RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Η έννοια της Αριστεράς- Λέζεκ Κολακόφσκι

Η έννοια της Αριστεράς- Λέζεκ Κολακόφσκι

 

Τo 1966, o Gomulka απέβαλε τον Κολακόφσκι από το ΚΚ Πολωνίας, διότι υπερασπίστηκε την εξέγερση του 1956, η οποία επανέφερε τον Gomulka στην εξουσία. Έκτοτε, ο Κολακόφσκι απομακρύνθηκε από το τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας.

Η ιστορία είναι πλέον πολύ γνωστή για να σχολιαστεί. Χρειάζεται μόνο να παρατηρήσουμε πως ό,τι κάνουν οι ΗΠΑ στο Ιράν, στη Γουατεμάλα και στο Βιετνάμ, η ΕΣΣΔ το προσεγγίζει στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία• και πως αυτό που το ανατολικό μπλοκ κάνει στους εξέχοντες διανοούμενούς του, το προσεγγίζουν οι ΗΠΑ με δεκάδες νέους καθηγητές τους. Το σήμα κατατεθέν της εποχής μας βρίσκεται εν μέρει στην τιμή που περιβάλλει ένα συγκεκριμένο είδος ήττας.

Σε όλη την έκταση της συλλογής από την οποία έχει ληφθεί το ακόλουθο κείμενο, «Προς έναν μαρξιστικό ανθρωπισμό», ο σταθερός στοχασμός του Κολακόφσκι - νηφάλιος, ισορροπημένος, χωρίς ποτέ να εκπίπτει σε μεμψιμοιρία - θεματοποιεί ακριβώς το ως άνω αδιέξοδο. Στην ευγένειά του που δεν είναι ποτέ συναισθηματική, στην αποστασιοποίησή του που ουδέποτε εγκαταλείπεται, στη μοναξιά του που δεν είναι ποτέ απόμακρη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν αληθινό Καμύ].

Κάθε ανθρώπινο έργο είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ του υλικού και του εργαλείου. Τα εργαλεία δεν ανταποκρίνονται ποτέ ικανοποιητικά στα καθήκοντά τους και κανένα δεν είναι υπεράνω βελτίωσης. Εκτός από τις διαφορές στην ανθρώπινη επιδεξιότητα, η ατέλεια του εργαλείου και η αντίσταση του υλικού θέτουν από κοινού τα όρια που καθορίζουν το τελικό προϊόν. Ωστόσο, το εργαλείο οφείλει να αρμόζει στο υλικό, αδιάφορο πόσο αμυδρά, αν δεν πρόκειται να παραγάγει ένα τερατούργημα. Δεν μπορείς να καθαρίσεις σωστά τα δόντια σου με ένα γεωτρύπανο, ούτε να εκτελέσεις χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο με ένα μολύβι. Οποτεδήποτε έγιναν τέτοιες προσπάθειες, τα αποτελέσματα υπήρξαν πάντοτε λιγότερο από ικανοποιητικά.

Η Αριστερά ως άρνηση

Οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της ουτοπίας και της ιστορικής πραγματικότητας. Το εργαλείο της επανάστασης είναι η ουτοπία και το υλικό είναι η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία θέλει κάποιος να προσδώσει μια νέα μορφή. Και το εργαλείο οφείλει σε κάποιον βαθμό να αρμόζει προς την υπόσταση, εάν τα αποτελέσματα δεν πρόκειται να γίνουν καταγέλαστα.

Υφίσταται, εντούτοις, μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της εργασίας επί φυσικών αντικειμένων και της εργασίας επί της ιστορίας• διότι η τελευταία, η οποία αποτελεί την υπόσταση, παρέχει επιπλέον τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται ώστε να προσδώσουν μορφή στην εν λόγω υπόσταση. Οι ουτοπίες που επιχειρούν να προσδώσουν στην ιστορία μια νέα μορφή είναι και οι ίδιες ένα προϊόν της ιστορίας, ενώ η ιστορία καθ’ εαυτή παραμένει ανώνυμη. Γι’ αυτόν τον λόγο, ακόμη και αν τα εργαλεία αποδειχθούν χονδροειδώς ακατάλληλα για το υλικό, κανείς δεν πρέπει να κατηγορηθεί, και θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί οποιοσδήποτε υπεύθυνος.

Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αποτελεί ένα ανθρώπινο προϊόν. Μολονότι κανένα άτομο δεν είναι υπεύθυνο για τα αποτελέσματα μιας ιστορικής διαδικασίας, ωστόσο καθένας είναι υπεύθυνος για την προσωπική του εμπλοκή σε αυτήν. Ως εκ τούτου, καθένας είναι επίσης υπεύθυνος για τον ρόλο του στη διαμόρφωση των διανοητικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται επί της πραγματικότητας προκειμένου να τη μεταβάλλουν – για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας δεδομένης ουτοπίας και των χρησιμοποιούμενων μέσων για την πραγμάτωσή της.

Η κατασκευή μιας ουτοπίας είναι πάντοτε μια πράξη άρνησης προς μια υφιστάμενη πραγματικότητα, μια επιθυμία για τη μεταμόρφωσή της. Όμως, η άρνηση δεν αποτελεί το αντίθετο της κατασκευής – είναι μόνο το αντίθετο της κατάφασης των υφιστάμενων συνθηκών. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι πολύ λογικό να μεμφόμαστε κάποιον για την τέλεση μιας μάλλον καταστροφικής παρά μίας δημιουργικής πράξης• κάθε πράξη δημιουργίας συνιστά κατ’ ανάγκην μια άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Το πολύ, μπορεί κανείς να κατηγορήσει κάποιον πως δεν υποστηρίζει μια υφιστάμενη πραγματικότητα και πως επιθυμεί να την αλλάξει• ή, από την άλλη, για την άνευ όρων αποδοχή της, χωρίς την αναζήτηση αλλαγής• ή, τέλος, για την επιδίωξη επιζήμιων αλλαγών. Όμως, μια αρνητική στάση συνιστά μόνο το αντίθετο μίας συντηρητικής στάσης απέναντι στον κόσμο, με την άρνηση καθ’ εαυτή να αποτελεί απλώς μια επιθυμία για αλλαγή. Η διαφορά μεταξύ της καταστροφικής και της δημιουργικής εργασίας βρίσκεται σε μια λεκτική μυστικοποίηση που απορρέει από τα επίθετα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγράψουν τις αλλαγές, οι οποίες θεωρούνται είτε καλές είτε κακές. Κάθε αλλαγή συνιστά, πράγματι, μια πράξη εν ταυτώ θετική και αρνητική και αντίθετη μόνο προς την κατάφαση των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Η ανατίναξη ενός σπιτιού είναι εξίσου δημιουργική με την οικοδόμησή του – και την ίδια στιγμή είναι εξίσου αρνητική. Ασφαλώς, αυτό δεν σημαίνει πως είναι το ίδιο αν κάποιος καταστρέφει ή χτίζει ένα σπίτι. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πράξεις είναι πως η πρώτη, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποβαίνει επιζήμια για τους εμπλεκόμενους και η δεύτερη είναι σχεδόν πάντα επωφελής. Το αντίθετο της ανατίναξης ενός σπιτιού δεν είναι το χτίσιμο ενός νέου, αλλά η διατήρηση του ήδη υπάρχοντος.

Η ως άνω παρατήρηση θα χρησιμεύσει για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ο σκοπός των οποίων είναι να ορίσουν εγγύτερα το νόημα που αποδίδουμε στην έννοια της κοινωνικής Αριστεράς.

