«ΝΙΚΗΦΟΡΑ» ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ…ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ!
Πέτρος Πέτκας- 24/5/2015
Α) Περί ιστορίας
Στην δημοσιευόμενη, πιο πάνω, κριτική του Θοδωρή Βελισσάρη (στο εξής Θ.Β), όπως και στο βιβλίο μας, γίνονται συχνές αναφορές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους όπως στην Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Όσον αφορά, τουλάχιστον το βιβλίο μας, δεν πρόκειται για ιστορική μελέτη αλλά για μερικές σκέψεις που εδράζονται πάνω σε ιστορικά γεγονότα. Τούτο σημαίνει πως αναγκαστικά προβαίνουμε σε περιγραφή γεγονότων και, στην συνέχεια, στην ερμηνεία τους. Είχε επισημανθεί έγκαιρα απ’ τον Ευτύχη Μπιτσάκη πως «άλλο η περιγραφή ενός γεγονότος και άλλο η ερμηνεία του γεγονότος». Μόνο που η ερμηνεία του γεγονότος, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να στηρίζεται σε μια προγενέστερη μεν, ακριβή δε, περιγραφή του. Αν η περιγραφή είναι ανακριβής τότε και η ερμηνεία αναποδράστως θα είναι αναξιόπιστη, εσφαλμένη. Στον Όμηρο, όταν αναφύονταν μια νομική διαφορά, την έφεραν μπροστά στον Ίστορα, άνθρωπο επιδέξιο να ερευνά τα αμφισβητούμενα γεγονότα και να αποφασίζει ποιό ήταν το αληθινό. Ιστορίη (ο ιωνικός τύπος της λέξης ιστορία) σήμαινε μιαν έρευνα αυτού του είδους. Η ιστορία, λοιπόν, προσπαθεί να ανεύρει την αλήθεια, να κατανοήσει το παρελθόν, δεν επιδιώκει να προσφέρει ψυχαγωγία, να κερδίσει δημοτικότητα, να θυσιάσει την αλήθεια χάριν του εντυπωσιασμού – Μ’ άλλα λόγια, η ιστορία δεν «ποζάρει» (βλ. JOHN B. BURY, Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, εκδόσεις Παπαδήμα, σελ. 20,141,176,186 (σημείωση 29), 9). Τούτο σημαίνει πως σκοπός της ιστορίας δεν μπορεί να είναι η σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος, ούτε η υπόθαλψη αλυτρωτικών προσδοκιών, όπως δεν μπορεί να είναι η εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων ή ιδεολογικών προτιμήσεων του σήμερα με την ασυνείδητη ή συνειδητή προβολή πάνω στην οθόνη του παρελθόντος ορισμένων ανικανοποίητων πολιτικών πόθων του παρόντος. (Βλ. το άρθρο μας στην εφημερίδα «Νέα προοπτική» της 26 – 10 -2013 με τίτλο «Απ’ τα σπάργανα μέχρι τα σάβανα» – «Μαθήματα Ελληνικής Ιστορίας»).
Για να καταστήσουμε σαφέστερη την περί ιστορίας αντίληψή μας, ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που σχετίζεται άμεσα και με το θέμα μας: Ο Δημήτρης ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, με άρθρο του στην ΟΥΤΟΠΙΑ (τεύχος 100, Σεπτ-Οκτ. 2012 σελ. 135 επ. και ιδία σελ. 140), υποστηρίζει, μεταξύ των άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Χαρακτηριστικό, εξάλλου, στοιχείο της εσωκομματικής δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν ότι οι θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης τυπώθηκαν και μοιράσθηκαν στους συνέδρους» του 10ου Συνεδρίου. Απ’ το προπαρατεθέν απόσπασμα προκύπτει α) ότι η Εργατική Αντιπολίτευση είχε κάθε δυνατότητα πολιτικής δράσης χωρίς προσκόματα στο πλαίσιο του κόμματος των Μπολσεβίκων και της Σοβιετικής Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή συνιστά το «γεγονός». Β) Το προπαρατεθέν «γεγονός» ερμηνεύεται ως αποκαλυπτικό της ύπαρξης δημοκρατίας στο κόμμα των Μπολσεβίκων και στην σοβιετική κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας μπορούσαν να εκφρασθούν δημόσια ακωλύτως όλες οι αντίθετες προς την κρατούσα άποψη απόψεις. Η πραγματικότητα, όμως, διέφερε ουσιωδώς απ’ τα προαναφερθέντα: Η ατύπως μεν, ουσιαστικώς δε, αρχηγός της Εργατικής Αντιπολίτευσης Αλεξάνδρα Κόλονταϊ, η συγγραφέας του αποκαλυπτικού βιβλίου με τίτλο «Η Εργατική Αντιπολίτευση», (κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Βέργος και Άρδην), αυτής της πολύτιμης πρωτογενούς ιστορικής πηγής, κατήγγειλε από του βήματος του χειραγωγηθέντος 10ου Συνεδρίου ότι η κυκλοφορία αυτού του βιβλίου της είχε παρεμποδιστεί εσκεμμένα. (Βλ. αναλυτικά – λεπτομερώς, MAURICE BRINTON, Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος. Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917 – 1921, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 181 με περαιτέρω παραπομπή σε πρωτογενή πηγή – υλικά του 10ου Συνεδρίου). Μόνο που η καταγγελία της Κόλονταϊ ήταν – εν αγνοία της – λειψή: το βιβλίο της απαγορεύτηκε και κατασχέθηκε ευθύς μετά την έκδοσή του (βλ. Ντανιέλ Γκερέν, Ο Αναρχισμός, από την θεωρία στην πράξη, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», Δ΄ Έκδοση, σελ 105). Την αυτού περιεχομένου διαβεβαίωση μας παρέχουν η Έμμα Γκόλντμαν (Η απογοήτευσή μου στην Ρωσία. Δύο χρόνια στη Ρωσία 1920-1921, εκδόσεις Απόπειρα) και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν ( Η Ρωσική Τραγωδία, εκδόσεις «ΑΡΔΗΝ» σελ. 95 και ιδία σελ. 97), με την επισήμανση ότι οι δύο τελευταίοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες. Και όλα αυτά συνέβαιναν τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1921. Με αριστουργηματική συμπύκνωση το διατύπωσε ο ιστορικός του πολιτισμού, την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Walter Goetz: «Το καθήκον του ιστορικού είναι όχι η καλλιέργεια της ευσέβειας προς ένα παρανοημένο παρελθόν, αλλά η ανελέητη εξερεύνηση της αλήθειας» (Βλ. ΠΗΤΕΡ ΓΚΑΙΥ, Η πνευματική ζωή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης – Γερμανία 1919-1933, εκδόσεις Νησίδες, σελ.81).
Πρέπει, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να τονίσουμε και τούτο: Μια πολιτική οργάνωση της Αριστεράς δεν μπορεί να λειτουργεί και να δρα με όρους και προϋποθέσεις επιστημονικού ιστορικού ινστιτούτου, Ακαδημίας Επιστημών. Έχει άλλην αποστολή και άλλα προτάγματα. Αν, όμως, «γυρίσει τις πλάτες της» στα επιστημονικά δεδομένα, τότε θα ναρκοθετήσει την δράση της και θα ακυρώσει τα προτάγματά της.
Β) Η περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ
Ο Θ.Β στην κριτική του επισημαίνει την «συνεχή επίκληση της Λούξεμπουργκ», χαρακτηρίζει την κριτική της Λούξεμπουργκ ως «παρωχημένη», την εμφανίζει να μην επικρίνει «τον αυταρχισμό και τις ιδέες περί δικτατορίας του προλεταριάτου» του Λένιν, να μην υιοθετεί την κατηγορία «περί μπλανκισμού» κατά του Λένιν (την οποία αποδίδει σε μας) και επισημαίνει αμφίσημα ότι το έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» τόγραψε στην φυλακή χωρίς νάχει πρόσβαση σε επαρκή στοιχεία και πληροφορίες και ότι «δεν το κυκλοφόρησε όσο ζούσε». Στο σημείο τούτο ο Θ.Β υιοθετεί απόλυτα, ίσως και ακουσίως, την κοινώς παραδεδεγμένη αριστερή άποψη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ με κοινή συνισταμένη την υποτιθέμενη απουσία θεμελιώδους διάστασης μεταξύ των θέσεών της και του Λένιν. (βλ. λ.χ το άρθρο του Πάνου Πέτρου στην «Εργατική Αριστερά» της 15-1-2014 με τίτλο «Η κόκκινη Ρόζα, «Φλόγα και ξίφος της επανάστασης», ως και το άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΡΟΡΟΠΟΥΛΟΥ στο «ΠΡΙΝ» της 26-1-2014 όπου αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι «Η διαφορά αυτή» (μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ, που την οριοθετεί μόνο ως προς την Συντακτική Συνέλευση) «διογκώνεται απ’ τον παλαιό και σύγχρονο ρεφορμισμό στην προσπάθειά του να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία και να προβάλει την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας»). Η Λούξεμπουργκ σε μια σειρά ζητήματα-εθνικισμός, ιμπεριαλισμός και οργάνωση – κράτησε μιαν ιδιάζουσα θέση, διαφορετική από των μειζόνων συγχρόνων της μαρξιστών – Μπερνστάιν, Κάουτσκι και Λένιν. Για να ταυτιστεί με την «κρατούσα ορθοδοξία» κρίθηκε απαραίτητο ν’ απορριφθούν ορισμένα κείμενά της, ιδίως η ανάλυση της Ρώσικης Επανάστασης, ως δήθεν, καρποί κακής ή ελλιπούς πληροφόρησης και να επανερμηνευτούν ορισμένα άλλα. Έτσι, ο Arnold Reisberg καταγγέλει το 1970 ως αντικομμουνιστική την ερμηνεία του ανταγωνισμού Λούξεμπουργκ – Λένιν. Τονίζει την προσέγγισή τους μετά το 1905 και παραθέτει αποσπάσματα από ένα γράμμα της Λούξεμπουργκ που καλωσορίζει την Ρώσικη Επανάσταση (του 1905). Ο Norman Geras, το 1976, μειώνει την σημασία της κριτικής της στον Λένιν, ενώ ο J.P Nettl το 1966, θεωρεί πως έχει μικρή σημασία. (Βλ. Ράσελ Τζάκομπι, Διαλεκτική της ήττας, Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 76 και 159 σημείωση μ’ αριθμό 39 όπου περαιτέρω παραπομπές στα έργα