September 24, 2014
Panel Event, Chicago, UIC
Featuring:
Walter Benn Michaels, UIC professor, English
John Bachtell, chairman, Communist Party USA
Judith K. Gardiner, UIC professor, Gender and Women's Studies, English
Panel description:
“After the failure of the 1960s New Left, the underlying despair with regard to the real efficacy of political will, of political agency, in a historical situation of heightened helplessness, became a self-constitution as outsider, as other, rather than an instrument of transformation. Focused on the bureaucratic stasis of the Fordist, late 20th Century world, the Left echoed the destruction of that world by the dynamics of capital: neoliberalism and globalization.
The idea of a fundamental transformation became bracketed and, instead, was replaced by the more ambiguous notion of ‘resistance.’ The notion of resistance, however, says little about the nature of that which is being resisted, or of the politics of the resistance involved.
‘Resistance’ is rarely based on a reflexive analysis of possibilities for fundamental change that are both generated and suppressed by the dynamic heteronomous order of capital. ‘Resistance’ is an undialectical category that does not grasp its own conditions of possibility; it fails to grasp the dynamic historical context of capital and its reconstitution of possibilities for both domination and emancipation, of which the ‘resisters’ do not recognize that that they are a part.”
— Moishe Postone, “History and Helplessness: Mass Mobilization and Contemporary Forms of Anticapitalism” (Public Culture¸ 18.1: 2006)
Resistance politics has waned since the Occupy movement, but it remains unclear to many on the left how an avowedly reform-oriented or even revolutionary politics might function other than as an elaborate act of resistance. What might render a strike more than a prolonging of workers’ accommodation to the prevailing trends? How might socialists build independent electoral parties that can become more than a protest vote? How are the spontaneous discontents (acts of ‘resistance’) that constantly emerge in our society channeled into a politics of the status quo, and what has it taken in the past-- what might it yet require-- for the Left to transcend such a politics?
5/11/2014- νέο κτίριο Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.
Σκεπτικό και ερωτήσεις
Αφότου οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία ογδόντα χρόνια πριν, ο αντιφασισμός αποτελεί αναπόσταστο κομμάτι της αριστερής πολιτικής. Ο αγώνας ενάντια στους φασίστες και τους Ναζί είναι ηθικά αυταπόδεικτος, με αποτέλεσμα ο πολιτικός αντιφασισμός να είναι εξίσου αυταπόδεικτος. Εντούτοις σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους η πολιτική του αντιφασισμού ήταν εντελώς διαφορετική· γενικότερα, η συμβολή του αντιφασισμού στη διαμόρφωση της αριστερής πολιτικής είχε διαφορετική σημασία. Παρόλα αυτά, ο αντιφασισμός σήμερα εξακολουθεί να εγείρει αντικαπιταλιστικές αξιώσεις. Πού στηρίζεται αυτή η παραδοχή; Τι ήταν ο αντιφασισμός και πώς έχει αλλάξει; Με ποιο τρόπο μπορούμε μέσω της έννοιας του αντιφασισμού να συλλάβουμε καλύτερα την παρελθούσα και σύγχρονη πραγματικότητα; Ποια είναι η σημασία του αντιφασισμού σήμερα δεδομένης της απουσίας του φασιστικού μαζικού κινήματος; Η συζήτηση επικεντρώνεται στην ιστορική και πολιτική σημασία του αντιφασισμού προκειμένου να φωτίσει τα σημερινά προβλήματα της αριστερής πολιτικής.
Γιατί αναδύθηκε/αναδύεται ο φασισμός; Ποιες είναι οι ρίζες και η δυναμική της αυξημένης αυταρχικότητας που εκφράζεται/εκφράστηκε στον φασισμό; Εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η αιτία; Πώς μπορεί να καταπολεμηθεί ο φασισμός;
Ο Μαρξ αναγνώρισε στο φαινόμενο του Βοναπαρτισμού -μετά το 1848- την αυταρχική απάντηση στην ήττα της εργατικής επανάστασης. Μέχρι ποιο βαθμό μπορεί ο φασισμός του '20 και του '30 να εξηγηθεί με αυτούς του όρους; Υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ανόδου των Ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης την περίοδο 1917-1919;
Ποιες τάξεις και κοινωνικά στρώματα κινητοποιεί ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός και γιατί; Σε ποιες συγκεκριμένες ανάγκες και φόβους απαντά το φασιστικό «κίνημα»; Γιατί κατέστη δυνατότερο από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του '30;
Τι ενοποιεί την πολιτική του αντιφασισμού εκκινώντας από τη δεκαετία του '30, τα κινήματα του '60, τις δεκαετίες του '80 και του '90 μέχρι σήμερα; Δεδομένης της απουσίας ενός απροκάλυπτου φασισμού, τι εκφράζει αυτή η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα; Μπορεί ο αντιφασισμός σήμερα, και αν ναι πώς, να κατανοηθεί ως συνέχεια του αντιφασισμού του ’30; Τι διαφοροποιεί τα διάφορα είδη αντιφασισμού ως προς τη ριζοσπαστικότητα την οποία θέλουν να εκφράσουν;
Τι ακριβώς σημαίνει ο φασισμός σήμερα; Πώς διαφοροποιείται από τη μορφή που πήρε στον μεσοπόλεμο; Πώς ερμηνεύετε τον παραλληλισμό της σημερινής Ελλάδας με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης; Μπορεί να υπάρξει αναβίωση του φασισμού με αυτήν την έννοια;
Ποιος είναι ο στόχος του αντιφασιστικού αγώνα σήμερα; Ποια είναι η σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής του αντιφασισμού; Μας βοηθάει ο αντιφασισμός σήμερα να κατανοήσουμε την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και να την αλλάξουμε; Αν ναι, πώς;
Iστορικά, δυνάμεις που σχετίζονταν με τη Δεξιά/το κατεστημένο υποστήριξαν την ανάγκη για αντιφασιστική κοινή δράση (Σύμμαχοι εναντίον Χίτλερ). Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάνει το ίδιο διώκοντας τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει αντιφασισμός από μια δεξιά προοπτική;
Ομιλητές
Κατερίνα Κλείτσα: οργάνωση Ξεκίνημα
Μάριος Εμμανουηλίδης
Θωμάς: Αντιφασιστικό Πυρήνας Θεσσαλονίκης (ACT)
Αντώνης Γαζάκης: μέλος Αντιφασιστικής Συνέλευσης Αλληλεγγύης
Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εκδήλωσης
Κατερίνα Κλείτσα: Το ερώτημα γιατί αναδύεται ο φασισμός σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες σε κάθε εποχή. Ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων καταστράφηκε με γρήγορο ρυθμό εντός της κρίσης και αναζητά γρήγορες και άμεσες λύσεις. Εκφράζει επίσης την οργή εξαιτίας των ανισοτήτων του συστήματος.
