Παραίτηση- Τέοντορ Αντόρνο
Εμείς οι παλιότεροι εκπρόσωποι αυτού που καθιερώθηκε υπό την ονομασία «Σχολή της Φραγκφούρτης» κατηγορηθήκαμε πρόσφατα με προθυμία για παραίτηση. Είχαμε όντως αναπτύξει στοιχεία μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας, αναφέρει η κατηγορία, αλλά δεν ήμασταν έτοιμοι να εξαγάγουμε τις πρακτικές της συνέπειες. Και έτσι, ούτε παρείχαμε προγράμματα δράσης, ούτε καν υποστηρίξαμε τη δράση αυτών που ένιωθαν πως εμπνέονται από την κριτική θεωρία. Δεν θα καταπιαστώ με το ερώτημα, αν αυτό μπορεί να απαιτείται από θεωρητικούς διανοητές, οι οποίοι είναι σχετικά ευαίσθητοι δέκτες, κατά κανένα τρόπο απρόσβλητοι από κραδασμούς. Η αποστολή που τους έχει ανατεθεί μέσα στην κοινωνία της καταμερισμένης εργασίας μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού οι ίδιοι μπορεί να παραμορφώνονται από αυτή. Όμως εξίσου διαμορφώνονται από αυτή• βέβαια, δεν μπορούν να καταργήσουν με την απλή βούλησή τους αυτό το οποίο έγιναν. Δεν θα ήθελα να αρνηθώ το στοιχείο της υποκειμενικής αδυναμίας που ακολουθεί την περιοριστική επικέντρωση στη θεωρία. Πιστεύω πως η αντικειμενική πλευρά είναι περισσότερο σημαντική. Η αντίρρηση, εύκολα διατυπωμένη, είναι πάνω-κάτω η εξής: όποιος αυτή την ώρα αμφισβητεί τη δυνατότητα ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, επομένως, ούτε συμμετέχει σε θεαματικές και βίαιες ενέργειες ούτε τις προτείνει, αυτός έχει παραιτηθεί. Θεωρεί πως αυτό που έχει στο μυαλό του δεν μπορεί να πραγματωθεί• στην πραγματικότητα, ούτε καν θέλει να το πραγματώσει. Αφήνοντας τις συνθήκες ανέγγιχτες, τις αποδέχεται ανομολόγητα.
Η απόσταση από την πράξη θεωρείται κακόφημη από όλους. Όποιος δεν θα ήθελε πραγματικά να στρωθεί στη δουλειά και να λερώσει τα χέρια του, είναι ύποπτος, λες και η αποστροφή δεν είναι θεμιτή, αλλά έχει παραμορφωθεί από το προνόμιο. Η δυσπιστία προς αυτόν που δυσπιστεί απέναντι στην πράξη εκτείνεται από αυτούς που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά και επαναλαμβάνουν το παλιό σύνθημα «τα πολλά λόγια είναι φτώχια», μέχρι το αντικειμενικό πνεύμα της διαφήμισης που διαδίδει το παράδειγμα – το οποίο αποκαλούν παράδειγμα προς μίμηση – του δραστήριου, ενεργητικού ατόμου, είτε είναι βιομήχανος, είτε αθλητής. Ο καθένας πρέπει να συμμετάσχει. Όποιος μοναχά σκέφτεται, αποσύρεται, θεωρείται αδύναμος, δειλός, κατ’ ουσίαν προδότης. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό, το εχθρικό κλισέ του διανοούμενου διεισδύει βαθιά μέσα στην ομάδα εκείνων των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι με τη σειρά τους λοιδορούνται ως διανοούμενοι.
