράγματι ένας λόγος για να χαρούμε, δεδομένου ότι η δική μας προοπτική είναι αναμφίβολα πιο ζοφερή από τη δική τους. Βεβαίως, αυτό δεν είναι εξ ολοκλήρου σωστό. Η δική μας προοπτική είναι πιο ζοφερή στον βαθμό που πιστεύουμε στα λεγόμενά μας και εκείνοι στα δικά τους. Όμως, οι Σπαρτακιστές πολύ συχνά θυμίζουν στρατιώτες που εκτελούν το καθήκον τους με θάρρος και είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί. Η προθυμία να εκφράσει κανείς την απαισιοδοξία του δεν είναι απαραίτητα το καλύτερο μέτρο της απαισιοδοξίας. Μόνο στην ακμή τους κατάφεραν οι Έλληνες να γράψουν μεγάλες τραγωδίες· στην παρακμή τους παρήγαγαν ―στην καλύτερη περίπτωση― τις απολαυστικές φάρσες της Νέας Κωμωδίας.

Αν, λοιπόν, ο Platypus δεν είναι μια μορφή Σπαρτακισμού, μήπως είναι τελικά μια μορφή νεοσυντηρητισμού; Όπως κανένας πραγματικός Σπαρτακιστής δεν θα έβρισκε καμία ομοιότητα με εμάς, έτσι και κανένας πραγματικός νεοσυντηρητικός δεν πρόκειται να μας περάσει για νεοσυντηρητικούς. Ωστόσο, η παρόρμηση να μας δουν ως τέτοιους είναι άκρως συμπτωματική. Το μίσος για τους Σπαρτακιστές, όπως και η υστερία για τους νεοσυντηρητικούς, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για την κακoπιστία της «Αριστεράς».

Η αίσθηση ότι είμαστε νεοσυντηρητικοί δεν σημαίνει ότι θυμίζουμε τον Irving Kristol[6] ή τον Paul Wolfowitz,[7] αλλά περισσότερο ότι μοιάζουμε με κάποιον σαν τον Christopher Hitchens.[8] Η οργή που στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε Hitchens είναι στην πραγματικότητα μια οργή που στρέφεται ενάντια σε έναν πρώην Αριστερό που επιμένει ότι δεν ήταν εκείνος που πρόδωσε την Αριστερά, αλλά ότι η Αριστερά πρόδωσε αυτόν. Όπως η Σταλινοφοβία του ύστερου Shachtman,[9] η οποία τον ανάγκασε να υποστηρίξει τον Nixon, ήταν, τουλάχιστον υποκειμενικά, μια στρεβλή προέκταση του προγενέστερου Τροτσκιστικού αντισταλινισμού του, έτσι και η παρόρμηση που σπρώχνει τον εκάστοτε Hitchens στην υποστήριξη του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι η απέχθεια που νιώθει για την υποστήριξη των αντιδραστικών Ισλαμιστών από την Αριστερά. Η ιδέα ότι οι νεοσυντηρητικοί είναι «Τροτσκιστές» που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό αντί για την παγκόσμια επανάσταση είναι ασφαλώς γελοία. Ιδωμένη όμως από το κατάλληλο πρίσμα, η ιδέα αυτή περιέχει ένα ψήγμα αλήθειας. Είναι η κατάρρευση του Τροτσκισμού —ήτοι, του επαναστατικού Μαρξισμού— που κατέστησε δυνατή την ύπαρξη του νεοσυντηρητισμού. Οι νεοσυντηρητικοί είναι μια παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αριστεράς, ακριβώς όπως ο κλασικός συντηρητισμός είναι μια απάντηση στην άνοδο της Αριστεράς. Ενώ η Γαλλική Επανάσταση κατέστησε δυνατή την ύπαρξη του Edmund Burke, η δεκαετία του ’60 άνοιξε τον δρόμο στον νεοσυντηρητισμό.

Αν το μίσος για τους Σπαρτακιστές οφείλεται στο γεγονός ότι υπενθυμίζουν στην «Αριστερά» ότι έχει εγκαταλείψει τον επαναστατικό Μαρξισμό, η υστερία για τους νεοσυντηρητικούς αφορά την υπενθύμιση ότι σήμερα όλες οι πολιτικές αλλαγές στον κόσμο γίνονται από τη Δεξιά. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο σχετικά με τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν είναι ότι η στρατιωτική δύναμη του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν στοχεύει Αριστερούς επαναστάτες, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά αντιδραστικούς Ισλαμιστές. Ωστόσο, και μόνο το να πει κανείς κάτι τέτοιο προκαλεί αμηχανία στην Αριστερά. Για εμάς, η αποστασία ενός Hitchens αποτελεί μια λιγότερο ξεκάθαρη, λιγότερο προκλητική και —ας το πούμε— λιγότερο ελπιδοφόρα εκδοχή της διακήρυξης του Platypus ότι «Η Αριστερά είναι νεκρή!».

