RSS FeedRSS FeedYouTubeYouTubeTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Ο βοναπαρτισμός ως κρατική μορφή στο Μαρξ

Ο βοναπαρτισμός ως κρατική μορφή στο Μαρξ

Θοδωρής Βελισσάρης

 

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συνοπτική παρουσίαση της έννοιας του βοναπαρτισμού όπως αναπτύχθηκε από τον Μαρξ. Μέσω της έννοιας αυτής ο Μαρξ προσπάθησε να περιγράψει το σύγχρονο κράτος, από τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση κι έπειτα. Η προσπάθειά του αυτή, δεν φωτίζει μόνο το κράτος εντός της ιστορικής κοινωνίας που ονομάζουμε καπιταλισμό, αλλά φωτίζει και τα χαρακτηριστικά του κράτους εν γένει, από την ιστορική του γένεση.

Σε πλήρη συμφωνία με τα ανωτέρω, δηλαδή με την έμφαση τόσο στη συνέχεια όσο και στη διαφορά, ο Μαρξ σημειώνει στο σημαντικότερό του έργο ως προς την πραγμάτευση του βοναπαρτισμού, ότι οι άνθρωποι δημιουργούν μεν την ιστορία τους, αλλά υπό συνθήκες που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, οι οποίες βαραίνουν «σαν εφιάλτης πάνω στα μυαλά των ζωντανών».[1] Στην ίδια σελίδα βρίσκουμε τη διάσημη διατύπωση του Μαρξ, ότι η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται, αλλά «τη μία φορά σαν τραγωδία, την άλλα σα φάρσα».

Το τραγικό στοιχείο συνίσταται στον ηρωισμό αλλά και την αφέλεια των επαναστατών της αστικής επανάστασης, οι οποίοι εγκαθίδρυαν και εδραίωναν κάτι νέο, την αστική κοινωνία, νομίζοντας ότι απλά αναστυλώνουν κάτι παλιό, μία δημοκρατία τύπου Αρχαίας Ρώμης. Ο ηρωισμός συνοδευόταν από «αυταπάτες».[2] Εντούτοις, η αναφορά στο παρελθόν, παρότι απατηλή, εξυπηρετούσε τις ανάγκες του παρόντος. Το φαρσικό στοιχείο εισάγεται όταν σε μία επανάσταση γίνεται επίκληση ενός ένδοξου παρελθόντος αλλά ταυτόχρονα αποτυγχάνει παταγωδώς, όπως παρατηρεί ο Μαρξ για την επανάσταση του 1848, επακόλουθο της οποίας ήταν ο βοναπαρτισμός: εδώ δεν παρατηρείται η περαιτέρω εδραίωση της αστικής κοινωνίας, αλλά η χρεοκοπία των ιδανικών της.

Πως μπορεί όμως μια επανάσταση όπως αυτή του Φλεβάρη του 1848, που καταλύει τη μοναρχία και θεσμοποιεί το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, να αποτελεί φάρσα και αποτυχία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι με τις εκλογές στις 2 Δεκέμβρη του 1848 και την εκλογή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, όχι με το πραξικόπημά του που κατέλυσε τη δημοκρατία τρία χρόνια αργότερα, «(…) εκείνο που φαίνεται να ανατράπηκε δεν είναι πια η μοναρχία, είναι οι φιλελεύθερες παραχωρήσεις, που είχαν αποσπασθεί από αυτή ύστερα από εκατό χρόνια αγώνες. Αντί να κατακτήσει η ίδια η κοινωνία ένα καινούριο περιεχόμενο, φαίνεται μόνο πως το κράτος ξαναγύρισε στην πιο παλιά του μορφή».[3] Επίσης, ακόμα πιο εμφατικά: «Η καθολική ψηφοφορία φαίνεται να έζησε μια στιγμή μόνο για να κάνει με τα ίδια της τα χέρια (…) τη διαθήκη της».[4]

Στις νέες συνθήκες που περιγράφει ο Μαρξ, το κράτος, στην παλιά του αυταρχική μορφή, επιστρέφει με δημοκρατικά εύσημα και νομιμοποίηση. Ένα βασικό λοιπόν στοιχείο του βοναπαρτισμού είναι η συνύπαρξη δημοκρατίας και αυταρχισμού. Ιδιαίτερη σημασία για τον Μαρξ έχει η κατάπνιξη στο αίμα της εξέγερσης των εργαζομένων του Ιούνη του 1848, που απαιτούσαν κοινωνική δημοκρατία, δηλαδή μια δημοκρατία επαρκή απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες. Η σφαγή των εργαζομένων τον Ιούνη, η σφαγή αυτών που συνέβαλαν αποφασιστικά στον τερματισμό της μοναρχίας, ακριβώς επειδή ήθελαν την ουσιαστική και όχι κατ’ όνομα μόνο εδραίωση της δημοκρατίας, δείχνει για τον Μαρξ «πως η αστική δημοκρατία σημαίνει εδώ την απεριόριστη δεσποτεία μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις».[5]