Οι σκεπτόμενοι πρακτικιστές απαντούν ως εξής: ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν περιλαμβάνεται ακριβώς η κατάσταση του διαχωρισμού θεωρίας και πράξης. Η πράξη είναι αναγκαία, ακριβώς, προκειμένου να απαλλαγούμε από την κυριαρχία των πρακτικών ανθρώπων και του πρακτικού ιδεώδους. Όμως αυτή η πράξη μετασχηματίζεται ταχύτατα σε μια απαγόρευση της σκέψης. Το παραμικρό αρκεί ώστε η αντίσταση απέναντι στην καταπίεση να στραφεί καταπιεστικά απέναντι σε αυτούς, οι οποίοι, όσο λίγο κι αν θέλουν να εκθειάσουν την ύπαρξή τους, δεν εγκαταλείπουν αυτό που έγιναν. Η συχνά επικαλούμενη ενότητα θεωρίας και πράξης έχει την τάση να μετατρέπεται σε κυριαρχία της πράξης. Πολλές τάσεις δυσφημίζουν την ίδια τη θεωρία ως μια μορφή καταπίεσης• λες και η πράξη δεν συνδέεται πολύ πιο άμεσα με την καταπίεση. Στον Μαρξ, η διδασκαλία αυτής της ενότητας εμπνεόταν από την πραγματική δυνατότητα δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν πραγματώθηκε.[1] Αυτό που αναδύεται σήμερα είναι το ακριβώς αντίθετο. Κάποιοι γαντζώνονται στη δράση χάριν της αδυνατότητας για δράση. Ήδη στον Μαρξ, ωστόσο, υπάρχει κρυμμένη μια πληγή. Ίσως παρουσίασε την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ τόσο απόλυτα, διότι δεν ήταν εντελώς βέβαιος για αυτή. Κατά τη νεότητά του είχε απαιτήσει την “αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος”.[2] Στη συνέχεια χλευάζει την κριτική. Αλλά η περίφημη σαρκαστική του διάθεση απέναντι στους νέους Εγελιανούς, η φράση “κριτική κριτική” [“critical critique”] ήταν κάτι άχρηστο και εξανεμίστηκε σαν απλή ταυτολογία.[3]Η κριτική που εφάρμοζε ο ίδιος ο Μαρξ ανακόπηκε με ανορθολογικό τρόπο από την επιβληθείσα πρωτοκαθεδρία της πράξης [praxis]. Στη Ρωσία και στην ορθοδοξία άλλων χωρών, η χαιρέκακη χλεύη της κριτικής κριτικής έγινε ένα εργαλείο έτσι ώστε οι υπάρχουσες συνθήκες να επιβληθούν με τρομακτικό τρόπο. Η μοναδική σημασία της πράξης ήταν η αυξημένη παραγωγή των μέσων παραγωγής. Η μόνη κριτική που ήταν ανεκτή ήταν αυτή που στρεφόταν κατά των ανθρώπων κατηγορώντας τους ότι δεν εργάζονται αρκετά σκληρά. Η υπαγωγή της θεωρίας στην πράξη μεταστρέφεται τόσο εύκολα σε εξυπηρέτηση μιας επαναλαμβανόμενης καταπίεσης.
Η καταπιεστική αδιαλλαξία απέναντι στη σκέψη, η οποία δεν συνοδεύεται άμεσα από οδηγίες για δράση, εδράζεται στο άγχος. Ο καθένας πρέπει να φοβάται την απερίσπαστη σκέψη και τη στάση που δεν αφήνει την τελευταία να ξεπουληθεί, διότι γνωρίζει βαθιά ό,τι δεν μπορεί να παραδεχτεί ανοικτά: πως η σκέψη έχει δίκιο. Ένας πανάρχαιος αστικός μηχανισμός, με τον οποίο ήταν πολύ εξοικειωμένοι οι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, λειτουργεί ξανά, αλλά απαράλλακτα: ο πόνος που προκαλείται από μια αρνητική κατάσταση, αυτή τη φορά από την αποκλεισμένη πραγματικότητα, γίνεται οργή προς αυτόν που την θεματοποιεί. Η σκέψη, ο αυτοσυνείδητος διαφωτισμός, απειλεί να απομαγεύσει την ψευδο-πραγματικότητα στην οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Habermas[4], κινείται ο πρακτικισμός. Ο πρακτικισμός είναι ανεκτός μόνο για τον εξής λόγο, επειδή θεωρείται ψευδο-πραγματικότητα. Η ψευδο-πραγματικότητα συνδυάζεται με την ψευδο-δραστηριότητα ως την υποκειμενική της διάσταση: τη δράση που υπερβάλλει εαυτόν και φθάνει σε παροξυσμό για χάρη της δικής της publicity [δημοσιότητας] δίχως να παραδέχεται στον ίδιο του τον εαυτό τον βαθμό στον οποίο λειτουργεί ως υποκατάστατη ευχαρίστηση, ανυψώνοντας τον εαυτό του σε αυτοσκοπό. Οι εγκλωβισμένοι θέλουν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν σκέφτεται πια κανείς, ή σκέφτεται υπό πλασματικές προκείμενες. Καθώς απολυτοποιείται η πράξη, μόνο η