Η Αριστερά – και αυτή είναι μια αμετάβλητη και απαράγραπτη ποιότητά της, αν και επ’ ουδενί η μοναδική της – είναι ένα κίνημα άρνησης του υφιστάμενου κόσμου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο συνιστά, όπως έχουμε δει, μια δημιουργική δύναμη. Είναι, απλώς, μια επιδίωξη αλλαγής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά απορρίπτει την ένσταση πως το πρόγραμμά της είναι μόνο αρνητικό και όχι δημιουργικό.

Η Αριστερά μπορεί να ανταπεξέλθει στις μομφές που απευθύνονται στη δυνητική ζημία ή χρησιμότητα που μπορεί να επιφέρουν οι αρνήσεις της. Μπορεί, επιπλέον, να αντιμετωπίσει τη συντηρητική θέση που επιθυμεί να διαιωνίσει τα πράγματα όπως αυτά είναι. Δεν θα υπερασπιστεί τον εαυτό της, ωστόσο, απέναντι στην κατηγορία πως είναι αμιγώς αρνητική, διότι κάθε δημιουργικό πρόγραμμα είναι αρνητικό, και το αντίστροφο. Μια Αριστερά χωρίς ένα δημιουργικό πρόγραμμα δεν δύναται, συνεπώς, να έχει ένα αρνητικό πρόγραμμα, εφόσον αυτοί οι δύο όροι είναι συνώνυμοι. Αν δεν υπάρχει πρόγραμμα, δεν υπάρχει συγχρόνως ούτε άρνηση, ήτοι, δεν υπάρχει το αντίθετο της Αριστεράς – με άλλα λόγια, συντηρητισμός.

Η ουτοπία και η Αριστερά

Ωστόσο, το ενέργημα της άρνησης δεν προσδιορίζει αφ’ εαυτού την Αριστερά, καθώς υπάρχουν κινήματα με οπισθοδρομικούς σκοπούς. Ο χιτλερισμός ήταν η άρνηση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αριστερό. Σε χώρες που δεν ελέγχονται από τη Δεξιά, ένα ακραίο αντεπαναστατικό κίνημα αποτελεί πάντοτε την άρνηση της υφιστάμενης τάξης. Συνεπώς, η Αριστερά ορίζεται από την άρνησή της, αλλά όχι μόνον από αυτήν· ορίζεται περαιτέρω από την κατεύθυνση της εν λόγω άρνησης, στην πραγματικότητα, από τη φύση της ουτοπίας της.

Χρησιμοποιώ τη λέξη «ουτοπία» σκοπίμως και όχι με το υποτιμητικό της νόημα, το οποίο εκφράζει την παράλογη έννοια πως όλες οι κοινωνικές αλλαγές αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός. Λέγοντας ουτοπία, εννοώ μια κατάσταση κοινωνικής συνείδησης, ένα νοητικό σύστοιχο του κοινωνικού κινήματος το οποίο αγωνίζεται για μια ριζοσπαστική αλλαγή στον κόσμο – ένα σύστοιχο καθ’ εαυτό αναντίστοιχο προς τις εν λόγω αλλαγές τις οποίες απλά αντανακλά με μια εξιδανικευμένη και ασαφή μορφή. Εμπλουτίζει το πραγματικό κίνημα με την αίσθηση της πραγμάτωσης ενός ιδανικού γεννημένου στο βασίλειο του καθαρού πνεύματος και όχι στην τρέχουσα ιστορική εμπειρία. Η ουτοπία, ως εκ τούτου, είναι μια μυστηριώδης συνείδηση μιας ενεργού ιστορικής τάσης. Για όσο χρόνο η τάση αυτή διαθέτει μόνο μια λαθραία ύπαρξη, χωρίς να βρίσκει έκφραση σε μαζικά κοινωνικά κινήματα, γεννά ουτοπίες με τη στενότερη έννοια, ήτοι, ατομικά κατασκευασμένα πρότυπα του κόσμου, όπως αυτός θα όφειλε να είναι. Όμως, μόλις η ουτοπία καθίσταται ενεργός κοινωνική συνείδηση, εισβάλλει στη συνείδηση ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος και καθίσταται μια από τις ουσιώδεις κινητήριες δυνάμεις του. Η ουτοπία, τότε, μεταβαίνει από την επικράτεια της θεωρητικής και ηθικής σκέψης στο πεδίο της πρακτικής σκέψης, και η ίδια αρχίζει να κυβερνά την ανθρώπινη δράση.

Ωστόσο, αυτό δεν την καθιστά πραγματοποιήσιμη. Η ουτοπία παραμένει πάντοτε ένα φαινόμενο του κόσμου της σκέψης· ακόμη και όταν υποβαστάζεται από την ισχύ ενός κοινωνικού κινήματος και, πιο σημαντικό, ακόμη και όταν εισδύει στη συνείδησή του, είναι αναντίστοιχη προς αυτό, καθόσον υπερβαίνει τις δυνατότητες του κινήματος. Είναι, τρόπον τινά, «παθολογική» (σύμφωνα με μια χαλαρή έννοια της λέξης, διότι η ουτοπική συνείδηση είναι πράγματι ένα φυσικό κοινωνικό φαινόμενο). Πρόκειται για μια στρεβλή προσπάθεια να επιβληθούν στόχοι σε ένα ιστορικό ρεαλιστικό κίνημα, οι οποίοι βρίσκονται πέραν της ιστορίας.
Παρ’ όλα αυτά – και αυτό είναι θεμελιώδες για μια κατανόηση των εσωτερικών αντιφάσεων των αριστερών κινημάτων – η Αριστερά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μια ουτοπία. Η Αριστερά παράγει ουτοπίες ακριβώς όπως το πάγκρεας απελευθερώνει ινσουλίνη – δυνάμει ενός εσωτερικού νόμου. Η ουτοπία είναι ο αγώνας για αλλαγές οι οποίες «ρεαλιστικά» δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν διαμέσου της άμεσης δράσης, οι οποίες κείτονται πέραν του προβλέψιμου μέλλοντος και ανθίστανται στον σχεδιασμό. Μολαταύτα, η ουτοπία είναι ένα εργαλείο της δράσης πάνω στην πραγματικότητα και τον σχεδιασμό της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αν μια ουτοπία αποδεικνύονταν τόσο μακρινή εν σχέσει προς την πραγματικότητα, ώστε η επιθυμία της επιβολής της να γίνεται γελοία, θα οδηγούσε σε μια τερατώδη παραμόρφωση, σε κοινωνικά επιζήμιες αλλαγές που θα απειλούσαν την ελευθερία του ανθρώπου. Η Αριστερά, αν επιτύγχανε, θα μετέπιπτε τότε στο αντίθετό της – στη Δεξιά. Αλλά τότε, επίσης, η ουτοπία θα έπαυε να είναι μια ουτοπία και θα καθίστατο ένα σύνθημα απολογητικό κάθε τρέχουσας πρακτικής.
Από την άλλη, η Αριστερά δεν δύναται να αποκηρύξει την ουτοπία· δεν μπορεί να παραιτηθεί από στόχους οι οποίοι είναι, επί του παρόντος, ανέφικτοι, αλλά προσδίδουν νόημα στις κοινωνικές αλλαγές. Μιλώ για την κοινωνική Αριστερά συνολικά, διότι, μολονότι η έννοια της Αριστεράς είναι σχετική – κάποιος είναι αριστερός μόνο σε σύγκριση με κάτι, όχι σε απόλυτους όρους – εντούτοις, το ακρότατο στοιχείο κάθε Αριστεράς είναι ένα επαναστατικό κίνημα. Το επαναστατικό κίνημα αποτελεί τη συμπερίληψη όλων των απώτατων αξιώσεων που εγείρονται επί της υφιστάμενης κοινωνίας. Αποτελεί μια καθολική άρνηση του υπάρχοντος συστήματος και, συνεπώς, αποτελεί επίσης ένα καθολικό πρόγραμμα. Ένα καθολικό πρόγραμμα είναι, πράγματι, μια ουτοπία. Μια ουτοπία είναι ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της επαναστατικής Αριστεράς· η τελευταία είναι το αναγκαίο προϊόν της κοινωνικής Αριστεράς συνολικά.