Εδώ απαιτείται προσοχή για να παρακολουθήσουμε σε όλο του το βάθος το μαρξικό επιχείρημα: το βοναπαρτικό κράτος, παρότι είναι κράτος ταξικής κυριαρχίας, και δη της κυριαρχίας της αστικής τάξης, δεν είναι απλά ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης. Μπορεί κάλλιστα βραχυπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα να παρουσιάζεται ως «σωτήρας της κοινωνίας» συνολικά, και μάλιστα «αστοί που είναι φανατισμένοι για την τάξη να πυροβολούνται στα μπαλκόνια τους» από τα όργανά του.[6] Το πεπρωμένο αυτό δεν αφορά μόνο τη γαλλική αστική τάξη: «Αν η εξέγερση του Ιούνη ανέβασε παντού σ’ όλη την ηπειρωτική Ευρώπη την αυτοπεποίθηση της αστικής τάξης και την έσπρωξε σε μια ανοιχτή συμμαχία με τη φεουδαρχική βασιλεία ενάντια στον λαό, ποιο ήταν το πρώτο θύμα αυτής της συμμαχίας; Η ίδια η ηπειρωτική αστική τάξη».[7] Ο Μαρξ αντλεί από την ανάλυση αυτή πολύτιμα πολιτικά συμπεράσματα τα οποία έχουμε ακροθιγώς αναφέρει αλλού και δεν θα αναπτύξουμε εδώ,[8] τα οποία συνοψίζονται σε ό,τι ο ίδιος αποκαλούσε αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε μονάχα ότι εάν το κράτος ήταν απλά ένα εργαλείο της αστικής τάξης, τότε ακριβώς θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η εργατική τάξη μπορεί να το οικειοποιηθεί έτοιμο και να το χρησιμοποιήσει υπέρ της. Αλλά μέσω των διδαγμάτων αυτής της περιόδου ο Μαρξ καταλαβαίνει ότι το κράτος υπό τη δυναμική του κεφαλαίου είναι κάτι παραπάνω από απλό εργαλείο, αυτονομημένο από την κοινωνία, άρα η εργατική τάξη πρέπει να το συντρίψει και να οικοδομήσει το δικό της.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι για τον Μαρξ ο βοναπαρτισμός, που αλλού στα έργα του περιγράφεται και ως «ιμπεριαλισμός» ή «καισαρισμός» ή «αυτοκρατορισμός», δεν περιορίζεται στη Γαλλία αλλά αποτελεί διεθνές φαινόμενο. Για παράδειγμα ο ίδιος ο Μαρξ γράφει ρητά για τη Γερμανία ότι με τον Μπίσμαρκ, «το βοναπαρτικό καθεστώς που ως τότε άνθιζε μονάχα από τη μία πλευρά του Ρήνου, βρήκε το ταίρι του και στην άλλη πλευρά».[9] Ο Χαλ Ντρέιπερ επίσης έχει δείξει τον καθολικό και διεθνικό τρόπο που συλλαμβάνει ο Μαρξ το πρόβλημα του βοναπαρτισμού, με τον Μαρξ να χαρακτηρίζει ως Βοναπάρτη ακόμα και τον Σιμόν Μπολιβάρ ή να περιγράφει την κυβέρνηση το Ντισραέλι στο Ηνωμένο Βασίλειο με αυτούς τους όρους.[10]