Το ενδιαφέρον του Platypus για τους νεοσυντηρητικούς δεν έχει να κάνει με τις ιδέες τους. Στο κάτω-κάτω, η υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια πρωτότυπη ιδέα. Έχει να κάνει μάλλον με αυτό στο οποίο ρίχνουν φως, αν και αρνητικά. Ο νεοσυντηρητισμός μάς ενδιαφέρει στον βαθμό που αντιπροσωπεύει μια ασυνείδητη αποξένωση από τον συντηρητισμό και τον κυνισμό της «Αριστεράς», αλλά μας είναι αδιάφορος στο μέτρο που η αντίδραση σε αυτήν την αποξένωση είναι ο ανοιχτός εναγκαλισμός της Δεξιάς. Δεν χρειάζεται να «υποστηρίξουμε» τους νεοσυντηρητικούς —οι πολιτικές των οποίων συνεχίζονται από τον Obama— ή τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό· χρειάζονται εξάλλου τόσο λίγο την υποστήριξη του Platypus όσο και το «παραμορφωμένο εργατικό κράτος» της Βόρειας Κορέας χρειάζεται να το υπερασπιστεί η Λίγκα των Σπαρτακιστών.

Για εμάς, το πρόβλημα του νεοσυντηρητισμού σχετίζεται θεμελιωδώς με την κατανόηση της «Αριστεράς» ή, στην περίπτωση των νεοσυντηρητικών, της «πρώην Αριστεράς» ως ένα σύνολο συμπτωμάτων. Ετυμολογικά, η λέξη «σύμπτωμα» σχετίζεται με τη λέξη «ασύμπτωτος». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Platypus είναι η μελέτη των ασυμπτωτικών συμπτωμάτων της Αριστεράς· η αναγνώριση ενός σημείου συνάντησης των συμπτωμάτων μιας ιστορικής συνθήκης, το οποίο «τείνει στο άπειρο» και αναπαρίσταται ανεπαρκώς από τις κατηγορίες της «Αριστεράς» και της «Δεξιάς».

Τέλος, ερχόμαστε στο τρίτο μέρος του πολιτικού Ιππόγρυπα. Μήπως στον Platypus είμαστε, τελικά, απλώς φιλελεύθεροι; Είναι σαφές ότι απευθυνόμαστε σε αυτούς ως επί το πλείστον. Είναι απίθανο να κερδίσουμε κόσμο, λόγου χάρη, από τη Λίγκα των Σπαρτακιστών ή από τους νεοσυντηρητικούς, σε όποιον βαθμό κι αν υπάρχει μια κρυφή συγγένεια μεταξύ μας. Αντ’ αυτού, συνομιλούμε κυρίως με ένα ήπιο αριστερό φιλελεύθερο, ριζοσπαστικό φιλελεύθερο, αναρχοειδές περιβάλλον [milieu]. Στους περισσότερους εξ αυτών βέβαια δεν αρέσει να τους αποκαλούν «φιλελεύθεροι». Οι Αναρχικοί σκέφτονται τους εαυτούς τους ως επαναστάτες, ως πιο ριζοσπάστες από τους «συντηρητικούς» Μαρξιστές. Η απάντησή μας σε αυτούς είναι ότι ο αναρχισμός σήμερα δεν είναι παρά ένας ανειλικρινής φιλελευθερισμός, ένας φιλελευθερισμός που αρνείται τον εαυτό του. Πράγματι, σε σύγκριση με τους αναρχικούς ή τους υποστηρικτές της ISO κ.ο.κ. προτιμούμε τους ειλικρινείς φιλελεύθερους, τους ανοιχτούς υποστηρικτές του Obama.[10] Για τον Platypus, θα ήταν ιδανικό —παρόλο που δεν θα συμβεί ποτέ— να εξαφανίζονταν ξαφνικά κατά την Αρπαγή των Πιστών[11] όλοι οι αναρχικοί, τα αναρχοειδή μορφώματα, οι υποστηρικτές της ISO, του RCP[12] και πάει λέγοντας, αφήνοντας πίσω μόνο τους υποστηρικτές του Obama, τους Σπαρτακιστές και εμάς. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Platypus θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις ελάχιστες δυνατές παρεμβολές.