Ωστόσο, γιατί αποτελεί η ουτοπία μια συνθήκη όλων των επαναστατικών κινημάτων; Διότι πολλή ιστορική εμπειρία, λιγότερο ή περισσότερο θαμμένη στην κοινωνική συνείδηση, μας λέει πως οι στόχοι που είναι επί του παρόντος ανέφικτοι δεν θα επιτευχθούν ποτέ, αν δεν αρθρωθούν όσο είναι ακόμη απραγματοποίητοι. Κάλλιστα, το αδύνατο σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να καταστεί δυνατό μόνο αν διατυπωθεί σε έναν χρόνο κατά τον οποίο είναι αδύνατο. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, μια σειρά μεταρρυθμίσεων δεν θα επιτύχουν ποτέ τους στόχους μιας επανάστασης. Ένα συνεπές μεταρρυθμιστικό κόμμα δεν θα γίνει ποτέ αδιόρατα η εκπλήρωση μιας επανάστασης. Η ύπαρξη μιας ουτοπίας ως ουτοπίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση ώστε τελικά αυτή να πάψει να είναι μια ουτοπία.

Ένα επαναστατικό κίνημα δεν δύναται να γεννηθεί ταυτόχρονα με την πράξη της επανάστασης, διότι, χωρίς ένα επαναστατικό κίνημα να προηγείται αυτής, η επανάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να λάβει χώρα. Στον βαθμό που η επαναστατική πράξη δεν έχει ολοκληρωθεί ή δεν είναι αδιαμφισβήτητα και ξεκάθαρα έκδηλη, είναι μια ουτοπία. Για το σημερινό προλεταριάτο της Ισπανίας μια σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί μια ουτοπία• ωστόσο, το ισπανικό προλεταριάτο δεν θα επιτύχει ποτέ μια επανάσταση, αν δεν την εξαγγέλλει ενόσω είναι αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο η παράδοση κατέχει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στο επαναστατικό κίνημα: το κίνημα δεν θα γνώριζε ποτέ νίκες, αν δεν είχε σε προηγούμενες φάσεις υποφέρει αναπόφευκτες ήττες – εάν δεν είχε ξεκινήσει την επαναστατική δραστηριότητα, όταν η ιστορική κατάσταση απέκλειε την επιτυχία.

Η επιθυμία για επανάσταση δεν είναι δυνατό να γεννηθεί μόνο όταν η κατάσταση είναι ώριμη, διότι μεταξύ των όρων αυτής της ωριμότητας περιλαμβάνονται οι επαναστατικές αξιώσεις που προβάλλονται σε μια ανώριμη πραγματικότητα. Η διαρκής επιρροή της κοινωνικής συνείδησης συνιστά έναν από τους αναγκαίους όρους για την ωρίμανση της ιστορίας μέχρι το σημείο της ριζοσπαστικής μεταβολής• η ουτοπία συνιστά προϋπόθεση των κοινωνικών εξεγέρσεων ακριβώς όπως οι μη ρεαλιστικές προσπάθειες αποτελούν την προϋπόθεση των ρεαλιστικών. Γι’ αυτόν τον λόγο η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή συμμετοχή σε αλλαγές που ήδη συντελούνται• δεν μπορεί απλώς να ακολουθεί τα γεγονότα, αλλά οφείλει να προπορεύεται αυτών σε μια στιγμή κατά την οποία αυτά δεν είναι ούτε σχεδιασμένα ούτε αναμενόμενα.

Συνεπώς – και αυτό αποτελεί ένα στοιχειώδες πρακτικό συμπέρασμα – η Αριστερά δεν ενοχλείται αν κατηγορηθεί πως πασχίζει για μια ουτοπία. Ίσως οφείλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην κατηγορία πως το περιεχόμενο της ουτοπίας της είναι επιζήμιο για την κοινωνία, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει απέναντι στην κατηγορία πως είναι ουτοπική.

Η Δεξιά, ως μια συντηρητική δύναμη, δεν χρειάζεται την ουτοπία• η ουσία της είναι η κατάφαση των υφιστάμενων συνθηκών – ένα γεγονός και όχι μια ουτοπία – ή αλλιώς η επιθυμία επιστροφής σε μια κατάσταση η οποία αποτελούσε κάποτε συντελεσμένο γεγονός. Η Δεξιά πασχίζει να εξιδανικεύσει τις παρούσες συνθήκες, όχι να τις αλλάξει. Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι η εξαπάτηση, όχι η ουτοπία.

Η Αριστερά δεν δύναται να παραιτηθεί από την ουτοπία, διότι αυτή αποτελεί μια πραγματική δύναμη ακόμη και όταν είναι απλώς ουτοπία. Η εξέγερση των Γερμανών χωρικών του 16ου αιώνα, το κίνημα των μπαμπεφικών και η παρισινή Κομμούνα υπήρξαν όλα ουτοπικά. Όπως αποδείχθηκε, χωρίς τέτοιες ουτοπικές δραστηριότητες, καμία μη ουτοπική, προοδευτική κοινωνική αλλαγή δεν θα είχε συντελεστεί. Προφανώς, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το έργο της Αριστεράς είναι να αναλαμβάνει ακραίες δράσεις σε κάθε ιστορική συγκυρία. Αυτό που λέμε συνίσταται μόνο στο ότι η καταδίκη της ουτοπίας για το απλό γεγονός πως είναι ουτοπία αποτελεί δεξιά θέση, είναι συντηρητική και παρεμποδίζει οριστικά την προοπτική της δημιουργίας μιας ουτοπίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν διατυπώνουμε επί του παρόντος κοινωνικά καθήκοντα. Εξετάζουμε την έννοια της Αριστεράς εντελώς αφηρημένα, επιχειρώντας να κάνουμε διαπιστώσεις και όχι αξιωματικές παραδοχές. Στον βαθμό που η Αριστερά συνιστά ένα «φυσιολογικό» κοινωνικό φαινόμενο όπως η Δεξιά και τα προοδευτικά κινήματα είναι όσο φυσιολογικά είναι και τα αντιδραστικά, είναι εξίσου φυσιολογικό για την Αριστερά, η οποία συνιστά μειοψηφία, να διώκεται από τη Δεξιά.