Από τα παραπάνω συνάγεται ένας κλασικός ορισμός του βοναπαρτισμού από τον Μαρξ: «Στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητά της να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα» (έμφαση δική μου).[11] Σε όλα τα έργα της περιόδου, ο Μαρξ περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη αποτυγχάνει να ηγηθεί επί της κοινωνικής εξέλιξης και να συμβάλλει στο ξεπέρασμα της χρόνιας κοινωνικής κρίσης. Όχι μόνο φαίνεται να προδίδει τις υποσχέσεις που έδωσε με τις αστικές επαναστάσεις, αλλά για τη διατήρηση των άμεσων συμφερόντων της «αυτή είχε αποθεώσει το σπαθί, τώρα το σπαθί την εξουσιάζει».[12] Με την έλευση του καπιταλισμού ολόκληρη η αστική κοινωνία μοιάζει να αποσυντίθεται, αναδύονται για πρώτη φορά φαινόμενα όπως οι οικονομικές κρίσεις και η μόνιμη ανεργία: αυτό είναι το περιβάλλον εντός του οποίου το κράτος επιστρέφει θριαμβευτικά ως σωτήρας της κοινωνίας. Μπροστά στο νέο κράτος η πολιτική πάλη «(…) τακτοποιήθηκε με το να γονατίσουν, μπροστά στον υποκόπανο, όλες οι τάξεις, το ίδιο ανίσχυρες και βουβές».[13] Η ανερχόμενη εργατική τάξη δοκιμάζει τις δυνάμεις της και μαθαίνει τα μυστικά της υψηλής πολιτικής, αλλά πολύ αργά και με μεγάλο τίμημα.

Το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν ηγείται επί της κοινωνικής ανάπτυξης, δεν σημαίνει ότι δεν επωφελείται από τη διαδικασία κοινωνικής αποσύνθεσης: πάντα σε συνθήκες κρίσης απειλούνται όλοι αλλά κυρίως οι πιο αδύνατοι, ενώ οι ισχυρότεροι μπορεί και να κερδίζουν. Εδώ ο Μαρξ δεν ισχυρίζεται ότι η αστική τάξη σταμάτησε να αρπάζει την κοινωνική μερίδα του λέοντος, μόνο περιγράφει την αλλαγή ολόκληρου του πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα αυτή η αρπαγή. Δεν δημιουργεί συνειδητά και οργανωμένα η κυρίαρχη τάξη τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στον πλουτισμό της, αλλά ως ισχυρότερη μπορεί και εκμεταλλεύεται καλύτερα υπέρ της τη διαδικασία αποσύνθεσης και τυφλής λειτουργίας της οικονομίας που υποτάσσει ακόμα και την ίδια. Το κεφάλαιο είναι μία κοινωνία όπου επικρατεί γενικευμένη ανελευθερία από την οποία προκύπτουν και αποκρυσταλλώνονται στη συνέχεια ταξικές ανισότητες, όχι μία κοινωνία ταξικών ανισοτήτων από τις οποίες προκύπτει η γενικευμένη ανελευθερία. Ο Μαρξ δεν αρνείται την κυριαρχία μίας τάξης, απλά αλλάζει τη σχέση αιτίας και αιτιατού σε σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις ως προς την αναπαραγωγή αυτής της κυριαρχίας. Η κυριαρχία προκύπτει από την κρίση στην οποία έχει εισέλθει ολόκληρη η αστική κοινωνία με τη βιομηχανική επανάσταση. Οι καπιταλιστές ευνοούνται, αλλά αυτή η εύνοια είναι αποτέλεσμα των παθολογικών κοινωνικών σχέσεων, όχι αιτία τους.

Οι παραπάνω διατυπώσεις συμφωνούν με τον τρόπο που συλλαμβάνει ο Μαρξ το πρόβλημα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης συνολικά. Για τον Μαρξ, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού δεν είναι η κυριαρχία μιας τάξης επί των υπολοίπων. Ήδη στην κριτική του στον Προυντόν στα Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ τονίζει ότι η ίδια η κοινωνία μπορεί να «γίνεται αντιληπτή σε αφηρημένο επίπεδο ως κεφαλαιοκράτης»[14], καθώς η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση του κεφαλαίου: ακόμα και χωρίς καπιταλιστές μπορεί τη θέση τους να καταλάβει η «(…) κοινότητα σε ρόλο καθολικού κεφαλαιοκράτη».[15] Αλλά και ο ωριμότερος Μαρξ τονίζει ότι η πιθανή κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν εξαντλεί το πρόβλημα του καπιταλισμού ως κοινωνίας παρά αναδεικνύει την ουσία του, η οποία είναι η αυτοσυνείδηση των υποκειμένων ως εργατών και η καθολική επικράτηση του λεγόμενο «αστικού δικαίου», δηλαδή η ίση εργασία ως κοινωνικό μέτρο της αξίας, παρά τις ατομικές διαφορές των μελών της κοινωνίας. «Ώστε εδώ, το ίσο δίκαιο εξακολουθεί να είναι κατ’ αρχήν το αστικό δίκαιο. […]  Το ίσο δίκαιο υπόκειται πάντα σε έναν αστικό περιορισμό. (…) Αυτό το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία. (…) Στο περιεχόμενό του είναι λοιπόν δίκαιο της ανισότητας, όπως κάθε δίκαιο. (…) Με ίση απόδοση εργασίας και επομένως με ίση συμμετοχή στο κοινωνικό καταναλωτικό απόθεμα, ο ένας παίρνει στην πραγματικότητα περισσότερα από τον άλλον, ο ένας είναι πλουσιότερος από τον άλλο κλπ. Για να αποφευχθούν όλες αυτές οι αδυναμίες, θα έπρεπε το δίκαιο να είναι μάλλον άνισο αντί να είναι ίσο».[16] Μόνο πολύ αργότερα από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και το τέλος της κυριαρχίας της αστικής τάξης, σε μια «ανώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας (…) θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου».[17]