προπαρατεθέντων συγγραφέων). Η αμφισβήτηση της επανάστασης με άνωθεν εντολές ή με την μίμηση ενός υποδείγματος παλλόταν σ’ όλο το έργο της Λούξεμπουργκ. Κεντρική της πίστη ήταν το προλεταριάτο ως υποκείμενο της επανάστασης. Δυσπιστούσε απέναντι στο κόμμα που υποκαθιστούσε την τάξη, απέναντι στην ηγεσία ή στην γραφειοκρατία προς όφελος του προλεταριάτου. Παραθέτοντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο του ίδιου του προλεταριάτου, σχολίασε: «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια κάποια επιτροπή διανοουμένων, που παραπειστικά αυτοαποκαλείται ηγέτης της εργατικής τάξης, ΄΄διατάσσει΄΄ ή ΄΄αποφασίζει΄΄ πότε και πώς η εργατική τάξη θ’ αρχίσει να ενεργεί με στόχο την χειραφέτησή της· σημαίνει ότι οι πλατιές μάζες του ίδιου του προλεταριάτου πρέπει να αναγνωρίσουν την ανάγκη, την προϋπόθεση και τα μέσα για χειραφέτηση και με την θέληση τους…να ξεκινήσουν ανοιχτά τον αγώνα» (στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 75 με περαιτέρω παραπομπές (Για τους διανοούμενους και την σχέση τους με το επαναστατικό κίνημα βλ. τα άρθρα μας στην «Νέα Προοπτική» με τίτλους «Ο Σιδηρούς Νόμος της Ολιγαρχίας…σε επανεμφάνιση!» στο φύλλο της 31-12-2014 και «΄΄Πνευματικοί΄΄ άνθρωποι άνευ..πνεύματος» στο φύλλο της 10-1-2015). Ούτε η αξιολόγηση εκ μέρους της Λούξεμπουργκ της Ρωσικής Επανάστασης μπορεί να απορριφθεί εύκολα, ούτε μπορεί να διαχωριστεί από την κριτική που άσκησε στον Λένιν το 1904. Τουναντίον, η πρώτη αποτελεί επικαιροποίηση της δεύτερης! Αμφότερες καταδεικνύουν την εξαιρετική ιστορική οξυδέρκειά της. Οι επικριτές μας αναφέρονται, με ιδιαίτερη προτιμησιακή διάθεση, στην επιστολή της του 1906 με την οποία φέρεται να απέσυρε ορισμένα μέρη της κριτικής της του 1904. Αποφεύγουν,όμως, να υπομνήσουν ότι εξακολουθούσε να διατηρεί τις επιφυλάξεις τηςαπέναντι στους Μπολσεβίκους όπως φανερώνουν τα σχόλιά της για την Συνδιάσκεψη του RSPD το 1907 και, το σπουδαιότερο, επιλέγουν να λησμονούν ότι το 1918 κατηγόρησε τον Λένιν και τον Τρότσκυ για γιακωβινισμό (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 76 και 160 σημείωση μ’ αριθμό 44 όπου παράθεση πρωτογενών πηγών). Λόγω στενότητας χώρου, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε εξοικονόμηση σκέψεων (τις οποίες αναπτύξαμε αναλυτικά αλλού. βλ. το άρθρο μας με τίτλο «Επαναστατικές αδολεσχίες 2» στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (Κοζάνης), τεύχος 156, Άνοιξη 2011, σελ. 99 επ. και ιδία σελ. 103-105 και 116-117, όπου αναλυτική αναφορά στο κεφαλαιώδες έργο της « Συγκεντρωτισμός και Δημοκρατία, ή οργανωτικά ζητήματα της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας» που αποτελεί εξοντωτική, ανηλεή κριτική του Λένιν και των θέσεών του. Εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κοροντζή με τίτλο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», και στο έργο της «Ρωσική Επανάσταση»). Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ψήγματα μόνον της σκέψης της: Επικεντρώνοντας στον σκληρό πυρήνα της λενινιστικής πρότασης, υποστηρίζει πως αντί της κυριαρχίας της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών στο κόμμα, έχουμε την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής που ενεργεί, κατά κάποιον τρόπο, δυνάμει μιας άρρητης ΄΄πληρεξουσιότητας΄΄, αντί του ελέγχου που ασκούν οι εργατικές μάζες στα όργανα του κόμματος, έχουμε τον αντεστραμμένο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής επί της δραστηριότητας του προλεταριάτου (σελ. 45 στην έκδοση Κοροντζή). Ο προτεινόμενος υπερσυγκεντρωτισμός του Λένιν δεν είναι διαποτισμένος από θετικό και δημιουργικό πνεύμα, αλλά από το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα. Η όλη προσπάθειά του τείνει να ελέγξει την δραστηριότητα του κόμματος και όχι να την γονιμοποιεί, να περιορίζει, παρά να διευρύνει το κίνημα, να το ανακόπτει και όχι να το ενοποιεί (σελ 49, πιο πάνω). Ο αυστηρός συγκεντρωτισμός του Λένιν θα παρέδιδε το κίνημα των ακαλλιέργητων ακόμη προλεταρίων στα χέρια των διανοούμενων αρχηγών της κεντρικής επιτροπής (σελ. 58). Προειδοποιεί τον Λένιν ότι σταματώντας τους παλμούς μιας