Συνεπώς, στην SDS,[13] μια οργάνωση στην οποία συμμετείχαν αρκετά μέλη του Platypus, ο ρόλος μας ήταν επί της ουσίας να προσπαθήσουμε να την κάνουμε να αναγνωρίσει τον ασυνεπή φιλελευθερισμό της. Στόχος μας δεν ήταν να την σπρώξουμε «προς τα Αριστερά», αλλά προς την αυτοαναγνώριση της ασυνεπούς πολιτικής της —το να φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσε να την σπρώξει «προς τα Αριστερά», θα ήταν σαν να της δίνει τα εύσημα για τον ασυνεπή φιλελευθερισμό που την κινητοποιούσε. Η εν λόγω στάση μπορεί φυσικά να κάνει τον Platypus να φαίνεται ότι βρίσκεται στα Δεξιά της SDS· όπως διατυπώθηκε και σε μια πρόσφατη κριτική που εμφανίστηκε στην εφημερίδα της Λίγκας των Σπαρτακιστών, Workers Vanguard, εναντίον της συμμετοχής του Platypus στην αντιπαράθεση μεταξύ της Naomi Klein και του Milton Friedman Institute, «ο Platypus δεν καταδέχεται ούτε τα ψιχουλάκια που ζητιανεύει η SDS».

Εντούτοις, η προτίμηση αυτού του ειλικρινούς φιλελευθερισμού —έναντι των ποικίλων άλλων ανειλικρινών εκδοχών του— εγκυμονεί ακόμα έναν κίνδυνο. Έτσι, ενώ ο Platypus ασφαλώς ήθελε (και περίμενε) να νικήσει ο Obama, το έκανε για έναν ιδιαίτερο λόγο: η νίκη του Obama θα αποδεικνυόταν αποπροσανατολιστική για την «κακή Αριστεράς» και, ως εκ τούτου, διαφωτιστική πολιτικά. Αλλά, αν η νίκη του Obama αποπροσανατόλισε την κακή Αριστερά, ήταν εξίσου αποπροσανατολιστική και για εμάς, δεδομένου ότι ο πειρασμός να αναγνωστεί ο «Ομπαμισμός» με τον παραδοσιακό προοδευτικιστικό [progressive-ist] τρόπο και όχι να ερμηνευθεί ως περαιτέρω οπισθοδρόμηση ήταν πανταχού παρών. Το πρόβλημα που θέτει ο φιλελευθερισμός είναι ότι δεν είναι διόλου σαφές τι συνιστά «επαναστατική πολιτική» στο παρόν. Από τη μια πλευρά, μια ομάδα όπως η ISO απλώς μεταμφιέζει τον ριζοσπαστικό, φιλελεύθερο κινηματισμό [movement-ism] σε «επαναστατική πολιτική» και, από την άλλη, οι Σπαρτακιστές αντιλαμβάνονται την «επαναστατική πολιτική» ως διατήρηση της ορθότητας των θέσεών τους. Για μας, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι υπάρχει έστω και η δυνατότητα «επαναστατικής πολιτικής» στο παρόν. Συνεπώς, βρισκόμαστε στην παράδοξη θέση να υπερασπιζόμαστε την αναγκαιότητα της «επαναστατικής πολιτικής», ενώ ταυτόχρονα βάζουμε σε παρένθεση την ίδια τη δυνατότητά της. Προφανώς, εδώ υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει τη διανοητική ειλικρίνεια από την αυταπάτη! Ακριβώς επειδή το βασικό πολιτικό υπόβαθρο εναντίον του οποίου εργαζόμαστε είναι ο ακαδημαϊκός φιλελευθερισμός, το ίδιο το γεγονός ότι βάζουμε σε παρένθεση τη δυνατότητα επαναστατικής πολιτικής ως πυξίδα του ιδεολογικού μας προσανατολισμού ―ανεξαρτήτως από την επιμονή μας ως προς την αναγκαιότητά της― αφήνει διαρκώς ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνουμε απλώς μια πιο «έξυπνη» εκδοχή ακαδημαϊκού φιλελευθερισμού. Παρά τα υψηλά επίπεδα άγχους που δημιουργούνται από την προθυμία μας να «φλερτάρουμε» με τις «Σπαρτακιστικές» και τις «νεοσυντηρητικές» θέσεις, ο πραγματικός ιδεολογικός κίνδυνος έγκειται μάλλον στο να γίνουμε μια έξυπνη και ελαφρώς πιο εκκεντρική εκδοχή της ακαδημαϊκής Αριστεράς ―μια σοβαρότερη ίσως εκδοχή του Slavoj Zizek. Επίσης, η συναδελφικότητα του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος εντός του οποίου ως επί το πλείστον εργαζόμαστε, λειτουργεί, προφανώς, εξίσου περιοριστικά. Η ακαδημαϊκή Αριστερά, της οποίας προς το παρόν είμαστε εκ των πραγμάτων μια παραλλαγή, είναι θεμελιωδώς βαθιά απολιτική.