Αρκεί όμως η οικονομική κρίση για να γεννηθεί ο φασισμός; Στην Ιρλανδία για παράδειγμα ενώ οι οικονομικές συνθήκες μοιάζουν με της Ελλάδας (μνημόνια, λιτότητα) δεν υπάρχει η δεύτερη προϋπόθεση που είναι η πολιτική κρίση.
Αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που γεννούν το φασισμό οδηγούμαστε στην επιλογή των συμμάχων εναντίον του. Πρώτα όμως πρέπει να δούμε πως αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που ψηφίζει φασιστικά και ναζιστικά κόμματα. Ένα κομμάτι του κόσμου αυτού είναι γαλουχημένο με τις φασιστικές ιδέες και θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε για κάτι. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι, παρότι συντηρητικό, έχει σημασία να προσεγγιστεί.
Το βασικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε δεν είναι αν κάποιος-α ξέρει ή όχι τι είναι ένα ναζιστικό κόμμα αλλά οι λόγοι που την-τον κάνουν να το ψηφίζει.
Τα ιστορικά παραδείγματα μας βοηθάν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας καθόλη τη δεκαετία του ’30 υποστήριζε ότι ο κύριος εχθρός είναι η ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και αποκαλούσε τα μέλη και τους ψηφοφόρους του σοσιαλφασίστες. Η ίδια λανθασμένη πολιτική ακολουθήθηκε και στις εκλογές όπου η άρνηση του ΚΚΓ για συνεργασία «έστρωσε» το δρόμο για την εξουσία στο Χίτλερ.
Ένα μεγάλο μέρος της μαχητικής εργατικής τάξης πρόσκεινταν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (υπήρχαν ακόμα και ένοπλες πολιτοφυλακές που επιτίθεντο σε φασίστες) και σε ένα ενδεχόμενο κάλεσμα για Αριστερή ενότητα εναντίον των φασιστών θα είχε μετακινηθεί πιο αριστερά.
Ο φασισμός είναι δομικό κομμάτι του συστήματος και με αυτή την έννοια πρέπει να είμαστε πάντα σε εγρήγορση. Πρέπει παρόλα αυτά να διακρίνουμε την απολυταρχική από τη φασιστική λογική. Η ασαφής διάκριση προκαλεί άμβλυνση των αντιφασιστικών αντανακλαστικών του κόσμου καθώς και σύγχυση γύρω από το τι αντιπροσωπεύει το κάθε κόμμα.
Σήμερα υπάρχουν φασίστες αλλά όχι φασιστικό κίνημα. Κάνοντας τον παραλληλισμό με τη Γερμανία του 1930 βρίσκουμε κοινά σε σχέση με τις συνθήκες ζωής και τις αντιφάσεις των εργαζομένων τότε και τώρα. Θα βρούμε όμως και μια πολύ μεγάλη διαφορά: η διαφορά είναι ότι για μας η μάχη δεν έχει ακόμα χαθεί και ότι ακόμα μπορούμε να χτίσουμε το αντιφασιστικό κίνημα.
Η εργατική τάξη σήμερα δεν έχει δώσει ακόμα τις μεγάλες της μάχες. Συνεπώς παράλληλα με την αντιφασιστική δράση οφείλουμε να ενισχύουμε τους κοινωνικούς εργατικούς αγώνες.
Η αντιφασιστική δράση κυρίως σε περιόδους ύφεσης του αντιφασιστικού κινήματος πρέπει να έχει χαρακτηριστικά όπως, το χτίσιμο βάσεων και αντιφασιστικών επιτροπών σε γειτονιές και εργασιακούς χώρους, η αντισυστημικότητα στο λόγο μας σε αντίθεση με τον ψευδή αντισυστημικό ρόλο των ναζιστικών-φασιστικών κομμάτων (της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα). Η δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας που θα υπερασπίζονται την κοινωνία καθώς και η συνεργασία και αλληλεγγύη ανάμεσα στις αριστερές οργανώσεις και στις αναρχικές ομάδες είναι επίσης δύο σημαντικοί στόχοι.