Η Αριστερά και οι κοινωνικές τάξεις

Η έννοια της Αριστεράς παραμένει ασαφής ως τις μέρες μας. Αν και μόνον 150 ετών περίπου, έχει αποκτήσει καθολικές ιστορικές διαστάσεις και εφαρμόζεται στην αρχαία ιστορία δυνάμει μιας διάχυσης του νοήματος, κοινής σε όλες τις γλώσσες. Στη γενική του χρήση, ο όρος έχει μια πρακτική λειτουργία, αλλά το νόημα του καθίσταται πολύ σκοτεινό, στηριζόμαστε περισσότερο στη διαίσθηση παρά στην κατανόηση. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: είναι περισσότερο εύκολο να πει κανείς ποια κινήματα, προγράμματα και στάσεις είναι αριστερά εν σχέσει προς άλλα, παρά να καθορίσει πού τελειώνει η Αριστερά και πού αρχίζει η Δεξιά στις σχέσεις πολιτικής ισχύος μέσα στο όλον της κοινωνικής δομής. Μιλάμε για μια Αριστερά εντός του χιτλερικού κόμματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, πως η γερμανική Δεξιά περιορίζονταν στη Δεξιά του εν λόγω κόμματος και πως οτιδήποτε άλλο, περιλαμβανομένης της αριστερής πτέρυγάς του, ήταν η Αριστερά με μια απόλυτη έννοια. Η κοινωνία δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μια Δεξιά και σε μια Αριστερά. Μια αριστερή στάση απέναντι σε ένα κίνημα δύναται να συνδέεται με μια δεξιά στάση απέναντι σε ένα άλλο. Μόνο στη σχετικότητα της σημασίας τους έχουν νόημα αυτές οι λέξεις.

Όμως τι εννοούμε όταν λέμε πως ένα κίνημα ή μια στάση είναι αριστερό σε σχέση προς ένα άλλο; Πιο συγκεκριμένα, ποια πτυχή της έννοιας της Αριστεράς ισχύει σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις; Για παράδειγμα, τι εννοούμε όταν μιλάμε για την Αριστερά στο Ριζοσπαστικό Κόμμα της Γαλλίας, ή για τη σοσιαλδημοκρατική, την καθολική ή την κομμουνιστική Αριστερά; Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο στη λέξη που χρησιμοποιείται σε τόσο διαφορετικά συγκείμενα; Ή δηλώνουμε απλώς πως κάθε πολιτική κατάσταση αποκαλύπτει κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα την οποία είτε εγκρίνουμε είτε θεωρούμε ως τη λιγότερο απεχθή, και την οποία επομένως αποκαλούμε «Αριστερά»; (Λέω «αποκαλούμε», διότι η Αριστερά χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ενώ η Δεξιά αντιμάχεται αυτήν τη διαίρεση συστηματικά – και επί ματαίω, διότι ο αυτοπροσδιορισμός της Αριστεράς είναι αρκετά ισχυρός ώστε να ορίσει τη Δεξιά, και, εν πάσει περιπτώσει, να καθιερώσει την ύπαρξη της διαχωριστικής γραμμής.)

Χωρίς αμφιβολία, επειδή έχει αποκτήσει μια θετική αύρα, ο όρος «Αριστερά» συχνά υιοθετείται από αντιδραστικές ομάδες. Για παράδειγμα, υπάρχει η «Ευρωπαϊκή Αριστερά», ένα πολιτικό παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Συνεπώς, η απλή χρήση του όρου δεν προσδιορίζει την Αριστερά. Οφείλουμε να αναζητήσουμε άλλους οδοδείκτες που θα μας βοηθήσουν να σταθεροποιήσουμε τη θέση μας σε αυτήν την ομιχλώδη περιοχή. Συνθήματα όπως «ελευθερία» και «ισότητα» ανήκουν, βεβαίως, στην παράδοση της Αριστεράς• όμως έχουν χάσει το νόημά τους από τη στιγμή που κατέστησαν καθολικά συνθήματα στα οποία καθένας αποδίδει τη δική του αυθαίρετη ερμηνεία. Με το πέρασμα του χρόνου, η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια. Διότι, όσο περισσότερο επηρεάζει την κοινωνική συνείδηση, τόσο περισσότερο τα συνθήματά της αποκτούν μια θετική αύρα, τόσο περισσότερο τα οικειοποιείται η Δεξιά και αυτά χάνουν την ορισμένη τους σημασία. Κανείς σήμερα δεν αντιτίθεται σε έννοιες όπως «ελευθερία» και «ισότητα»• αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να καταστούν εργαλεία εξαπάτησης, ύποπτες, εκτός εάν εξηγηθούν. Και, ακόμη χειρότερα, η λέξη «σοσιαλισμός» έχει, επίσης, αποκτήσει πολλές σημασίες.

Φυσικά, είναι αρκετά εύκολο να ορίσουμε την Αριστερά με γενικούς όρους, όπως μπορούμε να ορίσουμε την «πρόοδο». Ωστόσο, οι γενικοί ορισμοί είναι κατ’ ανάγκην παραπλανητικοί και είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένες συζητήσεις. Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως η «αριστεροσύνη» είναι ο βαθμός συμμετοχής στη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης που πασχίζει να εξαλείψει όλες τις συνθήκες στις οποίες η δυνατότητα της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών παρεμποδίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Από έναν τέτοιο ορισμό συνάγουμε έναν ορισμένο αριθμό εξίσου γενικών συνθημάτων τα οποία είναι τόσο καθολικώς αποδεκτά ώστε δεν είναι χρήσιμα για την εδραίωση πολιτικών διαχωρισμών. Οι έννοιες της Αριστεράς, της προόδου και της ελευθερίας βρίθουν εσωτερικών αντιφάσεων• οι πολιτικές διενέξεις δεν προκύπτουν από την απλή αποδοχή ή απόρριψη των εννοιών.

Ως εκ τούτου, αντί να κατασκευάσουμε μια εύκολη, αν και αναποτελεσματική, έννοια Αριστεράς εφαρμόσιμη σε όλες τις εποχές, ας αποδεχθούμε την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα ως δεδομένη και ας αναζητήσουμε τις βασικές συγκρούσεις που προσδιορίζουν την τρέχουσα ιστορία. Αυτές είναι, πρωτίστως, ταξικές συγκρούσεις, και, δευτερευόντως, πολιτικές. Ωστόσο, η πολιτική μάχη δεν ταυτίζεται πλήρως με το πρότυπο των ταξικών σχέσεων• δεν είναι ένα αντίγραφό τους που βρίσκει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων. Αυτό συμβαίνει διότι οι ταξικές διαιρέσεις δεν είναι οι μοναδικές και διότι οι τάξεις καθ’ εαυτές καθίστανται περισσότερο, και όχι λιγότερο, πολύπλοκες, καθώς διασπώνται εκ των έσω από την εθνικότητα και την ιδεολογία. Τέλος, υπάρχουν πολιτικές διαιρέσεις, στον βαθμό που αυτές αποκτούν ποικίλες μορφές αυτονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική ζωή δεν μπορεί να αντανακλά τις ταξικές συγκρούσεις καθαρά και άμεσα, αλλά, τουναντίον, ακόμη περισσότερο έμμεσα και συγκεχυμένα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήταν διαφορετικά – αν ήταν, όλες οι ιστορικές συγκρούσεις θα είχαν επιλυθεί αιώνες πριν. Γι’ αυτόν τον λόγο η δήλωση πως κάποιος πρέπει να ανήκει στην Αριστερά χάριν της εργατικής τάξης δεν ισχύει πάντοτε. Από τη μια πλευρά, χαρακτηριστικό της Αριστεράς είναι ότι δεν επιχειρεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες των ανθρώπων ενάντια στη βούλησή τους και ότι δεν τους αναγκάζει να αποδέχονται οφέλη που δεν επιθυμούν. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη μιας δεδομένης χώρας μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον εθνικισμό, ωστόσο η Αριστερά δεν θα υποστηρίξει εθνικιστικές διεκδικήσεις• αλλού, η εργατική τάξη είναι δυνατόν να έχει βαθιές ρίζες στη θρησκευτική παράδοση, ωστόσο η Αριστερά είναι ένα κοσμικό κίνημα. Ακόμη και πραγματικά άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορεί να αντιτίθενται προς τα αιτήματα της Αριστεράς. Για παράδειγμα, για πολύ καιρό οι Άγγλοι εργάτες είχαν οφέλη από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση – ωστόσο η Αριστερά είναι εχθρός της αποικιοκρατίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά δεν μπορεί να οριστεί λέγοντας πως αυτή θα πρέπει πάντοτε, σε κάθε περίπτωση, να υποστηρίζει κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης, ή πως είναι πάντα στο πλευρό της πλειοψηφίας. Η Αριστερά πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί στο επίπεδο των ιδεών, ομολογώντας πως σε πολλές περιστάσεις θα βρεθεί στη μειοψηφία. Μολονότι στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχει αριστερή στάση ανεξάρτητη από τον αγώνα για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, μολονότι καμία αριστερή θέση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί έξω από την ταξική δομή, και, μολονότι μόνο ο αγώνας των καταπιεσμένων μπορεί να καταστήσει την Αριστερά μια υλική δύναμη, εντούτοις, η Αριστερά πρέπει να οριστεί με διανοητικούς, και όχι με ταξικούς, όρους. Αυτό προϋποθέτει πως η συγκεκριμένη διανοητική ζωή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα πιστό αντίγραφο των ταξικών συμφερόντων.