υγιούς οργανικής ζωής, εξασθενεί το σώμα και ελαττώνεται η αντίστασή του καθώς και το μαχητικό του πνεύμα…Το προτεινόμενο μέτρο στρέφεται εναντίον του σκοπού (σελ. 63). Στο έργο της «Ρώσικη Επανάσταση» (έχουμε υπόψη μας την έκδοση των εκδόσεων Ύψιλον), γράφει, μεταξύ των άλλων σημαντικών, και τ’ ακόλουθα: «Ο Λένιν και ο Τρότσκυ εγκατέστησαν στην θέση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, που βγαίνουν από γενικές λαϊκές εκλογές, τα σοβιέτ σαν μοναδική πραγματική αντιπροσώπευση των εργαζομένων μαζών. Αλλά πνίγοντας την πολιτική ζωή σε όλη την χώρα είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα και περισσότερο η ζωή μέσα σε αυτά τα ίδια τα σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία Τύπου και συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο. Από τον νόμο αυτό κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. Η δημόσια ζωή σιγά-σιγά βυθίζεται στον ύπνο..» (σελ. 73) Καθώς επίσης και «…Η σοσιαλιστική δημοκρατία όμως δεν αρχίζει από την γη της επαγγελίας αφού δημιουργηθεί πρώτα το υπόβαθρο της σοσιαλιστικής οικονομίας, σαν ένα έτοιμο χριστουγεννιάτικο δώρο προς τον καλό λαό, που στο μεταξύ υποστήριζε την χούφτα των σοσιαλιστών δικτατόρων. Η σοσιαλιστική δημοκρατία αρχίζει ταυτοχρόνως με το έργο της κατάλυσης της ταξικής κυριαρχίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, από την στιγμή της κατάληψης της εξουσίας από το σοσιαλιστικό κόμμα…» (σελ. 78-79)
Το να προσπαθεί, μετά ταύτα, ο οιοσδήποτε να ταυτίσει την Λούξεμπουργκ με την κρατούσα «ορθοδοξία» των Λένιν-Τρότσκυ, συνιστά απροκάλυπτη κακοπιστία! Κλείνουμε αυτήν την ενότητα με δύο (2) παρατηρήσεις: 1) Η δυτικοευρωπαϊκή οπτική της Λούξεμπουργκ ελαχιστοποιήθηκε ως μη όφειλε. Καταδίκασε τις μπολσεβίκικες πρακτικές όχι μόνο αυτές καθαυτές αλλά σε σχέση με την επίδρασή τους στην Δ.Ευρώπη. Η επιτυχία τους ενθάρρυνε την δουλική μίμηση: αυτός ήταν ο κίνδυνος! Φοβήθηκε ότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη θα υπέκυπτε στην μίμηση των μπολσεβίκων. Γι’ αυτό θέλησε να αναβάλει την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς έως ότου ορισμένα δυναμικά δυτικοευρωπαϊκά κόμματα να μπορέσουν ν’ αναχαιτίσουν την επιρροή των μπολσεβίκων. Εναντιώθηκε και στην υιοθέτηση της ονομασίας «κομμουνιστικό κόμμα» που την θεώρησε ξένη προς τις γερμανικές επαναστατικές παραδόσεις (παράβ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας, σελ. 78 και 160, σημείωση μ’ αριθμό 52 όπου περαιτέρω παραπομπές). Γι’ αυτόν τον λόγο και έδωσε εντολή στον αντιπρόσωπο του Κ.Κ.Γ Ούγκο Έμπερλαϊν στο πρώτο συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς, να αντιταχθεί στην ίδρυση μιας νέας διεθνούς, ενώ ο Λέο Γιόγκισες τούδωσε εντολή ν’ αποχωρήσει απ’ το Συνέδριο αν αυτό δεν υιοθετούσε την περί αναβολής του άποψη. Ο φόβος της Λούξεμπουργκ και του Γιόγκισες συνίστατο εις τούτο: η νέα διεθνής θα είχε αποκλειστικώς ρωσικό χαρακτἠρα! (Βλ. Ε.Χ ΚΑΡΡ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμος 3, σελ. 158)
2) Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε απ’ το βιβλίο μας τ’ ακόλουθο απόσπασμα: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ «δεν πίστευε σε μια «νίκη» στην οποία ο πολύς κόσμος δεν θα είχε κανένα ρόλο, ούτε φωνή, φοβόταν πολύ περισσότερο μια διαστρεβλωμένη επανάσταση από μια αποτυχημένη επανάσταση, πίστευε, με μια θαυμαστή ιστορική οξυδέρκεια πως η ηθική κατάρρευση της επανάστασης, θα προξενούσε μεγαλύτερη ζημιά απ’ όσο θα μπορούσαν να κάνουν «όλες οι πολιτικές ήττες…σε τίμιους αγώνες εναντίον υπέρτερων δυνάμεων και σε αντίξοες ιστορικές συνθήκες» (Βλ. Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, εκδόσεις Νησίδες, 1998, σελ. 38-39) – Η νεοτοποθετηθείσα απ’ την Εκτελεστική Επιτροπή της Τρίτης (Κομουνιστικής) Διεθνούς γενική γραμματέας του Κ.Κ Γερμανίας εικοσάχρονη Ρουθ Φίσερ (Ελφρίντε Άισνερ) έλεγε, κατ’ επιταγήν των εντολέων της, στους Γερμανούς συντρόφους της ότι « Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η επιρροή της, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από σύφιλη!» (βλ. σελ 82 του βιβλίου μας όπου και ακριβείς παραπομπές).