Συμπλήρωμα της αμφιλεγόμενης σχέσης μας με τους Σπαρτακιστές αποτελεί η σχέση μας με το έργο του Moishe Postone.[14] Στον βαθμό που ο Platypus μπορεί να περιγραφεί ως μια απόπειρα σύνθεσης του Trotsky και του Adorno, μπορεί εξίσου να περιγραφεί ως μια προσπάθεια ενοποίησης των πιο σημαντικών θεωρητικών ενοράσεων της Λίγκας των Σπαρτακιστών και του Moishe Postone, όσο κι αν, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται άκρως αποκλίνουσες. Προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο, ειδικά από τη στιγμή που και οι Σπαρτακιστές και ο Postone είναι ακόμα ζωντανοί, σε αντίθεση με τον Trotsky και τον Adorno, δεν μπορούμε, ασφαλώς, παρά να συνεχίσουμε να καυχιόμαστε ότι τους καταλαβαίνουμε καλύτερα από ό,τι οι ίδιοι τον εαυτό τους· Αυτό, με τη σειρά του, θέτει δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά την ορθότητα της θέσης του Platypus ότι αμφότεροι μπορούν να κατανοηθούν ως ευρέως αποκλίνοντα συμπτώματα μιας κοινής κρίσης στην Αριστερά —για την ακρίβεια, ως τα πιο ενδιαφέροντα συμπτώματα, εν αντιθέσει με χιλιάδες άλλα αδιάφορα. Οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται έξω από αυτήν την αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων των Σπαρτακιστών και του Postone, θα απορρίψουν μια τέτοια ιδέα είτε ως ανόητη είτε ως τρελή. Το δεύτερο ερώτημα αποτελεί εσωτερικό ζήτημα του Platypus και έχει να κάνει με τη σχετική βαρύτητα αυτών των δύο στοιχείων. Τα μέλη του Platypus τείνουν να σκέφτονται ιδεολογικά το εγχείρημα με δύο τρόπους. Η μία ομάδα τείνει να το σκέφτεται ως «αριστερό Ποστοουνισμό» και η άλλη ως «νεο-Τροτσκισμό» και, δεδομένου ότι υπάρχει σημαντική ένταση μεταξύ των δύο αυτών απόψεων, το ζήτημα δεν είναι μόνο αν κάποιος θα αποδεχτεί τη δυνατότητα μιας τέτοιας σύνθεσης, αλλά επίσης και η σχετική βαρύτητα που αποδίδει στο κάθε στοιχείο.

Βέβαια, αυτή η προσπάθεια να «παντρέψουμε» τον Postone με τον Σπαρτακισμό μπορεί να θυμίσει σε κάποιους ένα ανέκδοτο από τη ζωή του George Bernard Shaw.[15] Όταν μια διάσημη καλλονή του είχε προτείνει να παντρευτούν λέγοντας, «με την ομορφιά μου και το μυαλό σου, σκέψου τι υπέροχα παιδιά θα κάναμε», ο Shaw απάντησε: «Ναι, αλλά τι γίνεται αν γεννηθούν με τη δική μου ομορφιά και το δικό σου μυαλό;».

Τέλος, θα θέσω το επιστημολογικό πρόβλημα, διατυπώνοντάς το στην πιο ισχυρή μορφή του. Είναι, άραγε, πιθανό εμείς στον Platypus να είμαστε οι μεγαλύτεροι παρερμηνευτές του; Είναι δυνατόν εμείς οι ίδιοι να μη μπορούμε να κατανοήσουμε τον Platypus; Μήπως ο Platypus είναι στην ουσία ένα εγχείρημα που βασίζεται σε μια βαθιά παρανόηση του εαυτού του; Ναι, είναι πιθανό. Εφόσον αντιλαμβανόμαστε την τρέχουσα κατάσταση εκφυλισμού της Αριστερής πολιτικής ως ένα σύνολο συμπτωμάτων, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι κι εμείς οι ίδιοι αποτελούμε ένα οξύ σύμπτωμα. Αν η Αριστερά είναι πράγματι ένα πτώμα, είμαστε κι εμείς κομμάτι της μπόχας που αναδίδει! Ωστόσο, όπως ο Αλιόσα Καραμάζοφ ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσωδία του νεκρού σώματος του γέροντα Ζωσιμά, οφείλουμε να μην ενδώσουμε στην αρχική μας παρόρμηση για απόγνωση εξαιτίας αυτής της συνειδητοποίησης. Το να σκεφτόμαστε μέσα από την περιορισμένη μας ικανότητα να κατανοήσουμε τον Platypus ίσως αποτελεί, παραδόξως, τον καλύτερο τρόπο για να τον καταλάβουμε.