Στον αγώνα ενάντια στην άνοδο του φασισμού ένα κομμάτι της αστικής τάξης μπορεί να θελήσει να συμμετέχει. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τα κίνητρα και τις επιδιώξεις αυτού του κομματιού. Τα κίνητρα αυτά είναι η επιδίωξη των συμφερόντων για το μερίδιο αυτό της αστικής τάξης. Μελετώντας την ιστορία η αστική τάξη αντιλαμβάνεται ότι αν φασιστικά κόμμα έρθουν στην εξουσία μπορούν εύκολα να βγουν εκτός ελέγχου. Αυτό είναι προφανώς ενάντια στα συμφέροντα και στις επιδιώξεις τους σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός, με τις καθημερινές μύριες πτυχές του, είτε είναι πάντα εδώ κοντά μας, είτε είναι ένα χονδροειδές σκίτσο, ένας μηχανισμός ο οποίος είναι οριακά ενταγμένος στην κρατική στρατηγική. Αν ο μοναδικός αντιφασισμός ενάντια στην χονδροειδή αυτή τακτική είναι η μάχη, το θαρραλέο σώμα ενάντια στη φασιστική ατιμία, η μάχη εναντίον των καθημερινών μικρών φασισμών, των ενταγμένων στο κοινωνικό σώμα, είναι δύσκολη και διαρκής.
Ο φασισμός, ως η χονδροειδής πολιτική στρατηγική, είναι τώρα πλέον λειτουργικά άχρηστος για την πολιτική οικονομία της εξουσίας. Από τη άποψη της αντιφασιστικής δράσης αν κάτι έπρεπε να είχε γίνει, θα έπρεπε να είχε γίνει το φθινόπωρο του 2012 όταν η Χρυσή Αυγή κυριαρχούσε το κοινωνικό χώρο. Αυτή η μάχη δε δόθηκε ποτέ. Αυτή η λειψή αντιφασιστική δράση ίσως σχετίζεται με την εδαφικοποίηση της εξέγερσης του 2011 στο Σύριζα και την ανάθεση ξανά στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Τώρα υπάρχει μια διαρκής μη μάχη, είναι η μάχη με το μετανεοφιλελευθερισμό.
Ποια ήταν η στρατηγική λειτουργία του φασισμού που κυβέρνησε την ελληνική κοινωνία το 2012; Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η σημασία της διερώτησης του φασιστικού φαινομένου.
Η κατανόηση του παρόντος σχετίζεται με μια αντιφατική διαδικασία αναδιάταξης των τρόπων εξουσίας για την επιβολή των νέων κανόνων ζωής. Στην κατανάλωση της θετικής συσχέτισης των ρατσιστικών πρακτικών του κράτους και της Χρυσής Αυγής εξίσου και στην παραγωγή ενός μετακρισιακού πληθυσμού εργασίας υποτιμημένης αξίας και πειθαρχημένης γενικής νόησης. Ένας πληθυσμός σε αντιστοίχιση με τις συνθήκες χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού.
Η Χρυσή Αυγή δεν αποτέλεσε αντίσταση στο σύστημα αλλά ούτε και δεκανίκι της εξουσίας. Η Χρυσή Αυγή προσέφερε την πρόταση θεραπείας μέσω φαρμακείας της κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε μια μηχανή αιχμαλώτισης και μετατροπής του πληθυσμού σε στοιχεία ενίσχυσης και επέκτασης του κυριαρχικού κράτους. Επίσης αιχμαλώτισε την ηθικολογική κριτική που ασκούσε ο πληθυσμός στο κράτος και στην κοινωνία. Με λίγα λόγια αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα για την ήττα της εξέγερσης.
Αναζητώντας τη στρατηγική λειτουργία του φασισμού-ρατσισμού του καιρού μας αυτό συνεπάγεται 3 τουλάχιστον μεθοδολογικές δεσμεύσεις.
Η πρώτη είναι να αποφεύγουμε τον πειρασμό της αναλογίας και της συνέχειας. Αναφέρομαι στο δημοφιλή πειρασμό να αναζητούμε αναλογίες με την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη συνέχεια να εξάγουμε τα όποια πολιτικά συμπεράσματα. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι ένας τόπος συνεχούς επιστροφής. Εδώ η Χρυσή Αυγή δεν επεδίωξε ούτε την άλωση του κρατικού μηχανισμού , ούτε την καταστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η αναζήτηση αναλογιών, συνεχειών και καταγωγών είναι μια αδύναμη σκέψη. Η κατανόηση είναι μια διαδικασία κατανόησης διαφορών. Το ζήτημα είναι να αναζητήσουμε την διαφορά και αυτό που παρήγαγε τη δυναμική της Χρυσής Αυγής τώρα.
Η Χρυσή Αυγή όπως και ο Σύριζα αποτέλεσαν συμπτώματα της διαχείρισης της κρίσης, την αντίσταση του πληθυσμού σε αυτή την κρίση και την μεταστροφή των αφηγήσεων για την κρίση.
Η δεύτερη μέθοδος αφορά την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης στον Αγκάμπεν. Η έννοια προσέφερε στον αναρχικό χώρο μία αντιφασιστική θεωρία που δεν είχε, παρόλο που η αντιφασιστική του δράση ήταν αξιέπαινη. Η χρήση και κατάχρηση της θεωρίας της κατάστασης εξαίρεσης έγινε με δύο τρόπους: πρώτον είτε με την ανάγνωση «αυτό που ζούμε αποτελεί μία κατάσταση εξαίρεσης, με τον νόμο να παραμένει σε ισχύ» με παράγωγα πολιτικά συμπεράσματα είτε την καταφυγή στη συνταγματικότητα ή αναμονή της ισχύος του νόμου και δεύτερον με την ανάγνωση «τώρα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση εξαίρεσης όπου στο κέντρο του δικαιικού συστήματος έχει εφαρμοστεί η ανομία» με πολιτικό συμπέρασμα τη βίαιη αντιπαράθεση με την εξουσία.