Γ) Η ελευθεριακή Αριστερά και ο Μπορντίγκα
Ο Θ.Β, σε μιαν αποστροφή του λόγου του, λέει «όχι μόνον μπολσεβίκοι, αλλά και μορφές που συμπαθεί ή περιλαμβάνει η ελευθεριακή Αριστερά, όπως οι Σερζ, Μπορντίγκα και Άβριτς τόνιζαν..». Ο Μπορντίγκα έγινε διαφωνών και αντίπαλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γι’ αυτό άλλωστε και ο Λένιν τον χαρακτήρισε «αριστερό» κομμουνιστή. Τούτο ήταν, εν μέρει, σωστό καθόσον ο Μπορντίγκα διακρινότανε από μια άρνηση της κοινοβουλευτικής τακτικής. Για τον Μπορντίγκα, ο κοινοβουλευτισμός μύριζε ρεφορμισμό και οπορτουνισμό. Αμφισβήτησε ανοιχτά τον σοβιετικό μαρξισμό. Λίγο αργότερα, στην Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν το 1926, μίλησε χωρίς περιστροφές και υποστήριξε ότι το ρωσικό μοντέλο επανάστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί παντού, με το αιτιολογικό ότι ο ευσταθής αστικός κρατικός μηχανισμός της Δύσης ήταν «κάτι άγνωστο στην ρωσική ιστορία». Μίλησε για «κρίση» στην Κομ. Διεθνή, για μια «θεμελιώδη ατέλεια στην εσωτερική μέθοδο δουλειάς», απέρριψε το σύνθημα και την πραγματικότητα της μπολσεβικοποίησης επισημαίνοντας ότι «Σημαίνει μια τεχνητή και μηχανιστική μεταφύτευση στα Δυτικά κόμματα μεθόδων που προσιδιάζουν στο ρωσικό κόμμα. Με την μπολσεβικοποίηση, γίνεται μια απόπειρα να λύσουμε πολιτικά ζητήματα με ενέργειες οργανωτικού χαρακτήρα». Τέλος, κατήγγειλε την «τρομοκρατία» που ασκούνταν κατά των αντιπάλων της Κομ. Διεθνούς λέγοντας, χαρακτηριστικά, αυτή «η αυτοκαταστροφική μανία πρέπει να σταματήσει» ( Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, πιο πάνω, σελ. 112-114 και περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).
Στο σημείο τούτο, όμως, χωρίζουν ξεκάθαρα οι δρόμοι του Μπορντίγκα και των λοιπών «αριστερών κομμουνιστών»: Οι δεσμοί του Μπορντίγκα με τους υπόλοιπους «αριστερούς κομμουνιστές», ΔΕΝ εκτείνονται σε μια θεωρία της οργάνωσης. Η απόρριψη, κατά τον Μπορντίγκα, του κοινοβουλευτισμού, βασιζόταν σ’ ένα σφριγηλό και πειθαρχημένο κόμμα, και ΟΧΙ, όπως σ’ άλλους «αριστερούς» κομμουνιστές, σε αντιεξουσιαστικές προλεταριακές οργανώσεις. Ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του λενινιστικού κόμματος, συνεπής δε προς τον άκαμπτο λενινισμό του, εναντιώθηκε σθεναρά στα εργοστασιακά συμβούλια! (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 122 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). Οι «αριστεροί κομμουνιστές» όπως ο Πάνεκουκ (ο τόσο απαξιωμένος και παραγκωνισμένος) και ο Γκόρτερ προέβαιναν σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη κριτική της Ρωσικής επανάστασης και του Λένιν: Κατά την σαφή διατύπωση του Πάνεκουκ «Τον Νοέμβριο του 1918, η κρατική εξουσία ξεγλίστρησε από τα άνευρα χέρια της αστικής τάξης στην Γερμανία και στην Αυστρία.. οι μάζες είχαν τον έλεγχο· και, εν τούτοις, η αστική τάξη στάθηκε ικανή να οικοδομήσει πάλι αυτήν την κρατική εξουσία και να υποτάξει για μιαν ακόμη φορά τους εργάτες. Αυτό αποδεικνύει ότι η αστική τάξη κατείχε μιαν άλλη κρυφή πηγή εξουσίας (ισχύος), που παρέμεινε άθικτη και της επέτρεψε να εγκαθιδρύσει εκ νέου την ηγεμονία της όταν όλα φαίνονταν γκρεμισμένα. Αυτή η κρυφή εξουσία (ισχύς) είναι η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ (τα κεφαλαία δικά μας..). Οι ίδιες οι προλεταριακές μάζες αποκατέστησαν την ηγεμονία της αστικής τάξης αφού είχε καταρρεύσει». Αυτή η αστική ηγεμονία, ριζωμένη στην μακρά ιστορία μιας αποφασιστικής και ευέλικτης αστικής τάξης ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΣΕ την Δ.Ευρώπη από την Σοβιετική Ένωση! Ο Γκόρτερ τόνιζε ότι η ιδεολογία της αστικής τάξης «έχει ποτίσει βαθιά τα μυαλά και τις καρδιές των εργατών» της Δύσης. Η συμβατική, λοιπόν, εξάρτηση από ηγέτες, κοινοβούλια και συνδικάτα όχι μόνο δεν θα βοηθούσε αλλά θα ήταν κάτι χειρότερο: θα επικύρωνε τις μορφές της αστικής κυριαρχίας. (στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 87,88 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές).