αντίδραση είναι δυνατή, άρα και λανθασμένη. Μόνον η σκέψη θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο, μια σκέψη που δεν προδιαγράφει τα αποτελέσματά της, όπως συμβαίνει συχνά σε συζητήσεις στις οποίες είναι προκαθορισμένο ποιος πρέπει να έχει δίκιο, συζητήσεις οι οποίες δεν προωθούν τον σκοπό τους, αλλά μάλλον αναπόφευκτα εκφυλίζονται σε τακτικισμούς. Αν οι πόρτες είναι αμπαρωμένες, τότε, περισσότερο από ποτέ, η σκέψη δεν πρέπει να παραλύσει. Θα έπρεπε να αναλύσει τις αιτίες και συνακόλουθα να εξαγάγει τα συμπεράσματα. Εναπόκειται στη σκέψη να μην αποδεχτεί την κατάσταση ως τελική. Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, εφόσον είναι δυνατόν, μέσω μιας αδιάκοπης εξέτασης. Το άλμα προς την πράξη [praxis] δεν θεραπεύει τη σκέψη από την παραίτηση, καθόσον το άλμα έχει ως αντίτιμο την κρυφή γνώση πως το ίδιο οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η ψευδο-δραστηριότητα είναι γενικά η απόπειρα να διασωθούν νησίδες αμεσότητας εν μέσω μιας πέρα για πέρα διαμεσολαβημένης και άκαμπτης κοινωνίας. Αυτή η απόπειρα εκλογικεύεται με τον ισχυρισμό ότι μια μικρή αλλαγή εκλαμβάνεται ως ένα μικρό βήμα στο μακρύ δρόμο προς τον μετασχηματισμό του όλου. Το καταστροφικό μοντέλο της ψευδο-δραστηριότητας είναι το «Do it yourself», κάν’ το μόνος σου: δραστηριότητες που επιτυγχάνουν ό,τι εδώ και καιρό μπορεί να επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, μόνο για να εμπνεύσουν στα ανελεύθερα άτομα, τα οποία έχουν παραλύσει μέσα στον αυθορμητισμό τους, την αυτοπεποίθηση πως όλα εξαρτώνται από τους ίδιους. Η ανοησία του «κάν’ το μόνος σου» στην παραγωγή υλικών αγαθών, ακόμη και σε πολλές επιδιορθώσεις, είναι εντελώς προφανής. Ομολογουμένως, η ανοησία δεν είναι καθολική. Με την ελάττωση των λεγόμενων services [υπηρεσιών], κάποιες φορές περιττά – σύμφωνα με την τεχνική ανάπτυξη – μέτρα, τα οποία διεκπεραιώνονται από ιδιώτες, εκπληρώνουν κάποιο σχεδόν έλλογο σκοπό. Η προσέγγιση του «κάν’ το μόνος σου» στην πολιτική δεν έχει εντελώς τον ίδιο χαρακτήρα. Η κοινωνία που απροσπέλαστα αντίκειται στους ανθρώπους είναι εντούτοις αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εμπιστοσύνη στην περιορισμένη δράση μικρών ομάδων ανακαλεί τον αυθορμητισμό, ο οποίος ατροφεί κάτω από την συγκαλυμμένη ολότητα και χωρίς τον οποίο αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Ο διοικούμενος κόσμος έχει την τάση να στραγγαλίζει κάθε αυθορμητισμό, ή τουλάχιστον να τον διοχετεύει σε ψευδο-δραστηριότητες. Τουλάχιστον αυτό δεν λειτουργεί τόσο ομαλά όσο θα προσδοκούσαν οι παράγοντες του διοικούμενου κόσμου. Ωστόσο, ο αυθορμητισμός δεν πρέπει να απολυτοποιείται• εξίσου δεν πρέπει να αποσπάται από την αντικειμενική κατάσταση ή να ειδωλοποιείται όπως ο ίδιος ο διοικούμενος κόσμος. Ειδάλλως, το τσεκούρι στο σπίτι, το οποίο ποτέ δεν υποκαθιστά την εργασία του ξυλουργού, θα σπάσει την κοντινότερη πόρτα, ενώ η ομάδα επιδρομών είναι σε επιφυλακή.[5] Ακόμη και πολιτικές ενέργειες μπορούν να βουλιάξουν μέσα στις ψευδο-δραστηριότητες και μέσα στη θεατρικότητα. Δεν είναι τυχαίο πως το ιδεώδες της άμεσης δράσης, ακόμη και οι προπαγανδιστικές ενέργειες, έχουν αναστηθεί, αφότου πρώην προοδευτικές οργανώσεις έχουν ενσωματωθεί με προθυμία και αναπτύσσουν σε όλες τις χώρες της γης τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα οποία κάποτε αντιτάσσονταν. Αλλά με αυτόν τον τρόπο δεν ακυρώνεται η κριτική στον αναρχισμό. Η επιστροφή του είναι αυτή ενός φαντάσματος. Η ανυπομονησία απέναντι στη θεωρία, η οποία αποκαλύπτεται εντός αυτής της επιστροφής, δεν ωθεί τη σκέψη πέρα από τον εαυτό της. Λησμονώντας τη σκέψη, η ανυπομονησία υπολείπεται αυτής.