Ο ιδεολογικός πυρήνας του εγχειρήματός μας βασίζεται στην αναγνώριση των ηττών του παρελθόντος και των συσσωρευμένων επιπτώσεών τους, με αποτέλεσμα να διατρέχουμε διαρκώς τον κίνδυνο να αποδεχθούμε την αναγκαιότητα της ήττας ακόμα κι αν επισήμως την αρνούμαστε. Αυτός ο κίνδυνος είναι αρκετά προφανής. Το βαθύτερο πρόβλημα, όμως, είναι εκείνο που, ελλείψει καλύτερου όρου, οφείλουμε να αποκαλέσουμε «αδιαφάνεια» του παρόντος. Από γενιά σε γενιά, το Μαρξιστικό εγχείρημα γίνεται ολοένα και πιο ισχνό και η γλώσσα του ακόμα πιο εσωστρεφής. Γίνεται πιο δυσνόητο και υπαινικτικό, θυμίζοντας περισσότερο θρησκευτικό μυστικισμό παρά επιστημονικό υλισμό. Τούτο, δεν οφείλεται απλώς στην αστική ιδεολογία που συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα, όπως πίστευαν οι σημαντικοί Μαρξιστές προκάτοχοί μας, αλλά στη φύση της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία μοιάζει να γίνεται ολοένα και πιο αδιαφανής. Επίσης, η απόρριψη του Μαρξισμού συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη αποσύνθεση της ίδιας της αστικής κουλτούρας, ήτοι, του εδάφους από το οποίο αναδύθηκε ο Μαρξισμός ως εμμενής κριτική. Ο Μεταμοντερνισμός είναι η αντιδραστική εκδήλωση αυτού του γεγονότος, η επιδοκιμασία ―και μάλιστα ως χειραφετητική― μιας ασυναρτησίας που είναι προϊόν συγκυριακών ιστορικών ηττών. Κόντρα στον μεταμοντερνισμό, εμείς είμαστε υπερ-μοντέρνοι [hyper-modernists]. Δεν είναι ο «μοντερνισμός» που απέτυχε, αλλά μάλλον, η τωρινή συνθήκη αποτελεί την έκφραση της —πολιτικής εν τέλει— ανικανότητάς μας να ολοκληρώσουμε τη νεωτερικότητα καταργώντας τον καπιταλισμό.

Ο Platypus σαφώς χαρακτηρίζεται από την ιστορική στιγμή του. Ως επί το πλείστον, είναι μια ομάδα που απαρτίζεται από αρκετά νέους ανθρώπους. Τα παλαιότερα μέλη του ήταν ακόμα φοιτητές το 1989. Τα νεότερα, είτε ήταν τότε ακόμη μωρά είτε δεν είχαν γεννηθεί καν. Κανείς από εμάς δεν είχε άμεση εμπειρία της πολιτικής της δεκαετίας του ’60. Είμαστε προϊόν της εποχής του ύστερου Bush και του πρώιμου Obama. Σε πολιτισμικό επίπεδο, μοιραζόμαστε με τη γενιά των baby-boomers[16] τη γενικότερη εξάντληση και την ατέρμονη ανακύκλωση της δεκαετίας του ’60, απέναντι στην οποία διατηρούμε μια μάλλον εχθρική και σίγουρα όχι νοσταλγική στάση. Επίσης, η νεολαία του Platypus μάς διευκολύνει να ιστορικοποιήσουμε τον 20ό αιώνα. Κάτι τέτοιο έχει πολλά πλεονεκτήματα, καθώς μας επιτρέπει να παρακάμψουμε πολλά προβλήματα. Στις μέρες μας, οι ιστορικοί που καταπιάνονται με τον 16ο και τον 17ο αιώνα δεν αισθάνονται αναγκασμένοι να πάρουν θέση ως προς τους θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ των Προτεσταντών και των Καθολικών. Γενικά μιλώντας, ένας σύγχρονος ιστορικός δεν θα ενδιαφερόταν (όπως ένδιαφέρονταν οι ιστορικοί κατά τον 19ο αιώνα) για το κατά πόσο ένας Wallenstein[17] ή ένας Richelieu[18] θα έπρεπε, λόγου χάρη, να δοξαστεί ή να καταδικαστεί για τις πράξεις του, αλλά θα ήθελε περισσότερο να κατανοήσει το πλαίσιο εντός τους οποίου αυτές έλαβαν χώρα. Με παρόμοιο τρόπο, ο Platypus έχει καταφέρει να πάρει τις αποστάσεις του από τη διαμάχη Cannon[19] και Shachtman το 1939-40, πράγμα που ασφαλώς δεν ισχύει για μια ομάδα όπως η Λίγκα των Σπαρτακιστών. Δεν μελετάμε την ιστορία της Αριστεράς για να μάθουμε από ποια πλευρά των οδοφραγμάτων θα βρισκόμασταν, αλλά για να εντοπίσουμε τα ρήγματα και τις υπόγειες συνδέσεις εντός μιας προβληματικής ιστορίας. Όμως, παρόλο που αυτή η στάση προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα, έρχεται επίσης αντιμέτωπη με ορισμένα προβλήματα. Μέχρι στιγμής έχω μιλήσει για την αντίσταση στον Platypus και την ανησυχία που γεννάει αυτό το εγχείρημα. Τι συμβαίνει, όμως, στην αντίθετη περίπτωση; Συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται για την ευκολία με την οποία γίνεται αποδεκτός ο Platypus. Μοιάζει να παραείναι εύπεπτος. Πολύ συχνά, νιώθω αμηχανία με την απουσία αντίστασης στον Platypus, όπως ακριβώς νιώθω διαρκώς απογοητευμένος με την προφανή αντίσταση στο εγχείρημα. Πολλές φορές, υποψιάζομαι ότι, αν η αντίληψη του Platypus για τον «θάνατο της Αριστεράς» γινόταν ευρέως διαδεδομένη, αυτό θα συνέβαλε και στην αποτυχία του, καθώς θα σήμαινε απλώς ότι η έννοια «του θανάτου της Αριστεράς» έχει χάσει τον προκλητικό της χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, αποτελεί πλέον ένα φυσικοποιημένο γεγονός.