Ο «αριστερός κομμουνισμός» στην Γερμανία, στην Ολλανδία και – εν μέρει – στην Ιταλία, ξέγραψε τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα από φορείς της επανάστασης. Διακρινότανε από ένα βαθύ μίσος για την εξουσιαστικότητα – αυταρχισμό και την γραφειοκρατία. Θεωρούσε πως τα κοινοβούλια και τα συνδικάτα ενθάρρυναν αυταπάτες για την επαναστατική διαδικασία στην εργατική τάξη. Εκτιμούσαν την αυτονομία και την αυτορύθμιση του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και ΥΜΝΗΣΑΝ τα Συμβούλια (Σοβιέτ), τα οποία, σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική ή συνδικαλιστική γραφειοκρατία, βασίζονταν στην αυτονομία και στην ανεξαρτησία του προλεταριάτου. Αυτός ήταν και ο λόγος εξ αιτίας του οποίου, η Κομ. Διεθνής και ο ίδιος ο Λένιν διέλυσαν τα Περιφερειακά Γραφεία της Κομ. Διεθνούς στο Άμστερνταμ (που περιλάμβανε τον Γκόρτερ, την Ενριέττα Ρόλαντ-Χόλστ και τον Πάννεκουκ, τον πνευματικό του ηγέτη) και της Βιέννης (που βρέθηκε υπό την επιρροή των εξορίστων της ηττημένης Ουγγρικής επανάστασης και, πρωτίστως, του Λούκατς). Έτσι, έσβησαν και τα τόσο πολύτιμα θεωρητικά τους όργανα, τα περιοδικά «Δελτίο» (Bulletin) και «Kommunismus», αντίστοιχα. (βλ. στο ίδιο πιο πάνω, σελ. 84, 85 όπου περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). {Το γραφείο του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε τον Οκτώβρη 1919 με εξουσιοδότηση του Λένιν. Το γραφείο της Βιέννης άνοιξε μετά τον Αύγουστο του 1919. Αμφότερα επισκίαζαν το ευάγωγο Γραφείο του Βερολίνου της Κομ. Διεθνούς. (Βλ. Ε.Χ Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμ. 3 σελ. 174,171, 214, 215 και 210)}.Συνακόλουθα, η ήττα της Επανάστασης στην Κεντρική Ευρώπη είχε βαθύτερα και συνθετότερα αίτια που, σε κάθε περίπτωση, δεν εξαντλούνται στην απλοϊκή συλλογιστική του Θ.Β σύμφωνα με την οποία η αποτυχία της οφειλότανε στην απουσία ενός μπολσεβικοποιημένου Κομμουνιστικού Κόμματος!