Ωστόσο η παρούσα συνθήκη δεν είναι μία κατάσταση εξαίρεσης αφού δεν πρόκειται για μία οντολογική υποταγή του πληθυσμού στη βιοπολιτική κυριαρχία αλλά για την αναγκαιότητα ενός αγώνα και τους κανόνες μιας στρατηγικής. Αυτό που ζούμε έχει να κάνει με τη θεμελίωση μίας νέας κανονιστικότητας.
Αν μας ενδιαφέρουν οι στρατηγικές των εξουσιών και αυτή είναι η τρίτη μεθοδολογική δέσμευση, δε μας ενδιαφέρει η αναζήτηση της διάβρωσης των κρατικών μηχανισμών από το φασιστικό χέρι. Ο φασισμός δεν είναι ο πραγματικός εχθρός και ο λόγος περί κρατικού αυταρχισμού κρύβει την ταυτόχρονη με την κυριαρχία κατάσταση μειωμένης κρατικής δύναμης. Ο φασισμός είναι μια δαπανηρή λειτουργία για την οικονομία της εξουσίας γιατί ο τρόμος δεν μπορεί ποτέ να είναι διαρκής.
Η ρατσιστική επιδρομή στους εξαθλιωμένους αποτέλεσε τον ακραίο δίαυλο των σημάτων εμπέδωσης του νέου καθεστώτος ζωής στο νόμιμο πληθυσμό. Η φασιστική απειλή αποτέλεσε ένα δίαυλο εισαγωγής σε 3 κύρια θεωρητικά πολιτικά αντικείμενα του καιρού, η ουσία του κακού που ζούμε, ο νόμος της διαδικασίας.
Το πρώτο είναι η κρίση του κράτους ως διαρκής κρίση διακυβέρνησης. Πλέον το κράτος θα αδυνατεί όχι μόνο να κατανοεί αλλά και να ελέγξει τις χρηματοροές καθώς αυτές αδιαφορούν πλέον για το κράτος και το παρακάμπτουν. Το δεύτερο αντικείμενο είναι ότι το πεδίο της οικονομίας έγινε αόρατο ακόμα και για το ίδιο το κεφάλαιο. Υπάρχει κρίση της αξιολόγησης της αξίας αλλά όχι και κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το τελευταίο και πιο σημαντικό είναι η συνεχής κατάσταση του πληθυσμού σε κρίση και αξιολόγηση. Πρόκειται για τη νέα συνθήκη όπου κράτος, κεφάλαιο και πληθυσμός προσπαθούν διαρκώς να ξεφύγουν από το αναπάντεχο κακό, μία συνθήκη που ούτε το όνομα του νεοφιλελευθερισμού ούτε το όνομα του φασισμού αρκεί για να περιγράψει.
Θωμάς: Ο φασισμός αναδύθηκε ως αντιστάθμισμα στον κομμουνισμό σε περίοδο γενικευμένης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ως διέξοδος μέσω του επεκτατισμού , του ιμπεριαλισμού και της καταναγκαστικής εργασίας. Υπερασπιζόμενος τον μικροαστισμό, τις συντεχνίες και τα συμφέροντα της εθνικής εργατικής μάζας, μέσω συντηρητικών πολιτικών ο φασισμός εδραιώνει την πλήρη κυριαρχία της αστικής τάξης και του κεφαλαίου.
Ο φασισμός υπερεντατικοποιεί τις σχέσεις εκμετάλλευσης του πληθυσμού. Οι ρίζες του προέρχονται από την υλική και πνευματική φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του ενώ το δόγμα του είναι η καθαρότητα του έθνους. Με οδηγό τον άνδρα και λατρεία του την πατριαρχική πυρηνική οικογένεια οι φασίστες οικοδομούν μία άκρως συντηρητική κοινωνία.
Αναλύοντας ιδεολογικά, θεωρητικά και πρακτικά τις αιτίες που τον προκαλούν και λαμβάνοντας υπόψιν ότι προέρχεται από τον καπιταλισμό και τις καθημερινές λειτουργίες του, ο φασισμός καταπολεμείται. Η καταπολέμησή του εμπεριέχει την άρνηση του τρόπου παραγωγής, αξιών και ιδεών του.
Στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό αντιπαραθέτουμε τον κομμουνισμό. Σε περιπτώσεις εξεγέρσεων και οξυμένων ταξικών συγκρούσεων που δεν μετατράπηκαν σε επαναστάσεις τα μέτρα που παίρνονται ισχυροποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στην περίπτωση του φασισμού επιβεβαιώνεται ο κανόνας. Μετά τις προσπάθειες των σπαρτακιστών στη Γερμανία και των εργατικών συμβουλίων στην Ιταλία για την κατάκτηση της εξουσίας, ακολούθησε η οργανωμένη επίθεση του κεφαλαίου. Η σύνδεση μεταξύ της ανόδου των ναζί και της αποτυχίας της επανάστασης του ’17-’19 είναι άμεση.