Πάνω σε αυτήν τη βάση μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της θέσης της Αριστεράς σε διάφορες κοινωνικές συνθήκες:
Στις καπιταλιστικές χώρες η μάχη της Αριστεράς είναι να καταργήσει όλα τα κοινωνικά προνόμια. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, είναι να αφαιρέσει τα προνόμια που έχουν αναπτυχθεί μέσα σε μη καπιταλιστικές συνθήκες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις μορφές αποικιακής καταπίεσης. Στις μη καπιταλιστικές χώρες, αξιώνει την κατάργηση των ανισοτήτων, των διακρίσεων και τις εκμετάλλευσης ορισμένων χωρών από άλλες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται ενάντια στους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Το ίδιο κάνει και στις μη καπιταλιστικές χώρες. Στις μεν και στις δε η Αριστερά αντιμάχεται όλες τις αντιφάσεις της ελευθερίας που αναδύονται σε αμφότερες μορφές των κοινωνικών συνθηκών: μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να προωθήσει το αίτημα για ανεκτικότητα χωρίς να στραφεί έναντι της ίδιας της ιδέας της ανεκτικότητας; Πώς μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι η ανεκτικότητα δεν θα οδηγήσει στη νίκη εκείνων των δυνάμεων που θα καταπνίξουν την αρχή της ανεκτικότητας; Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα όλων των αριστερών κινημάτων. Προφανώς, είναι επίσης αληθές πως η Αριστερά μπορεί να κάνει λάθη και να δρα αναποτελεσματικά, και έτσι να δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία είναι εχθρική προς την ίδια. Ωστόσο, η λανθασμένη τακτική δεν αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της Αριστεράς, διότι, όπως έχουμε πει, τα κριτήριά της τίθενται στο ιδεολογικό επίπεδο.

Στις καπιταλιστικές χώρες η Αριστερά αγωνίζεται για την εκκοσμίκευση της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι αληθές και για τις μη καπιταλιστικές χώρες.

Στις καπιταλιστικές χώρες η καταστροφή κάθε ρατσισμού είναι ένα ουσιώδες τμήμα της θέσης της Αριστεράς. Ομοίως στις μη καπιταλιστικές χώρες.

Η Αριστερά αγωνίζεται παντού ενάντια στην εισβολή κάθε είδους σκοταδισμού στην κοινωνική ζωή· μάχεται για τη νίκη της έλλογης σκέψης, η οποία δεν αποτελεί επ’ ουδενί πολυτέλεια που φυλάσσεται για τους διανοούμενους, αλλά ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής προόδου αυτού του αιώνα. Χωρίς αυτήν [την έλλογη σκέψη] κάθε μορφή προόδου καθίσταται παρωδία των δικών της προϋποθέσεων.

Τέλος, σε αμφότερα συστήματα, η Αριστερά δεν αποκλείει τη χρήση βίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο, αν και η χρήση βίας δεν αποτελεί ανακάλυψη της Αριστεράς, αλλά μάλλον μια αναπόφευκτη μορφή κοινωνικής ύπαρξης. Η Αριστερά αποδέχεται την αντινομία της βίας, αλλά μόνον ως αντινομία και όχι ως δώρο της μοίρας. Η Αριστερά είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με τα ιστορικά δεδομένα οπουδήποτε, όμως απορρίπτει τους ιδεολογικούς συμβιβασμούς, δηλαδή δεν παραιτείται του δικαιώματος να διακηρύττει τις βασικές αρχές της ύπαρξής της ανεξάρτητα από την πολιτική της τακτική.

Η Αριστερά είναι ελεύθερη από το αίσθημα του ιερού· στερείται του αισθήματος της ιερότητας απέναντι σε οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση. Λαμβάνει τη θέση ενός μόνιμου αναθεωρητισμού απέναντι στην πραγματικότητα, κατά τον τρόπο που η Δεξιά λαμβάνει μια θέση οπορτουνισμού εν αναφορά προς τον κόσμο όπως αυτός είναι. Η Δεξιά είναι η ενσάρκωση της αδράνειας της ιστορικής πραγματικότητας – γι’ αυτό και είναι όσο αιώνια είναι και η Αριστερά.

Σε αμφότερα τα συστήματα η Αριστερά πασχίζει να στηρίξει τις προσδοκίες της στην εμπειρία και τις εξελικτικές τάσεις της ιστορίας, ενώ η Δεξιά αποτελεί την έκφραση της συνθηκολόγησης με την κατάσταση της στιγμής. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δύναται να έχει πολιτική ιδεολογία, ενώ η Δεξιά δεν έχει τίποτα παρά μόνο τακτική.

Εντός του πλαισίου των δύο συστημάτων, η Αριστερά γνωρίζει πως κάθε ανθρώπινη ελευθερία ικανοποιεί μια ειδική ανάγκη, αλλά πως υπάρχει επιπλέον και μια ανάγκη για την ελευθερία ως τέτοια.

Η Αριστερά δεν φοβάται την ιστορία. Πιστεύει στη μεταβλητότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης φύσης – στη δυνατότητα να τις αλλάξει. Εντός και των δύο στρατοπέδων απορρίπτει κάθε ταπεινοφροσύνη ενώπιον των υφιστάμενων καταστάσεων, αρχών, δογμάτων, της πλειοψηφίας, των προκαταλήψεων ή των υλικών πιέσεων.

Σε αμφότερα [τα συστήματα], η Αριστερά – χωρίς να αποκλείει τη χρήση της βίας, χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτήν και χωρίς να την αποκαλεί «αγωγή» ή «αγαθοεργία» ή «μέριμνα για τα παιδιά», κλπ. – παρ’ όλα αυτά απορρίπτει κάθε μέσο πολιτικής σύγκρουσης που οδηγεί σε ηθικές συνέπειες που αντιφάσκουν με τις δικές της προκείμενες.