Ο βοναπαρτισμός έτσι γίνεται η πολιτική έκφραση της ανώνυμης και αυτονομημένης δυναμικής του κεφαλαίου, το οποίο δεν εξαντλείται στην κυριαρχία μιας τάξης, αλλά αποτελεί τη μορφή που παίρνει η αστική κοινωνία συνολικά μετά την εδραίωση της βιομηχανικής επανάστασης. Σε αντίθεση με όλες τις χειραφετητικές παραδόσεις του φιλελευθερισμού «το κράτος περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί και κηδεμονεύει την αστικής κοινωνία».[18] Το κράτος δεν αποτελεί πλέον εργαλείο αλλά φαίνεται να «έχει γίνει ολότελα ανεξάρτητο».[19] Στον πυρήνα του κράτους αυτού βρίσκεται η γραφειοκρατία και τα ένοπλα σώματα επιβολής της τάξης, ντυμένα τον μανδύα της ταξικής ουδετερότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βοναπάρτης εκλέγεται με τη στήριξη όλων των τάξεων, παρότι ο Μαρξ συμπληρώνει ότι τουλάχιστον «το πιο προοδευτικό τμήμα τόσο της μικροαστικής τάξης όσο και του προλεταριάτου παρουσίασε δικούς του υποψήφιους».[20] Ο Βοναπάρτης παρουσιάζεται ως ευεργέτης όλων των τάξεων αλλά «δεν μπορεί να δώσει τίποτα στη μία χωρίς να το πάρει από την άλλη».[21] Η ωρίμανση της δημοκρατίας συνοδεύεται από την εκλογή ενός ανθρώπου που είναι ο εγγυητής της καταστροφής της, όχι μόνο με το πραξικόπημά του που καταλύει τη δημοκρατία το 1851, και τη συνακόλουθη διαφθορά και κοινωνική αποσύνθεση, αλλά και με τη συντριβή της Γαλλίας από τα πρωσικά στρατεύματα στο Σεντάν το 1870.

Έως τώρα αναδείξαμε τον τρόπο με τον οποίο διαφοροποιείται το σύγχρονο κράτος από το κράτος εν γένει, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το βοναπαρτικό κράτος παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος, όχι μίας κυρίαρχης τάξης, αλλά της κοινωνίας συνολικά, αποσπώντας μάλιστα δημοκρατική νομιμοποίηση για τον κοινωνικό αυταρχισμό που ενσαρκώνει. Ωστόσο, το κράτος αυτό παραμένει όργανο ταξικής κυριαρχίας, άρα βρίσκεται σε συνέχεια με το κράτος εν γένει. «Ο αυτοκρατορισμός είναι συνάμα η πιο εκπορνευμένη και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία, σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα αναπτυγμένη αστική κοινωνία τη μετέτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο».[22]

Το κράτος είναι πάντα ταξικό υπέρ της κυρίαρχης τάξης, εν προκειμένω της αστικής, παρότι όχι πάντα ξεκάθαρα όργανο ή εργαλείο της αστικής τάξης. Σε εποχές ρευστότητας και μεγάλων αλλαγών[23] το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση φαίνεται να εξυπηρετείται καλύτερα από ένα κράτος που θέτει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, όχι από ένα κράτος εργαλείο της κυρίαρχης τάξης. Το φαινομενικά αυτονομημένο κράτος πράγματι υποτάσσει στην ισχύ του και τις κυρίαρχες τάξεις, αλλά μόνο στο μέτρο που αποτελεί την πολιτική μορφή με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις εξασφαλίζουν μεσο-μακροπρόθεσμα την κυριαρχία τους επί των υπολοίπων.