Ο εθνικοσοσιαλισμός κινητοποιεί όλα τα κοινωνικά στρώματα με έμφαση στη μεσαία τάξη. Αναλογιζόμενοι τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες που αναδύθηκαν φαινόμενα φασισμού και ναζισμού, παρατηρούμε ότι η συγκρότηση του εθνικού αστικού κράτους καθυστερεί αρκετά λόγω αντίστασης από την προηγούμενη φεουδαρχική μορφή. Η Γερμανία και η Ιταλία μαζί με τη Ρωσία «φθάνουν» καθυστερημένα στον καπιταλισμό.
Μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής μάζας και του κρατικού παρεμβατισμού ο εθνικοσοσιαλισμός τρέχει προς τα εμπρός εδραιώνοντας την ευημερία για μια μεγάλη μερίδα των Γερμανών. Η μικροαστική τάξη επανδρώνει τις κρατικές θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς που ήδη είχε κρατήσει επιρροή η φεουδαρχία και η συγκέντρωση κεφαλαίου βοηθάει τις επενδύσεις. Επαναφέροντας το χαμένο κύρος από τους χαμένους πολέμους, τα φασιστικά κινήματα απαντάνε στο φόβο του διαφορετικού δημιουργώντας συνθήκες επιβίωσης κανονιστικού περιβάλλοντος.
Η πολιτική του αντιφασισμού ενοποιεί την αμφισβήτηση του καπιταλισμού και του φασιστικού μοντέλου παραγωγής. Ο φασισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που γεννήθηκε πριν περίπου ένα αιώνα. Από αυτήν την τάση προέρχονται και οι θιασώτες του φασισμού σήμερα και φέρουν χαρακτηριστικά του. Συνεπώς αν και οι συνθήκες έχουν αλλάξει το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Ο αντιφασισμός σήμερα είναι συνέχεια του αντιφασισμού του ’30.
Ένα σημείο που πρέπει επίσης να εξεταστεί είναι αυτό της παγκοσμιοποίησης, η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων, η μη ύπαρξη ανταγωνιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο που να απειλεί τον καπιταλισμό καθώς και το γεγονός ότι κυβερνήσεις συνεργασίας υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στόχος του αντιφασιστικού κινήματος σήμερα είναι η ανάδειξη των τάσεων αυτών και των αιτιών που προκαλούν το φασισμό.
Ο τρόπος αναπαραγωγής της προσωπικότητας στην καθημερινότητα είναι η αρχή του αντιφασισμού που συμπληρώνει το σύνολο του αντιφασιστικού αγώνα. Ο αντιφασισμός μας βοηθάει να αλλάξουμε πρακτικά την κοινωνική πραγματικότητα καλυτερεύοντας τις συνήθειες μας και στη συνέχεια τις συνθήκες διαβίωσής μας, δημιουργώντας τον κομμουνισμό στην πράξη.
Σε αυτή τη βάση αποδεχόμαστε τα δημοκρατικά αισθήματα του κόσμου που θέλει να δράσει όμως μέσα από αυτή τη δράση πρέπει να αναπτυχθεί η πραγματική όψη της δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από τη λαϊκή ισότητα, κοινή ιδιοκτησία, διαφάνεια, πολιτικός φιλελευθερισμός. Η αποδοχή στον επιφανειακό αντιφασισμό κρατικό ή μη καθώς αυτός λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης των υγιών κοινωνικών αντιφασιστικών αντανακλαστικών.
Ο φασισμός δεν είναι παρά εντατικοποιημένος καπιταλισμός, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αντιφασισμός που δε θα είναι αντικαπιταλιστικός.
Αντώνης Γαζάκης: Για να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια πρέπει να είναι η πολιτική του αντιφασισμού σήμερα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε τι σημαίνει φασισμός, τόσο ιστορικά όσο και ιδεολογικά. Αν στο μυαλό μας έχουμε με διαφορετικό τρόπο την έννοια του φασισμού τότε και ο αντιφασισμός θα είναι κάτι διαφορετικό.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φασισμού και ενός απολυταρχικού ή ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που στον πυρήνα του έχει όχι μόνο τον εθνικισμό και το ρατσισμό αλλά και τη θεοποίηση της βίας ως πρόταση λύσης των προβλημάτων. Στη συνέχεια έρχεται η ομάδα με «κοινά» χαρακτηριστικά και η υπακοή στον αρχηγό.
Ενώ από τους προηγούμενους ομιλητές-ομιλήτριες εξετάστηκε η σχέση και υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης στο φασισμό υπάρχει ένα έλλειμμα γύρω από το γιατί ο φασισμό αποτέλεσε πόλο έλξης για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Τι είναι δηλαδή αυτό που συγκινεί το ένα τρίτο περίπου της γερμανικής κοινωνίας και στις μέρες μας αυτό που συγκινεί το 10% στην Ελλάδα;
Η έλξη προς το φασισμό έχει να κάνει τόσο με ένα υπόβαθρο εθνικισμού και την καλλιέργεια της αντίληψης ότι το έθνος είναι το καλύτερο και ταυτόχρονα το πιο κυνηγημένο από όλα αλλά και με το γεγονός ότι το σύστημα πλέον δεν ικανοποιεί τις μάζες όπως τις ικανοποιούσε προηγουμένως.
Αν στη δεκαετία του 20 και του 30 μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος δεν γνώριζε τι σήμαινε ο φασισμός, που ήταν ένα νέο φαινόμενο, σήμερα υπάρχει η ιστορική εμπειρία του που οδήγησε και οδηγεί.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική κρίση αλλά και με τη βιολογική εξαφάνιση όσων βίωσαν τη φασιστική κατοχή. Επίσης δεν εξηγείται από το απλοϊκό σχήμα ότι οι κεφαλαιοκράτες βλέποντας την άνοδο του Σύριζα χρηματοδότησαν και υποστήριξαν το φασιστικά μορφώματα.