Προσπαθώντας να κατανοήσω αυτό το παράδοξο, οδηγήθηκα σε μια περίεργη και ελαφρώς προκλητική αναλογία. Η ριζοσπαστική πολιτική θεωρία της εποχής μας μου φέρνει στο μυαλό την πορνογραφία. Αν τη δεκαετία του ’60 ο Marcuse εισήγαγε την έννοια της καταπιεστικής ανοχής [repressive tolerance] εμείς, αντίθετα, εισάγουμε την έννοια της καταπιεστικής παράβασης [repressive transgression]. Στις μέρες μας, η ριζοσπαστική πολιτική σκέψη υπογραμμίζει διαρκώς την ανυπακοή της, την άτακτη συμπεριφορά της, αλλά μια τέτοιου τύπου ανυπακοή [naughtiness], όπως και η πορνογραφία, καταλήγει να ενισχύει μόνο αυτό στο οποίο θεωρητικά αντιστέκεται. Θα ήταν ασφαλώς λάθος να σκεφτούμε ότι οι κοινωνίες που ανέχονται, παράγουν και καταναλώνουν πορνογραφία είναι πιο απελευθερωμένες σεξουαλικά από εκείνες που προσπαθούν να την καταπιέσουν. Απεναντίας, η παρόρμηση για παραγωγή και κατανάλωση, από τη μία πλευρά, και καταπίεση της πορνογραφίας, από την άλλη, αποτελούν πτυχές του ίδιου προβλήματος. Η πορνογραφία και ο πουριτανισμός είναι δίδυμα, όχι αντίθετα. Η πορνογραφία, επί της ουσίας, αφορά απλά το σεξ με τον ίδιο τρόπο που η μουσική αφορά μόνο τον ήχο. Το σεξ είναι απλώς το μέσο για να αντικατοπτριστεί μια συνθήκη ανελευθερίας. Ως τέτοια, η πορνογραφία αποτελεί ένα εγγενώς δεξιό φαινόμενο. Θα μπορούσε, άραγε, να φανταστεί κανείς μια τσόντα που να εκφράζει επαναστατικές διαθέσεις; Μόνο σαν παρωδία. Αντιθέτως, μπορούμε να φανταστούμε με εξαιρετική ευκολία μια πορνογραφία που δημιουργήθηκε σκόπιμα ως φασιστική προπαγάνδα. Ωστόσο, η πορνογραφία είναι την ίδια στιγμή αμφίσημη. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι μια παγωμένη ουτοπική επιθυμία και, ταυτόχρονα, η άρνηση αυτής της επιθυμίας. Όπως το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι ρόλων δεν ισοδυναμεί με την επιθυμία κάποιου να είναι πραγματικός κύριος ή πραγματικός δούλος, έτσι δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι μια φαντασίωση απεριόριστης ελευθερίας εκφράζει και μια πραγματική επιθυμία γι’ αυτήν.

Πριν από περίπου έναν μήνα, σ’ έναν τοίχο στη Neve Tzedek —μια hipster γειτονιά στο νότιο Tel Aviv— διάβασα ένα γκράφιτι που έλεγε: «Αν βαριέσαι, αντιστέκεσαι ήδη στο σύστημα». Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα ενός ανθρώπου που βλέπει μια τσόντα την οποία βαριέται ανυπόφορα αλλά, για κάποιον λόγο, αδυνατεί να σταματήσει και να κάνει κάτι άλλο. Ίσως να συνεχίζει να βλέπει με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή το θέαμα θα τον διεγείρει πραγματικά. Ίσως η νοσταλγία για μια εποχή που η πορνογραφία εξακολουθούσε να είναι ακόμα διεγερτική να τον κάνει να συνεχίζει. Ή, μήπως, η αφόρητη πλήξη γίνεται απλώς μαζοχιστικά αποδεκτή ως η εξαρχής αρμόζουσα τιμωρία για την ενοχή της επιθυμίας για πορνό; Ίσως, πάλι, να συνεχίζει να παρακολουθεί σκεπτόμενος πως οτιδήποτε άλλο θα ήταν εξίσου χυδαίο και βαρετό, και ότι όλος ο κόσμος είναι, ούτως ή άλλως, μια κακή πορνογραφία. Όπως και η πορνογραφία, η Αριστερά είναι περισσότερο ειλικρινής όταν βαριέται με τον εαυτό της.