Ο Χαλ Ντρέιπερ υποδεικνύει μία παράθεση-κλειδί από τον ίδιο τον Μαρξ: «Η αστική τάξη (…) προκειμένου να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της εξουσία, πρέπει να στερηθεί της πολιτικής της εξουσίας».[24] Φοβούμενη την ανερχόμενη εργατική τάξη, η αστική τάξη δέχεται να στερηθεί των πολιτικών της προνομίων «με αντάλλαγμα τη διατήρηση της κοινωνικο-οικονομικής της κυριαρχίας».[25] Μπροστά στην έκδηλη αδυναμία της στις νέες οικονομικές συνθήκες που σπρώχνουν τους εκπροσώπους της σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ τους,[26] και μπροστά στην έκδηλη ανερχόμενη δύναμη της εργατικής τάξης, αποδέχεται μία «επανάσταση από τα πάνω»[27] αρκεί να αποφευχθεί μια αποτελεσματική «από τα κάτω». Η ίδια η αστική τάξη διαπιστώνει τη δική της κοντόφθαλμη οπτική και τη δυνατότητα να εξυπηρετείται καλύτερα από ένα κράτος που βλέπει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, παρά από ένα κράτος που είναι άμεσο υποχείριό της.[28]

Κατά συνέπεια, το βοναπαρτικό κράτος παραμένει αυτό που πάντα υπήρξε το κράτος για τον Μαρξ: όργανο ταξικής κυριαρχίας και απότοκο της ταξικής κοινωνίας. Αποτελεί μάλιστα τελειοποιημένη εκδοχή της ταξικής αυτής κυριαρχίας, καθώς όχι μόνο έσωσε τις κυρίαρχες τάξεις από την αδυναμία τους να επιβληθούν άμεσα στους υποτελείς τους, αλλά προσέδωσε δημοκρατικά εύσημα και νομιμοποίηση στην κυριαρχία αυτή. Ένα κράτος που βασίζεται μόνο στην ωμή βία και καταστολή είναι τόσο εύθραυστο, όσο και πανάκριβο. Ουσία του κράτους είναι λοιπόν η ταξική κυριαρχία, αλλά το «κράτος δεν εξαντλείται στην ουσία του», υπάρχει και η πραγματικότητά του η οποία επιτρέπει διαφοροποιήσεις.[29]

Όλες οι κοινωνίες ενέχουν κάποιο είδος καταναγκασμού κι αυτό αποτελεί μια γενική προϋπόθεση της ανάδυσης του κράτους: αλλά υπάρχουν τεράστιες διαφορές του είδους και του τρόπου με τον οποίο εξασκείται ο καταναγκασμός αυτός.[30] Μπορεί να υπάρχει ένα είδος καταναγκασμού που υπηρετεί την κοινότητα, ένα είδος «φυσικής» κοινωνικής ηγεμονίας. Αυτή η ηγεμονία γίνεται κράτος όταν αποκτά ταξικό πρόσημο υπέρ μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Αυτό δεν αποτελεί αναγκαστικά ένα είδος συνωμοσίας, αλλά αναγκαίο όρο ώστε η ομάδα αυτή να διαχειριστεί τόσο την καθολική, μη-ταξική, πλευρά των αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών, όσο και την ταξική, αυτή των δικών της αποκλειστικά συμφερόντων. Το κράτος εμφανίζεται όταν η πολιτική δύναμη από υπηρέτης του συνόλου γίνεται κύριός του.[31] Αν η ταξική κυριαρχία είναι η ουσία του κράτους, αυτή γίνεται καθαρότερη με την τυφλή επικυριαρχία που εγκαθιδρύεται με τον βοναπαρτισμό,[32] την ανώνυμη, ουδέτερη κυριαρχία μιας δύναμης ανυψωμένης πάνω από την κοινωνία, χωρίς άμεση συσχέτιση και εξάρτηση με καμία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Η τελειοποίηση του κράτους συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ παραμένει τέτοιο, δεν εμφανίζεται πλέον ως μέσο ταξικής κυριαρχίας αλλά προασπιστής του κοινού συμφέροντος – και ταυτόχρονα μόνιμος υπονομευτής του.