Όλη αυτήν την ώρα περιέγραφα την Αριστερά ως μια ορισμένη ιδεολογική και ηθική στάση. Διότι η Αριστερά δεν συνιστά ένα μοναδικό, πολιτικά καθορισμένο κίνημα ή κόμμα ή ομάδα κομμάτων. Η Αριστερά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό το οποίο, κατά το μάλλον ή ήττον, μπορεί να υπηρετήσει συγκεκριμένα κινήματα ή κόμματα, όπως και δεδομένα άτομα και ανθρώπινες δραστηριότητες, στάσεις και ιδεολογίες. Κάποιος μπορεί να είναι αριστερός από μια άποψη και όχι από μια άλλη. Σπάνια απαντώνται πολιτικά κινήματα τα οποία είναι εξ ολοκλήρου αριστερά από κάθε άποψη και καθ’ όλη την πορεία της ύπαρξής τους. Ένας αριστερός μπορεί να συμμετέχει στον πολιτικό αγώνα και να είναι πολιτικός σε ένα αριστερό κόμμα, ενώ να αρνείται να εγκρίνει πράξεις και γνώμες [στο κόμμα ή του κόμματος] που είναι ξεκάθαρα εχθρικές έναντι μιας αριστερής στάσης. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει πως η αριστερή θέση δεν οδηγεί σε εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις.

Γι’ αυτούς του λόγους η Αριστερά, ως τέτοια και ως ολότητα, δεν μπορεί να είναι ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα. Η Αριστερά είναι πάντοτε στα αριστερά από ορισμένες απόψεις εν σχέσει προς μερικά πολιτικά κινήματα. Κάθε κόμμα έχει την αριστερή του πτέρυγα, ένα ρεύμα το οποίο είναι περισσότερο προς τα αριστερά από το υπόλοιπο κόμμα εν αναφορά προς κάποιο χαρακτηριστικό που μπορεί να αναφερθεί ως παράδειγμα. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει πως αν όλα τα αριστερά στοιχεία όλων των κομμάτων ληφθούν μαζί σχηματίζουν ένα ενιαίο κίνημα, ούτε πως συνδέονται στενότερα μεταξύ τους παρά με το κόμμα που τα γέννησε. Αυτό θα ίσχυε αν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να είναι αριστερά από κάθε άποψη· όμως σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα αποτελούσαν, καταρχάς, τμήματα τόσο πολλών διαφορετικών κομμάτων με τόσο ποικίλα προγράμματα. Η αριστερή πτέρυγα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων έχει, κατά κανόνα, απείρως περισσότερα κοινά με αυτά, παρά με τη σοσιαλιστική Αριστερά, εντούτοις αποτελεί τη χριστιανοδημοκρατική αριστερά ακριβώς σε αυτήν τη βάση. Η «αριστεροσύνη» της δύναται να καταδειχθεί από μια στάση επί του ενός ή του άλλου πραγματικού πολιτικού προβλήματος, η οποία, τη συγκεκριμένη στιγμή, τη φέρνει πιο κοντά στην Αριστερά άλλων κομμάτων – για παράδειγμα, μια καταδίκη της αποικιοκρατίας ή του ρατσισμού. Από την άλλη πλευρά, οι διεκδικήσεις της Αριστεράς ικανοποιούνται σε ποικίλους βαθμούς από διαφορετικά κόμματα, τα οποία γι’ αυτόν τον λόγο καλούνται, περισσότερο ή λιγότερο, αριστερά.

Η Αριστερά και ο κομμουνισμός στην Πολωνία

Μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα αμιγές κόμμα της Αριστεράς, και αν ναι, πότε; Είναι τέτοιο το κομμουνιστικό κόμμα; Εφόσον δεν μπορούμε επί του παρόντος να καθορίσουμε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, ας εξετάσουμε αυτό το ερώτημα σε σχέση με το ΚΚ Πολωνίας.

Για πολύ καιρό η διαίρεση σε Αριστερά και Δεξιά στο κόμμα δεν υπήρχε, παρόλο που κάποια μέλη ήταν κατά το μάλλον ή το ήττον στα αριστερά. Δεν υπήρχε διότι το κόμμα στερούνταν οποιαδήποτε πραγματική πολιτική ζωή, διότι η ιδεολογία του δεν αναπτύχθηκε από τη δική του ιστορική εμπειρία, αλλά σε μεγάλο βαθμό του επιβλήθηκε ανεξάρτητα από την εμπειρία. Η διαίρεση σε μια Αριστερά και σε μια Δεξιά δημιουργήθηκε μόνον όταν εμφανίστηκε η πολιτική ζωή του κόμματος.

Η διάσπαση συνέβη σύμφωνα με θέσεις πάνω σε ζητήματα που πάντοτε διχάζουν ένα κίνημα σε μια Αριστερά και μια Δεξιά. Η Αριστερά του κόμματος σχηματίστηκε από αυτούς που αγωνίζονταν να καταργήσουν τα προνόμια κάθε μορφής στην κοινωνική ζωή, να αναγνωρίσουν την αρχή της ισότητας στις συμφωνίες μεταξύ των εθνών και να αντιταχθούν στον ντόπιο και ξένο εθνικισμό, διαφυλάσσοντας το δικαίωμα να τον αποκαλούν με το αληθινό όνομα του εθνικισμού. Η Αριστερά υποστηρίζει την κατάργηση, χωρίς εξαπατήσεις, όλων των ειδών του αντισημιτισμού στην Πολωνία, υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου και της συζήτησης, τη νίκη ενάντια στο δόγμα και στην ανιαρή, δογματική ή κατ’ άλλον τρόπο μαγική σκέψη στην πολιτική, τη νομιμότητα στις δημόσιες σχέσεις, τη μέγιστη αύξηση του ρόλου της εργατικής τάξης εντός του συστήματος της διακυβέρνησης, την κατάργηση της ανομίας της αστυνομίας. Μάχεται ενάντια στο να αποκαλούνται τα εγκλήματα «κομμουνισμός» και οι γκάνγκστερ «κομμουνιστές» – και ενάντια σε χιλιάδες άλλα πράγματα.

Παραθέτω αυτά τα θέματα συνοπτικά, χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες, μόνο για να καταδείξω πως την κατεύθυνση των αλλαγών που σκόπευαν να οδηγήσουν στον θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ενέπνευσε στο κόμμα η Αριστερά του, της οποίας οι διεκδικήσεις σε όλα τα ζωτικά ζητήματα συμπεριλαμβάνονται σε αυτό που αποκαλούμε αριστερή θέση. Η Δεξιά του Κόμματος αποτελείται από τις δυνάμεις της σταλινικής αδράνειας, υπερασπιζόμενη ένα σύστημα βασισμένο σε αρχές που αποκηρύσσουν την πολωνική κυριαρχία χάριν ενός ξένου εθνικισμού. Υποστηρίζει τη δικτατορία δογματικών σχημάτων στην πνευματική ζωή, τη δικτατορία της αστυνομίας στη δημόσια ζωή και τη στρατιωτική δικτατορία στην οικονομική ζωή. Καταστέλλει την ελευθερία του λόγου και χρησιμοποιεί την ορολογία της διακυβέρνησης του λαού ώστε να συγκαλύψει τη διακυβέρνηση από έναν πολιτικό μηχανισμό ο οποίος παραβλέπει τη γνώμη του λαού και τις ανάγκες του. Οι δυνάμεις του σταλινισμού μέσα στο Κόμμα ήταν και είναι μια συγκέντρωση όλων των θεμελιωδών χαρακτηριστικών που ορίζουν τη Δεξιά, τον συντηρητισμό και την αντίδραση.