Σε αντίθεση με την πορνογραφία, η ψυχανάλυση προσφέρει μια πιο τρομακτική εκδοχή της ελευθερίας. Στον Platypus, έχουμε αναλάβει τον ρόλο των ψυχαναλυτών της «Αριστεράς». Προσπαθούμε να ξεθάψουμε και να κατανοήσουμε τις καταπιεσμένες αναμνήσεις, προκειμένου να ξεπεράσουμε την καθηλωτική τους επίδραση. Ο Platypus είναι, όπως και η ψυχανάλυση, μια «ομιλούσα θεραπεία» [talking cure]. Είμαστε, όπως μας έχουν κατηγορήσει, μια «ομάδα θεωρητικολογίας». Μια τέτοια προσέγγιση ίσως μας κάνει να φαινόμαστε ότι είμαστε όλο λόγια —κατάσταση προς την οποία ίσως πράγματι κινδυνεύουμε να εξελιχθούμε. Σίγουρα πάντως φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με εκείνες τις αξιοθαύμαστες, ηρωικές παραδόσεις της κλασικής Αριστεράς που επιδιώκουν έναν ριζικό μετασχηματισμό του κόσμου. Αποτελεί, άραγε, ο Platypus μια επιστροφή στους φιλόσοφους που «προσπάθησαν απλώς να ερμηνεύσουν τον κόσμο»; Όχι.

Ο καπιταλισμός δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς είναι το μοναδικό κοινωνικό σύστημα που παρήγαγε την «Αριστερά». Για εμάς, τόσο το μέλλον της ανθρωπότητας όσο και το κλειδί για την κατανόηση του παρελθόντος της, βρίσκεται στην τωρινή αβέβαιη μοίρα αυτού του μικρού θραύσματος της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Όπως οι πρόγονοί μας στην κλασική Αριστερά, έτσι κι εμείς είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι η ανθρωπότητα δεν έχει κανένα μέλλον σε έναν καπιταλισμό που παρακμάζει. Σε αντίθεση με αυτούς, όμως, αντιλαμβανόμαστε ως κύριο και άμεσο καθήκον μας την κριτική της Αριστεράς. Η απάντησή μας είναι ιστορικά εξαρτημένη. Εάν ζούσαμε στο 1909 και όχι στο 2009, η διάγνωσή μας θα ήταν διαφορετική.

Όπως έχω ήδη καταδείξει, μια τέτοια προσέγγιση βρίθει αμφισημιών, τις οποίες όσο περισσότερο εξετάζουμε τόσο πιο περίπλοκες γίνονται. Ο δικός μας Μαρξισμός αποτελεί μια προσπάθεια γεφύρωσης των υπερβολικά «ορθόδοξων» και των έντονα «αναθεωρητικών» αναγνώσεων, με αποτέλεσμα να αιωρούμαστε πάνω από μια βαθιά και ομιχλώδη άβυσσο της οποίας τον πάτο αδυνατούμε να διακρίνουμε.

Αλλά, ίσως η βαθύτερη και πιο αινιγματική αμφισημία μας, τόσο ως προς τον εαυτό μας όσο και ως προς τους άλλους, είναι ότι, ακόμα κι αν ο Platypus αποτελεί ο ίδιος μια απόκριση στις γενιές που ηττήθηκαν και, ως τέτοιος, βρίθει απελπισίας, αποτελεί επίσης ένα εγχείρημα που θεμελιώνεται σε κάτι βαθιά ελπιδοφόρο.| P

Απομαγνητοφώνηση: Ashley Weger

Μετάφραση-Σχόλια: Παναγιώτης Διδάχος

Επιμέλεια: Ισιδώρα Στανιμεράκη, Θοδωρής Βελισσάρης


[1] Ο όρος ambiguity μπορεί εξίσου να μεταφραστεί ως «ασάφεια». Ο όρος «ασάφεια» είναι ευρύτερος και ίσως υποδηλώνει ελαφρώς την έλλειψη νοήματος. Η απόδοσή του ως «αμφισημία» ή «αμφιλογία» υπονοεί ότι, για παράδειγμα, το υπό περιγραφή φαινόμενο έχει δύο πλευρές. Προτιμήσαμε τον όρο «αμφισημία», δεδομένου ότι στο επίκεντρο της ομιλίας του Rubin βρίσκεται η σκέψη ότι στα φαινόμενα που περιγράφει υπάρχει κάτι το διττό.