Αυτό καθίσταται ευκολότερο για το άτομο μέσω της συνθηκολόγησης απέναντι στη συλλογικότητα, με την οποία ταυτίζεται. Το άτομο απαλλάσσεται από την αναγνώριση της ανημπόριας του• οι λίγοι φαντάζονται πως είναι πολλοί. Αυτή η ενέργεια, και όχι η αταλάντευτη σκέψη, αντιστοιχεί σε παραίτηση. Δεν κυριαρχεί κάποια διαφανής σχέση ανάμεσα στο συμφέρον του εγώ και της συλλογικότητας στην οποία παραδίδει τον εαυτό του. Το εγώ πρέπει να εγκαταλείψει τον εαυτό του έτσι ώστε να ευλογηθεί από τη χάρη της επιλογής του εκ μέρους της συλλογικότητας. Άρρητα έχει τεθεί μια σχεδόν καντιανή κατηγορική προσταγή: πρέπει να συνυπογράψεις. Το αίσθημα μιας καινούργιας ασφάλειας εξαγοράζεται με τη θυσία της αυτόνομης σκέψης. Η παρηγοριά πως η σκέψη βελτιώνεται στο πλαίσιο της συλλογικής δράσης είναι παραπλανητική: η σκέψη, ως ένα απλό εργαλείο της δράσης, αμβλύνεται όπως κάθε εργαλειακός λόγος. Αυτή τη στιγμή καμία ανώτερη μορφή της κοινωνίας δεν είναι ορατή με συγκεκριμένο τρόπο: γι’ αυτό, οτιδήποτε δρα ωσάν [η ανώτερη μορφή κοινωνίας] να αποτελούσε εύκολο στόχο, ενέχει κάτι οπισθοδρομικό. Όμως, με βάση τον Φρόιντ, αυτός που οπισθοδρομεί δεν έχει ακόμη επιτύχει τον ενορμητικό σκοπό του. Αντικειμενικά, η οπισθοδρόμηση είναι ματαίωση, ακόμη και όταν θεωρεί τον εαυτό της το αντίθετο και ανυποψίαστα προπαγανδίζει την αρχή της ηδονής.
Αντιθέτως, αυτός που στην πραγματικότητα δεν υποκύπτει είναι ο ασυμβίβαστα κριτικός διανοητής, ο οποίος ούτε παραδίδει τη συνείδησή του ούτε επιτρέπει τον εαυτό του να δρα υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας. Η σκέψη δεν είναι η νοητική αναπαραγωγή αυτού που ούτως ή άλλως υπάρχει. Στο βαθμό που δεν διακόπτεται, η σκέψη συντηρεί τη δυνατότητα. Η ακόρεστη πλευρά της, η αποστροφή της απέναντι στη βιαστική ικανοποίηση, αρνείται την ανόητη σοφία της παραίτησης. Η ουτοπική στιγμή στη σκέψη είναι τόσο ισχυρότερη όσο λιγότερο αυτή – επίσης μια μορφή υποτροπής – εξαντικειμενικεύεται σε ουτοπία, υπονομεύοντας συνακόλουθα την πραγμάτωσή της. Η ανοικτή σκέψη παραπέμπει πέρα από τον εαυτό της. Από την πλευρά της, αποτελεί μια συμπεριφορά, μια μορφή πράξης, που συγγενεύει περισσότερο με τη μετασχηματιστική πράξη παρά με μια συμπεριφορά που είναι συγκαταβατική για χάρη της πράξης. Προτού αποκτήσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο, η σκέψη είναι πραγματικά η δύναμη της αντίστασης και μόνο με μεγάλη δυσκολία έχει αποξενωθεί από αυτήν. Μια τέτοια εμφατική έννοια της σκέψης δεν προστατεύεται πράγματι ούτε από τις υπάρχουσες συνθήκες ούτε από τον προς επίτευξη σκοπό, ούτε από οποιαδήποτε τάγματα. Οτιδήποτε είχε υπάρξει αντικείμενο της σκέψης, μπορεί να απωθηθεί, να ξεχαστεί, να αφανισθεί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως κάτι από αυτό επιζεί. Διότι η σκέψη έχει το στοιχείο του καθολικού. Αυτό