Ωστόσο, η Αριστερά του ΚΚΠ βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη θέση, στην οποία οι πολιτικές τάσεις δεν καλύπτουν μια ενιαία αδιάσπαστη κλίμακα «από τα αριστερά στα δεξιά», αλλά βρίθουν περιπλοκών. Οι δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται μεταξύ δύο δεξιών τάσεων: την αντίδραση εντός του Κόμματος και την παραδοσιακή αντίδραση. Αυτή είναι μια καινούρια ιστορική εξέλιξη, η επίγνωση της οποίας εμφανίστηκε μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια. Μέχρι σήμερα αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο φαινόμενο, όμως οι επιπλοκές του είναι διεθνείς. Θα απέχουμε από την περιγραφή των ιστορικών αιτίων αυτής της κατάστασης, η οποία σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής της δημιούργησε μια κρίση στο κομμουνιστικό κίνημα, και απλώς θα υποστηρίξουμε πως η Νέα Αριστερά έκανε την εμφάνισή της στο κίνημα μόλις έγινε προφανές πως υπήρχε μια Νέα Δεξιά. Δεν θα πραγματευθούμε επί του παρόντος το ερώτημα για το πώς ακριβώς η Παλαιά Αριστερά εκφυλίστηκε και επιβίωσε με τη μορφή μιας Δεξιάς – μια διαδικασία για την οποία η ιστορία του σταλινισμού προσπορίζει ένα διδακτικό παράδειγμα – όμως, δεν φαίνεται πως η ως άνω διαδικασία προκλήθηκε από το απλό γεγονός της ανάληψης της εξουσίας από την Αριστερά. Τουτέστιν, δεν φαίνεται πως η Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο σε μια αντιπολιτευτική θέση, ή πως η κατοχή της εξουσίας είναι ασύμβατη με τη φύση της Αριστεράς και οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή της.

Μολονότι η άρνηση της πραγματικότητας είναι μέρος της φύσης της Αριστεράς, δεν συνεπάγεται αναγκαία πως η πραγματικότητα οφείλει πάντα να είναι αντίθετη προς τις αξιώσεις της Αριστεράς. Αληθεύει ότι η ιστορία παρέχει αναρίθμητες εμπειρίες που μοιάζουν να συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας άποψης και μας δελεάζουν να αντικρύσουμε την Αριστερά ως καταδικασμένη να αποτελεί μια «αιώνια αντιπολίτευση». Εντούτοις, με την πάροδο των ετών, η ιστορία έγινε μάρτυρας πολλών υποχωρήσεων σε σχέση με αιτήματα (για παράδειγμα, την ισότητα απέναντι στον νόμο) τα οποία ακολούθως, έπειτα από αιώνες δυστυχίας και ήττας, έγιναν πραγματικότητα. Η αγάπη του μαρτυρίου και οι ηρωισμοί είναι τόσο ξένα για την Αριστερά, όσο ο οπορτουνισμός σε μια τρέχουσα κατάσταση ή η αποκήρυξη ουτοπικών στόχων. Η Αριστερά διαμαρτύρεται ενάντια στον υφιστάμενο κόσμο, αλλά δεν λαχταρά το κενό. Συνιστά ένα εκρηκτικό φορτίο που διαρρηγνύει τη σταθερότητα της κοινωνικής ζωής, αλλά δεν είναι ένα κίνημα προς το τίποτα.

Οι αδυναμίες της Αριστεράς

Η κύρια αδυναμία της Αριστεράς δεν υπήρξε το ότι αναδύθηκε από την άρνηση, αλλά ότι η άρνησή της έφτασε μόνο ως το επίπεδο της ηθικής διαμαρτυρίας και όχι της πρακτικής σκέψης. Μια αριστερή στάση η οποία σταματά στο στάδιο της ηθικής εμπειρίας έχει μικρό πρακτικό αποτέλεσμα. Η πονοψυχία [“Bleeding-heartism”] δεν αποτελεί πολιτική θέση.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό, το οποίο ήταν αναπόφευκτο στις δικές μας περιστάσεις, ήταν πως η Αριστερά δεν μπορούσε να αποτελεί ένα οργανωμένο κίνημα, παρά μόνο μια ασαφή, κατακερματισμένη, αρνητική συνείδηση αντιτιθέμενη στη Δεξιά, η οποία [Δεξιά] δεν δεσμευόταν από ενδοιασμούς πίστης αναφορικά προς τον σχηματισμό φραξιών εντός του Κόμματος. Τοιουτοτρόπως, η Αριστερά δεν κατέστη ένα πολιτικό κίνημα με την αληθινή έννοια, αλλά απλώς το άθροισμα αυθόρμητων ηθικών στάσεων.

Μια αδυναμία της Αριστεράς προκλήθηκε από τις οπισθοδρομικές συνθήκες στη διεθνή κατάσταση. Δεν θα υπεισέλθω στις λεπομέρειές της, όμως αυτή ευνοούσε ιδιαίτερα τις δεξιές δραστηριότητες.

Άλλες αδυναμίες της Αριστεράς αποτέλεσαν εκείνα τα συστατικά στοιχεία της άμεσης κατάστασης από τα οποία οι προσπάθειες της Δεξιάς μπορούσαν να αντλήσουν δύναμη. Η Δεξιά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό για τη χρήση κάθε είδους δημαγωγίας, κάθε πολιτικού και ιδεολογικού συνθήματος που θα την καθιστούσε ικανή να κυριαρχήσει στη δεδομένη κατάσταση. Όταν είναι αναγκαίο, χρησιμοποιεί τον αντισημιτισμό ώστε να κερδίσει έναν ορισμένο αριθμό συμμάχων μεταξύ των φανατικών εντός ή εκτός του κόμματος. Πρωταρχικά, η Δεξιά κυνηγά την εξουσία. Στη μάχη για την εξουσία (την οποία, για παράδειγμα, δεν κατέχει σήμερα στην Πολωνία) είναι προετοιμασμένη να προωθήσει οποιαδήποτε αριστερά συνθήματα θεωρεί πως θα προκαλέσουν το λαϊκό ενδιαφέρον. Ας μιλήσουμε ανοιχτά: η περιφρόνηση για την ιδεολογία είναι η δύναμη της Δεξιάς, διότι της επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στην πράξη και την αυθαίρετη χρήση οποιουδήποτε λεκτικού προσωπείου διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Η Δεξιά στηρίζεται όχι μόνο από την αδράνεια των παλαιών ηθών και θεσμών, αλλά και από τη δύναμη του ψεύδους· σε μικρό βαθμό, είναι αλήθεια, ωστόσο αρκετά ώστε να της επιτρέψει να ελέγξει την κατάσταση. Κάποια δεδομένη στιγμή αυτά τα ιδεολογικά συνθήματα αποκαλύπτονται ως τακτική εξαπάτηση• ωστόσο, το τέχνασμα είναι να διασφαλίσει κανείς πως αυτή η στιγμή έρχεται μόνον αφότου η κατάσταση είναι υπό τον έλεγχό του και η αστυνομία στη διάθεσή του. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για την Αριστερά να έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα κριτήρια αναγνώρισης, με τη μορφή των στάσεων απέναντι σε εκείνα τα πραγματικά πολιτικά θέματα που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αναγκάζουν τη Δεξιά να αποκαλύψει τον εαυτό της ως αυτό που [πραγματικά] είναι. Σήμερα τέτοια κριτήρια υπάρχουν κυρίως στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.

Η Αριστερά αποδυναμώθηκε επιπλέον από το γεγονός πως η γενική κοινωνική διαμαρτυρία εναντίον των συμβιβασμένων μεθόδων της κυβέρνησης υπήρξε πολύ συχνά συνδεδεμένη με αντιδραστικά αιτήματα, απαράδεκτα για την Αριστερά. Αλλά σε εκείνο το στάδιο της ανάπτυξής της, η Αριστερά δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να ηγηθεί εκείνης της διαμαρτυρίας.