Δ) Ο Θ.Β μας κατηγορεί ότι επιχειρούμε αφενός μεν την «ελευθεριακή διεκδίκηση του Μάρξ» αφετέρου δε, ότι διεκδικούμε τον Μάρξ στο «αντιλενιστικό στρατόπεδο». Η ταπεινότητά μας εις ουδεμίαν διεκδίκηση του Μάρξ προβαίνει, μια και δεν διακατέχεται από τόσο θαλερή αυτοπεποίθηση, εν αντιθέσει με άλλους. Περιοριστήκαμε μόνο να επισημάνουμε ένα γεγονός: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 ήταν μια εξέγερση εναντίον του συγκεντρωτικού κράτους καθεαυτού, είχε επηρεαστεί πολύ από αντιαυταρχικές συνομοσπονδιακές αντιλήψεις. Η ελευθεριακή δομή της και πολιτική της συμπεριφορά ήσαν πρόδηλες. Ο Μάρξ αυτήν την Κομμούνα ύμνησε με το έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία». Τούτο αποτελεί ένα γεγονός. Το ότι η εκτίμηση αυτή του Μάρξ είναι ασυνήθιστη και παράταιρη, σε σχέση με το σύνολο των γραπτών του σχετικά με το κράτοςˑ το ότι η ελευθεριακή ατμόσφαιρα της περιγραφής του, στο πιο πάνω βιβλίο του, έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθως συγκεντρωτικές κρατικιστικές του απόψειςˑ το ότι ευνοούσε γενικά ένα ισχυρό συγκεντροποιημένο εργατικό κράτος, σε αντίθεση με τις συνομοσπονδίες, για να διευθύνει την οικονομική και κοινωνική ζωή κι’ έναν ισχυρό συγκεντροποιημένο κομματικό μηχανισμό για να καθοδηγήσει το σοσιαλιστικό κίνημα, είναι ένα άλλο γεγονός. Έτερον, εκάτερον! (ΜURRAY BOOKCHIN, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμος 2, εκδόσεις Αλεξάνδρεια σελ 234, 315, 316, 339, 341). Πέρα απ’ όσα σχετικά τονίζουμε στην οικεία θέση του βιβλίου μας (βλ. σελ. 39-44) συμπληρωματικά προσθέτουμε και τ’ ακόλουθα: Ο Μάρξ, λίγο πριν τον θάνατό του, με την από 22-2-1881 επιστολή του προς τον κορυφαίο Ολλανδό αναρχικό στοχαστή Φέρντιναντ Ντομέλα Νιούβενχουις, ομιλεί υποτιμητικά για την Κομμούνα χαρακτηρίζοντάς την μιαν αχρείαστη, με μεγάλο κόστος, κοινοτική εξέγερση, «μιας πόλης κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες» που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι Κομμουνάροι είχαν επιδείξει μεγαλύτερη ευθυκρισία στις δοσοληψίες τους με την Εθνοσυνέλευση (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 340 με περαιτέρω ακριβή παραπομπή στα άπαντα του Μάρξ). Όλα αυτά, όμως, δεν αναιρούν την ελευθεριακή εξύμνηση της Κομμούνας από τον Μάρξ-συγγραφέα του βιβλίου « Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία»!
Ε) Περί «ηθικισμού» και σκοπού που αγιάζει τα μέσα
Ο Θ.Β αναφέρεται στις «αντιφάσεις στις οποίες πέφτει κανείς όταν μπλέκει τον ηθικισμό με την πολιτική..» ενώ, παράλληλα, καίτοι αναφέρεται στο «ρητό» «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», καταλήγει να θεωρεί ότι «Σαφώς υπάρχουν νόμιμα ερωτήματα, τα οποία όμως θα πρέπει να τίθενται στη διάρκεια ενός σοβαρού πολιτικού αγώνα και όχι ως παραλυτικά αναχώματα στην ανάπτυξη οποιουδήποτε αγώνα». Μέτα ταύτα, δεν είναι περίεργο που επικροτεί ή, τουλάχιστον, ανέχεται την μπολσεβίκικη πρακτική της σύλληψης ομήρων (αυτήν την μελανή κηλίδα στον θυρεό της ρωσικής Επανάστασης) που είχε προσλάβει μαζικές διαστάσεις. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι οι μέθοδοι και τα μέσα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον τελικό στόχο τους. Με τον εθισμό των ατόμων και την παγίωση μιας κοινωνικής πρακτικής, τα μέσα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του τελικού σκοπού. Τον επηρεάζουν, τον τροποποιούν ολοένα, ώσπου πολύ γρήγορα ταυτίζονται εντελώς μαζί του. Αν αφαιρέσεις ως επαναστάτης, τους ηθικούς ενδοιασμούς από τις πράξεις σου, τότε βουλιάζεις στον πάτο του χειρότερου αμοραλισμού. Καμιά επανάσταση δεν μπορεί να φέρει την ελευθερία του ανθρώπου, αν τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν ταυτίζονται με το πνεύμα και τον προσανατολισμό του επιδιωκόμενου σκοπού. «Εν ονόματι ενός μεγαλοπρεπούς μέλλοντος, γεμίζετε το παρόν με αποτροπιασμούς» έλεγε ο Λέων Τολστόι (παρατίθεται στο Γκούσταβ Λαντάουερ, Το μήνυμα του Τιτανικού, εκδόσεις Τροπή, σελ. 