[2] William Empson, Seven Types of Ambiguity, Chatto & Windus, Λονδίνο, 1949.

[3] Ό.π., σ. 1.

[4] Αναφέρεται στη Λίγκα των Σπαρτακιστών [Spartacist League], μια τροτσκιστική πολιτική ομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

[5] Αποδίδουμε τον όρο «sectarian» είτε ως «σεχταριστικής» είτε ως «δογματικής» καθώς εμφανίζεται για να περιγράψει την Αριστερά στην οποία ασκούν κριτική οι ομιλητές. Το «dogmatism» το αποδίδουμε ως «δογματισμό».

[6] Ο Irving Kristol [1920-2009] ήταν Αμερικανός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και εκδότης. Θεωρείται ο πνευματικός πατέρας του νεοσυντηρητικού κινήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.

[7] Ο Paul Wolfowitz είναι Αμερικανός διπλωμάτης και πολιτικός επιστήμονας. Διετέλεσε Υφυπουργός Άμυνας (1989-1993) υπό τον George H. W. Bush και Αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας υπό την προεδρεία του George W. Bush (2001-2005). Επίσης, κατείχε τη θέση του Διευθυντή της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 2005 έως το 2007. Είναι ευρέως γνωστός για τις νεοσυντηρητικές του απόψεις και υπέρμαχος του Πολέμου στο Ιράκ.

[8] Ο Christopher Hitchens [1949-2011] ήταν Άγγλος δημοσιογράφος, ο οποίος πήρε το 2007 την Αμερικανική υπηκοότητα. Η προσωπικότητα, τα γραπτά και οι δημόσιες παρεμβάσεις του άσκησαν μεγάλη επιρροή τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Είναι γνωστός για την κριτική του στις Θρησκείες και την Ισλαμική Τρομοκρατία και ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του ως Τροτσκιστής. Μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους το 2001, τάχθηκε υπέρ του Πολέμου στο Ιράκ.

[9] Ο Max Shachtman [1904-1972] ήταν Αμερικανός Μαρξιστής θεωρητικός με Πολωνοεβραϊκές ρίζες, αρχικά συνεργάτης του Leon Trotsky και σημαντικός τροτσκιστής ηγέτης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

[10] Η ISO [International Socialist Organization] ήταν μια Μαρξιστική Τροτσκιστική πολιτική ομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ιδρύθηκε το 1977 και διαλύθηκε το 2019. Από την ίδρυσή της και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά υπήρξε τμήμα της IST [International Socialist Tendency].

[11] Η Αρπαγή των Πιστών περιγράφει, σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, την άνοδο των δίκαιων πιστών στους ουρανούς κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

[12] Το RCP (Revolutionary Communist Party) είναι οργάνωση μαρξιστικού-λενινιστικού (μαοϊκού) προσανατολισμού που ιδρύθηκε το 1975 και εδρεύει στις ΗΠΑ.

[13] Αναφέρεται στην ακτιβιστική πολιτική οργάνωση Students for a Democratic Society που ιδρύθηκε το 2006 και αποτελεί, τρόπον τινά, επανίδρυση της παλιάς SDS, η οποία είχε δραστηριοποιηθεί από το 1960 έως το 1974.

[14] Ο Moishe Postone [1942-2018] ήταν μαρξιστής φιλόσοφος και ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

[15] Ο George Bernard Shaw [1856-1950] ήταν νομπελίστας συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, ιρλανδικής καταγωγής.

[16] Ευρέως αποδεκτός χαρακτηρισμός, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την ομάδα των ανθρώπων που γεννήθηκαν μεταξύ 1946 και 1964. Οι Baby-boomers αποτελούν μια διακριτή γενιά και παίρνουν το όνομά τους από την «έκρηξη» γεννήσεων που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενιά που προηγείται των Baby-boomers ονομάζεται Silent Generation και αναφέρεται σε εκείνους που γεννήθηκαν από το 1928 μέχρι το 1945, ενώ η επόμενη είναι η Generation X, η οποία περιλαμβάνει όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1980.

[17] Ο Albrecht von Wallenstein [1583-1634] ήταν κορυφαίος αξιωματούχος του στρατού και πολιτικός από τη Βοημία, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό της Καθολικής Εκκλησίας κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο.

[18] Ο Καρδινάλιος Richelieu [Armand-Jean du Plessis, cardinal et duc de Richelieu et de Fronsac, 1585-1642] ήταν περιβόητος Γάλλος επίσκοπος, πρωθυπουργός και ιδρυτής της Γαλλικής Ακαδημίας.

[19] Ο James P. Cannon [1890-1974] ήταν Αμερικανός ηγέτης του Τροτσκιστικού κινήματος και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος [Socialist Workers Party].