 

Βιβλιογραφία

  • Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετάφραση: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1986
  • Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000
  • Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Μάης 2010
  • Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μετάφραση: Αποστόλης Λυκούργος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Σεπτέμβρης 2012
  • Καρλ Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Ιούλης 2007
  • Hal Draper, Karl Marx’s theory of revolution: State and Bureaucracy, Vol. 1, Monthly Review Press, 1977

 

 

 

[1] Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετάφραση: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1986, σ. 15

[2] Ό.π. σ. 17

[3] Ό.π. σ. 20

[4] Ό.π. σ. 22

[5] Ό.π. σ. 27

[6] Ό.π. σ. 29

[7] Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000, σ. 67

[8] Στα κείμενα «Η επανάσταση ως σύμπτωμα του κεφαλαίου» (Ουτοπία, τ. 113) και «Δημοκρατία και κινήματα στην Ιστορία».

[9] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Μάης 2010, σ. 29

[10] Hal Draper, Karl Marx’s theory of revolution: State and Bureaucracy, Vol. 1, Monthly Review Press, 1977, σ. 438 και σ. 335 αντίστοιχα

[11] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σ. 68

[12] Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, σ. 148

[13] Ό.π. σ. 152

[14] Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μετάφραση: Αποστόλης Λυκούργος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Σεπτέμβρης 2012, σ. 99

[15] Ό.π. σσ. 121-122

[16] Καρλ Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ανώνυμη μετάφραση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Ιούλης 2007, σσ. 22-23

[17] Ό.π. σ. 23

[18] Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, σ. 75

[19] Ό.π. σ. 154

[20] Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, σσ. 82-83

[21] Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ, σ. 169

[22] Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σ. 69

[23] Draper, State and Bureaucracy, σ. 321

[24] Ό.π., σ. 398

[25] Ό.π., σ. 404

[26] «Καμία άλλη κυρίαρχη τάξη δεν σπαράσσεται εσωτερικά σε τέτοιο βαθμό με ανταγωνιζόμενες και αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες συμφερόντων, η μία στο λαιμό της άλλης». Ό.π., σ.323

[27] Ό.π., σ. 426

[28] Εδώ περιοριζόμαστε στη σκιαγράφηση μόνο της εξαιρετικά σύνθετης ταξικής ανάλυσης του Μαρξ η οποία εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τον Βοναπαρτισμό τόσο σε σχέση με το σύνολο των κοινωνικών τάξεων και τις μεταξύ τους σχέσεις.

[29] Ό.π., σ. 263

[30] Ό.π., σ. 241

[31] Ό.π., σ. 248. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Ένγκελς τονίζει ότι η διαίρεση σε τάξεις εδραιώθηκε μέσω βίας, εξαπάτησης και σφετερισμού. Η κυρίαρχη ομάδα αρχικά ασκούσε κοινωνική ηγεσία αλλά μόλις πήρε το πάνω χέρι μετέτρεψε την κοινωνική ηγεσία σε εκμετάλλευση εις βάρος των εργαζομένων μαζών. Όμως, υπήρχε μια πραγματική κοινωνική ανάγκη που οδηγούσε στον ελεύθερο χρόνο που απολάμβαναν λίγοι. Όταν το πλεόνασμα που παράγει η εργαζόμενη πλειοψηφία είναι ελάχιστο, αυτό επιτρέπει την ανάδυση μιας ομάδας (δυνητικά τάξης) που δεν επιδίδεται σε άμεση παραγωγική εργασία αλλά στο έργο επίβλεψης των "γενικών κοινωνικών υποθέσεων". Στην τότε φάση ανάπτυξης φαίνεται πως δεν μπορούσε να αποφευχθεί η ανάθεση του αναγκαίου αυτού έργου της επίβλεψης των γενικών κοινωνικών υποθέσεων σε μία κυρίαρχη ομάδα, η οποία αποκρυσταλλώθηκε σε κυρίαρχη τάξη. Οπότε για τον μαρξισμό η "κοινωνική ηγεσία" ήταν αναγκαία συνθήκη πριν την αποκρυστάλλωση των τάξεων και του κράτους. Το κράτος έρχεται να αναλάβει το έργο της κοινωνικής ηγεσίας αλλά πλέον με παραμορφωτικό-στρεβλωτικό ταξικό τρόπο. Αυτό δεν είναι απλά συνωμοσία γιατί η ταξική κοινωνία δεν γνωρίζει άλλο τρόπο για να φροντίζει τόσο τις "γενικές κοινωνικές υποθέσεις" όσο και τους ιδιαίτερους δικούς της αντικοινωνικούς σκοπούς.

[32] Ό.π., σ. 242