Η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής μετά το 2012 είχε να κάνει με το ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας του οποίου η σχέση με την πολιτική ήταν πελατειακή και αναθετική, χάνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι κοινωνιολογικά το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής είναι μικρομεσαίοι και άνεργοι. Στην αρχή αυτή η τάση εκφράζεται ως τιμωρία στους προηγούμενους πολιτικούς προστάτες ενώ στη συνέχεια μετατρέπεται σε υστερόβουλη επιδίωξη κέρδους.
Η διαφορά σε σχέση με τα φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’30 είναι ότι σήμερα ο φασισμός τουλάχιστον στην Ελλάδα, ακόμα και αν όπως ειπώθηκε από προηγούμενο ομιλητή «κυβέρνησε» για ένα διάστημα την Ελλάδα δεν καταφέρνει μεγάλες λαϊκές μάζες να σταθούν στο πλευρό της. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Χρυσή Αυγή μοιάζει να είναι μία καρικατούρα των παλιών φασιστών.
Ένας πραγματικός αντιφασισμός πρέπει να έχει ως στόχο τον καπιταλισμό. Υπάρχει όμως και ένα άλλο διακύβευμα. Είναι κρίσιμο ο εμπράγματος φασισμός που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μελών της εργατικής τάξης πρέπει να πολεμάται ακόμα και αν αυτοί με τους οποίους πολεμάς δεν έχουν στο μυαλό τους το όραμα του κομμουνισμού.
Συζήτηση-ερωτήσεις
Ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο ή είναι μια πολιτική της άρχουσας τάξης;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν πρέπει να αναζητούμε ποτέ τι είναι ένα πράγμα. Πρέπει να δούμε πως λειτουργούν τα πράγματα, να απαντήσουμε στο πως και όχι στο τι.
Κατερίνα Κλείτσα: Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μπαίνουν αντιπαραθετικές οι δύο αυτές ερμηνείες. Μέσα από τις κοινωνικές αντιφάσεις ένα κομμάτι του κόσμου θα βγάλει ρατσιστικά και φασιστικά συμπεράσματα. Εκεί σίγουρα θα παίξει ρόλο η στάση που θα κρατήσει η αστική τάξη, αν δηλαδή επενδύσει στη δημιουργία φασιστικού πυρήνα.
Αντώνης Γαζάκης: Τα πράγματα ορίζονται είτε μιλάμε για τη λειτουργία τους είτε μιλάμε για τα στατικά τους χαρακτηριστικά. Αν διευρυνθεί πολύ ο ορισμός μίας έννοιας χάνει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της, για αυτό είναι προβληματικό η έννοια φασισμός να αποδίδεται σε πολλές διαφορετικές αντιλήψεις. Ένας ορισμός είναι μια δυναμική έννοια.
Ο Κόλλιν Σπαρκς στο βιβλίο του ποτέ ξανά φασισμός ορίζει ως φασισμό «τα μαζικά κινήματα της μεσαίας τάξης με σκοπό να συντρίψουν τις οργανώσεις και τα κόμματα της εργατικής τάξης». Υπάρχει και η αντίληψη ότι ο φασισμός δεν αποτελεί ιδεολογία, αλλά ευκαιριακά υιοθετεί πολιτικές απόψεις.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Αν ακολουθήσουμε αυτή τη συλλογιστική η Χρυσή Αυγή δεν είναι φασιστική, καθώς δεν αποτελεί κίνημα..
Ποια είναι η άποψή σας για την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος; Πάνω σε ποια βάση και με ποιο οργανωτικό τρόπο μπορεί αυτή να οικοδομηθεί;
Κατερίνα Κλείτσα: Πολλές φορές οι διάφορες οργανώσεις της Αριστεράς έχουν καταφέρει να οργανώσουν κοινές δράσεις όπως για παράδειγμα στην εναντίωση του ανοίγματος γραφείων της Χρυσής Αυγής. Είναι σημαντικό να υπάρχει κοινή αντιφασιστική δράση εξίσου σε επίπεδο γειτονιάς.
Μάριος Εμμανουηλίδης: Η Χρυσή Αυγή επαναδαφικοποίησε ξανά την πολιτική από αντιδραστική σκοπιά και η «σύγκρουση» έγινε χωρική και μάλιστα στο μικρό χώρο. Είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη παρότι θεωρείται πόλη με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, μετά την επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, δεν μπόρεσε να οργανωθεί και να σηκώσει κεφάλι;
Κατά τη γνώμη μου δεν είναι σημαντικός ο αντιφασιστικός αγώνας. Ο αντιφασιστικός αγώνας, την ίδια στιγμή που πρέπει να δίνεται, αμβλύνει το πεδίο της πάλης και καταλήγει σε ένα δίπολο «φασισμός ή δημοκρατία».
Θωμάς: Για να υπάρξει μια πολιτική συνεργασίας πρέπει να υπάρχουν κοινοί στόχοι και θέσεις. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα της Αριστεράς που δεν βλέπει την ανάγκη για αντιφασιστικό αγώνα.
Το να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν και αναπαράγονται με την κουλτούρα του φασισμού είναι μάταιο.
Αντώνης Γαζάκης: Το βασικό ερώτημα είναι «ποιος είναι ο στόχος του αντιφασισμού;». Παρατηρούμε ότι τα αντιφασιστικά χαρακτηριστικά ανταποκρίθηκαν λόγω μιας έκτακτης ανάγκης δηλαδή της υπαρκτής υπόστασης της Χρυσής Αυγής μετά το 2011.