που η σκέψη συνέλαβε με πειστικό τρόπο, έστω για μια φορά, πρέπει να το σκεφτούν άλλοι, αλλού: αυτή η εμπιστοσύνη συνοδεύει ακόμη και την πιο μοναχική και αδύναμη σκέψη. Όποιος σκέπτεται, δεν είναι εξοργισμένος, παρά την κριτική του: η σκέψη έχει μετουσιώσει την οργή. Καθώς το σκεπτόμενο άτομο δεν χρειάζεται να στρέψει την οργή στον εαυτό του, δεν επιθυμεί να την στρέψει και στους άλλους. Η ευτυχία που χαράζει στη ματιά του σκεπτόμενου ατόμου είναι η ευτυχία της ανθρωπότητας. Η καθολική τάση της καταπίεσης αντιτίθεται στην σκέψη ως τέτοια. Η σκέψη είναι ευτυχία ακόμη κι όταν ορίζει τη δυστυχία: καθώς την εκφράζει. Μόνον έτσι εκτείνεται η ευτυχία μέχρι την καθολική δυστυχία. Όποιος δεν την αφήνει να ατροφήσει, αυτός δεν έχει παραιτηθεί ακόμη.
[Σ.τ.μ.: Οι αγγλικές λέξεις που αφήσαμε στο κείμενο (με τη μετάφρασή τους εντός αγκυλών) παρατίθενται από τον Αντόρνο στα αγγλικά στο πρωτότυπο. Οι σημειώσεις είναι του άγγλου μεταφραστή].
[1]. Ραδιοφωνική έκδοση: «Στον Μαρξ, η διδασκαλία της ενότητας θεωρίας και πράξης εμπνεόταν από τη δυνατότητα της δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν είχε πραγματοποιηθεί αλλά ούτε είχε γίνει ακόμη αισθητή».
[2]. Αναφορά στο γράμμα του Μαρξ στον Άρνολντ Ρούγκε, τμήμα της δημόσιας αλληλογραφίας μεταξύ αυτών και του Μπακούνιν και του Φόιερμπαχ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Deutsch-Französische Jahrbücher (1844): «Αν δεν έχουμε δουλειά με την οικοδόμηση του μέλλοντος ή με την παντοτινή του οργάνωση, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για το έργο με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι στο παρόν: Εννοώ την αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος, αμείλικτη με την έννοια πως δεν πρόκειται να περιοριστεί ούτε από τις ίδιες της τις ανακαλύψεις ούτε από την σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις». (Marx, Early Writings, μετάφραση R. Livingstone and G. Benton, Penguin Books, 1992, σελ. 207)
[3]. Βλ. την πρώτη κοινή έκδοση των Μαρξ και Ένγκελς, μια σατιρική πολεμική στον Μπρούνο Μπάουερ και τους Νέους Εγελιανούς: “Η αγία οικογένεια, ή κριτική της κριτικής κριτικής”.
[4]. Βλ. Γιούργκεν Χάμπερμας, «Η φαινομενική επανάσταση και τα τέκνα της: έξι θέσεις για την τακτική, τους στόχους και τις αναλύσεις της κατάστασης της αντιπολιτευόμενης νεολαίας», Frankfurter Rundshau, Ιούνιος 5, 1968, σελ. 8.
[5]. Αναφορά στην τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, του Γουλιέλμου Τέλλου (1804) του Σίλερ.
Μετάφραση: Γιάννης Ντούρος (από τα αγγλικά)
Αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο και επιμέλεια: Δώρα Βέττα, Γιώργος Στεφανίδης, Θοδωρής Βελισσάρης
Ο παραπάνω αφορισμός περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αντόρνο: Stichworte. Kritische Modelle 2. Frankfurt am Main 1969