118. Υπενθυμίζουμε ότι ο ελευθεριακός φιλόσοφος Γκούσταβ Λαντάουερ ήταν ο Επίτροπος (υπουργός) Παιδείας της Σοβιετικής (Συμβουλιακής) Δημοκρατίας της Βαυαρίας που δολοφονήθηκε στο κελί της φυλακής του στις 2-5-1919). Αν η παρουσία ηθικών αναστολών και πολιτισμικών ενδοιασμών αντιμετωπίζονται ως «ηθικισμός», (αποκρουστικός νεολογισμός!) που δρα ως «παραλυτικό ανάχωμα» στην ανάπτυξη «οποιουδήποτε αγώνα», τότε οδηγούμαστε αναποδράστως στην εκβαναύσωση των ηθών των ανθρώπων, στην εξουθένωση και αποκτήνωσή τους· τότε αναφύονται ένστικτα αρπακτικού ζώου που προκαλούν ποταπή έλλειψη εμπιστοσύνης μετατρέποντας ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία σε σκευωρία αλληλοεξαπάτησης. Μια τέτοια πολιτική πρακτική ισοδυναμεί με πρόσκληση σε «Θυέστεια δείπνα». (Για τα «Θυέστεια δείπνα» και τα ρωμαϊκά flagitia βλ. το άρθρο μας με τίτλο ΄΄ «Ταξική» μεροληψία;΄΄ στην «Νέα Προοπτική» της 14-2-2015 και αναλυτικότερα στο G.E.M DE STE CROIX, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, εκδόσεις ΜΙΕΤ, σελ.33,34,72,73 και 121). Εκεί καταλήγει η κοινωνική και πολιτική δομή που ταυτίζει την καλόπιστη κριτική με την ηθικήν εξαχρείωση και την εσχάτη προδοσία. Ας δώσουμε τον λόγο σε δύο (2) κατ’ εξοχήν γνώστες της «επαναστατικής» τρομοκρατίας, στον αρχιτέκτονά της και θεωρητικό της Σαιν Ζυστ και στον Γενικό Διοικητή της ΤΣΕΚΑ Φέλιξ Ντζερντζίσκυ. Ο πρώτος (Σαιντ Ζυστ) έγραφε στο ημερολόγιό του (θεσμούς του) τ’ ακόλουθα: «Η Επανάσταση πάγωσε! Όλες οι θεωρητικές αρχές έχουν ατονήσει. Δεν υπάρχουν παρά μόνο κόκκινοι σκούφοι που τους φοράνε ραδιούργοι. Η άσκηση της τρομοκρατίας έχει κάνει τους εγκληματίες αναίσθητους, όπως τα δυνατά ποτά κάνουν αναίσθητο τον ουρανίσκο» (βλ. σελ. 27 του βιβλίου μας με περαιτέρω παραπομπή). Η ΤΣΕΚΑ δημιουργήθηκε στις 7-12-1917 με διάταγμα του Λένιν. Μετά τις 16-6-1918 της δόθηκε η εξουσία να συλλαμβάνει, να κατηγορεί, να δικάζει σε θάνατο και να εκτελεί την ποινή. Δηλαδή, ήταν αστυνόμος, εισαγγελέας, δικαστής και δήμιος ταυτόχρονα. Ήδη από τις αρχές του 1919 δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και την διαφθορά. Ο ίδιος ο Τζερντζίσκυ θεωρούσε τους ανθρώπους της ΤΣΕΚΑ, δηλαδή τους υφισταμένους του, «σαπίλα» (βλ. Βίκτωρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 128).
Δεν ήταν θέμα κακής βούλησης συγκεκριμένων ατόμων· ήταν θέμα δομής. Ο Σαιν Ζυστ και Ο Φέλιξ Τζερντζίσκυ μας εκπλήσσουν δυσάρεστα με την ασύγγνωστη πολιτική τους αφέλεια και την ολοκληρωτική απουσία διαίσθησης που τους διέκρινε. Η Νέμεσις που έπληξε το διεθνές επαναστατικό κίνημα το 1989, ήταν δικό του δημιούργημα. Το να το παραβλέπουμε, εμμένοντας σε μεθοδολογίες του παρελθόντος που μας οδήγησαν σε «νικηφόρα» πολιτική και ηθική πανωλεθρία, συνιστά περιφρόνηση αμαθούς έναντι της ιστορίας.
ΣΤ) Οι ενστάσεις της βιβλιοκριτικής παρουσίασης είναι πάρα πολλές αλλά ασυστηματοποίητες, χωρίς συνεκτικό δεσμό και, ενίοτε, μεστές προφανούς παρανόησης (ως λ.χ ο καινοφανής ισχυρισμός ότι « πολλοί στην λεγόμενη ελευθεριακή Αριστερά» «ξεχνούν» ότι «κάθε κράτος είναι αυταρχικό»! Η ελευθεριακή Αριστερά ποτέ δεν το λησμόνησε, εν αντιθέσει με άλλους) ή, ακόμη, και ασύγγνωστης σύγχυσης (ως λ.χ ο ισχυρισμός του «επί Γιακωβίνων δεν υπήρχε ΄’κεφάλαιο’’ δηλαδή η αστική τάξη που με την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση κυριάρχησε πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά ήταν χωρίς κεφάλαιο; Το ότι δεν υπήρχε ο σύγχρονος βιομηχανικός καπιταλισμός δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε και κεφάλαιο π.χ εφοπλιστικό, τραπεζικό, εμπορικό κ.λ.π!). Μετά ταύτα, καθίσταται πρόδηλο ότι τέτοιες απόψεις είναι ανεπίδεκτες απάντησης. Γι’ αυτόν τον λόγο-και όχι μόνον λόγω στενότητας διατεθέντος χώρου- περιοριστήκαμε να αναφερθούμε στις προμνησθείσες ενδείξεις Α-Ε της παρούσας τοποθέτησής μας. {Πριν γράψουμε αυτό το κείμενο τέθηκε υπόψη μας η από 8-12-2014 πολυσέλιδη βιβλιοκριτική παρουσίαση του Θ.Β}