Θα συμφωνήσω ότι ο αντιφασισμός δεν πρέπει να είναι πρόταγμα από μόνο του. Όταν όμως έχεις επιθέσεις από φασίστες υπάρχει η ανάγκη για αντιφασιστική δράση ενάντια στη φασιστική.
Θεωρώ σημαντικό σε τέτοιου είδους συζητήσεις να τονίζεται η σύνδεση μορφής και περιεχομένου. Οι περισσότερες τοποθετήσεις περιστράφηκαν γύρω από τη δομή του φασισμού.
Θα ήταν σημαντικό να δούμε ποιες πολιτικές ήταν εφικτό να αναπτυχθούν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 δηλαδή την περίοδο των μεγάλων προλεταριακών επαναστάσεων. Οι πολιτικές αυτές ήταν δύο. Η πρώτη ήταν η επαναστατική πολιτική που έθετε το ζήτημα των ορίων της εθνικής πολιτικής και του μετασχηματισμού της και από την άλλη ο φασισμός. Όσων αφορά το περιεχόμενο ο φασισμός είναι η συνέχιση της κοινωνίας που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και ιεραρχία με μορφές επαναστατικές. Όσον αφορά τον αντιφασισμό εγώ θα τον περιέγραφα ως μια ηγεμονία της επαναστατικής πολιτικής πάνω στο συντηρητισμό της περιόδου εκείνης ενώ το φασισμό την ηγεμονία της συντηρητικής πολιτικής πάνω στην επαναστατική πολιτική. Ισχύει κάτι παρόμοιο σήμερα; Εξαντλείται το περιεχόμενο του φασισμού στη Χρυσή Αυγή;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Ο φασισμός συνεχώς διατείνεται ότι θα βάλλει τάξη στο χάος. Η θεραπεία που προτείνει είναι επίσης άμεσου χρόνου. Αυτή η αίσθηση προδοσίας διοχετεύτηκε στη Χρυσή Αυγή.
Αντώνης Γαζάκης: Δεν είναι απαραίτητα αυτό που υπάρχει σήμερα φασισμός τουλάχιστον για την άρχουσα τάξη. Σύμφωνα με την κλασική ρήση του Έκο «τι να τα κάνεις τα τανκς όταν υπάρχει η τηλεόραση;». Για παράδειγμα σήμερα υπήρξε μία σύγκρουση με φασίστες και αντιφασίστες αλλά αυτό που επικαθόρισε το γεγονός και την έκβασή του ήταν οι εκατοντάδες των δασκάλων τριγύρω που αδιαφορούσαν για τον ξυλοδαρμό των φασιστών. Μπορεί αυτό ζούμε να μοιάζει τρομακτικό αλλά έχω την αίσθηση ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει ανάγκη να επιστρέψει σε ένα μοντέλο καθαρού φασισμού.
Θωμάς: Ο αντιφασισμός είναι θέση κατάφασης και όχι άρνησης. Όσο ο καπιταλισμός συνεχίζει να αναπαράγεται, θα αναπαράγει τις κρίσεις του με αποτέλεσμα τη μεγέθυνση των άκρων της πολιτικής. Αν δούμε τον αντιφασισμό ως άρνηση διατρέχουμε τον κίνδυνο να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό που εντός του καπιταλισμού συσσωρεύεται στο άκρο του φασισμού και μοιάζει σαν τέρας δύσκολο τόσο στην κατανόηση όσο και στην επεξεργασία. Για αυτό το λόγο πρέπει να τσακίσουμε το τέρας κάνοντας την κατάφαση στον αντιφασισμό επίθεση εναντίον του.
Σε μια συζήτηση με μια antifa ομάδα της Γερμανίας υπήρξε μια διαφορετική αναλογία με αυτή της Βαϊμάρης που αναφέρθηκε εδώ. Η αναλογία ήταν με την κατάσταση που επικράτησε στη Γερμανία μετά την επανένωση. Η εν λόγω antifa ανέφερε τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου δηλαδή ξυλοδαρμοί μεταναστών, απρόκλητες επιθέσεις, άνοδος σε κοινωνικό επίπεδο νεοναζιστικών ομάδων και νεοναζιστικής ιδεολογία με την ανοχή της κοινωνίας και του κράτους και περιέγραψε το τέλος αυτής της ιστορίας με την ενεργό πρωτοβουλία του κράτους. Αποτιμώντας τη δράση τους, ανέφεραν ότι για μία ολόκληρη δεκαετία πήραν μέρος σε ένα ενεργό αντιφασιστικό αγώνα (χωρίς να έχουν μόνο αντιφασιστικές προκείμενες) και χωρίς να το καταλάβουν διολίσθησαν σε αμιγή αντιφασιστική δράση, σε μάχες σώμα με σώμα χάνοντας το επιχείρημα και το λόγο που η Αριστερά είναι ο φορέας του ενώ όταν ανέκαμψε ανακάλυψε ότι τον αντιφασιστικό αγώνα τον είχε αναλάβει το κράτος και ο Joschka Fischer. Έκτοτε κατέστη πολιτική ιδεολογία σε εθνικό επίπεδο ο αντιφασισμός.
Ένα ελάχιστο μίνιμουμ συμφωνίας για αντιφασιστική δράση θα μπορούσε να είναι η ανάγκη να κυκλοφορούμε χωρίς φόβο και να μπορούμε να συζητάμε και να οργανωνόμαστε καλύτερα..