Ως αποτέλεσμα αυτών των περιστάσεων, η Αριστερά (σε διεθνή κλίμακα) δεν μπορούσε παρά να ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η Αριστερά, αν πρόκειται να υπάρχει, οφείλει να έχει επίγνωση του κινδύνου της ιδεολογικής της θέσης.

Ο κίνδυνος έγκειται στη διπλή της έκθεση σε δύο μορφές δεξιάς πίεσης. Η Αριστερά οφείλει να βρίσκεται σε ιδιαίτερη εγρήγορση σε σχέση με την ανάγκη της να ορίζει την ειδική θέση της ως σταθερά και συγχρόνως αντιτιθέμενη και στις δύο εκείνες δυνάμεις. Οφείλει ξεκάθαρα και διαρκώς να διακηρύττει την αρνητική της στάση απέναντι σε αμφότερα τα δεξιά ρεύματα, από τα οποία το ένα αποτελεί την έκφραση της σταλινικής αδράνειας και το άλλο [την έκφραση] της αδράνειας του καπιταλισμού στην πιο οπισθοδρομική και σκοταδιστική του μορφή. Η Αριστερά διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο, αν κατευθύνει την κριτική της μονάχα έναντι της μίας πίεσης, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά δυσδιάκριτους τους πολιτικούς της διαχωρισμούς. Η θέση της οφείλει να εκφράζεται σε μια ταυτόχρονη άρνηση. Η Αριστερά οφείλει να αντιτίθεται στον πολωνικό εθνικισμό τόσο ανυποχώρητα όπως και στους ξένους εθνικισμούς που απειλούν την Πολωνία. Οφείλει να λαμβάνει την ίδια σαφή και έλλογη στάση τόσο προς την αρτηριοσκληρωτική θρησκοληψία της σταλινικής εκδοχής του μαρξισμού όσο και προς τον σκοταδισμό του κλήρου. Οφείλει ταυτόχρονα να απορρίπτει τη σοσιαλιστική φρασεολογία ως ένα προσωπείο αστυνομικών κρατών και τη δημοκρατική φρασεολογία ως μεταμφίεση της αστικής εξουσίας. Μόνον έτσι δύναται η Αριστερά να διατηρήσει την ξεχωριστή, διακριτή θέση της, τη θέση μιας μειοψηφίας. Εξάλλου, η Αριστερά δεν επιθυμεί να γίνει πλειοψηφία με οποιοδήποτε τίμημα.

Στην τρέχουσα συγκυρία, η σπουδαιότερη αξίωση της Αριστεράς είναι ιδεολογική. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, είναι να διαφοροποιήσει με ακρίβεια την ιδεολογία από την τρέχουσα πολιτική τακτική. Η Αριστερά δεν αρνείται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα στον βαθμό που οι συμβιβασμοί χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι. Θα αντιδρά πάντοτε σε κάθε απόπειρα ευθυγράμμισης της ιδεολογίας στις απαιτήσεις της στιγμής, στις προσωρινά αναγκαίες παραχωρήσεις, τους τακτικισμούς. Ενώ η Αριστερά αναγνωρίζει πως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ανίσχυρη ενώπιον του εγκλήματος, αρνείται να αποκαλέσει το έγκλημα «ευλογία».

Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επουσιώδες ή δευτερεύον ζήτημα. Ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο δεν βασίζεται σε μια αυθεντική ιδεολογική βάση, μπορεί να φυτοζωεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως θα καταρρεύσει σαν σπίτι από τραπουλόχαρτα μόλις αντιμετωπίσει δυσκολίες. Ένα παράδειγμα αποτελεί το ουγγρικό Κόμμα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα το οποίο καθυποτάσσει την ιδεολογία στην άμεση τακτική είναι καταδικασμένο να παρακμάσει και να ηττηθεί. Μπορεί να υπάρχει μόνο με την υποστήριξη της εξουσίας και της κρατικής ικανότητας για καταστολή. Οι πνευματικές και ηθικές αξίες του κομμουνισμού δεν αποτελούν πολυτελή στολίδια της δραστηριότητάς του αλλά τους όρους της ύπαρξής του. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι δύσκολο να δημιουργηθεί αριστερός σοσιαλισμός σε μια αντιδραστική χώρα. Ένα κομμουνιστικό κίνημα, του οποίου η μοναδική μορφή ύπαρξης είναι η αμιγής τακτική και το οποίο επιτρέπει την απώλεια των αυθεντικών του πνευματικών και ηθικών προκείμενων, παύει να αποτελεί αριστερό κίνημα. Ως εκ τούτου, η λέξη «σοσιαλισμός» έφτασε να έχει περισσότερες της μίας σημασίες και δεν αποτελεί πλέον συνώνυμο της Αριστεράς. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αναγκαία μια αναγέννηση της έννοιας της Αριστεράς – έτσι ώστε, επιπλέον, να καθοριστεί το νόημα των αριστερών συνθημάτων. Συνεπώς, προτείνουμε τον όρο «αριστερός σοσιαλισμός».

Χωρίς να εγκαταλείπει οποιαδήποτε από τις προκείμενες της ύπαρξής της, η Αριστερά είναι προφανώς έτοιμη να συγκροτήσει συμμαχίες με οποιαδήποτε ομάδα, αδιάφορο πόσο μικρή, και με όλες τις «αριστερές εστίες», οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Πρέπει, ωστόσο, να αρνείται να υποστηρίξει δεξιές καταστάσεις και δραστηριότητες· ή, αν υποχρεώνεται να κάνει κάτι τέτοιο υπό καταναγκασμό, οφείλει να το αποκαλεί «καταναγκασμό» και να απέχει από την αναζήτηση ιδεολογικής δικαιολόγησης των πράξεών της.

Η Αριστερά γνωρίζει πως αυτές οι απαιτήσεις μοιάζουν απλώς μετριοπαθείς και συνειδητοποιεί πως μπορεί να οδηγήσουν σε νέες ήττες – όμως, αυτές οι ήττες είναι περισσότερο γόνιμες από τη συνθηκολόγηση. Για αυτόν τον λόγο, η Αριστερά δεν φοβάται να είναι μειοψηφία, όπως είναι σε διεθνή κλίμακα. Γνωρίζει πως η ιστορία καθ’ εαυτήν παράγει σε κάθε περίσταση μια αριστερή πλευρά η οποία αποτελεί εξίσου αναγκαίο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής με τη συντηρητική και αδρανή πλευρά της.

Οι αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής δεν είναι δυνατόν να καταργηθούν· αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη ιστορία θα υπάρχει όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Και η Αριστερά αποτελεί παράγοντα ζύμωσης ακόμη και στις πλέον απαθείς μάζες του ιστορικού παρόντος. Ακόμη και αν είναι κατά καιρούς αδύναμη και αφανής, αποτελεί ωστόσο τον δυναμίτη της ελπίδας που ανατινάσσει το νεκρό φορτίο των απολιθωμένων συστημάτων, θεσμών, ηθών, διανοητικών συνηθειών και κλειστών δογμάτων. Η Αριστερά ενώνει τα διασκορπισμένα και συχνά κρυμμένα άτομα των οποίων η κίνηση αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που αποκαλούμε πρόοδο.

Μετάφραση: Ορέστης Γούλας (από την αγγλική έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Κολακόφσκι)

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης, Γιώργος Στεφανίδης

Το παραπάνω δοκίμιο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Leszek Kolakowski: Toward a Marxist Humanism: Essays on the Left Today, Grove/Atlantic, Inc., 1968.