Αν αποδεχτούμε ότι ο φασισμός έρχεται σε περιόδους υποχώρησης των ιδεών της Αριστεράς για μια επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας τότε ο αντιφασισμός είναι πάντα επίκαιρος. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιδέα της επαναστατικής αλλαγής μέσω του αντιφασισμού; Για ποιο λόγο ο αντιφασισμός ή ο αντι-αντιφασισμός είναι σήμερα σημαντικός για την ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας;
Αντώνης Γαζάκης: Δεν πιστεύω ότι ο φασισμός υποχωρεί όταν αναδύεται η Αριστερά αλλά ως αντίβαρο στην ενδεχόμενη άνοδό της. Γιατί πρέπει όλοι οι άνθρωποι να είναι Αριστεροί ή να γοητεύονται από τον κομμουνισμό; Μπορεί εξίσου κάποιοι να γοητεύονται με τη δύναμη του έθνους και την αντίθεση στις αριστερές ιδέες. Ο αντιφασισμός είναι για πολλούς ανθρώπους η επιστροφή σε ένα δημοκρατικό ευνομούμενο κράτος.
Ειπώθηκε ότι η Χρυσή Αυγή έφερε την ήττα της εξέγερσης. Σε τι συνίσταται αυτή η εξέγερση; Υπάρχει ο διαχωρισμός και η διάκριση της κοινωνίας και του κράτους;
Μάριος Εμμανουηλίδης: Δεν λέω κράτος εναντίον κοινωνίας, μίλησα για κρατικές στρατηγικές και στρατηγικές εξουσιών.
Η Χρυσή Αυγή έπεται δύο πραγμάτων. Το πρώτο είναι ότι έπεται της κρατικής στρατηγικής, εντασσόμενη οριακά σε αυτή και έπεται της αντίστασης. Η εξέγερση του 2008 που αποτέλεσε την κρίση του πυλώνα ασφαλείας της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής και αποτέλεσε το σημείο εμφάνισης της Χρυσής Αυγής.
Η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε επίσης μετά την κρίση του δεύτερου πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού που είναι η ελευθερία. Από το 2010 έως το Φλεβάρη του 2012 όλη η κοινωνία βρισκόταν σε εξέγερση. Κατόπιν το πράγμα διοχετεύεται στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η Χρυσή Αυγή πήρε το πεδίο από το Σύνταγμα που ήταν ένα εργαστήρι δημοκρατίας, όπως και να το κρίνουμε, μετατοπίζοντάς το στο κυνήγι των μεταναστών. Αυτό το πράγμα οδήγησε στην ομαλοποίηση. Το σύστημα δε θα μπορούσε να διαβεί κανένα κατώφλι νομιμοποίησης χωρίς τη Χρυσή Αυγή.
Αν όντως είτε μέσω της εξέγερσης είτε μέσω των ιδεών παράγεται η Χρυσή Αυγή ως λόγος και ως πρακτική τότε παράγουμε ίσως κάτι αναποτελεσματικό ή μια καρικατούρα, που παρόλα αυτά όμως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Είναι μεταφορική η ερώτηση αλλά υπάρχει ανάγκη να «παράξουμε» μέσω της δράσης μας μία πραγματική αντεπανάσταση και ένα πραγματικό φασιστικό κίνημα που δε θα κρύβεται πίσω από το κράτος, ή τους εγκληματίες της νύχτας;
Αντώνης Γαζάκης: Είναι παράδοξο να μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο και να μην υπάρχουν θύματα έστω στο συμβολικό πεδίο. Η κρατική ή φασιστική καταστολή σαν απάντηση στις κινήσεις του εργατικού κινήματος και των διαδηλωτών δεν αναγκάστηκε να σκοτώσει. Παρόλα αυτά αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι η αντίδραση από τη μεριά των φασιστών ή του κράτους αλλά η αποτελεσματικότητα των δράσεων μας.
Κατερίνα Κλείτσα: Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να θεωρούμε σήμερα τη Χρυσή Αυγή καρικατούρα και να νομίζουμε ότι δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα για να τη σταματήσουμε. Η Χρυσή Αυγή θα δείξει τα δόντια της αν την αφήναμε να ανοίξει γραφεία σε κάθε πόλη ή να συμμετέχει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με αυτό τον τρόπο προδίδουμε το εργατικό κίνημα αφήνοντάς το απογοητευμένο και βορά στο φασισμό.
A workshop with the CPGB held at the Inaugural European Conference of the Platypus Affiliated Society on Saturday, July 19th, 2014 at Goldsmiths College, London.
Every year at Platypus conferences, speakers from various perspectives are asked to bring their experience of the Left’s recent history to bear on today’s political possibilities and challenges as part of the “Differing Perspectives on the Left” workshop series.
A workshop with the International Bolshevik Tendency (IBT) held at the Inaugural European Conference of the Platypus Affiliated Society on Saturday, July 19th, 2014 at Goldsmiths College, London.
Every year at Platypus conferences, speakers from various perspectives are asked to bring their experience of the Left’s recent history to bear on today’s political possibilities and challenges as part of the “Differing Perspectives on the Left” workshop series.
A workshop with the Alliance for Worker's Liberty (AWL) held at the Inaugural European Conference of the Platypus Affiliated Society on Saturday, July 19th, 2014 at Goldsmiths College, London.
Every year at Platypus conferences, speakers from various perspectives are asked to bring their experience of the Left’s recent history to bear on today’s political possibilities and challenges as part of the “Differing Perspectives on the Left” workshop series.